Translate

Αλίκη Σχοινά - Η σύλληψή της και οι ανακρίσεις της στη Μέρλιν


*Απο το βιβλίο του Αντώνη Φλουντζή (Γιατρό του στρατοπέδου) "Χαϊδάρι - Κάστρο και Βωμός της Εθνικής Αντίστασης".

 

Η Αλίκη Σχοινά γράφει για τη σύλληψή της και τις ανακρίσεις της στη Μέρλιν

Παραθέτω αποσπάσματα από ένα χειρόγραφο - το πρώτο από γυναίκα - που μου έδωσε η κ. Αλίκη Σχοινά - Γαλανοπούλου με αναμνήσεις από τους αγώνες της, προ και μετά τη σύλληψή της, γιατί δίνουν ζωντανές εικόνες της φοβερής πραγματικότητας κατά την κατοχή, ιδίως εκείνες που περιγράφουν τα μαρτύρια που τράβηξε στη Μέρλιν, καθώς και τις τραγικές συνθήκες της παραμονής της στο «15» και στην αυστηρή απομόνωση γυναικών στο «16».


Η Αλίκη Σχοινά, μια μετρίου αναστήματος, πολύ όμορφη και με γερό αθλητικό σώμα νέα γυναίκα, υπάλληλος του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας, πήρε δραστήριο μέρος στην πάλη του λαού μας για τη λευτεριά του από την πρώτη μέρα της Ιταλικής εισβολής και αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο από την υπηρεσία της χρόνο στα Νοσοκομεία, σαν εθελόντρια 
αδελφή του ΕΕΣ ή πλέκοντας κάλτσες και φανέλες για τους φαντάρους του μετώπου. Και έπειτα από τις πρώτες μέρες της κατοχής, πλάι στο μόχθο για τη συντήρηση της πολυμελούς οικογένειάς της, πήρε ενεργό μέρος στην οργάνωση των συσσιτίων του Ορειβατικού Συνδέσμου, που ήταν μέλος του από το 1933, για τα άπορα εργαζόμενα παιδιά και έπαιξε σοβαρό ρόλο στους αγώνες των υπαλλήλων του Υπουργείου της και γενικότερα των Δημοσίων Υπαλλήλων για την επιβίωσή τους και στην οργάνωση της Εθνικής Αλληλεγγύης για τη βοήθεια εκείνων που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Τον αγώνα της αυτό τον συνέχισε με όλο και αυξανόμενη δραστηριότητα ως τη μέρα της σύλληψής της. Έπαιρνε μέρος σ' όλες τις απεργίες των Δημοσίων Υπαλλήλων, καθώς και σ' όλες τις εκδηλώσεις και συλλαλητήρια. Έθετε μάλιστα στη διάθεση όσων την εμπιστεύονταν, ανεξάρτητα από την παράταξη που ανήκαν, τη γραφομηχανή και τον πολύγραφο που διέθετε, για να γράφει προκηρύξεις και ό,τι άλλο αντιστασιακό υλικό χρήσιμο για τη διαφώτιση και την κινητοποίηση των Δημοσίων Υπαλλήλων και του Ελληνικού Λαού:

«Την εποχή εκείνη και επί Κυβερνήσεως Ράλλη, γράφει, είχαν διορισθεί πολλοί άνθρωποι της Ειδικής Ασφάλειας σ' όλα τα Υπουργεία, που άλλη δουλειά δεν είχαν παρά να παρακολουθούν και να καταδίνουν τους δημοσίους υπαλλήλους. Ένας από αυτούς ένα πρωί, αρχές Απρίλη του 44, αν δε γελιέμαι, είδε τη συνάδελφό μου Δόμνα Ποιμενίδου να δακτυλογραφεί, πριν από την ώρα της υπηρεσίας, μια αναφορά των υπαλλήλων του Υπουργείου μας για τη βελτίωση του συσσιτίου και του μισθού μας. Τηλεφώνησε αμέσως στην Ειδική Ασφάλεια του Λάμπου. Ήρθαν και την έπιασαν επ' αυτοφόρω. Την ίδια μέρα έκαμαν έρευνα στο σπίτι της και στο στρώμα της βρήκαν μερικά ένσημα της Ε.Α. Που τα φύλαγε για ενθύμιο.
Επειδή την αναφορά, καθώς και τα ένσημα, της τα είχα δώσει εγώ, κρύφτηκα ώσπου να δω πού θα καταλήξει η υπόθεση. Φυλαγόμουνα 25 μέρες περίπου. Η απουσία μου από την υπηρεσία δεν έγινε αντιληπτή χάρη στον εξαίρετο προϊστάμενό μου που με δικαιολογούσε. Όταν έμαθα πως η Δόμνα έμενε στην Ειδική Ασφάλεια, χωρίς να ανακριθεί και να κακοποιηθεί, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην υπηρεσία μου». 


Η σύλληψη και η πρώτη ανάκρισή μου


«Ύστερα από 20 μέρες περίπου, το πρωί στις 26 του Μάη 1944, ημέρα Παρασκευή, με φώναζε με τον κλητήρα ο Διευθυντής μου. Ανύποπτη για το τι με περίμενε μπήκα στο γραφείο του έχοντας στις τσέπες της φούστας μου τέσσερα παράνομα σημειωματάκια σε τσιγαρόχαρτο. Μόλις μπήκα σηκώθηκε ένας με πολιτικά, με μπάυρον πουκάμισο, μελαχροινός με ψαρά μαλλιά, με μια φυσιογνωμία έκφυλη και μου λέει: “Εδώ Γερμανική Αστυνομία”. Με ρωτάει πώς λέγομαι και με διατάζει να τον ακολουθήσω αμέσως. Χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου, του λέω: "Ασφαλώς κάποιο λάθος θα κάνετε, τι δουλειά έχω εγώ με τη Γερμανική Αστυνομία;”. “Όχι, συλλαμβάνεσαι και η ανάκριση θα το δείξει”.»


Βγαίνοντας από το Γραφείο του Διευθυντή, πέρασα από το γραφείο μου να πάρω την τσάντα μου. Δεν πρόλαβα. Την άρπαξε αυτός. Ευτυχώς και δε μ' έψαξε εκείνη τη στιγμή. Την ώρα που φεύγαμε έμπαινε ο Προϊστάμενός μου και με ρώτησε πού πάω. Δεν πρόλαβα ν' απαντήσω. “Αν απαντήσεις θα τον πυρο βολήσω” μου λέει και βγάζει το πιστόλι του. Στην έξοδο συνάντησα τον μέλολοντα σύζυγο της αδελφής μου. Την ίδια ερώτηση μου 'κανε κι αυτός. Ακολούθησε η ίδια απειλή κι έτσι έφυγα με συνοδεία, μη τολμώντας να μιλήσω σε κανένα συνάδελφο, που με παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Στην είσοδο του Υπουργείου στην οδό Βασ. Ηρακλείου (το Υπουργείο μας στεγαζόταν τότε πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο) ήταν σταματημένη μια ωραία κουρσίτσα αεροδυναμική. Στο τιμόνι ήταν καθισμένος ένας Γερμανός και δίπλα του άλλος μ' ένα αυτόματο στο χέρι. Στο πίσω κάθισμα, πίσω από το σωφέρ κάθησα εγώ και δίπλα μου ο συνοδός και μέλλων διερμηνέας μου σ' όλες τις ανακρίσεις και βασανιστήρια που επακολούθησαν. ΄Αρχισε να τρέχει δαιμονισμένα. Δεν είχα ιδέα πού με πήγαιναν και το τι με περίμενε. Αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στα σημειώματα. Με κάθε θυσία έπρεπε να τα ξεφορτωθώ. Έκαμα ότι τρέχει η μύτη μου. Ζητώ το μαντιλάκι μου από την τσάντα μου που κρατούσε ο συνοδός μου.


Μου το δίνει. Κάνω πως καθαρίζω τη μύτη μου και το βάζω στη δεξιά τσέπη της φούστας μου. Φουχτώνω τα δύο σημειωματάκια με το μαντήλι. Ξαναβγάζω το χέρι μου, το παίζω δήθεν νευρικά και το πασσάρω στο αριστερό χέρι. Το ακουμπάω στο παραπέτο της κούρσας και με τρόπο, χωρίς ν' αφήσω το πολύτιμο αυτό μανδηλάκι, αφήνω να πέσουν τα χαρτάκια. Με τον ίδιο τρόπο, πάλι καθαρίζοντας δήθεν τη μύτη μου, ξεφορτώθηκα και τ' άλλα δύο που είχα στην αριστερή μου τσέπη. Όλα αυτά είχαν γίνει πριν φθάσουμε στη στροφή Κανάρη.


Ησύχασα για λίγο. Σκέφτηκα τότε να πετάξω και τη βέρα των αρραβώνων μου.
Δεν πρόλαβα. Με δυο απότομες στροφές, που παρ' ολίγο να πεταχτώ έξω από το αυτοκίνητο, μια αριστερά και μια δεξιά, βρεθήκαμε στην είσοδο της Μέρλιν. Εκεί με παρέλαβε ο Γερμανός με το αυτόματο και με οδήγησε, περνώντας με από κάτι ημισκότεινους διαδρόμους, σ' ένα δωμάτιο και με παρέδωσε σε μια γυναίκα. Με υποδέχτηκε με χυδαίες βρισιές. Με διέταξε να ξεγυμνωθώ. Από τη φρασεολογία της κατάλαβα ότι ήταν Ελληνίδα κατωτάτης υποστάθμης. Αφού έψαξε καλά τα ρούχα μου, ακόμη και τις ραφές, πρόσεξε τη βέρα μου και ζήτησε να της την παραδώσω. Μετά μου είπε να ντυθώ κι άρχισε να συμπληρώνει ένα φύλλο χαρτί με το γενεαλογικό μου δέντρο.

Αυτός ήταν ο πρώτος εξευτελισμός από Ελληνίδα, μάλιστα. Μετά με παρέ δωσε στο Γερμανό με το αυτόματο που περίμενε. Αυτός με οδήγησε σ' ένα μπουντρούμι θεοσκότεινο, διαστάσεων το πολύ 0,80 Χ 0,80 μ. σαν πηγάδι πα νύψηλο και καταβρώμικο. Στην πόρτα είχε ένα συρταρωτό παραθυράκι. Μέσα και δεν άκουα παρά φωνές πόνου, βογγητά και τις αγριοφωνάρες των Γερμανών.

Ο σκοπός μου δε απ' έξω άνοιγε κάθε τόσο το παραθυράκι της πόρτας και με φοβέριζε, κάνοντας διάφορους μορφασμούς.



Η 1η ΑΝΑΚΡΙΣΗ


Θα έμεινα κει μέσα 15-20 λεπτά. Με βρισιές και σπρωξιές με οδήγησε στο Β΄ όροφο και μ' έστησε στο διάδρομο σε στάση προσοχής με το πρόσωπο στον τοίχο. Σε λίγο μ' έσπρωξε μέσα σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο, όπου υπήρχαν δύο γραφεία το ένα απέναντι στο άλλο, ένα τζάκι, μια - δυο καρέκλες κι ένα ραδιό φωνο στην αριστερή γωνιά μπαίνοντας. Στο αριστερό γραφείο ήταν καθισμένος ένας ξανθός Γερμανός με σκληρά χαρακτηριστικά, που έκανε ότι ασχολείται με κάτι φωτογραφίες και διάβαζε δήθεν ένα γράμμα. Στο δεξιό ήταν ένας μελαχροι νός αξιωματικός με κανονικά χαρακτηριστικά, ομορφάνθρωπος. Σου έδινε την εντύπωση ευγενικού και διανοούμενου ανθρώπου, καθώς και ο «Έλληνας» που μ' είχε συλλάβει. Αυτός έκανε χρέη διερμηνέα. Μετά την αποφυλάκισή μου, έμαθα ότι τον έλεγαν Αντωνιάδη και ήταν από την Καισαριανή.
Άρχισε η ανάκριση με τον δεξιό, τον καλό ας πούμε, και τότε μόνο κατάλαβα από πού προέρχεται η κατηγορία που έγινε αφορμή να με συλλάβουν. ΄Αρχισαν από την αναφορά που είχα δώσει στη Δόμνα Ποιμενίδου: να τους πω ποιος μου την έδωσε, τους συνεργάτες μου, σε ποια οργάνωση ανήκα κλπ. Κλπ.


Τους είπα ότι δεν ανήκω σε καμιά οργάνωση, δεν ανακατωνόμουν σε τέτοιες παράνομες ενέργειες και κοίταζα μόνο τη δουλειά μου στην Υπηρεσία που εργαζόμουν. Ότι την αναφορά μου την έδωσε ένας συνάδελφος στον Συνεταιρισμό και με παρακάλεσε να τη δώσω σε καμιά δακτυλογράφο να την καθαρογράψει.
Τον άνθρωπο αυτόν τον γνωρίζω μόνο στην όψη. Τότε για τρομοκρατία άρχισαν να με χαστουκίζουν μια ο διερμηνέας και μια ο εξ αριστερών Γερμανός, τόσο δυνατά που πετιόμουν από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη, λέγοντάς μου συνέχεια: “Σπρέχεν”, “Σπρέχεν” (Μίλα - Μίλα)... Τους εξήγησα ότι απ' ό,τι θυμούμαι δεν έγραφε τίποτε το επιλήψιμο αυτή η αναφορά και ότι, αν την έχουν, θα δουν και οι ίδιοι, ότι ζητούσαμε από τον Υπουργό Οικονομικών βελτίωση του συσσιτίου μας και αύξηση του μισθού, διότι πράγματι πεινούσαμε. Νομίζω ότι ήταν μια νόμιμη ενέργεια. Αυτοί σε απάντηση μου έλεγαν ότι όλες αυτές οι ενέργειες ήταν κομμουνιστικές.

Τότε μου ξεφούρνισαν και την ιστορία με τα ένσημα της Ε.Α. που είχε βρει η Ειδική Ασφάλεια στο σπίτι της Δόμνας Ποιμενίδου. “Αυτά τι είναι; Μήπως κι αυτά δεν είναι κομμουνιστικά. Μίλησε γρήγορα ποιος στα έδωσε, άλλως δεν πρόκειται να βγεις απ' εδώ ζωντανή". Και πάλι χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου (πού τη βρήκα τόση ψυχραιμία!) τους είπα ένα παραμύθι πως μου τα έδωσε μια άγνωστή μου κοπέλα σε μια εκδρομή. Άρχισαν να φωνάζουν και περισσότερο απ' όλους ο διερμηνέας μου, ο οποίος επαναλάμβανε τη λέξη “κομμουνισμ” χωρίς να την ακούω από τους Γερμανούς. Με ρωτούσαν το όνομα της κοπέλας που μου τα έδωσε, χτυπώντας με με γροθιές και μπάτσους. Τους λέω τότε ένα φανταστικό όνομα “ΝΙΝΑ”, έτσι άκουσα ότι τη φώναζαν. “Το επίθετό της” δεν το ξέρω και ούτε ποτέ άλλοτε τη συνάντησα σε άλλη εκδρομή. Θα 'ταν από κανένα άλλο Υπουργείο. Σε απάντηση μου λένε:


– Τι νομίζεις ότι μπορείς να μας κοροϊδεύεις εσύ; Θα σε κάνουμε να μιλήσεις με άλλο τρόπο, αφού δε θέλεις με το καλό.
Κάτι είπαν μεταξύ τους και τότε ο διερμηνέας με έσπρωξε μπρος στο γρα- φείο του “καλού ανακριτή. Άρχισε με το καλό, λέγοντάς μου πολύ κολακευτικά λόγια, π.χ. ότι φαίνομαι από αριστοκρατική οικογένεια, ότι είμαι πολύ όμορφη και καλή κοπέλα και θα 'ταν κρίμα να με βασανίσουν χωρίς λόγο και να πεθάνω έτσι νέα. Πες μου εμένα ό,τι ξέρεις, ονόματα κλπ. κλπ. Του απάντησα κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια, με ήρεμη φωνή και χωρίς την παραμικρή ταραχή. "Ο,τι σας είπα είναι πέρα για πέρα αληθινά". Τότε βγάζει από το μεσαίο συρτάρι του ένα περίστροφο και το προτείνει σε απόσταση 0,20 μ. περίπου από μένα και μου λέει: “Θα μετρήσω μέχρι το τρία, αν δε μιλήσεις θα σε σκοτώσω, τη δε μάνα σου, τ' αδέρφια σου (3 αγόρια και μια αδερφή), καθώς και τον αρραβωνιαστικό σου θα τους στείλουμε στη φυλακή”. Του απάντησα, πάντα κοιτάζοντάς τον κατάματα και ψύχραιμα: “Όλοι αυτοί δε φταίνε σε τίποτε και ότι θα ξαφνιαστούν, αν μάθουν ότι βρίσκομαι εδώ. Αν πάλι νομίζετε ότι σας λέω ψέματα, κάντε ό,τι θέλετε. Έχετε τη δύναμη, εγώ δεν είμαι τίποτε. Είμαι αθώα και το κρίμα στο λαιμό σας”. Αρχισε να μετρά αργά - αργά και κάθε τόσο μου έλεγε τη λέξη “Σπρέχεν”. Παρ' όλα αυτά δεν έχασα την ψυχραιμία μου, είχα πάρει πια την απόφαση να πεθάνω. Εξακολουθούσα να τον κοιτάζω μέσα στα μάτια, χωρίς καν να κουνηθώ από τη θέση μου. Όταν έφτασε στο τρία, δεν πρόλαβε να το πει όλο, με μια νευριασμένη κίνηση πετά το περίστροφό του στο μισάνοιχτο συρτάρι, πατά δεξιά και αριστερά κάτι κουδούνια, σηκώνεται και φεύγει. Αμέσως μπαίνουν μέσα δυο ανθρωπόμορφα τέρατα, “γορίλες”. 

Ο Γερμανός που ήταν καθισμένος αριστερά σηκώνεται, ανοίγει το ραδιόφωνο στη μεγαλύτερη ένταση και φεύγει με το διερμηνέα. Στο αντίκρισμα αυτών των τεράτων φαίνεται τρόμαξα τόσο πολύ που άρχισα να τρέχω γύρω από τα γραφεία, ν' αναποδογυρίζω διάφορα πράγματα και καρέκλες. Αυτοί με κυνηγούσαν ξέφρενα φωνάζοντας, ώσπου με έπιασαν από τα μαλλιά (ήταν μακριά), με πήγαν στο μέσο του δωματίου κι άρχισαν και οι δύο με ημισυρμάτινους βούρδουλες να με χτυπούν αλύπητα χωρίς ανάσα. Παρ' όλα αυτά κι όσο είχα ακόμη δυνάμεις, τους ξέφυγα δυο φορές. Την πρώτη, για να μη τους ξαναφύγω, ο ένας με κρατούσεαπό τα μαλλιά και ο άλλος μ' έδερνε. Τη δεύτερη φορά ο άλλος σοφίστηκε να με κρατά με μια πετσέτα που έστριψε γύρω από το λαιμό μου τόσο σφιχτά, που παρά λίγο να πνιγώ και ο άλλος με χτυπούσε με το βούρδουλα. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, μπήκε ο "σκληρός" ανακριτής με το διερμηνέα κι άρχισε πάλι την ανάκριση από την αρχή. Του επανέλαβα τα ίδια. Η γλώσσα μου κολλούσε. Το στόμα μου στεγνό. Τους ζήτησα νερό, δε μου έδωσαν. Παρ' όλα αυτά δεν έπεσα ούτε σε μια αντίφαση. Έφυγαν εξαγριωμένοι και οι δυο τους, απειλώντας μου ότι δε θα φύγω ζωντανή απ' εδώ μέσα, αν δε μιλήσω. Τότε μπήκαν άλλα δυο ανθρωπόμορφα τέρατα, πιο σκληροί από τους πρώτους, κι άρχισαν τώρα να με χτυπούν, ενώ οι άλλοι δύο που είχαν κουραστεί (!!) μου έδιναν μόνο γροθιές σ' όλο το σώμα εκτός από το κεφάλι. Αρκετή ώρα μετά ξαναμπαίνει ο ίδιος ανακριτής με το διερμηνέα. Πάλι ανάκριση. Πάλι οι ίδιες απαντήσεις. Ήταν αδύνατο να μιλήσω. Έβγαζα αφρούς πηχτούς από το στόμα.

Τους ζήτησα λίγο νερό. Πάλι δε μου 'δωσαν. Φεύγουν. Δεν μπορούσα πια να σταθώ στα πόδια μου, έπεφτα κάτω στο πάτωμα. Εξακολουθούσαν να με χτυπούν και οι τέσσερις μαζί. Τότε, ίσως για να μη σκύβουν, σκέφτηκαν να με βάλουν μπρούμυτα πάνω σε μια πλαγιασμένη καρέκλα και για να μην πέφτω την κρατούσε ο ένας απ' αυτά τα κτήνη. Οι άλλοι τρεις μ' έδερναν σ' όλο το κορμί και ιδίως από τη μέση και κάτω. Τότε έγινε ένα θαύμα! Δεν ένιωθα πια κανένα πόνο. Σταμάτησα να βογγώ. Έκλεισαν το ραδιόφωνο – δεν το χρειάζονταν πια. Το μυαλό μου όμως δούλευε, άκουα τις βουρδουλιές κι απορούσα. Στην αρχή μάλιστα νόμιζα ότι σπάζουν κανένα δέντρο κι ότι δε χτυπούν εμένα. Ακριβώς τον ίδιο γδούπο θυμάμαι άκουα παλιά, όταν πήγαινα εκδρομές στο βουνό και συναντούσαμε κανένα ξυλοκόπο.


Αμέσως, όμως, συνειδητοποίησα ότι χτυπούν εμένα. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω αυτό το φαινόμενο. Ίσως οι επιστήμονες θα μπορέσουν να δώσουν την εξήγηση. Σε λίγο ξαναμπαίνει ο ανακριτής με το διερμηνέα. Και ξανά πάλι οι ίδιες ερωτήσεις. Δεν ήμουν πια σε θέση να μιλήσω, ενώ το μυαλό μου δούλευε κανονικά. Μόνο τους κοίταζα ακουμπισμένη στον τοίχο και για να μην πέσω με κρατούσε ο διερμηνέας. Τότε μου είπαν ότι για λίγο θα μ' αφήσουν να σκεφτώ, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες απειλές. Πράγματι, με τη βοήθεια ενός σκοπού με κατέβασαν στο ίδιο κελί “πηγάδι”.


Στο διάστημα που ήμουν εκεί μέσα άκουσα γυναικείες ομιλίες. Τότε ζήτησα από το σκοπό που ήταν έξω από το κελί μου να πάω στην τουαλέτα. Είχα την αγωνία μήπως πραγματοποίησαν την απειλή τους και συνέλαβαν τους δικούς μου. Τρικλίζοντας και πιάνοντας τον τοίχο πήγα. Ήταν ένα τούρκικο και βρώμικό WC. Εκεί κοντά είχε μια βρύση. Δεν πρόλαβα να πιω μια γουλιά με τη φούχτα μου και με σπρώχνει ο σκοπός βρίζοντας προς το κελί. Βγαίνοντας και ξαναμπαίνοντας στο κελί, πρόλαβα να δω τις γυναίκες. Δεν είδα κανέναν από τους δικούς μου.

Αν είχαν πραγματοποιήσει την απειλή, ήμουν οριστικά χαμένη. Έφτανε μόνο το ξεσφράγιστο ραδιόφωνο για να τους συλλάβουν όλους. Στο σπίτι είχα 17 δέματα της Ε.Α. που θα τα μοίραζα κείνο το απόγευμα με το ποδήλατο του αδελφού μου. Προορίζονταν γι' άπορες και απορφανισμένες οικογένειες των Δημ. Υπαλλήλων, ανεξάρτητα σε ποια παράταξη κι αν ανήκαν οι προστάτες τους.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα επεισόδιο μετά την απελευθέρωση, που δεχόμουν συγχαρητήρια γι' αυτό που έκανα κατά την κατοχή και μετά την απελευθέρωση από τους "υπερεθνικόφρονας” υπαλλήλους του Υπουργείου.
Εκτός των ανωτέρω, είχα κάτω από το χαρτί του συρταριού μου της σιφονιέρας όλες τις διευθύνσεις των θυμάτων που βοηθούσαμε. Σ' άλλο εντοιχισμένο ντουλάπι που χρησίμευε για μάλλινα, είχα καταχωνιάσει ένα χοντρό ντοσιέ που είχα πάρει 2-3 μέρες πριν από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου, για να βγάλω περίληψη των καταστροφών γενικά που προξενούσαν τα στρατεύματα Κατοχής σ' όλη την Ελλάδα. Τα σημειώματα αυτά διοχετεύονταν στο Συμμαχικό Στρατηγείο του Βουνού. Για όλα αυτά κι άλλες ενέργειές μου δεν ήξεραν τίποτε οι δικοί μου, εκτός από τα δέματα που μοίραζα. Σ' αυτή τη δουλειά των δεμάτων με βοηθούσαν εκτός από ορισμένους συναδέλφους και τ' αδέλφια μου, ιδίως ο μεγαλύτερος αδελφός μου Σταύρος (γεωπόνος) που την εποχή εκείνη είχε περιβόλι στην Καλλιθέα.


Όπως έμαθα, όταν απελευθερώθηκα από το Χαϊδάρι, δεν πήγαν για έρευνα, ούτε καν τους ενόχλησαν. Τα μόνα που εξαφάνισαν οι δικοί μου ήταν το ραδιόφωνο και τα δέματα την ίδια μέρα αμέσως μετά τη σύλληψή μου. Τα δέματα τα διέλυσε η αδελφή μου Σόνια, που εργαζόταν κι αυτή στην ίδια Διεύθυνση με μένα και δεν κοιμόταν σπίτι γι' αρκετό καιρό. Όλα τα υπόλοιπα, διευθύνσεις θυμάτων, ντοσιέ, τα βρήκα εκεί που τα είχα αφήσει ανέπαφα. Το ντοσιέ το επέστρεψα πίσω στο Υπουργείο, όταν ξαναπήγα μετά την αποφυλάκισή μου. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω γιατί δεν πήγαν για έρευνα στο σπίτι, πράγμα που συνήθιζαν. Ίσως είχαν άλλες φουρτούνες σπουδαιότερες ν' αντιμετωπίσουν.


Δεν πέρασε μισή ώρα και με ξανανεβάζουν στο ίδιο ανακριτικό γραφείο.
Αυτή τη φορά ήταν μόνο ο “σκληρός” ανακριτής με το διερμηνέα. Τον “δεξιό", τον “καλό”, δεν τον ξανάδα ούτε στις επόμενες ανακρίσεις μου. Τι απέγινε δεν ξέρω. Όπως έμαθα αργότερα, όταν ήμουνα στο Στρατόπεδο, ήταν Αυστριακός και τις ίδιες εντυπώσεις είχε αφήσει και σε άλλες κρατούμενες. Πάλι οι ίδιες ερωτήσεις, πάλι το ίδιο παραμύθι εγώ, το είχα μάθει πια τόσο καλά που δεν έχανα ούτε ένα “και”. Πάλι ξύλο μετά μουσικής. Φτου κι απ' την αρχή, μέχρι αναισθησίας. Πάλι το ίδιο φαινόμενο. Δεν πονούσα σαν να μου 'χαν κάνει τοπική αναισθησία. Στο μυαλό τα 'χα τετρακόσια. Με χτυπούσαν μέχρι το απόγευμα αργά, δηλ. από το πρωί στις 11 μέχρι τις 6 μ.μ., με μισή ώρα διακοπή μόνο. Με κατέβασαν υποβαστάζοντάς με σ' ένα δωμάτιο δίπλα από το “πηγάδι”.


Εκεί βρήκα κι άλλες γυναίκες καθισμένες σε δυο πάγκους, τον ένα απέναντι στον άλλο. Μ' έκαναν τόπο να καθίσω. Είχα τα χάλια μου. Έτρεχαν αίματα από τα πόδια μου. Οι γάμπες μου είχαν σκάσει σαν παραγινωμένο καρπούζι σε τρία σημεία μήκους από 4 ως 6 εκατοστά σε βάθος πάνω από ένα εκατοστό. Ήμουνα κατάμαυρη με χαρακιές αιμάτινες. Με πονούσε όλο μου το κορμί. Ζήτησα λίγο νερό να βρέξω το στόμα μου. Με συνόδευσε ο σκοπός μέχρι τη βρύση, όπως πάντα βιαστικός. Πρόφτασα κι έβρεξα το μαντηλάκι μου για να πλύνω τις πληγές μου κάπως. Μόλις και πρόλαβα. Μας έβγαλαν όλες τις γυναίκες από το δωμάτιο. Όλες ήταν Ελληνίδες. Μόνο καναδυό Ισραηλίτισσες. Οι περισσότερες δεν είχαν εμφανή ίχνη βασανισμού. Τις μετέφεραν στο Χαϊδάρι από άλλες φυλακές. Μας παρέταξαν σ' ένα χωλ κοντά στην είσοδο της Μέρλιν κι άρχισαν να φωνάζουν ονόματα. Μια - μια, με συνοδεία Γερμανού με αυτόματο, ανεβαίναμε στο σταματημένο καμιόνι “κλούβα”. Εγώ δυσκολεύτηκα να μπω. Με τη βοήθεια του Γερμανού από πίσω και των ανδρών από μέσα τα κατάφερα. Κούρνιασα σε μια γωνιά χωρίς να μιλώ, ώσπου να φτάσουμε στο Χαϊδάρι.


Σημείωση: Παρόλο που πέρασαν 31 χρόνια, τα σημάδια στα πόδια μου φαίνονται ακόμη. Μόνο τα σημάδια από τους καρπούς των χεριών μου, που έγιναν από το συρματόσχοινο της τροχαλίας (3η ανάκριση) έσβησαν ύστερα από αρκετά χρόνια από την αποφυλάκισή μου.

Η 2η ΑΝΑΚΡΙΣΗ


Την 1η του Ιούνη το πρωί, την ώρα που μου έφερε ο σκοπός το ψωμί στο κελί 24, μου είπε κάτι στα Γερμανικά. Το μόνο που κατάλαβα ήταν το “Μέρλιν στράσσε σιξ”. Ρώτησα τον κυρ-Ανδρέα που 'ταν κοντά του. Μου είπε να ετοιμαστώ γι' ανάκριση στη Μέρλιν. Πάλι άρχισε η αγωνία. Μήπως έπιασαν τους αγαπημένους μου κλπ. Προσπαθούσα να ηρεμήσω, να συγκεντρωθώ πώς θα αντιμετωπίσω αυτά τα κτήνη. Έκοβα βόλτες στο κελί μου σαν αυτόματο. Περνούσαν οι ώρες και δεν έρχονταν να με πάρουν. Έχασα την υπομονή μου και χτύπησα την πόρτα σιγά. 'Ανοιξε αμέσως το παραθυράκι ο κυρ Ανδρέας, σαν να όταν απ' έξω και παρακολουθούσε την αγωνία μου. Τι συμβαίνει, του λέω, γιατί δεν έρχονται; Μου λέει: “ανεβλήθη η ανάκριση για αύριο. Έχουν κάποια γιορτή σήμερα”.


Την επομένη 2-6-44 πρωί - πρωί με φόρτωσαν σε μια κλούβα μαζί με λίγους άνδρες και 2-3 γυναίκες και ξεκινήσαμε για τη Μέρλιν. Εμπρός από την κλούβα προηγείτο ένα μικρό αυτοκίνητο και πίσω μας ακολουθούσε άλλο ανοιχτό με την κλούβα οπλισμένους Γερμανούς. Ήμουν όρθια γεμάτη περιέρχεια να δω ποια διαδρομή ακολουθούμε. Όταν φτάσαμε στην Ομόνοια και πριν πάρουμε τη Σταδίου, δεν πίστευα στα μάτια μου. Είδα τον αρραβωνιαστικό μου. Αυθόρμητα, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες φώναξα: Γιώργη! Αμέσως βρέθηκα χάμω στο καμιόνι, από κάποιον που με τράβηξε και μου βούλωσε το στόμα με το χέρι του. “Θα μας κάψεις όλους” μου λέει, “αφορμή ζητούν”. Τους ζήτησα συγνώμη. Έτσι, ησύ χασα γι' αυτόν. Τι γίνεται όμως με τους άλλους αγαπημένους μου;


Διαλύθηκε κι αυτή η αγωνία, όταν μ' ανέβασαν στο ίδιο ανακριτικό γραφείο. Είδα να στέκεται κοντά στο τζάκι μια οικογενειακή μας φίλη, που την έλεγαν Νίνα Π. Με ρωτούν αν είναι αυτή η Νίνα. “Όχι”, τους λέω. Το όνομα και τη διεύθυνσή της το βρήκαν στην ατζέντα μου. Εκείνη μόλις με είδε, μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Τη ρώτησαν τι ξέρει για μένα, για τα φρονήματά μου και από πότε με γνωρίζει. Είπε τα καλύτερα λόγια που θα μπορούσε να πει, καθώς και για την οικογένειά μου. Μετά την άφησαν ελεύθερη. Αρχισε πάλι η ανάκριση με τον “σκληρό” Γερμανό ανακριτή και τον ίδιο διερμηνέα. Επανέλαβα τα ίδια χωρίς να πέσω σε καμιά αντίφαση. Πάλι ξύλο μετά μουσικής μέχρι το μεσημέρι από τα ίδια ανθρωπόμορφα κτήνη. Το μεσημέρι με κατέβασαν πάλι στο ίδιο δωμάτιο κάτω, όπου βρήκα κι άλλες γυναίκες. Μείναμε σ' αυτό το δωμάτιο μέχρι την ώρα που μας φόρτωσαν στην κλούβα για το Χαϊδάρι. Η πόρτα του δωματίου ήταν πάντα ανοιχτή και μας φύλαγε ένας Γερμανός με το όπλο. Κείνη τη μέρα είδα με τα μάτια μου έναν Έλληνα να χτυπά βάρβαρα και να βρίζει μια γυναίκα. Ακουσα που της έλεγε να μαρτυρήσει πού είναι κρυμμένοι οι δικοί της και πού έχει κρυμμένες τις λίρες. Σέρνοντας την πέρασε μπρος από την ανοιχτή πόρτα μας και την έριξε μέσα στο “πηγάδι” που είχαν βάλει κι εμένα την πρώτη μέρα. Μέσα στην κλούβα, κατά την επιστροφή μας στο Χαϊδάρι, ήταν ένα παλικάρι πολύ χτυπημένο και με το δεξιό του μάτι χυμένο τελείως. Τον ρώτησα πώς το έπαθε. Μου είπε τον χτύπησαν στο μάτι με κάτι σκληρό, καθώς και ολόκληρο το κορμί του. Τότε ένας άλλος που 'ταν το πουκάμισό του ματωμένο τ' ανοίγει και μου δείχνει το στήθος του. Είχε μια τρύπα όσο η κάννη ενός όπλου γεμάτη αίματα μαυροκόκκινα ακριβώς στο μέσο του στήθους. Τότε πιάσαμε συζήτηση για την αντοχή του ανθρώπου στο σωματικό πόνο, καθώς και για τον άνθρωπο κτήνος που μπορεί να ξεπεράσει σε θηριωδία το ζώο.


Η 3η ΑΝΑΚΡΙΣΗ – ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΑΛΙΑ


Δυο-τρεις μέρες πριν από την τελευταία ανάκριση της Μέρλιν, άρχισε να με πονά πολύ ένας τραπεζίτης της επάνω σιαγόνας. Είχα φοβερούς πόνους, κόντευα να τρελαθώ. Σε κάθε ερχομό του σκοπού ζητούσα ασπιρίνη. Μια - δυο φορές μου έφερε από ένα χαπάκι. Στο δέμα κείνης της βδομάδας που έστειλα τα λερωμένα σπίτι μου, έγραψα να μου στείλουν Utraseptil. Ποτέ δεν έλαβα κάτι τέτοιο.
Έτσι πρησμένη με φρικτούς πόνους, άυπνη από μέρες όπως ήμουν με πήραν ένα πρωινό στις 30-6-44 γι' ανάκριση. Με πήγανε στο «15» κι από κει πάλι στη Μέρλιν. Αυτή τη φορά μ' έφεραν σ' αντιπαράσταση με τη Δόμνα Ποιμενίδου τη συνάδελφό μου. Ρώτησαν πάλι για την αναφορά και τα ένσημα κι έτσι βεβαιώθηκαν ότι εγώ της τα έδωσα. 'Αρχισαν πάλι να με ρωτούν ποιος μου τα έδωσε, στα πόδια και σ' όλο μου το κορμί. Σε μια στιγμή, καθώς έβλεπε η Δόμνα να με να πω τους συνεργάτες μου κλπ. Πάλι τα "Σπρέχεν" απανωτά με βουρδουλιές χτυπούν (φαίνεται τρόμαξε ή με λυπήθηκε), άρχισε να με παρακαλεί να μιλήσω, να πω ό,τι ξέρω. Τότε της είπα θυμωμένη. “Είσαι καλά; Αν ήξερα δε θα μιλούσα; Παρά θα καθόμουνα να μου τις βρέχουν; Σταμάτα επιτέλους και συ".


Ζήτησε νερό και της έδωσαν. Ήπιε λίγο και το υπόλοιπο το άφησαν με το ποτήρι πάνω στο τζάκι δίπλα της. Διψούσα, το στόμα μου είχε κολλήσει. Τους ζήτησα να πιω κι εγώ λίγο νερό. Δε μου έδωσαν. Εξακολουθούσαν να με χτυπούν. Όταν είδαν πως δεν μπορούν να βγάλουν λέξη από το στόμα μου, σταμάτησαν. Έβγαλαν έξω στο χωλ τη Δόμνα και μένα με οδήγησε ο διερμηνέας στο θάλαμο των βασανιστηρίων. Μέσα και είδα φοβερά πράγματα. Σ' ένα γραφείο επάνω ήταν απλωμένα όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων. Τανάλιες, στεφάνια σιδερένια με θηλιές που κλείνουν, καλώδια, βούρδουλες διαφόρων ειδών κλπ.
Στο μέσο του δωματίου από την οροφή ήταν κρεμασμένο ένα συρματόσχοινο και στην άκρη του ένας γάντζος. Πρόσεξα στην οροφή υπήρχε ένας μεταλλικός τροχός, απ' όπου περνούσε το συρματόσχοινο και κατέληγε σ' ένα μεγαλύτερο τροχό με χερούλι στον τοίχο, δίπλα από την πόρτα. Υπήρχε κι εδώ εντοιχισμένο τζάκι.
Αμέσως άρχισε ο διερμηνέας να μου λέει: Αφού δε θέλεις να μιλήσεις θα μεταχειριστούμε άλλα μέσα κι άρχισε να τ' απαριθμεί, δείχνοντάς μου ένα - ένα τα πιο πάνω σύνεργα, εξηγώντας μου τι δουλειά κάνει το καθένα. Μου είπε:


“Ξέρουμε ποια είσαι, έχουμε πληροφορίες για σένα. Ότι είμαι κομμουνίστρια κλπ. Ότι εδώ μαρτύρησαν κομμουνισταί και κομμουνισταί, άνδρες ως εκεί πάνω και τα ξέρασαν όλα”. Σε απάντηση του λέω: "Ο,τι είχα να πω το είπα, σας είπα την αλήθεια" και πρόσθεσα ότι: “Όλα αυτά που μου λέτε είναι συκοφαντίες και δεν έχετε παρά να τους φέρετε μπροστά μου να τα επαναλάβουν". Κείνη την ώρα μπήκε ο “κακός” ανακριτής κι άρχισε με τη βοήθεια του διερμηνέα να δένει τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου με συρματόσχοινο. Κατέβασαν το γάντζο, άνοιξαν το ραδιόφωνο κι άρχισαν να με ανεβάζουν έτσι κρεμασμένη. Το σώμα μου απείχε από το πάτωμα περίπου 40 εκατοστά. Πονούσα φριχτά, φώναζα. Μόλις τελείωσαν το απαίσιο έργο τους έφυγαν και οι δύο από το δωμάτιο και μπήκαν οχτώ ανθρωπόμορφα κτήνη πανύψηλα, με πολιτικά. 'Αρχισαν να με χτυπούν με γροθιές σ' όλο το κορμί απ' όλες τις μεριές. Εγώ σαν μπάλα να αιωρούμαι. Μετά άρχισαν να με τραβούν με δύναμη προς τα κάτω και στα πλάγια. Να παίζουν με το κορμί μου μπάλα, πετώντας το ο ένας στον άλλο απ' όλες τις κατευθύνσεις. Να το στριφογυρίζουν και μετά να το αφήνουν να ξετυλίγεται μόνο του. Όλα αυτά θα κράταγαν επαναλαμβανόμενα περίπου 20 λεπτά. Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι, τρομεροί. Παρακαλούσα να πεθάνω, να πάθω κάτι, έστω να λιποθυμήσω. Δυστυχώς, χάρη στη γερή μου κράση τίποτε δεν έπαθα απ' όλα αυτά. Το μυαλό μου λειτουργούσε κανονικά. Όλα τα αισθανόμουν, όλα τα έβλεπα. Ιδίως αυτά τα κτήνη που γελούσαν ένα γέλιο διαβολικό, περίεργο. Κείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκαν ο ανακριτής με το διερμηνέα. Σταμάτησαν να με χτυπούν. Κλείνουν το ραδιόφωνο. Κι έτσι, όπως ήμουνα κρεμασμένη, άρχισαν να με ανακρίνουν. Πάλι τα ίδια και τα ίδια. Δεν έχασα ούτε λέξη από το παραμύθι που σκάρωσα στην αρχή. Αρχισαν τις απειλές για τα μαρτύρια που θα ακολουθούσαν μετά την κρεμάλα. Έφυγαν ανοίγοντας πάλι το ραδιόφωνο. Τότε έπεσαν τα κτήνη, που 'ταν μαζεμένα σε μια γωνιά, όλοι μαζί να με χτυπούν με μανία και να επαναλαμβάνουν τα τραβήγματα, το εκκρεμές, τη σβούρα και τη μπάλα. Σ' όλο αυτό το διάστημα από την αρχή ένιωθα να σπάζουν οι μυς των χεριών της ωμοπλάτης “κριτς” - “κριτς”. Τα χέρια μου, από πίσω όπως ήταν δεμένα, βρέθηκαν στην ίδια ευθεία με το σώμα μου σαν σε ανάταση. Ύστερα από λίγο πάλι το θαύμα. Δεν πονούσα πια. Δε φώναζα. Ήμουν ένα ζωντανό πτώμα μόνο στο κορμί. Το μυαλό δούλευε. Τίποτε άλλο δεν αισθανόμουν, παρά μόνο οίκτο γι' αυτούς τους “ανθρώπους” που έβλεπα γύρω μου.


Θα πέρασαν άλλα 20 λεπτά και ξαναμπήκαν πάλι ο ανακριτής με το διερμηνέα. Πάλι ανάκριση, όπως ήμουνα κρεμασμένη. Πάλι τα “σπρέχεν ... Με ήσυχη φωνή που μόλις ακουγόταν, με δυσκολία να βγαίνουν οι λέξεις από το στόμα μου, τους επανέλαβα πάλι τα ίδια χωρίς την παραμικρή αντίφαση. Έδιωξαν τα ανθρωπόμορφα τέρατα τότε, κι άρχισε ο ανακριτής να γυρνά την τροχαλία. Πριν προλάβω να σωριαστώ μ' έπιασε (δήθεν για να μην πέσω κάτω) αυτό το κτήνος, ο έκφυλος διερμηνέας κι έσφιξε το κορμί μου πάνω του. Μετά μ' ακούμπησε στον τοίχο. Καθώς ήμουνα ακουμπισμένη στον τοίχο είδα στο πάτωμα έναν υγρό κύκλο, ακριβώς κάτω από το γάντζο που έχασκε. Ήτανε ο ιδρώτας από το κορμί μου που 'χε στραγγίσει. Κείνη την ώρα μπήκε ένας άλλος Γερμανός, με πλησίασε, έπιασε τα παράλυτα χέρια μου και με μια απότομη κίνηση τα γύρισε κάπως. Πόνεσα πολύ. Αυτό ήταν. Φαίνεται ήταν ο “ειδικός” να βάζει στη θέση τους τις βγαλμένες αρθρώσεις ύστερα από την κρεμάλα.


Μετά με πήγαν στο γνωστό ανακριτικό Γραφείο. Μ' έστησαν στον τοίχο και κείνοι γράφανε. Σε λίγο έρχεται ο διερμηνέας κοντά μου, μου μετέφρασε αυτά που είχα πει στην ανάκριση και μου λέει να υπογράψω, δίνοντάς μου ένα μολύβι.
Τότε πρόσεξα ότι τα χέρια μου ήταν παράλυτα. Βλέποντας αυτή την κατάσταση ο διερμηνέας πιάνει το χέρι μου, το σηκώνει, χώνει το μολύβι ανάμεσα στα δάχτυλα και κρατώντας σφιχτά το χέρι μου έγραψε το όνομά μου. Και ο ανακριτης σαν για ν' απολογηθεί – μου είπε: “Το ξύλο το έφαγες για να είσαι προσεχτική στο μέλλον, να μην είσαι επιπόλαια και να βάλεις μυαλό”. Μετά με κατέβασαν κάτω μαζί με τη Δόμνα. Όλο αυτό το διάστημα που με βασάνιζαν αυτή ήταν έξω στο χωλ κι άκουγε τις φωνές μου. Μου είπε συγκεκριμένα ότι στο θάλαμο των βασανιστηρίων ήμουν μια ώρα. Το διαπίστωσε από ένα εκκρεμές ρολόι που ήταν στο χωλ.


Όπως πάντα κατά τις 6 μ.μ. μας έβαλαν όλες τις γυναίκες στο διάδρομο της εισόδου και περιμέναμε την εκφώνηση των ονομάτων μας. Απέναντι ακριβώς από μένα μεταξύ άλλων γυναικών είδα μια ώριμη, σωματώδη, ψηλή και γεροδεμένη γυναίκα. Μου έκανε εντύπωση. Δε φαινόταν κακοποιημένη. Προεξείχε από τη σειρά της. Ο σκοπός που μας φύλαγε, όταν την είδε την έσπρωξε προς τα πίσω και τότε άκουσα να του φωνάζει: “Κάτω τα ξερά σου. Ξέρεις ποια είμαι; Είμαι Μάνα έξι παιδιών.”


Μετά άρχισαν να φωνάζουν ονόματα και τότε πρόσεξα ότι την έλεγαν Λέλα Καραγιάννη. Μας φόρτωσαν σε δυο καμιόνια ανακατωμένους άντρες και γυναίκες. Δεν ήταν στο δικό μου καμιόνι ούτε η Δόμνα, ούτε η Καραγιάννη.»