Translate

Καρλ Μαρξ - Φρήντριχ Ενγκελς: Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος



Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο πάπας και ο τσάρος, ο Μέτερνιχ κι ο Γκιζό, γάλλοι ριζοσπάστες και γερμανοί αστυνομικοί.
Ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει κατηγορηθεί σαν κομμουνιστικό από τους αντιπάλους του που κυβερνούν, ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αντέκρουσε με την κατηγορία του κομμουνισμού τους πιο προοδευτικούς αντιπολιτευόμενους, καθώς και τους αντιδραστικούς αντιπάλους του;
Δυο πράγματα βγαίνουν απ' το γεγονός αυτό: Ο κομμουνισμός αναγνωρίζεται πια απ' όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σαν μια δύναμη.
Είναι καιρός πια οι κομμουνιστές να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ' όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς τους, τις επιδιώξεις τους και ν' αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του κομμουνιστικού φαντάσματος ένα Μανιφέστο του ίδιου του κόμματος.Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο κομμουνιστές από τις πιο διαφορετικές εθνότητες και συντάξανε το παρακάτω Μανιφέστο που δημοσιεύεται στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, φλαμανδική και δανική γλώσσα.


https://www.academia.edu/6573906/Marx_Karl-Engels_Friedrich_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%86%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D_%CE%9A%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82

Ένγκελς: Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους - 1884.


Σε ένα παλιό ανέκδοτο χειρόγραφο, που το επεξεργαστήκαμε ο Μαρξ κι εγώ το 1846, βρίσκω τα παρακάτω: «Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα για την τεκνοποίηση»*. Και σήμερα μπορώ να προσθέσω: Η πρώτη ταξική αντίθεση, που εμφανίζεται στην ιστορία, συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα στη μονογαμία και η πρώτη ταξική καταπίεση με την καταπίεση του γυναικείου φύλου από το ανδρικό. Η μονογαμία ήταν μια μεγάλη ιστορική πρόοδος, ταυτόχρονα όμως, πλάι στη δουλεία και τον ατομικό πλούτο, εγκαινίασε την εποχή που διατηρείται μέχρι σήμερα και όπου κάθε πρόοδος είναι μαζί και μια σχετική οπισθοδρόμηση, όπου η ευημερία και η ανάπτυξη του ενός επιβάλλεται με τον πόνο και την απώθηση του άλλου. Η μονογαμία είναι η κυτταρική μορφή της πολιτισμένης κοινωνίας, στην οποία μπορούμε ήδη να μελετήσουμε τη φύση των αντιθέσεων και αντιφάσεων που αναπτύσσονται ολόπλευρα μέσα της. [...]
Με την εμφάνιση των διαφορών στην ιδιοκτησία, στην ανώτερη κιόλας βαθμίδα της βαρβαρότητας, εμφανίζεται σποραδικά η μισθωτή εργασία πλάι στην εργασία των δούλων και σύγχρονα, σαν το αναγκαίο συνακόλουθό της, η επαγγελματική πορνεία ελεύθερων γυναικών δίπλα στην αναγκαστική έκδοση της δούλης. Έτσι η κληρονομιά που άφησε ο ομαδικός γάμος στον πολιτισμό έχει δύο όψεις, όπως και κάθε προϊόν του πολιτισμού έχει δύο όψεις, είναι διφορούμενο, διασπασμένο, αντιφατικό: εδώ η μονογαμία, εκεί ο εταιρισμός μαζί με την πιο ακραία μορφή του, την πορνεία. Ο εταιρισμός είναι λοιπόν ένας κοινωνικός θεσμός όπως κάθε άλλος: συνεχίζει την παλιά σεξουαλική ελευθερία — προς όφελος των ανδρών. Στην πραγματικότητα οι κυρίαρχες τάξεις όχι μόνον τον ανέχονται αλλά και συμμετέχουν πρόθυμα σ’ αυτόν ενώ τον καταδικάζουν μόνο φραστικά. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η καταδίκη δεν αφορά καθόλου τους άνδρες που συμμετέχουν αλλά μόνο τις γυναίκες: αυτές προγράφονται και εξοστρακίζονται, για να διακηρυχτεί έτσι για άλλη μια φορά σαν θεμελιακός νόμος της κοινωνίας η απόλυτη κυριαρχία των ανδρών πάνω στο γυναικείο φύλο.
Έτσι όμως αναπτύσσεται μια δεύτερη αντίθεση μέσα στην ίδια τη μονογαμία. Δίπλα στο σύζυγο, που ομορφαίνει με τον εταιρισμό την ύπαρξή του, βρίσκεται η παραμελημένη σύζυγος. Και δεν μπορεί κανείς να έχει τη μία πλευρά της αντίθεσης χωρίς την άλλη, ακριβώς όπως δεν μπορεί να έχει στο χέρι ένα ολόκληρο μήλο αφού έχει φάει το μισό. Παρ’ όλα αυτά έτσι φαίνεται να ήταν η άποψη των ανδρών, μέχρι που τους έβαλαν μυαλό οι γυναίκες τους. Με τη μονογαμία εμφανίζονται μόνιμα δύο νέες κοινωνικές φυσιογνωμίες, που ήταν άγνωστες προηγούμενα: Ο μόνιμος εραστής της γυναίκας και ο απατημένος σύζυγος. Οι άνδρες είχαν νικήσει τις γυναίκες, αλλά οι ηττημένες ανέλαβαν μεγαλόψυχα να στεφανώσουν τους νικητές. Πλάι στη μονογαμία και τον εταιρισμό η μοιχεία έγινε ένας αναπότρεπτος κοινωνικός θεσμός- απαγορευμένος, σκληρά τιμωρούμενος, αλλά που δεν μπορούσε να καταπιεστεί. Η βεβαιότητα για την πατρότητα των παιδιών στηριζόταν, όπως και προηγούμενα, το πολύ σε κάποια ηθική πεποίθηση.[...)
Η νέα μονογαμία που αναπτύχθηκε πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου μέσω της ανάμιξης των λαών, έντυσε την ανδρική κυριαρχία με πιο ήπιες μορφές και έδοσε στις γυναίκες, τουλάχιστον εξωτερικά, μια πολύ πιο τιμημένη και ελεύθερη θέση, τέτια που ποτέ προηγούμενα δεν γνώρισε η κλασική αρχαιότητα. Έτσι δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί από τη μονογαμία — μέσα σ’ αυτή, δίπλα της και εναντίον της, κατά περίπτωση — η πιο μεγάλη ηθική πρόοδος, την οποία χρωστάμε σ’ αυτή: ο νεότερος ατομικός σεξουαλικός έρωτας, που ήταν άγνωστος σε ολόκληρο τον προηγούμενο κόσμο.[...)
Αν όμως απ’ όλες τις γνωστές μορφές της οικογένειας, η μονογαμία ήταν η μορφή με την οποία μόνο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ο νεότερος σεξουαλικός έρωτας, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλειστικά μ’ αυτήν ή κυρίως μόνο μέσω αυτής, αναπτύχθηκε σαν αγάπη μεταξύ των συζύγων.
Ολόκληρη η φύση της σταθερής μονογαμίας κάτω από την ανδρική κυριαρχία το απέκλειε. Σε όλες τις ιστορικά δραστήριες, δηλαδή σε όλες τις κυρίαρχες τάξεις, η σύναψη γάμου παρέμεινε αυτό που ήταν από την εποχή του ζευγαρωτού γάμου: μια υπόθεση συναλλαγής, που την ταχτοποιούσαν οι γονείς. Και η πρώτη μορφή του σεξουαλικού έρωτα σαν πάθος, που εμφανίστηκε ιστορικά, σαν πάθος που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο (τουλάχιστον των κυρίαρχων τάξεων), σαν ανώτερη μορφή του γενετήσιου ένστικτου — πράγμα που αποτελεί ακριβώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του — αυτή η πρώτη μορφή του, ο ιπποτικός έρωτας του Μεσαίωνα, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση συζυγική αγάπη. Αντίθετα, στην κλασική μορφή του, στους Προβηγκιανούς, κατευθύνεται με ανοιχτά πανιά προς τη μοιχεία, και οι ποιητές του την εξυμνούν.
• Βλ. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς. Η γερμανική ιδεολογία. Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1979, τόμ. Ι,σελ. 77.

Φρίντριχ Ένγκελς - Για την εξουσία



Ένας αριθμός Σοσιαλιστών έχει εσχάτως εξαπολύσει μια συστηματική εκστρατεία ενάντια σε αυτό που αποκαλούν αρχή της εξουσίας. Επαρκεί να τους πούμε ότι αυτή ή εκείνη η πράξη είναι εξουσιαστική για να την καταδικάσουν. Αυτή τη συνοπτική διαδικασία κριτικής της εξουσίας την έχουν καταχραστεί τόσο, ώστε είναι πλέον απαραίτητο να δούμε το θέμα πιο συγκεκριμένα.
Η εξουσία με την έννοια που χρησιμοποιείται η λέξη εδώ σημαίνει: η επιβολή της θέλησης ενός άλλου πάνω στην δίκη μας· επιπρόσθετα η εξουσία προϋποθέτει την υποταγή. Τώρα, μιας και αυτές οι δύο λέξεις ακούγονται κάπως άσχημες, και η σχέση που αντιπροσωπεύουν είναι δυσμενής για το υποταγμένο μέρος, το ζήτημα είναι να εξακριβώσουμε αν υπάρχει τρόπος να απαλλαγούμε από αυτήν· αν. με δοσμένες τις συνθήκες της υπάρχουσας κοινωνίας, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο η εξουσία δεν θα έχει κανένα σκοπό και κατά συνέπεια θα πρέπει να εξαφανιστεί.
Εξετάζοντας τις οικονομικές, βιομηχανικές και αγροτικές συνθήκες που διαμορφώνουν την βάση της σημερινής αστικής κοινωνίας βρίσκουμε ότι τείνουν ολοένα και περισσότερο να αντικαθιστούν τη μεμονωμένη πράξη με τη συνδυασμένη πράξη ατόμων. Η σύγχρονη βιομηχανία. με τα μεγάλα εργοστάσια όπου εκατοντάδες εργάτες επιβλέπουν πολύπλοκες μηχανές κινούμενες με ατμό, έχει ξεπεράσει τα μικρά εργαστήρια των μεμονωμένων παραγωγών, τα κάρα και οι άμαξες των λεωφόρων έχουν αντικατασταθεί από τα σιδηροδρομικά τραίνα, όπως και οι μικρές βάρκες και φελούκες από ατμόπλοια. Ακόμα και η γεωργία υποκύπτει αυξανόμενα στην κυριαρχία της μηχανής και του ατμού που αργά αλλά αμείλικτα βάζουν στην θέση του μικρού ιδιοκτήτη μεγάλους καπιταλιστές, οι οποίοι με τη βοήθεια μισθωτών εργατών καλλιεργούν μεγάλες εκτάσεις γης.
Παντού η συνδυασμένη δράση, η περιπλοκή διαδικασιών που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, εκτοπίζει την ανεξάρτητη δράση από μεμονωμένα άτομα. Αλλά οποιοσδήποτε μιλά για συνδυασμένη δράση μιλά για οργάνωση. Είναι δυνατόν να έχεις οργάνωση χωρίς εξουσία;
Υποθέτοντας ότι μια κοινωνική επανάσταση ανέτρεπε τους καπιταλιστές που τώρα ασκούν την εξουσία τους πάνω στην παραγωγή και διανομή του πλούτου. Υποθέτοντας, για να υιοθετήσουμε πλήρως την θέση των αντιεξουσιαστών, ότι η γη και τα εργαλεία της εργασίας έχουν γίνει συλλογική ιδιοκτησία των εργατών που τα χρησιμοποιούν. Τότε η εξουσία θα εξαφανιζόταν ή θα άλλαζε μόνο μορφή; Για να δούμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο. Το βαμβάκι πρέπει να περάσει τουλάχιστον από 6 διαδοχικές διαδικασίες προτού καταλήξει στην μορφή της κλωστής και αυτές οι διαδικασίες λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο σε διαφορετικά δωμάτια. Επιπλέον, τον να κρατηθούν σε λειτουργία οι μηχανές απαιτεί έναν μηχανικό που θα επιβλέπει την ατμομηχανή, τεχνικούς να κάνουν τις τρέχουσες επιδιορθώσεις και πολλούς άλλους εργάτες που η δουλειά τους θα είναι να μεταφέρουν τα προϊόντα από ένα δωμάτιο στο άλλο κοκ. Όλοι αυτοί οι εργάτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, είναι υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν και να τελειώσουν την δουλειά τους στις ώρες που καθορίζονται από την εξουσία του ατμού που ποσώς τον ενδιαφέρει για την προσωπική ανθρώπινη αυτονομία. Οι εργάτες πρέπει ως εκ τούτου να φτάσουν πρώτα σε μια κατανόηση όσο αφορά τις κατάλληλες ώρες εργασίας και εφόσον αυτές οι ώρες ορισθούν οφείλουν να τηρούνται από όλους χωρίς καμιά εξαίρεση.
Όσο συγκεκριμένα ζητήματα ανακύπτουν σε κάθε αίθουσα ανά πάσα στιγμή σε σχέση με τον τρόπο παραγωγής, διανομής του υλικού κτλ., πρέπει να λύνονται με την απόφαση ενός εκπρόσωπου τοποθετημένου επικεφαλής σε κάθε κλάδο εργασίας ή αν είναι δυνατόν με μια ψηφοφορία με όρους πλειοψηφίας. Η θέληση του ατόμου θα πρέπει πάντα να υποτάσσεται σε αυτήν την απόφαση που σημαίνει ότι τα ζητήματα του τρόπου παραγωγής θα λύνονται με εξουσιαστικό τρόπο. Η αυτόματη μηχανή του μεγάλου εργοστασίου είναι πολύ πιο δεσποτική από όσο ήταν οι μικροί καπιταλιστές που απασχολούν εργάτες. Τουλάχιστον σε σχέση με τις ώρες εργασίας θα μπορούσε κανείς να γράψει στην πύλη αυτών των εργοστασίων: Lasciate ogni autonomia, voi che entrate! [“Άφησε, εσύ που μπαίνεις, κάθε αυτονομία πίσω σου!”].
Αν ο άνθρωπος με τη γνώση του και το εφευρετικό του πνεύμα έχει καθυποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, οι τελευταίες παίρνουν εκδίκηση υποβάλλοντάς τον, όσο τις χρησιμοποιεί, σε έναν αληθινό δεσποτισμό ανεξάρτητο από κάθε κοινωνική οργάνωση. Το να θέλεις να καταργήσεις την εξουσία στη μεγάλη βιομηχανία είναι ισοδύναμο με το να θέλεις να καταργήσεις τη βιομηχανία καθεαυτή, να καταργήσεις τον μηχανοκίνητο αργαλειό για να γυρίσεις στην ανέμη.
Ας πάρουμε άλλο ένα παράδειγμα, τον σιδηρόδρομο. Εδώ και πάλι η συνεργασία ενός άπειρου αριθμού ατόμων είναι απολύτως απαραίτητη και αυτή η συνεργασία πρέπει να ασκείται σε ακριβείς καθορισμένες ώρες έτσι ώστε να μην γίνουν ατυχήματα. Εδώ πάλι η κύρια συνθήκη της δουλειάς είναι μια κυρίαρχη θέληση που καθορίζει όλα τα υφιστάμενα ζητήματα, είτε είναι η θέληση ενός εκπροσώπου είτε μιας επιτροπής υπεύθυνης για την εκτέλεση των αποφάσεων μιας πλειοψηφίας ενδιαφερόμενων ατόμων. Όποια και αν είναι η περίπτωση υπάρχει μια πολύ ισχυρή εξουσία. Επιπλέον τι θα γινόταν με το πρώτο τραίνο που θα αναχωρούσε αν η εξουσία των υπαλλήλων πάνω στους επιβάτες καταργηθεί;
Αλλά η αναγκαιότητα της εξουσίας, και δεσποτικής μάλιστα, δεν θα μπορούσε να βρεθεί περισσότερο φανερά από ό,τι σε ένα καράβι εν πλω. Εκεί σε συνθήκες κινδύνου, οι ζωές όλων στηρίζονται στην ακαριαία και απόλυτη πειθαρχία στη θέληση του ενός.
Όταν υπέβαλα αυτά τα επιχειρήματα στους πιο λυσσαλέους αντιεξουσιαστές, η μόνη απάντηση που μπορούσαν να δώσουν ήταν η ακόλουθη: Ναι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι εξουσία που παραχωρούμε σε διαμεσολαβητές μας, αλλά σε μια επιτροπή εμπιστοσύνης. Αυτοί οι κύριοι νομίζουν ότι με το να αλλάζουν τα ονόματα των πραγμάτων αλλάζουν και τα πράγματα τα ίδια. Έτσι κοροϊδεύουν τον κόσμο αυτοί οι βαθυστόχαστα διανοητές.
Είδαμε λοιπόν, ότι από τη μια, κάποια εξουσία, ανεξαρτήτως πόσο διαμεσολαβημένη, και από την άλλη μια κάποια υποταγή είναι πράγματα που, ανεξαρτήτως όλων των κοινωνικών οργανώσεων, επιβάλλονται πάνω μας μαζί με τις υλικές συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγουμε και διανέμουμε τα προϊόντα.
Είδαμε, εξάλλου, ότι οι υλικές συνθήκες παραγωγής και διανομής αναπόφευκτα αναπτύσσονται με τη μεγάλη βιομηχανία και τη μεγάλης κλίμακας γεωργία και αυξανόμενα τείνουν να μεγεθύνουν το εύρος αυτής της εξουσίας. Συνεπώς είναι παράλογο να θεωρείς ότι η αρχή της εξουσίας είναι απόλυτα κακή και η αρχή της αυτονομίας απόλυτα καλή. Η εξουσία και η αυτονομία είναι σχετικά πράγματα που οι σφαίρες τους κυμαίνονται μαζί με τις διάφορες φάσεις ανάπτυξης της κοινωνίας. Αν οι οπαδοί της αυτονομίας περιορίζονταν στο να πουν ότι η μελλοντική κοινωνική οργάνωση θα περιορίσει την εξουσία αποκλειστικά μέσα στα όρια που οι συνθήκες παραγωγής την καθιστούν αναπόφευκτη, θα μπορούσαμε να κατανοηθούμε μεταξύ μας, αλλά είναι τυφλοί σε όλα τα στοιχεία που την κάνουν απαραίτητη και με πάθος πολεμάνε την ίδια την πραγματικότητα.
Γιατί οι αντιεξουσιαστές δεν περιορίζονται να ωρύονται ενάντια στην πολιτική εξουσία, το κράτος; Όλοι οι Σοσιαλιστές συμφωνούν ότι το πολιτικό κράτος και μαζί με αυτό η πολιτική εξουσία θα εξαφανιστούν ως αποτέλεσμα της επικείμενης κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή, οι δημόσιες υποθέσεις θα χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα και θα μεταμορφωθούν σε απλές διοικητικές λειτουργίες επίβλεψης στα πραγματικά συμφέροντα της κοινωνίας. Αλλά οι αντιεξουσιαστές απαιτούν το πολιτικό κράτος να καταργηθεί με ένα χτύπημα, ακόμη και πριν οι κοινωνικές συνθήκες που το γέννησαν έχουν καταστραφεί. Απαιτούν η πρώτη πράξη της κοινωνικής επανάστασης να είναι η κατάργηση της εξουσίας. Αυτοί οι κύριοι έχουν δει ποτέ τους μια επανάσταση; Η επανάσταση είναι σίγουρα το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει· είναι η πράξη όπου μια μερίδα του πληθυσμού επιβάλλει την θέληση της στην άλλη μερίδα, με τουφέκια, ξιφολόγχες και κανόνια – εξουσιαστικά μέσα, αν υπάρχουν τέτοια· και αν η νικήτρια μερίδα δεν θέλει ο αγώνας της να είναι μάταιος, θα πρέπει να διατηρήσει την εξουσία της μέσω του τρόμου που τα όπλα της εμπνέουν στους αντιδραστικούς. Θα είχε κρατήσει η Παρισινή Κομμούνα έστω μια μέρα αν δεν είχε χρησιμοποιήσει την εξουσία του οπλισμένου λαού ενάντια στην αστική τάξη; Μήπως αντίθετα θα πρέπει να την κατακρίνουμε που δεν την χρησιμοποίησε τόσο ελεύθερα όσο χρειαζόταν;
Κατά συνέπεια, συμβαίνει ένα από τα δύο: είτε οι αντιεξουσιαστές δεν ξέρουν γιατί μιλάνε, στην οποία περίπτωση σπέρνουν μόνο σύγχυση· είτε όντως ξέρουν και σε αυτήν την περίπτωση προδίδουν το προλεταριακό κίνημα. Όπως και να έχει εξυπηρετούν την αντίδραση.

Φρίντριχ Ένγκελς - Για τον ιστορικό υλισμό


Αγαπητέ κ. Μέρινγκ,
Μόλις σήμερα έχω επιτέλους την ευκαιρία να σας ευχαριστήσω για τo “Lessing-Legende”(1) που είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε. Δεν ήθελα να σας απαντήσω απλά με μια τυπική βεβαίωση ότι παρέλαβα το βιβλίο, αλλά και να σας πω ταυτόχρονα κάτι γι’ αυτό – για το περιεχόμενό του. Γι’ αυτό καθυστέρησα.
Θα αρχίσω από το τέλος – από το παράρτημα, «Über den historischen Materialismus» όπου έχετε περιγράψει, υπέροχα και πειστικά για τον κάθε απροκατάληπτο, τα απαραίτητα. Αν έχω κάτι να αντιτείνω είναι ότι μου αποδίδετε περισσότερο έπαινο απ’ ό,τι μου αξίζει, έστω κι αν συμπεριλάβω το κάθε τι που ίσως θα είχα –με τον καιρό– ανακαλύψει μονάχος, αλλά που ο Μαρξ, με τη γοργότερή του ματιά και την πλατύτερη εποπτεία του το ανακάλυπτε πολύ πιο γρήγορα. Όταν κανείς έχει την καλή τύχη, να συνεργάζεται σαράντα ολόκληρα χρόνια μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Μαρξ, συνήθως δεν απολαμβάνει σε αυτό το διάστημα της ζωής του την αναγνώριση που νομίζει ότι του αξίζει. Όταν όμως πεθάνει ο μεγαλύτερος, εύκολα υπερεκτιμούν τον κατώτερο – κι αυτό ακριβώς μου φαίνεται να συμβαίνει τώρα με έμενα. Η ιστορία τελικά θα τα τακτοποιήσει όλα αυτά, μα ως τότε θα έχει κανείς αισίως φύγει από τη μέση και δε θα ξέρει πια τίποτε για οτιδήποτε.
Κατά τα άλλα, λείπει μόνο ένα ακόμη σημείο, που ο Μαρξ και εγώ αποτύχαμε να τονίσουμε επαρκώς στα έργα μας, και που σχετικά μ’ αυτό μας βαρύνει όλους το ίδιο φταίξιμο. Συγκεκριμένα όλοι μας δώσαμε, και έπρεπε να δώσουμε, πρώτα τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραγωγή των πολιτικών, νομικών και άλλων ιδεολογικών παραστάσεων και των πράξεων που καθορίζονται απ’ αυτές τις παραστάσεις από τα οικονομικά θεμελιακά γεγονότα. Κάνοντάς το αυτό αμελήσαμε για χάρη του περιεχομένου το ζήτημα της μορφής: με ποιο τρόπο γεννιούνται αυτές οι παραστάσεις κλπ. Αυτό έδωσε στους αντιπάλους μας ευπρόσδεκτη αφορμή για παρανοήσεις, ή για διαστρεβλώσεις. Χτυπητό παράδειγμα γι’ αυτό είναι ο Πάουλ Μπαρτ(2).
Η ιδεολογία είναι μια διαδικασία, που γίνεται βέβαια από τον λεγόμενο στοχαστή συνειδητά, μα με ψεύτικη συνείδηση. Οι καθαυτό κινητήριες δυνάμεις που τον υποκινούν, του μένουν άγνωστες. Διαφορετικά δε θα ήταν ιδεολογική διαδικασία. Φαντάζεται λοιπόν ψεύτικες ή φαινομενικές κινητήριες δυνάμεις. Επειδή είναι διαδικασία σκέψης αντλεί τόσο το περιεχόμενό της, όσο και τη μορφή της από την καθαρή σκέψη, είτε τη δική του, είτε τη σκέψη των προκατόχων του. Εργάζεται μονάχα με υλικό ιδεών, που το αποδέχεται ανεξέταστα σαν προϊόν της σκέψης και δεν εξετάζει παραπέρα να βρει μια πιο μακρινή, ανεξάρτητη από τη σκέψη καταγωγή του· μάλιστα αυτό του είναι αυτονόητο γιατί κάθε πράξη του φαίνεται ότι σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στη σκέψη, επειδή γίνεται μέσω της σκέψης. Ο ιστορικός ιδεολόγος (το ιστορικός το παίρνουμε εδώ απλώς περιληπτικά για το πολιτικός, νομικός, φιλοσοφικός, θεολογικός, κοντολογίς για όλους τους τομείς που ανήκουν στην κοινωνία κι όχι μόνο στη φύση) – ο ιστορικός ιδεολόγος διαθέτει λοιπόν σε κάθε επιστημονικό τομέα ένα υλικό που έχει διαμορφωθεί αυτοτελώς από τη σκέψη προηγούμενων γενεών και που πέρασε ένα δικό του αυτοτελή τρόπο ανάπτυξης στον εγκέφαλο αυτών των διαδοχικών γενεών. Ασφαλώς, εξωτερικά γεγονότα που ανήκουν στον έναν ή τον άλλον τομέα, μπορεί να έχουν ασκήσει μια συγκαθοριστική επιρροή σ’ αυτή την εξέλιξη, τα γεγονότα αυτά όμως, σύμφωνα με τη σιωπηρή προϋπόθεση, είναι κι αυτά πάλι απλοί καρποί μιας διαδικασίας σκέψης, κι έτσι εξακολουθούμε να μένουμε πάντα στην περιοχή της καθαρής σκέψης που, όπως φαίνεται, έχει χωνέψει καλά, ακόμα και τα πιο σκληρά γεγονότα.
Αυτή η φαινομενικότητα μιας αυτοτελούς ιστορίας των μορφών της κρατικής συγκρότησης, των συστημάτων δικαίου, των ιδεολογικών παραστάσεων σε κάθε ειδικό τομέα, είναι που πάνω απ’ όλα ξεγελά τους περισσότερους ανθρώπους. Αν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος “υπερνικούν” την επίσημη καθολική θρησκεία, ή ο Χέγκελ “υπερνικά” τον Φίχτε και τον Καντ, ή ο Ρουσσώ “υπερνικά” έμμεσα με το δημοκρατικό του “Κοινωνικό Συμβόλαιο” τον συνταγματικό Μοντεσκιέ, αυτό είναι μια διαδικασία που μένει μέσα στα όρια της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής επιστήμης, που αντιπροσωπεύει ένα σταθμό στην ιστορία αυτών των τομέων της σκέψης και δεν βγαίνει καθόλου έξω από την περιοχή της σκέψης. Και αφότου προστέθηκε σ’ αυτά η αστική αυταπάτη για την αιωνιότητα και την απόλυτη τελειότητα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, θεωρείται ακόμα και η υπερνίκηση των εμποροκρατών από τους φυσιοκράτες και τον Α. Σμιθ σαν απλή νίκη της σκέψης, όχι σαν αντανάκλαση στη σκέψη αλλαγμένων οικονομικών γεγονότων αλλά σαν η σωστή κατανόηση, που επιτεύχθηκε επιτέλους, των πραγματικών συνθηκών που υπάρχουν παντού και πάντα. Αν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος(3) και ο Φίλιππος Αύγουστος(4) αντί να μπλεχτούν σε σταυροφορίες είχαν εισαγάγει την ελευθερία του εμπορίου, θα γλιτώναμε πεντακόσια χρόνια αθλιότητας και κουταμάρας.
Την πλευρά αυτή του ζητήματος, που εδώ μόνο να τη θίξω μπορώ, την έχουμε νομίζω όλοι μας παραμελήσει περισσότερο απ’ ό,τι επιτρέπεται. Είναι η παλιά ιστορία: στην αρχή παραμελείται πάντα η μορφή για χάρη του περιεχομένου. Όπως είπαμε κι εγώ το έκανα αυτό και το λάθος μού χτυπούσε στα μάτια πάντα μόνο κατόπιν εορτής. Γι’ αυτό λοιπόν δε θέλω καθόλου να σας μεμφθώ γι’ αυτό –απεναντίας, σαν παλιότερος συνένοχος δεν έχω καθόλου αυτό το δικαίωμα– θα ήθελα όμως να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε τούτο το σημείο για το μέλλον.
Με αυτό συνδέεται επίσης και η ανόητη αντίληψη των ιδεολόγων ότι επειδή αρνιόμαστε ότι οι διάφορες ιδεολογικές σφαίρες, που παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία, έχουν αυτοτελή ιστορική εξέλιξη, τους αρνιόμαστε και κάθε ιστορική δράση. Στη βάση βρίσκεται εδώ, η κοινή αντιδιαλεκτική αντίληψη για την αιτία και το αποτέλεσμα σαν πόλους που αντιπαρατίθενται άκαμπτα ο ένας στον άλλο καθώς και το γεγονός ότι ξεχνούν την αλληλεπίδραση. Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά κι αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτια του. Όπως λ.χ. ο Μπαρτ σχετικά με τους παπάδες και τη θρησκεία στη σ. 475 του βιβλίου σας. Χάρηκα πολύ που βάλατε στη θέση του αυτόν τον τύπο, που είναι πιο ρηχός απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Κι αυτόν τον άνθρωπο τον κάνουν καθηγητή της ιστορίας στη Λειψία! Ε, τότε ο γέρο-Βάχσμουτ(5), ήταν ολότελα διαφορετικός άνθρωπος, γιατί παρότι ήταν κι αυτός στενοκέφαλος, είχε ωστόσο πολύ μεγάλη αίσθηση για τα γεγονότα.
Κατά τα άλλα μπορώ μόνο να επαναλάβω για το βιβλίο, ό,τι έχω κιόλας πει επανειλημμένα για τα άρθρα, όταν δημοσιεύονταν στη Neue Zeit: είναι η καλύτερη περιγραφή που υπάρχει για τη γέννηση του πρωσικού κράτους, μάλιστα, μπορώ να πω η μόνη καλή, που στα περισσότερα ζητήματα αναπτύσσει ως τις λεπτομέρειες σωστά τις συνάφειες. Λυπάται μόνον κανείς που δε μπορέσατε να περιλάβετε μια και καλή ολόκληρη την παραπέρα εξέλιξη ως τον Βίσμαρκ, και δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει ότι θα το κάνετε αυτό άλλη φορά και ότι θα δώσετε μια γενική συνεκτική εικόνα από τον εκλέκτορα Φρειδερίκο Γουλιέλμο ως τον γέρο-Γουλιέλμο. Γιατί έχετε κάνει ήδη τις προκαταρκτικές μελέτες και, τουλάχιστον στην ουσία τους, τις τελειώσατε σχεδόν. Αυτή η δουλειά έτσι ή αλλιώς πρέπει βέβαια κάποτε να γίνει προτού σωριαστεί η παλιοκαρότσα. Η διάλυση των μοναρχο-πατριωτικών θρύλων, αν και δεν αποτελεί οπωσδήποτε μια αναγκαία προϋπόθεση για να παραμεριστεί η μοναρχία, που συγκαλύπτει την ταξική κυριαρχία (αφού μια καθαρή αστική Δημοκρατία [Republik] στη Γερμανία έχει ξεπεραστεί πριν ακόμα πραγματοποιηθεί), είναι ωστόσο ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μοχλούς για να γίνει αυτό.
Τότε θα έχετε και περισσότερο χώρο και ευκαιρία να περιγράψετε την πρωσική τοπική ιστορία σαν κομμάτι της γερμανικής γενικής αθλιότητας. Αυτό είναι ακριβώς το σημείο που αποκλίνω πού και πού από την άποψή σας, ιδιαίτερα από την άποψη σχετικά με τις αιτίες του διαμελισμού της Γερμανίας και της αποτυχίας της γερμανικής αστικής επανάστασης στη διάρκεια του 16ου αιώνα. Αν καταφέρω να επεξεργαστώ ξανά την ιστορική εισαγωγή στο έργο μου Ο Πόλεμος των Χωρικών(6), πράγμα που, όπως ελπίζω, θα γίνει τον ερχόμενο χειμώνα, τότε θα μπορέσω να αναπτύξω εκεί τα σχετικά σημεία. Όχι ότι θεωρώ σαν μη σωστά τα σημεία που αναφέρετε εσείς, αλλά βάζω πλάι σ’ αυτά κι άλλα και τα ταξινομώ κάπως διαφορετικά.
Στη μελέτη της γερμανικής ιστορίας –που είναι, αλήθεια, μια μοναδική συνεχής αθλιότητα– βρήκα πάντα ότι μονάχα η σύγκριση με τις αντίστοιχες γαλλικές εποχές μας δίνει μια σωστή αίσθηση του μέτρου, γιατί εκεί συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που γίνεται σε μας. Εκεί έχουμε τη συγκρότηση του εθνικού κράτους από τα σκόρπια μέρη του φεουδαρχικού κράτους, ακριβώς τον καιρό που σημειώνεται σε μας η κύρια παρακμή(7). Εκεί έχουμε μια σπάνια αντικειμενική λογική σ’ όλη την πορεία της διαδικασίας, ενώ σε εμάς έχουμε μια ολοένα και πιο άγονη διάλυση. Εκεί το Μεσαίωνα ο Άγγλος κατακτητής με την ανάμιξή του υπέρ της προβηγκιανής εθνότητας(8) ενάντια στη βορειο-γαλλική εθνότητα αντιπροσωπεύει την ξένη επέμβαση. Οι πόλεμοι με τους Άγγλους(9) αντιπροσωπεύουν, σα να λέμε, τον τριακονταετή πόλεμο(10), που τελειώνει όμως με το διώξιμο της ξένης επέμβασης και την καθυπόταξη του νότου στο βορρά. Ύστερα ακολουθεί ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας με τον βουργουνδό υποτελή(11), που στηρίζεται στις κτήσεις του στο εξωτερικό(12) –που παίζει το ρόλο του Βρανδεμβούργου - Πρωσίας– ένας αγώνας που όμως τελειώνει με τη νίκη της κεντρικής εξουσίας και κάνει οριστική τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Ακριβώς τη στιγμή αυτή(13) καταρρέει σε μας ολότελα το εθνικό κράτος (στο βαθμό που μπορεί κανείς να ονομάσει εθνικό κράτος το “γερμανικό βασίλειο” μέσα στα πλαίσια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και αρχίζει η λεηλασία των γερμανικών περιοχών σε μεγάλη κλίμακα. Είναι μια σύγκριση που ντροπιάζει στον ανώτατο βαθμό το Γερμανό, που γι’ αυτό όμως είναι πιο διδακτική, και από τότε που οι εργάτες μας ξαναβάλανε τη Γερμανία στην πρώτη γραμμή της ιστορικής κίνησης, μπορούμε κάπως πιο εύκολα να καταπίνουμε το αίσχος του παρελθόντος.
Εντελώς χαρακτηριστικό για τη γερμανική εξέλιξη είναι ακόμα το γεγονός ότι και τα δύο μερικά κράτη, που τελικά μοίρασαν μεταξύ τους όλη τη Γερμανία, δεν ήταν καθαρά γερμανικά, αλλά ήταν αποικίες πάνω σε κατακτημένο σλαβικό έδαφος: η Αυστρία ήταν βαυαρική(14) και το Βρανδεμβούργο σαξονική αποικία(15), καθώς και το γεγονός ότι απόκτησαν δύναμη στη Γερμανία μόνο χάρη στο ότι στηρίζονταν σε ξένες, όχι γερμανικές κτήσεις: η Αυστρία στην Ουγγαρία (για να μην πούμε για τη Βοημία), και το Βρανδεμβούργο στην Πρωσία(16). Στα δυτικά σύνορα που απειλούνταν περισσότερο δεν έγινε κάτι τέτοιο, στα βόρεια σύνορα άφησαν τους Δανούς να υπερασπίζουν τη Γερμανία από τους Δανούς, και στο νότο είχαν τόσο λίγα να προστατεύσουν, που οι συνοριακοί φρουροί, οι Ελβετοί, μπόρεσαν μάλιστα να αποσπαστούν οι ίδιοι από τη Γερμανία!
Ωστόσο έπιασα να μιλώ για κάθε λογής αλλότρια ζητήματα – ας χρησιμέψει τουλάχιστον αυτή η φλυαρία σαν απόδειξη για το πόσο ευεργετική επίδραση είχε πάνω μου η εργασία σας.
Και πάλι σας στέλνω τις εγκάρδιες ευχαριστίες και τους χαιρετισμούς μου.


ημειώσεις
1. Ο Μύθος του Λέσινγκ, η Καταγωγή της Κουλτούρας της Γερμανικής Mεσαίας Τάξης.
2. Ο Π. Μπαρτ (1858-1922), Γερμανός κοινωνιολόγος, έγραψε μια μελέτη με τον τίτλο: Η Φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ και οι Εγελιανοί μέχρι τον Μαρξ και τον Χάρτμαν (1890).
3. Ριχάρδος Α΄, γνωστός και ως Λεοντόκαρδος (1157-1199), βασιλιάς της Αγγλίας, βασικός διοικητής στρατευμάτων στην τρίτη Σταυροφορία.
4. Φίλιππος Β΄, γνωστός και ως Αύγουστος (1165-1223), βασιλιάς της Γαλλίας, συμμετείχε στην Τρίτη Σταυροφορία.
5. E. Wachsmuth (1784-1866), Γερμανός ιστορικός, καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Λάιμπνιτς.
6. Αναφορά στο έργο του Ένγκελς Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία. Σε αυτό του το έργο, ο Ένγκελς ασχολήθηκε με τη γερμανική αγροτική επανάσταση του 1525 με πρωταγωνιστή τον Τόμας Μίντσερ.
7. Από το 1350 ως το 1450 επικράτησε γενικευμένη αναρχία στη Γερμανία, J. Coffin, R. Stacey, R. Lerner, St. Mecham, Western Civilizations, εκδ. W. W. Norton & Company, σελ. 401.
8. Ο Ένγκελς αναφέρεται στην εθνότητα του νότιου τρίτου της Γαλλίας όπου ομιλούνταν η Οξιτανική γλώσσα ή διάλεκτος. Πριν καθιερωθεί ο όρος Οξιτανική, στις αρχές του 20ού αιώνα, χρησιμοποιούνταν ευρέως ο όρος Προβηγκιανή για να περιγράψει αυτή τη γλώσσα/διάλεκτο. Η σύγχρονη επίσημη γαλλική γλώσσα βασίζεται στη γλώσσα που ομιλούνταν στη Βόρεια Γαλλία, ενώ παρεμφερής γλώσσα της Οξιτανικής της Νότιας Γαλλίας είναι η Καταλανική. Αναφορές για την προβηγκιανή ποίηση των τρουβαδούρων ως μια από τις πρώτες μορφές εξύμνησης του σεξουαλικού έρωτα θα κάνει ο Ένγκελς και στο Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους, εκδ. ΣΕ, σελ. 64, αλλά και ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του θα κάνει λόγο για μια ξεχωριστή αισθητική κουλτούρα. Η αντίθεση της Βόρειας με τη Νότια Γαλλία εκτός από γλωσσικό υπόβαθρο είχε πάρει και θρησκευτικό. Το θρησκευτικό κίνημα των Καθαρών ή Αλβιγήνων στη νότια Οξιτανική περιοχή της Γαλλίας προκάλεσε μια Σταυροφορία (1209-1229) από τη Βόρεια Γαλλία με τη στήριξη του Πάπα και του Αγίου Δομίνικου. Η λήξη της σταυροφορίας σήμανε την καταστολή των “αιρετικών” Οξιτανών με το νεοεμφανιζόμενο διαβόητο θεσμό της Ιεράς Εξέτασης που με τη σειρά της προκάλεσε εξεγέρσεις των Καθαρών. Ο Καθαρός κόμης της Οξιτανικής Τουλούζης Ρεϊμόνδος ο 7ος (με γενεαλογικές αγγλικές σχέσεις) το 1242 σύναψε μια ανεπιτυχή συμμαχία με τον Ερρίκο τον 3ο της Αγγλίας και το βαρόνο της Γασκώνης (νοτιοδυτική επαρχία της Γαλλίας φόρου υποτελής στο αγγλικό στέμμα) για να ανατρέψει τους Ρωμαιοκαθολικούς βορειο-Γάλλους.
9. Ο Εκατονταετής Πόλεμος (1337-1453) ήταν μια σειρά πολέμων μεταξύ των βασιλείων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ξεκίνησε ως φεουδαρχικός πόλεμος αλλά κατέληξε ως εθνικός οδηγώντας με τη νίκη της Γαλλίας στην εμφάνιση μιας ισχυρής εθνικής μοναρχίας στη Γαλλία. Ο Ένγκελς αντιπαραβάλλει τη διάλυση της εθνικής συνοχής στη Γερμανία με την ισχυροποίηση και συγκρότηση της εθνικής ενότητας στη Γαλλία στην ίδια περίοδο. Το γερμανικό έθνος βγαίνει διαιρεμένο ενώ το γαλλικό έχει αποκτήσει μια συγκεντρωτική κρατική υπόσταση.
10. Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648): Ευρωπαϊκός πόλεμος που διεξήχθη κυρίως στο έδαφος της Γερμανίας. Είχε θρησκευτικό υπόβαθρο στην εναντίωση Προτεσταντών και Καθολικών αλλά αποτελέσματα καθαρά πολιτικού χαρακτήρα. Ενεπλάκησαν οι προτεσταντικές δυνάμεις της Δανίας, της Σουηδίας, των προτεσταντών Γερμανών, Ολλανδών και Βοημών ενάντια στην Αψβουργική Ισπανία και Αυστρία. Η καθολική Γαλλία πήρε το μέρος των πρώτων για να αποτρέψει μια παντοδυναμία της δυναστείας των Αψβούργων. Η λήξη του πολέμου με τη συνθήκη της Βεστφαλίας σήμανε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Προτεσταντικής Εκκλησίας, την ενίσχυση της Σουηδικής Αυτοκρατορίας, την πτώση της Ισπανίας ως ηγέτιδας δύναμης και την άνοδο της Δημοκρατίας των Ενωμένων Επτά Επαρχιών των Κάτω Χωρών, πρώην υποτελούς της Ισπανίας, ως του πρώτου κράτους του εμπορικού καπιταλισμού, την καθιέρωση του πολιτικού διαμελισμού, οικονομικής και πληθυσμιακής καθίζησης του γερμανικού έθνους, την ανάδειξη της Γαλλίας ως κυρίαρχης δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη για τους επόμενους δυο αιώνες.
11. Οι πόλεμοι της Βουργουνδίας (1474-1477) ήταν διαμάχες μεταξύ του Δουκάτου της Βουργουνδίας και του βασιλείου της Γαλλίας στις οποίες ενεπλάκη στο πλευρό του τελευταίου η Ελβετική Συνομοσπονδία. Το Δουκάτο της Βουργουνδίας υπήρξε σύμμαχος της Αγγλίας στον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1453), είχε μάλιστα συλλάβει και παραδώσει στους Άγγλους τη μνημειώδη μορφή του γαλλικού εθνικισμού, την Ιωάννα της Λωραίνης, το 1431.
12. Ενωμένες με τη Βουργουνδία, οι Κάτω Χώρες αύξησαν τον δυναμισμό τους και ενίσχυσαν τη θέση τους στον ανταγωνισμό με την Ιταλία. Η ακμή των πόλεων των Κάτω Χωρών με την αναπτυγμένη υφαντουργία τους, καθώς και των λιμανιών της Βόρειας Θάλασσας, η ανάπτυξη των συναλλαγών στις αγορές όπου συνέκλιναν οι χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόμοι από την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία και η προσοδοφόρα παραγωγή παστής ρέγκας, ήταν οι βάσεις πάνω στις οποίες οι μεγάλοι δούκες στήριξαν την ευημερία τους.
13. Ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του γράφει: «Μετά την πτώση των Χοενστάουφεν, μια γενική βαρβαρότητα επικράτησε στη Γερμανία, που διαιρέθηκε σε πολλά κέντρα δεσποτισμού», εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 407. Ο Οίκος των Χοενστάουφεν βασίλευσε από το 1138 ως το 1254 μ. Χ.
14. Στην επιστολή του προς τον Αυστριακό Β. Άντλερ, 11/10/1893, ο Ένγκελς αναφερόμενος στην Αυστρία γράφει, εύστοχα, για μια «...πρόσμιξη Κελτών, Σλάβων και Γερμανών όπου το τελευταίο στοιχείο επικρατεί». K. Marx και F. Engels, Collected Works, τόμ. 50, σελ. 201, εκδ. International Publishers, Νέα Υόρκη.
15. Το Βρανδεμβούργο είναι βορειοανατολικό κρατίδιο στο οποίο περιλαμβάνεται και το κρατίδιο-πόλη του Βερολίνου. Ανατολικό του σύνορο είναι ο ποταμός Όντερ (σημερινό σύνορο μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας) και δυτικό ο ποταμός Έλβας. Από τον 7ο αιώνα μ. Χ. είχαν εγκατασταθεί παγανιστικές σλαβικές φυλές (Πολάβοι, Βελέτοι κ.ά.) καθώς οι γερμανικές φυλές είχαν μεταναστεύσει δυτικά. Στις αρχές του 10ου αιώνα οι χριστιανοί πλέον Γερμανοί Σάξονες διεκδικούν την περιοχή και την κατακτούν. Το 983 μ. Χ. όμως οι Σλάβοι εξεγείρονται και οι Γερμανοί χάνουν τον έλεγχο της περιοχής. Κατά τον 12ο-13ο αιώνα μ. Χ. επανακτούν τον πλήρη έλεγχο οι Γερμανοί και οι Πολάβοι υποτάσσονται και εκγερμανίζονται. Τότε σημειώνεται μαζικός γερμανικός αποικισμός (π.χ. το Βερολίνο ιδρύθηκε μόλις στα τέλη του 12ου αιώνα μ. Χ). Οι Σλάβοι αφομοιώθηκαν σε συνδυασμό με τον εκχριστιανισμό τους. Η Πολαβική γλώσσα επιβίωσε όμως ως τον 18ο αιώνα.
16. Ο ιθαγενής πληθυσμός της Πρωσίας ομιλούσε μια βαλτική γλώσσα η εκγερμανοποίηση της οποίας έγινε με την επιτυχή έκβαση της Πρωσικής Σταυροφορίας το 1230 μ.Χ. μέχρι το 1300 μ.Χ. από τους Τεύτονες Ιππότες.

Γράφτηκε: Επιστολή του Φρίντριχ Ένγκελς στον Φραντς Μέρινγκ, 14 Ιούλη 1893
Πηγή: Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 13, σελ. 46-50.
Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ και τη Μαρξιστική Σκέψη.

Για το ρεαλισμό, του Μπέρτολτ Μπρεχτ

 



Να στραφούμε στο λαό και να μιλήσουμε τη γλώσσα του

 

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Για το ρεαλισμό


Commun✮rios

Σήμερα σε αυτό το άρθρο, παρουσιάζουμε κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ για το ρεαλισμό. Ο Μπρεχτ μιλά για το ρεαλισμό, έχοντας πάντα στη συνείδησή του του το λαό, τα βάσανά του, τις ανάγκες του. Λέει συγκεκριμένα: «Ενάντια στην αυξανόμενη βαρβαρότητα υπάρχει μόνο ένας σύμμαχος: ο λαός που τόσο πολύ υποφέρει απ' αυτήν. Μόνο από το λαό μπορεί να περιμένει κανείς κάτι. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι πρέπει να στραφούμε στο λαό και πιο αναγκαίο από ποτέ να μιλήσουμε τη γλώσσα του.

Ετσι, τα συνθήματα λαϊκότητα και ρεαλισμός συσχετίζονται με τρόπο φυσικό. Είναι προς το συμφέρον του λαού, των πλατιών εργαζόμενων μαζών να παίρνουν από τη λογοτεχνία πιστές στην πραγματικότητα απεικονίσεις της ζωής, και οι απεικονίσεις αυτές εξυπηρετούν πραγματικά το λαό, τις πλατιές εργαζόμενες μάζες, γι' αυτόν το λόγο πρέπει απαραίτητα να είναι κατανοητές και αποδοτικές, άρα λαϊκές».

Παρουσιάζεται, επίσης, ένα κείμενό του για τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς. Εχει τη σημασία του, γιατί ο Μπρεχτ δεν κάνει απλά διαπιστώσεις αλλά δίνει, πάλι από τη σκοπιά του λαού απάντηση στο ερώτημα που βάζει. Ποιο ερώτημα βάζει; «Κάποτε αναρωτήθηκα γιατί ορισμένα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς έχουν κάτι που δεν είναι ικανοποιητικό, παρ' όλο που περιέχουν τόσα αξιοσπούδαστα πράγματα». Και να πώς απαντά: «Η στιγμή της συνθηκολόγησης, της υποχώρησης, η ουτοπιστική και ιδεαλιστική στιγμή, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στα δοκίμια του Λούκατς και την οποία σίγουρα θα ξεπεράσει, είναι αυτό που κάνει τις αξιοσπούδαστες εργασίες του μη ικανοποιητικές, είναι αυτό που δίνει την εντύπωση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η απόλαυση κι όχι ο αγώνας, η διέξοδος κι όχι η προέλαση».

***

Για το ρεαλισμό

Δεν έχω την εντύπωση ότι θα χειριζόμασταν το θέμα μας ιδιαίτερα καλά, το θέμα του ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Οι αδυναμίες των κύριων εξπρεσιονιστικών έργων δεν υποδείχθηκαν μόνο από ρεαλιστές. Η έννοια του ρεαλισμού εμφανίστηκε πολύ περιορισμένα, σχεδόν είχε κανείς την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια λογοτεχνική μόδα με κανόνες που βγήκαν από μερικά αυθαίρετα διαλεγμένα έργα. Είναι σαν να πατάμε μερικά εξπρεσιονιστικά έργα σ' ένα μπρούντζινο βαρέλι και ν' απολαμβάνουμε το χυμό έχοντας την έκφραση της δυσαρέσκειας, και να συνεχίζουμε να τα πατάμε και πάει λέγοντας. Ετσι, θα ενεργούμε συνέχεια μόνο με τους χυμούς. Προχωρώντας όμως μ' αυτόν τον τρόπο σημαίνει πως δεν προχωρούμε και πολύ ρεαλιστικά. Τότε αυτό που λέγεται ρεαλισμός δημιουργεί εξαιτίας της αδεξιότητας των ερμηνευτών του μια ιδιαίτερα αυθαίρετη εντύπωση, τα μέτρα είναι εξαιρετικά αμφίβολης φύσης, βγαλμένα από τη ζωή, μ' όλες τις αποχρώσεις, πλατιά και τα λοιπά, και τα λοιπά. Και αναρωτιέται κανείς συνεχώς μήπως δεν εννοούμε το ρεαλισμό μόνο όπως ο Τολστόι ή ακριβώς όπως ο Μπαλζάκ ή αν τον εννοούμε απλά και μόνο σαν κάτι το ονομαστό. Ο ρεαλισμός αντιπαρατάσσεται στο φορμαλισμό σαν να ήταν μια πιστή και έντιμη απόδοση του περιεχομένου. Το ξέρετε ήδη. Παραθέτει κανείς, όπως ανέφερα, μερικά ονομαστά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα, τα επαινεί με τον έπαινο που τους αξίζει απόλυτα και βγάζει απ' αυτά το ρεαλισμό. Το να απαιτούμε έναν τέτοιο ρεαλισμό από ζωντανούς συγγραφείς είναι σαν ν' απαιτούμε από έναν άντρα να έχει 75 εκατοστά πλάτη, ένα μέτρο γενειάδα και φωτεινά μάτια, και κανείς να μην του λέει από πού μπορεί να τ' αγοράσει. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μ' αυτόν τον τρόπο σ' ένα τόσο σημαντικό θέμα. Είμαστε πραγματικά σε θέση να διατυπώσουμε έναν πολύ πιο γενναιόδωρο, πιο παραγωγικό και πιο πνευματώδη ορισμό του ρεαλισμού.

Αποτελέσματα της συζήτησης για το ρεαλισμό στη λογοτεχνία

Η μεγάλη συζήτηση για το ρεαλισμό στη λογοτεχνία, η οποία, ξεκινώντας από τη Σοβιετική Ενωση, προκάλεσε ένα διεθνές κίνημα, μου φαίνεται πως επεξεργάστηκε τα επόμενα τουλάχιστον σημεία:

1. Οι μυθιστοριογράφοι που αντικαθιστούν την περιγραφή του ανθρώπου με μια περιγραφή των ψυχικών του αντιδράσεων, βυθίζοντάς τον, έτσι, σ' ένα απλό πλέγμα ψυχικών αντιδράσεων, δεν δικαιώνουν την πραγματικότητα. Ούτε ο κόσμος ούτε ο άνθρωπος μπορούν να γίνουν ορατοί (αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουμε κι έχει περιγραφεί), όταν περιγράφεται μόνο η αντανάκλαση του κόσμου στην ανθρώπινη ψυχή ή μόνο η ανθρώπινη ψυχή όταν αντανακλά τον κόσμο. Ο άνθρωπος πρέπει να περιγράφεται στις αντιδράσεις του και στις ενέργειές του.

2. Οι μυθιστοριογράφοι που περιγράφουν μόνο τον απανθρωπισμό που φέρνει ο καπιταλισμός, δηλαδή που παρουσιάζουν τον άνθρωπο σαν ψυχικά ερημωμένο, δε δικαιώνουν την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός δεν απανθρωποιεί μόνο, αλλά και δημιουργεί ανθρωπιά, και συγκεκριμένα με τον ενεργό αγώνα ενάντια στον απανθρωπισμό. Ακόμα και σήμερα, ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή, δεν λειτουργεί μόνο σαν κομμάτι ενός μηχανήματος. Ακόμα και από κοινωνική άποψη δεν έχει περιγραφεί αρκετά, όταν περιγράφεται μόνο σαν πολιτικός παράγοντας.

Λαϊκότητα και ρεαλισμός1


Αν θέλει κανείς να δώσει συνθήματα για σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία, πρέπει να πάρει υπόψη του πως ό,τι έχει την αξίωση να ονομαστεί λογοτεχνία μπορεί να τυπωθεί αποκλειστικά στο εξωτερικό και να διαβαστεί σχεδόν αποκλειστικά στο εξωτερικό. Ετσι, το σύνθημα λαϊκότητα αποκτά για τη λογοτεχνία μια ιδιαίτερη νότα. Ο συγγραφέας πρέπει να γράψει για ένα λαό που δε ζει μαζί του. Ωστόσο, παρατηρώντας από πιο κοντά, βλέπουμε ότι η απόσταση μεταξύ του συγγραφέα και του λαού δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θα νόμιζε κανείς. Τώρα δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται και παλιότερα δεν ήταν τόσο μικρή όσο φαινόταν. Η αισθητική που κυριαρχεί, η τιμή των βιβλίων και η αστυνομία δημιουργούσαν πάντοτε μια σημαντική απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και το λαό. Παρ' όλα αυτά δεν θα ήταν σωστό, θα ήταν δηλαδή μη ρεαλιστικό, να θεωρήσουμε την αύξηση της απόστασης μόνο σαν «εξωτερική». Ασφαλώς χρειάζονται ιδιαίτερες προσπάθειες για να μπορεί κανείς σήμερα να γράφει λαϊκά. Από την άλλη πλευρά, αυτό έχει γίνει πιο εύκολο, πιο εύκολο και πιο επείγον. Ο λαός έχει χωριστεί πιο καθαρά από το ανώτερο στρώμα, αποχώρησαν απ' αυτόν οι καταπιεστές κι οι εκμεταλλευτές του και μπλέχτηκαν σε έναν αθέατο πια αιματηρό αγώνα. Εχει γίνει πιο εύκολο να παίρνει κανείς θέση. Ανάμεσα στο «κοινό», έχει ξεσπάσει, θα λέγαμε, μια ανοιχτή μάχη.

Ακόμα και την απαίτηση για ένα ρεαλιστικό τρόπο γραφής δεν μπορεί κανείς πια σήμερα εύκολα να την αγνοήσει. Απόκτησε κάτι το αυτονόητο. Τα κυρίαρχα στρώματα χρησιμοποιούν το ψέμα πιο απροκάλυπτα απ' ό,τι άλλοτε, και το ψέμα είναι πιο χοντρό. Το να λέει κανείς την αλήθεια παρουσιάζεται σαν ένα όλο και πιο επείγον καθήκον. Τα βάσανα μεγάλωσαν, όπως και το πλήθος αυτών που υποφέρουν. Μπροστά στα μεγάλα βάσανα των μαζών, η αντιμετώπιση των μικροδυσκολιών και των δυσκολιών των μικρών ομάδων μοιάζει γελοία και μάλιστα άξια περιφρόνησης.

Ενάντια στην αυξανόμενη βαρβαρότητα υπάρχει μόνο ένας σύμμαχος: Ο λαός που τόσο πολύ υποφέρει απ' αυτήν. Μόνο από το λαό μπορεί να περιμένει κανείς κάτι. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να στραφούμε στο λαό και πιο αναγκαίο από ποτέ να μιλήσουμε τη γλώσσα του.

Ετσι, τα συνθήματα λαϊκότητα και ρεαλισμός συσχετίζονται με τρόπο φυσικό. Είναι προς το συμφέρον του λαού, των πλατιών εργαζόμενων μαζών να παίρνουν από τη λογοτεχνία πιστές στην πραγματικότητα απεικονίσεις της ζωής, και οι απεικονίσεις αυτές εξυπηρετούν πραγματικά το λαό, τις πλατιές εργαζόμενες μάζες, γι' αυτόν το λόγο πρέπει απαραίτητα να είναι κατανοητές και αποδοτικές, άρα λαϊκές. Παρ' όλα αυτά, πρέπει πρώτα να ξεκαθαριστούν πλήρως οι έννοιες αυτές, πριν να διατυπώσουμε αρχές στις οποίες εφαρμόζονται και συγχωνεύονται. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτές οι έννοιες είναι εντελώς ξεκάθαρες, ότι δεν έχουν ιστορία, ότι δεν είναι, στρατευμένες και σαφείς. («Ολοι ξέρουμε, βέβαια, τι εννοούμε, ας μην είμαστε λεπτολόγοι».) Η ίδια η έννοια λαϊκότητα δεν είναι και πολύ λαϊκή. Δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Πρέπει να παρατηρήσουμε με προσοχή μια ολόκληρη σειρά από «-ότητες». Ας σκεφτούμε μόνο τη χρησιμότητα, τη μεγαλειότητα, την αγιότητα και ξέρουμε ότι και η λαϊκότητα έχει έναν πολύ ιδιαίτερο, ιερό, πανηγυρικό και ύποπτο ήχο, που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να παραβλέψουμε. Δεν επιτρέπεται να τον παραβλέψουμε, γιατί χρειαζόμαστε απαραίτητα την έννοια λαϊκός.

Είναι ακριβώς οι λεγόμενες ποιητικές διατυπώσεις, όπου «ο λαός» παρουσιάζεται ιδιαίτερα δεισιδαίμονας ή καλύτερα αυτός που γεννάει δεισιδαιμονίες. Εκεί ο λαός έχει τις αμετάβλητες ιδιότητές του, τις καθαγιασμένες παραδόσεις του, τις μορφές τέχνης του, τα ήθη και τα έθιμά του, τη θρησκευτικότητά του, τους προπατορικούς εχθρούς του, τις ακατανίκητες δυνάμεις του, και τα λοιπά και τα λοιπά. Εκεί εμφανίζεται μια αξιοσημείωτη ενότητα βασανιστών και βασανιζόμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, ψευτών κι εξαπατημένων, και σίγουρα δεν πρόκειται απλά για τους πολλούς «μικρούς» εργαζόμενους ανθρώπους σε αντίθεση με τους ανώτερους.

Η ιστορία των πολλών παραποιήσεων που έπαθε η έννοια λαϊκότητα είναι μεγάλη και μπερδεμένη, είναι ιστορία των ταξικών αγώνων. Εδώ δε θέλουμε να προχωρήσουμε σε ανάλυση, θέλουμε μόνο να υπογραμμίσουμε το γεγονός της παραποίησης, όταν λέμε ότι χρειαζόμαστε λαϊκή τέχνη, εννοώντας μ' αυτό τέχνη για τις πλατιές λαϊκές μάζες, για τους πολλούς που καταπιέζονται από τους λίγους, «για τους ίδιους τους λαούς», για τη μάζα αυτών που παράγουν, που τόσον καιρό στάθηκε το αντικείμενο της πολιτικής και που πρέπει να γίνει το υποκείμενο της πολιτικής. Πρέπει να θυμηθούμε ότι ισχυροί θεσμοί κράτησαν για πολύ καιρό το λαό αυτό μακριά από την πλήρη ανάπτυξη, ότι με διάφορες συμβάσεις φιμώθηκε τεχνητά και βίαια και ότι η έννοια λαϊκός χαρακτηρίστηκε έννοια στατική, χωρίς ιστορία και χωρίς εξέλιξη. Εμείς όμως δεν έχουμε καμιά σχέση μ' αυτήν την πλευρά της έννοιας και, για να εκφραστώ καλύτερα, πρέπει να την καταπολεμήσουμε.

Ο δικός μας ορισμός του λαϊκού αφορά το λαό, που όχι μόνο συμμετέχει πλήρως στην ανάπτυξη, αλλά στην ουσία τη σφετερίζεται, την εκβιάζει, την καθορίζει. Εχουμε μπροστά στα μάτια μας ένα λαό που γράφει Ιστορία, που αλλάζει τον κόσμο και τον εαυτό του. Εχουμε μπροστά στα μάτια μας έναν αγωνιστή λαό, επομένως και μια αγωνιστική έννοια του λαϊκού.

Λαϊκό σημαίνει: Αυτό που είναι κατανοητό στις πλατιές μάζες, αυτό που παίρνει και εμπλουτίζει τον τρόπο της έκφρασής τους /αυτό που υιοθετεί, εδραιώνει και διορθώνει τις απόψεις τους/ αυτό που αντιπροσωπεύει το πιο προοδευτικό τμήμα του λαού, ώστε να μπορεί ν' αναλάβει την αρχηγία και μ' αυτόν τον τρόπο να γίνει κατανοητό και στα άλλα τμήματα του λαού /αυτό που συνδέεται με τις παραδόσεις και τις συνεχίζει/ αυτό που μεταβιβάζει στο τμήμα του λαού που επιδιώκει την αρχηγία τα επιτεύγματα του τμήματος εκείνου που διοικεί τώρα.

Και τώρα ερχόμαστε στην έννοια ρεαλισμός. Κι αυτήν την έννοια ακόμα, που είναι παλιά, που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς και για πολλούς σκοπούς, θα πρέπει, πριν τη χρησιμοποιήσουμε, να την ξεκαθαρίσουμε. Κι αυτό είναι αναγκαίο, γιατί η αποδοχή της κληρονομιάς από το λαό πρέπει να γίνει με μια πράξη απαλλοτρίωσης. Δεν μπορεί κανείς να παραλάβει τα λογοτεχνικά έργα όπως τα εργοστάσια και τους λογοτεχνικούς τρόπους έκφρασης όπως τις συνταγές παραγωγής. Και ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής, που γι' αυτόν η λογοτεχνία παρουσιάζει πολλά και διαφορετικά παραδείγματα, διαμορφώνεται από τον τρόπο, από το πώς, πότε και για ποια τάξη χρησιμοποιήθηκε, διαμορφώνεται μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια. Το λαό που αγωνίζεται ν' αλλάξει την πραγματικότητα, δεν επιτρέπεται να τον αγκιστρώνουμε σε κανόνες διήγησης που έχουν «δοκιμαστεί», σε σεβαστά πρότυπα της λογοτεχνίας, σε αιώνιους αισθητικούς νόμους. Δεν πρέπει ν' αφαιρέσουμε το ρεαλισμό από ορισμένα υπάρχοντα έργα, αλλά θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα, παλιά και νέα, δοκιμασμένα και μη, που προέρχονται από την τέχνη ή από αλλού, για να μπορέσουμε να δώσουμε με μαεστρία την πραγματικότητα στα χέρια των ανθρώπων. Θα αποφύγουμε να χαρακτηρίσουμε ρεαλιστική μια μόνο συγκεκριμένη, ιστορική μορφή μυθιστορήματος μιας συγκεκριμένης εποχής, για παράδειγμα της εποχής του Μπαλζάκ ή του Τολστόι, θέτοντας έτσι για το ρεαλισμό μόνο μορφικά, μόνο λογοτεχνικά κριτήρια. Δεν θα μιλήσουμε για ρεαλιστικό τρόπο γραφής μόνο όταν μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να τα μυρίσει, να τα γευτεί και να τα αισθανθεί «όλα», όταν υπάρχει «ατμόσφαιρα» κι όταν η πλοκή των έργων εξελίσσεται με τέτοιον τρόπο ώστε να παρουσιάζονται ψυχικά τα άτομα. Η δική μας έννοια για το ρεαλισμό πρέπει να είναι πλατιά και πολιτική, κυρίαρχη απέναντι στις συμβατικότητες.

Ρεαλιστικό2 σημαίνει: Αυτό που ξεσκεπάζει το πλέγμα της κοινωνικής αιτιότητας /αυτό που αποκαλύπτει τις κυρίαρχες απόψεις σαν απόψεις των κυρίαρχων/ αυτό που γράφει από την πλευρά της τάξης εκείνης, η οποία για τις χειρότερες αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη κοινωνία, έχει έτοιμες τις πιο πλατιές λύσεις /αυτό που τονίζει τη στιγμή της ανάπτυξης/ αυτό που είναι συγκεκριμένο και καθιστά δυνατή την αφαίρεση.

Αυτά είναι τεράστιες υποδείξεις και μπορούν ακόμη να συμπληρωθούν. Κι εμείς θα επιτρέψουμε στον καλλιτέχνη να βάλει σ' αυτό τη φαντασία του, την πρωτοτυπία, το χιούμορ και την ευρηματικότητά του. Δε θα κολλήσουμε σε υπερβολικά λεπτομερειακά λογοτεχνικά πρότυπα, δε θα υποχρεώσουμε τον καλλιτέχνη να χρησιμοποιήσει υπερβολικά συγκεκριμένες παραλλαγές της διήγησης.

Θα διαπιστώσουμε ότι ο λεγόμενος σενσουαλιστικός τρόπος γραφής (όπου μπορεί κανείς να μυρίσει, να γευτεί, να αισθανθεί τα πάντα) δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με το ρεαλιστικό τρόπο γραφής, αντίθετα, θ' αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν έργα που έχουν γραφτεί, με τον σενσουαλιστικό τρόπο και δεν είναι ρεαλιστικά και ότι υπάρχουν ρεαλιστικά έργα που δεν έχουν γραφτεί με τον σενσουαλιστικό τρόπο. Θα πρέπει να ερευνήσουμε προσεκτικά αν πραγματικά πλάθουμε την πλοκή με τον καλύτερο τρόπο, όταν επιδιώκουμε σαν τελικό αποτέλεσμα την ψυχική παρουσίαση των προσώπων. Ισως οι αναγνώστες μας να μη θεωρήσουν ότι τους δίνεται το κλειδί για τα γεγονότα, όταν, έχοντας παραπλανηθεί από τα πολλά τεχνάσματα, συμμετέχουν απλά και μόνο στις ψυχικές συγκινήσεις των ηρώων των βιβλίων μας. Υιοθετώντας τις μορφές του Μπαλζάκ και του Τολστόι, χωρίς να τις έχουμε εξετάσει σε βάθος, ίσως να κουράζαμε κι εμείς, όπως συχνά κι αυτοί οι συγγραφείς, τους αναγνώστες μας, το λαό. Ο ρεαλισμός δεν είναι απλά ζήτημα μορφής. Αντιγράφοντας τον τρόπο γραφής αυτών των ρεαλιστών, δεν θα ήμασταν πια ρεαλιστές.

Γιατί ο καιρός κυλά, κι αν δεν κυλούσε θα την είχαν άσχημα αυτοί που δεν κάθονται σε χρυσά τραπέζια. Οι μέθοδοι φθείρονται, τα ερεθίσματα αποτυχαίνουν. Καινούργια προβλήματα εμφανίζονται και απαιτούν καινούργια μέσα. Η πραγματικότητα αλλάζει. Για να την παρουσιάσουμε πρέπει ν' αλλάξουμε τον τρόπο της παρουσίασης. Τίποτα δε γίνεται από το τίποτα, το καινούργιο βγαίνει από το παλιό, αλλά γι' αυτό ακριβώς είναι καινούργιο.

Οι καταπιεστές δε δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις εποχές. Δεν μπορούν πάντα να συλλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν τόσες πολλές μέθοδοι να ξεφύγει κανείς από την ανάκριση. Τους δρόμους των εκστρατειών τους τους ονομάζουν αυτοκινητόδρομους. Τα τανκς τους βάφονται για να μοιάζουν με τους θάμνους του Μάκντουφ. Οι πράκτορές τους επιδεικνύουν τους ρόζους στα χέρια τους σαν να ήταν εργάτες. Οχι, χρειάζεται εφευρετικότητα για να μετατρέψει κανείς τον κυνηγό σε θήραμα. Ο,τι ήταν χθες λαϊκό, σήμερα δεν είναι πια, γιατί ο λαός δεν είναι σήμερα όπως ήταν χθες.

Ο καθένας που δεν είναι δέσμιος τυπικών προκαταλήψεων ξέρει ότι μπορεί κανείς με πολλούς τρόπους ν' αποσιωπήσει την αλήθεια και με πολλούς τρόπους πρέπει να την πει. Οτι μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση για τις απάνθρωπες συνθήκες με διάφορους τρόπους, με την απευθείας εξιστόρηση με παθιασμένο και με αντικειμενικό τρόπο, με τη διήγηση μύθων και παραβολών, με ανέκδοτα, με την υπερβολή και τη μετριοπάθεια. Στο θέατρο η πραγματικότητα μπορεί ν' αποδοθεί και πραγματικά και φανταστικά. Μπορεί οι ηθοποιοί να μη βάφονται καθόλου (ή πολύ λίγο) και να παρουσιάζονται «εντελώς φυσικοί», και παρ' όλα αυτά μπορεί όλα να είναι μια πλάνη, και μπορούν πάλι να φοράνε αλλόκοτες μάσκες και να παρουσιάζουν την αλήθεια. Δεν υπάρχει λόγος να μαλώνουμε γι' αυτό: Τα μέσα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το σκοπό. Ο λαός καταλαβαίνει ότι πρέπει να τα εξετάζει ανάλογα με το σκοπό. Τα μεγάλα θεατρικά πειράματα του Πισκάτορ (και τα δικά μου), με τα οποία καταστρέφονταν αδιάκοπα οι συμβατικές μορφές, βρήκαν το μεγάλο τους στήριγμα στα πιο προοδευτικά στελέχη της εργατικής τάξης. Οι εργάτες τα έκριναν όλα σύμφωνα με το ποσοστό της αλήθειας, χαιρέτιζαν κάθε νεοτερισμό που προωθούσε την παρουσίαση της αλήθειας, της πραγματικής κοινωνικής ταραχής, αρνούνταν όλα εκείνα που φαίνονταν να είναι χωρίς σοβαρότητα, που έμοιαζαν με μηχανισμό που λειτουργεί αυτόβουλα, δηλαδή που δεν εκπλήρωσε ακόμη το σκοπό του ή που δεν τον εκπληρώνει πια. Τα επιχειρήματα των εργατών ποτέ δεν ήταν λογοτεχνικά ή θεατροαισθητικά. Δεν μπορούμε να αναμίξουμε το θέατρο με τον κινηματογράφο, αυτό δεν ακούστηκε ποτέ εδώ. Αν το φιλμ δεν χρησιμοποιηθεί σωστά, το πολύ πολύ θα σήμαινε ότι: Το φιλμ στο σημείο αυτό είναι περιττό, αποσπά την προσοχή. Χοροί εργατών αναφωνούσαν πολύπλοκους ρυθμικούς στίχους («Αν υπήρχε ρίμα, θα 'πεφτε σαν το νερό και τίποτα δεν θα 'μενε ορθό») και τραγουδούσαν δύσκολες (ασυνήθιστες) συνθέσεις του Αϊσλερ («Εχουν δύναμη μέσα τους»). Εμείς όμως έπρεπε να μεταβάλουμε ορισμένους στίχους που το νόημά τους δεν ήταν σαφές ή ήταν λάθος. Αν στα εμβατήρια, που είχαν ομοιοκαταληξία για να μπορεί κανείς να τα μαθαίνει γρηγορότερα και είχαν απλό ρυθμό για να «περνάνε» καλύτερα, υπήρχαν ορισμένες λεπτομέρειες (ανωμαλίες, περιπλοκές), τότε λέγανε: «Υπάρχει ένα μικρό γύρισμα, είναι διασκεδαστικό». Θέματα που είχαν λήξει, ασήμαντα, συνηθισμένα, θέματα που δεν προβλημάτιζαν πια κανέναν, δεν τ' αγαπούσαν καθόλου («Δεν βγαίνει τίποτα»). Αν χρειαζόταν κανείς κάποια αισθητική, μπορούσε να τη βρει εδώ. Δεν ξεχνώ ποτέ πώς με κοίταζε ένας εργάτης, όταν, στην πρότασή του να προσθέσω κάτι σ' ένα χορικό για τη Σοβιετική Ενωση («Σ' αυτό το σημείο πρέπει να μπει κι αυτό, διαφορετικά τι νόημα έχει;»), του απάντησα ότι αυτό θα τίναζε στον αέρα την καλλιτεχνική μορφή: έγειρε το κεφάλι του στο πλάι χαμογελώντας. Ολόκληρη η αισθητική κατέρρευσε μ' αυτό το ευγενικό χαμόγελο. Οι εργάτες δεν φοβούνταν να μας διδάξουν και δεν φοβούνταν και οι ίδιοι να μάθουν.

Μιλώ από πείρα όταν λέω: Ποτέ δεν πρέπει να φοβάται κανείς να εμφανιστεί μπροστά στο προλεταριάτο μιλώντας για τολμηρά, ασυνήθιστα πράγματα, όταν αυτά έχουν να κάνουν με την αλήθεια του. Θα υπάρχουν πάντοτε μορφωμένοι άνθρωποι, γνώστες της τέχνης που θα ανακατεύονται λέγοντας: «Αυτό δεν το καταλαβαίνει ο λαός». Ομως ο λαός παραμερίζει ανυπόμονα αυτούς τους ανθρώπους και συνεννοείται απευθείας με τους καλλιτέχνες. Υπάρχει ένα εξαιρετικό υλικό, φτιαγμένο για κλίκες, για να σχηματίζονται κλίκες, η διακοσιοστή παραλλαγή του παλιού καπέλου, το πάστωμα του παλιού κομματιού κρέατος που ήδη έχει αρχίσει να σαπίζει: Το προλεταριάτο το απορρίπτει («Εχουν σκοτούρες αυτοί») κουνώντας με δυσπιστία, ουσιαστικά με επιείκεια το κεφάλι. Αυτό που δε θέλει δεν είναι το αλάτι, αλλά το σάπιο κρέας. Οχι η διακοσιοστή παραλλαγή, αλλά το παλιό καπέλο. Οταν οι ίδιοι έγραφαν στίχους και θέατρο ήταν συναρπαστικά πρωτότυποι. Η λεγόμενη τέχνη «Αγκιτπρόπ», για την οποία δεν έσμιξαν τα καλύτερα φρύδια, στάθηκε πηγή σύγχρονων καλλιτεχνικών μέσων και τρόπων έκφρασης. Σ' αυτήν παρουσιάστηκαν εξαιρετικά στοιχεία γνήσια λαϊκών εποχών της τέχνης, που είχαν ξεχαστεί εδώ και πολύ καιρό, στοιχεία κομμένα τολμηρά στα μέτρα των νέων κοινωνικών στόχων. Τολμηρές περικοπές και περιλήψεις, όμορφες απλοποιήσεις. υπήρχε συχνά καταπληκτική κομψότητα και σύντομη και περιεκτική κατασκευή κι ακόμη ένα ατρόμητο βλέμμα για το σύμπλεγμα. Μερικά πράγματα είναι ίσως πρωτόγονα, όμως ο πρωτογονισμός τους δεν είχε ποτέ τη μορφή εκείνη του πρωτογονισμού από την οποία υπέφεραν οι φαινομενικά τόσο διαφοροποιημένες απεικονίσεις της ψυχής της αστικής τέχνης. Δεν κάνουμε καλά ν' απορρίπτουμε, λόγω μερικών ατυχών συνθέσεων, το στιλ μιας παρουσίασης που προσπαθεί (και συχνά με επιτυχία) να επεξεργαστεί το ουσιώδες και να καταστήσει δυνατή την αφαίρεση. Το οξύ μάτι των εργατών διαπέρασε την επιφάνεια των νατουραλιστικών απεικονίσεων της πραγματικότητας. Οταν στο «Ο αμαξάς Χένσελ» οι εργάτες έλεγαν για τον ψυχικό διαμελισμό πως: «Δεν θέλουμε να τα ξέρουμε όλα με τόση ακρίβεια», πίσω από τα λόγια τους αυτά κρυβόταν η επιθυμία να τους παρουσιαστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι πραγματικές κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις που δρούσαν κάτω από την επιφάνεια του δίχως άλλο ορατού. Και για ν' αναφέρουμε δικές μας εμπειρίες: δεν σκανδαλίστηκαν από τις φανταστικές περιβολές, από το φαινομενικά μη πραγματικό περίγυρο της «Οπερας της πεντάρας». Δεν ήταν στενόμυαλοι, μισούσαν τη στενότητα (τα σπίτια τους ήταν στενά). Αυτοί ήταν γενναιόδωροι, οι επιχειρηματίες ήταν οι φιλάργυροι. Θεώρησαν περιττά μερικά πράγματα για τα οποία οι καλλιτέχνες ισχυρίζονταν πως ήταν απαραίτητα γι' αυτούς, αλλά εδώ στάθηκαν γενναιόδωροι. Δεν τάχθηκαν ενάντια στην αφθονία, τάχθηκαν ενάντια στο περιττό. Στο βόδι που αλώνιζε δεν έδεναν το στόμα, κοίταζαν μόνο να αλωνίζει. Δεν πίστευαν μόνο σε «μία» μέθοδο. Ηξεραν πως είχαν ανάγκη από πολλές μεθόδους για να πετύχουν το σκοπό τους.

Τα κριτήρια για τη λαϊκότητα και το ρεαλισμό πρέπει κανείς να τα διαλέγει τόσο με γενναιοδωρία όσο και με προσοχή, και δεν πρέπει να τα αντλεί από τα υπάρχοντα ρεαλιστικά και λαϊκά έργα, όπως συχνά συμβαίνει. Αν ενεργούσε κανείς μ' αυτόν τον τρόπο, θα αποκτούσε φορμαλιστικά κριτήρια, καθώς και λαϊκότητα και ρεαλισμό μόνο σύμφωνα με τη μορφή.

Δεν μπορεί κανείς να διαπιστώσει αν ένα έργο είναι ρεαλιστικό ή όχι όταν εξετάζει μόνο αν μοιάζει ή όχι με τα υπάρχοντα ρεαλιστικά λεγόμενα έργα ή με αυτά που ονομάζονται ρεαλιστικά για την εποχή τους. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει κανείς να συγκρίνει την περιγραφή της ζωής με την ίδια τη ζωή που περιγράφεται (κι όχι με κάποια άλλη περιγραφή). Κι ακόμη, όσον αφορά τη λαϊκότητα, υπάρχει ένας καθαρά φορμαλιστικός τρόπος να ενεργήσει κανείς, από τον οποίο πρέπει να φυλάγεται. Το γεγονός ότι ένα έργο είναι κατανοητό δεν σημαίνει ότι αυτό ισχύει, όταν το έργο αυτό έχει γραφτεί με τον ίδιο τρόπο που έχουν γραφτεί άλλα έργα που έγιναν κατανοητά. Ακόμη και τα έργα που έγιναν κατανοητά δεν έχουν γραφτεί όπως τα έργα που γράφτηκαν πριν απ' αυτά. Κάτι έγινε για να μπορέσουν να γίνουν κατανοητά. Ετσι θα πρέπει κι εμείς να κάνουμε κάτι για να γίνουν κατανοητά τα καινούργια έργα. Δεν υπάρχει μόνο το είμαι λαϊκός, αλλά και το γίνομαι λαϊκός.

Αν θέλουμε να έχουμε μια ζωντανή, αγωνιστική λογοτεχνία που να πληρεί την πραγματικότητα και να πληρείται απόλυτα απ' αυτήν, μια λογοτεχνία αληθινά λαϊκή, πρέπει να συμβαδίζουμε με την ορμητική εξέλιξη της πραγματικότητας. Οι μεγάλες εργαζόμενες λαϊκές μάζες είναι ήδη έτοιμες για εξέγερση. Το αποδεικνύει η δραστηριότητα και η κτηνωδία των εχθρών τους.

1938

Για τη λαϊκότητα και το ρεαλισμό

1. Η στροφή στο λαό

Ενα τμήμα της λογοτεχνίας της εξορίας (της απόδρασης, της καταδίωξης, των διακρίσεων) συνεχίζει ν' απευθύνεται στην αστική τάξη. Καταγγέλλει την εξόντωση των ανθρωπιστικών ιδανικών, αναφέρεται στη βαρβαρότητα για τη βαρβαρότητα. Αναφέρει πού και πού ότι τα απάνθρωπα μέτρα συνδέονται με ορισμένα κέρδη και μάλιστα με τα συμφέροντα μιας ορισμένης κάστας. Δε διαπιστώνει, όμως, ότι η εξόντωση των ανθρωπιστικών ιδεωδών εξυπηρετεί τη διατήρηση των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Με αφέλεια προσπαθεί να πείσει την αστική τάξη ότι αυτές οι σχέσεις ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να διατηρηθούν κ.ά. χωρίς αυτά τα απάνθρωπα μέτρα, με περισσότερη καλοσύνη, ελευθερία, ανθρωπιά. Ισως ο λαός να έβρισκε κάπως κωμικές αυτού του είδους τις αφέλειες. Θα πίστευε, αν παραβρισκόταν σε μια συζήτηση μ' αυτό το θέμα, πόση καταπίεση θα χρειαζόταν για να διατηρηθεί η εκμετάλλευση. Αν αυτό γίνεται χωρίς πόλεμο ή μόνο με τον πόλεμο. Μ' έναν πόλεμο ανθρωπιστικό ή μη. Και τα λοιπά και τα λοιπά. Οσο το σύνθημα «Ζήτω ο ανθρωπισμός!» δεν συμπληρώνεται από το σύνθημα «Ενάντια στις αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας!», η στροφή της λογοτεχνίας προς το λαό δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί.

2. Η χρονική στιγμή

Και τελικά, για να δώσουμε στην κρίση μας μια συγκεκριμένη αρχή πρέπει βέβαια ν' αναφέρουμε και πότε συνέβη. Η τοποθέτηση ορισμένων πινάκων στους εσωτερικούς τοίχους πλοίων μπορεί να 'ναι κάτι πολύ τρελό αν γίνει σε μια χρονική στιγμή που το πλοίο έχει αρχίσει ήδη να βυθίζεται, όπως στην περίπτωση μιας ναυμαχίας. Στην πραγματικότητα συναντούμε, για να συνεχίσουμε με την εικόνα αυτή, καλλιτέχνες που ασχολούνται με το να επινοούν και να δημιουργούν πίνακες τη στιγμή που το πλοίο βυθίζεται.

3. Να απευθυνόμαστε σε όλους

Δεν πρέπει να έχει κανείς την απαίτηση τα καλλιτεχνικά έργα να γίνονται αμέσως κατανοητά σε όσους τα βλέπουν, αν θέλει να υπάρχει λογοτεχνία για το λαό. Ο λαός μπορεί με πολλούς τρόπους να γίνει κύριος των λογοτεχνικών έργων, κατά ομάδες κι ακόμη κατά μικρές ομάδες που κατανοούν γρήγορα και μεταδίδουν αυτά που κατάλαβαν, ή με το να στέκεται σ' ορισμένα σημεία των έργων αυτών, που τα κατανοεί αμέσως, και ξεκινώντας απ' αυτά να φτάνει να εξηγεί με συμπεράσματα αυτό που αρχικά ήταν ακατανόητο. Το να γράφει κανείς για μικρές ομάδες δεν σημαίνει ότι περιφρονεί το λαό. Το θέμα είναι αν οι ομάδες αυτές εξυπηρετούν από την πλευρά τους τα συμφέροντα του λαού, ή αν τα υπονομεύουν. Η υπονόμευση των συμφερόντων του λαού υπάρχει ήδη στο προσκήνιο, όταν τέτοιου είδους κύκλοι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για τη διατήρησή τους κι όταν επιδιώκονται μονοπώλια (πράγμα που διευκολύνουν και οι συγγραφείς). Το ρεύμα πρέπει να πλημμυρίσει, θα λέγαμε, τα σημεία συγκέντρωσης.

4. Λαϊκό από πάνω προς τα κάτω

Αναμφίβολα η έννοια αυτή έχει κάτι το αλαζονικό. Η λέξη, κατά κάποιο τρόπο, λέγεται από πάνω προς τα κάτω. Δείχνει να περιέχει μια απαίτηση για τη μέγιστη δυνατή απλοποίηση. Πρέπει κάτι να γίνει για το λαό, τέρμα με το χαβιάρι! Κάτι που να καταλαβαίνει ο λαός που έτσι κι αλλιώς αργεί να καταλάβει. Ο λαός είναι κάτι που έχει μείνει πίσω. Πρέπει όλα να του δίνονται στο χέρι, όπως έχει συνηθίσει. Μαθαίνει δύσκολα, δεν πλησιάζει εύκολα το καινούργιο. Ο Δανός προλετάριος ποιητής Χένρι Γιουλ Αντερσεν έγραψε ένα ποίημα για τις συνήθειες που είναι σαν τις αλυσίδες των σκλάβων. Δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτή την έννοια του λαϊκού, από πάνω προς τα κάτω. Η λαϊκή γραφή δεν είναι πρόβλημα μορφής.

5. Οι ποιητές, φερέφωνα τον λαού

Ο λαός, που χρησιμοποιεί σαν φερέφωνά του μερικούς από τους ποιητές, απαιτεί να μεταφέρουν τα λόγια του, αλλά να μην τ' αλλάζουν. Απαιτεί να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά του, ολόκληρο το γιγαντιαίο πλέγμα των συμφερόντων του, από τα πιο φανερά, υπαρξιακά, μέχρι τα πιο κρυφά. Ενδιαφέρεται για τη μορφή του μυθιστορήματος τόσο λίγο και τόσο πολύ όσο και για τη μορφή του πολιτεύματος. Δεν πρόκειται για συντηρητισμό. Η συνέχιση της παράδοσης δεν είναι γι' αυτόν κάτι το ιερό, πότε - πότε γίνεται και με τρόπο ανίερο.

13 του Αυγούστου 1953

Για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό

Για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό δε θα 'πρεπε κανείς να μαθαίνει απλά και μόνο από τα έργα που υπάρχουν ή από τους τρόπους των παραστάσεων. Το κριτήριο δε θα έπρεπε να είναι αν ένα έργο ή μια παράσταση μοιάζει με άλλα έργα ή παραστάσεις που καταλογίζονται στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αλλά αν το έργο είναι σοσιαλιστικό και ρεαλιστικό.

1

Η ρεαλιστική τέχνη είναι αγωνιστική τέχνη. Καταπολεμά τις λαθεμένες αντιλήψεις για την πραγματικότητα και τις ενέργειες εκείνες που αντιτίθενται στα πραγματικά συμφέροντα της ανθρωπότητας. Καθιστά δυνατές τις σωστές απόψεις και δυναμώνει τις παραγωγικές ενέργειες.

2

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες τονίζουν το λογικό στοιχείο, το «γήινο» με την πλατιά έννοια, το τυπικό (ιστορικά σημαντικό).

3

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες τονίζουν τη στιγμή της γέννησης και της φθοράς. Σε όλα τους τα έργα σκέφτονται ιστορικά.

4

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες παρουσιάζουν τις αντιφάσεις στους ανθρώπους και στις σχέσεις μεταξύ τους και δείχνουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται αυτές οι αντιφάσεις.

5

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες ενδιαφέρονται για τις αλλαγές στους ανθρώπους και στις σχέσεις μεταξύ τους, για τις σταθερές και για τις αλματώδεις αλλαγές στις οποίες μεταβάλλονται οι σταθερές.

6

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες παρουσιάζουν τη δύναμη των ιδεών και τα υλικά θεμέλια των ιδεών.

7

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες είναι ανθρώπινοι, αυτό σημαίνει πως αισθάνονται φιλικά απέναντι στους ανθρώπους και πως παρουσιάζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δυναμώνουν τα σοσιαλιστικά κίνητρα. Δυναμώνουν με την πρακτική επισκόπηση στον κοινωνικό μηχανισμό και με το να γίνεται η ώθηση απόλαυση.

8

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες δεν παίρνουν ρεαλιστική θέση μόνο απέναντι στα θέματά τους, αλλά και απέναντι στο κοινό τους.

9

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες παίρνουν υπόψη τους το βαθμό μόρφωσης και την τάξη στην οποία ανήκει το κοινό τους, καθώς και την κατάσταση που βρίσκονται οι ταξικοί αγώνες.

10

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα από τη σκοπιά του εργαζόμενου πληθυσμού και των διανοουμένων που συνδέονται μαζί του, οι οποίοι είναι υπέρ του σοσιαλισμού.

Σοσιαλιστικός ρεαλισμός στο θέατρο

1

Σοσιαλιστικός ρεαλισμός σημαίνει μια πιστή στην πραγματικότητα απόδοση της συμβίωσης των ανθρώπων από τη σοσιαλιστική σκοπιά με τα μέσα της τέχνης. Η απόδοση γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνεται αποδεκτή η εξέταση του κοινωνικού μηχανισμού και να προκαλούνται σοσιαλιστικές ωθήσεις. Στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό το μεγαλύτερο μέρος της ευχαρίστησης που κάθε τέχνη πρέπει να εξασφαλίζει, είναι η ευχαρίστηση που προσφέρει η δυνατότητα καθοδήγησης της τύχης των ανθρώπων μέσω της κοινωνίας.

2

Το σοσιαλιστικό - ρεαλιστικό έργο τέχνης αποκαλύπτει τους διαλεκτικούς νόμους κίνησης του κοινωνικού μηχανισμού, των οποίων η γνώση διευκολύνει το χειρισμό της τύχης των ανθρώπων. Προσφέρει ευχαρίστηση στην ανακάλυψη και παρατήρησή τους.

3

Το σοσιαλιστικό - ρεαλιστικό έργο τέχνης παρουσιάζει χαρακτήρες και γεγονότα σαν κάτι το ιστορικό, το μεταβαλλόμενο και το αντιφατικό. Αυτό σημαίνει μια μεγάλη απότομη μεταβολή. Είναι απαραίτητο να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για νέα μέσα παρουσίασης.

4

Το σοσιαλιστικό - ρεαλιστικό έργο τέχνης ξεκινά από τις απόψεις της προλεταριακής τάξης και απευθύνεται σε όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Τους δείχνει την κοσμοθεωρία και τους σκοπούς της προλεταριακής τάξης, που ετοιμάζεται ν' ανεβάσει την παραγωγικότητα των ανθρώπων σε ανήκουστη μέχρι τώρα έκταση με μια νέα διαμόρφωση της κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση.

5

Η σοσιαλιστική - ρεαλιστική απόδοση παλιών κλασικών έργων ξεκινά από την αντίληψη ότι η ανθρωπότητα διαφύλαξε τα έργα εκείνα που διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά τις προόδους της για έναν όλο και πιο ισχυρό, πιο ευαίσθητο και πιο τολμηρό ανθρωπισμό. Η απόδοση τονίζει, λοιπόν, τις προοδευτικές ιδέες των κλασικών έργων.

Σημειώσεις:

1. Λαϊκότητα και ρεαλισμός. Η πραγματεία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1958 στο τεύχος 4 του περιοδικού «Ζιν Ουντ Φορμ», του Βερολίνου. Το κείμενο που δίνεται εδώ παίρνει υπόψη του μερικές χειρόγραφες διορθώσεις του Μπρεχτ οι οποίες έγιναν γνωστές λίγο αργότερα.

2. Το περιοδικό «Ντας Βορτ» χρωστά ιδιαίτερα στον Γκ. Λούκατς μερικές σημαντικά αξιόλογες πραγματείες που φωτίζουν την έννοια του ρεαλισμού αν και, κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός που δίνουν είναι κάπως πολύ στενός.

Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς1


Κάποτε αναρωτήθηκα γιατί ορισμένα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς έχουν κάτι που δεν είναι ικανοποιητικό, παρ' όλο που περιέχουν τόσα αξιοσπούδαστα πράγματα. Ο Λούκατς ξεκινά από μια υγιή αρχή, κι όμως κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εντύπωση ότι είναι κάπως ξένος προς την πραγματικότητα. Εξετάζει την πτώση του αστικού μυθιστορήματος από τα ύψη εκείνα που είχε κυριεύσει, όταν η αστική τάξη ήταν ακόμη προοδευτική. Μεταχειρίζεται ευγενικά τους σύγχρονους μυθιστορηματογράφους, στο μέτρο που αυτοί ακολουθούν τους κλασικούς του αστικού μυθιστορήματος, δηλαδή γράφουν τουλάχιστον ρεαλιστικά από την άποψη της μορφής. Ομως, δεν μπορεί να μη δει κι εδώ ακόμη την πτώση. Του είναι εντελώς αδύνατο να βρει σ' αυτούς ένα ρεαλισμό που να είναι εφάμιλλος με το ρεαλισμό των κλασικών σε βάθος, έκταση και επιθετικότητα. Αλλωστε, πώς θα μπορούσαν να υψωθούν πάνω από την ίδια τους την τάξη; Κι ακόμη υπάρχει, πρέπει να υπάρχει, και αποσύνθεση της μυθιστορηματικής τεχνικής. Δε σημαίνει πως υπάρχει μειωμένη τεχνική επιδεξιότητα, η τεχνική όμως αποκτά κάτι το παράξενα τεχνικό, κάτι το αυταρχικό, αν θέλετε. Ακόμη και στο ρεαλιστικό τρόπο δόμησης πάνω σε κλασικά πρότυπα εισχωρούν κάποια φορμαλιστικά στοιχεία. Υπάρχουν μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Ακόμη και οι συγγραφείς που διαπιστώνουν και καταπολεμούν την εκμετάλλευση, τη βαρβαρότητα και τη μηχανοποίηση του ανθρώπου μέσα από τον καπιταλισμό, δείχνουν να παίρνουν μέρος σ' αυτή την πράξη της εκμετάλλευσης, ενώ στις εξιστορήσεις τους φαίνονται να τον εξυψώνουν ελάχιστα, να τον κυνηγούν παθιασμένα μέσα από τα γεγονότα και να αντιμετωπίζουν την εσωτερική του ζωή σαν quantite negligeable [αμελητέα ποσότητα] και τα λοιπά. Κι αυτοί γίνονται ορθολογιστές, ας πούμε. Συμμετέχουν στις «προόδους» της φυσικής. Εγκαταλείπουν την αυστηρή αιτιότητα και προχωρούν στη στατιστική, εγκαταλείποντας το μεμονωμένο άνθρωπο, ακολουθώντας αυστηρά τη σχέση αιτίου και αιτιατού και μιλούν μόνο για μεγαλύτερες μονάδες. Και μάλιστα, με τον τρόπο τους, έχουν τον παράγοντα αβεβαιότητας του Σρέντινγκερ. Αφαιρούν από τον παρατηρητή την αυθεντία και την αξιοπιστία και κινητοποιούν τον αναγνώστη ενάντια στον εαυτό του, παρουσιάζοντας μόνο υποκειμενικές μαρτυρίες που χαρακτηρίζουν απλά αυτούς που τις αναφέρουν (Ζιντ, Τζόις, Ντέμπλιν). Μπορεί κανείς ν' ακολουθήσει τον Λούκατς σ' όλες αυτές τις παρατηρήσεις και να υπογράψει τη διαμαρτυρία του. Τώρα όμως ερχόμαστε στο θετικό, εποικοδομητικό, αξιωματικό μέρος της αντίληψης του Λούκατς. Με μια και μόνο κίνηση του χεριού του καθαρίζει απ' το τραπέζι την «απάνθρωπη» τεχνική. Γυρίζει πίσω στους προγόνους, εξορκίζει τους εκφυλισμένους απογόνους να προσπαθήσουν να τους φτάσουν. Οι συγγραφείς βρίσκονται λοιπόν μπροστά σ' έναν άνθρωπο που έχει χάσει τις ανθρώπινες ιδιότητές του; Σ' έναν άνθρωπο με κατεστραμμένο εσωτερικό κόσμο; Σ' έναν άνθρωπο που σ' όλη του τη ζωή θα καταδιώκεται με πάθος; Μειώθηκαν οι λογικές του ικανότητες; Πώς φαίνονται τώρα πια ασύνδετα τα πράγματα που συνδέονταν μεταξύ τους; Ετσι οι συγγραφείς πρέπει να μείνουν πιστοί στους παλιούς δασκάλους, να παραγάγουν πλούσια πνευματική ζωή, να σταματήσουν το ρυθμό των γεγονότων με την αργή διήγηση, να τοποθετήσουν και πάλι με την τέχνη τους τον άνθρωπο στο κέντρο των γεγονότων και τα λοιπά και τα λοιπά. Και οι κανονισμοί για την πραγματοποίηση γίνονται ψίθυροι. Είναι φανερό ότι οι προτάσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Κανένας άνθρωπος που θεωρεί τη βασική αντίληψη του Λούκατς σωστή, δε θα παραξενευτεί γι' αυτό. Δεν υπάρχει λοιπόν διέξοδος; Υπάρχει μία. Τη δείχνει η νέα ανερχόμενη τάξη. Δεν είναι παλινδρόμηση. Δε συνδέεται με το καλό παλιό, αλλά με το κακό νέο. Δεν πρόκειται για την κατάργηση της τεχνικής, αλλά για την τελειοποίησή της. Ο άνθρωπος δεν ξαναγίνεται άνθρωπος με το να διαχωριστεί από τη μάζα, αλλά με το να επανενταχθεί σ ' αυτήν. Η μάζα αποτινάσσει την κατάσταση της έλλειψης των ανθρώπινων ιδιοτήτων, κι έτσι ο άνθρωπος ξαναγίνεται άνθρωπος (όχι αυτός που ήταν πριν). Σ ' αυτόν το δρόμο πρέπει να βαδίσει η λογοτεχνία στην εποχή μας, όπου οι μάζες αρχίζουν να οδηγούνται σ' ό,τι πιο αξιόλογο και ανθρώπινο υπάρχει, όπου οι μάζες κινητοποιούν τους ανθρώπους ενάντια στην απανθρωποποίηση που φέρνει ο καπιταλισμός στη φασιστική του φάση. Η στιγμή της συνθηκολόγησης, της υποχώρησης, η ουτοπιστική και ιδεαλιστική στιγμή, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στα δοκίμια του Λούκατς και την οποία σίγουρα θα ξεπεράσει, είναι αυτό που κάνει τις αξιοσπούδαστες εργασίες του μη ικανοποιητικές, είναι αυτό που δίνει την εντύπωση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η απόλαυση κι όχι ο αγώνας, η διέξοδος κι όχι η προέλαση.

Σημείωση:

1. Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς. Στο περιοδικό «Ιντερνατσιονάλε Λιτερατούρ» δημοσιεύτηκαν από τον Γκέοργκ Λούκατς, εκτός από το άρθρο, που ήδη αναφέρθηκε, για τον εξπρεσιονισμό, μεταξύ άλλων και πραγματείες: «Διήγηση ή περιγραφή; Για τη συζήτηση πάνω στο νατουραλισμό και το φορμαλισμό» (τεύχος 11 και 12/1936), «Ο λέων Τολστόι και η ανάπτυξη του ρεαλισμού» (τεύχος 10 και 11/1938), «Αλληλογραφία ανάμεσα στην Αννα Ζέγκερς και τον Γκέοργκ Λούκατς» (τεύχος 5/1939), «Συγγραφείς και κριτικοί» (τεύχος 9 και 10/1939), «Λαϊκό βήμα ή γραφειοκράτης;» (τεύχος 1,2 και 3/1940). Στο περιοδικό «Ντας Βορτ» δημοσιεύτηκαν του Λούκατς: «Πνευματική φυσιογνωμία των καλλιτεχνικών μορφών» (τεύχος 4/1936), «Ο φασιστικοποιημένος και ο πραγματικός Μπίχνερ» (τεύχος 2/1937), «Η πτώση του αστικού ρεαλισμού» (τεύχος 6/1937), «Το ιδανικό του αρμονικού ανθρώπου στην αστική αισθητική» (τεύχος 4/1938), «Πρόκειται για το ρεαλισμό» (τεύχος 6/1938), «Η νεότητα του Βασιλιά Ερρίκου του 4ου» (τεύχος 8/1938), «Ο πληβείος ουμανισμός στην αισθητική του Τολστόι» (τεύχος 9/1938). Οι πραγματείες του Λούκατς, αφού κατά ένα μέρος δέχτηκαν επεξεργασία, εκδόθηκαν το 1955 στις εκδόσεις «Αουφμπαου» του Βερολίνου στο συνοπτικό τόμο «Προβλήματα ρεαλισμού». Ενα μέρος των εργασιών είχε ήδη εκδοθεί το 1948 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο με τίτλο «Δοκίμια για το ρεαλισμό» 

Πηγή: Ριζοσπάστης