Translate

Β. Α. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ. ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ.

 


«Η λάμψη της πυράς της κολάσεως δεν είναι ορατή μόνο στα έγκατα της αστικής παραγωγής, αλλά και στον ορατό παράδεισο της κυκλοφορίας εμπορευμάτων και χρημάτων, στον ορατό παράδεισο της αγοράς. Μόνο που χρειάζεται γι’ αυτό μια αμερόληπτη, ανιδιοτελής και κατά το δυνατό βαθύτερη εξέταση. Εγωισμός, υποβάθμιση του ανθρώπου μέχρι την κατάσταση του πράγματος, μέχρι την κατάσταση των «ζώντων πτωμάτων», των πνευματικά νεκρών ανθρώπων- ενεργούμενων, χειραγωγών και χειραγωγούμενων, στην ουσία η απόρριψη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- όλα αυτά είναι ανταύγειες της πυράς του Άδη στον παράδεισο της «κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς». Μιας πυράς η κατάσβεση της οποίας είναι ανέφικτη εάν δεν ξεπεράσουμε το «παραδείσιο» σύστημα του «ελεύθερου επιχειρείν». Στο έργο αυτό ακριβώς αφιέρωσε τη ζωή του ο ιδιοφυής στοχαστής και μεγάλος επιστήμονας Καρλ Μαρξ». https://ilhs-org.net/gr/Paradoxaaxioprepeias.htm Η κυρίαρχη στις μέρες μας αντίληψη περί αξιοπρέπειας του ανθρώπου, όπως εκφράζεται στην «οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», καθιστά πρόδηλη την χαμηλή μεθοδολογική παιδεία: η έννοια «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» εκλαμβάνεται μεν ως αφετηριακή έννοια, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίζεται και να αναπτύσσεται με κανένα τρόπο. Γι’ αυτό και η περαιτέρω διατύπωση χαρακτηρίζεται από έναν περιορισμένο εμπειρισμό.

Η μεθοδολογική ανεπάρκεια εκδηλώνεται κραυγαλέα και στα έγγραφα του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως λόγου χάρη το βιβλίο «Ιατρική και ανθρώπινα δικαιώματα» (Μόσχα 1992), όπου διατυπώνονται τα αποτελέσματα μακροχρόνιων ερευνών επί του θέματος που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το βασικό περιεχόμενο του βιβλίου ανάγεται εν πολλοίς στην απλή διατύπωση συμβάντων, ενώ ουσιαστικά διακηρύσσεται ως θέση αρχής η απόρριψη των γενικεύσεων.

Στην τρέχουσα καθημερινή σημασία (βλ. Λεξικό της ρωσικής γλώσσας. Μόσχα 1957, τ.1) η ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατανοείται ως αυτοσεβασμός, συνείδηση των δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου. Συνεπώς στην καθημερινή συνείδηση η αξιοπρέπεια του ανθρώπου συνιστά συνείδηση, πρώτον, των δικαιωμάτων του και δεύτερον, της αξίας της προσωπικότητάς του.

Το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η ηθική απασχόλησαν τον Μαρξ στο ερευνητικό του έργο.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν προσδιορισμούς- θεσπίσματα που αφορούν το πεδίο του δικαίου και της πολιτικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα ερμηνεύει ο Μαρξ, ο οποίος τα εξετάζει ως δικαιώματα που ανέκυψαν με την εμφάνιση της αστικής κοινωνίας και αποτελούν τα δικαιώματα του ανθρώπου εντός της αστικής κοινωνίας.

Ο Μαρξ καταδεικνύει ότι με την εμφάνιση και την περαιτέρω ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας, με την άρση των φεουδαρχικών προνομίων, λαμβάνει χώρα ένας διαχωρισμός, ή ακριβέστερα η αλλοτρίωση του πολιτικού πεδίου, όπου όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, από την κοινωνία των ιδιωτών, όπου ομοιότητα είναι η ομοιότητα των ιδιωτών- ιδιοκτητών, μια ομοιότητα, η οποία συνιστά μέσο για την πραγμάτωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αλλά και το ίδιο το πεδίο της πολιτικής εξυπηρετεί ως μέσο την πραγμάτωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Λαμβάνοντας ως υπόδειγμα το πλέον ριζοσπαστικό και συνεπές, το ακραιφνέστερο αστικό σύνταγμα- το σύνταγμα της Μεγάλης Γαλλικής Αστικής Επανάστασης- ο Μαρξ αποδεικνύει ότι τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου- η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία (δηλαδή η ιδιωτική ιδιοκτησία)- συνιστούν δικαιώματα απομονωμένων μεταξύ τους εγωιστικών ατόμων, δικαιώματα της ιδιοτέλειας, ότι τα δικαιώματα αυτά αντικατοπτρίζουν την κατάσταση απομονωμένων ατόμων, τα οποία αντιμετωπίζουν τα άλλα άτομα, την κοινωνία και κάθε κοινότητα ως μέσο για την ικανοποίηση των σκοπών και των αναγκών τους, δηλαδή ως αποξενωμένα από τον εαυτό τους.

Πράγματι η ελευθερία ορίζεται στην Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 1791 ως δικαίωμα να πράττει ο καθένας οτιδήποτε και να ασχολείται με οτιδήποτε αρκεί να μην βλάπτει τον άλλον, δηλαδή προσδιορίζει τα όρια κίνησης του καθενός χωρίς βλάβη για τους άλλους. Συνεπώς, «... το δικαίωμα του ανθρώπου για ελευθερία δεν εδράζεται στην συνένωση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, αλλά τουναντίον στον διαχωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο» (Μαρξ). Το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι «η πρακτική χρήση του δικαιώματος του ανθρώπου για ελευθερία» (Μαρξ), είναι το δικαίωμα του καθενός κατά το δοκούν, άσχετα με τους άλλους και ανεξάρτητα από την κοινωνία να χρησιμοποιεί και να διαχειρίζεται την περιουσία του, δηλαδή είναι το «δικαίωμα της ιδιοτέλειας» (Μαρξ).

Ισότητα είναι η ισότητα της ελευθερίας που περιγράψαμε παραπάνω: «η ισότητα συνίσταται στο γεγονός ότι ο νόμος είναι ίσος για όλους,- είτε προασπίζεται κάποιον είτε τον διώκει» (σύνταγμα του 1795). «Συνεπώς κανένα από τα ούτως αποκαλούμενα δικαιώματα του ανθρώπου δεν υπερβαίνει τα όρια του εγωιστικού ανθρώπου, του ανθρώπου ως μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή ως ατόμου έγκλειστου στον εαυτό του, στο ιδιωτικό του συμφέρον, στην ιδιωτική αυθαιρεσία και διαχωρισμένου από το κοινωνικό όλο. Ο άνθρωπος σε αυτά τα δικαιώματα εξετάζεται κάθε άλλο παρά ως γενολογικό ον: τουναντίον, η ίδια η ζωή του γένους, η κοινωνία εξετάζονται ως εξωτερικό πλαίσιο για τα άτομα, ως περιορισμός της πρωταρχικής αυτοτέλειας τους» (Μαρξ). Η μοναδική συνάφεια που ενώνει αυτά τα άτομα είναι η φυσική αναγκαιότητα, το ιδιωτικό συμφέρον, η διατήρηση της ιδιοκτησίας τους και της εγωιστικής προσωπικότητάς τους.

Πως έχουν όμως τα πράγματα με την ηθική και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου;

1. Η ηθική αποδεικνύεται ότι είναι εδώ υποταγμένη στο πεδίο του δικαίου και της πολιτικής, γεγονός που εντοπίζεται και στην καθιερωμένη τρέχουσα σημασία των λέξεων «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» (ως συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου). Ο Χέγκελ συνέλαβε διορατικά την θέση της «κατ’ επίγνωση ηθικότητας» ή «ατομικής ηθικής» (Moralitat) και της «καθ’ έξιν ηθικότητας» ή «κοινωνικής ηθικής» (Sittlichkeit) στην αστική κοινωνία εντάσσοντας την ανάλυσή τους στην φιλοσοφία του δικαίου.

2. Όσο πιο πολύ η κοινωνία συνιστά μια κοινωνία ιδιωτών ιδιοκτητών, μεμονωμένων ατόμων σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό οι σχέσεις μεταξύ αυτών των ατόμων διευθετούνται από το δίκαιο και την πολιτική και όχι από την ηθική, δηλαδή όλο και υποβαθμίζεται η σημασία της ηθικής στην κοινωνία.

3. Η ελευθερία και η ισότητα είναι προπαντός και κατά κύριο λόγο ελευθερία και ισότητα των ιδιωτών- ιδιοκτητών. Συνεπώς η βάση της ελευθερίας και της ισότητας στην αστική κοινωνία είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αξιοπρέπεια του ανθρώπου εκ των πραγμάτων, στην πραγματικότητα καθορίζεται από την ιδιωτική ιδιοκτησία (και κατ’ επέκταση από τις περιουσιακές διαφορές), επ’ ουδενί λόγο όμως από την σημασία του ανθρώπου, αν και τυπικά όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και επομένως, όλοι έχοντας τυπικά ίσα δικαιώματα, διαθέτουν και τυπικά ίση αξιοπρέπεια.

Ας εξετάσουμε τώρα την αξία της προσωπικότητας. Ο χαρακτηρισμός της προσωπικότητας ακριβώς από την άποψη της αξίας της συνιστά μερική περίπτωση της εξέτασης από την εν λόγω άποψη της φύσης, του ανθρώπου και του κόσμου που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος. Η έννοια «αξία» αποκτά ιδιαίτερη σημασία με την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Σε καθεστώς κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων τα πάντα- συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου- του ατόμου εντάσσονται στην τροχιά αυτών των σχέσεων και αποκτούν την τιμή τους. Τα πάντα μπορούν να πωληθούν και να αγορασθούν, τα πάντα μπορούν να αξιολογηθούν (εκτιμηθούν) και όντως αξιολογούνται (εκτιμούνται). Ο άνθρωπος, το όποιο ποιόν και οι ιδιότητές του μετατρέπονται σε εμπόρευμα, γεγονός που σημαίνει επίσης ότι γίνονται πράγμα. Ο διάσημος ψυχοθεραπευτής Φριτς Περλς δίκαια θεωρεί ότι «ο άνθρωπος (της εποχής μας - Β.Β) είναι νεκρός, είναι μια μαριονέτα, και η συμπεριφορά του μοιάζει πράγματι πολύ με τη συμπεριφορά ενός πτώματος, που επιτρέπει στο περίγυρό του να του κάνει τα πάντα, ότι θέλει, αν και ο ίδιος και μόνο με την παρουσία του επενεργεί στο περίγυρο κατά ορισμένο τρόπο». Όμως πολύ πριν από τον Φ. Περλς ο Καρλ Μαρξ με τη μοναδική διεισδυτικότητά του κατανόησε και εξήγησε βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλον επιστήμονα και στοχαστή στον κόσμο, ότι ο άνθρωπος στην αστική κοινωνία, στον κόσμο της κυριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, στην κοινωνία της αγοράς ευτελίζεται και υποβαθμίζεται μέχρι την κατάσταση του εμπορεύματος, γεγονός που σημαίνει ότι πραγμοποιείται.

Συνεπώς στο βαθμό που άνθρωπος υποβαθμίζεται στην κατάσταση του πράγματος καταφρονείται και η ανθρώπινη αξιοπρέπειά του.

Από τη σκοπιά του Μαρξ και του πραγματικού μαρξισμού (σε αντιδιαστολή με ποικίλες ψευδομαρξιστικές προσεγγίσεις), ο άνθρωπος συνιστά την ύψιστη αξία για τον άνθρωπο και ο κύριος στρατηγικός στόχος είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι θα συνενώνονται ελεύθερα συγκροτώντας κοινωνία, όπου ο καθένας στις σχέσεις του δεν θα αντιμετωπίζει τον άλλον ως μέσο, αλλά ως σκοπό.

Η κοινωνία αυτή συνιστά σε ορισμένες σχέσεις τον αντίποδα της αστικής, αγοραίας κοινωνίας τον απομονωμένων και εγωιστικών ατόμων, από τα οποία το καθένα διάκειται προς τον εαυτό του ως σκοπό, ενώ προς τους άλλους ως μέσο.

Ο Μάρξ κατέβαλε τιτάνιες προσπάθειες για τη συνειδητοποίηση των πραγματικών δρόμων των τρόπων, των μέσων κλπ για την επίτευξη της καθ’ εαυτώ ανθρώπινης κοινωνίας, των αυθεντικά ανθρώπινων σχέσεων.

Απέδειξε λοιπόν ο Μαρξ ότι η κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, η κυριαρχία της αγοράς συνιστά εκείνη τη βάση επί της οποίας εδράζονται τα δικαιώματα του ανθρώπου, η αξία της προσωπικότητας και οι αντίστοιχες αντιλήψεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξίας της προσωπικότητας.

Κατά την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας των μεμονωμένων παραγωγών ο καθένας ανταλλάσσει, εκποιεί, αποξενώνει κάποιο προϊόν εργασίας, το οποίο ικανοποιεί την ανάγκη κάποιου άλλου, ούτως ώστε να αποκτήσει αντ’ αυτού ισοδύναμο προϊόν κάποιου άλλου (είτε κάποιων άλλων), μέσω του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί κάποια ανάγκη του.

Κατά την ανταλλαγή ισοδυνάμων υπάρχει η ελευθερία (ο καθένας προβαίνει σε αγοροπωλησία για την ικανοποίηση των αναγκών του και μάλιστα κατά τέτοιον ακριβώς τρόπο, ώστε να ικανοποιεί και την ανάγκη άλλων), η ισότητα (η ανταλλαγή στην νομοτέλειά της συνιστά ανταλλαγή ισοδυνάμων), η ιδιωτική ιδιοκτησία (ανταλλάσσουν μεταξύ τους μεμονωμένοι ιδιοκτήτες- ιδιώτες).

Ωστόσο η «ελευθερία» και η «ισότητα» βασιλεύουν στη διαδικασία της ανταλλαγής, της κυκλοφορίας εμπορευμάτων και χρήματος, δηλαδή στη σφαίρα της επιφάνειας. Ο Μαρξ δεν περιορίζεται στη διερεύνηση της ανταλλαγής, στην έρευνα της αγοράς, όπως κάνουν οι χυδαίοι οικονομολόγοι και όπως αντιμετωπίζει την σύγχρονη αστική κοινωνία η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων οικονομολόγων.

Ο Μαρξ δεν εντοπίζει απλώς την κίνηση εμπορευμάτων και χρήματος, αλλά αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της, οι οποίες οδηγούν στο βάθος της αγοραίας κοινωνίας, στη σφαίρα της παραγωγής των εμπορευμάτων και ανακαλύπτει ότι στη βάση του φαινομενικού παραδείσου των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου (της ισότητας, της ελευθερίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας) βρίσκεται η συγκαλυμμένη κόλαση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, όπου βασιλεύει η ανισότητα και η ανελευθερία και η ιδιωτική ιδιοκτησία αποκαλύπτει τον πραγματικό της εαυτό ως δημιούργημα κατά κύριο λόγο όχι των ίδιων των ιδιοκτητών, αλλά των ανθρώπων εκείνων που στερούνται ιδιοκτησίας. Η συγκάλυψη αυτής της αποτρόπαιας γύμνιας της «κοινωνίας της αγοράς» με την διανομή φύλλων συκής - μετοχών στους μισθωτούς εργαζόμενους ίσως να φενακίζει μόνον, αλλά δεν καταργεί την θέση τους ως μισθωτών.

Η λάμψη της πυράς της κολάσεως δεν είναι ορατή μόνο στα έγκατα της αστικής παραγωγής, αλλά και στον ορατό παράδεισο της κυκλοφορίας εμπορευμάτων και χρημάτων, στον ορατό παράδεισο της αγοράς. Μόνο που χρειάζεται γι’ αυτό μια αμερόληπτη, ανιδιοτελής και κατά το δυνατό βαθύτερη εξέταση. Εγωισμός, υποβάθμιση του ανθρώπου μέχρι την κατάσταση του πράγματος, μέχρι την κατάσταση των «ζώντων πτωμάτων», των πνευματικά νεκρών ανθρώπων- ενεργούμενων, χειραγωγών και χειραγωγούμενων, στην ουσία η απόρριψη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- όλ’ αυτά είναι ανταύγειες της πυράς του Άδη στον παράδεισο της «κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς». Μιας πυράς η κατάσβεση της οποίας είναι ανέφικτη εάν δεν ξεπεράσουμε το «παραδείσιο» σύστημα του «ελεύθερου επιχειρείν». Στο έργο αυτό ακριβώς αφιέρωσε τη ζωή του ο ιδιοφυής στοχαστής και μεγάλος επιστήμονας Καρλ Μαρξ.


Πηγή: http://www.omilos.tuc.gr/

.

Η Φιλοσοφία του Πολέμου: Ανάλυση του έργου του Κλαούσεβιτς

 



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Κλαούζεβιτς, γεννήθηκε το 1780 στο Μπουργκ της Γερμανίας, μία πόλη κοντά στο Μαγδεβούργο και ήταν ο τέταρτος γιος ενός μεσοαστού της εποχής, του Φρήντιχ Φόν Κλαούζεβιτς. Κατατάχθηκε σαν Υπαξιωματικός στον Πρωσικό στρατό το 1792, και δεν γνώρισε άλλη ζωή εκτός από τη στρατιωτική. Επίσης, δεν έλαβε άλλη εκπαίδευση, εκτός από εκείνη της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου, στην οποία μπήκε το 1803. Ο Καρλ Φον Κλαούζεβιτς, διέτρεξε κατά τη διάρκεια του βίου του δύο εποχές της ιστορίας:

  • Την Ευρώπη των πολέμων { 1793-1815 ), στην οποία συνέβησαν αρκετά από τα μεγάλα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, όπως οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και η Γαλλική Επανάσταση.

  • Την ειρηνική περίοδο (1815-1831), η οποία βεβαίως δεν παρείχε στους Γερμανούς αξιωματικούς την ευκαιρία για μεγάλα κατορθώματα, ωθούσε όμως τη σκέψη τους, για εξαγωγή μελ­λοντικών συμπερασμάτων, με βάση τα τότε χθεσινά γεγονότα.


Εργοβιογραφία του Κάρλ Φον Κλαούζεβιτς

Κατά τη διάρκεια της μικρής σχετικά ζωής του, ο Κλαούζεβιτς ολοκλήρωσε ένα ογκώδες έργο, το οποίο όμως δεν έγινε γνωστό όσο ζούσε. Ολα σχεδόν τα έργα του, εκδόθηκαν με φροντίδα της συζύγου του, μετά το θάνατο του.

Μετά την αποφοίτηση του από τη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου το 1803, συμμετείχε στην εκστρατεία της Ιένας το 1806, στην οποία και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος κοντά στο Μπρεσλάου. Το 1808 επιστρέφει στην Πρωσία, για να γίνει το 1809 τμηματάρχης στο Υπουργείο Στρατιωτικών, υπό τον Σάνρχοστ, που θεωρείται και πνευματικός του πατέρας. Το 1810 γίνεται καθηγητής στη Στρατιωτική Ακαδημία, ενώ παράλληλα μέσα σ’ αυτή εκπαιδεύει τον διάδοχο της Πρωσίας και γράφει το έργο του, «Επισκόπηση της Στρατιωτικής Εκπαίδευσης». Το 1812 παραιτείται από τη θέση του, και μπαίνει στην υπηρεσία του Ρωσικού Στρατού για να πολεμήσει εναντίον του Ναπολέοντα μέχρι το 1814, οπότε και επιστρέφει στον Πρωσικό Στρατό. Το 1815 παίρνει μέρος στην εκστρατεία του Βατερλό, ως αρχηγός επιτελείου Σώματος Στρατού, ενώ το 1830 γίνεται Στρατηγός διευθυντής της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου και διευθυντής του Πυροβολικού.

Το 1831, ενώ είχε ήδη γίνει επιτελάρχης Πρωσικής Στρατιάς στα Πολωνικά σύνορα, πεθαίνει από χολέρα στο Μπρεσλάου.

Ο Κλαούζεβιτς προσπάθησε να φτάσει σε μία πληρέστερη κατανόηση της φύσης του πολέμου εξετάζοντας το αντικείμενο του με τη διαλεκτική μέθοδο, που ήταν πολύ δημοφιλής στη Γερμανία του 19ου αιώνα. Όμως η μέθοδος του Κλαούζεβιτς ήταν προσαρμοσμένη στη στρατιωτική φιλοσοφία : ήταν ένα μίγμα λογικής παρουσίασης διανοούμενου και σεβασμού της εμπειρικής πραγματικότητας.


Σύντομη Αναφορά στο Έργο « Περί Πολέμου»


Το κυριότερο έργο του, με το οποίο έγινε παγκόσμια γνωστός, είναι το «VOM KRIEGE» (Περί Πολέμου). Είναι έργο σχεδόν μιας ολόκληρης ζωής, το οποίο σύμφωνα με σημειώσεις του ίδιου, που βρέθηκαν χωριστά από το πρωτότυπο κείμενο, θεωρούσε ατελές. «…Τα έξη πρώτα βιβλία έχουν ήδη καθαρογραφεί σαν μία άμορφη μάζα που πρέπει οπωσδήποτε να αναψηλαφηθεί σε βάθος. Όλες οι ιδέες θα αποκτήσουν τότε καθαρότερο νόημα, ακριβή προσανατολισμό και πιο συγκεκριμένη εφαρμογή».

Έτσι ο σημερινός ιστορικός και στρατιωτικός μελετητής αυτού του έργου, είναι υποχρεωμένος να ανατρέχει σε γεγονότα εκείνης της εποχής, ενώ παράλληλα νοιώθει αδύναμος να κατανοήσει τα λεγόμενα του συγγραφέα, με μια επιφανειακή μελέτη. Ο ίδιος ο Κλαούζεβιτς ίσως απογοητευόταν σήμερα αν έβλεπε πολλές από τις ιδέες του να στολίζουν απλά σαν αφορισμοί στρατιωτικούς κανονισμούς και συγγράμματα. Σαν πραγματιστής που προσπάθησε να αναπτύξει επιστημονικά τις θεωρίες του, ήταν ενήμερος ότι αυτές έπρεπε να ελέγχονται σε σύγκριση με την πραγματικότητα. Όταν η πραγματικότητα του πολέμου αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου, οι παλιές παραδεκτές θεωρίες πρέπει να ελέγχονται πάλι και αν είναι ανάγκη να τροποποιούνται. Εδώ θα πρέπει να αναζητηθεί και η αξία των θεωριών «Περί Πολέμου» του Κλαούζεβιτς, κύρια ως πηγή προβληματισμού για το μέλλον, η εξαγωγή νέων ιστορικών και στρατιωτικών συμπερασμάτων. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιχειρηθεί μία συνοπτική μελέτη του έργου του.


Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ( ΒΙΒΛΙΟ I)


Τι Είναι ο Πόλεμος


Στο πρώτο κεφάλαιο ο αναγνώστης του έργου του Κλαούζεβιτς μπορεί να απορήσει σχετικά με το ποιος τελικά είναι ο ορισμός του πολέμου κατά τον Κλαούζεβιτς. Πραγματικά ο πόλεμος περιγράφεται σαν τίποτα περισσότερο από μια μεγάλης κλίμακας μοναρχία, σαν «πράξη βίας για την επιβολή της θέλησής μας στον αντίπαλο» και σαν «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Οι τρεις φαινομενικά χωριστοί ορισμοί αυτοί, οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα ότι ο σκοπός του πολέμου είναι μεν αρχικά πολιτικός, αλλά πρέπει να υπάρχει και αντίστοιχος στρατιωτικός σκοπός, που μάλιστα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να συμπίπτει με τον πολιτικό, ώστε να μπορούμε να πάρουμε τις ανάλογες θέσεις μετά τη λήξη του πολέμου, κατά τη διεξαγωγή των ειρηνευτικών διαδικασιών. Το πολιτικό κίνητρο και ο πολιτικός σκοπός αφορούν την κυβέρνηση που οφείλει να προσαρμόζει τα πράγματα ανάλογα με τα διατιθέμενα μέσα.

Η πολεμική ενέργεια έχει συγκεκριμένη διάρκεια δράσης και δεν θα πρέπει να διακόπτεται, παρά μόνο για αναμονή ευνοϊκότερων συνθηκών. Παράλληλα στο πεδίο της μάχης, μεταφέρεται ο νόμος των πιθανοτήτων και λείπει μόνο η τύχη, για να καταστεί ο πόλεμος τυχερό παιχνίδι. Στη πράξη όμως, είναι η μόνη ανθρώπινη δραστηριότητα, που στερείται αυτού του στοιχείου.

Η βάση πάνω στην οποία διεξάγεται κάθε δραστηριότητα στον πόλεμο, είναι ο κίνδυνος και η ιδιότητα της ψυχής που τον καταπολεμά, είναι το θάρρος. Εκδηλώσεις του θάρρους, είναι η γενναιότητα, η αυτοπεποίθηση στην καλή τύχη και η παρατολμία. Τα χαρακτηριστικά αυτά εφόσον συνυπάρχουν σε ένα άτομο, είναι σίγουρο, ότι η τύχη, παίζει μεγάλο ρόλο στη διεξαγωγή της μάχης.


Ο Σκοπός και τα Μέσα του Πολέμου


Τα μέσα για τη διεξαγωγή του πολέμου είναι πολυποίκιλα. Η χρήση τους κατά τη μάχη αποβλέπει στην επιβολή της θέλησης μας πάνω στον εχθρό, ή την καταστροφή και τον αφοπλισμό του.

Στους ίδιους σκοπούς θα πρέπει να αναζητηθεί η ανάγκη ύπαρξης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας, ενώ είναι γνωστό ότι για την επιτυχή εκτέλεση της αποστολής τους σε πολεμική περίοδο, η κύρια προσπάθειά μας, θα πρέπει να κατευθύνεται στη καταστροφή του αντιπάλου, ώστε να επιζητήσει μόνος του την ειρήνη. Η αξία του σκοπού που τέθηκε καθορίζει το μέγεθος των θυσιών στο πόλεμο, ενώ εφόσον υπάρχουν ισχυρά πολιτικά κίνητρα, τότε και οι δύο αντίπαλοι ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο, η δε ειρήνη θα επιβληθεί γρήγορα, αποβλέποντας προς το αμοιβαίο συμφέρον. Η κατάκτηση εχθρικού εδάφους αποτελεί το μέσον για την επίτευξη του σκοπού μας, ενώ η κατάληψη λίγων εδαφικών ερεισμάτων, θα πρέπει να αποβλέπει μόνο στη πρόκληση κλίματος φόβου στον εχθρό.

Για την πραγματοποίηση του σκοπού μας, υπάρχει μόνο ένα μέσο, ο αγώνας, ενώ σοβαρό ρόλο παίζουν η προσωπικότητα ηγητόρων και στρατιωτών στη μάχη, καθώς και η οργάνωση των επιτελικών γραφείων. Σε κάθε αγώνα η καταστροφή των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, αποτελεί και τον σκοπό και το μέσο, αλλά πολλές φορές ο σκοπός και τα μέσα μπορεί να είναι διάφορα μεταξύ τους. Η επίτευξη του σκοπού στο πεδίο της μάχης, είναι δυνατό να γίνει με ή χωρίς αγώνα, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση του ελιγμού ή άλλων μέσων, ή και των δύο ταυτόχρονα. Στη περίπτωση αυτή ο εχθρός θα βρεθεί σε αδυναμία, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, ο αγώνας απαιτεί θυσίες και κινδύνους. Για την πληρέστερη όμως καταστροφή του εχθρού, θα πρέπει να υποβληθούμε σίγουρα σε περισσότερες θυσίες και περισσότερους κινδύνους.

Έτσι συμπεραίνουμε, ότι μέθοδοι για την επίτευξη του σκοπού με λιγότερες θυσίες πρέπει να γίνονται αποδεκτοί, αλλά θα ήταν πλάνη να πιστεύουμε, ότι η εκπλήρωση του σκοπού γίνεται με αρνητική στάση και αποφυγή της αιματοχυσίας.


Η Ιδιοφυία στον πόλεμο


Ιδιοφυία είναι μία ανώτερη ευφυΐα, που καθοδηγείται από θέληση για την επίτευξη μίας ορισμένης ικανότητας και οπωσδήποτε απαιτεί, ένα σύνολο ψυχικών και ειδικών ικανοτήτων όπως το πολεμικό πνεύμα. Τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες αυτές για τον στρατιωτικό ηγέτη, θα πρέπει να έχουν απαλλαγεί από συναισθηματισμούς, ιδίως κατά την πολεμική περίοδο.

Το πολεμικό πνεύμα υπάρχει βασικά στους βάρβαρους λαούς, αλλά ιδιοφυείς ηγέτες αναφύονται κυρίως στους πολιτισμένους, όπου υπάρχει και ανάλογη πνευματική ανάπτυξη. Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως το γεγονός, ότι μερικοί λαοί έχουν πάνω σ’ αυτό, ιδιαίτερη κλίση. Το θάρρος που αποτελεί πολεμική αρετή, μπορεί να οφείλεται στην ατομική ιδιοσυγκρασία του ηγέτη, η σε άλλα θετικά κίνητρα όπως είναι η φιλοπατρία, ο ενθουσιασμός και η φιλοδοξία. Στο πεδίο της μάχης τα θάρρος, μπορεί να αναπληρώσει μερικές από τις βασικές ιδιότητες που πρέπει να έχει ο ηγέτης, όπως ευθυκρισία, οξεία διεισδυτική διάνοια για την ανεύρεση της πραγματικής αλήθειας, χωρίς κατ’ ανάγκη να μπορεί να τις υποκαταστήσει πλήρως. Το πνεύμα μπορεί να διακρίνει στις δύσκολες περιπτώσεις την αλήθεια, ενώ το θάρρος οδηγεί σ’ αυτή μέσα από το σωστό δρόμο. Έτσι μερικά από τα χαρακτηριστικά του ηγέτη στο πεδίο της μάχης θα πρέπει να είναι:

  • Ύπαρξη σταθερού πνεύματος την κατάλληλη στιγμή, αποφασιστικότητα και ικανότητα κρίσης.

  • Διατήρηση της σταθερότητας σε οποιαδήποτε κατάσταση, παρά τα ενδεχόμενα πλήγματα, και δύναμη χαρακτήρα.

  • Διατήρηση των απόψεων σε δύσκολες περιστάσεις και αλλαγή αυτών μόνο όταν το απαιτεί η κατάσταση. Η θέση αυτή, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ακαμψία της θέλησης, ή την ισχυρογνωμοσύνη, που βασίζεται στην υπερβολική αυτοπεποίθηση και αποδεικνύει έλλειψη ευθυκρισίας.

Στην διεξαγωγή του αγώνα, η οποιαδήποτε έλλειψη πληροφοριών για τον εχθρό θα πρέπει να αναπληρώνεται από τη «φυσική ενόραση» του ηγέτη, τη φυσική αντίληψη του εδάφους, καθώς και την αντίληψη όσων μελλοντικά μπορεί να συμβούν. Η ικανότητα αυτή, θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη στα ανώτερα κλιμάκια της Διοικήσεως, διότι ο πόλεμος απαιτεί σύνολο πνευματικών και ψυχικών ικανοτήτων, που προέρχονται από μία ανώτερη πνευματική διάνοια, παρά τις όποιες αντίθετες απόψεις. Αυτή ήταν και η θέση που οδήγησε τον Ναπολέοντα να πει, ότι η πολεμική ενέργεια απαιτεί μαθηματικούς υπολογισμούς, που ούτε ο Νεύτων θα μπορούσε να επιλύσει.

Τελικά αν θα θέλαμε να επιλέξουμε την στρατιωτική προσωπικότητα με τον καταλληλότερο δείκτη ευφυΐας και την ικανότητα του πολεμικού ηγέτη, θα πρέπει να ανατρέξουμε στα ερευνητικά και ισορροπημένα μυαλά και όχι στα αντιδραστικά ή ένθερμα, σε ευρείες γενικά διάνοιες και όχι σε ανθρώπους προικισμένους με μία μόνο ειδικότητα.


Ο Κίνδυνος και η Φυσική Προσπάθεια στο Πόλεμο


Ο κίνδυνος και τα ψυχικά συναισθήματα κατά τη διάρκεια του αγώνα, αλλάζουν ανάλογα με τη θέση του δρώντος προσώπου στο πεδίο της μάχης, ή το επίπεδο του βαθμού και της Διοίκησης (στρατιώτης, αξιωματικός ή επιτελείο). Η εξοικείωση με τον κίνδυνο, τη φυσική προσπάθεια, την αβεβαιότητα και το τυχαίο, έρχεται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα παραμονής στη μάχη, κατά την οποία επι­κρατούν υψηλά συναισθήματα όπως η αίσθηση της τιμής, θα πρέπει όμως να ανατρέξουμε στις φυσικές και ηθικές δυνάμεις του ηγέτη, για την αντιμετώπιση των δυσκολιών του αγώνα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δοκιμασία της θέλησης του κάθε Διοικητή, είναι ανάλογη με το κατεχόμενο βαθμό και το ηθικό του στρατεύματος. Επίσης ότι την λήψη της σωστής απόφασης, επηρεάζουν η σταθερότητα του χαρακτήρα, η ψυχική δύναμη, η ευφυΐα, η διορατικότητα και η επιμονή του ηγέτη.

Από την άλλη πλευρά οι πολεμικοί ηγέτες δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από συναισθήματα των λαϊκών μαζών, όπως φιλοπατρία, θρησκευτικός και πολιτικός φανατισμός. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την καταλληλότητα των στρατιωτικών ηγετών στο πεδίο την μάχης, θα πρέπει να κατατάξουμε τους ανθρώπινους χαρακτήρες σε ομάδες, με βάση τα ψυχικά τους χαρίσματα, το νευρικό σύστημα και την πνευματική ανάπτυξη. Έτσι γενικά μπορούμε να συναντήσουμε τους εξής χαρακτήρες:

α. Τους απαθείς και ράθυμους που συνήθους ονομάζονται φλεγματικοί, και έχουν σαν κύριο χαρακτηριστικό την περιορισμένη δραστηριότητα. Οι χαρακτήρες αυτοί, αν και έχουν κάποια μικρή ενεργητικότητα, σε πολεμική περίοδο τους λείπει η παρόρμηση, για να ολοκληρώσουν σωστά εκείνο που άρχισαν.

β. Τους δραστήριους και ήρεμους, των οποίων όμως τα συναισθήματα, δεν υπερβαίνουν πολλές φορές το όριο της οξύτητας και ζωηρότητας. Η κατηγορία αυτή των ανθρώπων, είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τον οποιονδήποτε, αλλά αντιδρούν πολύ εύκολα για μικρά πράγματα, λιποψυχούν, σε δύσκολες περιστάσεις και αν δεν τύχει να έχουν ανήσυχο πνεύμα, δεν μεγαλουργούν στο πόλεμο.

γ. Τους ορμητικούς, τους οποίους διακρίνει η βιαιότητα, η ορμητικότητα και το ευέξαπτο. Είναι εκείνοι που συγκινούνται εύκολα αλλά κατευνάζονται γρήγορα. Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας είναι κοχλάζουσες και παράφορες ιδιοσυγκρασίες, που η απόγνωση του συνόλου τους καταπονεί, αντί να τους ωθεί για δράση. Έτσι καταβάλουν διπλάσια προσπάθεια για να διατηρήσουν την ισορροπία τους κατά την έντονη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να χάνουν συχνά τα λογικά τους. Αυτό αποτελεί και το σοβαρότερο ελάττωμα τους στο πόλεμο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για υπηρεσία στα κατώτερα κλιμάκια και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ανώτερα, μόνο όταν εκπαιδευτούν κατάλληλα.

δ. Τους ανθρώπους που δεν συγκινούνται εύκολα, έχουν όμως βαθιά, έντονα και κρυμμένα πάθη διότι ακολουθούν ψυχικές παρορμήσεις. Οι χαρακτήρες αυτοί τίθενται αργά, προοδευτικά και σταθερά σε δράση, υπό την επίδραση συναισθημάτων τους, τα οποία διαρκούν περισσότερο λόγω της ιδιοσυγκρασίας τους εκκινούν αργά για να πραγματοποιήσουν κάτι, αλλά όταν ξεκινούν, τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει, γι αυτό είναι οι καταλληλότεροι για τις ανώτατες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας.


Οι Πληροφορίες στο Πόλεμο


Οι περισσότερες πληροφορίες κατά την πολεμική περίοδο είναι αλληλοσυγκρουόμενες και συνήθως εσφαλμένες. Επειδή ταυτόχρονα ο άνθρωπος συνηθίζει να υπερβάλει τα γεγονότα, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην ορθή σκέψη, οδηγούμεθα μόνο μέσα από ορθή κρίση, βαθειά γνώση των πραγμάτων, προσωπική αντίληψη, και απαλοιφή των γεγονότων από προσωπικές επιθυμίες για τις εχθρικές ενέργειες. Στη μάχη τα πράγματα φαίνονται απλά αλλά ένα πλήθος από λεπτομέρειες δημιουργούν τριβές, που θα πρέπει να υπερκαλυφθούν για την εκπλήρωση του σκοπού. Οι τριβές αποτελούν και το βαθμό δυσκολίας μίας επιχείρησης, οφείλονται δε στον καιρό, τους φυσικούς κινδύνους, τη δυνατότητα γρήγορης προσπέλασης των εχθρικών θέσεων, ή σε άλλους επί μέρους παράγοντες. Ταυτόχρονα η καταβολή της προσπάθειας, διαφέρει από τον ένα ηγήτορα στον άλλο, ενώ έχει άμεση σχέση με το είδος της αποστολής και τον κατεχόμενο βαθμό. Μόνο η πείρα, η θέληση, η ευθυκρισία και εξάσκηση ηγητόρων και στρατευμάτων από το καιρό της ειρήνης μπορούν εν μέρει να αναπληρώσουν την πολεμική πείρα, έτσι ώστε κατά την μάχη να μην οδηγηθούν σε λάθος αποτέλεσμα, από την ύπαρξη των διαφόρων δυσκολιών (τριβών), «..πρέπει να γυμνασθεί κανείς με αυτές (τριβές), όχι τόσο για να γυμνασθεί το κορμί του, όσο το πνεύμα του.. Πολεμικές συνήθειες και γνώση για τα δρώμενα κατά τη διάρκεια του πολέμου μπορούν να αποκτηθούν από αποστολές σε μια εμπόλεμη χώρα, δικών μας συνετών αξιωματικών ή με την έλευση άλλων εμπειροπόλεμων στη δική μας. Έτσι θα αποκτηθούν εμπειρίες από στελέχη έστω και αν δεν βρίσκονται στη υπηρεσία..».


Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (ΒΙΒΛΙΟ II)


Η Υποδιαίρεση και η Θεωρία Πολεμικής Τέχνης και Πολέμου


Ο πόλεμος είναι κυρίως η τέχνη διεξαγωγής και διεύθυνσης του αγώνα, βασιζόμενος σε ηθικές και υλικές δυνάμεις. Η σύρραξη είναι κυρίως ένα σύνολο συμπλοκών με τη χρήση ενόπλων δυνάμεων και αφορά κυρίως την τακτική, ενώ η χρήση συρράξεων για την εξυπηρέτηση του σκοπού, αφορά την Στρατηγική. Στενή σχέση και με τους δύο όρους μπορούν να έχουν άλλες ενέργειες όπως η δημιουργία καταυλισμών, η διεξαγωγή πορειών οι ελιγμοί πριν τη μάχη, η διοικητική μέριμνα των στρατευμάτων, οι οποίες όμως ουσιαστικά δεν αφορούν την διεξαγωγή του κυρίως αγώνα.

Ο όρος πολεμική τέχνη, στην αρχή σήμαινε την προετοιμασία των αντιπάλων, χωρίς να έχει άμεση σχέση με τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις. Με τη πάροδο όμως του χρόνου οι παράγοντες αυτοί άρχισαν να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, όπως και τα εθνικά μίση, η βία, το κατακτητικό πνεύμα ο πολιτικός και θρησκευτικός φανατισμός των λαϊκών μαζών και τέλος η φιλοδοξία των ηγετών. Η επέμβαση αυτών των ηθικών δυνάμεων, αφορά κυρίως τους μικρούς βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας, όπου συνήθως υπάρχει αυτοθυσία και κυρίως η ευθύτητα του χαρακτήρα. Στους μεγαλύτερους βαθμούς εμφανίζονται ως ηθικοί παράγοντες, η ικανότητα, η μετριότητα, η γενναιοφροσύνη, τα ιδιωτικά συμφέροντα και η πραότητα του ηγέτη. Έτσι γίνεται αντιληπτό, ότι διατύπωση θεωριών αφορά κυρίως την τακτική όπου μπορεί να τεθεί ένας σκοπός για τον αγώνα, ενώ ταυτόχρονα επιδρούν πολλοί παράγοντες όπως η τύχη, η τακτική εκτίμηση, το έδαφος, η ώρα της ημέρας ή του χρόνου και το πνευματικό επίπεδο των ηγετών. Αντίθετα η στρατηγική χρησιμοποιεί τα μέσα χωρίς να αναζητά τη πηγή ή τη φύση τους και ενδιαφέρεται κυρίως για τη νίκη, ή για την εκπλήρωση του σκοπού. Στη στρατηγική και στο επίπεδο του αρχιστρατήγου οι αποφάσεις φαίνονται απλές και εύκολες, χωρίς όμως να είναι. Εξαρτώνται από το πνευματικό επίπεδο των ηγετών και έχουν σχέση με πολλούς παράγοντες όπως ο χαρακτήρας των υφισταμένων, οι τάσεις, οι σχέσεις και τα συμφέροντα των λαών, καθώς και ο τρόπος χρήσης των διατιθεμένων δυνάμεων.

Με βάση αυτή τη σκέψη μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε, πως ένας καλός αξιωματικός στους μικρούς βαθμούς, είναι απλώς μετριότητα στους μεγαλύτερους, αν δεν διαθέτει προσόντα που απαιτεί μία ανώτερη πνευματικά ευφυΐα. Αυτό βέβαια συμβαίνει διότι η διεξαγωγή του πολέμου είναι μία επιστήμη ή απλούστερα, «…είναι σύγκρουση συμφερόντων με τη βία και προσεγγίζει περισσότερο στη πολιτική, που είναι ένα είδος εμπορίου ενώ έχει σχέση με τη τέχνη και την επιστήμη…».


Η Μέθοδος, η Κριτική και το Παράδειγμα


Στους κλάδους της επιστήμης, υπάρχουν διάφοροι κανόνες, αρχές, νόμοι, που είναι θεμελιώδεις αλήθειες και διατηρούν πάντοτε την αξία τους, ή καθορίζουν τι απαγορεύεται και τι επι­τρέπεται. Για να καταλήξουν σε νέες αρχές οι επιστήμονες, ή για να επιλύσουν κάποια νέα προβλήματα, χρησιμοποιούν την μέθοδο, δηλαδή ένα τυπικό τρόπο έρευνας.

Στον πόλεμο όμως, δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος, και για να φθάσουμε σε λύσεις χρησιμοποιούμε το πλέον πιθανό ενδεχόμενο. Ο μεθοδισμός αφορά κυρίως τη μικρή κλίμακα της ιεραρχίας, για να μην υπάρχει διάφορη αντιμετώπιση ίδιων προβλημάτων από πληθώρα στελεχών. Είναι όμως απαγορευτικός στους μεγάλους βαθμούς όπου λαμβάνεται υπόψη περισσότερο η ιστορική αλήθεια. Η έννοια αυτή επιδρά στην πολεμική τέχνη, μέσα από τη κριτική των ιστορικών γεγονότων και περιλαμβάνει τρεις κύριες δραστηριότητες:

  1. Την αναζήτηση και αποσαφήνιση, δηλαδή την ιστορική έρευνα.

  2. Το καθορισμό των αιτιών συμπερασματικά, δηλαδή τη κριτική έρευνα.

  3. Τη κριτική σπουδή και εξαγωγή συμπερασμάτων.

Στη πράξη όμως προσκρούουμε σε άγνοια, διότι τα επακόλουθα δεν προκύπτουν από μία αιτία, ενώ η εξαγωγή διδαγμάτων συναντά τις εξής δυσκολίες:

  • Μεταφερόμαστε νοερά στο πεδίο της μάχης, ενώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μαρτυρίες πολλών προσώπων.

  • Δεν υπάρχει κατά κανόνα μία τακτική λύση στο πρόβλημα και η κριτική δεν γίνεται με βάση ένα τακτικό σφάλμα.

  • Τα πάντα θα πρέπει να εξετάζονται συνολικά, ενώ η κριτική για τακτικά σφάλματα σε μία μάχη, δεν θα πρέπει να γίνεται από μη γνωρίζοντες την πολεμική τέχνη.

Την καλή κριτική, την κατανόηση θεωριών και την εξαγωγή χρήσιμων επιστημονικών συμπερασμάτων πάνω σε στρατιωτικά θέματα, βοηθά η στρατιωτική ιστορία. Ιστορικά παραδείγματα επιλεγμένα προσεκτικά, επεξηγούν τη θεωρία, ή την εφαρμογή μίας ιδέας, ενώ αντιπαραβάλουν και συσχετίζουν τα γεγονότα μεταξύ τους, για την εξαγωγή νέων θεωριών.


Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΕΝΙΚΑ (Βιβλίο III)


Η Στρατηγική


Η Στρατηγική γενικά είναι το μέσο για τη χρησιμοποίηση του αγώνα και την επίτευξη του σκοπού του πολέμου. Η λήψη αποφάσεων στα πλαίσια της Στρατηγικής, δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί μεγάλες ικανότητες. Μερικές από αυτές όπως η οξυδέρκεια, η ισχυρή θέληση, η ευθυκρισία, η ενεργητικότητα, η ανδρεία, είναι σπάνιο να βρεθούν σαν προσόντα, σ’ ένα μόνο πρόσωπο. Είναι επίσης γνωστό ότι στη μάχη, ο κάθε ηγέτης δέχεται ταυτόχρονα πολλούς επηρεασμούς που αντιτίθενται στη λήψη της ορθής απόφασης, ενώ δεν είναι τελείως αναίσθητος σαν άνθρωπος, για τις θυσίες που απαιτεί από τους υφισταμένους του. Θα πρέπει όμως να προχωρήσει, στη τελική απόφαση, με βάση την ορθή σκέψη και όχι με γνώμονα τα διάφορα συναισθήματα που τον διακατέχουν.


Οι Ηθικές Δυνάμεις, το Θάρρος και η Επιμονή στον Πόλεμο


Το πνεύμα ενός λαού και οι ηθικές δυνάμεις που δεν μπορούν να μετρηθούν αριθμητικά στο πεδίο της μάχης, απασχόλησαν πολλούς θεωρητικούς, χωρίς να δοθεί καμία αντικειμενική λύση. Ουσιαστικά όμως οι δυνάμεις αυτές, πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στη σχεδίαση του αγώνα και συνίστανται κύρια στο ταλέντο του πολεμικού ηγέτη, την πολεμική αρετή του λαού και το εθνικό αίσθημα του στρατού. Το πρώτο (ταλέντο ηγέτη), λόγω της όμοιας εκπαίδευσης στους σύγχρονους Στρατούς, είναι περίπου το ίδιο. ΓΓ αυτό, πρέπει να εξετάζονται περισσότερο κυρίως οι άλλοι δύο παράγοντες.

Η πολεμική αρετή είναι φυσικό προσόν, που μπορεί να αποκτηθεί και με την εκπαίδευση. Δεν έχει σχέση με το θάρρος, αλλά με τον ενθουσιασμό, το ομαδικό πνεύμα και τα δίκαια ενός λαού. Εκδηλώσεις όπως η παραμονή σε κανονικούς σχηματισμούς στην επίθεση παρά το φονικό πυρ του εχθρού, η περηφάνια και η εμπιστοσύνη στους ηγέτες, ακόμη και σε δύσκολη περίοδο, η ύπαρξη φυσικών δυνάμεων παρά τις στερήσεις και τις κακουχίες, η πίστη στη νίκη, είναι μερικές από τις εκδηλώσεις του πολεμικού πνεύματος. Η πολεμική αρετή είναι συνυφασμένη με τον μόνιμο κυρίως Στρατό χωρίς αυτό να αποτελεί πανάκεια, ενώ από την άλλη πλευρά θα πρέπει ο πολεμικός ηγέτης μέσω της ιδιοφυίας του, να την συμπληρώνει όπου δεν υπάρχει. Εδώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μία μεγάλη περίοδος ειρήνης αλλάζει τελείως τα πράγματα. Ιδιότητες και χαρακτηριστικά ενός λαού όπως η ανδρεία, η επιδεξιότητα η καρτερικότητα και ο ενθουσιασμός, μπορούν να αναπληρώσουν το στρατιωτικό πνεύμα και αντίστροφα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν «…οι Μακεδόνες υπό τον Αλέξανδρο, οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες,…οι Γάλλοι υπό τον Βοναπάρτη…». Η πολεμική αρετή ή αλλιώς το στρατιωτικό πνεύμα, επαυξάνεται με τις πολεμικές συγκρούσεις έτσι ώστε ο μαχητής έστω και αν κατέβαλε το μέγιστο των προσπαθειών του, να αισθάνεται υπερήφανος για αυτές «…μεταξύ του ομαδικού πνεύματος σκληραγωγημένων και καλυμμένων με ουλές πολεμιστών και της αλαζονείας και ματαιοδοξίας των μονίμων στρατιωτών, η συνοχή των οποίων οφείλεται μόνο στους κανονισμούς και υπηρεσίες άσκησης, δεν υφίσταται καμιά σύγκριση ..».

Στο πεδίο της μάχης, το ευγενέστερο πολεμικό αποτέλεσμα είναι το θάρρος, που συνιστά ουσιαστική δημιουργική δύναμη. Ταυτόχρονα είναι και παράγοντας που βοηθά να ξεπερασθούν δυσκολίες και δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ενστικτώδη αντίδραση κάποιου που κινδυνεύει, λαμβανομένου υπόψη ότι η σωφροσύνη πολλές φορές είναι αποτέλεσμα του φόβου. Στην πραγματικότητα, δεν νοείται Στρατηγός χωρίς αυτό το προσόν, διότι αποτελεί την ουσία, με την οποία θα πρέπει να διαποτίζει τις αποφάσεις του σε στρατηγικό επίπεδο.


Ο Αιφνιδιασμός και ο Δόλος


Η έννοια του αιφνιδιασμού, περικλείεται στη τοπική και χρονική υπεροχή έναντι του εχθρού, καθώς και στη σύγχυση ή τον πανικό που θα επιφέρουμε στις εχθρικές γραμμές, ώστε να πολλαπλασιάσουμε την επιτυχία μας. Αφορά κυρίως το τακτικό πεδίο της μάχης, χωρίς να είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί και σε στρατηγικό. Περιλαμβάνει γρήγορες ενέργειες και αποφάσεις, καθώς και σωστή εκτίμηση της τακτικής κατάστασης. Όταν επιτευχθεί, δεν αφήνει στον αντίπαλο κατάλληλο χρόνο να σκεφθεί τον κατάλληλο τρόπο αντίδρασης, διότι επιδρά στη κατάλυση των οργανικών δεσμών και στην ψυχολογία του μαχητή.

Ο αιφνιδιασμός μπορεί να βρει εφαρμογή στην αρχή του δόλου, η οποία προϋποθέτει την υποκριτική διάθεση έναντι του αντιπάλου. Χωρίς να αποτελεί κανόνα, αφορά κυρίως την τακτική, και έχει άμεση σχέση με την απάτη και την πανουργία. Όταν χρησιμοποιούμε τον δόλο, προσπαθούμε να αφήσουμε τον αντίπαλο να κάνει ένα λάθος, χωρίς να γνωρίζει ότι εμείς έχουμε άμεση γνώση για το θέμα και ότι θα το εκμεταλλευθούμε. Επειδή στο στρατηγικό επίπεδο είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί, ο αντίστοιχος Διοικητής θα πρέπει να προσβλέπει στην οξεία διεισδυτική ενόραση, έστω και αν αυτή δεν βλάπτει φαινομενικά τον εχθρό και όχι στη χρήση του δόλου. Για ένα τελείως ανίσχυρο, τόσο ο δόλος όσο και η πανουργία, αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για αποφασιστικό τακτικό πλήγμα έναντι του αντιπάλου.


Η ΣΥΜΠΛΟΚΗ (Βιβλίο IV)


Η Σύγχρονη Μάχη και ο Νυκτερινός Αγώνας


Η συμπλοκή είναι η κύρια πολεμική δραστηριότητα και συνίσταται στη φυσική και ηθική δραστηριότητα στρατευμάτων, για την εκπλήρωση αντικειμενικών σκοπών. Σήμερα λόγω της όμοιας εκπαίδευσης των στρατευμάτων, ο προσδιορισμός της σύγχρονης μάχης στηρίζεται στα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  1. Μαζική συγκέντρωση και χρησιμοποίηση δυνάμεων, σε ένα μόνο σημείο του μετώπου είναι από την αρχή απαγορευτική.

  2. Σε ένα θέατρο επιχειρήσεων υπάρχει ένα σύνολο συμπλοκών που μπορούν να καταταχθούν σε κατηγορίες, αλλά αποβλέπουν σε κοινό σκοπό.

  3. Σκοπός της συμπλοκής είναι η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων και πραγματοποιείται με την εκπλήρωση άλλων αντίστοιχων επί μέρους. Δύο είναι οι βασικές μορφές του αγώνα που οδηγούν στο σκοπό αυτό:

(α) Ο επιθετικός αγώνας για καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων, η κατάκτηση μιας εδαφικής περιοχής.

(β) Αμυντικός αγώνας για καταστροφή εχθρικών δυνάμεων, η διατήρηση μιας τοποθεσίας, η άμυνα με βάση κάποιον ιδιαίτερο αντικειμενικό σκοπό.

Υπάρχουν και άλλοι τρόποι διεξαγωγής του αγώνα, όπως αναγνωρίσεις, επιδείξεις, προσποιήσεις. Η φύση του αντικειμενικού σκοπού προσδιορίζει κάθε φορά τη μορφή του αγώνα, ή τη διάταξη στη μάχη, ενώ σοβαρό ρόλο στη διεξαγωγή, παίζουν το έδαφος, η αριθμητική δύναμη των αντιπάλων, τα μέσα, οι ελιγμοί και οι εφεδρείες. Η χρονική στιγμή για την χρήση των εφεδρειών και την επικράτηση έναντι του αντιπάλου, έχει σχέση με την εκπλήρωση δύο κατηγοριών αντικειμενικών σκοπών:

1. Εάν σκοπός είναι η κατοχή κινητού ΑΝΣΚ, η εδαφικού τμήματος μίας χώρας, τότε η απώλεια του σημαίνει ήττα.

2. Σε κάθε άλλη περίπτωση η καταστροφή των δυνάμεων μας, ή αντίστοιχα η επικράτηση του εχθρού σημαίνει ήττα.

Και στις δύο περιπτώσεις μεγάλη σημασία έχει ο τόπος και ο χρόνος που θα χρησιμοποιηθούν οι εφεδρείες, δηλαδή η ανεύρεση του «κρίσιμου σημείου της μάχης» καθώς και η αιφνιδιαστική προσβολή του εχθρού, η προσβολή του, στα πλευρά. Εάν όμως η μάχη έχει ήδη αρχίσει να κρίνεται υπέρ του αντιπάλου, θα πρέπει να αποφεύγεται η ενίσχυση των δικών μας δυνάμεων, ενώ θα πρέπει να αναζητούνται νέες κατάλληλες συνθήκες για αγώνα, υπό ευνοϊκότερους για μας όρους. Από την άλλη πλευρά η μάχη σήμερα αποτελεί προϊόν αποδοχής και των δύο αντιπάλων, ενώ δεν υπάρχει σχεδόν κανένα εμπόδιο για την πραγματοποίηση της από στρατό που έχει τα μέσα, τη θέληση και τη δύναμη να το πράξει. Αντίθετα εκείνος που είναι ικανός να αποφύγει τη μάχη, είναι σχεδόν αδύνατο να εξαναγκασθεί να τη δεχθεί. Στην περίπτωση αυτή, μόνο ιδιαίτερα επιτυχείς ελιγμοί θα επιφέρουν ευνοϊκό αποτέλεσμα.

Στην κύρια μάχη υπάρχει ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο, μπορούμε να επηρεάσουμε σαν Διοικητές τον αγώνα και ονομάζεται κρίσιμο σημείο της μάχης. Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι εφεδρείες ενώ συγχρόνως πάνω στο έδαφος, θα αναζητείται το «κλειδί» της τοποθεσίας άμυνας του εχθρού. Εκεί θα πρέπει να κατευθύνονται οι καλύτερες δυνάμεις μας, καθώς και η κύρια προσπάθεια ελιγμού, σε συνδυασμό με άλλες αντίστοιχες δευτερεύουσες. Οι τολμηροί και αποφασιστικοί ηγέτες, οι θαρραλέοι τολμηροί και προκλητικοί στρατηγοί αποβλέπουν στην οικονομία δυνάμεων, χωρίς αιματοχυσία. Η επιτυχία αναζητείται, πάντα στη κύρια μάχη, ή στο κρίσιμο σημείο της, το οποίο ασκεί επίδραση σε όλα τα υπόλοιπα. Παράλληλα λαμβάνουν υπόψη και τους εξής παράγοντες:

  1. Την τακτική μορφή του αγώνα.

  2. Τη φύση του εδάφους.

  3. Τη σχετική αναλογία δυνάμεων.

  4. Τη σχετική μαχητική ισχύ των αντιπάλων.

Η απόλυτη επιτυχία με τα τη μάχη προκύπτει με την εκμετάλλευση και την καταδίωξη του εχθρού. Η ενέργεια αυτή δεν είναι δυνατόν πάντοτε να σχεδιάζεται, αλλά θα πρέπει να προβλέπεται και να πραγματοποιείται μέχρι τη τελική εξάντληση των στρατευμάτων. Η συνεχής αυτή πίεση στον εχθρό, είναι άμεση, επιδρά αρνητικά στο ηθικό του, γίνεται με τη χρήση ταχυκίνητων τμημάτων και διακρίνεται σε:

  1. Απλή καταδίωξη.

  2. Ενεργό πίεση σε ευρύ μέτωπο και παράλληλη κίνηση προς την κατεύθυνση συμπτύξεως του εχθρού, για αποκοπή, η καταστροφή του.

Εφόσον εμείς βρεθούμε σε τέτοιες δυσμενείς συνθήκες, θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι το έδαφος δεν θα πρέπει να παραχωρείται χωρίς σκληρό αγώνα. Ισχυρές οπισθοφυλακές καλύπτουν τη σύμπτυξη του κύριου όγκου των στρατευμάτων σε συνδυασμό με το έδαφος, έως ότου αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων.

Στη συμπλοκή τέλος, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και ο νυκτερινός αγώνας που έχει σχέση περισσότερο με τη τακτική και τον αιφνιδιασμό, χωρίς να αποτελεί κανόνα. Απαιτεί πληροφορίες, μέτρα ασφαλείας, προσαρμόζεται καλύτερα προς τον αγώνα τακτικών συγκροτημάτων, ιδίως για προκαταρκτική ενέργεια της επόμενης ημέρας. Καταστάσεις που συντρέχουν για την ανάληψη νυκτερινής επίθεσης είναι:

  1. Τακτικό σφάλμα η έλλειψη θάρρους από τον εχθρό και αντίστοιχη δική μας ηθική υπεροχή.

  2. Περίπτωση εχθρικού πανικού, διασπάσεως εχθρικών γραμμών ή επιτυχίας του φίλιου αιφνιδιασμού.

  3. Σε περίπτωση μεγάλης υπεροχής μας σε μέσα, δυνάμεις, υλικά, και ηθικό.


ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ( Βιβλίο V)


Θέατρο Πολέμου – Στρατιά – Εκστρατεία


Λέγοντας θέατρο πολέμου εννοούμε γενικά ανεξάρτητη εδαφική ζώνη όπου εκτελούνται επιχειρήσεις υπό ενιαία θέση, για συγκεκριμένο σκοπό. Η ζώνη αυτή δεν είναι απλώς τμήμα ενός συνόλου, αλλά μικρότερο πλήρες αυτόνομο σύνολο.

Στρατιά είναι το σύνολο των στρατευμάτων, που μπορούν να δράσουν σε ένα θέατρο επιχειρήσεων με αντίστοιχη οργάνωση, χωρίς τούτο να αποτελεί κανόνα. Δηλαδή στο θέατρο επιχειρήσεων υπάρχει αμοιβαία σχέση με τη Στρατιά, δεν σημαίνει δηλαδή Σώματα Στρατού που δρουν αυτόνομα, με ιδιαίτερη αποστολή.

Εκστρατεία είναι ένα σύνολο πολεμικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα εντος ενός έτους, ή χρονικού διαστήματος, σε ένα η περισσότερα θέατρα πολέμου.


Αναλογία Δυνάμεων και Οπλων


Η γενική υπεροχή στο πεδίο της μάχης αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα σε μία σύρραξη, ενώ συντελεστές αύξησης των φυσικών δυνάμεων αποτελούν το θάρρος, το ηθικό, η οργάνωση, ο οπλισμός και η ευκινησία. Με δεδομένο ότι οι σύγχρονοι Στρατοί λίγο διαφέρουν στην εκπαίδευση, ή την οργάνωση στη μάχη, θα πρέπει να βασιστούμε ιδιαίτερα στους επιτυχείς ελιγμούς και τον ηθικό παράγοντα. Στη περίπτωση που αναγκαστούμε σε αγώνα με δυσμενείς συνθήκες, η προσπάθειά μας θα πρέπει να στραφεί σε ένα μοναδικό απελπισμένο και τελευταίο σκληρό πλήγμα κατά του αντιπάλου, βασισμένο σε ηθική υπεροχή και γενναιότητα των φιλίων στρατευμάτων. «..Εάν τούτο δεν επιτύχει, θα αντλήσει τουλάχιστον το δικαίωμα, από τον ένδοξο θάνατο να αναγεννηθεί και πάλι στο μέλλον».

Στον αγώνα κυρίως συμμετέχουν τρία κύρια όπλα. Το Πεζικό, το Ιππικό και το Πυροβολικό χωρίς να παραγνωρίζονται τα υπόλοιπα. Προεξάρχουσα θέση βεβαίως έχει το Πεζικό, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να καθοριστεί η αναλογία των τριών αυτών όπλων, γιατί στηρίζεται σε πολλούς παράγοντες, ιδιαίτερα τους τακτικούς. Η τακτική κατάσταση και οι δυνατότητες του εχθρού, θα καθορίσουν την αναλογία Πεζικού Ιππικού και Πυροβολικού, ενώ οι επιτυχείς ελιγμοί και η χρήση του εδάφους μπορούν να εξουδετερώσουν την ποσοτική έλλειψη του ενός εκ των τριών.


Διάταξη Μάχης της Στρατιάς


Διάταξη μάχης, είναι η κατανομή και ο συνδυασμός εκείνος των διαφόρων όπλων του συνόλου μιας Στρατιάς, για την διεξαγωγή μιας επιχείρησης και προσδιορίζει τον γενικό τρόπο, ή τη μορφή με την οποία μπορούν τα διάφορα στρατεύματα, να εμπλακούν στην μάχη. Η εξελικτική πορεία των διαφόρων διατάξεων της Στρατιάς χρονικά, έδωσε το συμπέρασμα ότι στα τμήματα της, πρέπει να υπάρχουν αναλογικά όλα τα όπλα, ώστε να αποκτήσει ελευθερία ενεργείας, ευκινησία και δυνατότητα εκτέλεσης της αποστολής της, αυτοδύναμα. Για το τελικό τρόπο κατάτμησης των δυνάμεων μας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ένας Αρχιστράτηγος αδυνατεί να διοικήσει μια πληθώρα στρατευμάτων, χωρίς ενδιάμεσα κλιμάκια Διοικήσεως. Η καλύτερη περίπτωση είναι η ύπαρξη λιγότερων κλιμακίων Διοικήσεως, για αποφυγή παρερμηνειών στη διαβίβαση διαταγών. Πρόκειται όμως περί αναγκαίου κακού, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Ειδικότερα τώρα εντός των διαφόρων τμημάτων και Σω­μάτων Στρατού, απαιτείται επιμέρους κατάτμηση σε τμήματα εμπροσθοφυλακής, οπισθοφυλακής, κυρίως σώματος και εφεδρείας.


Εμπροσθοφυλακές Πλαγιοφυλακές


Η χρησιμοποίηση εμπροσθοφυλακών πλαγιοφυλακών και καλυπτικών τμημάτων, προσδίδει στον όγκο των στρατευμάτων της Στρατιάς τον αναγκαίο χρόνο και χώρο, για τη λήψη της περαιτέρω διατάξεως της, ή ακόμα δίδει χρόνο για συγκέντρωση πληροφοριών περί εχθρού.

Τα προκεχωρημένα τμήματα έχουν σαν αποστολή την επιτήρηση του εχθρού, την παροχή αναγκαίου χρόνου και χώρου στο κύριο σώμα, την επιβράδυνση του εχθρού ή τον εξαναγκασμό του, σε πρόωρη ανάπτυξη. Λόγω της αποστάσεως που έχουν από το κύριο σώμα, της συνθέσεως, αλλά και της δυνατότητας αμοιβαίας υποστήριξης τους, δεν υπάρχει συνήθως κίνδυνος υποστήριξης. Η διάρκεια αντίστασης καλυπτικών τμημάτων κατά την σύμπτυξη, εξαρτάται από τη δύναμη, τη θέση τους, το έδαφος, το μήκος της γραμμής συμπτύξεως και την υποστήριξη της Στρατιάς που ανήκουν. Σημασία στο τρόπο ενεργείας τους έχει να μην υποστούν υπέρμετρες απώλειες ή κατάστροφές, λόγω σοβαρής εμπλοκής τους με ισχυρότερο εχθρό.


Η Διατροφή Στρατευμάτων στον Πόλεμο


Υπάρχουν διάφοροι μέθοδοι για την τροφοδοσία των στρατευμάτων σε εκστρατεία. Η χρήση αποθεμάτων τροφίμων από αγορές ή επιτάξεις, η εξεύρεση και συμπλήρωση βασικών φόρτων από επιτόπιους πόρους, αποτελούν μεθόδους ανεφοδιασμού στρατευμάτων σε εκστρατεία. Η υλοποίηση τέτοιων μεθόδων εξαρτάται από το έδαφος της χώρας στο οποίο θα βρεθεί μια Μονάδα, τις συγκοινωνίες, την ύπαρξη ή όχι κατοικημένων τόπων, με αντίστοιχα αποθέματα στις γραμμές συγκοινωνιών και τη δύναμη της Μονάδας, ή των Μονάδων που θα δράσουν στην περιοχή. Σε μια μεγάλη εκστρατεία μακριά από βάσεις ανεφοδιασμού, από όπου εκκινεί η όλη επιχείρηση, η οργάνωση ενός τέλειου συστήματος τροφοδοσίας στρατευμάτων, είναι απαραίτητη και μπορεί να οργανωθεί με:

  1. Επιτάξεις, εισφορές, η απαίτηση δια της βίας εφοδίων και υλικών.

  2. Συνεργασία με τις τοπικές αρχές υπό προϋποθέσεις

  3. Αγορά «τοις μετρητοίς».

  4. Εφοδιασμό από αποθήκες που θα δημιουργηθούν, ή υπάρχουν στη χώρα.

Το πρόβλημα σε τέτοιες επιχειρήσεις ασφαλώς έγκειται στην επιμήκυνση των γραμμών συγκοινωνιών, στη δυνατότητα συνεργασίας των κατοίκων, στην ύπαρξη ή όχι πόρων, καθώς και στη δυνατότητα της περιοχής χρονικά, να παρέχει τα αναγκαία εφόδια.


Η Βάση Επιχειρήσεων


Είναι περιοχή συνήθως επί εθνικού εδάφους, όπου υπάρχουν εφόδια και αποθήκες. Από εκεί μπορούν να τροφοδοτούνται οι δυνάμεις μας, ενώ είναι δυνατό να εκλεγεί και επί εχθρικού εδάφους. Στη βάση επιχειρήσεων υπάρχουν συνήθως τρία στοιχεία, δηλαδή το έδαφος της χώρας που βρίσκεται αμέσως πίσω, οι περιοχές των αποθηκών και ο χώρος απ’ όπου έρχονται τα εφόδια. Στην περιοχή αυτή, θα πρέπει να υπάρχουν τα απαραίτητα εφόδια, υλικά, ανθρώπινο δυναμικό ενισχύσεων αναπληρώσεων και πυρομαχικά, ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ασφαλείας, για αιφνιδιαστικές εχθρικές επιθέσεις. Οι οδοί από και προς τη βάση επιχειρήσεων, αποτελούν τις αναγκαίες αρτηρίες για τη συντήρηση των στρατευμάτων και δεν θα πρέπει ποτέ να διακόπτονται, διότι επιδρούν σοβαρότατα στην εκτέλεση της αποστολής.


Το Έδαφος


Το έδαφος ενδιαφέρει κυρίως την τακτική, διότι αντιτάσσει εμπόδια στην κίνηση και παρεμποδίζει την παρατήρηση ή την αποτελεσματικότητα των πυρών. Επειδή σπάνια υπάρχει έδαφος ακάλυπτο και χωρίς εμπόδια, τα στρατεύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργούν σε εδάφη με κωλύματα και καλλιέργειες ή αντίστοιχα χωρίς κατάλληλη φυσική διαμόρφωση. Το είδος του εδάφους (πεδινό η ορεινό) και τα χαρακτηριστικά του, επιδρούν στον ελιγμό, την διάταξη και τις κινήσεις των στρατευμάτων. Σε διακεκομμένο έδαφος πρέπει να αφήνουμε μεγαλύτερη ελευθερία Διοικήσεως (δράση άτακτων), ενώ τελείως αντίθετα ενεργούμε σε πεδινό χώρο. Πάντοτε όμως, λαμβάνουμε υπόψη τα προβλήματα που μπορούν να δημιουργηθούν και τα οποία συνοπτικά είναι τα εξής:

  1. Μείωση αποτελεσμάτων δυνατοτήτων Π Β σε δασωμένη περιοχή (μείωση παρατηρήσεως).

  2. Πολυάριθμα φυσικά εμπόδια και καλυμμένα σημεία, μας εκθέτουν σε τυχόν αιφνιδιαστικές εχθρικές επιθέσεις.

  3. Τα ακάλυπτα αντερείσματα ορεινών περιοχών, επαυξάνουν τα αποτελέσματα των πυρών.

  4. Πολυάριθμο ιππικό, είναι τελείως άχρηστο σε διακεκομμένο η δασώδες έδαφος, ενώ το πεζικό επαυξάνει την υπεροχή του σε δύσβατο έδαφος. Κατά την εκλογή των διαφόρων εδαφών που θα χρησιμοποιηθούν για την εκτέλεση της αποστολής, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, την ανεύρεση τοποθεσίας που δεσπόζει δηλαδή το «κλειδί» της τοποθεσίας.

Τα πλεονεκτήματα γενικά μιας τέτοιας περιοχής είναι:

  • Τακτικά πλεονεκτήματα του εδάφους.

  • Καλύτερη προστασία η ύπαρξη προσβάσεων ιδιαίτερης σημασίας

  • Ευρύτερη γραμμή παρατηρήσεως και δυνατότητα εκτέλεσης αποτελεσματικών πυρών.

Τα πλεονεκτήματα αυτά επαυξάνονται εφόσον υπάρχουν, ή μπορούν να συνδυασθούν με φυσικά εμπόδια (ποταμοί, λίμνες κτλ), αλλά τελικά, μόνο ο αγώνας θα δώσει την τελική σημασία και αξία σ»αυτή την τοποθεσία, για καταστροφή του εχθρού.


Η ΑΜΥΝΑ ( Βιβλίο VI)


Ο όρος άμυνα υποδηλώνει, την φίλια αντίδραση στην εχθρική κρούση, με ειδικότερα χαρακτηριστικά την αναμονή του εχθρού και την αντίσταση. Αναλύοντας την έννοια αυτή, δεν θα πρέπει να εννοούμε ότι αφήνουμε την πρωτοβουλία στον εχθρό, αλλά ότι αναμένουμε τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών, για να περάσουμε στην αντεπίθεση. Η άμυνα επομένως δεν είναι απλή ασπίδα, αλλά όπλο εξίσου κατάλληλο, τόσο για αντεπίθεση, όσο και για αντίσταση.

Σκοπός της άμυνας είναι η προστασία, ενώ της επίθεσης η κατάκτηση. Μερικά από τα πλεονεκτήματα της, είναι η ευκολία της διατήρησης εδάφους, η εκμετάλλευση τυχόν σφαλμάτων του επιτιθέμενου, και η μικρότερη δαπάνη προσπαθειών και μέσων. «..Συνεπώς θεωρητικά η άμυνα είναι ισχυρότερη μορφή αγώνα από την επίθεση. Εάν η επίθεση ήταν ισχυρότερη μορφή θα ήταν ανόητο να χρησιμοποιείται η άμυνα. Πρακτικά όμως αυτό είναι αδύνατο, για ένα όχι αρκούντως ισχυρό Στρατό, ο οποίος θα πρέπει να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της ισχυρότερης μορφής του αγώνα, εφόσον θέτει ουσιαστικά μικρότερο σκοπό».


Μέσα Επίθεσης · Άμυνας


Οι αμοιβαίες σχέσεις επίθεσης και άμυνας στη Στρατηγική, προϋποθέτουν συνθήκες για την εξασφάλιση επιτυχούς αποτελέσματος, στο σύνολο. Η Στρατηγική επιτυχία, συνίσταται κατ’ αρχήν στην προπαρασκευή της νίκης στο τακτικό πεδίο της μάχης, ενώ η εκμετάλλευση της γίνεται με εκπλήρωση του αντικειμενικού σκοπού και γνώμονα τις εξής αρχές:

1. Χρήση Πλεονεκτημάτων Εδάφους: Ο αμυνόμενος προστατεύεται από το έδαφος, ενώ ο επιτιθέμενος το χρησιμοποιεί για προσέγγιση και αιφνιδιασμό.

2. Αιφνιδιασμός: Είναι το αποτελεσματικότερο μέσο Στρατηγικής εφόσον μπορέσουμε χρονικά, να παρατάξουμε συνολικά περισσότερες δυνάμεις στο συγκεκριμένο σημείο, μεταβάλλοντας την αντίστοιχη ισορροπία υπέρ ημών, ιδίως κατά την επίθεση.

3. Επίθεση σε συνδυασμό με πολλές πλευρικές ενέργειες. Στη Στρατηγική δεν πρόκειται ο εχθρός να τεθεί μεταξύ δύο πυρών όπως στο τακτικό πεδίο, έτσι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι η υπερκέραση και αποκοπή των γραμμών επικοινωνιών του, με την χρήση ελιγμών.

4. Βοήθεια από τους Κατοίκους της Περιοχής: Η κινητοποίηση φίλιων πληθυσμών, η εθνική εξέγερση φιλικών πληθυσμών, αποτελεί σημείο ιδιαίτερης σημασίας, διότι έτσι αποφεύγονται τριβές.

5. Χρήση φυσικά οχυρών θέσεων, ιδιαίτερα όταν θέλουμε να προστατεύσουμε τις γραμμές συγκοινωνιών.

6. Χρήση Φυσικών και Ηθικών Δυνάμεων

Οι δυνάμεις αυτές επηρεάζουν ιδιαίτερα τον αμυνόμενο επί εθνικού εδάφους, ενώ εξασθενίζουν στο εχθρικό. Είναι όμως σίγουρο ότι το ίδιο μειονέκτημα ή αντίστοιχα πλεονέκτημα, έχει και ο επιτιθέμενος, διότι συνήθως μεγάλες ηθικές δυνάμεις διογκώνουν το συναίσθημα της βίας και στους δύο αντιπάλους. Ταυτόχρονα το συναίσθημα του θάρρους που υπάρχει συνήθως στον επιτιθέμενο, συγχέεται ταχύτατα με το συναίσθημα της νίκης ή ήττας αντίστοιχα.


Ο Χαρακτήρας της Στρατηγικής Άμυνας


Εφόσον αποκρουσθεί η εχθρική επίθεση και αποκτηθεί πλεονέκτημα έναντι του εχθρού, θα πρέπει να σχεδιασθεί η ανταπόδοση του πλήγματος. Ο αμυνόμενος που δεν έχει προσανατολίσει από την αρχή τις δυνάμεις του κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι σίγουρο ότι δεν κατανόησε την υπεροχή της αμυντικής στάσης. Από την άλλη πλευρά, οφείλει να προπαρασκευάζεται για να αντιμετωπίσει τον επιτιθέμενο, ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μυστικότητα για να προλάβει τον αμυνόμενο χωρίς προπαρασκευή. Η ταχύτητα εμφάνισης στο πεδίο της μάχης, το στοιχείο το ετοιμότητας των δύο αντι­πάλων και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, ιδιαίτερα του επιτιθέμενου, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, για την επιβολή της άμυνας ή όχι. Η πρωτοβουλία βέβαια ανήκει στον επιτιθέμενο, γΓ αυτό ο αμυνόμενος θα πρέπει να οπλιστεί με ψυχραιμία και θάρρος, και παράλληλα να έχει πραγματοποιήσει την αναγκαία προετοιμασία λαού και Στρατού, για να περιορισθούν τα πλεονεκτήματα της επιθετικής μορφής του αγώνα.


Επίδραση Μεταξύ Άμυνας και Επίθεσης


Ο αμυνόμενος γενικά, θέτει τους πρώτους όρους για τη μάχη λόγω της φύσεως του αγώνα, αν και ο επιτιθέμενος διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Τούτο θα πρέπει να ληφθεί σαν γενικό συμπέρασμα και όχι ειδικότερα σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

Στην ουσία δηλαδή ο επιτιθέμενος, μέχρι την ανεύρεση του τρόπου ενέργειας, ή της τοποθεσίας άμυνας του αμυνόμενου, είναι υποχρεωμένος απλώς να μετακινεί τις δυνάμεις και τα μέσα του, προς το πεδίο της μάχης. Ο αμυνόμενος συνεπώς, πρέπει να καθορίσει τρόπο ενεργείας σε συνδυασμό με την χώρα που θα προστατεύσει, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες του επιτιθέμενου. Η αναμονή του αμυνομένου αποτελεί σχετική κατάσταση, πριν την έναρξη των επιχειρήσεων, μεταπίπτοντας σε δράση μετά την επίθεση, όπως στην πραγματικότητα είναι ο πόλεμος. Η αναμονή αποτελεί μέρος της αμυντικής ενέργειας, η δε αντεπίθεση αποτελεί μέρος της αντίδρασης του αμυνόμενου και δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την άμυνα. Η ενέργεια αυτή λαμβάνει τόση έκταση, όση απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών της άμυνας, ενώ οι μέθοδοι της άμυνας για την εκπλήρωση της αποστολής, είναι:

  1. Προσβολή του εχθρού, αμέσως μόλις εισβάλει στο φίλιο έδαφος.

  2. Παράταξη επί των συνόρων, αναμονή του εχθρού και επίθεση μόλις εμφανισθεί.

  3. Παράταξη σε μία τοποθεσία και αναμονή για εκδήλωση της εχθρικής επίθεσης.

  4. Σύμπτυξη βραδύτατα στο εσωτερικό, με παράλληλη οργάνωση εδαφικών ερεισμάτων, για απασχόληση δυνάμεων του εχθρού και καταπόνηση ή κατατριβή του, κατά το μήκος των γραμμών συγκοινωνιών.

Όποια από τις παραπάνω μεθόδους και να ακολουθήσουμε, είναι σίγουρο ότι ο εχθρός υπόκειται σε φθορά, ή προοδευτική αύξηση απωλειών, ενώ αντίθετα οι φίλιες απώλειες εξισορροπούνται, με την άντληση των πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται η μέθοδος της αντίστασης. Σε περίπτωση παρατεταμένης σύμπτυξης του αμυνομένου, θα πρέπει να βρεθεί ή να καθοριστεί επακριβώς ο χρόνος αντίδρασης, όταν βέβαια αποκτηθούν ευνοϊκές συνθήκες, σε συνδυασμό με κατάλληλους ελιγμούς.


Η Αμυντική Μάχη


Η διεξαγωγή της άμυνας, έχει σαν βασικό στοιχείο την αναμονή για απόκτηση πλεονεκτημάτων από την αντεπίθεση. Ο αμυντικός ελιγμός όμως, θα στηριχθεί ευρύτερα στη προετοιμασία των στρατευμάτων, τη προπαρασκευή των εδαφών, την κατασκευή ισχυρών θέσεων, τη διάνοιξη ή διευθέτηση δρομολογίων, την τάξη του Πυροβολικού, την οχύρωση κατοικημένων τόπων, την παραλλαγή και κάλυψη εφεδρειών, ή γενικά στρατευμάτων, καθώς και τη χρήση κωλυμάτων (εμποδίων-τάφρων). Στοιχεία σοβαρά επίσης στην άμυνα, είναι η διάταξη σε βάθος από τη Μεραρχία μέχρι το Τάγμα, ενώ σε καμία περίπτωση ο αμυνόμενος, δεν θα πρέπει να θεωρήσει τα πλευρά του αδιάσπαστα. Ο περιορισμός του αμυνομένου από τη δυνατότητα σύμπτυξης, λόγω εμπλοκής μεγάλων δυνάμεων στη μάχη, προϋποθέτει και την ανάληψη κάποιου βαθμού κινδύνου. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να μας εκτρέπει από το κύριο έργο, δηλαδή την αντεπίθεση με ταυτόχρονη προσπάθεια υπερκέρασης του εχθρού, διότι έτσι θα κατατμηθούν ή θα καταστραφούν μεγάλες εχθρικές δυνάμεις.

Η στρατιωτική ιστορία βεβαίως, δεν έχει να επιδείξει νίκες προερχόμενες από την άμυνα. Αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη ότι ο αμυνόμενος, δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί τη νίκη και έτσι περιορίζεται στην απομάκρυνση του κινδύνου για να σωθεί η τιμή των όπλων. «… Ετσι έγινε αξίωμα οι αμυντικές μάχες να περιορίζονται στη πράξη στην απομάκρυνση του εχθρού και να μη αποβλέπουν στη καταστροφή του…».


Η ΕΠΙΘΕΣΗ (Βιβλίο VII)


Η άμυνα από τη φύση της έχει ασθενή και ισχυρά σημεία τα οποία μπορεί να αντιμετωπιστούν, αλλά με βαρύ αντίτιμο. Στη πραγματικότητα κάθε αμυντικό μέτρο προκαλεί ανάλογη αντίδραση του επιτιθέμενου, ενώ ουσιαστικά και οι δύο μορφές αγώνα, έχουν πολλά κοινά σημεία. Η ολοκληρωμένη μορφή της άμυνας που περιλαμβάνει και την αντεπίθεση, έχει κοινά σημεία με την επίθεση, ενώ είναι γνωστό, ότι κατά την εκδήλωση μίας επιθετικής ενέργειας, υπάρχουν παράγοντες σχετικοί με την άμυνα, που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως:

  1. Η ανάπαυση των στρατευμάτων.

  2. Η κάλυψη του χώρου που αφήνουμε πίσω.

  3. Η τυχόν εναλλαγή των επιθετικών και αμυντικών επιχειρήσεων από πλευράς

  4. Τυχόν χρήση από τον αμυνόμενο μεθόδου φθοράς με επιβράδυνση.

Ο αμυνόμενος πρέπει να εκμεταλλευθεί τυχόν ενέργειες αμυντικού χαρακτήρα του επιτιθέμενου, με ανάλογη δράση, ενώ θα πρέπει να λάβει υπόψη του, ότι σκοπός του επιτιθέμενου είναι η κατάκτηση μέρους ή του συνόλου μίας περιοχής. Συνεπώς η επίθεση θα πρέπει να ακολουθείται από μια άμυνα, για διατήρηση των κεκτημένων.

Το τελικό αποτέλεσμα όμως, θα προκύψει από τη συγκριτική σχέση της φίλιας μαχητικής ισχύος, προς την αντίστοιχη εχθρική. Κατά τη διεξαγωγή του επιθετικού αγώνα η ορμή του επιτιθέμενου φθίνει και θα πρέπει για τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων της, να εκμεταλλεύεται κάθε σφάλμα του αμυνομένου. Ταυτόχρονα για την διατήρηση του εδάφους που θα καταλάβουμε, πρέπει να προβλεφθούν αντίστοιχες δυνάμεις κατοχής, μέχρι την υπογραφή της ειρήνης που σπάνια υπάρχουν. Έτσι η επίθεση μετατρέπεται σε αμυντική στάση. Αυτό είναι και το πλέον σημαντικό σημείο, που ονομάζεται «κρίσιμο σημείο» της επίθεσης. Για να υπερκαλύψουμε αυτό τον αρνητικό παράγοντα, αλλά και για την εκπλήρωση του αντικειμενικού μας σκοπού θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι υπάρ­χουν οι εξής δυνατότητες:

  1. Καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων, σε όση έκταση απαιτείται, για εκπλήρωση του αντικειμενικού μας σκοπού.

  2. Καταστροφή μέρους της εχθρικής δύναμης, ή να θέσουμε αντικειμενικό μας σκοπό, τη διαφύλαξη των δικών μας δυνάμεων.

  3. Διασφάλιση των δικών μας δυνάμεων, με παράλληλη προσπάθεια δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών, για καταστροφή του εχθρού αμέσως ή εμμέσως.


ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ


Λαμβάνοντας υπόψη ότι το κύριος σκοπός του πολέμου είναι η ήττα του εχθρού και ότι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία καλά σχεδιασμένη ενέργεια, θα πρέπει να κατανοήσουμε εύκολα τη σημασία του πολεμικού σχεδίου. Ταυτόχρονα η πολεμική δράση, θα πρέπει να πραγματοποιείται με βάση την αρχή της λιτότητας ή της απλότητας. Στην πράξη, η θεωρία αλλά και η πνευματική εργασία δεν μπορούν να δώσουν περιχαρακωμένες λύσεις, ή αξιώματα για τη λύση του θέματος. Ολα προκύπτουν μετά από θετική σκέψη για να καταλήξουμε σε λογικά συμπεράσματα.


Μέγεθος των Προσπαθειών στο Πόλεμο


Είναι γνωστό ότι οι καταβαλλόμενες προσπάθειες στο πόλεμο φθάνουν στο ανώτερο σημείο όταν επιχειρείται να καταβληθεί ο αντίπαλος και να επιτευχθεί ο σκοπός που τέθηκε, παράλληλα η στρατιωτική δύναμη που θα χρησιμοποιηθεί, είναι ανάλογη πάντοτε με τις αντίστοιχες πολιτικές επιδιώξεις και στηρίζεται στις πληροφορίες για τον εχθρό, όχι κατά ανάγκη μόνο για τις στρατιωτικές. Ιδιαίτερη χρησιμότητα έχουν πληροφορίες για την εχθρική κυβέρνηση, το χαρακτήρα του λαού η τις ικανότητές του, τις σχέσεις του αντιπάλου με άλλα κράτη, καθώς και τον αντίκτυπο που θα έχει γενικά ο πόλεμος. Η πολεμική σύρραξη αποτελεί τεράστιο και άλυτο πολλές φορές πρόβλημα, που δεν διασαφηνίζεται με μία απλή αλγεβρική μελέτη, διότι κατά τη διεξαγωγή της, ο κίνδυνος μειώνει τη δραστηριότητα του ανθρώπινου πνεύματος, στο συνήθη άνθρωπο.

Η εξέλιξη της ιστορίας των διαφόρων στρατών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ήταν ραγδαία. Στην αρχή οι πόλεμοι απέκλειαν τις μάζες και τον όχλο με εξαίρεση την Ρώμη και τον Μέγα Αλέξανδρο ο οποίος επικεφαλής ενός άριστα οργανωμένου στρατού κατέκτησε αρκετά ασιατικά κράτη. Στη συνέχεια εμφανίζονται τα φεουδαρχικά κράτη του μεσαίωνα με ιδιωτικούς κυβερνητικούς στρατούς, ή και μισθοφορικούς για την εποχή του Λουδοβίκου του ΙΔ’. Στην εποχή του η κυβέρνηση απομακρυνόταν από το λαό, θεωρούσε τον εαυτό της σαν κράτος, ενώ ο πόλεμος ήταν ευθύνη της κυβέρνησης εμπεριέχοντας πολλές φορές και διπλωματικές μεθόδους για την αποτροπή του. Ο ερχομός της γαλλικής επανάστασης έδωσε άλλη τροπή στα πράγματα, εισάγοντας και πάλι τη συμμετοχή ολόκληρου του έθνους αιφνιδιάζοντας όλα τα κράτη της εποχής. Ετσι σιγά σιγά, άρχισε η συμμετοχή ολόκληρης της κρατικής μηχανής και των υπολοίπων Ευρωπαϊκών κρατών για να μπορέσει να αντιμετωπισθεί ο Ναπολέων. Κατ’ ακολουθία σήμερα ο πόλεμος έχει τη βάση του στις εθνικές μάζες και χρησιμοποιείται ανάλογα με τα συμπεράσματα, που έχουν ήδη εξαχθεί.


Σκοπός του Πολέμου είναι η Καταστροφή του Εχθρού


Η ιστορία στο παρελθόν έχει αποδείξει, ότι η κατάκτηση εδάφους μίας ξένης χώρας χωρίς ταυτόχρονη καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων, δεν προϋποθέτει και την αναγκαία μείωση των εχθρικών δυνατοτήτων, για συνέχιση του πολέμου. Άλλες φορές μπορεί όμως να συμβεί το τελείως αντίθετο, ή μία μέση κατάσταση, ή και τα δυο. Στην ουσία καταδεικνύεται ένα κέντρο βάρους ισχύος, δυνάμεων, μέσων και δυνατοτήτων γενικά του εχθρού, το οποίο εφόσον υπερπηδηθεί θα υπάρξουν ευνοϊκές εξελίξεις για τους φίλιους. Αυτό το κέντρο βάρους μπορεί να αλλάζει από χώρα σε χώρα, από λαό σε λαό ή για την ίδια χώρα με διαφορετικό στρατό και ηγέτες «..Σε κράτη που σπαράσσονται από εσωτερικές έριδες το κέντρο βάρους βρίσκεται στην πρωτεύουσα σε μικρά κράτη εξαρτώμενα από ισχυρότερα στο στρατό που τα υποστηρίζει και τους συμμάχους, ενώ σε ένοπλο λαό, στο πρόσωπο του ηγέτη και την κοινή γνώμη .. Έτσι τα πλήγματα θα πρέπει να κατευθύνονται στο να χάσει την ισορροπία του ο αντίπαλος και να μη δοθεί χρόνος να την αποκτήσει πάλι, δηλαδή τα πλήγματα θα πρέπει να είναι συνολικά και όχι μερικά …» Ταυτόχρονα θα πρέπει να αναζητείται ο πυρήνας της εχθρικής δύναμης, η να τοποθετούνται οι παρακάτω στόχοι που επιφέρουν ουσιώδες αποτέλεσμα:

  1. Καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων.

  2. Αποτελεσματικό πλήγμα εναντίον του κυριοτέρου συμμάχου του εχθρού και κατάληψη της εχθρικής πρωτεύουσας.

Σε κάθε περίπτωση οι δικές μας δυνάμεις, θα πρέπει να είναι ικανές να επιτύχουν αποφασιστική νίκη και να υποστούν τις ανάλογες απώλειες για την επιτυχία, ή τουλάχιστον οι ενέργειές τους, να μη προκαλέσουν νέους εχθρούς, μέχρι να ισχυροποιηθούν οι φίλιοι. Η καταστροφή του κέντρου βάρους του εχθρού για να επιτευχθεί απαιτεί συγκεκριμένο χρονικά έργο. Εάν όμως διατεθεί περισσότερος χρόνος για την επιθετική ενέργεια, θα αποβεί σε βάρος μας και υπέρ του αμυνομένου. Σ’ αυτή τη περίπτωση, ο αντικειμενικός σκοπός, θα πρέπει να μεταβληθεί ως εξής:

  1. Κατάληψη εχθρικών οχυρών θέσεων.

  2. Συγκέντρωση απαραίτητων εφοδίων.

  3. Οργάνωση σημείων ιδιαίτερης σημασίας (αποθήκες πυρομαχικών, γέφυρες, τοποθεσίες).

  4. Ανάπαυση στρατευμάτων και αναμονή ενισχύσεων.

Ο εχθρός είναι σίγουρο ότι θα αντιδράσει με ανάλογο τρόπο, γι’ αυτό με τη φύση του επιθετικού πολέμου δεν θα πρέπει να συνδυάζεται καμία ανάπαυλα η διακοπή του αγώνα, διότι ο χρό­νος δεν λειτουργεί επ ωφελεία του επιτιθεμένου. Γι αυτό στη περίπτωση που δεν είμαστε ικανοί να καταβάλλουμε πλήρως τον αντίπαλο, θα πρέπει να θέσουμε τους παρακάτω δύο αντικειμενικούς σκοπούς:

  1. Κατάληψη μέρους του εχθρικού εδάφους.

  2. Άμυνα στο φίλιο έδαφος και αναμονή ευνοϊκότερων συνθηκών.

Η εκμετάλλευση κάποιας ευνοϊκής κατάστασης παρούσας στιγμής, είναι αυτονόητη, ιδίως όταν το μέλλον προβλέπεται ευνοϊκό. Ακόμη και ένα μικρό κράτος όταν απειλείται ή δεν μπορεί να αποφύγει τον πόλεμο, οφείλει να επιτεθεί για εξασφάλιση πλεονεκτημάτων χρήσιμων στο μέλλον, πρίν η κατάσταση και ο χρόνος δημιουργήσουν ευνοϊκότερες συνθήκες για τον αντίπαλο. Σε περίπτωση που και αυτό δεν είναι δυνατό να συμβεί, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η άμυνα.


Η Επίδραση Πολιτικών Επιδιώξεων στο Σκοπό του Πολέμου


Είναι συνηθισμένο σήμερα μεταξύ των κρατών, σε στρατιωτικό επίπεδο, να δημιουργούνται συμμαχίες. Σε αυτές συνήθως οι σύμμαχοι προσφέρουν δυνάμεις και μέσα, χωρίς κατ’ ανάγκη να συμμετέχουν στις έριδες άλλων κρατών. Τό αντίθετο συμβαίνει, όταν υπάρχει αμοιβαίο συμφέρον από ένα πόλεμο. Οι σύμμαχοι συνεισφέρουν σχεδόν ισοδύναμα αλλά τόσο όσο θα ήταν και το αναμενόμενο όφελός τους, πάντοτε βέβαια με την αναγκαία διπλωματική υποστήριξη. Όταν δεν υφίστανται οι αναγκαίες συμμαχίες ο πολιτικός λόγος ασκεί μεγάλη επίδραση, ενώ είναι γνωστό ότι ο πόλεμος προκαλείται μόνο με τις πολιτικές σχέσεις κρατών, κυβερνήσεων η λαών. Στο πόλεμο δεν διακόπτονται οι σχέσεις αλλά αντίθετα «..ο πόλεμος είναι μία συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Μετά την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων αποτελεί ουσιαστικά μία άλλη διαμόρφωση των σκέψεων, με ιδιαίτερη γλώσσα και λογική χωρίς να διαχωρίζεται ποτέ από την πολιτική. Η δύναμη του εχθρού, οι σύμμαχοι και ο χαρακτήρας των κυβερνήσεων, συνδέονται με τη διεξαγωγή του πολέμου και είναι δύσκολος ο διαχωρισμός τους. Ταυτόχρονα δεν επιτρέπεται να υπάρχουν διαφορετικές θέσεις σκέψης για δράση, δηλαδή μια πολιτική και μία στρατιωτική. Απαντώντας στο ερώτημα ποιά από τις δύο αρχές θα πρέπει να προεξάρχει στη πολεμική σύγκρουση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο πόλεμος είναι όργανο της πολιτικής «..Η υπαγωγή της πολιτικής άποψης στη στρατιωτική, θα ήταν παράλογη διότι η πολιτική γέννησε τον πόλεμο. Η πολιτική είναι ο ιθύνων νους, ενώ ο πόλεμος το όργανό της και όχι το αντίστροφο. Ετσι η υπαγωγή της στρατιωτικής άποψης στην πολιτική είναι η μόνη δυνατή λύση..». Για τη σχεδίαση των πολεμικών σχεδίων μπορούν να ακολουθηθούν δύο μέθοδοι:

  1. Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί να παράσχουν συμβουλές στη κυβέρνηση, για εκπόνηση ενός καθαρώς στρατιωτικού σχεδίου πολέμου.

  2. Να εκχωρηθούν όλα τα μέσα μίας χώρας στον αρχιστράτηγο, για εκπόνηση καθαρώς στρατιωτικού σχεδίου.

Η πείρα όμως και η σύγχρονη πολεμική τέχνη, καθορίζει ότι οι κύριες κατευθύνσεις πρέπει να δίνονται από την κυβέρνηση και ότι τα κύρια σχέδια που είναι αναγκαία για τον πόλεμο, θα πρέπει να συσχετίζονται με την πολιτική. Εάν είναι ορθή η πολιτική, θα επηρεάσει ευμενώς τον πόλεμο, αλλιώς ο σκοπός του πολέμου θα αποτύχει. Ταυτόχρονα η πολιτική θα πρέπει να απαιτεί συγ­κεκριμένους στόχους, προσαρμοσμένους στη φύση των διατιθέμενων μέσων των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας και όχι σε παράλογες απαιτήσεις. Για να γίνει αυτό, δεν απαιτείται γνώση των θεμάτων του πολέμου από τον ηγεμόνα, αλλά η οποιαδήποτε σχετική απόφαση του, να προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, που θα πρέπει να είναι «…ευρεία γνώση, αντίληψη, διαυγής νους και ισχυρός χαρακτήρας. Η γνώση των θεμάτων του πολέμου, θα γίνει με άλλους τρόπους’ δηλαδή με σωστούς συμβούλους….»

«Εφόσον ο πόλεμος πρέπει να ανταποκρίνεται απόλυτα στους σκοπούς της πολιτικής και η πολιτική να είναι ανάλογη των διατιθέμενων μέσων, μόνο ένας τρόπος υπάρχει στη περίπτωση που στρατιωτικός και πολιτικός άνδρας δεν συνδυάζονται στο αυτό πρόσωπο. Να μετέχει ο Αρχηγός του Στρατού στην κυβέρνηση, ώστε να δύναται να λάβει μέρος σε κρίσιμες αποφάσεις..»

Θεωρείται επίσης επικίνδυνο να επηρεάζει η κυβέρνηση και άλλους πλην του Αρχιστρατήγου. Επίσης είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι ορθή εκτίμηση της πολιτικής περί των μελλόντων να συμβούν σε μία χώρα που συνορεύουμε, επηρεάζει αντίστοιχα ορθά η λάθος την πολεμική ενέργεια από την αρχή. «..Επομένως ουσιαστικές αλλαγές στη πολεμική τέχνη είναι αποτέλεσμα των αλλαγών και στη πολιτική..». ΓΓ αυτό οι δύο δραστηριότητες θα πρέπει να έχουν την αναγκαία συνοχή. «..Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε στο τέλος να λεχθεί, ότι η διεύθυνση του πολέμου συμπίπτει με τη πολιτική που χρησιμοποιεί εναλλάξ την γραφίδα και το ξίφος, αλλά δεν παύει να σκέπτεται με βάση τους ίδιους νόμους…»


Επιθετικός Σκοπός του Πολέμου


Η Στρατηγική επίθεση με περιορισμένο σκοπό, που δεν αποβλέπει στην συγκέντρωση δυνάμεων τοπικά και χρονικά σε ένα σημείο, είναι αμφίβολο αν θα έχει επιτυχία. Ο κάθε στρατηγός δεν θα πρέπει να σχεδιάσει παντού επιθετική ενέργεια, αλλά τηρώντας αμυντική στάση σε περιορισμένου χαρακτήρα σκοπούς, να επιδιώξει χρονικά και τοπικά τη συγκέντρωση των περισσοτέρων δυνάμεων του, σε ένα σημείο στο οποίο να προσδώσει ιδιαίτερη σημασία, έστω και εάν θα ριψοκινδύνευε πολύ.


Αμυντικός Σκοπός του Πολέμου


Η αποτυχημένη εχθρική επίθεση είναι οπωσδήποτε βήμα προς τα πίσω, έστω και αν αυτή είχε μόνο απώλειες. Η απλή άμυνα που αποβλέπει σε διατήρηση του εδάφους θα πρέπει να διαχωριστεί από την άμυνα που αποβλέπει σε θετικό αντικειμενικό σκοπό, δηλαδή καταστροφή με αντεπίθεση. Στην απλή άμυνα για απλή διατήρηση του εδάφους θα πρέπει να αναζητηθούν στηρίγματα στην βοήθεια νέων συμμάχων, η αλλαγή πολιτικών συνθηκών. Είναι αυτονόητο ότι τα κέρδη στην άμυνα, προκύπτουν εφόσον στο σχέδιο περιληφθούν μικρές επιθετικές ενέργειες, για καταστροφή του εχθρού. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, αλλά και ούτε η συμπαγής άμυνα, τότε το καλύτερο μέσο για αποφυγή καταστροφής είναι σύμπτυξη και αναμονή ευνοϊκών συνθηκών. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι «.. Η μεγάλη θετική επιτυχία μόνο με θετικά μέτρα είναι επίτευκτη και όχι με απλή αναμονή του εχθρού..» ενώ το μεγάλο κέρδος επιτυγχάνεται αν ριψοκινδυνεύσουμε πολλά.


Σχέδιο για Καταστροφή του Εχθρού


Δύο είναι οι βασικές αρχές που διέπουν το σχέδιο του πολέμου και κατευθύνουν όλα τα υπόλοιπα:

  • Ταχεία δράση, χωρίς καθυστέρηση ή άκαιρες παλινδρομήσεις.

  • Ανεύρεση του «κέντρου βάρους» της εχθρικής διάταξης, υιοθέτηση μιας κυρίας ενέργειας και αναγνώριση όλων των υπόλοιπων σαν δευτερευουσών

Η δράση αυτή προϋποθέτει και την αναγκαία συγκέντρωση ενώ η ανεύρεση του «κέντρου βάρους» της εχθρικής διάταξης, εξαρτάται από τη σύνθεση του εχθρού μέσα στο θέατρο πολέμου.


ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Συμπεράσματα για το Έργο «Περί Πολέμου»


Εκείνο που πηγάζει αυτονόητα από τη συνολική μελέτη του έργου «Περί Πολέμου» και παραμένει σαν δίδαγμα στη σκέψη του στρατιωτικού μελετητή, είναι ότι παρά την όποια πρόοδο των οπλικών συστημάτων, ή την αλλαγή του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου, η αξία των θεωριών που διατύπωσε σε ανύποπτο χρόνο ο Κλαούζεβιτς, παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν στο σύνολό της αναλλοίωτη. Πολλές από τις θέσεις του συγγραφέα έχουν άμεση σχέση με τους σύγχρονους στρατιωτικούς κανονισμούς. Μερικές από αυτές, εφόσον αντικατασταθούν λέξεις η εκφράσεις της εποχής του, μπορούν να βρουν εφαρμογή σαν θεωρίες ακόμη και σήμερα. Κλασσικό παράδειγμα μπορεί να αναζητηθεί στο κεφάλαιο που περιγράφεται η διεξαγωγή του αγώνα, ή η κατανομή των διαφόρων όπλων στη μάχη.

Η δομή του έργου αλλά και τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε ο συγγραφέας για την ανάπτυξη της θεωρίας του, σχετίζονται με αντίστοιχα ιστορικά συμβάντα της εποχής, όπως η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι σε μικρό τμήμα του έργου, προκύπτουν επιφυλάξεις διότι ο Κλαούζεβιτς αναφέρεται σε μάχες που ο ίδιος δεν ήταν παρών, με αποτέλεσμα να αγνοεί βασικά στοιχεία πληροφοριών. Σε παρεμφερές συμπέρασμα με αυτή τη θέση, οδηγούμεθα και από την επιρροή που άσκησε στη σκέψη του ο απόλυτος πόλεμος που εφάρμοσε ο Βοναπάρτης. Το αποτέλεσμα φαίνεται σχεδόν σε όλα τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί, μέσα στα οποία πλανιέται η μορφή του μεγάλου ηττημένου του Βατερλό.


Συμπεράσματα για τις Θεωρίες του Κλαούζεβιτς


Η συγκριτική εξέταση των παραγόντων που λαμβάνει υπόψη του ο συγγραφέας, έχει κοινά στοιχεία το ηθικό αλλά και την πολιτική επιρροή, στη διεξαγωγή του πολέμου. Η θεωρία αυτή δεν άλλαξε και στη σημερινή πραγματικότητα, ενώ είναι σίγουρο ότι ο παράγοντας ηθικό λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη σύγκριση της μαχητικής ισχύος των αντιπάλων και ταυτόχρονα αποτελεί κανόνα σχεδόν σε όλες τις σημερινές μορφές του αγώνα.

Η υποταγή της στρατιωτικής άποψης στη πολιτική διότι η πολιτική «γέννησε τον πόλεμο» και η ύπαρξη ενιαίας θέσης ή σκοπού μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αποτελούν σημεία που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη.

Η θεωρία ότι ο πόλεμος θα πρέπει να κατευθύνεται από μία ανώτερη πνευματική ευφυία και όχι από ανθρώπους προικισμένους με μία ειδικότητα, σίγουρα βρίσκει εφαρμογή στη σύγχρονη αντίληψη Διοίκησης. Ταυτόχρονα δείχνει το δρόμο για το μέγεθος των προσπαθειών, που θα πρέπει να καταβάλουν τα σύγχρονα στελέχη, ώστε να βρεθούν σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο και να καταστούν κοινωνοί της σύγχρονης στρατιωτικής διπλωματίας.

Ουσιαστική εφαρμογή στη θέση του συγγραφέα ότι μόνο οι γνωρίζοντες την πολεμική τέχνη μπορούν να εκφέρουν γνώμη για τη θεωρία του πολέμου, ή τα τακτικά σφάλματα στο πεδίο της μάχης, μπορεί να αναζητηθεί στη προσπάθεια συγγραφέων να ερευνήσουν τη θεωρία του. Παρά την όποια καλή διάθεση το σίγουρο είναι, ότι μόνο όσοι έχουν γνώση και αντίληψη στρατιωτικών όρων που αφορούν τουλάχιστον τη τακτική, μπορούν να κατανοήσουν τα βαθιά νοήματα των θεωριών του Κλαούζεβιτς.

Χωρίς να παραγνωρίζονται οι υπόλοιπες απόψεις του στο έργο του Περί Πολέμου, ιδιαίτερη σημασία προσλαμβάνουν οι παρακάτω θέσεις του, που αξίζει να σημειωθούν και να μελετηθούν ιδιαίτερα.

  • Η έννοια του αιφνιδιασμού και του δόλου η οποία στο έργο Περί Πολέμου περικλείεται στη τοπική και χρονική υπεροχή έναντι του αντιπάλου, καθώς και στην επίδειξη υποκριτικής διάθεσης απέναντι στον εχθρό. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ο πανικός, η σύγχυση, η κατάλυση των οργανικών δεσμών και η επίδραση στην ψυχολογία του μαχητή.

  • Η χρήση της μεθόδου στους μεγάλους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας είναι απαγορευτική. Όσο ανερχόμαστε την κλίμακα των βαθμών, τόσο πρέπει να λαμβάνεται περισσότερο υπόψη η κριτική έρευνα και το ιστορικό παράδειγμα.

  • Η χρήση των βασικών όπλων ελιγμού είναι ανάλογη με τη φύση του εδάφους, τις διατιθέμενες δυνάμεις, τα μέσα, την αναμενόμενη εχθρική αντίδραση και το χρόνο.

  • Η τήρηση εφεδρείας σε όλα τα κλιμάκια είναι απαραίτητη, ενώ η κατάτμηση των δυνάμεων μας σε επίπεδο Μεραρχίας πρέπει να περιλαμβάνει το πολύ πέντε (5) Διοικήσεις.

  • Σε επίπεδο Μεραρχίας, ΣΣ, Στρατιάς χρησιμοποιούνται συνήθως καλυπτικά τμήματα ενώ η κατάτμηση των διαφόρων στρατιωτικών τμημάτων στον αγώνα, περιλαμβάνει εμπροσθοφυλακές πλαγιοφυλακές, οπισθοφυλακές και κύριο σώμα.

  • Τα μέσα για την επιτυχία της επίθεσης ή της άμυνας σχετίζονται με το έδαφος, τον αιφνιδιασμό, τις τυχόν πλευρικές ενέργειες, τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής και τις ηθικές δυνάμεις.

  • Η κύρια ενέργεια θα πρέπει να σχεδιασθεί σε ένα σημείο του μετώπου, όπου θα συγκεντρωθούν περισσότερες δυνάμεις και μέσα, ενώ θα δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην κύρια και αποφασιστική προσπάθεια.

  • Η επέμβαση του Διοικητού στο πεδίο της μάχης πρέπει να γίνεται στο «κρίσιμο σημείο» του αγώνα, με το σύνολο των καλύτερων εφεδρειών, ενώ ταυτόχρονα θα πιέζει το «κέντρο βάρους» της εχθρικής διάταξης, ή θα αναζητεί το «κλειδί» της τοποθεσίας άμυνας του εχθρού.

Στον αναλυτή οπωσδήποτε κάνει εντύπωση, η θέση του, ότι η άμυνα είναι η «ισχυρότερη μορφή» του αγώνα εφόσον χρησιμοποιηθεί με τη «πλήρη μορφή της», δηλαδή και την αντεπίθεση. Το γεγονός δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, διότι οι περισσότερες μάχες στις οποίες έλαβε μέρος (π.χ .Βατερλό) κατέληξαν σε μεγαλειώδη για την άμυνα αποτελέσματα, ενώ ο δαίμονας της επίθεσης για την εποχή του Ναπολέων, τελικά ηττήθηκε σε αμυντική μάχη. Η βάση όμως αυτής της θεωρίας και η κυρίως χρήση του όρου «ισχυρότερη μορφή» του αγώνα, δεν σχετίζεται με το αποτέλεσμα που μπορεί να επιφέρει συνολικά στο θέατρο πολέμου, αλλά συνήθως στο τακτικό πεδίο της μάχης. Παράλληλα έχει άμεση σχέση με την εκτίμηση καταστάσεως και τη χρήση των διατιθέμενων δυνάμεων. Έτσι στο τελευταίο βιβλίο του διατυπώνει την άποψη ότι η άμυνα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για εξοικονόμηση δυνάμεων υπέρ της κύριας προσπάθειας ή για την απόκτηση πλεονεκτημάτων. Τελικά θα καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι εκεί που θα τοποθετήσουμε τη κύρια ενέργειά μας, δεν νοείται αμυντική στάση, αλλά επιθετική τακτική.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Στο έργο του ο Κλαούζεβιτς, ακολουθώντας την Σωκρατική λογική και καταγράφοντας τα σημαντικότερα στρατιωτικά γεγονότα της εποχής του, αποδεικνύει κατά μεγάλο μέρος την αλήθεια της θεωρίας του. Η ουσία όμως της βασικής του σκέψης στη σημερινή πρακτική, έγκειται στην ανάγκη εξέτασης τυχόν μεταβολής ή τροποποίησης των ισχυόντων δογμάτων, στρατηγικής και τακτικής. Αυτό θα προκύψει μέσα από τη σπουδή σύγχρονων στρατιωτικών γεγονότων και την άντληση αντιστοίχων συμπερασμάτων, βασισμένων στους σκοπούς που θέτει κάθε φορά, η υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της χώρας.



.