Translate

Ο προσδιορισμός και το συγκεκριμένο: Συνοπτικά για το πολιτικό και οντολογικό υπόβαθρο της φράσης "Σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά" - Αντώνης Μπαλασόπουλος Πανεπιστήμιο Κύπρου

 


Του Αντώνη Μπαλασόπουλου

Σας ευχαριστώ για αυτή την θαυμάσια ευκαιρία διαπολιτισμικού διαλόγου.* Διάλογος σημαίνει, μεταξύ άλλων, ευκαιρία για κριτικό προβληματισμό σχετικά με τις βασικές παραδοχές του δικού μας πολιτισμού. Αλλά μέρος αυτού που θέλω να δείξω είναι ότι, στο βαθμό που αυτές οι υπόρρητες παραδοχές είναι άκριτες, είναι επίσης κατά κάποιο τρόπο κάτι λιγότερο από "τη δική μας κουλτούρα": είναι μάλλον επιλεκτικές και μερικές ανακατασκευές των πολιτιστικών πόρων που έχουμε στη διάθεσή μας. Αυτό θα ήθελα να το καταδείξω με έναν τρόπο που θα είναι σκόπιμα λίγο προκλητικός ως προς τον δικό μου πολιτισμό. Αλλά μια άλλη διάσταση της πρόκλησης που θέλω να επιχειρήσω εδώ έχει να κάνει με τη μέθοδο: Θέλω να εντρυφήσω σ’ ένα πολιτικό ζήτημα -και πιο συγκεκριμένα ένα ζήτημα στο πλαίσιο του διεθνούς μαρξισμού- με τρόπο που θα έχει επίσης σε κάποιο βαθμό φιλοσοφικό και μάλιστα ειδικά οντολογικό χαρακτήρα.

Το ερώτημα στο οποίο θέλω να αναφερθώ είναι ευρύτερα εκείνο του προσδιορισμού ως νοητικής λειτουργίας και του συγκεκριμένου ως αποτελέσματος αυτής της νοητικής λειτουργίας. Θέλω να θεμελιώσω αυτά τα γενικότερα ερωτήματα στη φράση μέσα από την οποία παρουσιάζεται το κινεζικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα: "Σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά". Τώρα, για ορισμένους δυτικούς μαρξιστές, αυτό σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που νομίζω ότι σημαίνει για τους Κινέζους μαρξιστές. Στην πραγματικότητα, σημαίνει "μια απόκλιση από τον σοσιαλισμό που δικαιολογείται επικαλούμενη τις εθνικές ιδιαιτερότητες". Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αυτής της ερμηνείας, και δεν έχω χρόνο να τα παραθέσω εδώ. Αυτό που με ενδιαφέρει σήμερα είναι ότι αυτή η ερμηνεία προϋποθέτει ότι με κάποιο τρόπο αναμένεται όλοι να συμφωνούμε για το περιεχόμενο και τη φύση αυτού του ενός πράγματος που ονομάζεται "σοσιαλισμός", και ότι οτιδήποτε δεν ταιριάζει απόλυτα σε αυτό ως κανονιστικό μοντέλο είναι μια απόκλιση από αυτό, περισσότερο ή λιγότερο οξεία. Η ιδέα είναι επίσης ότι αυτό το πράγμα συνίσταται σε ορισμένους γενικούς και καθολικά έγκυρους "νόμους", οι οποίοι, στα παραδείγματα που έχω κατά νου, στην πραγματικότητα δεν καθορίζονται.



Στο βιβλίο του για τον "Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά", ο Μπουρ παραθέτει τη συναρπαστική μελέτη του Μάο Τσετούνγκ " Για το νέο Στάδιο" (1938), η οποία είναι μια ανάλυση του σινοϊαπωνικού πολέμου και των καθηκόντων των Κινέζων κομμουνιστών. Προς το τέλος αυτού του κειμένου, σε μια ενότητα με τον τίτλο "Μελέτη", ο Μάο λέει τα εξής: "Ένας κομμουνιστής είναι μαρξιστής διεθνιστής, αλλά ο μαρξισμός πρέπει να πάρει μια εθνική μορφή πριν μπορέσει να εφαρμοστεί στην πράξη. Δεν υπάρχει αφηρημένος μαρξισμός, αλλά μόνο συγκεκριμένος μαρξισμός. Αυτό που ονομάζουμε συγκεκριμένο μαρξισμό είναι ο μαρξισμός που έχει πάρει εθνική μορφή, δηλαδή ο μαρξισμός που εφαρμόζεται στον συγκεκριμένο αγώνα στις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στην Κίνα, και όχι ο μαρξισμός που χρησιμοποιείται αφηρημένα. Αν ένας Κινέζος κομμουνιστής [...] μιλάει για μαρξισμό εκτός από τις κινεζικές ιδιαιτερότητες, αυτός ο μαρξισμός είναι απλώς μια κενή αφαίρεση".[1]

Οι παρατηρήσεις του Μάο, οι οποίες αποτελούν, νομίζω, το θεμέλιο του τι εννοούν οι Κινέζοι μαρξιστές με τη φράση "Σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά", χρειάζονται κάποια επεξεργασία. Πρώτον, είναι σύμφωνες με την ακούραστη υπεράσπιση από τον Λένιν της "συγκεκριμένης" ή "απτής" ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, η οποία, όπως ορθά παρατηρεί ο Λούκατς στη μελέτη του για τον Λένιν, δεν είναι καθόλου το αντίθετο της μαρξιστικής θεωρίας αλλά η πραγματική εκπλήρωσή της.[2] Δεύτερον, συνάδουν με την προηγούμενη παρατήρηση του Μάο, στην ίδια ενότητα του δοκιμίου του, ότι ο μαρξισμός-λενινισμός δεν πρέπει να γίνεται κατανοητός "ως δόγμα αλλά ως οδηγός δράσης"- και επιπλέον, ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι "το γράμμα του μαρξισμού-λενινισμού αλλά, μάλλον, οι θέσεις και οι μέθοδοι με τις οποίες ο Μαρξ και ο Λένιν παρατηρούσαν και έλυναν τα προβλήματα" [3]. Αυτές οι δύο διαστάσεις αρκούν για να δείξουν ότι αυτό που διακυβεύεται στη φράση δεν είναι μια επίκληση στην εξαίρεση. Η φράση δεν σημαίνει καθόλου "μαρξισμός μείον όλες αυτές τις διαστάσεις της μαρξιστικής διδασκαλίας που πρέπει να αλλάξουν λόγω των κινεζικών ιδιαιτεροτήτων". Δεν σημαίνει "Μαρξισμός μείον κάτι" -και αυτή είναι η τρίτη παρατήρηση που πρέπει να κάνουμε- επειδή ο "μαρξισμός" ως τέτοιος, ο μαρξισμός χωρίς κανέναν περαιτέρω καθορισμό, είναι, σύμφωνα με τον Μάο, κάτι ανύπαρκτο. Για να είναι ο μαρξισμός μαρξισμός, με άλλα λόγια, πρέπει να καθορίζεται ή να περιορίζεται (είναι το ίδιο πράγμα) από συγκεκριμένες συνθήκες. Ο μαρξισμός ως "καθολικό", ως κάτι που θεωρείται απλώς "καθ’ εαυτόν" και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε "για τον άλλο" είναι μια "κενή αφαίρεση". 

Όπως και με τον μαρξισμό, έτσι και με τον σοσιαλισμό. Ενάντια στην υπόθεση ότι η άρνηση της αφηρημένης καθολικότητας "ενός σοσιαλισμού ως τέτοιου" ισοδυναμεί με αποστασία από το σοσιαλιστικό πρόταγμα, θα μπορούσαμε επίσης να επικαλεστούμε τον Λένιν και την πολεμική του το 1916 ενάντια στον "μονισμό" της ομάδας που συνέδεε με τους "ιμπεριαλιστές οικονομολόγους". Σε αυτό, ο Λένιν σημειώνει ότι, όταν πρόκειται για μια συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένων συνθηκών, αναδύονται κάθε είδους διαφορές μεταξύ των κοινωνιών. Η ποικιλομορφία, σημειώνει, υπάρχει ακόμη και μεταξύ των "πολιτικών μορφών" στις προηγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες- πρέπει επομένως να γνωρίζουμε ότι:

Η ίδια ποικιλία θα εκδηλωθεί και στην πορεία που θα ακολουθήσει η ανθρωπότητα από τον ιμπεριαλισμό του σήμερα στη σοσιαλιστική επανάσταση του αύριο. Όλα τα έθνη θα φτάσουν στο σοσιαλισμό -αυτό είναι αναπόφευκτο-, αλλά δε θα το κάνουν όλα με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, καθένα θα συνεισφέρει κάτι δικό του σε κάποια μορφή δημοκρατίας, σε κάποια ποικιλία της δικτατορίας του προλεταριάτου, στο διαφορετικό ρυθμό των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών στις διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πρωτόγονο από την άποψη της θεωρίας, ή πιο γελοίο από την άποψη της πράξης, από το να ζωγραφίζουμε, "στο όνομα του ιστορικού υλισμού", αυτή την πτυχή του μέλλοντος με ένα μονότονο γκρίζο χρώμα.[4]

Από τη σκοπιά της μαρξιστικής-λενινιστικής "ορθοδοξίας", λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο στην έννοια του "σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά"- αντίθετα, αυτή η "ορθοδοξία" αντιτάχθηκε στη δογματική επιμονή ότι υπάρχει κάποιο ενιαίο μοντέλο, μεταφυσικά ενσαρκωμένο σε κάποιο αφηρημένο πεδίο της σκέψης, το οποίο θα μπορούσε ή θα έπρεπε να εφαρμόζεται πανομοιότυπα παντού. 

 Αλλά η πολιτική κριτική του δογματισμού, η οποία είναι σίγουρα μια εξέχουσα πτυχή των παρεμβάσεων που παρέθεσα από τον Λένιν και τον Μάο, είναι μόνο η μία πλευρά της κριτικής της ιδέας του "σοσιαλισμού ως τέτοιου", του σοσιαλισμού χωρίς προσδιορισμό. Η άλλη πλευρά αυτής της κριτικής είναι παλαιότερη τόσο από τον Λένιν όσο και από τον Μάο, και στην πραγματικότητα παλαιότερη κι από τον Μαρξ. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, διαμορφώνει ολόκληρη τη γενεαλογία του τρόπου με τον οποίο ο μαρξισμός-λενινισμός προσέγγιζε πάντα το ζήτημα του σοσιαλισμού. Αυτή η κριτική είναι φιλοσοφικής και οντολογικής φύσης και προέρχεται από τη σκέψη του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Στη μνημειώδη Επιστήμη της Λογικής του, ο Χέγκελ ξεκινάει από αυτό που ονομάζει "καθαρό Είναι", δηλαδή "ύπαρξη χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό", για να διατυπώσει τον ακόλουθο, φαινομενικά εκπληκτικό ισχυρισμό: "Το καθαρό είναι και το καθαρό τίποτα είναι ένα και το αυτό".[5] Τώρα, φυσικά, από την εποχή των αρχαίων φιλοσόφων στην κλασική Ελλάδα, το είναι και το τίποτα κατανοούνταν ως διαμετρικά αντίθετες έννοιες. Πώς θα μπορούσε λοιπόν το ον στην "καθαρότητά" του, στην πιο "καθολική" του μορφή, να είναι το ίδιο με το τίποτα; Ακριβώς επειδή είναι απροσδιόριστο από οτιδήποτε άλλο, επειδή συλλαμβάνεται μόνο στην "καθαρή απροσδιοριστία και κενότητά του".[6] Ομοίως, στην Εγκυκλοπαίδεια Λογική του, ο Χέγκελ αναφέρει: "το καθαρό ον είναι μια καθαρή αφαίρεση και επομένως το απολύτως αρνητικό, το οποίο, όταν ομοίως συλλαμβάνεται άμεσα, είναι το τίποτα". Διότι, όντας απολύτως απροσδιόριστο, το είναι "στερείται παντελώς μορφής και επομένως περιεχομένου "[7].

Όπως με το "καθαρό ον", έτσι και με τον "καθαρό σοσιαλισμό"- μη παραδεχόμενος οποιονδήποτε προσδιορισμό που να απορρέει από συγκεκριμένες και άνισες συνθήκες ανάπτυξης, από τον συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, από την επικρατούσα μορφή ιδιοκτησίας και τον χαρακτήρα της παραγωγής κ.ο.κ., ο "σοσιαλισμός", για να παραφράσουμε τις παρατηρήσεις του Χέγκελ για το ον στην Επιστήμη της Λογικής, "έχει περάσει στο τίποτα", ενώ το "τίποτα", επίσης, έχει περάσει στον σοσιαλισμό.[8] Αποβάλλοντας κάθε τοπικό ή μερικό προσδιορισμό, η σκέψη έχει σε αυτή την περίπτωση αποβάλει επίσης κάθε διαλεκτικά παραγωγική άρνηση, αφού, για τον Χέγκελ, "κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση".[9] Στη θέση της έχουμε την απόλυτη άρνηση, την άρνηση που γίνεται απόλυτη και ως εκ τούτου μη διαλεκτική και αντιδιαλεκτική: το καθαρό κενό. Η υπόθεση περί της ύπαρξης ενός "καθαρού σοσιαλισμού", ενός σοσιαλισμού εντελώς αποκαθαρμένου από οποιαδήποτε άρνηση, προσδιορισμό ή όριο, είναι η παραδοχή του καθαρού κενού: λύνει τα πάντα, αλλά μόνο στο μυαλό, επειδή δεν έχει άλλη ύπαρξη παρά μόνο ως καθαρή αφαίρεση. Λύνει τα πάντα επειδή είναι ο ίδιος ένα τίποτα. Και έτσι, και τελειώνω εδώ, ανησυχώ ότι η "κατ' αρχήν" καχυποψία απέναντι σε κάθε σοσιαλισμό που ζητά να συλληφθεί ως καθορισμένος, η τάση να τον θεωρούμε αυτόματα και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ως "μη σοσιαλισμό", δεν είναι απλώς "δογματική", ούτε απλώς "θεολογική" στη φύση της. Είναι επίσης, με έναν βαθύ και ανομολόγητο τρόπο, επίσης ουσιαστικά μηδενιστική: μια θεοποίηση του τίποτα στο όνομα της αψεγάδιαστης τελειότητάς του.


Σας ευχαριστώ.







Ο Αντώνης Μπαλασόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Το 2021 εκδόθηκε υπό τη συνεπιμέλειά του ο τόμος Reading Texts on Sovereignty (Bloomsbury Academic). Άλλες πρόσφατες ακαδημαϊκές του δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν άρθρα για τους Georges Sorel και την κριτική αντι-ουτοπία (Revista Polis, 2020), τον Walter Benjamin και την «Κριτική της βίας» (Cogito, 2020), την έννοια της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Journal of Foreign Languages and Cultures, 2020) και το ζώο στη λογοτεχνία του εικοστού πρώτου αιώνα (Word and Text, 2021), ενώ οι επικείμενες δημοσιεύσεις του αφορούν τον διάλογο Μαρξισμού και Ουτοπισμού (The Palgrave Handbook of Utopian and Dystopian Literatures), τη θέση της ονειροφαντασίας στην αναπαράσταση της πόλης στη λογοτεχνία από το 1795 ως το 1922 (Utopia, Ideology and Equity in Urban Texts), και τέλος, τη μελέτη του Roland Boer για τον «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά» (World Review of Political Economy) και έναν θεωρητικό διάλογο με τον συγγραφέα με τίτλο “Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και συγκεκριμένος Μαρξισμός» (Marxism Review Journal).



Σημειώσεις


* Η ομιλία αυτή πραγματοποιήθηκε στο συνέδριο του 2021 που οργάνωσε η Σχολή Μαρξισμού του Dalian University of Technology, Κίνα

1 Mao Zedong, “The New Stage”, in Mao’s Road to Power: Revolutionary Writings 1912-1949, Vol. VI: The New Stage, August 1937-1938, ed. Stuart R. Schram, New York, M.E. Sharpe, 2004, 538-39; italics in the original.

2 Georg Lukács, Lenin: A Study of the Unity of his Thought, trans. Nicholas Jacobs, London: Verso, 2009, 89. 

3 Mao Zedong, “The New Stage”, 537-38.

V.I. Lenin, “A Caricature of Marxism and Imperialist Economism” (1916), trans. M.S. Levin, in V.I. Lenin, Collected Works, Vol. 23, Moscow: Progress Publishers, 1964, 69-70

5 G.W.F. Hegel, The Science of Logic 21.69, trans. George Di Giovanni, Cambridge: Cambridge University Press, 2010, 59.

6 Op. cit.

G.W.F. Hegel, Encyclopedia of the Philosophical Sciences in Basic Outline, Part I: The Science of Logic, Section 87, trans. Klaus Brinkmann and Daniel O. Dahlstrom, Cambridge: Cambridge University Press, 2010, 139

8 Hegel, The Science of Logic, 21.69.

9 Ibid., Section 91, p. 147.

.

Πατέλης Δ., Κούλαλης Δ. Παγκόσμιες ανακατατάξεις, πόλεμος και επαναστατική προοπτική.

 Του Δημήτρη Πατέλη


Ο Δημήτρης Πατέλης συζητά με τον Δημήτρη Κούλαλη, εκπαιδευτικό-δημοσιογράφο, όλο το φάσμα των γεωτεκτονικών ανακατατάξεων του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων, την κλιμάκωση του εν εξελίξει παγκοσμίου πολέμου, την ιστορική δυναμική των εμπλεκόμενων στην σύγκρουση, τα διακυβεύματα και τις προοπτικές του επαναστατικού κινήματος.

Είναι ανέφικτη η κατανόηση της σημερινής εποχής και συγκυρίας, των σημερινών δραματικών εξελίξεων και τάσεων, χωρίς την συστηματική διαλεκτική διερεύνηση της ουσίας, των ουσιωδών αντιφάσεων και τάσεων του συγχρόνου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, των ιδιοτυπιών και αντιφάσεων του πρώιμου σοσιαλισμού, της συσχέτισης τάσεων επανάστασης-αντεπανάστασης στην σοσιαλιστική οικοδόμηση σε συνάρτηση με την περαιτέρω επιστημονική διακρίβωση των θετικών προσδιορισμών, της ουσίας του κομμουνισμού ως ενοποιημένης ανθρωπότητας. Στη διερεύνηση αυτή κομβική θέση κατέχει η διακρίβωση των αιτίων της ήττας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της επικράτησης καθεστώτων αστικής αντεπανάστασης/κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ και στις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και της ιδιοτυπίας των εκδοχών πρώιμου σοσιαλισμού που συνεχίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την πορεία τους μέχρι σήμερα (Λ.Δ. Κίνας, Λ.Δ. Βιετνάμ, Λ.Δ. Κορέας, Λάος, Κούβας), με προεξάρχοντα τον ρόλο του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά της Κίνας. Τα παραπάνω είναι ανέφικτα υπό το πρίσμα μιας στατικής-δογματικής θεώρησης του μαρξισμού, της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, υπό το πρίσμα εκδοχών κοσμοθεώρησης και στάσης ζωής που ανάγονται στην απλή άρνηση (πλευρών) της κεφαλαιοκρατίας, στον αφηρημένο «αντικαπιταλισμό».

Συντελείται μια τεκτονική μετατόπιση ισχύος στον πλανήτη, με υποχώρηση του ευρωατλαντικού άξονα υπό την μέχρι προ ολίγων ετών αδιαμφισβήτητα πλανητερχεύουσα υπερδύναμη των ΗΠΑ. 30 χρόνια μετά την αντεπανάσταση/κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ, για πρώτη φορά τίθενται δημόσια και επιτακτικά όροι εγγυήσεων και συλλογικής ασφάλειας, οι οποίοι αφορούν την Ευρώπη και τον πλανήτη, την ίδια τη διατήρηση της ζωής στη Γη.

Όταν π.χ. τοποθετούνται πυραυλικά και άλλα οπλικά συστήματα, ικανά να πλήξουν νευραλγικούς στόχους στρατηγικής σημασίας στο εσωτερικό της Ρωσίας σε λιγότερο από 3 λεπτά, είναι άραγε εφικτή η νηφάλια λήψη απόφασης περί απαντητικού πλήγματος; Ιδιαίτερα εάν η χώρα-στόχος διαθέτει περίπου 7.000 πυρηνικές κεφαλές, τεράστιας ισχύος χερσαίες, ναυτικές, αεροπορικές και διαστημικές ένοπλες δυνάμεις ως κατά βάση κληροδότημα της ΕΣΣΔ.

Η στρατηγική του απαντητικού πλήγματος εδράζεται σε αυτοματοποιημένα συστήματα δικτυοκεντρικού πολέμου και τεχνητής νοημοσύνης, ικανά -ακόμα και σε περίπτωση λανθασμένου συναγερμού- να πυροδοτήσουν ένα πλανητικής κλίμακας Αρμαγεδδώνα, με εμπλοκή των πάνω από 15.000 πυρηνικών κεφαλών που είναι διάσπαρτες στη Γη, και όλων των λοιπών όπλων & οπλικών συστημάτων. Στόχοι αυτών των πλανητικής εμβέλειας συστημάτων είναι όλα τα επιτελεία, οι απανταχού βάσεις και υποδομές του αντιπάλου.

Η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα ενώπιον ενός πρωτόγνωρου κινδύνου αυτοκαταστροφής. Ο εν εξελίξει Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος δείχνει να προσεγγίζει τη γενικευμένη θερμή φάση του. Οι επηρμένοι και μεθυσμένοι από την αμαχητί νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο Δυτικοί ηγέτες, αντιμετώπιζαν -και εν πολλοίς αντιμετωπίζουν- συνολικά τον μετασοβιετικό χώρο και λαό ως λεία, θεωρώντας «κανονικότητα» την εξαπάτηση της ΕΣΣΔ επί Γκορμπατσόφ και την αθέτηση της δέσμευσής τους για μη επέκταση του ΝΑΤΟ, την συστηματική ταπείνωση λαών (και ιδιαίτερα του ρωσικού επί προεδρίας του άθλιου μέθυσου/γελωτοποιού Γιέλτσιν), αλλεπάλληλες πραξικοπηματικές κινήσεις αλλαγής καθεστώτων, καταλήστευση εθνικού πλούτου κ.λπ.

Έκτοτε έχουν επέλθει τεκτονικές αλλαγές στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, με την κεφαλαιοκρατική Δύση σε διαδικασία μάλλον μη αναστρέψιμης σήψης και υποχώρησης, όπως φαίνεται από την χρονίζουσα δομική κρίση, επιτεινόμενη από την «κρίση πανδημίας».

Η άτακτη ντροπιαστική φυγή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους απ’ το Αφγανιστάν, η αποτυχία αλλαγής καθεστώτος στη Λευκορωσία όπως -προς το παρόν- και στο Καζακστάν, στο φόντο της σταθερής μετατροπής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σε πλανητικής εμβέλειας υπερδύναμη, είναι δηλωτικά στοιχεία αυτών των αλλαγών.

Ως απάντηση, ΗΠΑ & ΝΑΤΟ, μέσω των ελεγχόμενων ΜΜΕ, στο πλαίσιο ενός κατευθυνόμενου πολέμου χονδροειδούς γκεμπελικής κοπής προπαγάνδας, ψευδών ειδήσεων και μαζικής χειραγώγησης, στήνουν την εικόνα μιας πάνοπλης, αιμοσταγούς και επιθετικής Ρωσίας με τους συμμάχους της, έτοιμης να κατασπαράξει τη «δύσμοιρη Ουκρανία», την οποία μετά το πραξικόπημα του 2014, πρωτοστατούντων των ναζί, οι ίδιοι ελέγχουν πλήρως, εξοπλίζουν και υποκινούν.

Η ανάφλεξη από μια προβοκάτσια είναι εξαιρετικά πιθανή. Εδώ το τυχαίο μπορεί να αποβεί μοιραίο για τον αφανισμό της ανθρωπότητας.

Στο παράδειγμα της Ουκρανίας καθίσταται σαφής ο κυνισμός ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και ο ρόλος των χρήσιμων ηλιθίων υποτακτικών τους (όπως είναι και οι κυβερνώντες της Ελλάδας): στον όλεθρο που μεθοδεύουν, οι «σύμμαχοι» είναι πανέτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος του τελευταίου Ουκρανού!

Διαμορφώνεται σταθερά ένας εναλλακτικός του ευρωατλαντικού άξονα πόλος, με άγοντα ρόλο σε αυτόν των δύο μεγάλων χωρών, η σημερινή μορφή των οποίων έχει σημαδευτεί από τις δύο μεγαλύτερες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι.: Ρωσία και Κίνα.

Η πρώτη, κεφλαιοκρατική πλέον, λόγω κληροδοτημάτων της ΕΣΣΔ και κεκτημένης ταχύτητας, διαθέτει στρατιωτική ισχύ υπερδύναμης, ικανή να αφανίσει τον πλανήτη.

Η δεύτερη, υπάγοντας στην κεντρική επιστημονική σχεδιοποίηση του ιδιότυπου πρώιμου σοσιαλισμού της ένα περίπλοκο και εξωστρεφές μικτό οικονομικό σύστημα, μετατρέπει σταθερά την οικονομικοπολιτική υπεροχή της και σε στρατιωτική.

Ιδιαίτερη έρευνα απαιτεί η μελέτη της ιδιοτυπίας της Λ.Δ. Κίνας και της θεαματικής προόδου της κατά της τελευταίες δεκαετίες, υπό το πρίσμα των κληροδοτημάτων της εκεί επανάστασης, της εξαιρετικής υστέρησης των αφετηριακών της παραγωγικών δυνάμεων και των παλινδρομήσεών της μεταξύ πρακτικών «σοσιαλισμού του στρατώνα» και «σοσιαλισμού της αγοράς», των άκρως αντιφατικών σχέσεών της με τις άλλες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού (ΕΣΣΔ, Λ.Δ. Βιετνάμ κ.λπ.). Η διερεύνηση αυτή είναι ανέφικτη υπό το πρίσμα μιας κατά βάση αστικής αντιεπιστημονικής αντίληψης που απορρίπτει συλλήβδην την ιστορική θέση και τον ρόλο των υπηγμένων στην σχεδιοποίηση εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (ΕΧΣ) στο γίγνεσθαι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ταυτίζοντας μεταφυσικά/δογματικά την όποια παρουσία ΕΧΣ με «νόθευση του σοσιαλισμού» και καπιταλισμό.

Οι παγκόσμιοι πόλεμοι δημιουργούν νέες αντιφάσεις, αναδεικνύουν με ιδιαίτερη ένταση τις βαθύτερες κοινωνικές-ταξικές αντιφάσεις, φέρνοντας πιο κοντά την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Όλες οι σημαντικές επαναστατικές καταστάσεις του 20ου αι. συνδέονταν με πολεμικές συρράξεις.

Ο εν εξελίξει πόλεμος δεν θα αποτελεί εξαίρεση.

Απαιτείται ανάπτυξη της έρευνας για τη διακρίβωση του χαρακτήρα του πολέμου και των εμπλεκόμενων σε αυτών δυνάμεων σε συνάρτηση με το επαναστατικό δυναμικό που αυτός θα φέρει στην επιφάνεια, ώστε να εξοπλιστεί δεόντως το υποκείμενο των επικείμενων νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.


Πηγή: https://omilos.ilhs.gr/


.

10/13/2021 Κριτική του φετίχ της καθαρότητας του δυτικού μαρξισμού. - Carlos L. Garrido



Ο δυτικός μαρξισμός πάσχει σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο σύμπτωμα με τον Τζέι Γκάτσμπι του Σκοτ Φιτζέραλντ - η εμμονή του καθενός στην τελειότητα και την αγνότητα αφήνει μονίμως ανεκπλήρωτα όλα όσα ισχυρίζεται ότι επιθυμεί. Από τη μία πλευρά, ο Τζέι επιδιώκει την επιστροφή στην αγνότητα της πρώτης του συνάντησης με την Ντέιζι, και μέσα στην αδυναμία αυτής της επιστροφής στην αγνότητα χάνεται η πραγματική δυνατότητα για μια σχέση. Από την άλλη πλευρά, οι δυτικοί μαρξιστές επιδιώκουν μια καθαρή μορφή σοσιαλισμού, αλλά στην αδυναμία να προκύψει μια τέτοια καθαρότητα, χάνουν τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουν ή να υπερασπιστούν οποιαδήποτε σοσιαλιστική επανάσταση. Η καθαρότητα του καθενός συναντά την πραγματικότητα ότι η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ καθαρή - περιέχει πάντα λάθη, αρνήσεις, ρήξεις και διασπάσεις.


Ο Τζέι Γκάτσμπι δεν μπορεί να αποκατασταθεί επίσημα με την Ντέιζι στο βαθμό που εκείνη παραδέχεται ότι έχει αγαπήσει τον Τομ Μπιουκάναν -τον σύζυγό της- κατά το ενδιάμεσο διάστημα πριν επανασυνδεθεί με τον Τζέι. Αυτή η ατέλεια, αυτή η άρνηση της αγνότητας, είναι απαράδεκτη - η Ντέιζι πρέπει να πει στον Τομ ότι δεν τον αγάπησε ποτέ για να αποκαταστήσει την αγνότητα της πρώτης τους συνάντησης. Χωρίς αγνότητα, δεν μπορεί να υπάρξει σχέση.


Παρομοίως, για τους δυτικούς μαρξιστές τα θριαμβευτικά σοσιαλιστικά πειράματα του 20ού και του 21ου αιώνα, με τα λάθη και τους "ολοκληρωτισμούς" τους, βεβηλώνουν την αγνότητα στην ιερότητα της αντίληψής τους για τον σοσιαλισμό. Η ΕΣΣΔ πρέπει να απορριφθεί, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος να υποστηριχθεί- ο κουβανικός σοσιαλισμός πρέπει να καταδικαστεί, αλλά η επανάσταση του 1959 να υμνηθεί- ο Αλιέντε και ο Σανκάρα είναι είδωλα, ο Φιντέλ και ο Κιμ Ιλ Σουνγκ τύραννοι, κ.λπ. Ό,τι έχει πεθάνει στην καθαρότητα μπορεί να υποστηριχθεί, ό,τι χρειάστηκε να παλέψει με τα λάθη και τις πιέσεις που προκύπτουν από την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού, αυτό πρέπει να αρνηθεί.


Όπως διαγνώστηκε από το δοκίμιο του Βραζιλιάνου κομμουνιστή Τζόουνς Μανοέλ, "Ο δυτικός μαρξισμός αγαπά την καθαρότητα και το μαρτύριο, αλλά όχι την πραγματική επανάσταση", η φετιχοποίηση της καθαρότητας, των αποτυχιών και της αντίστασης ως αυτοσκοπού από τους δυτικούς μαρξιστές δημιουργεί "ένα είδος ναρκισσιστικού οργασμού της ήττας και της καθαρότητας". Ο σύντροφος Manoel σωστά επισημαίνει το γεγονός ότι ο δυτικός "μαρξισμός διατηρεί την καθαρότητα της θεωρίας εις βάρος του γεγονότος ότι δεν έχει παράγει ποτέ μια επανάσταση πουθενά στο πρόσωπο της Γης". Οι δυτικοί μαρξιστές πανηγυρίζουν για την εμφάνιση ενός επαναστατικού κινήματος- αλλά, όταν αυτό το επαναστατικό κίνημα θριαμβεύει στην κατάληψη της εξουσίας, και επομένως βρίσκεται αντιμέτωπο με τη λήψη των δύσκολων αποφάσεων στις οποίες το αναγκάζει η συγκεκριμένη πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού, μιας εθνικής αστικής τάξης, της οικονομικής καθυστέρησης κ.λπ., οι δυτικοί μαρξιστές φεύγουν με κραυγές προδοσίας! Για τους δυτικούς μαρξιστές, κάθε πρακτική απόκλιση από την καθαρότητα τους θεωρείται προδοσία της επανάστασης, και έτσι αναδύονται οι κραυγές του "κρατικού καπιταλισμού" και του "αυταρχισμού".


Ο Manoel, αναστοχαζόμενος το έργο του αείμνηστου Domenico Losurdo για τον δυτικό μαρξισμό, κάνει εξαιρετική δουλειά παρέχοντας το κρέας για αυτή τη θέση. Παρ' όλα αυτά, ο ίδιος (όπως και ο Losurdo) αντιλαμβάνεται αυτό το θεωρητικό ολίσθημα ως "λαθραία εισαγόμενο ως λαθρεμπόριο από τον χριστιανισμό". Θα υποστηρίξω ότι αν και ο χριστιανικός μυστικισμός μπορεί να είναι παρών εδώ, η ρίζα της σήψης δεν είναι το χριστιανικό λαθρεμπόριο, αλλά η δυτική μεταφυσική (η οποία προηγείται του ίδιου του χριστιανικού μυστικισμού). Η ρίζα, στην ουσία, βρίσκεται στις παγιωμένες κατηγορίες που έχουν διαποτίσει τη δυτική φιλοσοφία- στη γενική αντίληψη ότι η Αλήθεια βρίσκεται στο αναλλοίωτο, στο μόνιμο, στην ουσία- και μόνο έμμεσα στις μυστικιστικές μορφές που αυτές πήραν υπό τη χριστιανική παράδοση. Η διάγνωση που έδωσε ο Ένγκελς στους αναγωγικούς μαρξιστές το 1890 ισχύει για τους σημερινούς δυτικούς μαρξιστές - "αυτό που λείπει από όλους αυτούς τους κυρίους είναι η διαλεκτική".


Παρμενίδης εναντίον Ηρακλείτου




Ενώ ο Manoel και ο Losurdo βλέπουν τη ρίζα αυτής της εμμονής στην καθαρότητα στο χριστιανισμό, η εμμονή αυτή αναδύεται στις κλασικές ελληνικές συζητήσεις για το ζήτημα της αλλαγής -που έλαβαν χώρα 500 χρόνια περίπου πριν από το Χριστό-. Θα χρειαστεί να ζωγραφίσουμε με μια ευρεία πινελιά την ιστορία της φιλοσοφίας για να εξηγήσουμε αυτή τη θέση.


Η ηρακλείτεια φιλοσοφία της καθολικής ροής, η οποία θέτει ότι "όλα ρέουν και τίποτα δεν μένει- όλα υποχωρούν και τίποτα δεν μένει σταθερό", θα χάσει τη μάχη απέναντι στην παρμενιδική φιλοσοφία της μονιμότητας. [i] Ο Παρμενίδης, ο οποίος υποστήριζε ότι ανόητος είναι ο νους που σκέφτεται ότι "τα πάντα βρίσκονται σε μια κατάσταση κίνησης και αντίθετης κίνησης", θα κυριαρχήσει στις αντιλήψεις περί αλήθειας στον αρχαίο, μεσαιωνικό, σύγχρονο και σύγχρονο κόσμο[ii]. αν και διάφορες πτυχές της σκέψης του Ηράκλειτου θα ασκήσουν επιρροή σε διάσπαρτα μυαλά, η διαλεκτική πτυχή της σκέψης του δεν θα βρεθεί ποτέ στο επίκεντρο καμίας φιλοσοφικής εποχής.


Ο Πλάτων, ως ο επόμενος καλύτερος διαλεκτικός του αρχαίου κόσμου, επιχείρησε μια συμφιλίωση του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου. Στο πεδίο των Μορφών θα κυριαρχούσε η παρμενιδική φιλοσοφία της μονιμότητας- στο φυσικό πεδίο θα κυριαρχούσε η ηρακλείτεια φιλοσοφία της ροής. Στον Φαίδωνα, ο Πλάτωνας θα σημείωνε ότι το βασίλειο του φυσικού κόσμου μεταβάλλεται και αποτελείται από συγκεκριμένα αντίθετα σε μια αλληλοδιεισδυτική, δηλαδή διαλεκτική, σχέση μεταξύ τους. Στο βασίλειο των "αναλλοίωτων μορφών", ωστόσο, "τα ουσιώδη αντίθετα δεν θα επιτρέψουν ποτέ... να γεννηθούν το ένα μέσα ή έξω από το άλλο"[iii] Η αλήθεια, τελικά, βρίσκεται στο βασίλειο των μορφών, όπου βασιλεύουν "η καθαρότητα, η αιωνιότητα, η αθανασία και το αμετάβλητο". [iv] Επομένως, αν και προσπαθεί να προσφέρει μια σύνθεση της φιλοσοφίας του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου για τη μονιμότητα και την αλλαγή, η φιλοσοφία της καθαρότητας και της σταθερότητας που βρίσκεται στον Παρμενίδη κυριαρχεί στην αντίληψη του Πλάτωνα για το πεδίο του πραγματικά πραγματικού, δηλαδή το πεδίο των Μορφών ή της Ιδέας.  


Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα, θα απομακρυνθεί ένα βήμα παραπέρα από την ηρακλείτεια φιλοσοφία της ροής. Στον Αριστοτέλη έχουμε ένα μεταφυσικό σύστημα το οποίο θεωρεί τον νόμο της μη αντίφασης ως την πιο πρωταρχική αρχή - "η ίδια ιδιότητα δεν μπορεί ταυτόχρονα να ανήκει και να μην ανήκει στο ίδιο υποκείμενο και με την ίδια έννοια"[v]. επιπλέον, στον Αριστοτέλη έχουμε την ανάπτυξη του πρώτου λογικού συστήματος της Δύσης, ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα, το οποίο ωστόσο αποτελείται από αφηρημένες παγιωμένες κατηγορίες που αδιαφορούν πλήρως για το περιεχόμενο. Η σταθεροποίηση που θα βρισκόταν στη λογική θα αντικατόπτριζε την σταθεροποίηση και την καθαρότητα με την οποία θα αντιμετωπίζονταν η έιδωσις (ουσία) των πραγμάτων. Οι μορφές, αν και δεν υπάρχουν σε ξεχωριστό πεδίο όπως στον Πλάτωνα, εντούτοις υπάρχουν με την ίδια ακαμψία. Η σκέψη για τις ουσίες, δηλαδή η σκέψη για το τι κάνει ένα είδος, έναν τύπο πράγματος, τον τύπο πράγματος που είναι, θα παρέμενε στη σφαίρα της επιστήμης μέσα σε αυτό το παγιωμένο αριστοτελικό πλαίσιο. Αν και η επιστημονική επανάσταση του 16ου αιώνα αρχίζει να ξεριζώνει τον αριστοτελισμό που κυριαρχούσε στην επικρατούσα σχολαστική φιλοσοφία, μόνο με τη δημοσίευση του έργου του Δαρβίνου Περί της καταγωγής των ειδών θα δεχθεί το αποφασιστικό πλήγμα του αριστοτελικού ουσιοκρατισμού. Αυτός ο ουσιοκρατισμός, αναμφισβήτητα, αποτελεί κληρονομιά της παρμενιδικής φιλοσοφίας της μονιμότητας.


Η φιλοσοφία του Πλάτωνα, με τη μορφή των νεοπλατωνιστών όπως ο Πλωτίνος, θα είχε απίστευτη επιρροή στη διαμόρφωση της χριστιανικής σκέψης - ιδίως στον Αυγουστίνο του Ιππώνος. Ο χριστιανισμός θα παρέμενε με πλατωνική φιλοσοφική βάση μέχρι την εκ νέου ανακάλυψη του Αριστοτέλη τον 12ο-13ο αιώνα και τη σύνθεση της φιλοσοφίας του με τη χριστιανική διδασκαλία μέσω του Θωμά Ακινάτη. Αιώνες αργότερα, η απόρριψη του αριστοτελισμού από την προτεσταντική μεταρρύθμιση θα σηματοδοτούσε την επιστροφή του Πλάτωνα στη χριστιανική σκηνή. Συνολικά, ο χριστιανισμός τον οποίο οι Manoel και Losurdo βλέπουν ως τη ρίζα της φετιχοποίησης της καθαρότητας σε κάθε στιγμή της εκτύλιξής του προϋποθέτει την ελληνική φιλοσοφία. Είναι δίκαιο, λοιπόν, να πάμε πέρα από τον χριστιανισμό και να θέσουμε το κρίσιμο ερώτημα - "τι προϋποτίθεται εδώ;" : αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι σε κάθε περίπτωση, είτε διαμεσολαβείται μέσω του Πλάτωνα είτε μέσω του Αριστοτέλη, υπάρχει μια παρμενιδική επιστημική και οντολογική καθήλωση που θέτει το αιώνιο και αναλλοίωτο ως συνώνυμο της αλήθειας και το φθαρτό και σωματικό ως συνώνυμο του ψεύδους.


Χέγκελ εναντίον Παρμενίδη




Το πνεύμα της ηρακλειτικής διαλεκτικής θα αναζωπυρωθεί από τον Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ, ο οποίος υποστήριξε ότι η φιλοσοφία είδε τελικά τη "γη" με τον Ηράκλειτο. Στις Διαλέξεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, ο Χέγκελ λέει ότι "δεν υπάρχει πρόταση του Ηράκλειτου που να μην έχω υιοθετήσει στη Λογική μου"[vi]. Είναι στον Ηράκλειτο, υποστηρίζει ο Χέγκελ, όπου "βλέπουμε την τελειότητα της γνώσης μέχρι εκεί που έφτασε"- διότι, ο Ηράκλειτος "κατανοεί το απόλυτο ως αυτή ακριβώς τη διαδικασία της διαλεκτικής"-[vii] η διαλεκτική του Ηράκλειτου κατανοούσε, όπως σημειώνει ο Χέγκελ, ότι "η αλήθεια είναι μόνο ως η ενότητα των διακριτών αντιθέτων και, μάλιστα, της καθαρής αντίθεσης του όντος και του μη όντος"-[viii] αυτή η ενότητα του καθαρού όντος και του μη όντος είναι η αφετηρία της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ. Εδώ, ισχυρίζεται: "Ο Χέγκελ είναι ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες της επιστήμης του Χέγκελ:

Το [καθαρό] ον, το απροσδιόριστο άμεσο, είναι στην πραγματικότητα τίποτα, και ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από το τίποτα... Το καθαρό ον και το τίποτα είναι, επομένως, το ίδιο. Αυτό που είναι αλήθεια δεν είναι ούτε το ον ούτε το τίποτα, αλλά ότι το ον - δεν περνάει αλλά έχει περάσει - στο τίποτα, και το τίποτα στο ον[ix].

Στο βαθμό που το ον υπάρχει σε κατάσταση καθαρότητας, είναι δυσδιάκριτο από το τίποτα. Το είναι πρέπει να πάρει το ρίσκο να αντιμετωπίσει και να παραμείνει με το αντίθετό του για να είναι. Το είναι λαμβάνει χώρα μόνο μέσα στην ακαθαρσία που υπάρχει στην ταλάντωση και τη μεσολάβηση από το είναι και το τίποτα, δηλαδή το είναι λαμβάνει χώρα μόνο όταν υποβιβάζεται στο γίγνεσθαι qua καθορισμένο είναι, ως "έρχομαι-να-είμαι και παύω-να-είμαι"[x].[x] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται ότι "η Ουσία είναι το είναι που είναι στην πραγματικότητα Υποκείμενο". [xi] Η Ουσία, της οποίας η καθαρότητα κατέχει το επιστέγασμα της Αλήθειας για τη δυτική φιλοσοφία, μπορεί να είναι μόνο στο βαθμό που είναι η ίδια "αυτο-μητέρα"[xii]. [xiii] Μόνο στο βαθμό που κάτι μπορεί να αυτο-θεωρεί τον εαυτό του, δηλαδή μόνο στο βαθμό που ένα πράγμα μπορεί να παρέχει εμμενώς μια άρνηση για τον εαυτό του και να βεβηλώνει την αγνότητά του παλεύοντας με το ακάθαρτο, μπορούν να προκύψουν συνθήκες για τη δυνατότητα του να είναι πραγματικά. Ως εκ τούτου, η "αλήθεια του όντος" "χαρακτηρίζεται ως Γίγνεσθαι"- η αλήθεια κερδίζεται "μόνο όταν, μέσα στον απόλυτο διαμελισμό, βρίσκει τον εαυτό της"[xiv]. η αγνότητα, η "[συστολή] από τον θάνατο [για να] διατηρήσει τον εαυτό της ανέγγιχτο από την καταστροφή", είναι άψυχη[xv]. ο Τζέι δεν μπορεί να είναι με την Ντέιζι στο βαθμό που επιθυμεί να διατηρήσει τη σχέση στην αγνότητα. Οι δυτικοί μαρξιστές δεν πρόκειται ποτέ να οικοδομήσουν σοσιαλισμό ή να βρουν έναν σοσιαλισμό για να τον υποστηρίξουν, στο βαθμό που περιμένουν να προκύψει ο σοσιαλισμός στις καθαρές μορφές με τις οποίες υπάρχει στο κεφάλι τους. 


Το παράδοξο των δυτικών μαρξιστών


Αφού μετατοπίσαμε την εστίασή μας από τον Χριστιανισμό στην προσκολλημένη στην καθαρότητα επιστημολογία-οντολογία της δυτικής φιλοσοφίας, μπορούμε τώρα να δούμε το θεμελιώδες παράδοξο του δυτικού μαρξισμού: από τη μία πλευρά, με την ελπίδα να διαφοροποιηθούν από τον "θετικιστικό" και "μηχανιστικό" μαρξισμό που προέκυψε στη Σοβιετική Ένωση, επιδιώκει να επιστρέψει στον Χέγκελ στον αγώνα του ενάντια στο "ορθόδοξο δόγμα"- από την άλλη πλευρά, παρόλο που παράγει αξιόλογα έργα για τον Χέγκελ και τη διαλεκτική, ο ερμηνευτικός φακός των δυτικών μαρξιστών για την εξέταση του κόσμου παραμένει με μια παρμενιδική ακαμψία και μια αριστοτελική μορφή δυαδικής σκέψης. Οι δυτικοί μαρξιστές, αν και ισχυρίζονται ότι είναι αυτοί που αναζωπυρώνουν το πνεύμα του Χέγκελ στον μαρξισμό, είναι το λιγότερο διαλεκτικοί όταν πρόκειται για την ανάλυση του συγκεκριμένου κόσμου.


Είναι ανίκανοι να κατανοήσουν, όπως έκανε ο Χέγκελ, τον αναγκαίο ρόλο που παίζουν οι εμφανείς "αποτυχίες" ως μια στιγμή στο ξεδίπλωμα της αλήθειας. Για τον Χέγκελ, αυτό που θεωρείται "ψευδές" είναι μέρος της "διαδικασίας της διάκρισης γενικά" και αποτελεί μια "ουσιώδη στιγμή" της Αλήθειας[xvi] Το μπουμπούκι (ένα από τα αγαπημένα παραδείγματα του Χέγκελ που επανέρχεται σταθερά στο έργο του) δεν αποδεικνύεται "ψευδές" όταν ανατέλλει το άνθος. Αντίθετα, σημειώνει ο Χέγκελ, το καθένα συντηρεί μια "αμοιβαία αναγκαιότητα" ως "στιγμές μιας οργανικής ενότητας"[xvii] Ο σοσιαλισμός δεν "προδίδεται" όταν, αντιμετωπίζοντας τις εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις του ιμπεριαλισμού και μιας εθνικής αστικής τάξης, αναγκάζεται να πάρει πιο λεγόμενες "αυταρχικές" θέσεις για να προστατεύσει την επανάσταση. Ο σοσιαλισμός δεν "προδίδεται" ή δεν μετατρέπεται σε "κρατικό καπιταλισμό" (με την υποτιμητική, μη λενινιστική έννοια) όταν αντιμετωπίζοντας μια οπισθοδρομική οικονομία παίρνει το ρίσκο να μείνει με το αντίθετο και εμπλέκεται σε μια διαδικασία ανοίγματος στο ξένο κεφάλαιο για την ανάπτυξη των παραγωγικών του δυνάμεων.


Η "αυταρχική" στιγμή, ή η στιγμή του "ανοίγματος στο ξένο κεφάλαιο", δεν αποτελούν την απόλυτη άρνηση[xviii] του σοσιαλισμού - όπως θα ήθελαν να σας κάνουν να πιστέψετε οι δυτικοί μαρξιστές - αλλά τη μερική άρνηση, δηλαδή την υπονόμευση των ιδεαλιστικών αντιλήψεων για μια σοσιαλιστική καθαρότητα. Αυτές οι δύο στιγμές παρουσιάζονται όπου εμφανίζονται ως οι ιστορικά αναγκαίες αρνήσεις που απαιτούνται για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Μια λιγότερο "αυταρχική" αντιμετώπιση των μπράβων του Μπατίστα μετά την κουβανική επανάσταση θα είχε ανοίξει το παράθυρο για τον ιμπεριαλισμό και τις εθνικές αντεπαναστατικές δυνάμεις να ανατρέψουν τη λαϊκή επανάσταση. Μια Κίνα που δεν θα έπαιρνε το τρομακτικό ρίσκο του ανοίγματος δεν θα ήταν σε θέση να βγάλει 800 εκατομμύρια από τη φτώχεια (εξαλείφοντας την ακραία φτώχεια) και να γίνει ο φάρος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης στον κόσμο σήμερα.


Ο Χέγκελ κατανοούσε ότι κάθε άλμα προς ένα ποιοτικά νέο στάδιο απαιτούσε μια μακρά διαδικασία, αποτελούμενη από διάφορες στιγμές "αποτυχιών" και "επιτυχιών", ώστε αυτό το νέο στάδιο να ωριμάσει στη νέα του μορφή. Χρησιμοποιώντας για το Πνεύμα τη μεταφορά ενός παιδιού, λέει:  


"Αλλά όπως ακριβώς η πρώτη ανάσα που παίρνει ένα παιδί μετά από τη μακρά, ήσυχη διατροφή του σπάει τη σταδιακότητα της απλώς ποσοτικής ανάπτυξης - γίνεται ένα ποιοτικό άλμα και το παιδί γεννιέται - έτσι και το Πνεύμα κατά τη διαμόρφωσή του ωριμάζει αργά και ήσυχα στο νέο του σχήμα, διαλύοντας σιγά-σιγά τη δομή του προηγούμενου κόσμου του, του οποίου η παραπαίουσα κατάσταση υποδηλώνεται μόνο από μεμονωμένα συμπτώματα[xix].

Οι δυτικοί μαρξιστές αγνοούν την αναγκαιότητα της διαδικασίας. Περιμένουν ο σοσιαλισμός, ως ένα ποιοτικά νέο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, να υπάρξει αμέσως στην καθαρή μορφή που έχουν συλλάβει στο μυαλό τους. Περιμένουν από ένα παιδί να συμπεριφέρεται σαν ενήλικας και θυμώνουν όταν το παιδί δεν είναι σε θέση να απαγγείλει Σαίξπηρ και να λύσει αλγεβρικές εξισώσεις. Ξεχνούν να εντάξουν τις όποιες ελλείψεις παρατηρούν μέσα στο εμβρυακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται το παγκόσμιο κίνημα προς το σοσιαλισμό. Ξεχνούν ότι ο κόσμος εξακολουθεί να κυριαρχείται από τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό και περιμένουν ότι οι θύλακες σοσιαλιστικής αντίστασης θα είναι καθαρά καθαροί από τη διαφθαρμένη επιρροή του παλιού κόσμου. Ξεχνούν, όπως σημείωνε ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ότι η σοσιαλιστική κοινωνία υπάρχει "καθώς αναδύεται από την καπιταλιστική κοινωνία, η οποία είναι έτσι από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά και διανοητικά, ακόμα σφραγισμένη με τα σημάδια γέννησης της παλιάς κοινωνίας, από τη μήτρα της οποίας αναδύεται"[xx].


Πού είναι ο Χέγκελ, στη συγκεκριμένη ανάλυση, για αυτούς τους δυτικούς μαρξιστές; Η απάντηση είναι απλή, είναι νεκρός. Αλλά ο Χέγκελ δεν πεθαίνει χωρίς εκδίκηση, είναι και αυτοί νεκροί στα μάτια του Χέγκελ. Ο αντιδιαλεκτικός τους φακός για την ερμηνεία του υλικού κόσμου γενικά, και του αγώνα για το σοσιαλισμό ειδικά, τους αφήνει στην άψυχη θέση που ο Χέγκελ ονόμασε Δογματισμό. Για τον Χέγκελ, 

Ο δογματισμός ως τρόπος σκέψης, είτε στη συνηθισμένη γνώση είτε στη μελέτη της φιλοσοφίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άποψη ότι το Αληθινό συνίσταται σε μια πρόταση που είναι ένα σταθερό αποτέλεσμα ή που είναι άμεσα γνωστό[xxi].

Οι δυτικοί μαρξιστές δογματιστές φετιχοποιούν τη δυαδικότητα, το άμεσο (είτε διαισθητικό είτε εμπειρικό) και το καθαρό. Γι' αυτούς, κάτι είναι είτε σοσιαλισμός (αν είναι αγνό) είτε μη σοσιαλισμός (αν είναι ακάθαρτο). Δεν μπορούν να αναμετρηθούν, στην πράξη τουλάχιστον, με την έννοια του γίγνεσθαι, δηλαδή με την πραγματικότητα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός πρέπει να οικοδομηθεί, είναι ένα ενεργό εγχείρημα που βυθίζεται αναγκαστικά σε έναν κόσμο γεμάτο ιμπεριαλιστικές πιέσεις, αντιφάσεις και βία - ενεργητική και παθητική. Οι δυτικοί μαρξιστές θα γράψουν θαυμάσιες κριτικές για το φετίχ του θετικισμού στο "γεγονός", αλλά στη δική τους πρακτική ανάλυση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον κόσμο ευνουχίζουν και αυτοί τα γεγονότα από τους παράγοντες που τους επέτρεψαν να υπάρξουν.


Ως εκ τούτου, ο Žižek, ο πιο εξέχων εγελιανός μαρξιστής σήμερα, περιβάλλει τις αντιδιαλεκτικές αστικές κριτικές του για τον σοσιαλισμό στην Κούβα (όπως και στην Κίνα και λίγο πολύ σε κάθε άλλο σοσιαλιστικό πείραμα) μέσα σε μια εξευγενισμένη ανάλυση που απογυμνώνει την κουβανική πραγματικότητα από το πλαίσιο της. Αγνοεί τις ιστορικές πιέσεις του να είσαι ένα μικρό νησί 90 μίλια μακριά από τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου- μια αυτοκρατορία που πέρασε τα τελευταία 60+ χρόνια χρησιμοποιώντας μια πληθώρα τεχνικών - από διεθνώς καταδικασμένους αποκλεισμούς, μέχρι χημικές επιθέσεις, χρηματοδότηση τρομοκρατών και 600+ απόπειρες κατά της ζωής του Φιντέλ υπό την ηγεσία της CIA - για να ανατρέψει την κουβανική επανάσταση. Μόνο αγνοώντας αυτό το πλαίσιο και τον τρόπο με τον οποίο αναδύεται μπορεί ο Žižek να καταλήξει στο πουριτανικό και αντιδιαλεκτικό συμπέρασμα ότι η επανάσταση απέτυχε και ότι η καθημερινή ζωή των Κουβανών μπορεί να αναχθεί σε "αδράνεια, μιζέρια, διαφυγή στα ναρκωτικά, στο σεξ [και] στις απολαύσεις".


Η πανάκεια στα φετίχ του δυτικού μαρξισμού




Συνοψίζοντας, επεκτείνοντας την ανάλυση του συντρόφου Manoel, μπορούμε να δούμε ότι το φετίχ της καθαρότητας και η επακόλουθη εμμονή σε αποτυχημένα πειράματα και αγώνες που, αν και δεν κατάφεραν ποτέ να κατακτήσουν την εξουσία, παρέμειναν "καθαροί", μπορεί να αναχθεί σε μια παρμενιδική αντίληψη της Αλήθειας ως αμετάβλητης μονιμότητας, η οποία έχει διαπεράσει, με διαφορετικές μορφές, όλες τις διάφορες στιγμές της ιστορίας της δυτικής φιλοσοφίας.


Αυτό το ερμηνευτικό φαινόμενο μπορεί να αναφερθεί ως διανοητική σήψη διότι: 1) σε κάποια στιγμή, μπορεί να ήταν ένα φρέσκο φρούτο, μια γνήσια αλήθεια σε μια συγκεκριμένη στιγμή- 2) όπως όλα τα φρούτα που δεν καταναλώνονται, ξεπερνούν τη στιγμή της ωριμότητάς τους και σαπίζουν. Επομένως, οι διάφορες μορφές που πήρε η παρμενιδική αντίληψη της Αλήθειας κατά τη διάρκεια των διαφόρων στιγμών που διαπότισε, μπορεί να ήταν δικαιολογημένες για εκείνες τις στιγμές, αλλά σήμερα, μετά την επίτευξη μιας σωστής επιστημονικής κατανόησης της διαλεκτικής κίνησης στη φύση, στα είδη, στον ανθρώπινο κοινωνικό σχηματισμό και στη σκέψη, η παρμενιδική καθαρότητα έχει ανατραπεί - έχει χαλάσει, και αυτός ο θάνατος γονιμοποιεί το έδαφος για τη διαλεκτική αυτοσυνειδησία.


Αν και όλοι οι θεωρητικοί εξακολουθούν να είναι ταξικά υποκείμενα, δεμένα στην υλική και ιδεολογική συνθήκη της ταξικής και γεωγραφικής τους θέσης (σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό συγκεκριμένα) - η πανάκεια για το φετίχ της καθαρότητας των δυτικών μαρξιστών είναι η διαλεκτική. Η διαλεκτική δεν πρέπει να περιορίζεται απλώς στο θεωρητικό πεδίο στο οποίο ασχολούνται με αυτήν. Αν παραμείνει σε αυτό το καθαρό πεδίο, θα υποστεί την ίδια μοίρα που έχει γι' αυτούς ο σοσιαλισμός - το τίποτα, την απόλυτη άρνηση. Η διαλεκτική λογική πρέπει να βγει πέρα από το σχολικό βιβλίο και να χρησιμοποιηθεί ως το ερμηνευτικό πλαίσιο με το οποίο αναλύουμε τον κόσμο γενικά και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ειδικότερα. Μόνο τότε ο δυτικός μαρξισμός θα αποκτήσει τη δυνατότητα να είναι κάτι περισσότερο από μια "ριζοσπαστική" κόγχη της δυτικής ακαδημαϊκής κοινότητας, επικεντρωμένη μόνο στην αισθητική και σε άλλες ασήμαντες λεπτομέρειες, όπου η καθαρότητα μπορεί να διατηρηθεί χωρίς τον κίνδυνο βεβήλωσης.   



Παραπομπές.


[i] Wheelwright, Phillip. The Presocratics. (The Odyssey Press, 1975). σ. 70.


[ii] Στο ίδιο, σ. 97.


[iii] Πλάτων. "Φαίδων" στο The Harvard Classics. (P.F. Collier & Son Corporation, 1937). σελ. 70, 90.


[iv] Στο ίδιο, σ. 71.


[v] Αριστοτέλης. "Μεταφυσική" στο: Τα βασικά έργα του Αριστοτέλη. (The Modern Library, 2001), σ. 736.


[vi] Hegel, Georg Wilhelm Friedrich. Lectures on the History of Philosophy Vol I. (K. Paul, Trench, Trübner, & Company, 1892)., σ. 278.


[vii] Ibid., σ. 282, 278.


[viii] Ibid., σ. 282.


[ix] Hegel, Georg Wilhelm Friedrich. Επιστήμη της λογικής. § 132-134.


[x] Ibid., § 187.


[xi] Hegel, Georg Wilhelm Friedrich. Φαινομενολογία του πνεύματος. (Oxford University Press, 1977), σ. 10.


[xii] Ibid.


[xiii], σ. 19.


[xiv] Διαλέξεις του Χέγκελ σ. 283 και Φαινομενολογία σ. 19.


[xv] Φαινομενολογία, σ. 19.


[xvi] Ibid., σ. 23.


[xvii] Ibid., σ. 2.


xviii] Στην ορολογία του Χέγκελ, η "απόλυτη άρνηση/αρνητικότητα" αναφέρεται στη δεύτερη άρνηση, δηλαδή στην άρνηση της άρνησης. Δεν το χρησιμοποιώ έτσι εδώ. Αντίθετα, αυτό που σκοπεύω να εννοήσω εδώ με τον όρο "απόλυτη άρνηση" είναι απλώς η πλήρης εκμηδένιση της αρχικής σύλληψης, σε αντίθεση με τη διαδικασία της aufhebung, όπου η ακύρωση είναι μερική και ένα μέρος της παλιάς σύλληψης διατηρείται ή ανυψώνεται στη νέα σε ένα υψηλότερο "επίπεδο".


[xix] Φαινομενολογία, σ. 6.


[xx] Marx, Karl. "Κριτική του προγράμματος της Γκότα" Στο βιβλίο του Robert C. Tucker The Marx-Engels Reader. (W.W. Norton and Company, 1978)., σ. 529.


[xxi] Φαινομενολογία., σ. 23.

Συγγραφέας

Ο Carlos L. Garrido είναι Κουβανοαμερικανός μεταπτυχιακός φοιτητής και βοηθός στη φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Νότιου Ιλινόις στο Carbondale. Οι ερευνητικές του δραστηριότητες περιλαμβάνουν τον μαρξισμό, τον Χέγκελ και τον αμερικανικό σοσιαλισμό των αρχών του 19ου αιώνα. Το ακαδημαϊκό του έργο έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά Critical Sociology, The Journal of American Socialist Studies και Peace, Land, and Bread. Μαζί με διάφορους συντάκτες του The Journal of American Socialist Studies, ο Carlos εργάζεται επί του παρόντος σε μια σειριακή ανθολογία του αμερικανικού σοσιαλισμού. Το δημοφιλές θεωρητικό και πολιτικό του έργο έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά Monthly Review Online, CovertAction Magazine, The International Magazine, The Marx-Engels Institute of Peru, Countercurrents, Janata Weekly, Hampton Institute και στο Midwestern Marx, το οποίο συνίδρυσε και στο οποίο είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής. Ως πολιτικός αναλυτής με έμφαση στη Λατινική Αμερική (ιδίως την Κούβα) έχει δώσει συνεντεύξεις στο Russia Today και έχει εμφανιστεί σε δεκάδες ραδιοφωνικές συνεντεύξεις στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο.



https://www.midwesternmarx.com/articles/a-critique-of-western-marxisms-purity-fetish-by-carlos-l-garrido


.

Η CIA και ο πολιτιστικός ψυχρός πόλεμος - James Petras

Ο James Petras είναι συγγραφέας τριάντα έξι βιβλίων και πολλών εκατοντάδων άρθρων με κριτές. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το The Left Strikes Back (Boulder, CO: Westview Press, 1998)

Frances Stonor Saunders, Who Paid the Piper: The CIA and the Cultural Cold War (Λονδίνο: Granta Books)

 
Το βιβλίο αυτό παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή των τρόπων με τους οποίους η CIA διείσδυσε και επηρέασε ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών οργανώσεων, μέσω των ομάδων βιτρίνας της και μέσω φιλικών φιλανθρωπικών οργανώσεων όπως τα Ιδρύματα Ford και Rockefeller. Η συγγραφέας, Φράνσις Στόνορ Σόντερς, περιγράφει λεπτομερώς πώς και γιατί η CIA διηύθυνε πολιτιστικά συνέδρια, διοργάνωνε εκθέσεις και συναυλίες. 
Η συγγραφέας, Frances Stonor Saunders, περιγράφει λεπτομερώς πώς και γιατί η CIA διοργάνωσε πολιτιστικά συνέδρια, εκθέσεις και συναυλίες. Η CIA επίσης εξέδιδε και μετέφραζε γνωστούς συγγραφείς που ακολουθούσαν τη γραμμή της Ουάσιγκτον, χρηματοδοτούσε την αφηρημένη τέχνη για να εξουδετερώσει την τέχνη με οποιοδήποτε κοινωνικό περιεχόμενο και, σε όλο τον κόσμο, επιχορηγούσε περιοδικά που επέκριναν τον μαρξισμό, τον κομμουνισμό και την επαναστατική πολιτική και απολογούνταν ή αγνοούσαν τις βίαιες και καταστροφικές ιμπεριαλιστικές πολιτικές των ΗΠΑ. Η CIA μπόρεσε να χαλιναγωγήσει μερικούς από τους πιο ηχηρούς εκφραστές της πνευματικής ελευθερίας στη Δύση στην υπηρεσία αυτών των πολιτικών, σε βαθμό που ορισμένοι διανοούμενοι βρίσκονταν απευθείας στη μισθοδοσία της CIA. Πολλοί εμπλέκονταν συνειδητά σε "προγράμματα" της CIA, και άλλοι περιπλανιόταν μέσα και έξω από την τροχιά της, ισχυριζόμενοι άγνοια για τη σύνδεση με τη CIA, αφού οι χορηγοί τους από τη CIA εκτέθηκαν δημοσίως κατά τη διάρκεια των τελών της δεκαετίας του 1960 και του πολέμου του Βιετνάμ, μετά τη στροφή του πολιτικού ρεύματος προς τα αριστερά. 
Στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αντικομμουνιστικές εκδόσεις που έλαβαν άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση περιλαμβάνονταν οι Partisan Review, Kenyon Review, New Leader, Encounter και πολλές άλλες. Μεταξύ των διανοουμένων που χρηματοδοτήθηκαν και προωθήθηκαν από τη CIA ήταν οι Irving Kristol, Melvin Lasky, Isaiah Berlin, Stephen Spender, Sidney Hook, Daniel Bell, Dwight MacDonald, Robert Lowell, Hannah Arendt, Mary McCarthy και πολλοί άλλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Στην Ευρώπη, η CIA ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και προωθούσε τη "Δημοκρατική Αριστερά" και τους πρώην αριστερούς, συμπεριλαμβανομένων των Ignacio Silone, Stephen Spender, Arthur Koestler, Raymond Aron, Anthony Crosland, Michael Josselson και George Orwell.

Η CIA, υπό την προτροπή του Sidney Hook και του Melvin Lasky, συνέβαλε καθοριστικά στη χρηματοδότηση του Κογκρέσου για την Πολιτιστική Ελευθερία, ένα είδος πολιτιστικού ΝΑΤΟ που συγκέντρωνε όλα τα είδη των "αντισταλινικών" αριστερών και δεξιών. Ήταν εντελώς ελεύθεροι να υπερασπιστούν τις δυτικές πολιτιστικές και πολιτικές αξίες, να επιτεθούν στον "σταλινικό ολοκληρωτισμό" και να περιτριγυρίζουν απαλά τον αμερικανικό ρατσισμό και ιμπεριαλισμό. Περιστασιακά, ένα κομμάτι οριακά επικριτικό για την αμερικανική μαζική κοινωνία τυπώθηκε στα περιοδικά που επιχορηγούνταν από τη CIA.
Αυτό που ήταν ιδιαίτερα παράξενο σε αυτή τη συλλογή διανοουμένων που χρηματοδοτούνταν από τη CIA δεν ήταν μόνο η πολιτική τους κομματικοποίηση, αλλά και η προσποίησή τους ότι ήταν ανιδιοτελείς αναζητητές της αλήθειας, εικονοκλαστικοί ανθρωπιστές, διανοούμενοι με ελεύθερο πνεύμα ή καλλιτέχνες για χάρη της τέχνης, οι οποίοι αντιπαρατέθηκαν στους διεφθαρμένους "δεσμευμένους" οικιακούς "χάκερς" του σταλινικού μηχανισμού.

Είναι αδύνατον να πιστέψουμε τους ισχυρισμούς τους περί άγνοιας των δεσμών τους με τη CIA. Πώς θα μπορούσαν να αγνοήσουν την απουσία στα περιοδικά οποιασδήποτε βασικής κριτικής για τις πολυάριθμες λιντσαρίσματα σε όλες τις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου; Πώς μπόρεσαν να αγνοήσουν την απουσία, κατά τη διάρκεια των πολιτιστικών τους συνεδρίων, της κριτικής της ιμπεριαλιστικής επέμβασης των ΗΠΑ στη Γουατεμάλα, το Ιράν, την Ελλάδα και την Κορέα που οδήγησε σε εκατομμύρια θανάτους; Πώς θα μπορούσαν να αγνοήσουν τις χυδαίες απολογίες κάθε ιμπεριαλιστικού εγκλήματος της εποχής τους στα περιοδικά στα οποία έγραφαν; Ήταν όλοι τους στρατιώτες: κάποιοι γλαφυροί, βιτριολικοί, χοντροκομμένοι και πολεμικοί, όπως ο Hook και ο Lasky- άλλοι κομψοί δοκιμιογράφοι όπως ο Stephen Spender ή αυτοδικαιωμένοι καταδότες όπως ο George Orwell. Ο Σόντερς παρουσιάζει την ελίτ της WASP Ivy League στη CIA να κρατάει τα νήματα, και τους βιτριολικούς Εβραίους πρώην αριστερούς να βρίζουν τους αριστερούς αντιφρονούντες. Όταν η αλήθεια βγήκε στην επιφάνεια στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και οι "διανοούμενοι" της Νέας Υόρκης, του Παρισιού και του Λονδίνου προσποιήθηκαν αγανάκτηση επειδή χρησιμοποιήθηκαν, η CIA ανταπέδωσε. Ο Tom Braden, ο οποίος διηύθυνε τον Τομέα Διεθνών Οργανισμών της CIA, τους ξεσκέπασε, περιγράφοντας λεπτομερώς πώς όλοι τους έπρεπε να γνωρίζουν ποιος πλήρωνε τους μισθούς και τις υποτροφίες τους (397-404).
 Σύμφωνα με τον Braden, η CIA χρηματοδότησε τον "λογοτεχνικό αφρό" τους, όπως αποκάλεσε ο σκληροπυρηνικός Cord Meyer της CIA τις αντισταλινικές πνευματικές ασκήσεις των Hook, Kristol και Lasky. Όσον αφορά τις πιο διάσημες και γνωστές εκδόσεις της αυτοαποκαλούμενης "Δημοκρατικής Αριστεράς" (Encounter, New Leader, Partisan Review), ο Braden έγραψε ότι τα χρήματα γι' αυτές προέρχονταν από τη CIA και ότι "ένας πράκτορας έγινε εκδότης του Encounter" (398). Μέχρι το 1953, έγραψε ο Braden, "λειτουργούσαμε ή επηρεάζαμε διεθνείς οργανώσεις σε κάθε τομέα" (398).
Το βιβλίο του Saunders παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για διάφορα σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι διανοούμενοι πράκτορες της CIA υπερασπίζονταν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στα πολιτιστικά μέτωπα. Ξεκινά επίσης μια σημαντική συζήτηση για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών θέσεων που υπερασπίστηκαν οι διανοούμενοι της CIA. 
Ο Saunders αντικρούει τους ισχυρισμούς (που διατυπώθηκαν από τον Hook, τον Kristol και τον Lasky) ότι η CIA και τα φιλικά της ιδρύματα παρείχαν βοήθεια χωρίς δεσμεύσεις. Αποδεικνύει ότι "τα άτομα και τα ιδρύματα που επιχορηγούνταν από τη CIA αναμενόταν να αποδώσουν ως μέρος... ενός πολέμου προπαγάνδας". Η πιο αποτελεσματική προπαγάνδα οριζόταν από τη CIA ως το είδος εκείνο όπου "το υποκείμενο κινείται προς την κατεύθυνση που επιθυμείτε για λόγους που πιστεύει ότι είναι δικοί του". Ενώ η CIA επέτρεπε στα περιουσιακά της στοιχεία στη "Δημοκρατική Αριστερά" να φλυαρούν περιστασιακά για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ήταν οι "αντισταλινικές" πολεμικές και λογοτεχνικές διατριβές εναντίον των δυτικών μαρξιστών και των σοβιετικών συγγραφέων και καλλιτεχνών που την ενδιέφεραν περισσότερο, τις χρηματοδοτούσαν πιο γενναιόδωρα και τις προωθούσαν με τη μεγαλύτερη προβολή. Ο Braden αναφέρθηκε σε αυτό ως "σύγκλιση" μεταξύ της CIA και της ευρωπαϊκής "Δημοκρατικής Αριστεράς" στον αγώνα κατά του κομμουνισμού. Η συνεργασία μεταξύ της "Δημοκρατικής Αριστεράς" και της CIA περιλάμβανε τη διάσπαση απεργιών στη Γαλλία, την πληροφόρηση για τους σταλινικούς (Όργουελ και Χουκ) και τις μυστικές εκστρατείες συκοφάντησης για να εμποδίσουν αριστερούς καλλιτέχνες να λάβουν αναγνώριση (συμπεριλαμβανομένης της υποψηφιότητας του Πάμπλο Νερούδα για το βραβείο Νόμπελ το 1964 [351]).

Η CIA, ως ο βραχίονας της αμερικανικής κυβέρνησης που ασχολήθηκε περισσότερο με την καταπολέμηση του πολιτιστικού Ψυχρού Πολέμου, επικεντρώθηκε στην Ευρώπη την περίοδο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχοντας βιώσει σχεδόν δύο δεκαετίες καπιταλιστικού πολέμου, ύφεσης και μεταπολεμικής κατοχής, η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων διανοουμένων και συνδικαλιστών ήταν αντικαπιταλιστές και ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στις ηγεμονικές αξιώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να αντιμετωπίσει την απήχηση του κομμουνισμού και την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων (ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ιταλία), η CIA επινόησε ένα πρόγραμμα δύο επιπέδων. Από τη μία πλευρά, όπως υποστηρίζει ο Saunders, προωθήθηκαν ορισμένοι ευρωπαίοι συγγραφείς στο πλαίσιο ενός ρητά "αντικομμουνιστικού προγράμματος". Τα κριτήρια του πολιτιστικού επιτρόπου της CIA για τα "κατάλληλα κείμενα" περιλάμβαναν "όποια κριτική της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής και του κομμουνισμού ως μορφή διακυβέρνησης θεωρούμε αντικειμενική (sic) και πειστικά γραμμένη και επίκαιρη". Η CIA ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να δημοσιεύσει απογοητευμένους πρώην κομμουνιστές όπως ο Σιλονέ, ο Κέστλερ και ο Ζιντ. Η CIA προωθούσε τους αντικομμουνιστές συγγραφείς χρηματοδοτώντας πολυτελή συνέδρια στο Παρίσι, το Βερολίνο και το Μπελάτζιο (με θέα τη λίμνη Κόμο), όπου αντικειμενικοί κοινωνικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι όπως ο Isaiah Berlin, ο Daniel Bell και ο Czeslow Milosz κήρυτταν τις αξίες τους (και τις αρετές της δυτικής ελευθερίας και της πνευματικής ανεξαρτησίας, εντός των αντικομμουνιστικών και φιλο-Ουάσινγκτον παραμέτρων που όριζαν οι πληρωτές τους από τη CIA). Κανείς από αυτούς τους διανοούμενους κύρους δεν τόλμησε να εγείρει αμφιβολίες ή ερωτήματα σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ στις μαζικές δολοφονίες στην αποικιακή Ινδοκίνα και την Αλγερία, στο κυνήγι μαγισσών των Αμερικανών διανοουμένων ή στα παραστρατιωτικά λιντσαρίσματα (Κου Κλουξ Κλαν) στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες. Τέτοιες κοινότοπες ανησυχίες θα "έπαιζαν μόνο στα χέρια των κομμουνιστών", σύμφωνα με τον Σίντνεϊ Χουκ, τον Μέλβιν Λάσκι και το πλήθος της Partisan Review, οι οποίοι αναζητούσαν διακαώς κεφάλαια για την οιονεί χρεοκοπημένη λογοτεχνική τους επιχείρηση. Πολλά από τα λεγόμενα έγκριτα αντικομμουνιστικά λογοτεχνικά και πολιτικά περιοδικά κύρους θα είχαν προ πολλού κλείσει, αν δεν υπήρχαν οι επιδοτήσεις της CIA, η οποία αγόραζε χιλιάδες αντίτυπα που αργότερα μοίραζε δωρεάν.

Η δεύτερη πολιτιστική πίστα στην οποία δρούσε η CIA ήταν πολύ πιο λεπτή. Εδώ, προωθούσε συμφωνίες, εκθέσεις τέχνης, μπαλέτο, θεατρικές ομάδες και γνωστούς καλλιτέχνες της τζαζ και της όπερας με σαφή στόχο την εξουδετέρωση του αντιιμπεριαλιστικού αισθήματος στην Ευρώπη και τη δημιουργία εκτίμησης του πολιτισμού και της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η ιδέα πίσω από αυτή την πολιτική ήταν η προβολή του πολιτισμού των ΗΠΑ, προκειμένου να αποκτήσει πολιτιστική ηγεμονία για να στηρίξει τη στρατιωτικοοικονομική αυτοκρατορία της. Η CIA ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την αποστολή μαύρων καλλιτεχνών στην Ευρώπη -ιδιαίτερα τραγουδιστών (όπως η Μάριον Άντερσον), συγγραφέων και μουσικών (όπως ο Λούις Άρμστρονγκ)- για να εξουδετερώσει την ευρωπαϊκή εχθρότητα απέναντι στις ρατσιστικές εσωτερικές πολιτικές της Ουάσινγκτον. Αν οι μαύροι διανοούμενοι δεν τηρούσαν το αμερικανικό καλλιτεχνικό σενάριο και περιπλανιόταν στη ρητή κριτική, εξορίζονταν από τη λίστα, όπως συνέβη με τον συγγραφέα Ρίτσαρντ Ράιτ.
Ο βαθμός του πολιτικού ελέγχου της CIA επί της πνευματικής ατζέντας αυτών των φαινομενικά μη πολιτικών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων καταδείχθηκε σαφώς από την αντίδραση των συντακτών του Encounter (Lasky και Kristol, μεταξύ άλλων) σε σχέση με ένα άρθρο που υπέβαλε ο Dwight MacDonald. Ο MacDonald, ένας ανεξάρτητος αναρχικός διανοούμενος, ήταν επί μακρόν συνεργάτης του Congress for Cultural Freedom και του Encounter που διοικούσε η CIA. Το 1958, έγραψε ένα άρθρο για το Encounter με τίτλο "America America", στο οποίο εξέφραζε την απέχθειά του για την αμερικανική μαζική κουλτούρα, τον ωμό υλισμό της και την έλλειψη πολιτισμού. Ήταν μια διάψευση των αμερικανικών αξιών που αποτελούσαν πρωταρχικό προπαγανδιστικό υλικό στον πολιτιστικό πόλεμο της CIA και του Encounter κατά του κομμουνισμού. Η επίθεση του MacDonald στο "παρακμιακό αμερικανικό imperium" ήταν υπερβολική για τη CIA και τους διανοούμενους πράκτορές της στο Encounter. Όπως ανέφερε ο Braden, στις κατευθυντήριες γραμμές του προς τους διανοούμενους, "οι οργανώσεις που λαμβάνουν κονδύλια από τη CIA δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να υποστηρίζουν κάθε πτυχή της αμερικανικής πολιτικής", αλλά πάντα υπήρχε ένα σημείο αποκοπής -ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική (314). Παρά το γεγονός ότι ο MacDonald ήταν πρώην συντάκτης τουEncounter, το άρθρο απορρίφθηκε. Οι ευσεβείς ισχυρισμοί συγγραφέων του Ψυχρού Πολέμου, όπως ο Nicola Chiaromonte, που έγραφε στο δεύτερο τεύχος του Encounter, ότι "[τ]ο καθήκον που κανένας διανοούμενος δεν μπορεί να αποφύγει χωρίς να υποβαθμίσει τον εαυτό του είναι το καθήκον να αποκαλύπτει τις μυθοπλασίες και να αρνείται να αποκαλεί τα "χρήσιμα ψέματα" αλήθειες", σίγουρα δεν ίσχυε για το Encounter και τον διακεκριμένο κατάλογο των συνεργατών του όταν επρόκειτο να ασχοληθεί με τα "χρήσιμα ψέματα" της Δύσης.

Μια από τις πιο σημαντικές και συναρπαστικές συζητήσεις στο βιβλίο του Saunders αφορά το γεγονός ότι η CIA και οι σύμμαχοί της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MOMA) διέθεσαν τεράστια χρηματικά ποσά για να προωθήσουν τη ζωγραφική και τους ζωγράφους του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού (ΑΕ) ως αντίδοτο στην τέχνη με κοινωνικό περιεχόμενο. Με την προώθηση της ΑΕ, η CIA πολέμησε τη δεξιά πτέρυγα στο Κογκρέσο. Αυτό που έβλεπε η CIA στην ΑΕ ήταν μια "αντικομμουνιστική ιδεολογία, η ιδεολογία της ελευθερίας, της ελεύθερης επιχείρησης. Μη παραστατική και πολιτικά σιωπηλή, ήταν το αντίθετο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού" (254). Θεωρούσαν την ΑΕ ως την πραγματική έκφραση της εθνικής βούλησης. Για να παρακάμψει την κριτική της δεξιάς, η CIA στράφηκε στον ιδιωτικό τομέα (συγκεκριμένα στη MOMA και στον συνιδρυτή της, Νέλσον Ροκφέλερ, ο οποίος αναφερόταν στην ΑΕ ως "ζωγραφική της ελεύθερης επιχείρησης"). Πολλοί διευθυντές του MOMA είχαν μακροχρόνιους δεσμούς με τη CIA και ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να βοηθήσουν στην προώθηση της ΑΕ ως όπλο στον πολιτιστικό Ψυχρό Πόλεμο. Με μεγάλη χρηματοδότηση οργανώθηκαν εκθέσεις της ΑΕ σε όλη την Ευρώπη- οι κριτικοί τέχνης κινητοποιήθηκαν, και τα περιοδικά τέχνης έβγαζαν άρθρα γεμάτα πλούσιους επαίνους. Οι συνδυασμένοι οικονομικοί πόροι του MOMA και του Ιδρύματος Fairfield που διοικούσε η CIA εξασφάλισαν τη συνεργασία των πιο διάσημων γκαλερί της Ευρώπης, οι οποίες με τη σειρά τους μπόρεσαν να επηρεάσουν την αισθητική σε ολόκληρη την Ευρώπη.

AE ως ιδεολογία της "ελεύθερης τέχνης" (George Kennan, 272) χρησιμοποιήθηκε για να επιτεθεί σε πολιτικά δεσμευμένους καλλιτέχνες στην Ευρώπη. Το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία (το μέτωπο της CIA) έριξε το βάρος του πίσω από την αφηρημένη ζωγραφική, έναντι της αναπαραστατικής ή ρεαλιστικής αισθητικής, σε μια ρητή πολιτική πράξη. Σχολιάζοντας τον πολιτικό ρόλο της ΑΕ, ο Saunders επισημαίνει: "Ένα από τα εξαιρετικά χαρακτηριστικά του ρόλου που έπαιξε η αμερικανική ζωγραφική στον πολιτιστικό Ψυχρό Πόλεμο δεν είναι το γεγονός ότι έγινε μέρος της επιχείρησης, αλλά ότι ένα κίνημα που τόσο συνειδητά δήλωνε ότι είναι απολιτικό μπορούσε να πολιτικοποιηθεί τόσο έντονα" (275). Η CIA συνέδεσε τους απολίτικους καλλιτέχνες και την τέχνη με την ελευθερία. Αυτό αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση των καλλιτεχνών της ευρωπαϊκής αριστεράς. Η ειρωνεία, βέβαια, ήταν ότι η απολιτίκ πόζα ήταν μόνο για κατανάλωση από την αριστερή πτέρυγα.
Παρ' όλα αυτά, η CIA και οι πολιτιστικές οργανώσεις της μπόρεσαν να διαμορφώσουν βαθιά τη μεταπολεμική άποψη για την τέχνη. Πολλοί διάσημοι συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες και μουσικοί διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την πολιτική και δήλωσαν την πίστη τους στην τέχνη για την τέχνη. Το δόγμα του ελεύθερου καλλιτέχνη ή διανοούμενου, ως κάποιου που είναι αποσυνδεδεμένος από την πολιτική δέσμευση, κέρδισε την υπεροχή και είναι διάχυτο μέχρι σήμερα.

Ενώ η Saunders έχει παρουσιάσει μια θαυμάσια λεπτομερή περιγραφή των δεσμών μεταξύ της CIA και των δυτικών καλλιτεχνών και διανοουμένων, αφήνει ανεξερεύνητους τους δομικούς λόγους για την αναγκαιότητα της εξαπάτησης και του ελέγχου της CIA επί της διαφωνίας. Η συζήτησή της εντάσσεται σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού και της σύγκρουσης με τον σοβιετικό κομμουνισμό. Δεν γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια να εντοπιστεί ο πολιτιστικός Ψυχρός Πόλεμος της CIA στο πλαίσιο του ταξικού πολέμου, των επαναστάσεων των ιθαγενών του τρίτου κόσμου και των ανεξάρτητων μαρξιστικών προκλήσεων στην ιμπεριαλιστική οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ. Αυτό οδηγεί τον Σόντερς να επαινεί επιλεκτικά ορισμένα εγχειρήματα της CIA εις βάρος άλλων, κάποιους πράκτορες έναντι άλλων. Αντί να βλέπει τον πολιτιστικό πόλεμο της CIA ως μέρος ενός ιμπεριαλιστικού συστήματος, ο Saunders τείνει να είναι επικριτικός ως προς τον παραπλανητικό και διακριτά αντιδραστικό χαρακτήρα του. Η πολιτιστική κατάκτηση της Ανατολικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα πρέπει γρήγορα να διαλύσει κάθε αντίληψη ότι ο πολιτιστικός πόλεμος ήταν μια αμυντική δράση.

Οι ίδιες οι ρίζες του πολιτιστικού Ψυχρού Πολέμου είχαν τις ρίζες τους στον ταξικό πόλεμο. Από νωρίς, η CIA και οι πράκτορες της AFL-CIO των ΗΠΑ Irving Brown και Jay Lovestone (πρώην κομμουνιστές) έριξαν εκατομμύρια δολάρια στην υπονόμευση μαχητικών συνδικάτων και στη διάλυση απεργιών μέσω της χρηματοδότησης σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων (94). Το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία και οι φωτισμένοι διανοούμενοι του χρηματοδοτούνταν από τους ίδιους πράκτορες της CIA που προσέλαβαν γκάνγκστερς της Μασσαλίας για να σπάσουν τις απεργίες των λιμενεργατών το 1948.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την απαξίωση στη Δυτική Ευρώπη της παλιάς Δεξιάς (η οποία κινδύνευε από τους δεσμούς της με τους φασίστες και το αδύναμο καπιταλιστικό σύστημα), η CIA συνειδητοποίησε ότι, προκειμένου να υπονομεύσει τους αντινατοϊκούς συνδικαλιστές και διανοούμενους, έπρεπε να βρει (ή να εφεύρει) μια Δημοκρατική Αριστερά για να εμπλακεί σε ιδεολογικό πόλεμο. Ένας ειδικός τομέας της CIA δημιουργήθηκε για να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της δεξιάς στο Κογκρέσο. Η Δημοκρατική Αριστερά χρησιμοποιήθηκε ουσιαστικά για να καταπολεμήσει τη ριζοσπαστική αριστερά και να παράσχει ένα ιδεολογικό φινίρισμα στην αμερικανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Σε κανένα σημείο οι ιδεολογικοί πυγμάχοι της Δημοκρατικής Αριστεράς δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσουν τις στρατηγικές πολιτικές και τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η δουλειά τους δεν ήταν να αμφισβητούν ή να απαιτούν, αλλά να υπηρετούν την αυτοκρατορία στο όνομα των "δυτικών δημοκρατικών αξιών". Μόνο όταν εμφανίστηκε μαζική αντίδραση στον πόλεμο του Βιετνάμ στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη και αποκαλύφθηκε η κάλυψή τους από τη CIA, πολλοί από τους διανοούμενους που προωθήθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τη CIA εγκατέλειψαν το πλοίο και άρχισαν να ασκούν κριτική στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στη μισθοδοσία της CIA, ο Στίβεν Σπέντερ έγινε επικριτής της αμερικανικής πολιτικής για το Βιετνάμ, όπως και ορισμένοι από τους συντάκτες του Partisan Review. Όλοι τους ισχυρίζονταν ότι ήταν αθώοι, αλλά λίγοι κριτικοί πίστευαν ότι μια ερωτική σχέση με τόσα περιοδικά και συνεδριακά ταξίδια, τόσο μακρά και βαθιά εμπλεκόμενη, θα μπορούσε να συμβεί χωρίς κάποιο βαθμό γνώσης.

Η εμπλοκή της CIA στην πολιτιστική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρώπης και αλλού είχε σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Πολλοί διανοούμενοι ανταμείφθηκαν με κύρος, δημόσια αναγνώριση και ερευνητικά κονδύλια ακριβώς επειδή λειτουργούσαν μέσα στις ιδεολογικές παρωπίδες που τους είχε θέσει η Υπηρεσία. Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της φιλοσοφίας, της πολιτικής ηθικής, της κοινωνιολογίας και της τέχνης, τα οποία απέκτησαν προβολή από τα χρηματοδοτούμενα από τη CIA συνέδρια και περιοδικά, προχώρησαν στον καθορισμό των κανόνων και των προτύπων για την προώθηση της νέας γενιάς, με βάση τις πολιτικές παραμέτρους που καθόρισε η CIA. Όχι η αξία ούτε η ικανότητα, αλλά η πολιτική -η γραμμή της Ουάσινγκτον- όριζε την "αλήθεια" και την "αριστεία" και τις μελλοντικές καρέκλες σε διάσημα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, ιδρύματα και μουσεία.

Οι αντισταλινικές ρητορικές εξάρσεις της αμερικανικής και ευρωπαϊκής Δημοκρατικής Αριστεράς και οι διακηρύξεις της πίστης στις δημοκρατικές αξίες και την ελευθερία, ήταν μια χρήσιμη ιδεολογική κάλυψη για τα αποτρόπαια εγκλήματα της Δύσης. Για άλλη μια φορά, στον πρόσφατο πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, πολλοί διανοούμενοι της Δημοκρατικής Αριστεράς συντάχθηκαν με τη Δύση και τον UCK στην αιματηρή εκκαθάριση δεκάδων χιλιάδων Σέρβων και στη δολοφονία δεκάδων αθώων πολιτών. Αν ο αντισταλινισμός ήταν το όπιο της Δημοκρατικής Αριστεράς κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο παρεμβατισμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει την ίδια ναρκωτική επίδραση σήμερα και παραπλανά τους σύγχρονους Δημοκρατικούς Αριστερούς.
ι πολιτιστικές εκστρατείες της CIA δημιούργησαν το πρωτότυπο για τους σημερινούς φαινομενικά απολίτικους διανοούμενους, ακαδημαϊκούς και καλλιτέχνες, οι οποίοι είναι αποκομμένοι από τους λαϊκούς αγώνες και των οποίων η αξία αυξάνεται με την απόστασή τους από τις εργατικές τάξεις και την εγγύτητά τους σε ιδρύματα υψηλού κύρους. Το πρότυπο του επιτυχημένου επαγγελματία της CIA είναι ο ιδεολογικός φύλακας των πυλών, αποκλείοντας τους κριτικούς διανοούμενους που γράφουν για την ταξική πάλη, την ταξική εκμετάλλευση και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό - "ιδεολογικές" και όχι "αντικειμενικές" κατηγορίες, ή τουλάχιστον έτσι τους λένε.

Η μοναδική διαρκής, επιζήμια επιρροή του πλήθους του Κογκρέσου Πολιτιστικής Ελευθερίας της CIA δεν ήταν οι συγκεκριμένες υπερασπίσεις των ιμπεριαλιστικών πολιτικών των ΗΠΑ, αλλά η επιτυχία τους να επιβάλουν στις επόμενες γενιές διανοουμένων την ιδέα του αποκλεισμού κάθε διαρκούς συζήτησης για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό από τα ισχυρά πολιτιστικά και πολιτικά μέσα ενημέρωσης. Το ζήτημα δεν είναι ότι οι σημερινοί διανοούμενοι ή καλλιτέχνες μπορεί να παίρνουν ή να μην παίρνουν προοδευτική θέση σε αυτό ή εκείνο το ζήτημα. Το πρόβλημα είναι η διάχυτη πεποίθηση μεταξύ των συγγραφέων και των καλλιτεχνών ότι οι αντιιμπεριαλιστικές κοινωνικές και πολιτικές εκφράσεις δεν πρέπει να εμφανίζονται στη μουσική, στη ζωγραφική και στη σοβαρή γραφή τους, αν θέλουν το έργο τους να θεωρείται ουσιαστικής καλλιτεχνικής αξίας. Η διαρκής πολιτική νίκη της CIA ήταν να πείσει τους διανοούμενους ότι η σοβαρή και διαρκής πολιτική δέσμευση της αριστεράς είναι ασύμβατη με τη σοβαρή τέχνη και την επιστήμη. Σήμερα στην όπερα, το θέατρο και τις γκαλερί τέχνης, καθώς και στις επαγγελματικές συναντήσεις των ακαδημαϊκών, οι ψυχροπολεμικές αξίες της CIA είναι ορατές και διάχυτες: ποιος τολμά να γδύσει τον αυτοκράτορα;

.

John Ross: Η δημοκρατία και οι πολιτικές στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερες από τη Δύση

Σημείωση του συντάκτη:  Σε έναν διάλογο για τη δημοκρατία στο Πεκίνο την περασμένη Πέμπτη, διπλωμάτες, μελετητές και ειδικοί συζήτησαν διάφο...