Translate

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΙΣ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Της Χριστίνας Σκαλούμπακα


Η ανισοτιμία των δύο φύλων έχει σημαδέψει την ταξική κοινωνία γιατί είναι γέννημά της και θα εξαλειφθεί πλήρως μόνο μαζί μ’ αυτήν. Ολες οι αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για το γυναικείο ζήτημα έχουν ένα κοινό γνώρισμα, που είναι ταυτόχρονα και χαρακτηριστική διαφορά τους από τη μαρξιστική αντίληψη: Αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανισότιμης θέσης της γυναίκας αταξικά, δηλαδή το αντιμετωπίζουν όχι σαν πρόβλημα που έχει τη ρίζα του στην εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών. Αποκρύπτουν ότι η προοπτική της απελευθέρωσης της γυναίκας από την ανισότιμη θέση βρίσκεται στην κατάργηση των τάξεων.



Ας δούμε καταρχήν πώς ερμήνευσαν και προσέγγισαν το ζήτημα αυτό οι θεμελιωτές του μαρξισμού-λενινισμού.


Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ


Η εμφάνιση των εκμεταλλευτικών κοινωνιών είναι υπεύθυνη για την «κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου», όπως εξηγούσε ο Ενγκελς στο έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Στο έργο αυτό φωτίστηκαν για πρώτη φορά η φύση και η ουσία του γυναικείου ζητήματος. Τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά, βάσει των επιστημονικών συμπερασμάτων ειδικών επιστημόνων εθνολόγων και με τη διαλεκτική υλιστική ανάλυση, ότι η φυλετική καταπίεση της γυναίκας εμφανίζεται σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, κατά το πέρασμα από το πρωτόγονο κοινοτικό αταξικό σύστημα στο πρώτο ταξικό εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα, το δουλοκτητικό. Στο ένα περίπου εκατομμύριο χρόνια μητριαρχικής κοινωνίας, η γυναίκα μαζί με τον άνδρα παράγουν τα αναγκαία για τη ζωή και αναπαράγουν την ίδια τη ζωή σε μια κοινωνία που το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα τα μέσα παραγωγής να αποτελούν συλλογική ιδιοκτησία, μια κοινωνία που όλα τα μέλη της, άνδρες και γυναίκες, είναι ίσα. Η υπεροχή που δίνει στη γυναίκα το μητριαρχικό δίκαιο δεν έχει κοινωνικό χαρακτήρα αλλά φυσικό και οφείλεται στην ειδική θέση της γυναίκας στην τεκνοποίηση. Σε αυτή την ιστορική περίοδο οι γυναίκες ήταν ίσες με τους άνδρες γιατί στα πλαίσια του πρωτόγονου κοινοτικού νοικοκυριού η εργασία τους είχε κοινωνικό χαρακτήρα. Ο καταμερισμός εργασίας που υπήρχε ανάμεσα στα φύλα ήταν φυσικός, μη ανταγωνιστικός σε αντίθεση με τον κοινωνικό - ανταγωνιστικό καταμερισμό που εμφανίζεται στην ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία.

Η γυναικεία εργασία είχε κοινωνικό χαρακτήρα, τόσο στα πλαίσια του φυσικού καταμερισμού εργασίας που αφορούσε την ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα των ανήμπορων και των γέρων, όσο ακόμα και στο πλαίσιο του πρώτου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας (στο κυνήγι-κτηνοτροφία ο άνδρας, στη γεωργία κοντά στο νοικοκυριό η γυναίκα).

Η γυναίκα έχασε την ισοτιμία της με τον άνδρα στη δουλοκτητική κοινωνία. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έδωσε τη δυνατότητα ενός «περισσεύματος» του παραγόμενου προϊόντος, επομένως και τη δυνατότητα σφετερισμού του. Σε αυτή τη βάση εμφανίστηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η δυνατότητα υποδούλωσης ενός μεγάλου μέρους των ανδρών, μετατρέποντάς τους σε δούλους και ολόκληρου του γυναικείου φύλου. Η γυναικεία εργασία έχασε τον κοινωνικό της χαρακτήρα γιατί έχασε το νοικοκυριό τον κοινωνικό του χαρακτήρα, μετατράπηκε σε ατομική υπόθεση. «Με την πατριαρχική οικογένεια και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια άλλαξαν τα πράγματα. Η διοίκηση του νοικοκυριού έχασε το δημόσιο χαρακτήρα του. Επαψε να ενδιαφέρει την κοινωνία. Εγινε ιδιωτική υπηρεσία. Η γυναίκα, παραμερισμένη από την κοινωνική παραγωγή έγινε πρώτη υπηρέτρια». Ο Ενγκελς όμως σημειώνει ότι το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό σηματοδοτεί μια νέα εξέλιξη: «Μονάχα η μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας της άνοιξε ξανά το δρόμο προς την κοινωνική παραγωγή - και πάλι μόνο στην προλετάρισσα. Ωστόσο, όσο είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει τα καθήκοντά της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας, μένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγή και δεν μπορεί να κερδίζει τίποτα...».

Στα πλαίσια λοιπόν του καπιταλισμού συντελείται μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα εκμεταλλευτικά συστήματα: η μαζική εισροή γυναικών στην παραγωγή. Το γεγονός αυτό σαφέστατα αποτέλεσε μια προοδευτική αλλαγή στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως αύξησε το βαθμό εκμετάλλευσης συνολικά της εργατικής τάξης και ευθύνεται για τη διπλή καταπίεση των γυναικών της εργατικής τάξης στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγής. Η ένταξη της γυναίκας στην κοινωνική παραγωγή σημαίνει ότι εμφανίζονται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την επίλυση του γυναικείου ζητήματος, η οποία βεβαίως μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στη διαδικασία οικοδόμησης και ανάπτυξης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Δημιουργούνται όμως ταυτόχρονα και οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση και ανάπτυξη ενός διεκδικητικού γυναικείου κινήματος που θα παλεύει στο πλευρό του εργατικού, διεκδικώντας τον περιορισμό των ανισοτιμιών σε βάρος της γυναίκας, αλλά και θετικές διακρίσεις σε σχέση με το ρόλο της στην αναπαραγωγή και τις κοινωνικές ανισότητες. Φυσικά, το κίνημα αυτό έχει προοπτική στο βαθμό που προσανατολίζεται από τη δράση των κομμουνιστριών στην ανάδειξη της ταξικής φύσης των ιδιαίτερων προβλημάτων των γυναικών της αναγκαιότητας ανατροπής του συστήματος για την επίτευξη της πλήρους ισοτιμίας των δύο φύλων.

Ο Μαρξ αποτύπωσε περιεκτικά τόσο τη σημασία της δράσης των γυναικών για το κίνημα όσο και τη συσχέτιση της κοινωνικής προόδου με τη θέση των γυναικών. «Οποιος σκαμπάζει λίγο από ιστορία, ξέρει καλά πως οι μεγάλες κοινωνικές μεταβολές είναι αδύνατες χωρίς το γυναικείο προζύμι. Η κοινωνική πρόοδος μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια σύμφωνα με την κοινωνική θέση του ωραίου φύλου (μαζί και των άσχημων γυναικών)...».


ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ: Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΖΗΤΗΜΑ


Η άνοδος της αστικής τάξης έφερε στο προσκήνιο και τους πολιτικούς της εκπροσώπους και διανοητές. Ηταν η περίοδος της Γαλλικής Επανάστασης και της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας στις ΗΠΑ. Οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού εξέφρασαν την πίστη τους στον ορθό λόγο και τη γνώση. Ο ορθός λόγος αντικατέστησε το Θεό και κάθε θεσμό ή αυθεντία που θα εξαιρούνταν από την κρίση του. Ο φιλελευθερισμός τους εκφράστηκε με την άποψη ότι κάθε άνθρωπος ατομικά έχει δικαιώματα που δεν πρέπει να παραβιάζονται από την κυρίαρχη εξουσία.

Οσον αφορά στις γυναίκες, οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού αμφισβητούν το φυσικό και αναλλοίωτο χαρακτήρα της φυλετικής ανισότητας από τη μία, αλλά από την άλλη πλευρά αρνούνται να αναγνωρίσουν πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες. Αντίθετα θεωρούσαν ότι οι γυναίκες εκ φύσεως δεν είχαν την ικανότητα της πλήρους ανάπτυξης του ορθού λόγου. Κυρίως ο Ρουσσώ εκφράζει την ιδέα ότι οι γυναίκες ουσιαστικά είναι υποχείρια του συναισθήματος και του πάθους, πρέπει να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως σύζυγοι και μητέρες (αυτός ήταν ο φυσικός τους ρόλος), είναι όμως βιολογικά ακατάλληλες για τη δημόσια σφαίρα. Αυτό σήμαινε ότι η εκπαίδευση των αγοριών και των κοριτσιών πρέπει να αναγνωρίζει τις φυσικές διαφορές ως προς την ικανότητα και τις κλίσεις τους. Ο λόγος αυτός αποτυπώνει καθαρά το στόχο των ανδρών της αστικής τάξης να αιτιολογήσουν τον αποκλεισμό των γυναικών της τάξης τους από τη συμμετοχή τους στην ιδιοκτησία-διεύθυνση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, τη μόρφωση, από τη δυνατότητα να αναδειχτούν σε επιστήμονες, επιχειρηματίες ή στη συμμετοχή στην πολιτική. Δηλαδή ο καπιταλισμός στην εποχή της εδραίωσης και σταθεροποίησής του δεν έχει τη δύναμη να αποτινάξει την επί χιλιετίες καταπίεση της γυναίκας για τις γυναίκες της κυρίαρχης αστικής τάξης.

Παρά την κυριαρχία της παραπάνω άποψης, αξιοσημείωτες είναι και οι περιπτώσεις των εκπροσώπων της αστικής τάξης που αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσουν οι γυναίκες της αστικής βέβαια τάξης αστικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως ο Γάλλος συγγραφέας Condorcet, που επέμεινε στην ανάγκη μόρφωσης των γυναικών, που πρέπει επίσης να έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες. Αλλά και από τις ίδιες τις γυναίκες της αστικής τάξης προβάλλονται οι ιδέες για την ισοτιμία των φύλων.

Η Αγγλίδα ιστορικός Catherine Macauley θεωρούσε ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν προϊόν της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος και όχι της φύσης, η Αμερικανίδα Abigail Adams (σύζυγος του δεύτερου πρόεδρου των ΗΠΑ) έγραφε το 1776 στο σύζυγό της ότι «δε θα θεωρήσουμε ότι δεσμευόμαστε από οποιονδήποτε νόμο στον οποίο δεν έχουμε καμία φωνή ή εκπροσώπηση». Η Olympe de Couges με τη «Διακήρυξη για τα Δικαιώματα των Γυναικών» που παρουσίασε στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση το 1791, ζητούσε να αναγνωριστεί η πλήρης κοινωνική και πολιτική ισοτιμία των γυναικών.

Η Γαλλική επανάσταση καταργεί το δικαίωμα της πρωτοτοκίας το 1789, το 1792 θεσπίζει το διαζύγιο, αλλά δε δίνει πολιτικά δικαιώματα. Επίσης επισημαίνουμε ότι στη Γαλλική Επανάσταση είναι διακριτή η συμμετοχή της γυναίκας των λαϊκών στρωμάτων και της αστικής τάξης.

Η πιο γνωστή όμως εκπρόσωπος της αστικής τάξης που αμφισβήτησε τις ιδέες του Ρουσσώ ήταν η Mary Wollstonecraft με το έργο της «Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων των Γυναικών» που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1792. Σε αυτό εξέφρασε τις ιδέες της για την ανάγκη όλων των ανθρώπινων πλασμάτων, επομένως και των γυναικών, να αποφασίζουν για τη μοίρα τους ελεύθερα, ενώ θεωρούσε τη μόρφωση ως μέσο μεταβολής της ανθρώπινης συνείδησης, μόνο βέβαια για τις γυναίκες της τάξης της.

Στο μοτίβο της θεωρίας των «διαφορετικών ρόλων για τα δύο φύλα», κυρίως μέσα στην οικογένεια, κινήθηκε ο αστός θεωρητικός και πολιτικός John Stuart Mill, με την παράλληλη διαπίστωση της ανάγκης αναγνώρισης πολιτικών δικαιωμάτων. Ηταν μάλιστα ο πρώτος πολιτικός που κατέθεσε μια τροπολογία, που τελικά απερρίφθη, στο αγγλικό κοινοβούλιο το 1867, που στην ουσία θα παραχωρούσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.

Η ανερχόμενη λοιπόν αστική τάξη στα τέλη του 18ου αιώνα μιλάει για «βιολογική κατωτερότητα» και «αναντικατάστατη θέση της γυναίκας στην οικογένεια σαν συζύγου και μητέρας». Κυρίως η δεύτερη θέση επανέρχεται μέχρι σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, στην ημερήσια διάταξη με διάφορα ιδεολογήματα, όπως η «θεωρία της διαφοράς», για να πείσει γυναίκες και άντρες ότι καθοριστικοί είναι οι βιολογικοί λόγοι για τις κοινωνικές διαφορές και ανισότητες των φύλων. Αποκρύπτει την ουσία και την αιτία της διπλής καταπίεσης της γυναίκας που δεν είναι άλλη από την ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία.

Η αστική τάξη, αντιμετωπίζοντας τις γυναίκες όπως και τους άντρες εργάτες ως «πολίτες», αναγνωρίζει τυπικά «ισότιμα» αρχικά μόνο πολιτικά δικαιώματα, ενώ σταδιακά υποχρεώνεται σε ορισμένη τυπική αναγνώριση της ισοτιμίας των δύο φύλων στις συνολικά ανισότιμες σχέσεις μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου. Η μεγάλη χρονική υστέρηση σ’ αυτή τη διαδικασία οφείλεται στο γεγονός ότι η ανισότιμη θέση της γυναίκας την καθιστούσε φθηνότερο εργατικό δυναμικό.

Στη βάση των θεωριών της φυλετικής και μόνο αντίθεσης, αναπτύσσεται το φεμινιστικό κίνημα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη κατά το 19ο αιώνα, στο οποίο ηγούνται αστές διανοούμενες με κύριο αίτημα την ισοτιμία των δύο φύλων.

Στις ΗΠΑ διεξάγεται το 1848 το πρώτο συνέδριο για τα δικαιώματα των γυναικών στο Seneca Falls, που κατέληξε στη Διακήρυξη των Αισθημάτων που είχε ως πρότυπο τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, με την οποία οι γυναίκες απαιτούσαν ίσα δικαιώματα στην ψήφο, την ιδιοκτησία, την εκπαίδευση, την εργασία και τη δημόσια συμμετοχή στην πολιτική. Στην Αγγλία το κίνημα αυτό όμως είχε μια ιδιαίτερη εμφάνιση και δράση, κυρίως ως προς τις μορφές πάλης που κυριάρχησαν στις γραμμές του, με απεργίες πείνας, αλλά και με εμπρησμούς και εκτεταμένες φθορές. Η σημαντικότερη οργάνωση υπήρξε η «Κοινωνική και Πολιτική Ενωση Γυναικών» όπου δραστηριοποιήθηκαν η Εmmelin Pankhurst και οι κόρες της Christabel και Sylvia. Η κυρίαρχη άποψη στο κίνημα των σουφραζετών, όπως ονομάστηκε, ήταν ότι μέσω της ψήφου και του Κοινοβουλίου θα πετύχαιναν και άλλες μεταρρυθμίσεις υπέρ των γυναικών. Το γεγονός ότι δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια να συνδεθεί το κίνημα αυτό με τις γυναίκες της εργατικής τάξης και να αναδείξει τα ιδιαίτερα προβλήματά τους, προβάλλοντας σχετικές διεκδικήσεις, αλλά και η μετεξέλιξη της «Ενωσης» σε ιδεολογικό μηχανισμό στήριξης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποδεικνύει τόσο το ρόλο όσο και τα όρια του κινήματος αυτού που κινήθηκε στα πλαίσια του αστικού εκσυγχρονισμού.

Στην Ελλάδα οι πρώτες φεμινίστριες ήταν της ομάδας της Καλλιρρόης Παρρέν και της Καλλιόπης Κεχαγιά. Το 1871 ιδρύθηκε από την Καλλιόπη Κεχαγιά ο «Σύλλογος Κυριών υπέρ της γυναικείας παιδεύσεως». Η Καλλιρρόη Παρέν το 1887 εκδίδει και κυκλοφορεί την πρώτη γυναικεία εφημερίδα με τίτλο «Η εφημερίς των κυριών» που επικεντρώνει την προπαγάνδα της καταρχήν γύρω από δύο κεντρικές διεκδικήσεις, αφήνοντας στο περιθώριο τα πολιτικά δικαιώματα: το δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα στην εργασία. Το 1888 είναι η χρονιά που ακούγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το σύνθημα «Ψήφος στις γυναίκες».

Τα φεμινιστικά αιτήματα αυτής της περιόδου επικεντρώνονται κυρίως σε νομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αναδεικνύοντας ως καθοριστικό παράγοντα για τη θέση της γυναίκας το νομικό εποικοδόμημα και την ανάγκη εκσυγχρονισμού του σύμφωνα με τις επιταγές των συμφερόντων της αστικής τάξης. Ομως η νομική - τυπική μορφή ισότητας των δύο φύλων συγκαλύπτει επιμελώς την ουσιαστική ανισότητα και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο μέσω της λειτουργίας του νόμου της υπεραξίας. Και στην περίπτωση των γυναικών, η μαζική είσοδός τους στην παραγωγή αποτέλεσε την υλική βάση της αναγνώρισης της τυπικής νομικής ισοτιμίας, σε συνάρτηση και με τις αγωνιστικές διεκδικήσεις του γυναικείου και εργατικού κινήματος.

Ομως η ταξική εκμετάλλευση και φυλετική καταπίεση της γυναίκας της εργατικής τάξης καθιστά κενό γράμμα τη νομική ισοτιμία, όπου υπάρχει και στο βαθμό που υπάρχει. Χαμηλότερες αμοιβές, ανασφάλιστη εργασία, μεγαλύτερη ανεργία, έλλειψη προστασίας της μητρότητας, εμπορευματοποίηση κοινωνικής πολιτικής και επιβίωση αναχρονιστικών και αντιδραστικών αντιλήψεων είναι η πραγματικότητα για τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Και το γεγονός αυτό, που θα ανατραπεί ουσιαστικά σε όφελος αυτών των γυναικών μόνο με την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, ο φεμινισμός το προσπερνά. Ως αστικό ρεύμα επικεντρώνει μόνο στο εποικοδόμημα και αρνείται να δει την υλική βάση που γεννάει τη διπλή καταπίεση και εκμετάλλευση, την ανισότιμη θέση της γυναίκας, αφού αρνείται την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.


Η ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στον καπιταλιστικό κόσμο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αγκάλιασε και τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Η απεργία των εργατριών της υφαντουργίας στη Ν. Υόρκη την 8η Μάρτη του 1857 καταγράφεται ιστορικά ως μία από τις πρώτες απεργίες των εργατριών και είχε ως αιτήματα τη μείωση των ωρών εργασίας, ίσα μεροκάματα με τους άνδρες και υγιεινές συνθήκες δουλειάς. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι γυναίκες της εργατικής τάξης κυρίως στις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία οργανώνονται στα συνδικάτα. Πολλές από αυτές τις ενώσεις προσχωρούν στην Α΄ Διεθνή. Πλευρές του κινήματος των γυναικών και του γυναικείου ζητήματος συζητήθηκαν και στα συνέδρια της Β΄ Διεθνούς, ενώ το Συνέδριο του Λονδίνου (1896) τόνισε την ανάγκη να τεθεί σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γυναικείο εργατικό κίνημα και στο φεμινισμό. Το 1910 στη 2η Διεθνή Συνδιάσκεψη των Σοσιαλιστριών Γυναικών στην Κοπεγχάγη υιοθετείται η καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας μετά από πρόταση της Γερμανίδας επαναστάτριας Κλάρα Τσέτκιν.

Η εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση το 1917 είχε καταλυτικές συνέπειες στη νομοθεσία για τη γυναίκα, αλλά και στην πραγματική θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Η σοβιετική εξουσία έδωσε καταρχήν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες για πρώτη φορά στον κόσμο. Επίσης κατάργησε όλους τους νόμους που κατοχύρωναν την ανισότιμη θέση της γυναίκας στην εργασία και στην οικογένεια, στους νόμους για το διαζύγιο και αναγνώριζαν την προνομιακή θέση του άνδρα, την ανισότητα ανάμεσα στα γεννημένα σε γάμο και εκτός γάμου παιδιά κλπ. Οι μπολσεβίκοι δεν αρκούνταν όμως μόνο σε αυτές τις κατακτήσεις. Ο Λένιν διακήρυττε ότι «η νομική ισοτιμία δεν είναι ακόμα ισοτιμία στη ζωή» και πως «το γυναικείο εργατικό κίνημα βάζει σαν κύριο καθήκον του την πάλη για την οικονομική και κοινωνική ισοτιμία. Η ανάπτυξη-εδραίωση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής θα έχει ως αποτέλεσμα να τραβήξουμε τη γυναίκα από τη “σκλαβιά του σπιτιού”, να τη λευτερώσουμε από την υποταγή-που την αποβλακώνει και την ταπεινώνει- στο αιώνιο και αποκλειστικό περιβάλλον της κουζίνας, των παιδιών, αυτό είναι το κύριο καθήκον».

Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, μαζί με την πίεση του εργατικού και γυναικείου κινήματος, ανάγκασαν την αστική τάξη των καπιταλιστικών κρατών να προωθήσουν κάποιες μεταρρυθμίσεις κυρίως στο επίπεδο των πολιτικών δικαιωμάτων.




Ο «ΝΕΟΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ»


Εκτός από τους εκπροσώπους της αστικής τάξης, οι μικροαστικές αντιλήψεις για το γυναικείο ζήτημα εξέφρασαν το οπορτουνιστικό, νεοφεμινιστικό ρεύμα, που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 καταρχήν στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Είναι μια περίοδος που εκδηλώνεται νέα οικονομική κρίση υπερπαραγωγής, όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας που εκφράζεται πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά. Αυτό οδηγεί σε άνοδο του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ανάμεσά τους και χιλιάδες γυναίκες που για πρώτη φορά έρχονται σ’ επαφή με το λαϊκό κίνημα. Οι αδυναμίες στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος συμβάλλουν ώστε νέες μάζες γυναικών που δεν είναι εξοπλισμένες με την απαιτούμενη κοινωνική πείρα και δέχονται την πολιτική τρομοκρατία της άρχουσας τάξης και την ιδεολογική της επίθεση να είναι ευάλωτες στις μικροαστικές αντιλήψεις, στον οπορτουνισμό και στο συμβιβασμό.

Οι δύο κύριες εκφάνσεις του νεοφεμινισμού ήταν ο σοσιαλιστικός (σοσιαλδημοκρατικός) και ο ριζοσπαστικός φεμινισμός.

Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες, αναγνωρίζουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, εξισώνουν όμως τον καταπιεστικό ρόλο των ανδρών ως φύλου με τον καπιταλισμό. Κάποιες από αυτές δέχονται την ευθύνη του καπιταλιστικού συστήματος για τα δεινά των γυναικών, όμως υποστηρίζουν λαθεμένα ότι με σταδιακές μεταρρυθμίσεις (κυρίως στο νομικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα) μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για συνολικές αλλαγές, χωρίς να είναι απαραίτητη η ταξική σύγκρουση και η συνολική ανατροπή του συστήματος. Σε αυτή τη θεωρία οι φεμινιστικοί στόχοι αποτελούν μέρος αυτής της διαδικασίας και η ταξική πάλη έχει την ίδια αξία με την πάλη των δύο φύλων. Σε αυτά τα πλαίσια κινήθηκε μετά τη μεταπολίτευση στη χώρα μας το ΠΑΣΟΚ και η «Ενωση Γυναικών Ελλάδας» (ΕΓΕ), στην οποία δραστηριοποιούνταν, αλλά και οι σοσιαλδημοκρατικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου στη Γαλλία, την Ισπανία, τις Σκανδιναβικές χώρες. Κάποιες άλλες θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η ριζική αλλαγή της κοινωνίας ως προϋπόθεση της χειραφέτησης των γυναικών, αλλά θεωρούν ανεπαρκή την κλασσική μαρξιστική προσέγγιση για να εξηγήσει και να επιλύσει την ανισοτιμία ανάμεσα στα δύο φύλα.

Στη δεύτερη περίπτωση, του ριζοσπαστικού φεμινισμού, εχθρός των γυναικών είναι οι άνδρες. Εδώ κυριαρχεί η άποψη ότι η καταπίεση των γυναικών είναι η θεμελιώδης και καθολική μορφή κυριαρχίας που πρέπει να καταργηθεί. Η ανδρική εξουσία, η πατριαρχία, όπως αυτή τη εννοεί η θεωρία, δεν εκτείνεται μόνο στη δημόσια σφαίρα αλλά και στην ιδιωτική ζωή κάθε γυναίκας και στόχος είναι όλες οι γυναίκες ως στρώμα με κοινά συμφέροντα να αγωνιστούν για να πετύχουν την «απελευθέρωσή» τους από την αντρική εξουσία. Χαρακτηριστικό της αντίληψης αυτής είναι το απόσπασμα από το μανιφέστο της φεμινιστικής ομάδας «Redstockings» της Ν. Υόρκης τo 1969: «Αναγνωρίζουμε ότι οι φορείς της καταπίεσής μας είναι οι άνδρες. Η ανδρική υπεροχή είναι η παλιότερη, η βασικότερη μορφή κυριαρχίας [...] Ολοι οι άνδρες καρπώνονται οικονομικά, σεξουαλικά και ψυχολογικά οφέλη από την ανδρική κυριαρχία. Ολοι οι άνδρες έχουν καταπιέσει τις γυναίκες» .

Αυτό το ρεύμα χαρακτηρίστηκε και ως «φεμινισμός της διαφοράς», που είχε στόχο τη διαμόρφωση μιας «νέας φεμινιστικής συνείδησης που θα έδινε στις γυναίκες τη δυνατότητα να απελευθερωθούν από τα ανδροκρατούμενα πρότυπα της πατριαρχικής κοινωνίας» .

Αυτή τη θεωρητική προσέγγιση υιοθέτησαν και κόμματα αναθεώρησης του Μαρξισμού, όπως το «ΚΚΕ εσωτερικού» στη χώρα μας, η «Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών», στην οποία δραστηριοποιούνταν, καθώς και κάποιες «αυτόνομες» ομάδες.

Ο νεοφεμινισμός λοιπόν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αρνήθηκε την ταξική ρίζα του γυναικείου ζητήματος, καλλιεργώντας την αντίθεση ανδρών και γυναικών.

Η ιδιαιτερότητα των βιολογικών λειτουργιών των γυναικών και οι διαφορές των δύο φύλων στην αναπαραγωγική διαδικασία είναι για κάποιους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος η πηγή της ανισότιμης θέσης της γυναίκας, που προϋπήρχε της ταξικής κοινωνίας. Οι μικροαστικές, οπορτουνιστικές αντιλήψεις συναντούν την αναχρονιστική αστική αντίληψη της βιολογικής κατωτερότητας, διατυπωμένη αιώνες πριν.

Ο αναθεωρητισμός και ο δεξιός οπορτουνισμός προτάσσει την αλλαγή νοοτροπίας μέσα από τη διαμόρφωση μιας «γυναικείας συνείδησης» με τη δημοσιοποίηση -επομένως και την πολιτικοποίηση- των προσωπικών προβλημάτων. Θέτει σε δεύτερη μοίρα ή παρακάμπτει παντελώς τις υλικές προϋποθέσεις, τις οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές που απαιτούνται και αποτελούν αναγκαία (αν και όχι ικανή) συνθήκη για την εξάλειψη της διπλής καταπίεσης.

Γενικότερα, οι αναχρονιστικές αντιλήψεις, η πατριαρχική νοοτροπία, η θρησκεία είναι για το νεοφεμινισμό η κύρια πηγή της ανισοτιμίας. Καταλήγει σε μια φιλοσοφικά ιδεαλιστική τοποθέτηση, δίνοντας πρωταρχική σημασία στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και στις πολιτιστικές αξίες και όχι στους υλικούς όρους. Θεωρεί ότι οι ιδέες γεννούν τα κοινωνικά προβλήματα και ανάμεσα σε αυτά και το γυναικείο και όχι το αντίθετο. Στην πραγματικότητα οι ιδέες γεννιούνται πάνω στη βάση των υλικών σχέσεων των ανθρώπων και δεν μπορούν να αποτελούν κυρίαρχη αιτία των κοινωνικών προβλημάτων, αλλά μόνο την αντανάκλασή τους, πηγή ανατροφοδότησής τους. Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης κάθε εποχής και για την εποχή μας κυρίαρχη είναι η ιδεολογία της αστικής τάξης. Οσο η εξουσία παραμένει στα χέρια της, όσο το κράτος εκφράζει και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της, όσο η βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας δε λύνεται, τόσο η κυρίαρχη ιδεολογία θα δικαιολογεί όχι μόνο κληρονομημένες αναχρονιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, αλλά θα παράγει και νέες, στο όνομα της ισότητας των δύο φύλων, όπως συμβαίνει στις μέρες μας.

Η ριζική αλλαγή στις σχέσεις των δύο φύλων, στις αντιλήψεις και στην πρακτική ως προς τη φροντίδα-διαπαιδαγώγηση των παιδιών κλπ., γενικά η ριζική αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις προϋποθέτει ανατροπή στις οικονομικές σχέσεις, με κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αυτομάτως θα εξαλειφθούν ιδέες και αντιλήψεις που κυριαρχούν αιώνες και η πλήρης εξάλειψή τους θα έρθει μόνο στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

Ο νεοφεμινισμός θεωρεί τη φυσική διαδικασία της αναπαραγωγής ως την αιτία της υποταγής των γυναικών απορρίπτοντας τις κοινωνικοοικονομικές αιτίες που γεννούν τη διπλή καταπίεση και την εκμετάλλευση και προτείνοντας ως λύση τον έμφυλο καταμερισμό καθηκόντων και εργασιών.

Ο αναθεωρητισμός και οπορτουνισμός στο πολιτικό εργατικό κίνημα εκφράζεται με την υιοθέτηση των παραπάνω νεοφεμινιστικών αντιλήψεων, που καταλήγουν στην πρόταση για διαμόρφωση «ενιαίας γυναικείας συνείδησης», ανεξάρτητα από την ταξική ταυτότητα της γυναίκας.

Ο φεμινισμός στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 προέταξε το ζήτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης και των διαπροσωπικών σχέσεων, επιχειρηματολογώντας ότι η δημοσιοποίηση αυτών των προβλημάτων τα καθιστά πολιτικά.

Η μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία ανέδειξε τις σχέσεις των δύο φύλων ως αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής στην ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία. Οι κλασικοί διατύπωσαν τη θέση ότι η άρχουσα τάξη πίσω από τον υποκριτικό μανδύα του πουριτανισμού προσπαθούσε να κρύψει τα ζευγάρια χωρίς έρωτα της τάξης της, την επίσημη και ανεπίσημη πορνεία. Και αυτό όχι γιατί πίστευε στην αγιότητα της οικογένειας, αλλά γιατί την ήθελε συγκροτημένη πάνω στη διπλή καταπίεση της γυναίκας, εμπορική μονάδα, αντίγραφο της κοινωνίας που κυριαρχούσε και κυριαρχεί. Η αναγνώριση αυτής της θέσης και ο ανάλογος προσανατολισμός πάλης καθορίζει το ριζοσπαστισμό του γυναικείου κινήματος σήμερα.


ΑΠΟ ΤΟ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ» ΣΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ


Στη δεκαετία του 1960 αστοί ακαδημαϊκοί επινόησαν τον όρο «κοινωνικό φύλο», ως μια κοινωνική-πολιτισμική κατηγορία, διαχωρίζοντάς τον από το «βιολογικό φύλο». Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση ο όρος «βιολογικό φύλο» (sex) παραπέμπει στη φύση, στις ανατομικές και τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, σε αρσενικά και θηλυκά όντα. Το «κοινωνικό φύλο» (gender) είναι αυτό που προσδιορίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά, άρα είναι επίκτητο και όχι έμφυτο και επίσης διαφοροποιείται στο χώρο και στο χρόνο σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές.Το «κοινωνικό φύλο» είναι σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση μια κοινωνική κατασκευή, ένας ρόλος που αποδίδει η κοινωνία στα μέλη της, μια δοτή ταυτότητα, αφορά δηλαδή τον πολιτισμό και αναφέρεται στην κοινωνική κατηγοριοποίηση σε «ανδρικό» και «γυναικείο».

Στη θεώρηση αυτή του φύλου συναντάμε το σπόρο της φεμινιστικής διανόησης της Simone de Beauvoir που διατυπώθηκε στο γνωστό της έργο «Το Δεύτερο Φύλο», που δημοσιεύτηκε το 1949, ότι δηλαδή«δε γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι» και συνεπώς το σημαντικότερο εμπόδιο για την απελευθέρωση της γυναίκας δεν είναι το βιολογικό της φύλο, αλλά μάλλον ολόκληρη η διαδικασία με την οποία κατασκευάζεται η λεγόμενη «θηλυκότητα» στην κοινωνία.

Ο όρος «κοινωνικό φύλο» αντικατέστησε τον όρο «γυναίκες» και τη σύνδεσή τους με την τεκνοποίηση. Ετσι, ενώ ο όρος «γυναίκες» παραπέμπει σε γυναίκες και παιδιά, ο όρος «κοινωνικό φύλο» παραπέμπει σε άνδρες και γυναίκες, σε γυναίκες και γυναίκες, σε άνδρες και άνδρες.

Πρόκειται για υποκειμενική ιδεαλιστική θεώρηση που δεν αναγνωρίζει το φυλετικό διαχωρισμό σε άνδρες και γυναίκες ως αντικειμενικό γεγονός. Οι ιδεαλιστικές αυτές απόψεις στήνουν την πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Αγνοούν ότι η συνείδηση και η νοοτροπία έχουν ως βάση τους τη φυσική κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, ότι οι σχέσεις των δύο φύλων και οι κοινωνικές αντιλήψεις γι’ αυτές αντανακλούν τις σχέσεις παραγωγής. Οι πάγιες διχοτομήσεις του τύπου άνδρας - γυναίκα, υποστηρίζουν οι συγκεκριμένες ιδεαλιστικές απόψεις, δεν υφίστανται ως σταθερές κατηγορίες, γιατί οι άνδρες και οι γυναίκες είναι μεταβαλλόμενες υποκειμενικότητες. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρήσεις η κοινωνική συνείδηση είναι το πρωτεύον, η προϋπόθεση, η βάση και όχι το παράγωγο του κοινωνικού είναι, δηλαδή του συστήματος που διέπεται από αντικειμενικούς νόμους εξέλιξης του υλικού κόσμου, του φυσικού και του κοινωνικο-ιστορικού κόσμου, που αντανακλώνται στη συνείδηση της ανθρωπότητας και έχουν επαληθευτεί μέσα από χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ύπαρξης και πρακτικής.

Από τη δεκαετία του 1980 και πιο έντονα στη δεκαετία του 1990, την εποχή της νίκης της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, την εποχή της γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου σε εργασιακές και κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης, ενισχύονται οι αστικές θεωρήσεις στηριγμένες στη θεωρία της «μετανεωτερικότητας» (μεταμοντερνισμός), του μεταδομισμού και θεωρητικοποιούν τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις.

Η μεταμοντέρνα προσέγγιση χαρακτηρίζει τις κοινωνίες του 21ου αιώνα ως μεταβιομηχανικές, πράγμα που σημαίνει ότι η σύγχρονη κοινωνία δε χαρακτηρίζεται με βάση τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, τις καπιταλιστικές και μάλιστα στην ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξής τους, την ιμπεριαλιστική. Δεν είναι πια οι σχέσεις παραγωγής που καθορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά οι σχέσεις επιστήμης και τεχνολογίας. Ο αγνωστικισμός είναι η μόνη βεβαιότητα της μετανεωτερικότητας, αφού «η αναζήτηση της βεβαιότητας είναι πλάνη και η αλήθεια μπορεί να είναι μόνο προσωρινή». «Οι φαινομενικά σταθερές ομαδοποιήσεις, όπως η τάξη και το φύλο έχουν διαλυθεί και όλα φαίνονται προσωρινά και αβέβαια».

Η αντιδραστική σκέψη των μεταμοντερνιστών αρνείται την αντικειμενικότητα, την απόλυτη αλήθεια, απολυτοποιώντας την υποκειμενικότητα, τη σχετική αλήθεια, το συναίσθημα. Αρνούνται τις καθολικές κατηγορίες γιατί δεν αναγνωρίζουν καθολική αλήθεια ως αντανάκλαση της αντικειμενικότητας και ενότητας του κόσμου. Διακηρύσσουν την εξάλειψη της κοινωνικής σημασίας όρων όπως «γυναίκα» - «άνδρας», μέσω της λεγόμενης «αποδόμησης» σε γλωσσικό, νοητικό επίπεδο.

Πρόκειται για ιδεαλιστική φιλοσοφική προσέγγιση, που αρνείται την αντικειμενικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας και θεωρεί ως θεμέλιο τη γλώσσα, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, τη νόηση. Ακόμα, απολυτοποιούν ως αφετηρία της γνώσης την ατομική εμπειρία σε βάρος της κοινωνικής εμπειρίας και γνώσης. Η ίδια μεθοδολογία ακολουθείται και στη μεταδομιστική γλωσσολογία, που υποστηρίζει ότι οι λέξεις έχουν νόημα μόνο σε σχέση με άλλες λέξεις, ότι ορίζουμε μια έννοια και της αποδίδουμε νόημα σε σχέση με το αντίθετό της, στη βάση μιας δυαδικής λογικής, χωρίς ν’ αναγνωρίζουν ότι αντανακλά αντικειμενικές δυαδικότητες. Οι μεταμοντερνιστές δε θεωρούν ότι η γλώσσα αντανακλά την πραγματικότητα, αλλά ότι η γλώσσα οικοδομεί την πραγματικότητα, οι ταυτότητες οικοδομούνται μέσω της ομιλίας. Αρνούνται την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη γνώση και απεικονίζεται από αυτή (π.χ. βίωμα, γλώσσα κλπ.).

Η λέξη, για παράδειγμα, που χρησιμοποιούμε για να αποδώσουμε την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό σύμβολο. Εχει υλικό υπόβαθρο, συνδέεται με αντικειμενικές σχέσεις, αντανακλά την ιστορικότητά τους. Η «λέξη» δεν είναι επινόηση, δεν είναι σύμβαση για να καταλαβαινόμαστε. Οταν ονομάζουμε κάτι, το κάνουμε γιατί ήδη υπάρχει και όχι το αντίστροφο. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα του νοήματος. Το γεγονός ότι δημιουργείται υποκειμενικά, δε σημαίνει ότι δεν έχει αντικειμενική βάση. Το νόημα εκφράζει την αντικειμενική σχέση του ατόμου με τον κόσμο.

Μεταξύ των εκπρόσωπων αυτού του ρεύματος είναι και ο Γάλλος συγγραφέας Derrida. Θεωρεί ότι συμβολισμοί και γλώσσα εμφανίζονται όχι ως προϊόν της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου, αλλά ως αποκλειστικά ατομικές βιολογικές λειτουργίες.

Για το Foucault τα πρότυπα ή οι «Λόγοι», όπως τους λέει, οργανώνουν την αντίληψή μας για τον κόσμο. Η εξουσία έρχεται από παντού, ενώ δεν υπάρχει αντίσταση στην εξουσία που να μην είναι και αυτή μορφή εξουσίας. Η ταξική αντίληψη της εξουσίας χαρακτηρίζεται ως απαρχαιωμένη «νεωτερική» αντίληψη της εξουσίας, σε μια εποχή που η εξουσία διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και ασκείται στο μικροεπίπεδο θεσμών, όπως η οικογένεια, το σχολείο κλπ.

Ο Lacan αναπτύσσει τη θεωρία αυτή, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι όροι «άνδρας» και «γυναίκα» δεν είναι ενιαίες και σταθερές κατηγορίες, έχουν διαφορετικές (και εσαεί μεταβαλλόμενες) υποκειμενικότητες και ότι οι κατηγορίες είναι μάλλον γλωσσικά κατασκευασμένες παρά βιολογικά προσδιορισμένες. Δεν υπάρχει αρσενικό ή θηλυκόάτομο πριν από το σχηματισμό του υποκειμένου, πριν από τη γλώσσα. Για το μεταφεμινισμό του Lacan απαιτείται η σύνδεση όχι με την πραγματική λέξη, αλλά με τη συμβολική πολιτισμική σημασία που έχει κωδικοποιηθεί από τη γλώσσα. Με την κατανόηση αυτών των προκαταλήψεων και με τη μείωση ή τον εξοβελισμό τους από τη γλώσσα, σταδιακά θα ελαττωθούν οι διακρίσεις και η εκμετάλλευση.

Η διάκριση της προηγούμενης περιόδου σε «βιολογικό» και «κοινωνικό» φύλο καθίσταται αναχρονιστική, άκυρη και αδιέξοδη. Το «κοινωνικό φύλο» δεν πρέπει να δεσμεύεται από το «βιολογικό» και τις κοινωνικο-πολιτισμικές και πολιτικές ερμηνείες των βιολογικών σωμάτων. Οι κατηγορίες «άνδρας» και «γυναίκα» δεν είναι άλλες από τις εκ των υστέρων πολιτικές ερμηνείες εγγραφής πάνω σε αδρανή βιολογικά σώματα. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκπρόσωπο της φεμινιστικής μεταμοντέρνας φιλοσοφίας Judith Butler «το φύλο δεν είναι τίποτα άλλο από κινήσεις, ενεργήματα, χειρονομίες που μέσα από μια διαδικασία επανάληψης παράγουν μια έμφυλη ταυτότητα. Τα σώματα αποκτούν κάποιο φύλο μέσω της ακατάπαυστης επιτέλεσής του»!

Από την ίδια την Butler, αλλά και άλλους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος της μετανεωτερικότητας, διατυπώνεται η άποψη ότι οι διακρίσεις με βάση το φύλο δεν ευσταθούν, αφού «τα σώματα και οι συμπεριφορές των δύο φύλων παρουσιάζουν μια μίξη ανδρικών και γυναικείων χαρακτηριστικών», η σεξουαλική ταυτότητα είναι κάτι ρευστό και καθόλου δεδομένο και στην ακραία τους εκδοχή «οι έμφυλες ταυτότητες θα μπορούσαν ακόμα και να εξαφανιστούν». Η διάκριση, σύμφωνα μ’ αυτές τις θεωρίες, άνδρα - γυναίκας αποτελεί ψευδή διχοτόμηση, που είναι κατασκευασμένη και όχι πραγματική.

Τα τελευταία 20 χρόνια όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια του καπιταλιστικού κόσμου έχουν εντάξει στα προγράμματά τους τις«Σπουδές Φύλου». Πολυάριθμες εκδόσεις, συγγράμματα, μαθήματα, ημερίδες που διοργανώνονται στα τριτοβάθμια ιδρύματα, αλλά και αυτοτελή προγράμματα σπουδών και μεταπτυχιακών, καθώς και η μετονομασία των «Γυναικείων Σπουδών» σε «Σπουδές Φύλου» έχουν στόχο να μπολιάσουν τους νέους ανθρώπους και ιδιαίτερα τις νέες γυναίκες με τις νεώτερες ιδεαλιστικές και αντιδιαλεκτικές φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές θεωρήσεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Τις διαδίδουν ως δήθεν προϊόντα «επιστημονικών ερευνών». Αποτυπώνουν την προσπάθεια της αστικής τάξης να πείσει ότι παρήλθε οριστικά η εποχή των ταξικών αντιθέσεων, η εποχή των ταξικών συγκρούσεων και μαζί με αυτή και η εποχή της συλλογικής δράσης.

Χαρακτηριστική επίδραση σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί το «Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ», όπου όλοι εξυμνούν την ταυτότητά τους με βάση τη σεξουαλική τους προτίμηση: γυναίκες, άνδρες, ομοφυλόφιλοι, λεσβίες. Κάθε ομάδα επιδιώκει να αντισταθεί στον καταπιεστή της, όπως τον αντιλαμβάνεται, όχι όμως ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Αλλη σημαντική πολιτική προέκταση αυτής της αντίληψης είναι η απόρριψη της οργάνωσης με δομημένη ιεραρχία. Θεωρείται ότι η δομή μιας οργάνωσης και η ιεραρχία αναπαράγει την εξουσία και την καταπίεση. Γι’ αυτό διαμορφώνουν χαλαρές μορφές οργάνωσης, χωρίς «ιεραρχικές σχέσεις» (λ.χ. Πρόεδρο ή Διοικητικό Συμβούλιο), οι οποίες, παρά τον αφορισμό τους ως προς την εξουσία, σχετίζονται με την αστική εξουσία, αφού χρηματοδοτούνται από αυτή. Με βάση τη μετανεωτερικότητα, η διέξοδος βρίσκεται στην εξατομίκευση του ενεργού υποκειμένου και τελικά στις ατομικές λύσεις. Πίσω από τα περίτεχνα και εξεζητημένα λόγια του ακαδημαϊκού φεμινισμού, που τον τελευταίο καιρό όλο και ευρύτερα προπαγανδίζεται από τα αστικά ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά), κρύβεται η επιθυμία της αστικής τάξης για πολιτική και κοινωνική αδράνεια των γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Προβάλλεται ως μέγιστη κοινωνική αξία η ανοχή, η αποδοχή κάθε διαφορετικής προσωπικής επιλογής, αφού ο «φόβος του άλλου» γεννάει προβλήματα που δεν έχει λύσει μέχρι σήμερα ο καπιταλισμός και αποτελούν αγκάθια στο στόχο του για συσσώρευση νέων κερδών. Τελικά η ανοχή δεν είναι τίποτα άλλο από ανοχή στην εκμεταλλευτική κοινωνία!

Γι’ αυτό άλλωστε ο μετα-μοντερνισμός επικρίνει το Μαρξισμό, που επιστημονικά τεκμηρίωσε την ταξική διαίρεση των κοινωνιών, τη συγκρότησή τους από μεγάλες ομάδες διαφορετικών ατόμων που ταξικά ομαδοποιούνται στη βάση αντικειμενικών γενικών συμφερόντων, τα οποία καθορίζονται από τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής. Στις τάξεις εντάσσονται άνδρες και γυναίκες που έχουν κοινά συμφέροντα και κοινό εχθρό. Ιδιαίτερα στο σύγχρονο καπιταλισμό δεν υπάρχει τίποτα που να ενώνει τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τις αστές γυναίκες.

 

Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ


Γνήσιος απόγονος των νεοφεμινιστικών αντιλήψεων με πολλές «μετανεωτεριστικές» προσμίξεις τα τελευταία χρόνια είναι οι θέσεις του γυναικείου δικτύου του ευρωπαϊκού φορέα του δεξιού οπορτουνισμού, Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), καθώς και του γυναικείου δικτύου του (EL FEM).

Οι απόψεις των δεξιών οπορτουνιστών είναι αποκαλυπτικές, τόσο για το πώς αντιλαμβάνονται το χαρακτήρα της ΕΕ, όσο κυρίως για το πώς τοποθετούνται στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές αυτού του ιμπεριαλιστικού κέντρου όσον αφορά την κοινωνική θέση της γυναίκας και τις ιδιαίτερες ανάγκες της.

Το EL FEM στα πλαίσια του ΚΕΑ δε θεωρεί ότι η ΕΕ αποτελεί μια ιμπεριαλιστική ένωση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων, αλλά ότι «στην πολιτική της ζωή έχει γίνει μια απότομη στροφή προς τα δεξιά ενάντια στα πολιτικά συμφέροντα της πλειοψηφίας των πολιτών». Ετσι υποστηρίζει ότι μπορεί να βελτιωθεί, να μετεξελιχτεί σε ΕΕ με «νέα πολιτική» και με «νέο ρόλο στον κόσμο».

Το EL FEM, σύμφωνα με τα ντοκουμέντα του 1ου Συνεδρίου του ΚΕΑ, όχι μόνο εξομοιώνει την ταξική εκμετάλλευση με τη φυλετική καταπίεση, αλλά προτάσσει τη δεύτερη ως κύρια αιτία των δεινών των γυναικών: «Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα φύλα δεν είναι κατώτερη από την αντιπαράθεση των τάξεων. Σε σχέση με την πατριαρχική αρχή της ιεράρχησης των διαφόρων μορφών κοινωνικών αντιθέσεων, εμείς πρέπει να ξεσκεπάσουμε τις συγκεκριμένες αλληλοεπιδράσεις και περιορισμούς […] Οι πατριαρχικές κοινωνίες έχουν διαμορφωθεί αργά ως κοινωνίες διαστρωματωμένες πάνω στις γραμμές του φύλου […] Σήμερα, όπως χθες, η πολιτική είναι πατριαρχική. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τις πολιτικές μας με μια σπονδυλική στήλη, που θα είναι μόνο ο ταξικός αγώνας, συμπληρωμένος από φεμινιστικά περιβαλλοντικά, εθνοτικά και σεξουαλικής επιλογής ζητήματα». Στο 2ο Συνέδριο της Πράγας, το 2007, το EL FEM διακηρύσσει ότι «συνεχίζει να παλεύει […] ενάντια σε μία νεοφιλελεύθερη και πατριαρχική δομή, που χρειάζεται τη σκλαβιά των γυναικών για τη διατήρηση του δικού της στάτους κβο».

Η κυρίαρχη προβολή της πατριαρχικής κοινωνίας μόνο σύγχυση μπορεί να δημιουργήσει στις γυναίκες αφήνοντας στο απυρόβλητο την αιτία της γυναικείας καταπίεσης, το ταξικό εκμεταλλευτικό σύστημα. Οι γυναίκες βέβαια στον καπιταλισμό είναι «υποδουλωμένες, καταπιεζόμενες από την κυριαρχία των αντρών, από την εξουσία του εργοδότη και από ολόκληρη την αστική κοινωνία στο σύνολό της» και «το παλιό δικαίωμα κυριαρχίας του άντρα εξακολουθεί να υπάρχει υπό κεκαλυμμένη μορφή». Ομως η αντίληψη ότι η κυριαρχία του άνδρα πάνω στη γυναίκα είναι η κυρίαρχη μορφή εκμετάλλευσης στο σημερινό σύστημα, έχει ως αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται πλήρως ο καθοριστικός ρόλος της ταξικής πάλης για την ισοτιμία και τη χειραφέτηση της γυναίκας, γεγονός που ομολογείται ευθαρσώς από τις νεοφεμινίστριες σήμερα σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η φυλετική καταπίεση αποτελεί ασήμαντη πλευρά της ταξικής εκμετάλλευσης. Κάτι τέτοιο εξάλλου θα υποβάθμιζε την αναγκαιότητα του γυναικείου κινήματος και θα αντιμετώπιζε την επίτευξη της ισότητας ως αποτέλεσμα που έρχεται αυτόματα με την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, παραγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητά του σε σύγκριση με τα άλλα κοινωνικά λαϊκά προβλήματα.

Δε λείπουν από το λόγο του EL FEM διακηρύξεις κατά της φτώχειας των γυναικών: «Καταδικάζουμε τη φτώχεια ειδικά τη γυναικεία, εξ ου και ο όρος “εκφεμινισμός της φτώχειας”». Αλλά μένουν στην επιφάνεια, αποκρύπτοντας την ουσία, την αιτία του φαινομένου. Η ίδια η φύση του καπιταλιστικού συστήματος, ο όρος ύπαρξής του που είναι το ατομικό κέρδος, είναι που γεννάει την ανεργία, τη μερική απασχόληση, τη δουλειά χωρίς ασφάλιση, που φορτώνει τις γυναίκες νέα βάρη με την απουσία δωρεάν δημόσιων κοινωνικών παροχών και αυτό αποσιωπάται σκόπιμα. Οι αόριστες επικλήσεις τους στην ηθική καταδίκη -«εμμένουμε ότι η φτώχεια είναι ηθικά απαράδεκτη στον κόσμο μας και γι’ αυτό πρέπει να εξαλειφθεί»- αφήνουν στο απυρόβλητο την πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της που ευθύνονται για τα δεινά των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων.

Στην ουσία, ΚΕΑ και EL FEM είναι ενσωματωμένα και συμβιβασμένα με την αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική, όπως εξειδικεύεται και στις γυναίκες. Γι’ αυτό κάνουν λόγο για «διασφάλιση της εργασίας που να επιτρέπει στους ανθρώπους να συμφιλιώσουν την επαγγελματική, ιδιωτική και οικογενειακή ζωή», που αποτελεί την τελευταία δεκαετία βασική πολιτική της ΕΕ στο όνομα της ισότητας και υποκρύπτει την πρόθεσή της να γίνουν οι γυναίκες γέφυρα για να εφαρμοστούν τα πλέον αντιδραστικά μέτρα, γι’ αυτές και για το σύνολο της εργατικής τάξης.

Το EL FEM υποστηρίζει ότι αιτία των προβλημάτων των γυναικών της Ευρώπης είναι η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην ΕΕ και όχι ο ίδιος ο χαρακτήρας της. Σύμφωνα με την οπτική του, « η πολιτική της ΕΕ για την ισότητα των φύλων έχει ακυρωθεί από τις νεοφιλελεύθερες δράσεις», υπονοώντας ότι υπήρχε πριν σωστή πολιτική της ΕΕ προς όφελος των εργαζομένων γυναικών και σήμερα ακυρώνεται λόγω του νεοφιλελευθερισμού. Η λύση για το EL FEM βρίσκεται «μόνο στην οπτική του φύλου που μπορεί να χτυπήσει τις ρίζες της νέας νεοφιλελεύθερης αντίληψης, η οποία χρησιμοποιεί τους πολέμους, τη βία και τον κοινωνικό αποκλεισμό για να εξαναγκάσει τους λαούς να δεχτούν την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση». Αυτή η «σοσιαλδημοκρατική» προσέγγιση αποσιωπά ότι τα πιο σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα σε βάρος των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων έχουν προωθηθεί και εφαρμοστεί από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Ομολογεί ότι δεν επιδιώκει σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα που είναι η μήτρα της ταξικής εκμετάλλευσης και της γυναικείας ανισοτιμίας, αλλά μια μορφή διαχείρισής του, τη νεοφιλελεύθερη, ότι αντιπαρατίθεται «μέσα από την οπτική του φύλου». Προτάσσει, όπως και η ίδια η ΕΕ στα επίσημα κείμενά της, την αμφισβήτηση των στερεοτύπων για τους ρόλους των δύο φύλων στην εκπαίδευση κι έτσι πλειοδοτεί στην επιχειρηματολογία για το πέρασμα αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι «η εκπαίδευση και η πρόληψη έχουν προτεραιότητα, έτσι ώστε να αμφισβητούνται τα «ματσό» στερεότυπα από τα πρώτα μαθητικά χρόνια και στο εξής να επιτρέπεται η εξέλιξη των νοοτροπιών». Η ανάγκη αυτή έχει βέβαια τη δική της αξία για την υπόθεση της ισοτιμίας, όμως δεν αποτελεί το πρωταρχικό αίτιο αλλά το παράγωγο της ανισότιμης θέσης της γυναίκας στον καπιταλισμό.

Στο ίδιο μοτίβο των κυρίαρχων προταγμάτων της ΕΕ για τις γυναίκες βρίσκεται και η αναφορά του EL FEM στη συμμετοχή των γυναικών στα Κέντρα Λήψης Αποφάσεων (ΚΛΑ): «Η αντίθεση ανάμεσα στην αύξηση της παρουσίας των γυναικών στις αναρίθμητες περιοχές της κοινωνικής ζωής και στην απουσία τους στους χώρους όπου ψηφίζονται οι νόμοι και παίρνονται οι αποφάσεις που επηρεάζουν το σύνολο της κοινωνίας, δεν είναι συμβατή με την εφαρμογή της δημοκρατίας, που στηρίζεται στην αρχή της ισότητας». Γι’ αυτό διεκδικεί «ίση συμμετοχή και εκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική και σε όλους τους θεσμούς λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένου του 50% όλων των θέσεων στους οργανισμούς της ΕΕ».

Η μεγαλύτερη συμμετοχή βέβαια των γυναικών της εργατική τάξης ή των αυτααπασχολούμενων στην κοινωνική και πολιτική ζωή, καθώς και στη δράση του ταξικού και γενικότερα του ριζοσπαστικού λαϊκού κινήματος, αποτελεί θετικό βήμα στην υπόθεση του γυναικείου ζητήματος. Ομως οι νεοφεμινίστριες δεν ενδιαφέρονται, τόσο για τη συμμετοχή των γυναικών από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε ταξικά προσανατολισμένα συνδικάτα, οργανώσεις αυτοαπασχολούμενων, γενικά σε κοινωνικές οργανώσεις με αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, όσο για τη συμμετοχή των γυναικών στους θεσμούς του αστικού κράτους, των διεθνικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών και στις ανώτερες θέσεις των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Γι’ αυτό τα αμείλικτα ερωτήματα που θέτει η ίδια η ζωή αγνοούνται σκόπιμα από τις νεοφεμινίστριες.Πρώτον, ποιες γυναίκες θα βρεθούν στο κέντρα αυτά; Συνήθως πρόκειται για μια ελίτ γυναικών της αστικής τάξης που δεν μπορεί ούτε και θέλει να εκφράσει τα προβλήματα των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό συχνά από τέτοιες θέσεις, γυναίκες συγκρούονται με τους αγώνες και τα αιτήματα του εργατικού, του γυναικείου, γενικότερα του λαϊκού κινήματος, εκφράζοντας τα συμφέροντα της τάξης τους. Δεύτερον, ποια πολιτική θα υλοποιήσουν οι γυναίκες αυτές; Μα φυσικά την πολιτική των συμφερόντων της αστικής τάξης, μέσω των θεσμών στους οποίους συμμετέχουν, σχεδιάζουν, υλοποιούν και προπαγανδίζουν αυτήν την πολιτική. Επομένως, όσο και να αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών της αστικής τάξης στους θεσμούς του αστικού κράτους, η ουσία της πολιτικής δεν αλλάζει. Αλλωστε τα πλέον αντιλαϊκά μέτρα για τις γυναίκες προωθούνται και από γυναίκες.

Η υπόθεση συμμετοχής των γυναικών της εργατικής τάξης στην πολιτική και κοινωνική δράση είναι κυρίαρχο ζήτημα και για το ταξικά συνεπές εργατικό συνδικαλιστικό και για το ριζοσπαστικό μαχητικό γυναικείο κίνημα. Η συμμετοχή των γυναικών της εργατικής τάξης, των αυτοαπασχολούμενων, στο συνδικάτο, στο γυναικείο σύλλογο, στον αγροτικό ή επαγγελματικό σύλλογό τους και κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα θα ενισχύσει τη λαϊκή συμμαχία και θα επιταχύνει την ανατροπή του καπιταλισμού. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Λένιν, «χωρίς τις γυναίκες δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικό μαζικό κίνημα». Είναι αποκαλυπτική λοιπόν η υποκρισία της αστικής τάξης όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στους θεσμούς της.

Από την αναφορά στα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών, αλλά και στην εμπορία γυναικών, που σήμερα οξύνονται, απουσιάζουν παντελώς οι κοινωνικές αιτίες του φαινομένου. Εξάλλου καμία νομοθετική ρύθμιση, που ούτως ή άλλως απαιτείται, δεν μπορεί από μόνη της να λύσει το τεράστιο αυτό πρόβλημα, αν δεν υπάρξουν οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις εξάλειψής του.

Τέλος, το EL FEM, αγκιστρωμένο στο αντικομμουνιστικό του μένος, στρέφει τα βέλη κατά του σοσιαλισμού: «Να επεξεργαστούμε μαζί με τις γυναίκες της Ανατολικής Ευρώπης μια δυνατή και βαθιά κριτική του σταλινισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού», αφού «ο κομμουνισμός και συνολικά η αριστερά δεν κατάφεραν να υπερβούν την πατριαρχία».

Παρά τις κριτικές παρατηρήσεις για την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ιστορικά την ώθηση που έδωσε στην υπόθεση της ισοτιμίας της γυναίκας, τόσο στο νομοθετικό όσο και στο πρακτικό κοινωνικό επίπεδο. Τα αποτελέσματα των ανατροπών στο γυναικείο πληθυσμό των σοσιαλιστικών χωρών (ανεργία, πορνεία, εξαθλίωση, μετανάστευση, κάθετη πτώση του προσδόκιμου ζωής κλπ.) είναι οφθαλμοφανή και δε χρήζουν καμιάς περαιτέρω ανάλυσης. Επιβεβαιώνεται δε σήμερα περισσότερο από ποτέ ότι σοσιαλισμός και ισοτιμία της γυναίκας βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους.



ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ


Οι Μαρξ - Ενγκελς και στη συνέχεια ο Λένιν απέδειξαν ότι η απελευθέρωση της γυναίκας από την ταξική εκμετάλλευση και τη διπλή καταπίεση, η πραγματική ισοτιμία της με τον άνδρα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.


Πηγή: ΚΟΜΕΠ - 



4 άρθρα για την κουλτούρα και την τέχνη - Του Συμεών Κριθαρά



Του Συμεών Κριθαρά


Α’ Θεωρίες αποϊδεολογικοποίησης


Τη θεωρία της αποϊδεολογικοποίησης της κουλτούρας την ανέπτυξε το 1955 ο Γάλλος κοινωνιολόγος Άρον, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει δεξιά και αριστερή κουλτούρα, ότι μεταξύ τους υπάρχει περισσότερη ομοιότητα παρά διαφορά και πρόσθεσε ότι το χάσμα που υπήρχε μεταξύ τους το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στο μεγαλύτερο μέρος έχει εξαλειφθεί και έτσι δεν υπάρχουν λόγοι ιδεολογικών διαφορών. Διάφοροι ιδεολόγοι επεκτείνουν σήμερα την αποϊδελογικοποίηση και σε άλλα πεδία όπως στην πολιτική, τη φιλοσοφία και αλλού. Σ’ αυτά τα πλαίσια οι οπαδοί της αποϊδελογικοποίησης αντιτίθενται σε κάθε σχέση της τέχνης με τα κοινωνικά προβλήματα. Διακηρύσσοντας τη θέση της πλήρους ανεξαρτησίας του ανθρώπου από κάθε είδους ιδεολογία, επιδιώκουν να αποξενώσουν την τέχνη από τα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Η ιστορία της εξέλιξης της κοινωνίας απέδειξε ότι οι σχέσεις μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε είδους αισθητικής.


Oι προσπάθειες των μοντερνιστών να μην αποδεχτούν αυτή τη σχέση, υποστηρίζοντας ότι δήθεν η λογοτεχνία δεν απεικονίζει τη ζωή και ότι ο κόσμος που μας παρουσιάζει η λογοτεχνία είναι ο κόσμος στον οποίο δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα εκτός από την ανθρώπινη φαντασία, βρίσκονται σε αντίθεση με την κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτές τις διακηρύξεις οι μοντερνιστές, κάτω από το προσωπείο της ιδεολογικής αποδέσμευσης, δεσμεύονται ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της αντίδρασης, την οποία ενδιαφέρει η αλλοίωση της πραγματικότητας, η συγκάλυψη της πραγματικής ιστορικής προοπτικής και η διάδοση λανθασμένων απόψεων για τη ζωή.

Πρέπει να τονίσουμε ότι το ίδιο το περιεχόμενο των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων της μοντερνιστικής τέχνης δείχνει ότι τα έργα αυτά όχι μόνο δεν είναι απογυμνωμένα από την κοινωνική τους λειτουργία και δεν στέκουν υπεράνω της ιδεολογίας, αλλά αντίθετα είναι από τα κυριότερα ιδεολογικά όργανα της αντίδρασης για τη δηλητηρίαση της συνείδησης των ανθρώπων, για την απομάκρυνση της προσοχής τους από τις κοινωνικές πληγές. Η πραγματικότητα της σημερινής ζωής δείχνει ότι η κουλτούρα αυτή με το θαμβωτικό της περίβλημα, με την εκκωφαντική διαφήμιση που αποκτά και τον εμπορικό χαρακτήρα, η τέχνη που γεμίζει τις οθόνες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, τις σελίδες των περιοδικών, των εφημερίδων, τις εκπομπές του ραδιοφώνου, έχει σαν σκοπό να μετατρέψει τον άνθρωπο σε μαζικό καταναλωτή των δηλητηριασμένων ιδεών και την κατανάλωση αυτή να τη μετατρέψει σε κάτι απαραίτητο γι’ αυτόν.


Η ζωή επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει υπερταξική τέχνη και έργο και ότι κάθε δημιουργία και κάθε δημιουργός, κάθε φιλόσοφος δεν μπορεί να είναι αδέσμευτος, επειδή με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας ορισμένης τάξης είτε κοινωνικής ομάδας. Στις συνθήκες που η κοινωνική ζωή μαστίζεται από βαθιά κρίση, η μοντερνιστική τέχνη παρακμής ενθαρρύνεται και χρησιμοποιείται σαν μέσο αποπροσανατολισμού και διαστρέβλωσης της αλήθειας για τη ζωή και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η τέχνη αυτή μετατρέπεται η ίδια σε οπισθοδρομική δύναμη και ταυτόχρονα εκφυλίζεται σε τέχνη παρακμής. Oι ισχυρισμοί ότι ο μοντερνισμός αντιστρατεύεται τη δεσπόζουσα τάξη και την αντιπολιτεύεται είναι φληναφήματα. Στην εποχή μας διεξάγεται σκληρή πάλη σε όλα τα επίπεδα (ιδεολογικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό κ.λπ.).
Την πάλη αυτή δεν είναι σε θέση να την αποκρύψουν ούτε τα συνθήματα περί αποϊδελογικοποίησης της κουλτούρας, που αναζωογονούνται συνεχώς, ούτε κανένα άλλο μέσο για τον αφιονισμό των πλατιών εργαζομένων μαζών.



Β’ Η τέχνη στην υπηρεσία της κυρίαρχης σκέψης


Η αστική τέχνη παρακμής τίθεται όλο και περισσότερο στην υπηρεσία των πολιτικών και ταξικών σκοπών του κεφαλαίου. Το βάθεμα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της άρχουσας τάξης, βρίσκει την έκφρασή της και στον τομέα της τέχνης, όπου παρατηρείται μια διαδικασία παραπέρα εμβάθυνσης του αντιδραστικού χαρακτήρα, η όλο και μεγαλύτερη υποταγή της τέχνης και της κουλτούρας στην πολιτική και στα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας.
Την πραγματικότητα αυτή δεν μπορούν να τη συγκαλύψουν οι ισχυρισμοί και τα συνθήματα των κριτικών και της άρχουσας προπαγάνδας για δήθεν δημιουργικές ελευθερίες και ανεξαρτησία, περί αμερόληπτης και υπερταξικής τέχνης κ.λπ. Με αυτή την αποκαλούμενη αμεροληψία επιδιώκουν να συγκαλύψουν την αλήθεια, ότι η τέχνη παρακμής είναι ένα όπλο για την ιδεολογική και πνευματική υποδούλωση των εργαζομένων μαζών. Η πολιτιστική και καλλιτεχνική πραγματικότητα του σημερινού κόσμου, δείχνει ξεκάθαρα την πλήρη ιδεολογική και ταξική εξάρτηση της τέχνης παρακμής από την κοινωνική πολιτική της άρχουσας τάξης. Oι τέτοιοι καλλιτέχνες στη σημερινή κοινωνία έχουν μόνο αυταπάτες για δημιουργική ελευθερία, ενώ στην πραγματικότητα η δραστηριότητά τους είναι εξαρτημένη και φυσικά προσανατολισμένη από την ισχύουσα πραγματικότητα, από μια ζωή γεμάτη με ανήθικα και εκκεντρικά φαινόμενα. Άμα ρίξει κανείς έστω και μια ματιά στο μηχανισμό δράσης της τέχνης και του καλλιτέχνη, πείθεται για τη μεγάλη αυτή αλήθεια, δηλαδή για την πλήρη και απόλυτη εξάρτησή τους από το κεφάλαιο. Ας πάρουμε την κινηματογραφία.


Η τέχνη, ομολογούν οι αμερικάνοι κριτικοί της τέχνης γενικά καθώς και του κινηματογράφου ειδικότερα, έχει γίνει εμπόρευμα. Και πώς μπορούν τότε να μιλούν λ.χ. για δημιουργική ελευθερία και για αμερόληπτη τέχνη οι αστοί σκηνοθέτες κινηματογράφου, όταν το καθετί, από το θέμα μέχρι την πραγματοποίηση, χρηματοδοτείται από τα μονοπώλια από τα οποία εξαρτάται η παραγωγή και η κυκλοφορία; O κινηματογράφος λογαριάζει μόνο το χρήμα, ο κινητήρας του καθετί παραμένει το χρήμα. Όλες οι μεγάλες εταιρείες του κινηματογράφου, όπως η «Μάγιερ», η «Σέντσουρι Φοξ», η «Παραμάουντ» έχουν περάσει στην τροχιά της μεγάλης βιομηχανίας. Τα μονοπώλια δίνουν δολάρια και χρηματοδοτούν το γύρισμα ταινιών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκμετάλλευσης των εργαζομένων μαζών, ενώ ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης του βιβλίου και της ταινίας εφαρμόζουν τις οδηγίες της ισχύουσας τάξης. Αυτή είναι η οικονομική εξάρτηση που τροφοδοτεί τον κόσμο με ρατσισμό, σαδισμό, παραλογισμό, εγκλήματα, που είναι χαρακτηριστικά του περιεχομένου της σημερινής ισχύουσας τέχνης.


Στα περισσότερα αμερικάνικα φιλμ επικρατεί η λατρεία της βίας και του τρόμου και τα πορνογραφήματα, ενώ στη Γερμανία, στα διάφορα βιβλία αναβιώνεται το πνεύμα του ναζισμού. Η νοοτροπία, τα γούστα, τα αισθήματα που σερβίρει η άρχουσα τάξη στην τέχνη και στη λογοτεχνία εξυπηρετούν τους αντιδραστικούς της σκοπούς.
O κινηματογράφος δημιουργεί έναν τύπο γυναίκας καλλονής, προβάλλονται ταινίες και εκδίδονται βιβλία για τη ζωή των αποκαλούμενων «ειδώλων» μοντέλων του αστικού τρόπου ζωής. Το «είδωλο» είναι ιδανικό, έχει χρήματα, λιμουζίνες, επαύλεις ακόμα και πύργους. O αναγνώστης ή ο θεατής στον οποίο απευθύνεται τελικά, κινδυνεύει να θεωρήσει ότι ζει σ’ αυτή την καταναλωτική κοινωνία. Δείχνοντας ακριβώς την ασχήμια για ομορφιά, την ανεντιμότητα για ηθική και το σαδισμό και τον παραλογισμό σαν συνηθισμένο τρόπο ζωής, δίνοντας στον άνθρωπο μια τέχνη και κουλτούρα που διαδίδει τη λατρεία της βίας, του σεξ και των ναρκωτικών, η κεφαλαιοκρατία θέλει να σπείρει τον εκφυλισμό και την αποθάρρυνση των ανθρώπων της δουλειάς. Από την άλλη η άρχουσα τάξη για να πετύχει τους σκοπούς της διαφημίζει και το είδος της αντιδραστικής τέχνης και κουλτούρας που εμφανίζεται με προοδευτική ρότα, δήθεν αντιπολιτευτική προς το ισχύον καθεστώς, αλλά που στην πραγματικότητα κάνει το παιχνίδι της ισχύουσας τάξης. Η αστική τέχνη είναι αντιδραστική και ψεύτικη σαν τις αστικές ανακοινώσεις, ρεκλάμες και αγγελίες και νοθευμένη σαν τα αστικά εμπορεύματα. Καμιά άρχουσα τάξη δε θα έσκουζε όσο η αστική για το ιδανικό και καμιά άλλη κυρίαρχη τάξη δε θα είχε τόσο ανάγκη να αποσκεπάσει τις δουλειές της με ιδεαλιστική φλυαρία. Αυτός ο ιδεολογικός τσαρλατανισμός είναι το πιο σίγουρο και πιο αποτελεσματικό μέσο για πολιτική και οικονομική απάτη. Η μπουρζουαζία μιλάει συνεχώς και με το παραπάνω για αιώνιες ιδέες και αρχές, για γένος και φυλή.


Όλ’ αυτά όμως είναι μόνο προπέτασμα καπνού για να κρύψουν όλες τις πολιτικές προδοσίες και οικονομικές λωποδοσίες. Η κλασική τέχνη σε κάθε περίπτωση όρθωνε και επέλυνε τα μεγάλα προβλήματα της εποχής της. Ήταν ποτισμένη από βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Αντίθετα η σημερινή τέχνη παρακμής προσπαθεί να κλειστεί στο στενό κύκλο των καθαρά προσωπικών βιωμάτων, αδιαφορεί όλο και πιο πολύ για τον άνθρωπο. O άκρατος ατομικισμός στην εποχή της αστικής παρακμής στερεύει για τους καλλιτέχνες όλες τις πηγές αληθινής έμπνευσης. Τους κάνει ολότελα τυφλούς όσον αφορά το τι γίνεται στην κοινωνική ζωή , τους καταδικάζει σε ολότελα κούφια προσωπικά βιώματα και άρρωστες φανταστικές επινοήσεις. Αυτό οδηγεί σ’ έναν ολοφάνερο παραλογισμό και σοφιστική παραμόρφωση της θεωρίας της γνώσης.




Γ’ Ο αντιουμανισμός της μοντέρνας τέχνης
«Ό,τι γεννιέται αξίζει και να πεθάνει»
Έγελος


Από τα αρχαία έργα ζωγραφικής των σπηλαίων και μέχρι τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα του νου, η πραγματική τέχνη έχει δώσει στον άνθρωπο δυνάμεις για να αποκτήσει λευτεριά και να ζήσει, τον έκανε συνειδητό για την κοινωνική του φύση, αύξησε την ευγένεια και την αξιοπρέπειά του, και την τέχνη την κάνουν οι άνθρωποι και απευθύνεται στους ανθρώπους. Αλλά μια τέχνη που προσπαθεί να καταστρέψει τη λογοτεχνία, μια τέχνη που στη ζωγραφική καταστρέφει την πραγματική μορφή των αντικειμένων, στη μουσική την αρμονία των ήχων, στην ουσία είναι αντιουμανιστική και καταδικασμένη να ξεχαστεί από τη μνήμη των ανθρώπων.


Μια τέτοια τέχνη η αστική τάξη την έχει χαιρετήσει, ενώ τους επαίσχυντους μισθοφόρους αυτής της τέχνης τους έχει ενθαρρύνει με όλους τους τρόπους. Στην πραγματικότητα στη μοντέρνα τέχνη, αυτός που έχει γράψει ή έχει ζωγραφίσει το έργο, αυτός μόνο ξέρει τι θέλει να πει ­μάλιστα και αυτό είναι αμφίβολο. Τέτοια έργα συνδέονται με τις αντιλήψεις του ενός και του άλλου δημιουργού, με την κοσμοαντίληψη που τους τροφοδοτεί το ισχύον status.


«Δεν έχει σημασία να ζωγραφίσεις τη ζωή, σημασία έχει να κρατήσεις ζωντανό το έργο ζωγραφικής», έλεγε ο μοντερνίστας Σ. Νταλί. Ένα τέτοιο έργο ζωγραφικής, όμως, αναφέρεται στον κόσμο αυτό. Η επιτυχία, όμως, ζωγράφων και γλυπτών ενθαρρύνεται όχι άσκοπα από την αστική τάξη, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτή η τέχνη την υπερασπίζεται.
Το ίδιο παρατηρείται και στην ποίηση. «Πρέπει να συνοψιστεί ο λόγος», φωνάζουν οι ποιητές της μοντερνίστικης τέχνης. Από το 1950 η ποίηση αυτή γνώρισε μεγάλες επιτυχίες.
Στις επιτυχίες της συγκεκριμένης ποίησης συμπεριλαμβάνεται ακόμα και η μηχανική ποίηση που βγαίνει από τη διακοσμητική τοποθέτηση των γραμμάτων στην τυπογραφία, η φωνητική και η οπτική ποίηση. Ας πάρουμε την περίπτωση του Σ. Μπεκέτ.
Αυτός ο εκκεντρικός μοντερνίστας Ιρλανδός, στο έργο του «O Μάλον πεθαίνει», διατυπώνει το καλλιτεχνικό του πιστεύω. Λέει ότι «η γλώσσα είναι σαν το δέντρο που πρέπει να σχιστεί για να φτάσει τα αντικείμενα που βρίσκονται πίσω από αυτό».
Γι’ αυτόν η γραμματική και το στιλ είναι ξεπερασμένα και μη απαραίτητα. Τότε τι θέλει να πει αυτός με το έργο; Στο «O Mάλον πεθαίνει», έχουμε το διήγημα του θανάτου ενός κατακουρασμένου γέρου, μέσω μιας κουραστικής μονοτονίας των φράσεων και των λέξεων σηκώνει κεφάλι ένας παγωμένος κόσμος, ξένος σαν μακρινός πλανήτης.


Στο έργο αυτό είναι αισθητή η πλήρης απομόνωση του ανθρώπου, η μάταια ζωή του “τίποτα δεν είναι πραγματικό από το τίποτε”. Oμολογείται στο έργο “Δεν έχει σημασία πότε γεννήθηκα εγώ, εγεννήθηκα ή όχι, έχω ζήσει ή όχι”, “Ποιος είμαι, που είμαι ή δεν είμαι καθόλου”. Oι φράσεις αυτές επαναλαμβάνονται πολλές φορές σε διάφορες μορφές. Το 1969 δόθηκε στον Σ. Μπέκετ το βραβείο Νόμπελ, “γιατί φωτίζει την εξαθλίωση των ανθρώπων των ημερών μας”... Μια τέτοια τέχνη θα διαιωνίζονταν χωρίς δυσκολίες. Το κακό είναι ότι το μεγάλο δάσος της παγκόσμιας τέχνης έχει πάντοτε γερά κα ψηλά δέντρα. Την τέχνη αυτή τη θρέφουν οι πλατιές μάζες των εργαζομένων, οι οποίες βλέπουν “όλο ψηλότερα, όλο μακρύτερα” (Γκαίτε) και στις οποίες ανήκε και ανήκει το μέλλον.






Δ’ Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός


Η καλλιτεχνική μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στηριζόμενη στην υλιστική κοσμοαντίληψη, καθρεφτίζει πραγματικά και πιστά την πραγματικότητα στην επαναστατική της ανάπτυξη και έχει σαν σκοπό την επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, επιδιώκει να αποδώσει την πραγματικότητα και ταυτόχρονα να την αλλάξει.


Είναι μια μορφή γνώσης της αναγκαιότητας για τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου. Η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν είναι τεχνητή επινόηση μερικών θεωρητικών της λογοτεχνίας, αλλά ιστορική αναγκαιότητα.
Η μέθοδος αυτή αφομοίωσε καθετί το προοδευτικό που είχε δημιουργήσει η προηγούμενη λογοτεχνία, πήρε πολλά χαρακτηριστικά του κριτικού ρεαλισμού και του επαναστατικού ρομαντισμού. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, είναι μια νέα ποιοτική μέθοδος, καθώς και η κοσμοαντίληψη που την τρέφει. Η προτεραιότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σαν μέθοδος συνδέονταν όταν με τις μεγάλες δυνατότητες που δημιουργούσε για το καθρέφτισμα με τρόπο πιστό της σοσιαλιστικής ζωής, των υλικών και πνευματικών της μετασχηματισμών.


Για πρώτη φορά στη λογοτεχνία και στην τέχνη παρουσιάζεται ο νέος ήρωας που προέρχεται από τις γραμμές του προλεταριάτου και τα πιο επαναστατικά και δημοκρατικά στρώματα της κοινωνίας. Η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι ζωτική σαν μέθοδος. Η ζωτικότητά της εκφράζεται κατά πρώτο λόγο στο μόνιμο δυναμισμό της και αυτό επιβεβαίωσε η ίδια η ανάπτυξη της λογοτεχνίας και των τεχνών, στην πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία, σε συνταύτιση με τις αρχές της μεθόδου αυτής. Η λογοτεχνία και η καλλιτεχνική πρακτική έχει πλουτίσει παραπέρα τη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.


Κανένα είδος στατικής, όπως ισχυρίζονται οι σημερινοί αστοί και αναθεωρητές αισθητικοί, δεν εμπεριέχει η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αυτή δεν επιβάλλεται σαν κάτι εξωτερικά δημιουργημένο, δεν έχει στατικούς κανόνες που δήθεν περιορίζουν την ελευθερία του δημιουργού. Oι αρχές της μεθόδου αυτής πηγάζουν από τις ίδιες τις πνευματικές απαιτήσεις των δημιουργών, από την ίδια τη ζωή και την πραγματικότητα. Γι’ αυτό ο σοσιαλιστικό ρεαλισμός παρουσιάζεται σαν επαναστατική μέθοδος ιδιαίτερα σε σχέση με τους δημιουργούς. Η μέθοδος αυτή σέβεται τη δημιουργική τους ατομικότητα, τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά της δημιουργίας του καθενός, δε δημιουργεί κανένα είδος ομοιομορφίας και στάνταρ. Η λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι η πιο προοδευμένη λογοτεχνία και μέθοδος και από μια άλλη άποψη. Είναι η λογοτεχνία που δίνει την προοπτική της ανάπτυξης, όχι βάσει της φαντασίας αλλά στηριζόμενη στους διαλεχτικούς νόμους της προόδου.


O σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι δεμένος με το παρόν και το μέλλον. Αυτό όμως δεν το προετοιμάζει μέσω ονείρων και μη πραγματικών φαντασιών, αλλά μέσω υλιστικών επιστημονικών προβλέψεων, που διευθύνονται από νόμους που ανακαλύφθηκαν και που επιστημονικά βοηθούν για την ανακάλυψη και άλλων. O ήρωας της λογοτεχνίας και των τεχνών έχει ξεκάθαρη κοινωνική φυσιογνωμια, με ιδεολογική διαύγεια, με εμπιστοσύνη στο μέλλον της κοινωνίας. O ήρωας της λογοτεχνικής παρακμής αγνοείται σαν κοινωνική ύπαρξη, παρουσιάζεται περιφρονημένος, με παθητικότητα, με πασιφιστική ηθική, μόνιμη ψυχική λαχτάρα κ.λπ.


Μπροστά σ’ αυτή τη λογοτεχνία ψευδαισθήσεων που απομακρύνεται από την ιστορική κοινωνική πραγματικότητα, η λογοτεχνία και η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ενσαρκώνει τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής. Η λογοτεχνία και η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εκφράζοντας τα πιο υψηλά ιδανικά της απελευθέρωσης του ανθρώπου, αποβαίνει μια πραγματική τέχνη που ωθεί τον άνθρωπο να βαδίσει μπροστά, που του δίνει ασφάλεια και εμπιστοσύνη για το μέλλον.


Η λογοτεχνία και η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σαν τάση, άρχισε με τη λογοτεχνία της Κομμούνας του Παρισιού και συνεχίστηκε με την Oχτωβριανή Επανάσταση, με τη δημιουργία των επαναστατών συγγραφέων Χάινριχ Χάινε, Μαξίμ Γκόρκι, Τζακ Λόντον, Β. Μαγιακόφσκι, Φάντεγιεφ και άλλων. Η προλεταριακή κομματικότητα και η επαναστατική μαχητικότητα είναι βασικές αρχές της μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.


Η αρχή της προλεταριακής κομματικότητας στην τέχνη, για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον Λένιν. Απορρίπτοντας τις φορμαλιστικές απόψεις “η τέχνη για την τέχνη”, ο Λένιν τόνιζε ότι αδέσμευτη τέχνη δεν υπάρχει. “Είναι αδύνατο ­έλεγε­ να ζεις σε μια κοινωνία και ταυτόχρονα να είσαι ανεξάρτητος από αυτή”. O λογοτέχνης στο έργο του πρέπει να επιδιώκει την απεικόνιση των κυριότερων προβλημάτων και αντιθέσεων που προβάλλει η εποχή μας. Πρέπει να απεικονίζει τη ζωή από τις προωθημένες θέσεις της εργατικής τάξης και ενάντια στις οπισθοδρομικές δυνάμεις. Στην τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν απεικονίζεται μόνο η επικαιρότητα, αλλά συμπεριλαμβάνονται και έργα με ιστορικό θέμα, με τη μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας.


Η ιδέα ότι είναι οι λαϊκές μάζες δημιουργοί της ιστορίας, ότι το μέλλον κάθε εποχής ανήκει στις προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, πρέπει να τίθενται στο επίκεντρο των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων με ιστορικό θέμα.
Παρουσιάζοντας τη ζωή από τις θέσεις της εργατικής τάξης, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα διαπνέονται από το πάθος ενάντια σε καθετί το παλιό, εμπλουτίζουν τον εσωτερικό κόσμο των εργαζομένων.


Πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 79

*Η φωτογραφία του “εξωφύλλου” είναι από πίνακα του κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη

 



Ο ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ





Το όνομα του Στάλιν, που σχεδόν 30 χρόνια ήταν στο τιμόνι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ακόμη και σήμερα αποτελεί θερμό σημείο της ιδεολογικής διαπάλης. Ο Ι. Στάλιν έπαιξε διαπρεπή ρόλο στη δημιουργία της μεγάλης χώρας σε δυσκολότατη περίοδο, από άποψη εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τις υπηρεσίες του ακόμα και ο εχθρός του σοσιαλισμού Ουίνστον Τσώρτσιλ τις όρισε με την περιεκτική διατύπωση: «ο Στάλιν πήρε τη Ρωσία με ξύλινο αλέτρι και την άφησε με ατομική βόμβα».

Aκόμα και σοβαροί αστοί ιστορικοί δεν αποφεύγουν την εκτίμηση της σταλινικής περιόδου στην ΕΣΣΔ. Ετσι, ο Ν. Βερτ, ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του «Ιστορία του Σοβιετικού κράτους», το ονόμασε «Νικηφόρος σταλινισμός». Στη δραστηριότητα του Στάλιν αφιερώνει ολόκληρα κεφάλαια ένας άλλος αστός ιστορικός ο Τζ. Χόσκινς στο βιβλίο του «Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης».

Στην περίοδο παλινόρθωσης του καπιταλισμού εμφανίστηκε σε τεράστια ποσότητα πληρωμένη ρεβιζιονιστική-προσαρμοστική αντισταλινική βιβλιογραφία, ανάλογη με τα γραπτά του Ντ. Βολκογκόνοφ, γεμάτη από κακίες και ψεύδη για το Στάλιν. Ομως και αυτού του είδους η «προσοχή» άθελά της τονίζει το ρόλο του μεγάλου ανθρώπου, αν και η ψευδοεπιστημονική μαυρίλα αυτού του είδους έχει σαν σκοπό μόνο τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

Το μέγεθος της προσωπικότητας και ο ρόλος του Στάλιν, τα αποτελέσματα όσων έγιναν υπό την καθοδήγησή του μας επιτρέπουν να μη δίνουμε προσοχή σε όλα τα ψέματα των σημερινών ιστορικών «σοφών». Ομως, ταυτόχρονα, αυτός ο ρόλος δεν επιτρέπει και τον εξωραϊσμό της ιστορικής πραγματικότητας ή τα κενά λόγια. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να δούμε τις άκρως σύνθετες συνθήκες της δραστηριότητάς του, όταν -χωρίς να υπάρχουν ιστορικά ανάλογα- ήταν αναγκαίο να εξευρεθούν οι δρόμοι επίλυσης, από πρώτη ματιά, ανεπίλυτων αντιφάσεων.

Εννοείται, πως μια προσωπικότητα τέτιου μεγέθους, όπως ο Στάλιν, δεν εμφανίζεται από μόνη της, ούτε με «θεϊκό διορισμό», αλλά σαν ιστορική αναγκαιότητα, σαν προσωπικότητα που εκφράζει το ριζικό συμφέρον της κοινωνικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη περίοδο και εκπληρώνει τη δραστηριότητά της, όχι από διαίσθηση, αλλά υπολογίζοντας τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, το πραγματικό κοινωνικό περιβάλλον, από κοινού με τους συναγωνιστές του, σε επαφή με πλήθος ειδικών και λοιπά. Πολύ περισσότερο που ο μαρξισμός ορίζει σαν κινητήρια δύναμη του ιστορικού προτσές τα συμφέροντα και την ενέργεια των μαζών, χωρίς να αρνείται το ρόλο της προσωπικότητας σε αυτό το προτσές.

Ανάμεσα στις διάφορες πλευρές της δημιουργικής δραστηριότητας του Στάλιν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο ρόλος του στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης. Σήμερα το ενδιαφέρον σε αυτή την πλευρά της πολύπλευρης δραστηριότητάς του μπορεί να έχει σχέση με το γεγονός ότι το 1999 συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την έκδοση του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας, το οποίο για πρώτη φορά περιείχε τμήμα για το «Σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής». Ακριβώς σε αυτό το τελευταίο βρισκόταν η ιδιαιτερότητα αυτού του εγχειριδίου (αν και εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας προετοιμάστηκαν και προηγούμενα από διάφορα ιδρύματα), όπως επίσης ότι το προτσές επεξεργασίας του εγχειριδίου έγινε υπό την καθοδήγηση του Κόμματος και σημαντικό στάδιο γι' αυτό αποτέλεσε η αντιπροσωπευτική οικονομική συζήτηση, που διοργανώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΣΕ το Νοέμβρη του 1951, όπου συζητήθηκε η μακέτα του εγχειριδίου. Ο Στάλιν με μεγάλη προσοχή παρακολουθούσε την πορεία της έκδοσης, διαβάζοντας τα χειρόγραφα, συζητώντας με τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου και του καθοδηγητή της κολεκτίβας των συγγραφέων της μακέτας του εγχειριδίου ακαδημαϊκό Κ. Β. Οστροβιτιάνοβ) και ανταποκρίθηκε στην πορεία της συζήτησης με την έκδοση της μπροσούρας «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952).

Λόγος γίνεται για πολύ περισσότερο απ' ό,τι απλά η δημιουργία εγχειριδίου, γι' αυτό και αυτή η συζήτηση, σαν βασικό στάδιο της γενικής συζήτησης 1936-1954, είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα μάλιστα και από την άποψη της ιστορίας της παγκόσμιας οικονομικής σκέψης, και για την κατανόηση της ιστορικής κατάστασης της περιόδου εγκαθίδρυσης της πρώτης στον κόσμο σοσιαλιστικής κοινωνίας και από αυτή την άποψη, και για το πώς οι διαμορφωθείσες τότε θεωρητικές θέσεις εκφράστηκαν αργότερα στην πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Σωστή και μια τέτια μικρογραφία της ανάλυσης, που θα μπορούσε να οριστεί σαν ανάλυση του σταλινικού σταδίου ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας με τον συνυπολογισμό της τεράστιας επιρροής της δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρητικής του Ι. Στάλιν, σε όλες τις πλευρές της ζωής της σοβιετικής κοινωνίας στις δεκαετίες '30 με αρχές της δεκαετίας του '50.

Τα υλικά της συζήτησης έχουν ενδιαφέρον και για τον ορισμό των προγραμματικών προσανατολισμών κατά την αποκατάσταση της σοσιαλιστικής πολιτικής για την κοινωνική ανάπτυξη.

1. ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ, Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΕΝΗ ΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ. ΤΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΧΑΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΦΕΡΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΗ ΔΟΥΛΙΑ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΕΠΙΤΡΟΠΑΤΟ ΤΩΝ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝ) ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΑΜΙΓΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΥΠΟΛΕΙΠΟΤΑΝ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ Β. Ι. ΛΕΝΙΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Ν. ΜΠΟΥΧΑΡΙΝ, Ε. ΠΡΕΟΜΠΡΑΖΕΝΣΚΙ, Λ. ΚΡΑΣΙΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ. ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΙΝΑΝ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ, ΣΤΟ ΒΑΘΜΟ ΠΟΥ ΕΔΡΑΙΩΝΟΤΑΝ ΣΑΝ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

Τα οικονομικά και για την ακρίβεια τα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα ορθώνονταν καθημερινά μπροστά του, αν και ο αναμφισβήτητος ρόλος του στην επίλυσή τους δεν ήταν πάντα ειδικά ντοκουμενταρισμένος. Με αυτή την έννοια επισημαίνουμε την τεράστια και σύνθετη εργασία για την οργάνωση του νέου οικονομικού μηχανισμού και πρώτα από όλα στη δημιουργία του άγνωστου στον κόσμο μοχλού διεύθυνσης, του λαϊκο-οικονομικού σχεδιασμού. Ως το 1925, το ΓΚΟΣΠΛΑΝ, σύμφωνα με μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σ. Γκ. Στρουμίλιν, επεξεργαζόταν μόνο τα προγράμματα ξεχωριστών κλάδων. Το οικονομικό έτος 1925-1926 είχαν επεξεργαστεί δείκτες ελέγχου που εξέφραζαν την ιδέα του ολοκληρωμένου ενιαίου σχεδίου (για ένα έτος). Στις αρχές του 1926 εμφανίστηκε ένα πρόχειρο πενταετές σχέδιο, που η ιδέα του στηριζόταν στις κατευθύνσεις του 14ου Συνεδρίου του Κόμματος. Η διαδικασία δημιουργίας του σχεδίου ήταν διαδικασία οξείας διαπάλης μεταξύ των επεξεργαστών του (μεταξύ των οποίων ήταν και αστοί οικονομολόγοι). Και όλη η διαδικασία επεξεργασίας του σχεδιαστικού εργαλείου διεξαγόταν σε συνθήκες οξείας πάλης. Ηταν διαμάχες για τους κατευθυντήριους σκοπούς, για τους ρυθμούς ανάπτυξης, για την εκβιομηχάνιση και ακόμα διαμάχη για το «πεντάχρονο ή δίχρονο». Εξωτερικά φαινόταν πως ο Στάλιν δε συμμετείχε σε αυτή τη διαμάχη. Ομως, αφού οι αποφάσεις παίρνονταν στο Κόμμα, ο Στάλιν βρισκόταν στο κέντρο αυτών των εργασιών. Το 15ο Συνέδριο του Κόμματος (Δεκέμβρης 1927) επικύρωσε τις κατευθύνσεις για τη διαμόρφωση του σχεδίου και από αυτό το σημείο ξεκίνησε νέα ποιοτικά ζώνη για το σχεδιασμό. Και ήδη το πρώτο πεντάχρονο εξασφάλισε οικονομικό άλμα της ΕΣΣΔ και εν μέρει «έκλεισε» το πρόβλημα της ανεργίας.

Για άλλη μια φορά πρέπει να επισημάνουμε ότι όλες αυτές οι επιτυχίες στο σχεδιασμό (συμπεριλαμβανομένης και της αξιοζήλευτης ταχύτητας στην επεξεργασία του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου) δεν υλοποιήθηκαν βεβαίως χωρίς το Στάλιν, που ήταν επικεφαλής του Κόμματος. Είχε την άποψή του για την πλειοψηφία των ζητημάτων. Και για παράδειγμα, στην Ολομέλεια της Μοσχοβίτικης Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπ) [ΜΕ ΠΚΚ (μπ)], το 1928, με στοιχεία τοποθετήθηκε ενάντια στην πρόταση του Ρίκοφ να επεξεργαστούν, παράλληλα με το πεντάχρονο σχέδιο της λαϊκής οικονομίας, και δίχρονο σχέδιο ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας.

Ως μια από τις ιδιαίτερα βασικές κοινωνικο-οικονομικές θέσεις του Στάλιν, που είχαν επαναστατική σημασία για την ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΣΣΔ, πρέπει να καταμετρήσουμε και τη θέση του, το 1929, για την αποφασιστική στροφή της αγροτικής παραγωγής στη σοσιαλιστικοποίηση του χωριού.

Μεταξύ της πληθώρας των προβλημάτων για την αποκατάσταση της οικονομίας και την οικοδόμηση του νέου καθεστώτος το πρόβλημα του χωριού ήταν κύριο, αφού η αγροτιά αποτελούσε την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας και παρέμενε και μετά την επανάσταση ιδιωτικός «τομέας», στα χέρια της οποίας βρισκόταν η εξασφάλιση της χώρας με τρόφιμα.

Ο αγροτικός συνεταιρισμός (ακόμα και οι κομμούνες) εμφανίστηκε στην αρχή σαν αυθόρμητο από τα κάτω και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε σαν στρατηγική γραμμή (κατ' αρχάς σαν σύνθημα). Τα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ ήταν χρόνια ειρήνης, επιστροφής των ανδρών στο χωριό, χρόνια ολόπλευρης βοήθειας προς τους αγρότες από το προλεταριακό κράτος με την αγορά γι' αυτούς αρότρων και με τη γρήγορη αποκατάσταση της βιομηχανίας. Αυτά τα γεγονότα, σε συνδυασμό με τις σχετικά καλές καιρικές συνθήκες, οδήγησαν σε ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Μερικώς ξεπεράστηκε η πείνα από τη μειωμένη σοδειά του 1921. Ομως ταυτόχρονα, άρχισαν να ενισχύονται και οι κουλάκοι και η ανθρωποφάγα εξουσία τους στο χωριό. Και το κύριο ήταν ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε προοπτική, κάτι που στην πράξη εμφανίστηκε αρκετά σύντομα.

Ο γενικός θεωρητικός δρόμος για τους συνεταιρισμούς στην αγροτική οικονομία ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρος υπό το φως του λενινιστικού άρθρου «Για τους συνεταιρισμούς». Στα επόμενα 4-5 χρόνια οι συνεταιρισμοί ακολούθησαν φυσικούς, αργούς ρυθμούς. Στα μέσα του 1928 είχαν συνεταιριστικοποιηθεί το 1,7% των αγροτικών νοικοκυριών. Σε ένα κολχόζ αντιστοιχούσαν 13 νοικοκυριά. Τα 15 χιλιάδες κολχόζ και τα χίλια πεντακόσια σοβχόζ παρέμειναν σταγόνα στον ωκεανό ανάμεσα σε 25 εκατομμύρια ατομικά νοικοκυριά. Σαν αποτέλεσμα η χώρα βρέθηκε στα όρια της κρίσης[1].

Ο Στάλιν στην οξεία ενδοκομματική διαπάλη πήρε τη μοναδικά σωστή απόφαση και δυναμικά έστρεψε το τιμόνι στην πλευρά της σοσιαλιστικοποίησης του χωριού (δεν ήταν μόνο η συνεταιριστικοποίηση, αλλά και η οικοδόμηση εργοστασίων τεχνολογίας της αγροτικής οικονομίας, η οργάνωση μηχανοτρακτερικών σταθμών (ΜΤΣ), η οργάνωση προμηθειών και η αποθήκευση προϊόντων αγροτικής οικονομίας).

Θεωρητικά ήταν καθαρό ότι τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις ανάγκες, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αγροτεχνολογική πρόοδο. Ομως οι αλλαγές τραβούσαν σε μάκρος λόγω της δυσκολίας του ζητήματος και η αναγκαιότητά τους ολοφάνερα αυξανόταν. Ετσι για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του στατιστικού δελτίου της Μόσχας και του Κυβερνείου της Μόσχας το 1927 (εκδόθηκε το 1928), στο Κυβερνείο της Μόσχας από το 28,5% των αγροτικών νοικοκυριών είχαν ζώα εργασίας μόνο 18,6% (το 1917 είχαν 45,1%) και αγελάδες (το 1917 το 32%). Κατά μέσο όρο ένα νοικοκυριό είχε 2 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης και το 30% των νοικοκυριών είχαν από 0,1 έως ένα εκτάριο. Η παραγωγή σίκαλης ανά εκτάριο ήταν 8,4 μετρικούς στατήρες, της πατάτας ήταν 6,6 τόνοι. Τα υποδειχθέντα 30% των νοικοκυριών ήταν φυσικά «αυτοτρεφόμενα», τα οποία δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τις πόλεις.

Η παραγωγή στα μικρά αγροτικά νοικοκυριά, αν και ήταν απελευθερωμένη από το ζυγό των τσιφλικάδων, δεν είχε προοπτικές και οι ελλείψεις σε ψωμί έμπαιναν σαν εμπόδιο για την εκβιομηχάνιση, για την εξασφάλιση της αναγκαίας αύξησης του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία και την οικοδόμηση. Εκείνη την περίοδο η αργοπορημένη σοσιαλιστικοποίηση του χωριού οδήγησε στη λεγόμενη «κρίση των προμηθειών σε ψωμί» του 1927-1928. Απαιτείτο να βγουν τα σωστά συμπεράσματα, τα οποία αργοπορούσαν λόγω της διαφορετικής εκτίμησης των αιτιών της κρίσης. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν μια κρίση της ιδιωτικής χρήσης της γης και της οικιακής οικονομίας. Αύξηση της εμπορικότητας (του περισσεύματος, πάνω από την κατανάλωση του χωριού) δεν έγινε, μια και το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών το κατανάλωναν οι ίδιοι οι αγρότες για να «αυτοτραφούν». Το μικρό νοικοκυριό δεν έδινε προοπτικές και στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Το σιτάρι του εμπορίου, όσο υπήρχε, έμενε στα χέρια των κουλάκων προσανατολισμένο μόνο για κέρδος (από εδώ και η άνοδος των τιμών). Ο μηχανισμός προμηθειών σε ψωμί ήταν αναγκασμένος να ψάξει για «έκτακτα μέτρα», αλλά η απειλή της πείνας για την ανθηρή πόλη (βιομηχανία) αυξήθηκε και η πολιτική πίεση των κουλάκων που κρατούσαν το ψωμί ενισχύθηκε.

Η επιλογή του Στάλιν (και των συνεργατών του) υπέρ της επιτάχυνσης της σοσιαλιστικοποίησης του χωριού ήταν αντικειμενικά προσδιορισμένη και τεκμηριωμένη (όπως μας έδειξαν και τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου και η αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων διατροφής στην ΕΣΣΔ, που προπορευότανε σε πολλούς δείκτες ακόμα και από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες), χωρίς να παραβλέπουμε ότι η δυσκολότατη διαδικασία συνεταιριστικοποίησης, σαν αποτέλεσμα της απαραίτητης βιασύνης, δεν μπορούσε να μη συνοδευτεί από λάθη και ατοπήματα. Μπορούμε να σημειώσουμε ότι η πρόοδος στην αγροτική οικονομία που ακολούθησε, στην οποία ώθηση έδωσε η σοσιαλιστικοποίηση, θα μπορούσε να ήταν ακόμα ψηλότερα εάν δεν υπήρχαν οι τεράστιες απώλειες του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου και ακόμα και το ότι τα μέσα για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας δεν παραδίνονταν εξ ολοκλήρου. Στην ΕΣΣΔ, παρά τη τεράστια βοήθεια στην αγροτική παραγωγή, υπήρχαν σημαντικά λιγότερα τρακτέρ και κομπάιν ανά εκτάριο αγροτικού νοικοκυριού, λιγότερα λιπάσματα από ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Η γνώση της οικονομίας, των μηχανισμών λειτουργίας της, οι ιδιαιτερότητές της στην ΕΣΣΔ, καθώς και οι προτεραιότητες της σοσιαλιστικής πολιτικής επέτρεψαν στον Ι. Στάλιν να παίρνει τεκμηριωμένες θέσεις, ακόμα ίσως και για στενά, ειδικά ζητήματα. Ο γηραιός Λαϊκός Επίτροπος Οικονομικών Α. Γκ. Ζβεριόβ θυμόταν αργότερα ένα τέτιο επεισόδιο. Γινόταν λόγος για τη λεγόμενη «πιστωτική μεταρρύθμιση», σχέδιο της οποίας παρουσίασε στο Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων η Κρατική Τράπεζα (πρόεδρος ήταν εκείνο το καιρό ο Ν. Α. Μπουλγκάνιν). Σύμφωνα με αυτό προτεινόταν, εν μέρει, να εισαχθεί το βραχυπρόθεσμο εμπορικό δάνειο και οι συναλλαγματικές. Οι τέτιου είδους πράξεις των επιχειρήσεων ήταν αναγκασμένες να προσπερνούν το Λαϊκό Επιτροπάτο των Οικονομικών, το οποίο μέσω του προϋπολογισμού διενεργούσε τον έλεγχο της διαδικασίας για τη γενική -σε κρατικό επίπεδο- συσσώρευση αποθεμάτων και στη συνέχεια για τη σκόπιμη κατανομή τους. Στην προτεινόμενη «μεταρρύθμιση», για την τεκμηρίωση της οποίας προσκλήθηκαν ειδικοί επιστήμονες από την πιστωτικο-οικονομική επιστήμη και η οποία είχε τη στήριξη μερικών μελών του Πολιτικού Γραφείου, ορθωνόταν η αυτοτέλεια των οικονομικών πράξεων στην κυκλοφορία και στη περίπτωση που δεν επαρκούσαν τα μέσα κυκλοφορίας θα έπρεπε να «βαρύνεται» ο προϋπολογισμός παραπάνω από το σχέδιο. Στην συνεδρίαση του γραφείου του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων στις αρχές του 1941 την πλειοψηφία των ειδικών ερωτήσεων τις έκανε ο Στάλιν και στη συνέχεια τοποθετήθηκε και με γνώση του ζητήματος έδειξε ότι η «πιστωτική μεταρρύθμιση» δε θα εξυπηρετήσει την ενίσχυση της οικονομίας του σοσιαλισμού και ότι μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εμφάνιση χρηματιστηρίων. Η συγκεντροποίηση θα αδυνάτιζε με την εμφάνιση του χάους των συναλλαγματικών. Στο σύνολό της η «μεταρρύθμιση» δεν πραγματοποιήθηκε αν και μεμονωμένες προτάσεις της Κρατικής Τράπεζας (ειδικά για την τραπεζική πίστωση) έγιναν αποδεκτές.

Με ξεκάθαρες μαρξιστικές θέσεις προσέγγιζε ο Στάλιν και τις τοποθετήσεις στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης. Και γι' αυτό οι εκτιμήσεις είναι συχνά πιστότερες από ό,τι των ειδικών-πρακτικιστών, οι οποίοι φαίνεται ότι μόνο ανάγνωση έκαναν την οικονομία. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι την ίδια χρονική περίοδο ο Στάλιν εργαζόταν στο πραγματικά υπάρχον επιστημονικό-κατηγορικό επίπεδο.

Ετσι είναι φυσικό, ότι στο έργο του 1938 ο Στάλιν δίνει προσοχή στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας. Επισημαίνουμε ότι το ζήτημα της βάσης των σχέσεων παραγωγής είναι λίγο περιορισμένο, όπως και σε άλλους σοβιετικούς συγγραφείς. Εξετάζεται μόνο η «ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής». Κατ' αυτό τον τρόπο εμφανίστηκε σαν νομική «παρέκκλιση» στην κατανόηση της βάσης του καθεστώτος των σχέσεων. Τότε -και πολύ αργότερα- σαν βάση, σαν βασική σχέση της σοσιαλιστικής οικονομίας ήταν αποδεκτή η παλλαϊκή (στην πράξη-κρατική) ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Αυτό τότε ήταν μια παράδοση[2] που την αποδέχτηκε και ο Στάλιν. Αξίζει να δώσουμε προσοχή σε αυτό το σημείο, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο μεθοδολογικό «αμάρτημα» δεν είναι κάτι που προέρχεται από το Στάλιν, αλλά ήταν κοινά αποδεκτή θέση, η οποία διατηρείται και μέχρι σήμερα. Ο Στάλιν βρισκόταν στο περιβάλλον της γενικής αντίληψης της εποχής του.

Μεταξύ των άλλων, ακόμη και ο Κ. Μαρξ στην κριτική του Προυντόν (υπενθυμίζουμε τον αφορισμό του Προυντόν: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή») υπεδείκνυε τη μη «κατανόηση της βασικής σχέσης, η οποία συνενώνει όλες τις μορφές της αστικής παραγωγής». Η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι η βασικότατη ποιότητα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, όμως παρ' όλα αυτά, σαν ιδιαίτερη βάση του καπιταλισμού ο Μαρξ έβλεπε τη σχέση «κεφάλαιο-μισθωτή εργασία». Σε άλλες περιπτώσεις οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού έγραφαν για το ρόλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας: «Η σχέση μεταξύ κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το κοινωνικό μας σύστημα». Υπάρχουν και πολλές άλλες υποδείξεις των κλασικών[3] εκ των οποίων συνάγεται ότι, τουλάχιστον 1) η ιδιοκτησία δε ανάγεται στην κατοχή μέσων παραγωγής, 2) πάντα υπάρχει μια μορφή ιδιοκτησίας που προσδιορίζει το δεδομένο σύστημα.

Από εδώ μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένου και του αβάσιμου «της περεστροϊκής διατύπωσης» -για «πολύμορφες μορφές ιδιοκτησίας»- που απέκρυπτε την παλινόρθωση του καπιταλισμού, την αντεπανάσταση. Ακόμα και στα τελευταία σοβιετικά εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας δεν ήταν εμφανές αυτό το ζήτημα. Πολύ περισσότερο δεν ήταν ξεκάθαρο στη συζήτηση του 1951, όταν στην αγροτική συνεταιριστική ιδιοκτησία δε διαφαινόταν η τάση συγχώνευσης με την παλλαϊκή, όπως αυτή εμφανίστηκε μετά από 20 χρόνια.

Αυτή η μεθοδολογική ανακρίβεια στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης το Νοέμβρη του 1951 επέτρεψε να εμφανιστούν μερικές ασάφειες στη θέση για τις εμπορευματο-χρηματικές μορφές. Στο οικονομικό καθεστώς, στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του, σαν να μεταφερόταν η νομοθετικά κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα θέση για τις δύο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, της κρατικής και κολχόζνικης-συνεταιριστικής. Η διατύπωση αυτών των δύο μορφών δικαίου ήταν υπαρκτή, όπως και η διατύπωση κάθε άλλου δικαίου. Ομως, από οικονομικής πλευράς κάθε τρόπος παραγωγής έχει μία κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας, δηλαδή μορφή σύνδεσης των παραγόντων της παραγωγής. Για το σοσιαλισμό (κομμουνισμό) αυτό είναι η παλλαϊκή ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής, που έχει τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας.

2. Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΑΡΚΕΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ, ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΩΝ, ΑΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕ ΑΡΚΕΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. ΕΓΙΝΕ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΨΗΛΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ. ΣΤΙΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ-ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ. ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΑΘΜΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΣΑΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΜΑΡΞΙΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗ Μ. ΤΟΥΓΚΑΝ-ΜΠΑΡΑΝΟΦΣΚΙ, ΤΟΥ ΜΕΝΣΕΒΙΚΟΥ Π. ΜΑΣΛΟΦ, ΤΟΥ ΑΣΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ Λ. ΓΙΟΥΡΟΦΣΚΙ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '20 ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΣΕ ΑΥΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΘΗΚΕ Η «ΠΑΡΑΔΟΣΗ» ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ. ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΝΕΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΙΧΑΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» (Ή ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ)

Εγινε συζήτηση για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία είχε η συζήτηση για τους ρυθμιστές της σοβιετικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα η συζήτηση αυτή ήταν για τον οικονομικό μηχανισμό της σοσιαλιστικής οικονομίας (ή συντομότερα ακόμη για τη μεταβατική οικονομία) και ταυτόχρονα ήταν η πρώτη συζήτηση για τη χρησιμοποίηση των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών. Σύμφωνα με αυτή οι ρυθμιστές κατανοούνταν με διαφορετικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης για τους δύο ρυθμιστές με τη μορφή «σχέδιο και αγορά».

Σε αυτό το φόντο και με τον υπολογισμό της ανακήρυξης του τέλους της μεταβατικής περιόδου (οικοδόμηση του σοσιαλισμού κατά βάση) εμφανίστηκε η πρακτική και η ιδεολογική αναγκαιότητα για τη συστηματοποίηση των επεξεργασιών για την οικονομία του σοσιαλισμού, για την επεξεργασία της θεωρίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού.

Εννοείται, πως στην εξεταζόμενη περίοδο, στη βάση των θεωρητικών επεξεργασιών των ειδικών, που στέκονταν στην πλευρά της σοσιαλιστικής προόδου, βρισκόταν η θεωρία του μαρξισμού και που αναπτύχθηκε πρώτ' απ' όλους από το Β. Ι. Λένιν. Ομως ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε χωρίς αντικείμενο να «περιγράψει» το μελλοντικό οικονομικό σύστημα, περιοριζόμενος στον ορισμό των βασικών αντικειμενικών χαρακτηριστικών της ιστορικής του προοδευτικότητας. Δεν «προέτρεξε» μακριά μπροστά και ο Β. Ι. Λένιν. Επίσης, η μεθοδολογία της μαρξιστικής θεωρίας μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να προσεγγιστεί με διαφορετική σημασία. Στην πράξη υπήρχε επίσης η εμπειρία της μεταβατικής περιόδου στο σοσιαλισμό, που απαιτούσε θεωρητική περίσκεψη με συμπεράσματα για το μέλλον.

Στην ΚΕ του ΚΚΣΕ έφταναν ζητήματα και προτάσεις για την συστηματοποίηση των οικονομικών γνώσεων. Εφταναν από τα κάτω και εν μέρει από τους διδάσκοντες (από εδώ και το ζήτημα «για το εγχειρίδιο»). Πραγματικά, η διασπορά απόψεων και προσεγγίσεων στον τομέα των οικονομικο-θεωρητικών γνώσεων ήταν όχι απλά μεγάλη, αλλά ακουμπούσε και τέτια θεμελιακά σημεία όπως η ύπαρξη νομοτελειών στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Τέτοιες ήταν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις στην επεξεργασία των θεωρητικών προβλημάτων, που κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '30 πήραν τη μορφή του ζητήματος για τη δημιουργία εγχειριδίου (Βλ. Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) «Για την ανασυγκρότηση της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας» του 1936).

Είναι ολοφάνερο ότι αρχικά το καθήκον δε φαινόταν και τόσο δύσκολο. Φαινόταν πως μέσα σε δύο μήνες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν δύο εγχειρίδια: ένα εκλαϊκευμένο υπό την καθοδήγηση του Α. Α. Λεόντιεφ (σύμφωνα με κάποια δεδομένα το έγραψε μόνος του) και ένα από τους επαγγελματίες υπό την καθοδήγηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ. Μετά επήλθε επαναπροσδιορισμός του ζητήματος και στα 1938 προσκόμισαν στο Στάλιν την εκδοχή (στη συνέχεια συνήθως τις ονόμαζαν «μακέτες») του εγχειριδίου με την ονομασία «Πολιτική Οικονομία. Σύντομη διδασκαλία», υπό τη σύνταξη των Λ. Λεόντιεφ και Α. Στέτσκι.

Η εκδοχή του εγχειριδίου που έφθασε στα χέρια του Στάλιν το 1938 (και μου φαίνεται και σε άλλους που γνωρίστηκαν με το κείμενο) δεν του άρεσε και πάρθηκε η απόφαση να συνεχιστεί η επεξεργασία της μακέτας υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ. Τον Απρίλη του 1940 ήταν έτοιμη νέα εκδοχή της μακέτας, η οποία απεστάλει σε μερικούς επιστήμονες οικονομολόγους (μέρος των οποίων αργότερα μπήκαν στη κολλεκτίβα των συγγραφέων: Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, Α. Ι. Πασκόφ, Γκ. Ι. Κοσιατσένκο). Ο Στάλιν σε κάποια σημεία διόρθωνε ο ίδιος, κάνοντας συμπληρώσεις. Το Δεκέμβρη του 1940 εμφανίστηκε η διορθωμένη εκδοχή (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Α. Ι. Πασκόφ, συζητήθηκε η μακέτα που την έκανε μόνος του ο Λ. Λεόντιεφ), η οποία έγινε αντικείμενο συζήτησης κατά τη συνάντηση με το Στάλιν (συμμετείχαν οι Β. Μ. Μολότοφ και Ν. Α. Βοζνεσένσκι) με την κολλεκτίβα των συγγραφέων και μια σειρά άλλους προσκεκλημένους ειδικούς. Ολόκληρη η μακέτα κατακρίθηκε[4].

Οπως βλέπουμε, η εργασία γινόταν συλλογικά με την προσωπική συμμετοχή του Στάλιν. Ο πόλεμος, βεβαίως, διέκοψε αυτή την εργασία. Ομως το 1943 στο περιοδικό «Υπό τη σημαία του μαρξισμού» (Νο 7-8, 1943) εμφανίστηκε το άρθρο της σύνταξης «Μερικά ζητήματα της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας», όπου ήταν ολοφάνερος ο υπολογισμός των παρατηρήσεων του Στάλιν, που έγιναν το 1941 (τη συγγραφή του άρθρου ο Λ. Λεόντιεφ την κατέγραφε στον εαυτό του, αν και μετά τη συζήτηση στο γραφείο του Στάλιν φαίνεται ότι δεν ήταν ήδη στην κολλεκτίβα των συγγραφέων[5], της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ). Οι υποδείξεις και παρατηρήσεις του Στάλιν στη συζήτηση, στην πραγματικότητα αποτελούσαν ήδη άμεση συμμετοχή του στη θεωρητική εργασία των οικονομικών προβλημάτων. Πριν από αυτό δε συμμετείχε άμεσα στις διάφορες οικονομικές συζητήσεις που δημοσιεύτηκαν στον τύπο στις δεκαετίες του '20 και του '30. Μετά από αυτή τη συζήτηση, μαζί με όλες τις άλλες διευκρινίσεις, η ερμηνεία των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών στο σοσιαλισμό απέκτησε νέα μορφή. «Ως το 1941 εμείς, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι, όπως είναι γνωστό, με επιμονή επιβεβαιώναμε ότι το εμπόρευμά μας δεν είναι εμπόρευμα, τα χρήματά μας δεν είναι χρήματα και ότι ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δε λειτουργεί. Μας διόρθωσαν», έτσι χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ο Α. Ι. Πασκόφ στο βιβλίο του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού»[6].

Κατά τη γνώμη μου, ο κυριότερος νεωτερισμός του άρθρου της σύνταξης του περιοδικού «Υπό τη σημαία του μαρξισμού», που υπενθυμίσαμε παραπάνω, ήταν η αναγνώριση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί στο σοσιαλισμό, όμως σαν «μεταμορφωμένος νόμος», σαν «νόμος σε μεταμορφωμένη μορφή». Στην πραγματικότητα ο μεταμορφωμένος αυτός νόμος της αξίας ερμηνευόταν από υπολογιστική άποψη (υπολογισμός των εξόδων, των δαπανών) και όχι βεβαίως ως ρυθμιστής της παραγωγής. Πολύ περισσότερο η αναγνώριση του νόμου της αξίας ως υπαρκτού (αναγνώριση με την παραπομπή ότι τυχόν άρνησή του «βρίσκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τις πολυάριθμες (!) υποδείξεις των κλασικών» και με παραπομπές για τη συμβολή στη θεωρία που έγινε από τον Ι. Στάλιν, ο οποίος έδωσε το ότι «δεν μπορούσε να προβλεφτεί όχι μόνο από το Μαρξ αλλά ακόμη και από το Λένιν»), κρίνοντας από το κείμενο του άρθρου, ακόμη δε σήμαινε αναγνώριση της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό (σε κάθε περίπτωση, γι' αυτό δεν ειπώθηκε τίποτε). Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ζήτημα για το συγγραφέα (τους συγγραφείς) αυτού του άρθρου δεν ήταν ξεκάθαρο.

Σε ποιο βαθμό η θέση για τη λειτουργία του μεταμορφωμένου νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό άλλαζε τις παλιότερες αντιλήψεις σε αυτό το ζήτημα; Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές περιεκτικά (όχι ως προς την ορολογία) ήταν πολύ λίγο ουσιαστικές (αν και η εισαγωγή της λέξης «νόμος» επιβεβαίωνε την αντικειμενικότητα των αντίστοιχων μορφών). Αυτό μπορούμε να το δούμε για παράδειγμα στον Ν. Α. Βοζνεσένσκι: «Ο περισσότερο στοιχειώδης νόμος των δαπανών παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων είναι ο μεταμορφωμένος στη σοβιετική οικονομία νόμος της αξίας ... ο νόμος αυτός σημαίνει την αναγκαιότητα να εισαχθεί ο χρηματικός και όχι απλά ο φυσικός υπολογισμός και η σχεδιασμένη δαπάνη παραγωγής, δηλαδή τα έξοδα της κοινωνικής εργασίας στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος»[7].

Μετά τον πόλεμο ο Στάλιν και πάλι παρότρυνε την εργασία πάνω στο εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, το 1946 υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ έγινε νέα επεξεργασία του και η ΚΕ του Κόμματος απέστειλε το κείμενο για γνώμη σε περισσότερους από 40 οικονομολόγους. Ομως δεν επιτεύχθηκε συμφωνία και το 1947 στην ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) δημιουργήθηκε πλατιά επιτροπή, όχι μόνο από οικονομολόγους. Σε αυτή συμμετείχαν και φιλόσοφοι, και ιστορικοί. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, εμφανίστηκαν δύο εκδοχές του εγχειριδίου (σύμφωνα με μαρτυρίες του Μ. Ντζιμπούτι, η εκδοχή του 1950 ήταν μια), όμως ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου είδε δύο-τρεις ανώνυμες μακέτες εκείνου του καιρού, φτιαγμένες τυπογραφικά. Φαίνεται ότι ήταν ενδιάμεσες εκδοχές.

Το Φεβρουάριο του 1950 έγινε συνεδρίαση των συγγραφέων στο γραφείο του Στάλιν. Αποτέλεσμα αυτής της συνεδρίασης ήταν να δημιουργηθεί επιτροπή, στη σύνθεση της οποίας ήταν οι Γ. Μ. Μάλενκοφ, Λ. Α. Λεόντιεφ, Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ και Π. Φ. Γιουντίν. Αργότερα η επιτροπή διευρύνθηκε.

Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, η κατάσταση συζητήθηκε και πάλι με τους συγγραφείς στο γραφείο του Στάλιν τον Απρίλιο του 1950. Ο Στάλιν έκανε την παρατήρηση: «Είναι κακό ότι στην επιτροπή δεν υπάρχει αντιπαράθεση ούτε λογομαχία για θεωρητικά ζητήματα». Και ανακοίνωσε ότι με το που θα είναι έτοιμο το εγχειρίδιο «θα το θέσουμε στην κρίση της κοινής γνώμης». Μιλώντας διαφορετικά, ο Στάλιν προσέγγιζε την εργασία για το εγχειρίδιο με μεγάλη υπευθυνότητα και βεβαίως δεν έτεινε να πάρει όλη την ευθύνη.

Τον Ιούλιο του 1951 το κείμενο του εγχειριδίου ήταν έτοιμο και το απέστειλαν σε περίπου 250 επιστήμονες, καθηγητές, κομματικούς και οικονομικούς εργαζόμενους με συνοδευτική επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Κατόπιν ανάθεσης της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ), ομάδα σοβιετικών οικονομολόγων (σ.σ. Λάπτεφ Ι. Ντ., Λεόντιεφ Λ. Α., Οστροβιτιάνοφ Κ. Β., Πάσκοφ, Α. Ι., Σεπίλοφ Ι. Ντ., Γιουντίν Π. Φ.) προετοίμασε το εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας (σχέδιο).

Η ΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στη δημιουργία ολοκληρωμένης διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας. Τέτια μαθήματα είναι ουσιαστικά αναγκαία για να βελτιωθεί η υπόθεση της μαρξιστικο-λενινιστικής διαπαιδαγώγησης της σοβιετικής διανόησης και να βοηθηθούν τα στελέχη μας επιτυχώς να λύνουν τα πρακτικά καθήκοντα...

Εχοντας υπόψη ότι το προετοιμασμένο κείμενο χρειάζεται σοβαρές βελτιώσεις, η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) θεωρεί απαραίτητο να πραγματοποιήσει με το παρουσιαζόμενο εγχειρίδιο ελεύθερη συζήτηση... Αποστέλοντάς σας αντίγραφο της μακέτας του εγχειριδίου η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) σας προσκαλεί να λάβετε μέρος στη συζήτηση που θα πραγματοποιηθεί στη Μόσχα...».

Η συζήτηση ξεκίνησε στις 10 Νοέμβρη 1951 στο κτίριο της ΚΕ του Κόμματος (στο πανώ που υπήρχε στην αίθουσα ήταν γραμμένο: «Η επιστήμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να προχωρήσει χωρίς πάλη των απόψεων, χωρίς ελευθερία της κριτικής»). Η συζήτηση διήρκεσε με διαλείμματα ως τις 8 Δεκέμβρη. Εγιναν 21 συνεδριάσεις σε Ολομέλεια, επίσης γίνονταν συνεδριάσεις σε τρία τμήματα. Στις συνεδριάσεις παρευρίσκονταν ως 240 άτομα και μίλησαν συνολικά 119 άτομα. Προήδρευσαν της συζήτησης ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ (μίλησε εισηγητικά καλώντας σε ελεύθερη συζήτηση και συγκεκριμένες προτάσεις στο σχέδιο-κειμένου του εγχειριδίου) και ο Μ. Α. Σουσλώφ. Τα υλικά της συζήτησης απετέλεσαν 38 τόμους τα οποία δυστυχώς δε δημοσιεύτηκαν (εκτός από την ομιλία στη συζήτηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ που δημοσιεύτηκε στη «Συλλογή έργων» του), αν και αυτό το ζήτημα το έθεσε ο συγγραφέας του παρόντος πολλές φορές στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Μεταξύ των άλλων, αυτά τα υλικά περιέχουν πολλά διδακτικά.

Η συζήτηση ήταν πραγματικά ανοικτή και οξεία, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στο Στάλιν ή όταν εμφανίστηκαν και αιχμές για ανεπαρκείς συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, όμως ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ δεν αντιδρούσε σε αυτό. Από πλευράς περιεχομένου στη συζήτηση μπήκαν πληθώρα θεωρητικών, μεθοδολογικών και πρακτικών ζητημάτων. Τα βασικότερα από αυτά φωτίζονται επαρκώς στην «Παγκόσμια ιστορία οικονομικής σκέψης» (τ. 6).

Με την ολοκλήρωση της συζήτησης το Φλεβάρη του 1952, ο Στάλιν έγραψε την εργασία «Παρατηρήσεις στα οικονομικά ζητήματα, που σχετίζονται με τη συζήτηση του Νοέμβρη του 1951». Αρχικά ο Στάλιν δε σκόπευε να τη δημοσιεύσει, αλλά μάλλον να την απευθύνει στην κολεκτίβα των συγγραφέων και έχοντας υπόψη τις προετοιμαζόμενες -είναι ολοφάνερο, με εντολή του- μετά τη συζήτηση «Πληροφορίες για τα ζητήματα διαμάχης» και τις «Προτάσεις για τη βελτίωση της Πολιτικής Οικονομίας». Πιθανόν, αυτές οι «Παρατηρήσεις» να εξυπηρέτησαν την προετοιμασία της συνάντησης με τους συμμετέχοντες στη συζήτηση το Φλεβάρη του 1952. Το γεγονός της συνεδρίασης της 15ης Φλεβάρη 1952 επιβεβαιώνεται στην προαναφερθείσα «Παγκόσμια ιστορία της οικονομικής σκέψης». Γι' αυτή τη συνάντηση έγραψε ο Ντ. Βαλαβόι στο βιβλίο «Η οικονομία σε ανθρώπινη διάσταση» (1988), αναφέροντας μια σειρά από απαντήσεις του Στάλιν στα ζητήματα που τέθηκαν. Στο Στάλιν προσωπικά απεστάλησαν επιστολές με κριτική στη μακέτα του εγχειριδίου ή με την παράκληση να ξεκαθαρίσει κάποια ζητήματα. Σαν αποτέλεσμα, από ό,τι φαίνεται, ο Στάλιν άλλαξε την αρχική του σκέψη και το Νοέμβρη του 1952 οι «Παρατηρήσεις» μαζί με τις απαντήσεις του Στάλιν δημοσιεύτηκαν με τον κοινό τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».

3. ΤΕΤΟΙΑ ΗΤΑΝ, ΣΕ ΣΥΝΤΟΜΙΑ, Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, ΤΟ 1954 ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ. Η ΙΔΙΑ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΟΡΘΩΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΚΛΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕ ΒΡΗΚΑΝ ΟΛΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥΣ, ΟΜΩΣ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΑΝ ΤΑ «ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΠΟΝΟΥΣΕ» Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

Βεβαίως, το ίδιο το εγχειρίδιο είναι ένα εγχειρίδιο, είναι το ελάχιστο των απαραίτητων μαρτυριών το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί, να «γεμίσει», να εμβαθυνθεί με τη δημιουργική αυτοτελή εργασία αυτών οι οποίοι επιθυμούν να ασχοληθούν με τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας. Αυτή η υπόθεση στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα δεν τέθηκε στην πράξη με τον καλύτερο πάντα τρόπο. Αν και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την ικανότητα για θεωρητική σκέψη δεν τη διαθέτει ο καθένας, ακόμα -και αυτό δεν είναι παράδοξο- και εργαζόμενοι στο χώρο της επιστήμης.

Επίσης, εννοείται ότι το εγχειρίδιο, που δημιουργήθηκε με την ενεργητική συμμετοχή του Στάλιν, έκφραζε το επίπεδο της θεωρητικής σκέψης της οικονομίας του σοσιαλισμού το οποίο υπήρχε στη («θυελλώδικη») δεκαετία του '40. Και οι όποιες σημερινές απαιτήσεις μας προς αυτό θα πρέπει να γίνονται με υπολογισμό εκείνων των καιρών και εκείνης της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Στη μετασταλινική περίοδο, μετά την ομιλία του Χρουτσιόφ στο τέλος του 20ού Συνεδρίου και ιδιαίτερα με την υπόσκαψη του σοσιαλισμού από τη γκορμπατσοφική περεστρόικα η σημασία της εργασίας που έγινε τότε εκχυδαΐστηκε και διασύρθηκε. Ο ίδιος ο Στάλιν ζωγραφίστηκε με τα μελανότερα χρώματα του «τυράννου» από τους εχθρούς του σοσιαλισμού. Ο αποστάτης στρατηγός Ντ. Βολκογκόνοφ είχε το θράσος να δηλώσει στην εφημερίδα «Τρούντ» της 19ης Ιουλίου του 1988: «Ο Στάλιν δεν ήξερε πολιτική οικονομία, αν και έγραψε τα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (μάλιστα η εργασία δεν έγινε από αυτόν)». Το θρασύ, κατά παραγγελία ψεύδος του Βολκογκόνοφ δε χρειάζεται να το ανασκευάσουμε. Σε τέτια αναποδογυρίσματα δεν είναι ο μοναδικός. Βρέθηκαν και πολλοί άλλοι που στόχευσαν να αμαυρώσουν το νεκρό γίγαντα, να αλλοιώσουν την αλήθεια γι' αυτόν και τους ηρωικούς καιρούς, για το σοσιαλισμό σαν ιστορικό ρήγμα στο μέλλον. Η προσαγόρευση με το προσωνύμιο «δικτάτωρ» εμφανίζει την ιδεολογική φτήνια και ξεσκεπάζεται εν μέρει και από το γεγονός της ενεργούς συμμετοχής του Στάλιν στη θεωρητική επεξεργασία των ζητημάτων της πολιτικής οικονομίας (όπως και πολλών άλλων) και από την ελεύθερη, δημιουργική ατμόσφαιρα της οικονομικής συζήτησης που οργανώθηκε με εντολή του. Και -αντιθέτως- από ό,τι φάνηκε, δεν ήταν ακίνδυνο για την ανάπτυξη της οικονομίας και όλης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού το ότι μεταξύ όλων των επόμενων καθοδηγητών του Κόμματος δε βρέθηκε άνθρωπος με ικανότητα στη θεωρία, στην πολιτική οικονομία ιδιαίτερα.

Αξίζει ιδιαίτερα να τονίσουμε, ότι ο Ι. Στάλιν, στην πράξη υπερασπίστηκε στις νέες συνθήκες τις λενινιστικές θέσεις για την αναγκαιότητα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σαν επιστήμη, μια που συνεχίζουν να υπάρχουν απόψεις που ανασύρουν τον ισχυρισμό του Μπουχάριν για το «θάνατο» αυτής της επιστήμης, λόγω της «διαφάνειας» των οικονομικών σχέσεων στο σοσιαλισμό και του κυρίαρχου ρόλου της οικονομικής πολιτικής. Μέχρι τη δημιουργία της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας χρησιμοποιήθηκε η διδασκαλία της «θεωρίας της σοβιετικής οικονομίας» ή της «οικονομικής πολιτικής». Είναι ολοφάνερο ότι λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Στάλιν, ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ μπόρεσε να δηλώσει στη συνεδρίαση του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ το 1944: «Δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την πολιτική οικονομία με την οικονομική πολιτική και γενικά με την ιδεολογία». Η ίδια η αναγνώριση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού προώθησε την πρακτική αναγκαιότητα για την ανάπτυξη της λογικής των οικονομικών κατηγοριών του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από το κατά πόσο έγινε κατορθωτό να διαχωριστεί η επιστημονική ανάλυση από την τρέχουσα οικονομική πολιτική. Κατ' αυτό τον τρόπο, η θεωρητική πολιτική οικονομία σαν επιστήμη έλαβε το στάτους της αντικειμενικότητας, της πρωταρχικής βάσης της οικονομικής πολιτικής, της πυξίδας, αν και -όπως έλεγε ο Λένιν- το να λύσεις το ίδιο και το αυτό ζήτημα θεωρητικά και πρακτικά είναι διαφορετικά πράγματα. Το πρόβλημα της ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού διατηρεί τη σημασία του και σήμερα, στους «αισχρούς καιρούς», όταν η πολιτική οικονομία σαν είδος φιλοσοφίας των οικονομικών αντιλήψεων έχει καταστραφεί και ιδιαίτερα για τον ορθό προσανατολισμό στη επίλυση των προβλημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μετά την αναπόφευκτη χρεοκοπία των αντεπανάστασης.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι οικονομικοί νόμοι είναι νόμοι που εκφράζουν τις γενικές τάσεις κίνησης των οικονομικών σχέσεων. Ομως σε οποιοδήποτε τέτιο νόμο, όπως και στην ίδια τη σχέση, η υπαρκτή σχέση αιτίου-αποτελέσματος, το οποίο εκφράζει ο νόμος, ενυπάρχουν αντιφάσεις που δεν του επιτρέπουν να ερμηνευτούν οι απαιτήσεις του τυπικά και ωφελιμιστικά. Με τον οικονομικό νόμο, σαν νόμο για την κοινωνική ζωή, σχετίζεται και η σκέψη του Μαρξ για τις «κατηγορίες»: «Οι οικονομικές κατηγορίες αντιπροσωπεύουν μόνο θεωρητικές εκφράσεις, αφαιρέσεις των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής»[8]. Εκτός από αυτό, ο νόμος σαν τέτιος εμφανίζεται στην πραγματική ζωή όχι με «γυμνή μορφή», αλλά με τη εικόνα των διαφόρων οικονομικών μορφών. Γι' αυτό είναι αδύνατο να «υπολογιστεί» ο οικονομικός νόμος σε κάποια μεγέθη. Οι οικονομικοί νόμοι «δεν έχουν άλλη πραγματικότητα, εκτός από το πώς θα προσεγγιστούν, σε τάση, κατά μέσον, όχι όμως στην άμεση πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί η δράση τους διασταυρώνεται ταυτοχρόνως με τη δράση και άλλων νόμων, εν μέρει και σαν αποτέλεσμα της φύσης τους σαν έννοιες»[9]. Είναι άλλη υπόθεση όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης των νομοτελειών, για παράδειγμα, για τις αξιακές μορφές της κίνησης του συνολικού προϊόντος και των μερών του. Εδώ είναι δυνατό να βρεθεί ποσοτική εξάρτηση. Η γνώση του νόμου δίνει γνώση της γενικής κατεύθυνσης (ανάγκες) της ανάπτυξης αλλά, φυσικά, η πρακτική δραστηριότητα απαιτεί κατανόηση της «διασταύρωσης» των νόμων και υπολογισμό όλης της ακρίβειας της στιγμής (δεν ξεχνάμε ότι υπάρχει ολόκληρο σύστημα οικονομικών επιστημών, για τις οποίες η πολιτική οικονομία αποτελεί μεθοδολογική βάση).

Ο Στάλιν βεβαίως και είχε «Δική του ματιά στο σοσιαλισμό», όμως η «Δική του ματιά» δεν είναι οπωσδήποτε και θεωρητικά συστηματοποιημένη αντίληψη. Και σύμφωνα με αυτό, είναι ολοφάνερο ότι δεν ήταν οριστικά πεισμένος για όλες τις θέσεις και γι' αυτό δεν περιοριζόταν στις συμβουλές των «κορυφαίων», των «πλησιεστέρων» οικονομολόγων και αποφάσισε να κάνει πλατιά συζήτηση για να γνωρίσει όλο το φάσμα των απόψεων. Εννοείται ότι θα έπρεπε να προσδιοριστεί σε όλη την ποικιλομορφία των απόψεων και ο Στάλιν μπορούσε να το κάνει αυτό επαγγελματικά. Αντίθετα, η επόμενη κομματική καθοδήγηση για τους οικονομικούς νεωτερισμούς συνήθως καλούσε τον «πλησιέστερο κύκλο» και σαν αποτέλεσμα εμφανιζόταν κάτι που έφερνε κακό, κάτι σαν την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965.

4. ΑΞΙΖΕΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗΣ ΕΠΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΣΥΖΗΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ (ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ), ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΣΕ ΑΥΤΟ, ΩΣ ΤΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ, ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΑ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ».

Η πρωταρχική δυσκολία του προβλήματος βρισκόταν στο ότι οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού επιβεβαίωναν ότι ο σοσιαλισμός καταστρέφει την εμπορευματική παραγωγή. Η σοσιαλιστική παραγωγή είναι η πρώτη φάση της άμεσης κοινωνικής παραγωγής, η οποία σύμφωνα με τους Μαρξ-Ενγκελς-Λένιν, οδηγεί στην απονέκρωση της εμπορευματικής παραγωγής. Κατ' αυτό το μαρξιστικο-λενινιστικό συμπέρασμα στηριζόταν σε συστημική ανάλυση, με αφετηρία τις ριζικές αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Ακόμα και ο Μαρξ και ο Λένιν, αναλύοντας την εξεταζόμενη καπιταλιστική παραγωγή, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήδη στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή καταστρέφεται στο βαθμό ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης[10]. Και ξαφνικά (!) σαν τάχα -στην πρακτική- κάτι δεν ήταν έτσι.

Εάν κατανοήσουμε τη διαδικασία πρωτόγονα δογματικά φαίνεται ότι τάχα, αφού υπάρχει σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν χρήματα, εμπόριο, πίστη κλπ. Στη μεταβατική περίοδο με την ποικιλομορφία των μορφών ιδιοκτησίας, με την τεράστια μάζα των ιδιωτικών αγροτικών νοικοκυριών η απόκλιση μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας ακόμα κάπως «απαλυνόταν». Ομως, πώς θα είναι περαιτέρω, όταν μετά από τα μέσα της δεκαετίας του '30 ήταν δυνατό να καθορισθεί η δημιουργία των βάσεων του σοσιαλιστικού καθεστώτος; Η κατάσταση της θεωρητικής «ανησυχίας» θα έπρεπε σε αυτό το σημείο να ενισχυθεί.

Ιστορικά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να αναλυθεί όλη η θεωρητική βιβλιογραφία εκείνης της περιόδου γι' αυτό το πρόβλημα (αυτή η ανάλυση έγινε από εμάς τις δεκαετίες '60 - '70) όμως, περιοριζόμενοι στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, σημειώνουμε μόνο την ουσία του «αιωρούμενου» προβλήματος και το άλυτό του στην εξεταζόμενη περίοδο. Τι υπάρχει και τι θα γίνει στην άμεση προοπτική με τον οικονομικό μηχανισμό (και γίνεται λόγος ακριβώς γι' αυτό) του σοσιαλισμού; Τέτιο ήταν το ζήτημα σε συνθήκες που τα χρήματα και οι χρηματικοί λογαριασμοί διατηρούνταν. Αλλιώς, μήπως αυτό σημαίνει την ύπαρξη εμπορευματικής παραγωγής; Σημαίνει άραγε τη διατήρηση της εμπορικής σχέσης «παραγωγής-κατανάλωσης», που εμφανίστηκε στους προηγούμενους αιώνες;

Οπως είδαμε και παραπάνω η πρωταρχική λύση ακόμη δεν είχε φτάσει ως την αναγνώριση της «εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό. Στη διάρκεια της προετοιμασίας του εγχειριδίου αυτό μετατράπηκε στη μορφή αναγνώρισης του «νόμου της αξίας σε μεταμορφωμένη μορφή». Στη συνέχεια βλέπουμε ολοφάνερη αναζήτηση άλλης θεωρητικής λύσης. Το αποτέλεσμα της συζήτησης και της δημοσίευσης της εργασίας του Στάλιν ήταν η απόρριψη της θέσης για το «μετασχηματισμό» του νόμου της αξίας (αν και θα λέγαμε ότι η τροποποίηση του νόμου γενικά είναι ιστορικά γνωστό φαινόμενο) και καθιερώθηκε η θέση για την ύπαρξη στο σοσιαλισμό «εμπορευματικής παραγωγής ιδιαιτέρου είδους». Ως προς το περιεχόμενό της η εξειδίκευση αυτής της εμπορευματικής παραγωγής δεν ήταν και τόσο σαφής έστω για το λόγο ότι η ενέργεια του νόμου της αξίας αναγνωριζόταν «περιορισμένη» και δε διατηρούσε τη λειτουργία του ρυθμιστή των αναλογιών.

Κρίνοντας την εργασία του Στάλιν δεν μπορούμε να πούμε ότι γίνεται λόγος για εμπορευματική παραγωγή σαν τέτια. Μάλλον, ο όρος «εμπορευματική παραγωγή ιδιαιτέρου είδους», που αναφερόταν μόνο στα «αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης» (στην εργασία σαν «εμπορεύματα» αναγνωρίζονται αρχικά τα προϊόντα της διατομεακής ανταλλαγής του κρατικού και του κολχόζνικου τομέα και στη συνέχεια διακηρύχτηκε ότι η εμπορευματική παραγωγή περιορίζεται μόνο στα αντικείμενα της προσωπικής κατανάλωσης), σήμαινε κάτι ανάλογο με εκείνο που ο Μαρξ στα «Οικονομικά Χειρόγραφα» του 1857-1858 ταξινομούσε σαν «απλή εμπορευματική κυκλοφορία». Μιλούσε μάλιστα για τον «τυπικό χαρακτήρα» της απλής κυκλοφορίας, όταν η ύπαρξη της κυκλοφορίας είναι «καθαρά φαινομενική»»[11]. Σ' εμάς, όμως, σε αυτή την περίπτωση ο όρος εμπορευματική παραγωγή σε σχέση με το σοσιαλισμό «εισήχθη», έλαβε το «δικαίωμα πόρευσης», αλλά όμως στην πραγματικότητα στο κείμενο της εργασίας του Ι. Β. Στάλιν λόγος γίνεται -στην καλύτερη περίπτωση- μόνο για την εμπορευματική κυκλοφορία.

Την αιτία της διατήρησης της «εμπορευματικής παραγωγής ιδιαιτέρου είδους» εδώ την έβλεπαν στην ανεπάρκεια της κοινωνικοποίησης και ακριβώς στην ύπαρξη των δύο τομέων οικονομίας (αν και η διατήρηση των φεουδαρχικών νοικοκυριών στα πλαίσια των αναπτυσσομένων καπιταλιστικών κοινωνιών θα λέγαμε ότι ποτέ δεν προκαλούσε αλλαγή του χαρακτηρισμού του ίδιου του καπιταλισμού) - γι' αυτό τα μέσα παραγωγής εξετάζονται σαν μη εμπορεύματα! Πολύ περισσότερο, που η επεξήγηση από το Στάλιν των κατηγοριών «εμπόρευμα», «χρήμα» κλπ. στο σοσιαλισμό, περιείχε άμεση υπόδειξη ότι από τις «παλαιές» εμπορευματικές κατηγορίες στοσοσιαλισμό διατηρήθηκε «κατά κύριο τρόπο» η μορφή, το εξωτερικό περίβλημα. Με άλλα λόγια, εδώ στην πραγματικότητα, με τον όρο «εμπορευματική παραγωγή ιδιαιτέρου είδους» κατανοείτο κάποιο άλλο φαινόμενο, φαινόμενο με άλλο περιεχόμενο το οποίο μόνο ονομαζόταν με τον παλιό όρο. Ιδιαίτερα, η παραπομπή στο ότι ο Β. Ι. Λένιν ανακήρυξε την αναγκαιότητα για ολόπλευρη ανάπτυξη της εμπορικής κυκλοφορίας ήταν αβάσιμη, εάν λάβουμε υπόψη ότι ο Β. Ι. Λένιν αρκετά επακριβώς διαχώριζε την εμπορευματική παραγωγή από τις άλλες εμπορευματο-χρηματικές μορφές, ιδιαίτερα από την εμπορευματική κυκλοφορία.

Κατ' αυτόν τον τρόπο στη θεωρία για το συγκεκριμένο ζήτημα διατηρήθηκε λογική διττότητα και ίσως γι' αυτό μετά το Στάλιν στα κομματικά ντοκουμέντα χρησιμοποιείτο όχι ο όρος «εμπορευματική παραγωγή», αλλά ο περισσότερο απροσδιόριστος «εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις».

Η θεωρητική ανακρίβεια εκείνων των χρόνων (και αργότερα!) σε σημαντικό βαθμό καθοριζόταν από τις γενικές, ελλιπείς επεξεργασίες στην πολιτική οικονομία, στα μεθοδολογικά της εργαλεία. Αυτό ιδιαίτερα αφορούσε την ερμηνεία της ιδιοκτησίας σαν βάση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Σαν αποτέλεσμα -εμείς εδώ δεν εξετάζουμε το πρόβλημα της ιδιοκτησίας αναλυτικότερα[12]- οι σχέσεις ιδιοκτησίας στην πράξη έλαβαν την εξήγηση μόνο σαν δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Από εδώ πηγάζει και η μη κατανόηση της κυρίαρχης μορφής ιδιοκτησίας ανεξάρτητα από την πολυμορφία των νομικών μορφών. Ο νόμος της αξίας είναι νόμος της εμπορευματικής παραγωγής και η ίδια η εμπορευματική παραγωγή - είναι ο μηχανισμός συνένωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης στις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας και του αναπτυγμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Μεθοδολογικά δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της εμπορευματικής παραγωγής και της εμπορευματο-χρηματικής κυκλοφορίας, αν και η τελευταία εμφανίστηκε ιστορικά νωρίτερα από την πρώτη. Δεν υπήρχε και ακριβής κατανόηση των αντιθέσεων της οικονομικής αυτοτέλειας των επιχειρήσεων. Ολες αυτές οι «αδυναμίες» διατηρήθηκαν μέχρι και τη δεκαετία του '80, για μεγάλο διάστημα μετά το θάνατο του Στάλιν και είναι αδύνατο να «επιρριφθούν» στο Στάλιν.

Γίνονται αντιληπτές ως αναξιόπιστες και οι σημερινές ερμηνείες των απόψεων του Στάλιν από μερικούς ερμηνευτές του από τις γραμμές των κομμουνιστών. Ετσι, ο Β. Τρουσκόφ στην εφημερίδα της ΜΕ του ΚΚΡΟ «Πράβδα της Μόσχας» (Νο 145,1999) επιβεβαιώνει, ότι «ο Ι. Στάλιν το 1952 σημείωνε τον εμπορευματικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων». «Ο χαρακτήρας των οικονομικών σχέσεων», αυτή είναι η σοβαρή «απειλή» και είναι χρήσιμη σε αυτό το κείμενο για να επιχειρηματολογήσει τη νέα εκτίμησή του, ότι το ένδοξο σοσιαλιστικό παρελθόν ήταν «μη σοσιαλισμός». Αλλά ο Ι. Στάλιν δεν ανακήρυξε κανέναν «μη σοσιαλισμό» και βέβαια από το κείμενο της εργασίας του Στάλιν θέση για εμπορευματικό χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων του σοσιαλισμού δεν προκύπτει. Είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι σύμφωνα με το Στάλιν, η «σφαίρα δράσης» της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό «είναι περιορισμένη στα αντικείμενα της προσωπικής κατανάλωσης», «τα μέσα παραγωγής στο καθεστώς μας είναι αδύνατο να τα εντάξουμε στην κατηγορία του εμπορεύματος». Πολύ περισσότερο που ο Στάλιν έγραφε ότι «από τις παλιές κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρήθηκε σε μας, κατά κύριο τρόπο, η μορφή, το εξωτερικό περίβλημα»! Ετσι ο Στάλιν ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, από ό,τι πολλοί θεωρητικοί της εποχής του, αλλά και μετά από αυτόν, συμπεριλαμβανομένων και των ακαδημαϊκών.

Εδώ μιλάμε όχι για τη λογική των κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού η οποία υπήρχε τότε, αλλά μόνο για τις θέσεις του Στάλιν. Γίνεται λόγος μόνο για το ότι η «διατήρηση των μορφών, του εξωτερικού περιβλήματος» στο Στάλιν δεν μπορεί να προσάπτεται στο αξίωμα του χαρακτήρα της παραγωγής. Ο Στάλιν κάτι τέτιο δε «σημείωνε». Ομως στον Β. Τρουσκόφ αυτό αποτελεί θέση: για κάποιο λόγο του φαίνεται ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε κάποιο «ενιαίο εργοστάσιο επιστρατευμένου τύπου», στο οποίο ξεχωριστά εργοστάσια «αλληλοενεργούν σύμφωνα με τους νόμους των εμπορευματικών σχέσεων». Κάτι τέτιο προσπαθούσαν να κάνουν με την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, όμως εξ ολοκλήρου και στην πράξη η αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας οριζόταν από το ό,τι, ως προς το χαρακτήρα της, δεν ήταν εμπορευματική. Στη μεταρρύθμιση του 1965 εννοείται πως δεν έφταιγε ο Στάλιν, όπως και για τον εισαχθέντα προσανατολισμό των εργοστασίων στο κέρδος και -πολύ περισσότερο- σε αυτό που οδήγησε μετά από 20 χρόνια. Μπορούμε υποθετικά να λυπηθούμε για το ότι η λογική της «μορφής, του εξωτερικού περιβλήματος» δεν είχε αναπτυχθεί τότε από το Στάλιν (και τους άλλους θεωρητικούς), όπως δεν είχε, για παράδειγμα, αποκαλυφθεί η θέση του Λένιν για την αντιφατικότητα της ιδιοσυντήρησης. Ομως αυτό δεν έγινε ούτε και 40 χρόνια μετά το Στάλιν, και ποιον να κατηγορήσουμε εδώ; Βεβαίως αυτούς που συνέταξαν τη μεταρρύθμιση...

Σε κάθε περίπτωση, στη σύντομη εργασία του Στάλιν υπάρχει υπεύθυνη κατανόηση της πρωταρχικής σημασίας της λαϊκο-οικονομικής αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με το τοπικο-ιδιοσυντηρησιακό. Ο Β. Τρουσκόφ εδώ ολοφάνερα οπισθοδρομεί, ακόμα και με τη χρησιμοποίηση αστικής ετικέτας για τον πραγματικό σοσιαλισμό σαν «επιστρατευμένη οικονομία». Αυτό είναι ήδη «αλά» Γκαϊντάρ. Μεταξύ των άλλων, ακριβώς αυτός ο προσανατολισμός στην κοινωνικο-οικονομική («λαϊκο-οικονομική») αποτελεσματικότητα, με διάλυση του μηχανισμού της εμπορευματικής παραγωγής, εξασφάλισε όλες τις ιστορικές επιτυχίες της σοβιετικής οικονομίας, όσο και αν την καταρρακώνουν σήμερα.

Η ανακρίβεια των διατυπώσεων στο συγκεκριμένο πρόβλημα δεν προερχόταν μόνο εξ «αιτίας» του Στάλιν. Οι οικονομολόγοι που έντονα αντιπαρατέθηκαν στην πορεία της συζήτησης δεν μπόρεσαν να προτείνουν θεωρητικό ρήγμα, ενώ οι ίδιοι, 30 χρόνια μετά το Στάλιν, επέδειξαν κάτι το σχεδόν ανόητο, ακόμα και στην ερμηνεία των απόψεων του Μαρξ. Για παράδειγμα ο παραπάνω αναφερθείς Λ. Λεόντιεφ το 1968, στις σελίδες του περιοδικού «Ζητήματα ιστορίας του ΚΚΣΕ» (Νο 1, 1968) έδοσε με μιας δύο αντιτιθέμενες θέσεις: 1) «Οι θεμελιωτές του μαρξισμού θεωρούσαν την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας, ιδιάζοντες στην καπιταλιστική παραγωγή, ιστορικά πεπερασμένο φαινόμενο, που με την εξάλειψη του καπιταλισμού θα εξαφανιστεί» και 2) ο Μαρξ «εξετάζει την εξέλιξη της εμπορευματικής παραγωγής σε διάφορα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλισμού»! Και τέτιο μπέρδεμα, ακόμη και στην κατανόηση του Μάρξ, δόθηκε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ! Είναι ολοφάνερο γιατί το περιοδικό, φοβούμενο το κύμα των αντιδράσεων, την ίδια χρονιά έκλεισε τη συζήτηση γενικά! Εδώ παρεμπιπτόντως να θυμηθούμε, ότι στις επόμενες δεκαετίες στις κορυφές του Κόμματος, όπως φαίνεται, δεν υπήρχε άνθρωπος ικανός ή κάποιος που να επιθυμεί να ασχοληθεί με τα βασικότερα ζητήματα της οικονομικής θεωρίας.

Δυστυχώς σήμερα συναντάμε αναπάντεχα την κριτική στον Ι. Στάλιν από «δεξιά», από την πλευρά του ΚΚΡΟ. Ετσι, στις θέσεις του Ι. Στάλιν για τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις στράφηκαν οι Β. Μπουντάριν και Γ. Φόκιν στη μπροσούρα «Διδάγματα του παρελθόντος και ανίχνευση του παρόντος» (1998). Τους άρεσε για κάποιο λόγο ότι ο Στάλιν «αναγνώρισε» ότι «στη σοβιετική κοινωνία ιδιάζουν η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας» (σελ. 22). Ομως οι συγγραφείς θεωρούν ότι εδώ «τον μεγαλύτερο θεωρητικό του μαρξισμού», παρ' όλα αυτά, «τον ξεγέλασαν τόσο η επιστημονική διορατικότητα, όσο και ο υγιής πρακτικισμός». Στη συνέχεια θα πούμε για τη «διορατικότητα», αλλά ο «πρακτικισμός» του Στάλιν ήταν αρκετά ανεπτυγμένος αν και, σε διαχωρισμό από τους επικριτές του, όχι με την έννοια της περιοριστικής καθημερινότητας της απλής εμφάνισης των πραγμάτων. Στο Β. Μπουντάριν δεν αρέσει ότι ο Στάλιν χρησιμοποιώντας τον όρο «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό», παρ' όλα αυτά αναγνώριζε ότι το προϊόν στο εσωτερικό του κρατικού τομέα είναι «εμπόρευμα όχι στην ουσία, αλλά στη μορφή» και έγραψε για την «υπολογιστική» σημασία των χρηματικών κατηγοριών, οι οποίες είναι απαραίτητες «για τον υπολογισμό, για τους λογαριασμούς, για τον προσδιορισμό της εισοδηματικότητας ή της ελλειμματικότητας των εργοστασίων, για τον έλεγχό τους». Στο Β. Μπουντάριν δεν αρέσει η παρατήρηση του Στάλιν: «Ομως αυτή είναι η τυπική πλευρά της υπόθεσης». Μεταξύ των άλλων, η θέση του Ι. Στάλιν καθορίστηκε από την κατανόηση της ουσίας της πρακτικής και -δυστυχώς- για πολύ καιρό μετά το Στάλιν δεν είχε μεθοδολογική τεκμηρίωση. Ο γενικευμένος λογαριασμός των δαπανών ανά μονάδα του προϊόντος παρέμενε αναγκαίος και έλαβε την παλιά συνήθη μορφή των χρημάτων, όμως σε οποιεσδήποτε ποσότητές τους αυτό δε δημιουργούσε αγοραία προνόμια. Το φαινόμενο βέβαια ήταν άλλο: Σαν τάχα το κάθε εργοστάσιο από μόνο του εξορύσσει το μετάλλευμα, το κάρβουνο, λιώνει το ατσάλι, φτιάχνει τρακτέρ... Και ολόγυρα συνήθης αγορά-πώληση. Ομως, κατ' ουσίαν, στον κατασκευαστή τρακτέρ από τα πριν του είχε δοθεί η ποσότητα των τρακτέρ και με τον ίδιο τρόπο και όλα τα μεγέθη της αλυσίδας, ως το τρακτέρ. Εάν στην αλυσίδα υπήρχε αδύνατος κρίκος, τότε του έδιναν τα μέσα («χρήματα») για διεύρυνση, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του δυνατότητες. Πίσω από το φαινόμενο της εμπορευματικής κίνησης βρισκόταν η φυσική κίνηση.

Ο Β. Μπουντάριν (μεταξύ των άλλων, δεν είναι ο πρώτος) εγείρει αξιώσεις σε δύο θέσεις του Στάλιν: 1) «Στον τομέα της οικονομικής κυκλοφορίας μέσα στη χώρα τα μέσα παραγωγής χάνουν την ιδιότητα του εμπορεύματος, παύουν να είναι εμπορεύματα και βγαίνουν από τα όρια της σφαίρας δράσης του νόμου της αξίας, διατηρώντας μονάχα το εξωτερικό περίβλημα των εμπορευμάτων». Αυτό φέρνει σε αμηχανία το Μπουντάριν. 2) Οι ονομαζόμενες παλιές (εμπορευματικές) κατηγορίες αλλάζουν έτσι, ώστε «το παλιό δεν καταργείται απλώς πέρα για πέρα, αλλά αλλάζει τη φύση του σύμφωνα με το καινούργιο, διατηρώντας μόνο την μορφή του και το καινούργιο δεν καταργεί απλώς το παλιό, αλλά διεισδύει μέσα στο παλιό, αλλάζει τη φύση του, τις λειτουργίες του, χωρίς να καταστρέφει τη μορφή του, αλλά χρησιμοποιώντας την για την ανάπτυξη του καινούργιου». Στο Μπουντάριν ούτε και αυτό αρέσει. Ομως, στο έργο του Στάλιν στην πραγματικότητα υπάρχει ευφυέστατη διορατικότητα στην κατανόηση της διαλεκτικής εξέλιξης, η οποία ήταν μόνο σκοτεινιασμένη με λόγια για «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό» (κάτι που φαίνεται ότι ήταν δύσκολο να αποφευχθεί με την τότε απομόνωση των κολχόζ). Η σύγχυση του Μπουτάριν βαθαίνει από το γεγονός της θεώρησης του ότι και η κρατική επιχείρηση είναι «οικονομικά απομονωμένη» (Από ποιον; Από το κράτος; Από το λαό;). Συγχέει τη «σχετική αυτοτέλεια» των κρίκων της ενιαίας οικονομίας με την «απομόνωση» που χαρακτηρίζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η κυκλοφορία των μέσων της κρατικής επιχείρησης δεν ήταν απομονωμένη από το γενικό οικονομικό επίπεδο. Για παράδειγμα τα μέσα για τους μισθούς ή τις πιστώσεις ή τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς η επιχείρηση τα λάμβανε ανεξάρτητα από την τρέχουσα κατάσταση των λογαριασμών της.

Από μεθοδολογική άποψη, το δυστύχημα για τον προαναφερθέντα συγγραφέα και τους ομοίους του, βρίσκεται στο ότι δε διαχωρίζουν τις οικονομικές μορφές υλοποίησης του περιεχομένου της δοσμένης παραγωγής (για παράδειγμα, ο προγραμματισμός σαν μορφή εξασφάλισης της αναλογικότητας) από τις μορφές του δοσμένου περιεχομένου, από τις δανεικές, μεταμορφωμένες μορφές. Ενας τέτιος διαχωρισμός αυτών των μορφών περιγράφεται με σαφήνεια από το Μαρξ. Ο Μαρξ γράφει επίσης για «ανορθολογικές μορφές» και σημειώνει ότι «η έρευνα του μυστικού» αυτών των μορφών είναι «ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας»[13].

Με άλλα λόγια είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η διαλεκτική της ύπαρξης των διαφόρων μορφών στο οικονομικό σύστημα και αυτό το μεθοδολογικό σημείο είναι βασικό για την εξασφάλιση αξιοπιστίας της επιστημονικής γνώσης. Το πρόβλημα των μετασχηματισμένων (και ανορθολογικών) μορφών είχε τεθεί (παλιότερα στη σοβιετική βιβλιογραφία ήταν μόνο υποθέσεις) στη δική μας βιβλιογραφία μόνο στη δεκαετία του '80[14].

Το πρόβλημα αυτών των μορφών, όπως βλέπουμε, τέθηκε στην πολιτική οικονομία αρκετά αργά, αν και στη φιλοσοφία κάπως νωρίτερα διατυπώθηκε το ότι η έννοια της «μετασχηματισμένης μορφής» εισήχθηκε στη φιλοσοφική ορολογία από τον Κ. Μαρξ (Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5). Ομως εδώ δε γινόταν λόγος για τις εμπορευματικο-χρηματικές μορφές στο σοσιαλισμό. Το ζήτημα «να αναγεννήσουμε, να νικήσουμε, να υποτάξουμε» τις παλιές μορφές, το έθεσε ο Β. Ι. Λένιν[15] μόνο σε γενικό πλάνο. Πώς και τι πρέπει να κάνουμε ήταν ζήτημα για επόμενες επεξεργασίες.

Από καθαρά πρακτική άποψη, η διάλυση της εμπορευματικής οικονομίας εξασφάλιζε την εξοικονομικότητα της σοσιαλιστικής οικονομικής διαχείρισης σαν ενιαίου λαϊκο-οικονομικού μηχανισμού[16], αν και οι ανορθολογικές μορφές γεννούσαν αντιθέσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να λυθούν στο έδαφος του σοσιαλισμού. Αυτό το ζήτημα αρκετά ολοκληρωμένα διατυπώθηκε στην εργασία του Μ. Β. Ποπόφ «Η σχεδιοποιημένη επίλυση των αντιθέσεων της ανάπτυξης του σοσιαλισμού» (1986). Και αντιθέτως, η αναγέννηση της εμπορευματικής παραγωγής με τον ιδιάζοντα σε αυτή μηχανισμό της αγοράς, μέσα σε 2-3 χρόνια οδήγησε τη χώρα σε κρίση (επίσημα το 1990) και στη συνέχεια στη διάλυση του σοβιετικού κράτους, σε πρωτοφανή πτώση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου. Οι αποστάτες τύπου Γκορμπατσόφ ούτε κατανοούσαν καν το σύγχρονο μηχανισμό στις παλιές καπιταλιστικές χώρες και με την υποβολή ξένων συμβούλων βιαστικά εμφύτευσαν τον εμπορευματικό μηχανισμό της εποχής του Ανταμ Σμιθ. Η κρίση της πτώσης έγινε συνεχής, τράβηξε μαζί της λες με σχοινί και την επιστημονική σφαίρα, τη σφαίρα του πολιτισμού, της ψυχαγωγίας, της μόρφωσης. Τις βάσεις των κοινωνικο-οικονομικών γνώσεων με ορμητικότητα τις κατάπιε η ασέβεια, οι σοσιαλοσοφιστίες, ο κομπογιαννιτισμός, η μυθολογία των παλιών θρησκευτικών πίστεων, η εξύμνηση του ατομισμού σαν ηθική επιλογή της εμπορευματικής παραγωγής και της επιθετικότητας της αγοράς.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η τοποθέτηση του Στάλιν στα πλαίσια του προβλήματος της «εμπορευματικής παραγωγής», που δεν ήταν κατανοητή από τον Μπουντάριν (και από πολλούς σοβιετικούς οικονομολόγους πριν από αυτόν!), περιείχε ασυνήθιστη προοπτική για την κατανόηση της σοσιαλιστικής πραγματικότητας, αν και στη διάθεση του Στάλιν δεν υπήρχαν πολλές από τις εργασίες του Μαρξ που εκδόθηκαν αργότερα. Δυστυχώς, στη σοβιετική οικονομική θεωρία κυριάρχησε στη συνέχεια η δογματική-αναθεωρητική γραμμή, η οποία μετέτρεψε σε φετίχ - τον όρο «εμπορευματική παραγωγή» - σε πρακτική στρατηγικής αναγέννησης αυτής της παραγωγής. Και η συζήτηση των «εμπορευματιστών» και «μη εμπορευματιστών» που διήρκεσε πάνω από 30 χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, οδήγησε -το λιγότερο- στη νίκη κατ' αρχάς της τυπολατρείας και στη συνέχεια της αναθεώρησης που καταπόντισε τη χώρα. Εμπορευματική παραγωγή πλέον δεν υπήρχε, διατηρήθηκαν μόνο οι μεταμορφωμένες μορφές (κάτι σαν απομιμήσεις), όμως η θεωρία τράβηξε την πρακτική προς τα πίσω, την ωθούσε πέρα από τις ανάγκες.

Η απαραίτητη εργασία για μια διερμήνευση σε βάθος των χρηματικών μορφών σαν «μεταμορφωμένες ή ανορθολογικές» (δηλαδή μη σχετιζόμενες με το νόμο της αξίας) δεν ακούμπησε σχεδόν καθόλου την επίσημη πολιτική οικονομία, ακόμα και 40 χρόνια μετά το Στάλιν. Και εδώ βεβαίως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε το Στάλιν, ο οποίος είχε μια βασική διόραση, η οποία και αγνοήθηκε από τη μεταγενέστερη επιστήμη. Σε αυτό βεβαίως φταίνε και οι κορυφαίοι παράγοντες της οικονομικής επιστήμης και οι μεταγενέστεροι καθοδηγητές του Κόμματος, οι οποίοι μη έχοντας το επίπεδο του Στάλιν (συμπεριλαμβανομένου και του θεωρητικού) επέτρεψαν να νικήσουν οι αντιλήψεις του «σοσιαλισμού με αγορά» (αγορά-μηχανισμός της εμπορευματικής παραγωγής), επέτρεψαν την ήττα του σοσιαλισμού.

Σταδιακά, σε όλες τις εποχές του επιστημονικο-οικονομικού δυναμικού συναθροίστηκαν άνθρωποι με αντισοσιαλιστικό προσανατολισμό, με αγοραίο προσανατολισμό. Αυτό έγινε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του '80 και στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (εξαιρουμένου ίσως του ακαδημαϊκού Α. Μ. Ρουμιάντσεφ). Αργότερα, η πλειοψηφία από αυτούς αποκόπηκε τελείως από το μαρξισμό. Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας επικεφαλής έδρας και μάλιστα διευθυντής της Οικονομικής Σχολής έγινε ο αρκετά ευέλικτος επιχειρηματίας σε ζητήματα επιστήμης Γ. Χ. Ποπόφ, ο οποίος αργότερα αποδείχτηκε «σοσιαλδημοκράτης». Στο «Πλεχάνοφ» επικεφαλής έδρας ήταν ο Ρ. Ι. Χασμπουλάτοφ, «δημοκράτης», ο οποίος από έδρας τον Ιούλη του 1993 αναγνώρισε: «Εγώ πάντα ήμουν οπαδός των μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Δηλαδή όχι στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Είναι κατανοητό ότι η υπόθεση δεν αφορά απλά αυτά τα πρόσωπα, τους οποίους το λιγότερο που μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε είναι διπρόσωπους και υπονομευτές. Στο περιοδικό «Κομμουνίστ» μπορούσαν να δουλεύουν αντιδραστικοί αντικομμουνιστές, οι Ο. Λάτσις και Ε. Γκαϊντάρ. Ομως είναι λογικό το ερώτημα: Πού ήταν οι ιδεολόγοι του ΚΚΣΕ;

Η μετασταλινική περίοδος της οικονομικο-θεωρητικής κατάστασης αξίζει ιδιαίτερης ανάλυσης, όμως κλείνοντας μπορούμε να συμπληρώσουμε μόνο ότι ακριβώς ο μη εμπορευματικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής εξασφάλισε όλα τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, τη μεγαλύτερη (σε σύγκριση με τον καπιταλισμό) εξοικονόμηση πόρων στην παραγωγή, τη δυνατότητα η ΕΣΣΔ να γίνει μία από τις δύο υπερδυνάμεις, την αυξανόμενη ισχύ και επιρροή της στα τέλη της δεκαετίας του '70, την οποία υπολόγιζαν τα παγκόσμια κέντρα του ιμπεριαλισμού. Η ιδεολογική επανάπαυση και η επιλογή πρακτόρων επιρροής με σάπιες αντιλήψεις περί αστικής δημοκρατίας και «σοσιαλισμού της αγοράς» έπαιξε θλιβερό ρόλο στο ότι ο σοσιαλισμός προσωρινώς, έχασε...

Παρ' όλα αυτά, από τα αναφερθέντα προκύπτει η ανάγκη αναγέννησης των μαρξιστικο-λενινιστικών θεωρητικών ερευνών (συμπεριλαμβανομένων και συζητήσεων) στις οποίες -κατά την άποψή μας- δε δίνεται προς το παρόν η απαιτούμενη προσοχή στο σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα, γεγονός που αρνητικά εκφράζεται και στα κομματικά προγράμματα, και στην ετοιμότητα να τεθεί η γραμμή αναγέννησης της οικονομίας του σοσιαλισμού στο μέλλον, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.

Το παρόν άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή», τεύχος 1/2000. Είναι ένα από τα τελευταία άρθρα του Αλμπερτ Μιχάιλοβιτς Εριόμιν, γνωστού σοβιετικού οικονομολόγου - μαρξιστή, που απεβίωσε στις 5 Μάρτη του 2000. Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί από τη «Σύγχρονη Εποχή» το βιβλίο του «Η Διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ», Αθήνα 1994.

[1] Βλέπε πιο αναλυτικά Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της καπιταλιστικοποίησης». 1977, κεφ. ΙΙ.1.

[2] Πιο αναλυτικά γι' αυτό βλέπε: Εριόμιν Α. Ι. «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και της βασικής σχέσης της οικονομίας του σοσιαλισμού», Καζάν, 1980.

[3] Πιο αναλυτικά γι' αυτό βλέπε: Εριόμιν Α. Ι.: «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και της βασικής σχέσης της οικονομίας του σοσιαλισμού», Καζάν, 1980, σελ. 61-107. Εριόμιν Α. Ι.: «Η ιδιοκτησία - βάση όλου του κοινωνικού καθεστώτος» (στο βιβλίο: Εναλλακτικά - επιλογή δρόμου, «Μισλ», 1990, σελ. 146-178. Εριόμιν Α. Ι.: «Η ανάπτυξη του συμπλέγματος σχέσεων των σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας», Ινστιτούτο Οικονομίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1984, σελ. 5-32).

[4] Ιστορικά σημεία αυτής της διαδικασίας εξετάστηκαν στη βιβλιογραφία. Βλ. εν μέρει:
«Παγκόσμια ιστορία των οικονομικών εννοιών», τ. 6, βιβλίο 1, Μόσχα, «Μισλ», 1997.
«Ιστορία της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού», Λένινγκραντ, Εκδόσεις: Κρατικό Πανεπιστήμιο Λένινγκραντ, 1983.
Ντζιμπούτι Μ. Τσ. «Επιστημονικό σύστημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού: προβλήματα μορφοποίησης», Τυφλίδα, 1989.
Οπένκιν Λ.: Στάλιν. «Τελευταία πρόγνωση του μέλλοντος», «Ζητήματα Ιστορίας του ΚΚΣΕ», 1991, Νο 7.

[5] Σε αυτό το ζήτημα υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην «Παγκόσμια Ιστορία της οικονομικής σκέψης» (στον προαναφερθέντα τόμο, στη σελ. 16) και στο άρθρο του Λ. Οπένκιν. Σύμφωνα με την «Παγκόσμια Ιστορία ...», του Ιανουαρίου του 1946, δημιουργήθηκε κολλεκτίβα συγγραφέων (χωρίς τον Λεόντιεφ) υπό την καθοδήγηση του Οστροβιτιάνοφ. Σύμφωνα με τον Οπένκιν, ο Λεόντιεφ καθοδηγούσε την παραπέρα επεξεργασία και το 1946, ενώ στην κολλεκτίβα των συγγραφέων βρισκόταν και το 1947 (βλ. σελ. 116-117).

[6] Βλ. Πασκόφ Α. Ι: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού», Μόσχα, «Ναούκα», 1970, σελ. 211.

[7] Βοζνεσένσκι Ν. «Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ στην περίοδο του Πατριωτικού πολέμου», ΓκΙΠΛ, σελ. 145-146, 175.

[8] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 39, σελ. 139.

[9] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 39, σελ. 355.

[10] Βλέπε γι' αυτό αναλυτικότερα στο βιβλίο: «Θεωρητικά προβλήματα της σχεδιασμένης οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής», υπό την εποπτεία του Α. Μ. Εριόμιν, Μόσχα, Ινστιτούτο Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1973.

[11] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 46, τμήμα ΙΙ, σελ. 460-461.

[12] Βλέπε για παράδειγμα: Εριόμιν Α. Μ.: «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και βασικής σχέσης στην οικονομία» - Καζάν, 1980. Εριόμιν Α. Μ.: «Η ιδιοκτησία - βάση της οικονομίας» στο βιβλίο: Εκλογή-επιλογή δρόμου - «Μισλ», 1990. Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού» - ΙΖΜ, Νο 2, 1997.

[13] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 48, σελ. 457-458.

[14] Βλ. άρθρο μας στη συλλογή «Πολιτικοοικονομικές πλευρές του ενιαίου λαϊκοοικονομικού συμπλέγματος» -Ινστιτούτο Οικονομίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1982, το άρθρο του Β. Περβούσιν στο περιοδικό «Οικονομικές Επιστήμες», Νο 2, 1982, το άρθρο μας στο περιοδικό «Οικονομικές Επιστήμες», Νο 3, 1985 και άλλα.

[15] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, ρωσική έκδοση, τ. 44, σελ. 227.

[16] Βλ. γι' αυτό: Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού», 1997, κεφ. ΙΙ.2.

ΚΟΜΕΠ : Τεύχος: 2000 Τεύχος 6

του Α. Μ. Εριόμιν