Translate

V.I. Lenin - Κράτος και επανάσταση, Κεφάλαιο 2




V.I. Lenin
Κράτος και Επανάσταση


Κεφάλαιο 2: Η πείρα του 1848-1851

1. ΟΙ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Τα πρώτα συγγράμματα του ώριμου μαρξισμού, η «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αναφέρονται ακριβώς στις παραμονές της επανάστασης του 1848. Για το λόγο αυτό, δίπλα στην έκθεση των γενικών βάσεων του μαρξισμού, έχουμε, εδώ ως ένα βαθμό και το καθρέφτισμα της τοτινής συγκεκριμένης επαναστατικής κατάστασης, και γι' αυτό θα είναι ίσως πιο σκόπιμο να δούμε τι λένε οι συγγραφείς αυτών των έργων για το κράτος αμέσως πριν βγάλουν τα συμπεράσματα τους από την πείρα του 1848-1851

... «Στην πορεία της εξέλιξης - γράφει ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» - η εργατική τάξη θα βάλει στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας μιαν ένωση, που αποκλείει τις τάξεις και την αντίθεση τους, και δε θα υπάρχει πια καμιά καθαυτό πολιτική εξουσία, γιατί ακριβώς η πολιτική εξουσία είναι η επίσημη έκφραση της ταξικής αντίθεσης μέσα στην αστική κοινωνία» (σελ. 182 της γερμ. έκδ, του 1885).

Είναι διδακτικό μ' αυτή τη γενική διατύπωση της σκέψης για την εξαφάνιση του κράτους ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων να παραβάλουμε όσα έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς λίγους μήνες αργότερα -και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 1847- στο «Κομμουνιστικό Μανιφεστο»:

... «Χαράζοντας τις πιο γενικές φάσεις της εξέλιξης του προλεταριάτου, παρακολουθήσαμε τον λίγο-πολύ κρυφό εμφύλιο πόλεμο μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, ίσαμε το σημείο που ο πόλεμος αυτός ξεσπάει σε ανοιχτή επανάσταση, και το προλεταριάτο εγκαθιδρύει την κυριαρχία του με το βίαιο γκρέμισμα της αστικής τάξης» ...

«Είδαμε κιόλας πιο πάνω, ότι το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η μετατροπή» (επι λέξη: η ανύψωση) «του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάχτηση της δημοκρατίας».

«Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για ν' αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του οργανωμένου σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτου, και για να αυξήσει όσο μπορεί πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 31 και 37 της 7ης γερμ. έκδ. του 1906).

Εδώ βλέπουμε να διατυπώνεται μια από τις πιο αξιόλογες και πιο σπουδαίες ιδέες του μαρξισμού στο ζήτημα του κράτους, και συγκεκριμένα η ιδέα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (όπως άρχισαν να εκφράζονται ο Μαρξ κι ό Ένγκελς ύστερα από την Παρισινή Κομμούνα), και κατόπιν ό εξαιρετικά ενδιαφέρον ορισμός του κράτους, που κι αυτός ανήκει στα «λησμονημένα λόγια» του μαρξισμού. «Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».

Ο ορισμός αυτός του κράτους όχι μόνο δεν έχει εξηγηθεί ποτέ στην κυριαρχούσα προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλoλογία των επίσημων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Κάτι παραπάνω. Ίσα-ίσα λησμονήθηκε, γιατί είναι εντελώς ασυμβίβαστος με το ρεφορμισμό, γιατί χτυπάει κατάμουτρα τις συνηθισμένες οπορτουνιστικές προλήψεις και τις μικροαστικές αυταπάτες σχετικά με την «ειρηνική εξέλιξη της δημοκρατίας».

Στο προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος - αυτό το επαναλαβαίνουν όλοι οι οπορτουνιστές, οι σοσιαλσωβινιστές και οι καουτσκιστές, βεβαιώνοντας πως τέτοια είναι η διδασκαλία του Μαρξ και "λησμονώντας" να προσθέσουν ότι, πρώτο, κατά τον Μαρξ, στο προλεταριάτο χρειάζεται μόνο ένα κράτος που απονεκρώνεται, δηλαδή έτσι συγκροτημένο, που ν' αρχίσει αμέσως ν' απονεκρώνεται και που να μην μπορεί παρά ν' απονεκρώνεται. Και δεύτερο, οι εργαζόμενοι χρειάζονται το «κράτος», «δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».

Το κράτος είναι ιδιαίτερη οργάνωση δύναμης, είναι η οργάνωση της βίας για την καταπίεση κάποιας τάξης. Και ποιά τάξη πρέπει να καταπιέζεται από το προλεταριάτο; Φυσικά, μόνο η τάξη των εκμεταλλευτών, δηλαδή η αστική τάξη. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται το κράτος μόνο για να καταπνίγουν την αντίσταση των εκμεταλλευτών, και μόνο το προλεταριάτο είναι σε θέση να κατευθύνει αυτή την κατάπνιξη, να την πραγματοποιεί, γιατί είναι η μοναδική ίσαμε το τέλος επαναστατική τάξη, η μοναδική τάξη που είναι ικανή να συνενώσει όλους τους εργαζόμενους και εκμεταλλευόμενους στην πάλη ενάντια στην αστική τάξη, για τον ολοκληρωτικό παραμερισμό της.

Οι εκμεταλλεύτριες τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να διατηρούν την εκμετάλλευση, δηλαδή για τα ιδιοτελή συμφέροντα μιας μηδαμινής μειοψηφίας, ενάντια στην τεράστια πλειοψηφία του λαού. Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να εξαλείψουν ολοκληρωτικά κάθε εκμετάλλευση, δηλαδή για τα συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας του λαού, ενάντια στη μηδαμινή μειοψηφία των σύγχρο­νων δουλοχτητών, δηλαδή των τσιφλικάδων και των κεφαλαιoκρατών.

Οι μικροαστοί δημοκράτες, αστοί ή δήθεν σοσιαλιστές, που αντικατάστησαν τον ταξικό αγώνα με ονειροπολήματα για την ομοφωνία των τάξεωνφαντάστηκαν με ονειροπόλο τρόπο και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όχι σαν ανατροπή της κυριαρχίας της εκμεταλλεύτριας τάξης, αλλά σαν ειρηνική υποταγή της μειoψηφίας στην πλειοψηφία που ένιωσε τα καθήκοντα τηςΑυτή η μικροαστική ουτοπία, που συνδέεται αδιάσπαστα με την αναγνώριση του υπερταξικού κράτουςστην πράξη οδηγούσε στη προδοσία των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων, όπως το έδειξε λ.χ. η ιστορία των γαλλικών επαναστάσεων του 1848 και 1871, όπως το έδειξε η πείρα της σοσιαλιστικης συμμετοχής στις αστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και στις αρχές του ΧΧ αιώνα.

Ο Μαρξ σ' όλη του τη ζωή πάλευε ενάντια σ' αυτό τον μικροαστικό σοσιαλισμό, που τον ανασταίνουν σήμερα στη Ρωσία τα κόμματα των εσέρων και μενσεβίκων. Τη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων ο Μαρξ την ανάπτυξε με συνέπεια ως τη διδασκαλία, για την πολιτική εξουσία, για το κράτος.

Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί ν' ανατραπεί μόνον από το προλεταριάτο, σαν ιδιαίτερη τάξη, που οι οικονομικοί όροι της ύπαρξης του το προετοιμάζουν γι' αυτή την ανατροπή, του δίνουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να την πραγματοποιήσει. Ενώ η αστική τάξη, από τη μια μεριά, κομματιάζει, σκορπίζει την αγροτιά και όλα τα μικροαστικά στρώματα, από την άλλη, συσπειρώνει, συνενώνει, οργανώνει το προλεταριάτο. Mόνο το προλεταριάτο είναι ικανό -χάρη στον οικονομικό του ρόλο στη μεγάλη παραγωγή- να είναι ο ηγεμόνας όλων τον εργαζόμενων και εκμεταλλευόμενων μαζών, που η αστική τάξη τις εκμεταλλεύεται, τις κρατάει στο ζυγό, τις πιέζει συχνά όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο από τους προλετάριους, μα που δεν είναι ικανές να διεξάγουν έναν αυτοτελή αγώνα για την απελευθέρωση τους.

Η διδασκαλία για την πάλη των τάξεων, που την εφάρμοσε ο Μαρξ στο ζήτημα του κράτους και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγεί αναγκαστικά στην αναγνώριση της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας του, δηλαδή της εξουσίας, που δεν τη μοιράζεται με κανένα και που στηρίζεται άμεσα στην ένοπλη δύναμη των μαζών. Η ανατροπή της αστικής τάξης μπορεί να πραγματοτοιηθεί μόνο με τη μετατροπή του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, ικανή να καταπνίξει την αναπότρεπτη, απεγνωσμένη αντίσταση της αστικής τάξης και να οργανώσει όλες τις εργαζόμενες κι εκμεταλλευόμενες μάζες για το νέο τρόπο συγκρότησης της οικονομίας.

Το προλεταριάτο χρειάζεται την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωτική οργάνωση της δύναμης, την οργάνωση της βίας και για την κατάπνιξη της αντίστασης τον εκμεταλλευτών και για την καθοδήγηση της τεράστιας μάζας του πληθυσμού, της αγροτιάς, τον μικροαστών, τον μισοπρολετάριων για «να στρώσει» τη σoσιαλιστική οικονομία.

Ο μαρξισμός, διαπαιδαγωγώντας το εργατικό κόμμα, διαπαιδαγωγεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου, που είναι ικανή να πάρει την εξουσία και να οδηγήσει όλο το λαό στο σοσιαλισμό, να κατευθύνει και να οργανώσει το νέο καθεστώς, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο αρχηγός όλων των εργαζομένων κι εκμεταλλευομένων στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής χωρίς την αστική τάξη και ενάντια στην αστική τάξη. Αντίθετα, στο εργατικό κόμμα ο κυρίαρχος σήμερα οπορτουνισμός διαπαιδαγωγεί τους εκπροσώπους των πιο καλοπληρωμένων εργατών που ξεκόβουν από τη μάζα, που «βολεύονται» υποφερτά στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, πού πουλάνε τα πρωτοτόκια τους αντί πινακίου φακής, δηλαδή πού παραιτούνται από το ρόλο τον επαναστατών αρχηγών του λαού ενάντια στην αστική τάξη.

«Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο», - αυτή η θεωρία του Μαρξ συνδέεται αδιάσπαστα με ολόκληρη τη διδασκαλία του για τον επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου στην ιστορία. Η ολοκλήρωση αυτού του ρόλου είναι η πρoλεταριακή δικτατορια, η πολιτική κυριαρχία του προλεταριάτου.

Αν όμως το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος, σαν ιδιαίτερη οργάνωση βίας ενάντια στην αστική τάξη, τότε από δω βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα: είναι άραγε νοητή η δημιουργία μιας τέτοιας οργάνωσης χωρίς την προκαταβολική καταστροφή, χωρίς την συντριβή της κρατικής μηχανής, που δημιούργησε για τον εαυτό της η αστική τάξη; Σ' αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί άμεσα το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και γι'αυτό το συμπέρασμα μιλάει ο Μαρξ, όταν συνοψίζει τα πορίσματα από την πείρα της επανάστασης του 1848 - 1851.

2. ΤΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Σχετικά με το ζήτημα του κράτους, που μας ενδιαφέρει, ο Μαρξ συνοψίζει τα πορίσματα της επανάστασης του 1848 - 1851 στον ακόλουθο συλλογισμό του έργου του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:

... «Η επανάσταση όμως είναι ριζική. Βρίσκεται ακό μα στο ταξίδι της μέσα από το καθαρτήριο πυρ. Εκτελεί μεθοδικά το έργο της. Ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851» (τη μέρα που ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης έκανε το πραξικόπημα του) «είχε τελειώσει τη μισή προπαρασκευαστική της δαυλιά και τώρα τελειώνει την άλλη μισή. Ολοκληρώνει πρώτα την κοινοβουλευτική εξουσία, για να μπορεί να την ανατρέψει. Και τώρα που το έχει κατορθώσει αυτό, ολοκληρώνει την εκτελεστική εξουσία, την περιορίζει στην πιο καθαρή της έκφραση, την απομονώνει, τη βάζει απέναντι της σαν μοναδικό στόχο για να συγκεντρώσει πάνω της όλες τις δυνάμεις καταστροφής» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Κι όταν θα έχει εκτελέσει το δεύτερο μισό της προπαρασκευαστικής της δουλειάς, η Ευρώπη θ' αναπηδήσει από τη θέση της και θ' αλαλάξει: καλά έσκαψες, γερο - τυφλο πόντικα!

Αυτή η εκτελεστική εξουσία, με την τεράστια γραφειoκρατική και στρατιωτική οργάνωση της, με τον εκτεταμένο και τεχνητό κρατικό της μηχανισμό, με μια στρατιά από μισό εκατομμύριο υπαλλήλους, δίπλα σ' ένα στρατό από άλλο μισό εκατομμύριο, αυτό το τρομαχτικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω από το κορμί της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της, γεννήθηκε στις μέρες της απόλυτης μοναρχίας, τον καιρό της παρακμής του φεουδαρχικού καθεστώτος, και συνετέλεσε στην επιτάχυνση της παρακμής του». Η πρώτη γαλλική επανάσταση ανάπτυξε το συγκεντρωτισμό, «ταυτόχρονα όμως ανάπτυξε την έκταση, τις αρμοδιότητες και τους παραστάτες της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Ναπολέων ολοκλήρωσε αυτή την κρατική μηχανή». Η νομιμόφρονη μοναρχία και η μοναρχία του Ιούλη «δεν προσθέσανε τίποτα σ' αυτή τη μηχανή, εκτός από ένα μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας»...

... «Τέλος, η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση βρέθηκε στην ανάγκη, μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα, να ενισχύσει τους πόρους και το συγκεντρωτισμό της κυβερνητικής εξουσίας. Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίσουν» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Τα κόμματα, που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία, θεωρούσαν την απόχτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδομήματος σαν την κυριότερη λεία του νικητή» («Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 98 - 99, 4η έκδ., Αμβούργο, 1907).

Με τον περίφημο αυτό συλλογισμό ο μαρξισμός κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος σε σύγκριση με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Εκεί το ζήτημα του κράτους τίθεται ακόμα άκρως αφηρημένα, με τις πιο γενικές έννοιες και εκφράσεις. Εδώ το ζήτημα τίθεται συγκεκριμένα, και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι εξαιρετικά ακριβολογημένο, καθορισμένο, πραχτικά χειροπιαστό: όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική μηχανή, ενώ πρέπει να σπάσει, να τσακιστεί.

Το συμπέρασμα τούτο είναι το κύριο, το βασικό στη διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος. Και αυτό ακριβώς το βασικό δεν έχει μόνο ολότελα λησμονηθεί από τα κυρίαρχα επίσημα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μα και έχει άμεσα διαστρεβλωθεί (όπως θα δούμε πιο κάτω) από τον πιο επιφανή θεωρητικό της ΙΙ Διεθνούς Κ. Κάουτσκι.

Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» συνοψίζονται τα γενικά πορίσματα της ιστορίας, που μας υποχρεώνουν να βλέπουμε στο κράτος ένα όργανο ταξικής κυριαρχίας και που οδηγούν υποχρεωτικά στο συμπέρασμα, πως το προλεταριάτο δεν μπορεί ν' ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να καταχτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν' αποχτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο «οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, προλεταριάτο», και πως αυτό το προλεταριακό κράτος αμέσως μετά τη νίκη του θ' αρχίσει ν' απονεκρώνεται, γιατί σε μια κοινωνία δίχως ταξικές αντιθέσεις το κράτος δε χρειάζεται και δεν μπορεί να υπάρχει. Εδώ δεν τίθεται το ζήτημα τι λογής πρέπει - από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης - να είναι αυτή η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριακό.

Αυτό το ζήτημα ο Μαρξ το θέτει και το λύνει μόνο το 1852. Πιστός στη φιλοσοφία του τού διαλεκτικού υλισμού, ο Μαρξ παίρνει για βάση την ιστορική πείρα των μεγάλων χρόνων της επανάστασης του 1848- 1851. Και δω η διδασκαλία του Μαρξ - όπως πάντα - αποτελεί συνόψιση πείρας, φωτισμένης με βαθιά φιλοσοφική κοσμοθεώρηση και πλούσια γνώση της Ιστορίας.

Το ζήτημα του κράτους τίθεται συγκεκριμένα : πώς γεννήθηκε ιστορικά το αστικό κράτος, η απαραίτητη για την κυριαρχία της αστικής ταξης κρατική μηχανή; ποιες είναι οι αλλαγές της, ποια η εξέλιξη της στην πορεία των αστικών επαναστάσεων και μπροστά στις ανεξάρτητες εκδηλώσεις των καταπιεζόμενων τα ξεων; ποια τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε σχέση μ' αυτή την κρατική μηχανή;

Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία, που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, εμφανίστηκε την εποχή της παρακμής του απολυταρχισμού. Δυο είναι οι πιο χαρακτηριστικοί γι' αυτή την κρατική μηχανή θεσμοί: η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός. Στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς γίνεται πολλές φορές λόγος για το πώς χιλιάδες νήματα συνδέουν αυτούς τους θεσμούς ακριβώς με την αστική τάξη. Η πείρα του κάθε εργάτη διασαφηνίζει αυτό το δεσμό με εξαιρετικά παραστατικό και επιβλητικό τρόπο. Η εργατική τάξη μαθαίνει πάνω στο πετσί της να διακρίνει αυτό το δεσμό - να γιατί κατανοεί τόσο εύκολα και αφομοιώνει τόσο γερά την επιστήμη για το αναπόφευκτο αυτού του δεσμού, την επιστήμη, που οι μικροαστοί δημοκράτες είτε την αρνούνται από αμορφωσιά και επιπολαιότητα, είτε με ακόμα μεγαλύτερη επιπολαιότητα την παραδέχονται «γενικά», ξεχνώντας να βγαλουν τ' αντίστοιχα πραχτικά συμπεράσματα.

Η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός είναι ένα «παράσιτο» πάνω στο κορμί της αστικής κοινωνίας, παράσιτο, που γεννήθηκε από τις εσωτερικές αντιφασεις που σπαράζουν αυτή την κοινωνία, και συγκεκριμένα, παράσιτο, που «φράζει» τους ζωτικούς πόρους. Ο καουτσκικός οπορτουνισμός, που κυριαρχεί σήμερα στην επίσημη σοσιαλδημοκρατία, θεωρεί σαν ειδικό και αποκλειστικό γνώρισμα του αναρχισμού την άποψη ότι το κράτος είναι παρασιτικός οργανισμός. Φυσικά αυτή η διαστρέβλωση του μαρξισμού συμφέρει εξαιρετικά στους μικροαστούς εκείνους, που έφεραν το σοσιαλισμό στο ανήκουστο αίσχος να δικαιολογεί και να εξωραΐζει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εφαρμόζοντας σ' αυτόν την έννοια της «υπεράσπισης της πατρίδας», ωστόσο όμως πρό κειται για αναμφισβήτητη διαστρέβλωση.

Μέσα απ' όλες τις αστικές επαναστάσεις, που τόσο πολλές γνώρισε η Ευρώπη από τον καιρό της πτώσης της φεουδαρχίας, προχωρεί η εξέλιξη, η τελειοποίηση, το δυνάμωμα αυτού του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερα, ίσα - ίσα η μικροαστική τάξη είναι εκείνη που τραβιέται προς το μέρος της μεγαλοαστικής τάξης και σε σημαντικό βαθμό υποτάσσεται σ' αυτήν μέσω αυτού του μηχανισμού, που προσφέρει στ' ανώτερα στρώματα της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των έμπορων κ.α. σχετικά βολικές, ήσυχες και τιμητικές θεσούλες, που τοπο θέτουν τους κατόχους τους πάνω από το λαό. Πάρτε αυτό που έγινε στη Ρωσία μέσα σ' ένα εξάμηνο ύστερα από τις 27 του Φλεβάρη 1917: οι δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, που πρώτα δίνονταν κατά προτίμηση στους μαυροεκατονταρχίτες, έγιναν αντικείμενο λείας των καντέτων, των μενσεβίκων και των εσέρων. Στην ουσία δε σκέφτονται να κάνουν κανενός είδους σοβαρές μέταρυθμίσεις, που πάσχιζαν να τις αναβάλουν «ίσαμε τη Συντακτική Συνέλευση» - και τη Συντακτική Συνέλευση να την αναβάλουν λίγο-λίγο ίσαμε το τέλος του πολέμου. Δεν αργούσαν όμως και δεν περίμεναν καμιά Συντακτική Συνέλευση για το μοίρασμα της λείας, για την κατάληψη των θέσεων των υπουργών, των υφυπουργών, των γενικών διοικητών κλπ. κλπ.! Το παιχνίδι των συνδυασμών για τη σύνθεση της κυβέρνησης στην ουσία δεν εκφραζε παρά αυτό το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της «λείας», που γινόταν και από τα πάνω και από τα κάτω, σ' όλη τη χώρα, σ' ολόκληρη την κεντρική και τοπική διοίκηση. Το αποτέλεσμα, το αντικειμενικό αποτέλεσμα του εξαμήνου 27 του Φλεβάρη - 27 του Αυγούστου 1917 είναι αναμφισβήτητο: οι μεταρρυθμίσεις αναβλήθηκαν, το μοίρασμα των δημοσιοϋπαλληλικών θέσεων έχει γίνει, και τα «λάθη» του μοιράσματος έχουν διορθωθεί με μερικά ξαναμοιράσματα.

Μα όσο πιο πολλά «ξαναμοιράσματα» γίνονται στον υπαλληλοκρατικό μηχανισμό ανάμεσα στα διάφορα αστικά και μικροα στικά κόμματα (ανάμεσα στους καντέτους, τους εσέρους και τους μενσεβίκους, για να πάρουμε το ρωσικό παράδειγμα), τόσο πιο φανερή γίνεται για τις καταπιεζόμενες τάξεις και για το προλε­ταριάτο, που βρίσκεται επικεφαλής τους, η ασυμφιλίωτη έχθρα τους προς όλη την αστική κανωνία. Από δω πηγάζει η ανάγκη για όλα τα αστικά κόμματα, ακόμα και για τα πιο δημοκρατικά, μαζί και για τα «επαναστατικά - δημοκρατικά», να δυναμώνουν τις καταπιέσεις εναντία στο επαναστατικό προλεταριάτο, να στεριώνουν τον καταπιεστικό μηχανισμό, δηλαδή την ίδια την κρατική μηχανή. Αυτή η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση «να συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει καθήκον της όχι την καλυτέρευση της κρατικής μηχανής, μα τη συντριβή, την καταστροφή της.

Δεν είναι οι λογικοί συλλογισμοί, αλλά η πραγματική εξέλιξη των γεγονότων, η ζωντανή πείρα του 1848-1851 πού οδήγησαν στην τέτοια τοποθέτηση του προβλήματος. Πόσο αυστηρά κρατιέται ο Μαρξ στην πραγματική βάση της ιστορικής πείρας - φαίνεται από το γεγονός ότι το 1852 δε θέτει ακόμα συγκεκριμένα το ζήτημα με τι πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτή η κρατική μηχανή που πρόκειται να καταστραφεί. Η πείρα δεν πρόσφερνε ακόμα τότε στοιχεία για ένα τέτοιο πρόβλημα, που η ιστορία το έθεσε στην ημερήσια διάταξη αργότερα, το 1871. Το 1852 μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με την ακρίβεια φυσικοϊστορικής παρατήρησης μόνον ότι η προλεταριακή επανάσταση πλησίασε άμεσα στο καθήκον «να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, στο καθήκον «να τσακίσει» την κρατική μηχανή.

Εδώ μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα: είναι άραγε σωστή η γενίκευση της πείρας, των παρατηρήσεων και των συμπερασμαάτων του Μαρξ, η μεταφορά τους σε πεδίο πλατύτερο από την ιστορία της Γαλλίας στην τριετία 1848- 1851; Για να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα θα θυμίσουμε πρώτα μια παρατήρηση του Ένγκελς και κατόπι θα περάσουμε στα πραγματικά δεδομένα.

... «Η Γαλλία - έγραφε ο Ένγκελς στον πρόλογο της 3ης έκδοσης της «18ης Μπρυμαίρ» - είναι η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ιστορικοί ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική μάχη, όπου συνεπώς διαγράφονται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές, που μέσα τους κινούνται οι ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ' αποτελέσματά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο μεσαίωνα, υποδειγματική χώρα της ενιαίας μοναρχίας των προνομιούχων τάξεων ύστερα από την Αναγέννηση, η Γαλλία τσάκισε στη μεγάλη επανάσταση το φεουδαρχισμό και εγκαθίδρυσε την καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης με τέτοια κλασική μορφή που δεν την έφτασε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Και ο αγώνας του προλεταριάτου, που σηκώνει κεφάλι ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη, εκδηλώνεται εδώ με τόσο οξεία μορφή, που είναι άγνωστη σε άλλες χώρες» (σελ. 4 της έκδ. του 1907).

Η τελευταία παρατήρηση έχει παλιώσει, εφόσον από το 1871 και δω σημειώθηκε μια διακοπή στον επαναστατικό αγώνα του γαλλικού προλεταριάτου, μ' όλο που, όσο μακρόχρονη κι αν είναι αυτή η διακοπή, δεν αποκλείει διόλου την πιθανότητα στην επικείμενη προλεταριακή επανάσταση η Γαλλία να δείξει πως είναι η κλασική χώρα της πάλης των τάξεων ίσαμε το αποφασιστικό τέλος.

Ας ρίξουμε όμως μια γενική ματιά στην ιστορία των προχωρημένων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και τις αρχές του ΧΧ αιώνα. Θα δούμε ότι συντελούνταν πιο αργά, πιο ποικιλόμορφα, πάνω σε πολύ πιο πλατιά κονίστρα το ίδιο προτσές: από τη μια μεριά, η συμπλήρωση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας» τόσο στις δημοκρατικές χώρες (Γαλλία, Αμερική, Ελβετία), όσο και στις μοναρχικές (Αγγλία, Γερμανία ως ένα βαθμό, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες κ.ά.), κι από την άλλη, η πάλη για την εξουσία των διάφορων αστικών και μικροαστικών κομμάτων, που μοιράζονταν και ξαναμοιράζονταν τη «λεία» των δημοσιουπαλληλικών θέσεωνχωρίς ν' αλλάζουν τα θεμέλια του αστικού καθεστώτος, τέλος, η τελειοποίηση και το δυνάμωμα της «εκτελεστικής εξουσίας» του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού της.

Δε χωράει καμιά αμφιβολία πώς όλα αυτά είναι κοινά χαρακτηριστικά όλης της νεότερης εξέλιξης των κεφαλαιοκρατικών κρατών γενικά. Στα τρία χρόνια 1848 - 1851 η Γαλλία παρουσίασε με γοργό, έντονο συγκεντρωτικό τρόπο τα ίδια προτσές εξέλιξης που χαρακτηρίζουν όλο τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο.

Ιδίως ο ιμπεριαλισμός, η εποχή του τραπεζιτικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων κεφαλαιοκρατικών μονοπωλίων, η εποχή της μετεξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικό - μονοπωλιακό καπιταλισμό, παρουσιάζει ένα ασυνήθιστο δυνάμωμα της «κρατικής μηχανής», μιαν ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της μηχανισμού σε συνδυασμό με την ένταση των καταπιέσεων εναντία στο προλεταριάτο τόσο στις μοναρχικές, όσο και στις πιο ελεύθερες, δημοκρατικές χώρες.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκόσμια ιστορία πλησιάζει τώρα, σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα από το 1852, στη «συγκέντρωση όλων των δυνάμεων» της προλεταριακής επανάστασης για την «καταστροφή» της κρατικής μηχανής.

Με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο, στο ζήτημα αυτό έδωσε διδαχτικότατο υλικό η Παρισινή Κομμούνα.

3. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΤΟ 1852

Το 1907 ο Μέρινγκ δημοσίεψε στο περιοδικό «Neue Ζeit» (XXV, 2, 164) αποσπάσματα από γράμμα του Μαρξ στον Βαιντεμάγιερ με ημερομηνία 5 του Μάρτη 1852. Στο γράμμα αυτό περιέχεται, ανάμεσα στ' άλλα, και ο ακόλουθος αξιοσημείωτος συλλογισμός:

«Όσο για μένα, δε μου ανήκει ούτε η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσα τους. Πολύν καιρό πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι - την οικονομική ανατομία των τάξεων. Το καινούργιο πού έκαμα εγώ ήταν πως απόδειξα: 1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις εξέλιξης της παραγωγής (histοrische Entwicklungsphasen der Ρrοdυktiοn), 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη διχτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία»...

Στα λόγια τούτα ο Μαρξ κατόρθωσε να εκφράσει με καταπληχτική παραστατικότητα, πρώτα, το κύριο και το θεμελιακό που ξεχωρίζει τη διδασκαλία του από τη διδασκαλία των πρωτοπόρων και πιο βαθιών στοχαστών της αστικής τάξης, και δεύτερο, την ουσία της διδασκαλίας του για το κράτος.
Το κύριο στη διδασκαλία του Μαρξ είναι η ταξική πάλη. Έτσι λένε και γράφουν πολύ συχνά. Μα αυτό δεν είναι σωστό. Και το αποτέλεσμα απ' αυτή την ανακριβεια είναι σχεδόν πάντα μια οπορτουνιστική διαστρέβλωση του μαρξισμού, η νόθευση του, έτσι που να γίνεται παραδεχτός για την αστική τάξη. Γιατί η διδασκαλία για την ταξική πάλη δεν δημιουργήθηκε από τον Μαρξ αλλά από την αστική τάξη πριν από τον Μαρξ και, μιλώντας γενικά, είναι παραδεχτή για την αστική τάξη.

Όποιος παραδέχεται μόνο την πάλη των τάξεων, δεν είναι ακόμα μαρξιστής, αυτός μπορεί ακόμα ναναι άνθρωπος που δε βγαίνει από τα πλαίσια της αστικής σκέψης και της αστικής πολιτικής. Το να περιορίζεις το μαρξισμό στη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων - σημαίνει να κουτσουρεύεις το μαρξισμό, να τον διαστρεβλώνεις, να τον ανάγεις σε ό,τι είναι παραδεκτό για την αστική τάξη. Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτού βρίσκεται η πιο βαθιά διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας. Αυτή είναι η λυδία λίθος για την πραγματική κατανόηση και παραδοχή του μαρξισμού. Και δεν είναι παράξενο πως, όταν η ιστορία της Ευρώπης έφερε πραχτικά την εργατική τάξη μπροστά σ' αυτό το ζήτημα, όχι μόνο όλοι οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές, αλλά και όλοι οι «καουτσκιστές» (οι άνθρωποι που ταλαντεύονται ανάμεσα στο ρεφορμισμό και το μαρξισμό) αποδείχτηκαν θλιβεροί φιλισταίοι και μικροαστοί δημοκράτες, που απαρνιούνται τη διχτατορία του προλεταριάτου. Η μπροσούρα του Κάουτσκι «Διχτατορία του προλεταριάτου», που βγήκε τον Αύγουστο του 1918, δηλαδή πολύ πιο ύστερα από την πρώτη έκδοση τούτου του βιβλίου, είναι πρότυπο μικροαστικής διαστρέβλωσης του μαρξισμού και ύπου λης απάρνησής του στην πράξη, ενώ τον αναγνωρίζει υποκριτικά στα λόγια (βλ. τη μπροσούρα μου: «Η προλεταριακή επανάσταση κι ο αποστάτης Κάουτσκι», Πετρούπολη και Μόσχα 1918).

Ο σημερινός οπορτουνισμός στο πρόσωπο του κυριότερου εκπροσώπου του, του πρώην μαρξιστή Κ. Κάουτσκι, υπάγεται ολοκληρωτικά στο χαρακτηρισμό της αστικής θέσης που δίνεται από τον Μαρξ, γιατί ο οπορτουνισμός αυτός περιορίζει την περιοχή αναγνώρισης της ταξικής πάλης στην περιοχή των αστικών σχέσεων. (Σ' αυτή όμως την περιοχή, μέσα στα πλαίσια της, κανένας μορφωμένος φιλελεύθερος δε θ' αρνηθεί «καταρχήν» να παραδεχτεί την ταξική πάλη!) Ο οπορτουνισμός δεν επεκτείνει την αναγνώριση της ταξικής πάλης ακριβώς ίσαμε το κυριότερο, ως την περίοδο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, ως την περίοδο της ανατροπής της αστικής τάξης και της πλέριας εκμηδένισης της. Στην πραγματικότητα η περίοδος αυτή είναι αναπόφευκτα περίοδος μιας πρωτάκουστα σκληρής ταξικής πάλης, πρωτάκουστης οξύτητας των μορφών της, συνεπώς, και το κράτος αυτής της περιόδου πρέπει αναπόφευκτα να είναι κράτος με νέο τρόπο δημοκρατικό (για τους προλετάριους και τους φτωχούς γενικά) και με νέο τρόπο δικτατορικό (ενάντια στην αστική τάξη).

Παρακάτω. Την ουσία της διδασκαλίας του Μαρξ για το κράτος την αφομοίωσε μόνον όποιος κατάλαβε πως η δικτατορία μιας τάξης είναι αναγκαία όχι μόνο για κάθε ταξική κοινωνία γενικά, όχι μόνο για το προλεταριάτο, που έχει ανατρέψει την αστική τάξη, μα και για ολόκληρη την ιστορική περίοδο, πού χωρίζει τον καπιταλισμό από την «χωρίς τάξεις κοινωνία», από τον κομμουνισμό. Οι μορφές των αστικών κρατών είναι εξαιρετικά πολυποίκιλες, μα η ουσία τους είναι μια: όλα αυτά τα κράτη έτσι είτε αλλιώς, μα σε τελευταία ανάλυση υποχρεωτικά, είναι δικτατορία της αστικής τάξης. Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό δεν μπορεί φυσικά να μη δόσει μια τεράστια αφθονία και ποικιλία πολιτικών μορφών, μα η ουσία εδώ θα είναι μια: δικτατορία του προλεταριάτου.

Πηγή: Πράξις
.

V.I. Lenin -Κράτος και επανάσταση, Κεφάλαιο 1




Β.Ι. Λένιν
Κράτος και Επανάσταση

Κεφάλαιο 1: Ταξική κοινωνία και κράτος

1. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ: ΠΡΟΙΟΝ ΤΩΝ ΑΣΥΜΦΙΛΙΩΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ

Με τη διδασκαλία του Μαρξ συμβαίνει σήμερα ότι συνέβηκε επανειλημμένα στην ιστορία με τις διδασκαλίες των επαναστατών στοχαστών και αρχηγών των καταπιεζόμενων τάξεων στην πάλη τους για την απελευθέρωση. Όσο ζούσαν οι μεγάλοι επαναστάτες, οι τάξεις των καταπιεστών τους καταδίωκαν συνεχώς και αντιμετώπιζαν τη διδασκαλία τους με την πιο άγρια μανία, με το πιο λυσσασμένο μίσος, με την πιο αχαλίνωτη εκστρατεία ψευτιάς και συκοφαντίας. Ύστερα από το θάνατο τους γίνονται προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε άβλαβα εικονίσματα, σα να λέμε, να τους αγιοποιήσουν, να δώσουν κάποια δόξα στο όνομα τους για "παρηγοριά" των καταπιεζόμενων τάξεων και για την αποβλάκωση τους, ευνουχίζοντας το περιεχόμενο της επαναστατικής διδασκαλίας, στομώνοντας την επαναστατική της αιχμή, εκχυδαΐζοντας την. Με τέτοια "επεξεργασία" του μαρξισμού συμφωνάνε σήμερα η αστική τάξη και οι οπορτουνιστές μέσα στο εργατικό κίνημα. Λησμονούν, σβήνουν, διαστρεβλώνουν την επαναστατική πλευρά της διδασκαλίας, την επαναστατική ψυχή της. Προωθούν στην πρώτη γραμμή, εξυμνούν εκείνο πού είναι αποδεχτό ή που φαίνεται πώς είναι αποδεχτό για την αστική τάξη. Όλοι οι σοσιαλσωβινιστές είναι σήμερα "μαρξιστές" - χωρίς αστεία! Και όλο και πιο συχνά οι Γερμανοί αστοί επιστήμονες, χθεσινοί ειδικοί στην εξόντωση του μαρξισμού, μιλάνε για τον "εθνικό-Γερμανό" Μαρξ, που διαπαιδαγώγησε τάχα τα τόσο περίφημα οργανωμένα για τη διεξαγωγή του ληστρικού πολέμου συνδικάτα των εργατών!

Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, μπροστά στην ανήκουστη διάδοση των διαστρεβλώσεων του μαρξισμού, χρέος μας είναι πριν απ' όλα ν' αποκαταστήσουμε την αληθινή διδασκαλία του Μαρξ για το κράτος. Χρειάζεται γι' αυτό να παραθέσουμε πάρα πολλές μεγάλες περικοπές από τα ίδια τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Φυσικά, οι μεγάλες περικοπές θα κάνουν βαριά την έκθεση και δε θα συμβάλουν διόλου στον εκλαϊκευτικό χαρακτήρα της. Μα είναι εντελώς αδύνατο να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτές. Πρέπει οπωσδήποτε να παρατεθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα όλα ή τουλάχιστο όλα τ' αποφασιστικά μέρη από τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς που αφορούν το ζήτημα του κράτους, για να μπορέσει ο αναγνώστης να σχηματίσει δική του αυτοτελή αντίληψη για το σύνολο των απόψεων των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού και για την εξέλιξη αυτών των απόψεων, καθώς και για ν' αποδειχτεί με ντοκουμέντα και να δειχτεί παραστατικά η διαστρέβλωση τους από τον "καουτσκισμό" που κυριαρχεί σήμερα.

Ας αρχίσουμε από το πιο διαδομένο έργο του Φρ. Ένγχελς: "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους", που το 1894 βγήκε στη Στουτγάρδη η 6η κιόλας έκδοσή του. Θα χρειαστεί να μεταφράσουμε τις περικοπές από τα γερμανικά πρωτότυπα, γιατί οι ρωσικές μεταφράσεις, μ' όλο που είναι πολυάριθμες, οι περισσότερες είτε δεν είναι πλήρεις, είτε έχουν γίνει με τρόπο που δεν είναι διόλου ικανοποιητικός.

"Το κράτος - λέει ο Ένγκελς, βγάζοντας τα συμπεράσμα τα από την ιστορική του ανάλυση - δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ' έξω. Το κράτος δεν είναι επίσης «η πραγματικότητα της ηθικής ιδέας», «η εικόνα και η πραγματικότητα του λογικού», όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μιαν άλυτη αντίφαση με τον εαυτό της, διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, που δεν έχει τή δύναμη να τις εξορκίσει. Και για να μη φθείρουν τον εαυτό τους και την κοινωνία σ' έναν άκαρπο αγώνα αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τ' αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα, έγινε αναγκαία μια δύναμη, που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τή σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της «τάξεως». Κι η δύναμη αυτή, που προήλθε από την κοινωνία, μα πού βάζει τον εαυτό της πάνω απ' αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτήν, είναι το κράτος».

Εδώ διατυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια η βασική ιδέα του μαρξισμού στο ζήτημα του ιστορικού ρόλου και της σημασίας του κράτους. Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτεςΑκριβώς απ' αυτό το σπουδαιότατο και θεμελιακό σημείο αρχίζει η διαστρέβλωση του μαρξισμούπου ακολουθεί δυο βασικές γραμμές.

Από τη μια μεριά, οι αστοί και προπάντων οι μικροαστοί ιδεολόγοι -αναγκασμένοι κάτω από την πίεση των αδιαφιλονίκητων ιστορικών γεγονότων ν' αναγνωρίσουν ότι το κράτος υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις και ταξική πάλη- "διορθώνουν" τον Μαρξ με τρόπο που βγαίνει πως το κράτος είναι όργανο συμφιλίωσης των τάξεων. Κατά τον Μαρξ, το κράτος δε θα μπορούσε ούτε να εμφανιστεί, ούτε να διατηρηθεί, αν ήταν δυνατή μια συμφιλίωση των τάξεων. Σύμφωνα με τους μικροαστούς και φιλισταίους καθηγητές και δημοσιολόγους, - που κάθε τόσο επικαλούνται καλόβουλα τον Μαρξ - βγαίνει πως το κράτος ίσα-ίσα συμφιλιώνει τις τάξεις. Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της "τάξεως" εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων. Κατά τη γνώμη των μικροαστών πολιτικών, τάξις είναι ακριβώς η συμφιλίωση των τάξεων κι όχι η καταπίεση της μιας τάξης από μιαν άλλη, γι' αυτούς μετριασμός τις σύγκρουσης σημαίνει συμφιλίωση κι όχι αφαίρεση από τις καταπιεζόμενες τάξεις ορισμένων μέσων και τρόπων πάλης για την ανατροπή των καταπιεστών.

Λόγου χάρη, όλοι οι εσέροι (σοσιαλιστές - επαναστάτες) και οι μενσεβίκοι στην επανάσταση του 1917, ακριβώς όταν το ζήτημα της σημασίας και του ρόλου του κράτους ορθώθηκε σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, ορθώθηκε πραχτικά, σαν ζήτημα άμεσης δράσης, και μάλιστα δράσης σε μαζική κλίμακα, - όλοι τους κατρακύλησαν με μιας και ολοκληρωτικά στη μικροαστική θεωρία της "συμφιλίωσης" των τάξεων από το "κράτος". Οι αναρίθμητες αποφάσεις και τα άρθρα των πολιτικών και των δυο αυτών κομμάτων είναι πέρα για πέρα διαποτισμένα μ' αυτή τη μικροαστική και φιλισταίκη θεωρία της "συμφιλίωσης". Το γεγονός ότι το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας ορισμένης τάξης, που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον αντίποδα της (με την αντίπαλη σ' αυτήν ταξη), αυτό η μικροαστική δημοκρατία δεν είναι ποτέ σε θέση να το καταλάβει. Η στάση απέναντι στο κράτος είναι, μια από τις πιο εξόφθαλμες εκδηλώσεις του ότι οι εσέροι και οι μενσεβίκοι μας δεν είναι διόλου σοσιαλιστές (πράγμα που εμείς, οι μπολσεβίκοι, ποτέ δεν πάψαμε να το αποδείχνουμε), αλλά μικροαστοί δημοκράτες με σχεδόν σοσιαλιστική φρασεολογία.

Από την άλλη μεριά, η "καουτσκική" διαστρέβλωση του μαρξισμού είναι πολύ πιο ραφιναρισμένη. «Θεωρητικά» δεν αρνιέται ούτε πως το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, ούτε πως οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες. Αλλά παραβλέπεται ή συγκαλύπτεται τούτο: αν το κράτος είναι προϊόν του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων, αν είναι μια δύναμη που στέκει πάνω από την κοινωνία και "όλο και περισσότερο ά π ο ξ ε ν ώ ν ε τ α ι από την κοινωνία", γίνεται φανερό πως η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης είναι αδύνατη όχι μόνο χωρίς βίαιη επανάσταση, αλλά και χωρίς καταστροφή του μηχανισμού της κρατικής εξουσίας, που δημιούργησε η κυρίαρχη τάξη και που ενσαρκώνει αυτή την "αποξένωση". Το συμπέρασμα τούτο, που θεωρητικά ήταν σαφές από μόνο του, ο Μαρξ το έβγαλε, όπως θα δούμε πιο κάτω, απολύτως συγκεκριμένα με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των καθηκόντων της επανάστασης. Κι αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ο Κάουτσκι -αυτό θα το δείξουμε λεπτομερειακά στην παραπέρα έκθεση μας- το... "ξέχασε" και το διαστρέβλωσε.

2. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΝΟΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΤΛ.

..."Σε σύγκριση με την παλιά οργάνωση των γενών -συνεχίζει ο Ένγκελς- το κράτος το χαρακτηρίζει, πρώτο, ο χωρισμός των υπηκόων του κατά, εδαφική περιοχή»... Αυτός ο χωρισμός μις φαίνεται "φυσικός", στοίχισε όμως μακρόχρονους αγώνες ενάντια στην παλιά οργάνωση κατά γένη και φυλές.

..."Το δεύτερο διακριτικό γνώρισμα είναι η ίδρυση μιας δημόσιας εξουσίας, που δε συμπίπτει πια άμεσα με τον αυτοοργανωμένο σε ένοπλη δύναμη πληθυσμό. Αυτή ή ιδιαίτερη δημόσια εξουσία είναι αναγκαία, γιατί από τότε που η κοινωνία διασπάστηκε σε τάξεις έγινε αδύνατο πια να υπάρχει μια αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού... Αυτή η δημόσια εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος. Αποτελείται όχι μόνον από ένοπλους ανθρώπους, μα και από υλικά εξαρτήματα, από φυλακές και από κάθε λογής ιδρύματα καταναγκασμού, που ήταν άγνωστα στην κοινωνία των γενων"... Ο Ένγκελς αναπτύσσει την έννοια της "δύναμης", που ονομάζεται κράτος, της δύναμης, που προήλθε από την κοινωνία, μα που βάζει τον εαυτό της πάνω απ' αυτήν και που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτήν. Σε τι συνίσταται κυρίως η δύναμη αυτή; Στους ιδιαίτερους σχηματισμούς των ένοπλων ανθρώπων, που έχουν στη διάθεση τους τις φυλακές κλπ.

Έχουμε δικαίωμα να μιλάμε για ιδιαίτερους σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων, γιατί η χαρακτηριστική για κάθε κράτος δη­μόσια εξουσία "δε συμπίπτει άμεσα" με τον ένοπλο πληθυσμό, με την "αυτενεργό ένοπλη οργάνωση" του.

Όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές, έτσι κι ο Ένγκελς προσπαθεί να στρέψει την προσοχή των συνειδητών εργατών σε κείνο ακριβώς που στους κυριαρχούντες Φιλισταίους φαίνεται λιγότερο αξιοπρόσεχτο, σ' αυτό που τους φαίνεται το πιο συνηθισμένο, το καθαγιασμένο όχι απλώς με σταθερές, μα, μπορούμε να πούμε, με απολιθωμένες προλήψεις. Ο μόνιμος στρα­τός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα - μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;

Από την άποψη της τεράστιας πλειοψηφίας των Ευρωπαίων του τέλους του ΧΙΧ αιώνα, στους οποίους απευθυνόταν ο Ένγκελς και οι οποίοι δε ζήσαν ούτε είδαν από κοντά καμιά μεγάλη επανάσταση, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν καθόλου τι πράγμα είναι αυτή η "αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού". Στο ερώτημα, γιατί παρουσιάστηκε η ανάγκη ιδιαίτερων σχηματισμών από ένοπλους ανθρώπους (αστυνομία, μόνιμος στρατός) που στέκουν πάνω από την κοινωνία και που αποξενώνονται από την κοινωνία, ο δυτικοευρωπαίος και Ρώσος φιλισταίος πάνε ν' απαιτήσουν με καναδυό φράσεις, δανεισμένες από τον Σπένσερ ή τον Μιχαηλόφσκι, επικαλούμενοι το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή έγινε πιο πολύπλοκη, ότι οι λειτουργίες διαφοροποίηθηκαν κλπ.

Η επίκληση αυτή φαίνεται "επιστημονική" και αποκοιμίζει περίφημα το μικροαστό, συσκοτίζοντας το κύριο και βασικό: τη διάσπαση της κοινωνίας σε αδιάλλαχτα εχθρικές τάξεις.

Αν δεν υπήρχε αυτή η διάσπαση, η "αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού" θα διέφερε ως προς την πολυπλοκότητα της, το ύψος της τεχνικής της κτλ. από την πρωτόγονη οργάνωση της αγέλης των πιθήκων, που κρατούσαν στα χέρια ραβδιά, ή των πρωτόγονων ανθρώπων, ή των ανθρώπων που είχαν ενωθεί στις κοινωνίες των γενών, μια τέτοια οργάνωση όμως θα ήταν δυνατό να υπάρξει.

Η οργάνωση αυτή είναι αδύνατο να υπάρξει γιατί η κοινωνία του πολιτισμού είναι διασπασμένη σε εχθρικές και μάλιστα αδιάλλαχτα εχθρικές τάξεις, που ο "αυτενεργός" εξοπλισμός τους θα οδηγούσε στον ένοπλο αγώνα ανάμεσα τους. Σχηματίζεται το κράτος, δημιουργείται μια ιδιαίτερη δύναμη, ιδιαίτεροι σχηματισμοί εξοπλισμένων ανθρώπων, και κάθε επανάσταση, καταστρέφοντας τον κρατικό μηχανισμό, μας δείχνει ολοφάνερα πώς η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί ν' ανανεώσει τους ιδιαίτερους σχηματισμούς ένο πλων ανθρώπων που την εξυπηρετούν, πως η καταπιεζόμενη τάξη προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα οργάνωση αυτού του είδους, ικανή να εξυπηρετεί όχι τους εκμεταλλευτές, αλλά τους εκμεταλλευομένους.

Ο Ένγκελς με τον πιο πάνω συλλογισμό θέτει θεωρητικά το ίδιο ζήτημα, που θέτει μπροστά μας πρακτικά, παραστατικά και μάλιστα σε κλίμακα μαζικής δράσης κάθε μεγάλη επανάσταση, δηλαδή το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στους "ιδιαίτερους" σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων και στην "αυτενεργό ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού". Θα δούμε πως με την πείρα των ευρωπαϊκών και ρωσικών επαναστάσεων το ζήτημα αυτό παρουσιάζεται συγκεκριμένα.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην έκθεση του Ένγκελς.

Ο Ένγκελς τονίζει πώς κάποτε, λόγου χάρη που και που στη Βόρεια Αμερική, η δημόσια αυτή εξουσία είναι αδύναμη (πρόκειται για σπάνια εξαίρεση, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία και για τα μέρη εκείνα τις Βόρειας Αμερικής στην προιμπεριαλιστική της περίοδο, όπου επικρατούσε ο ελεύθερος άποικος), γενικά όμως δυναμώνει:

..."Η δημόσια εξουσία δυναμώνει στο μέτρο που οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις μέσα στο κράτος και στο μέτρο που τα όμορα κράτη μεγαλώνουν σε έκταση και σε πληθυσμό. Ρίχτε μια ματιά μόνο στη σημερινή Ευρώπη, όπου ο ταξικός αγώνας και ο ανταγωνισμός για καταχτήσεις ανέβασαν τη δημόσια δύναμη σε τέτοιο ύψος, που απειλεί να καταβροχθίσει ολόκληρη την κοινωνία, ακόμα και το ίδιο το κράτος"...

Αυτά γράφτηκαν όχι αργότερα από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Ο τελευταίος πρόλογος του Ένγκελς έχει ημερομηνία 16 του Ιούνη 1891. Την εποχή εκείνη η στροφή προς τον ιμπεριαλισμό -και με την έννοια της από­λυτης κυριαρχίας των τραστ, και με την έννοια της παντοδυναμίας των μεγάλων τραπεζών, και με την έννοια της μεγαλεπήβολης αποικιακής πολίτικής κλπ. - μόλις άρχιζε στη Γαλλία, κι ήταν ακόμα πιο αδύνατη στη Βόρεια Αμερική και τη Γερμανία. Από τότε ο "ανταγωνισμός για καταχτήσεις έκαμε ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρός, πολύ περισσότερο που στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του ΧΧ αιώνα η υδρόγειος βρέθηκε οριστικά μοιρασμένη ανάμεσα σ' αυτούς τους «ανταγωνιζόμενους κατακτητές», δηλαδή ανάμεσα στις μεγάλες ληστρικές Δυνάμεις. Οι στρατιωτικοί και ναυτικοί εξοπλισμοί μεγάλωσαν από τότε σε απίστευτο βαθμό και ο ληστρικός πόλεμος του 1914-1917 για το ποιος θα, κυριαρχήσει στον κόσμο, η Αγγλία ή η Γερμανία, και για το μοίρασμα της λείας έφερε κοντά την ολοκληρωτική κατα στροφή με την "καταβρόχθιση" όλων των δυνάμεων της κοινωνίας από τη ληστρική κρατική εξουσία.

Ο Ένγκελς ήξερε ακόμα από το 1891 να τονίζει τον "ανταγωνισμό για καταχτήσεις» σαν ένα από τα σπουδαιότερα διακριτικά γνωρίσματα της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων Δυνάμεων, ενώ οι παλιάνθρωποι του σοσιαλσωβινισμού το 1914-1917, όταν ίσα-ίσα αυτός ο ανταγωνισμός, οξυμένος στο πολλαπλάσιο, γέννησε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σκέπαζαν την υπεράσπιση των ληστρικών συμφερόντων της "δικής τους" αστικής τάξης με φράσεις για "υπεράσπιση της πατρίδας", για "άμυνα της δημοκρατίας και της επανάστασης" και με άλλα παρόμοια!

3. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ - ΟΡΓΑΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΖΟΜΕΝΗΣ ΤΑΞΗΣ

Για τη συντήρηση μιας ιδιαίτερης δημόσιας εξουσίας, που στέκει πάνω από την κοινωνία, χρειάζονται φόροι και δημόσια χρέη.

"Κατέχοντας τη δημόσια εξουσία και το δικαίωμα της είσπραξης φόρων, οι δημόσιοι υπάλληλοι -γράφει οΈνγκελς- στέκουν λοιπόν σαν όργανα της κοινωνίας πάνω από την κοινωνία. Ο ελεύθερος, εθελοντικός σεβασμός, με τον όποιο φέρνονταν στα όργανα του καθεστώτος των γενών, δεν τους αρκει, κι αν ακόμα θα μπορούσαν να τον έχουν»... Φτιάχνονται ειδικοί νόμοι για το ιερό και απαραβίαστο των δημόσιων υπαλλήλων. "Και ό πιο τιποτένιος αστυνομικός υπηρέτης" έχει περισσότερο "κύρος" απ' ό,τι όλα μαζί τα όργανα της κοινωνίας των γενών. Ο ισχυρότερος όμως ηγεμόνας και o μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας είτε στρατηγός της εποχής του πολιτισμού θα μπορούσε να ζηλέψει τον πιο άσημο γενάρχη για τον αβίαστο και αναμφισβήτητο σεβασμό με τoν οποίο του φέρνονταν».

Εδώ έχει τεθεί τo ζήτημα της προνομιακής θέσης των δημοσίων υπαλλήλων σαν οργάνων της κρατικής εξουσίας. Σημειώνεται σαν βασικό: τi είναι αυτό που τους τοποθετεί πάνω από την κοινωνία; Θα δούμε πως έλυσε πραχτικά τω θεωρητικό αυτό ζήτημα η Παρισινή Κομμούνα το 1871 και πόσο αντιδραστικά το σκέπαζε ο Κάουτσκι το 1912.

"Επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, επειδή όμως ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση των τάξεων αυτών, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη και αποχτάει έτσι νέα μέσα για την καθυπόταξη και εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης»... Δεν ήταν μόνο το αρχαίο και το φεουδαρχικό κράτος όργανα εκμετάλλευσης των δούλων και των δουλοπάροικων, μα και το «σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Σαν εξαίρεση ωστόσο έρχονται περίοδοι όπου οι αντίπαλες τάξεις κρατούν τόσο πολύ την ισορροπία μεταξύ τους, που η κρατική εξουσία, σαν φαινομενικός μεσάζοντας, αποχτάει για μια στιγμή κάποια αυτοτέλεια απέναντι και στις δυο τάξεις»... Τέτοια ήταν η απόλυτη μοναρχία του ΧVII και ΧVΙΙΙ αιώνα, τέτοιος ήταν ο βοναπαρτισμός της πρώτης και δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία, και ο Βίσμαρκ στη Γερμανία.

Τέτοια -προσθέτουμε εμείς- είναι η κυβέρνηση του Κερένσκι στη δημοκρατική Ρωσία από τότε που άρχισε τους διωγμούς του επαναστατικού προλεταριάτου σε μια στιγμή που τα Σοβιέτ, εξαιτίας της ηγεσίας των μικροαστών δημοκρατών, είναι πια αδύναμα και η αστική τάξη δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατή για να τα διαλύσει άμεσα.

Στη δημοκρατία -συνεχίζει ο Ένγκελς- «ο πλούτος εξασκεί την εξουσία του έμμεσα, μα γι' αυτό και πιο σίγουρα», και συγκεκριμένα, πρώτο, με την "άμεση εξαγορά των δημόσιων υπαλλήλων" (Αμερική), και δεύτερο, με τη "συμμαχία. κυβέρνησης και χρηματιστηρίου" (Γαλλία και Αμερική).

Σήμερα σ' οποιαδήποτε δημοκρατία ο ιμπεριαλισμός και η κυριαρχία των τραπεζών έχουν "αναπτύξει" σε πολύ μεγάλη τέχνη και τους δυο αυτούς τρόπους υπεράσπισης και άσκησης της παντοδυναμίας του πλούτου. Αν λογουχάρη από τους πρώτους κιόλας μήνες της δημοκρατίας στη Ρωσία, μπορούμε να πούμε στο μήνα του μέλιτος του συνοικεσίου των "σοσιαλιστών" εσέρων και μενσεβίκων με την αστική τάξη στην κυβέρνηση συνασπισμού, ο κ. Παλτσίνσκι σαμποτάριζε όλα τα μέτρα χαλιναγώγησης των κεφαλαιοκρατών και του πλιατσικολογήματος και της διασπάθισης απομέρους τους του δημόσιου ταμείου για τις πολεμικέ ς προμήθειες, αν κατόπι ο κ. ΙΙαλτσίνσκι, που αποχώρησε από την κυ βέρνηση (και που αντικαταστάθηκε φυσικά από άλλον εντελως παρόμοιο ΙΙαλτσίνσκι), «αμείφθηκε» από τους κεφαλαιοκράτες με μια θεσούλα με μισθό 120.000 ρούβλια το χρόνο - τι έναι όλα αυτά; άμεση εξαγορά ή Έμμεση; συμμαχία της κυβέρνησης με τα κεφαλαιοκρατικά συνδικάτα ή «απλώς» φιλικές σχέσεις; Τι ρόλο παίζουν οι Τσερνόφ και οι Τσερετέλι, οι Αυξέντιεφ και οι Σκόμπελεφ; Είναι «άμεσοι» σύμμαχοι των εκατομμυριούχων - καταχραστών του δημοσίου ή απλώς έμμεσοι;

Η παντοδυναμία του «πλούτου» γι' αυτό ακριβώς είναι πιο σίγουρη στη δημοκρατία, γιατί δεν εξαρτιέται από ένα κακό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού. Η δημοκρατία είναι το καλύτερο δυνατό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και γι' αυτό το κεφάλαιο, όταν αποχτήσει (μέσω των Παλτσίνσκι, των Τσερνόφ, των Τσερετέλι και Σίας) αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια, με τόση σιγουριά, που καμιά αλλαγή ούτε προσώπων, ούτε θεσμών, ούτε κομμάτων μέσα στην αστική δημοκρατία δεν κλονίζει αυτή την εξουσία.

Πρέπει να σημειωθεί ακόμα πως ο Ένγκελς με τη μεγαλύτερη κατηγορηματικότητα ονομάζει το γενικό εκλογικό δικαίωμα όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης. Το γενικό εκλογικό δικαίωμα, λέει ο ίδιος, έχοντας ολοφάνερα υπόψη τη μακρόχρονη πείρα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι "δείχτης ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι, ούτε και θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος".

Οι μικροαστοί δημοκράτες σαν τους δικούς μας εσέρους και μενσεβίκους, καθώς και οι αυτάδελφοι τους, όλοι οι σοσιαλσωβινιστές και οπορτουνιστές της Δυτικής Ευρώπηςπεριμένουν ακριβώς "περισσότερα" από το γενικό εκλογικό δικαίωμαΣυμμερίζονται οι ίδιοι και υποβάλλουν και στο λαό την απατηλή σκέψη πώς τάχα το γενικό εκλογικό δικαίωμα «στο σημερινό κράτος» είναι ικανό να εκφράσει πραγματικά τη θέληση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και να κατοχυρώσει την εφαρμογή της στη ζωή. Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε απλώς αυτή την απατηλή σκέψη, να τονίσουμε απλώς ότι η ολότελα σαφής, ακριβολογημένη και συγκεκριμένη δήλωση του Ένγκελς παραμορφώνεται σε κάθε βήμα της προπαγάνδας και της ζύμωσης των "επίσημων" (δηλαδή των οπορτουνιστικών) σοσιαλιστικών κομμάτων. Με την έκθεση των απόψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για το «σημερινό» κράτος που θ' ακολουθήσει ξεκαθαρίζουμε λεπτομερειακά όλη την ψευτιά της σκέψης, που απορρίπτει εδώ ο Ένγκελς.

Το γενικό πόρισμα των απόψεων του ο Ένγκελς το δίνει με τα παρακάτω λόγια στο πιο εκλαϊκευμένο έργο του:

"Το κράτος λοιπόν δεν υπαρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα βγάζανε πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σε μιαν ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που συνδεόταν αναγκαστικά με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε αναγκαιότητα εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με βήματα γοργά σε μια τέτοια βαθμίδα ανάπτυξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων όχι μόνο έπαψε ν' αποτελεί αναγκαιότητα, μα και γίνεται πραγματικά εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν τόσο αναπόφευκτα, όσο αναπόφευκτα είχαν γεννηθεί στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία, που θα οργανώσει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση της ελεύθερης και ισότιμης ένωσης των παραγωγών, θα στείλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί, όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και στο μπρούντζινο τσεκούρι".

Δε συναντάς και τόσο συχνά αυτό το χωρίο στην προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλολογία της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας. Μα και όταν το συναντάς, τις πιο πολλές φορές το αναφέρουν με τρόπο που λες και κάνουν μετάνοιες μπροστά σε εικόνισμα, δηλαδή για να εκφράσουν επίσημα τα σέβη τους στον Ένγκελς, χωρίς καμιά προσπάθεια να εμβαθύνουν στο πόσο πλατύ και βαθύ αναφτέρωμα της επανάστασης προϋποθέτει αυτό το «στάλσιμο ολόκληρης της κρατική μηχανής στο μουσείο των αρχαιοτήτων». Τις πιο πολλές φορές μάλιστα φαίνεται πως δεν καταλαβαίνουν τι πράγμα ονομάζει ο Ένγκελς κρατική μηχανή.

4. Η «ΑΠΟΝΕΚΡΩΣΗ» ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΒΙΑΙΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τα λόγια του Ένγκελς για την "απονέκρωση" του κράτους είναι τόσο πολύ γνωστά, αναφέρονται τόσο συχνά, δείχνουν τόσο ανάγλυφα που βρίσκεται η ουσία της συνηθισμένης πλαστογράφησης του μαρξισμού και της μετατροπής του σε οπορτουνισμό, που χρειάζεται να σταθούμε σ' αυτά λεπτομερειακά. Παραθέτουμε όλο το συλλογισμό, απ' όπου έχουν παρθεί:

«Το προλεταριάτο παίρνει την κρατική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής πρώτα σε κρατική ιδιοκτησία. Έτσι όμως καταργεί τον ίδιο τον εαυτό του σαν προλεταριάτο, έτσι καταργεί όλες τις ταξικές διαφορές και ταξικές αντιθέσεις και μαζί και το κράτος σαν κράτος. Η ως τα τώρα κοινωνία, που κινείται μέσα σε ταξικές αντιθέσεις, είχε ανάγκη από το κράτος, δηλαδή από μια οργάνωση της κάθε φορά εκμεταλλεύτριας τάξης για να διατηρεί τους εξωτερικούς της όρους παραγωγής, δηλαδή κυρίως για να κρατάει με τη βία την εκμεταλλευόμενη τάξη κάτω από τους δοσμένους όρους καταπίεσης που καθορίζονται από τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής (δουλεία, δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία). Το κράτος ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, η συνένωσή της σε ένα ορατό σωματείο, ήταν όμως τέτοιο μόνο εφόσον ήταν το κράτος της τάξης εκείνης, που για την εποχή της εκπροσωπούσε η ίδια ολόκληρη την κοινωνία: στην αρχαιότητα ήταν κράτος των δουλοχτητών - πολιτών, στο μεσαίωνα - της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, σήμερα - της αστικής τάξης. Όταν το κράτος γίνει επιτέλους πραγματικά εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε θα κάνει μόνο του περιττό τον εαυτό του. Από τη στιγμή που δε θα υπάρχει πια καμιά κοινωνική τάξη που να χρειάζεται να κρατιέται σε καταπίεση, από τη στιγμή που μαζί με την ταξική κυριαρχία, μαζί με τον αγώνα για την ξεχωριστή ύπαρξη, που οφείλεται στην ως τα τώρα αναρχία της παραγωγής, θα παραμεριστούν και οι συγκρούσεις και τα έκτροπα που πηγάζουν απ' αυτόν τον αγώνα, από τη στιγμή αυτή δε θα υπάρχει τι να καταπιέζεται, πράγμα που έκανε αναγκαία μιαν ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης, το κράτος. Η πρώτη πράξη με την οποία το κράτος προβάλλει πραγματικά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας - το πάρσιμο στην κατοχή του των μέσων παραγωγής εξ ονόματος της κοινωνίας - είναι ταυτόχρονα και η τελευταία αυτοτελής πράξη του σαν κράτος. Η ανάμειξη μιας κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται τότε περιττή στον ένα τομέα ύστερα από τον άλλο και από μόνη της αποκοιμιέται. Στη θέση της διακυβέρνησης προσώπων μπαίνει η διαχείριση πραγμάτων και η διεύθυνση προτσές παραγωγής. Το κράτος δεν «καταργείται», μα απονεκρώνεται. Με βάση αυτά πρέπει να κρίνουμε τη φράση για το «ελεύθερο λαϊκό κράτος», δηλ. τόσο από την άποψη της προσω ρινής προπαγανδιστικής δικαιολόγησης της, όσο και από την άποψη της οριστικής επιστημονικής της ανεπάρκειας. Με βάση αυτά πρέπει επίσης να κρίνουμε το αίτημα των λεγόμενων αναρχικών πώς «το κράτος πρέπει να καταργηθεί από τη μια μέρα στην άλλη» («Αντι-Ντύρινγκ». «Η ανατροπή τις επιστήμης από τον κύριο Όυγκεν Ντύρινγκ», σελ. 301- 303 της 3ης γερμ. έκδ.).

Χωρίς φόβο να πέσουμε έξω, μπορούμε να πούμε πως απ' αυτόν τον εξαιρετικά πλούσιο σε ιδέες συλλογισμό του Ένγκελς, πραγματικό κτήμα της σοσιαλιστικής σκέψης των σημερινών σοσιαλιστικών κομμάτων έγινε μόνο η θέση ότι κατά τον Μαρξ το κράτος «απονεκρώνεται», σε διάκριση από την αναρχική διδασκαλία για την «κατάργηση» του κράτους. Ένα τέτοιο κουτσούρεμα του μαρξισμού σημαίνει αναγωγή του σε οπορτουνισμόΓιατί από μια τέτοια ερμηνεία δε μένει παρά μια θολή αντίληψη για μια αργή, ομαλή, βαθμιαία μεταβολή, για την απουσία αλμάτων και θυελλών, για την απουσία της επανάστασης. Η «απονέκρωση» του κράτους στην τρέχουσα, γενικά διαδομένη, μαζική, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, αντίληψη σημαίνει αναμφισβήτητα συγκάλυψη, αν όχι άρνηση της επανάστασης. Και όμως μια τέτοια «ερμηνεία» αποτελεί την πιο χοντροκομμένη παραμόρφωση του μαρξισμού, που συμφέρει μόνο στην αστική τάξη και που στηρίζεται θεωρητικά στο ξέχασμα των σπουδαιότερων γεγονότων και συλλογισμών, που αναφέρονται έστω και μόνο στον ίδιο «συνοπτικό» συλλογισμό του Ένγκελς που τον παραθέσαμε ολόκληρο.

Πρώτο. Στην αρχή-αρχή αυτου του συλλογισμού ο Ένγκελς λέει πώς το προλεταριάτο, παίρνοντας την κρατική εξουσία, «καταργεί έτσι το κράτος σαν κράτος». Δε «συνηθίζουν» να σεέφτονται τι σημαίνουν αυτά τα λόγια. Συνήθως είτε τα αγνοούν ολότελα, είτε τα θεωρούν σαν ένα είδος «χεγκελιανής αδυναμίας» του Ένγκελς. Στην πραγματικότητα μέσα σ' αυτά τα λόγια εκφράζεται σύντομα η πείρα μιας από τις μεγαλύτερες προλεταριακές επαναστάσεις, η πείρα της Παρισινής Κομμούνας του 1871, που γι' αυτήν θα μιλήσουμε πιο λεπτομερειακά στην κατάλληλη θέση. Στην πραγματικότητα ο Ένγκελς μιλάει εδώ για «κατάργηση» του κράτους της αστικής τάξης από την προλεταριακή επανάσταση, ενώ η φράση για την απονέκρωση αναφέρεται στ' απομεινάρια του προλεταριακού κράτους ύστερα από τη σοσιαλιστική επανάστασηΤο αστικό κράτος δεν «απονεκρώνεται», κατά τον Ένγκελς, μα «καταργείται» από το προλεταριάτο στην επανάσταση. Ύστερα απ' αυτή την επανάσταση απονεκρώνεται το προλεταριακό κράτος ή μισοκράτος.

Δεύτερο. Το κράτος είναι μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης». Αυτός ο μεγαλειώδης και εξαιρετικά βαθύς ορισμός του Ένγκελς δίνεται εδώ με τέλεια σαφήνεια. Και από τον ορισμό αυτό βγαίνει πως η «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» του προλεταριάτου από την αστική τάξη, των εκατομμυρίων εργαζομένων από μερικές χούφτες πλουσίων πρέπει ν' αντικατασταθεί με μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» της αστικής τάξης από το προλεταριάτο (δικτατορία του προλεταριάτου). Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η «κατάργηση του κράτους σαν κρατους». Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η «πράξη» του παρσίματος στην κατοχή του των μέσων παράγωγης εξ ονόματος της κοινωνίας. Και είναι ολοφάνερο από μόνο του πώς μια τέτοια αντικατάσταση της μιας (της αστικής) «ιδιαίτερης δύναμης» με μιαν άλλη (με την προλεταριακή) «ιδιαίτερη δύναμη» δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει με τη μορφή της «απονέκρωσης».

Τρίτο. Για «απονέκρωση» και μάλιστα, ακόμα πιο ανάγλυφα και πιο παραστατικά, για «αποκοίμισμα» μιλάει ο Ένγκελς με απόλυτη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα σχετικά με την εποχή ύστερα από «το πάρσιμο στην κατοχή του κράτους των μέσων παραγωγής εξονόματος ολόκληρης της κοινωνίας», δηλαδή ύστερα από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όλοι μας ξέρουμε πως η πολιτική μορφή του «κράτους» αυτή την περίοδο είναι η πιο πλέρια δημοκρατία. Μα σε κανένα από τους οπορτουνιστές, που ξεδιάντροπα διαστρεβλώνουν το μαρξισμό, δεν τούρχεται στο νου ότι συνεπώς εδώ ο Ένγκελς μιλάει για «αποκοίμισμα» και «απονέκρωση» της δημοκρατίας. Από πρώτη ματιά αυτό φαίνεται πολύ παράξενο«Ακατανόητο» όμως είναι μόνο για όποιον δε βάθυνε στο ζήτημα ότι η δημοκρατία είναι επίσης κράτος και ότι, συνεπώς, και η δημοκρατία θα εξαφανιστεί επίσης, όταν θα εξαφανιστεί το κράτος. Το αστικό κράτος μπορεί να το «καταργήσει» μόνον η επανάσταση. Το κράτος γενικά, δηλαδή η πιο πλέρια δημοκρατία, μπορεί μόνο «ν' απονεκρωθεί».

Τέταρτο. Αφού διατύπωσε την περίφημη θέση του ότι «το κράτος απονεκρώνεται», ο Ένγκελς εξηγεί αμέσως συγκεκριμένα ότι η θέση αυτή στρέφεται και ενάντια στους οπορτουνιστές και ενάντια στους αναρχικούς. Συνάμα από τη θέση για την «απονέκρωση του κράτους» ο Ένγκελς βάζει στην πρώτη σειρά το συμπέρασμα εκείνο, που στρέφεται ενάντια στους οπορτουνιστές.

Μπορεί κανείς να στοιχηματίσει πως από τους 10.000 ανθρώπους, που διάβασαν ή άκουσαν για την «απονέκρωση» του κράτους, οι 9.990 δεν ξέρουν ή δε θυμούνται διόλου ότι ο Ένγκελς τα συμπεράσματα του απ' αυτή τη θέση τα έστρεφε όχι μόνο ενάντια στους αναρχικούς. Και από τους υπόλοιπους δέκα ανθρώπους ασφαλώς οι εννιά δε θα ξέρουν τι είναι το «ελεύθερο λαϊκό κρατος» και γιατί η επίθεση ενάντια σ' αυτό το σύνθημα είναι και επίθεση ενάντια στους οπορτουνιστές. Έτσι γράφεται η ιστορία! Έτσι νοθεύεται και προσαρμόζεται απαρατήρητα στον κυρίαρχο φιλισταϊσμό η μεγάλη επαναστατική διδασκαλίαΤο συμπέρασμα ενάντια στους αναρχικούς επαναλαβαινόταν χιλιάδες φορές, εκχυδαϊζόταν, καρφωνόταν στα κεφάλια με τη μεγαλύτερη απλούστευση κι απόχτησε τη σταθερότητα της πρόληψης. Ενώ το συμπέρασμα ενάντια στους οπορτουνιστές το συγκάλυπταν και το «ξεχνούσαν»!

Το «ελεύθερο λαϊκό κράτος» αποτελούσε προγραμματική διεκδίκηση και συνηθισμένο σύνθημα των Γερμανών σοσιαλδημoκρατών στη δεκαετία 1870 - 1880. Στο σύνθημα αυτό δεν υπάρχει κανένα πολιτικό περιεχόμενοεκτός από τη μικροαστική στομφώδη περιγραφή της έννοιας της δημοκρατίας. Στο βαθμό πού μ' αυτό το σύνθημα κάνανε νόμιμα υπαινιγμό για τη λαοκρατική δημοκρατία, στον ίδιο βαθμό ο Ένγκελς ήταν πρόθυμος για λόγους ζύμωσης «να δικαιολογήσει» «για ένα διάστημα» αυτό το σύνθημα. Το σύνθημα όμως αυτό ήταν οπορτουνιστικό, γιατί εξέφραζε όχι μόνο τον εξωραϊσμό της αστικής δημοκρατίας, μα και την μη κατανόηση της σοσιαλιστικής κριτικής κάθε κράτους γενικά. Εμείς είμαστε υπέρ της λαοκρατικής δημοκρατίας, σαν την καλύτερη για το προλεταριάτο μορφή κράτους στον καπιταλισμό, δεν εχουμε όμως το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι ή μισθωτή δουλεία είναι η μοίρα του λαού ακόμα και στην πιο λαοκρατική αστική δημοκρατία. Παρακάτω. Κάθε κράτος είναι «μια ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» της καταπιεζόμενης τάξης. Γι' αυτό κάθε κράτος είναι ανελεύθερο και όχι λαϊκόΟ Μαρξ κι ο Ένγκελς το εξήγησαν αυτό επανειλημμένα στους κομματικούς τους συντρόφους στη δεκαετία 1870 - 1880.

Πέμπτο. Στο ίδιο έργο του Ένγκελς, απ' όπου όλοι θυμούνται το συλλογισμό για την απονέκρωση του κράτους, υπάρχει ο συλλογισμός για τη σημασία της βίαιης επανάστασης. Η ιστορική εκτίμηση του ρόλου της μεταβάλλεται στο έργο του Ένγκελς σε αληθινό πανηγυρικό της βίαιης επανάστασης. Αυτό «κανένας δεν το θυμάται»για τη σημασία αυτής της σκέψης δε συνηθίζουν να μιλάνε και ούτε καν να σκέφτονται μέσα στα σημερινά σοσιαλιστικά κόμματα, στην καθημερινή προπαγάνδα και ζύμωση μέσα στις μάζες οι σκέψεις αυτές δεν παίζουν κανένα ρόλο. Και όμως συνδέονται αδιάσπαστα σ' ένα αρμονικό σύνολο με την «απονέκρωση» του κράτους.

Να αυτός ο συλλογισμός του Ένγκελς: ..."Ότι όμως η βία παίζει στην ιστορία κι έναν άλλο ρόλο» (εκτός από το ρόλο του δράστη του κακού), «ρόλο επαναστατικό, ότι, όπως λέει ο Μαρξ, είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας, που κυοφορεί μια νέα, ότι η βία είναι το όργανο, που με αυτό επιβάλλεται το κοινωνικό κίνημα και σπάει τις απολιθωμένες, απονεκρωμένες πολιτικές μορφές - για όλα αυτά δε θα βρούμε ούτε λεξη στον κ. Ντύρινγκ. Μόνο βαρυγκομώντας και αναστενάζοντας δέχεται την πιθανότητα πως για το γκρέμισμα της οικονομίας, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, θα χρειαστεί ίσως η βία - δυστυχώς, βλέπετε γιατί κάθε χρήση βίας διαφθείρει τάχα αυτόν που τη χρησιμοποιεί. Κι αυτά λέγονται παρ' όλη την υψηλή ηθική και πνευματική ανάταση, σαν αποτέλεσμα κάθε νικηφόρας επανάστασης! Κι αυτά λέγονται στη Γερμανία, όπου μια βίαιη σύγκρουση, πού άλλωστε μπορούν και να την επιβάλουν στο λαό, θα χει τουλάχιστον το πλεονέκτημα να ξεπατώσει το πνεύμα της δουλοπρέπειας, που εισχώρησε στην εθνική συνείδηση από την ταπείνωση του Τριακονταετούς πολέμου. Κι αυτός ο θαμπός, άχυμος και αναιμικός κατηχητικός τρόπος σκέψης έχει την αξίωση να επιβληθεί στο πιο επαναστατικό κόμμα, που γνώρισε η ιστoρία;» (σελ. 193 της 3ης γερμ. έκδ., τέλος του 4ου κεφαλαίου του ΙΙ μέρους). Πώς μπορούμε να ενώσουμε σε μια διδασκαλία αυτο τον πανηγυρικό της βίαιης επανάστασης, που ο Ένγκελς τον προσφεέρει επίμονα στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες από το 1878 ως το 1894, δηλαδή ως το θάνατο του, με τη θεωρία της «απονέκρωσης» του κράτους;

Συνήθως ενώνουν το ένα με το άλλο με τη βοήθεια του εκλεκτικισμού, αποσπώντας αυθαίρετα (ή για ν' αρέσουν σ' αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία), χωρίς ιδεολογική συνέπεια και σoφιστικά πότε τον ένα και πότε τον άλλο συλλογισμό και συνάμα στις ενενήντα εννιά περιπτώσεις από τις εκατό, αν όχι πιο συχνά, προβάλλουν στην πρώτη γραμμή ίσα - ίσα την «απονέκρωση»Η διαλεχτική αντικατασταίνεται με τον εκλεκτικισμό: αυτό είναι το πιο συνηθισμένο, το πιο διαδομένο φαινόμενο στην επίσημη σοσιαλδημοκρατική φιλολογία των ημερών μας, σ' ό'τι αφορά το μαρξισμό. Η αντικατάσταση αυτή δεν αποτελεί βέβαια κάτι το καινούργιο, είχε παρατηρηθεί μάλιστα και στην ιστορία της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας. Όταν με την παραποίηση παρουσιάζουν τον οπορτουνισμό για μαρξισμό, η παραποίηση του εκλεχτικισμου και η παρουσίαση του σαν διαλεκτική ξεγελάει πιο εύκολα τις μάζεςπροσφέρει μια φαινομενική ικανοποίηση, παίρνει δήθεν υπόψη όλες τις πλευρές του προτσές, όλες τις τάσεις της εξέλιξης, όλες τις αντιφατικές επιδράσεις κτλ., ενώ στην πράξη δε δίνει καμιά ενιαία και επαναστατική αντίληψη του προτσές της κοινωνικής εξέλιξης.

Πιο πάνω μιλήσαμε κιόλας και θα δείξουμε πιο λεπτομερειακά στην παραπέρα έκθεση μας πως η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το ότι είναι αναπόφευκτη η βίαιη επανάσταση αναφέρεται στο αστικό κράτος. Το αστικό κράτος δεν μπορεί να το αντικαταστήσει το προλεταριακό κράτος (η δικτατορία του προλεταριάτου) με την «απονέκρωση», αλλά κατά γενικό κανόνα μόνο με τη βίαιη επανάσταση. Το εγκώμιο που της έψαλε ο Ένγκελς και που ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στις επανειλημμένες δηλώσεις του Μαρξ - (ας θυμηθούμε το τέλος της «Αθλιότητας της φιλοσοφίας» και του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» με την περήφανη, ανοικτή δήλωση για το ότι είναι αναπόφευκτη η βίαιη επανάσταση, ας θυμηθούμε την κριτική του Προγράμματος της Γκότα του 1875, γραμμένη σχεδόν ύστερα από 30 χρόνια όπου ο Μαρξ μαστιγώνει αμείλιχτα τον οπορτουνισμό αυτού του προγράμματος) -το εγκώμιο αυτό δεν είναι διόλου «συνεπαρμός» δεν είναι διόλου απαγγελία, ούτε ξέσπασμα πολεμικής. Η ανάγκη της συστηματικής διαπαιδαγώγησης των μαζών στο πνεύμα αυτής και μόνο αυτής της άποψης για τη βίαιη επανάσταση βρίσκεται στη βάση όλης της διδασκαλίας του Μαρξ και του ΈνγκελςΗ προδοσία της διδασκαλίας τους από τα σοσιαλσωβινιστικά και καουτσκικά ρεύματα, που κυριαρχούν σήμερα, εκφράζεται ιδιαίτερα ανάγλυφα στο γεγονός ότι και τα πρώτα και τα δεύτερα λησμονούν αυτή την προπαγάνδα, αυτή τη ζύμωση.

Η αντικατάσταση του αστικού κράτους με το προλεταριακό είναι αδύνατη χωρίς βίαιη επανάσταση. Η κατάργηση του προλεταριακού κράτους, δηλαδή η κατάργηση κάθε κράτους δεν είναι δυνατό να γίνει διαφορετικά παρά με την «απονέκρωση».

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανάπτυσσαν λεπτομερειακά και συγκεκριμένα τις απόψεις αυτές, μελετώντας κάθε ξεχωριστή επαναστατική κατάσταση, αναλύοντας τα διδάγματα της πείρας κάθε ξεχωριστής επανάστασης. Περνούμε τώρα σ' αυτό το οπωσδήποτε πιο σπουδαίο μέρος της διδασκαλίας τους.


Το "Κράτος κι Επανάσταση" γράφτηκε από τον Β.Ι. Λένιν μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 1917.
Η μεταγραφή του κειμένου έγινε από τον Σάββα Μιχαήλ.
Η μορφοποίηση του κειμένου (HTML markup) έγινε από τον Αντώνη Μεγρέμη για το αρχείο των Μαρξιστών στο Internet.
Χρησιμοποιήθηκε η έκδοση της "Σύγχρονης Εποχής", Αθήνα.
Διορθώσεις στην ορθογραφία του κειμένου και υπογραμμίσεις: Radical Desire

Πηγή: www.marxists.org

.

Β. Ι. ΛΕΝΙΝ - ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Θεωρητικά και πρακτικά το πρόβληµα του κράτους αποκτά σήµερα εξαιρετική σπουδαιότητα.
Ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος επιτάχυνε και επέκτεινε σε µεγάλο βαθµό την µεταβολή του µονοπωλιακού καπιταλισµού σε καπιταλισµό κρατικού µονοπωλίου.

Η φρικτή καταπίεση των εργαζοµένων µαζών από το Κράτος –το οποίο ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο µε τους παντοδύναµους καπιταλιστικούς οργανισµούς- γίνεται κάθε µέρα περισσότερο φρικτή. Οι πιο προοδευµένες χώρες άρχισαν να µετατρέπονται σε στρατιοτικές φυλακές για τους εργάτες.

Η απίστευτη δυστυχία και η φρίκη που έφερε ο ληστρικός αυτός πόλεµος κάνουν την κατάσταση των µαζών ανυπόφορη και µεγαλώνουν την αγανάκτηση τους.

Είναι φανερό ότι προµηνύεται µια διεθνής προλεταριακή επανάσταση.

Το ζήτηµα λοιπόν της σχέσης που έχει αυτή µε το Κράτος παίρνει µια πρακτική σηµασία.

Η συγκέντρωση των οπορτουνιστικών στοιχείων κατά την περίοδο της σχετικά ειρηνικής
εξέλιξης δηµιούργησε µια υπεροχή του σοσιαλ-πατριωτισµού µέσα στα επίσηµα σοσιαλιστικά
κόµµατα όλου του κόσµου: Οι Πλεχάνωφ, Ποτρέσσωφ, Μπρεσκόφσκαγια, Ρουµπάνοβιτς και µε
µορφή λίγο σκεπασµένη οι Τσερετέλλι, Τσερνώφ και Σια στη Ρωσία, οι Σάιντµαν, Λέγκιν, ∆αυίδ
και άλλοι στη Γερµανία, οι Ρενωντέλ, Γκεντ, Βαντερβέλντε στη Γαλία και στο Βέλγιο, οι
Χάιντµαν και οι Φαβιανοί στην Αγγλία και ούτω καθεξής. Σοσιαλιστές µε άλλα λόγια αλλά
σοβινιστές στην πραγµατικότητα αυτοί οι «ηγέτες του Σοσιαλισµού» έχουν όλοι µια κοινή
διακριτική βάση, την δουλική υποταγή τους στα συµφέροντα όχι µόνο της εθνικής πλουτοκρατίας
«τους», αλλά επίσης και του Κράτους «τους». Έτσι µένουν τόσο καιρό στην εκµετάλλευση και
στην υποδούλωση µερικών αυτοκαλούµενων Μεγάλων ∆υνάµεων, ένα πλήθος από µικρότερες
και ασθενέστερες εθνότητες. Ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος δεν είναι τίποτα άλλο παρά µια φιλονικία
για το νέο µοίρασµα αυτής της λείας.

Ο αγώνας για την απολύτρωση των εργαζόµενων µαζών από τον ζυγό της πλουτοκρατίας
γενικά, και ιδιαίτερα της ιµπεριαλιστικής πλουτοκρατίας, δεν µπορεί να ξεχωριστεί από τον
αγώνα εναντίον των οπορτουνιστικών προλήψεων που αφορούν το Κράτος.

Εµείς, πρώτοι απ’ όλους, επισκοπούµε τη διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς περί του
Κράτους, δίνοντας ιδιαίτερα µεγάλη προσοχή στα ξεχασµένα µέρη και στις απόψεις εκείνες της
διδασκαλίας τους που οι οπορτουνιστές έχουν παραµορφώσει. Ειδικά θα αναλύσουµε τον
κυριότερο αντιπρόσωπο αυτών των διαστροφών, τον Καρλ Κάουτσκυ, τον διασηµότερο από τους
αρχηγούς της ∆ευτέρας ∆ιεθνούς (1889-1914) που κατέληξε σε τόσο οικτρή πολιτική χρεοκοπία
κατά τη διάρκεια του παρόντος πολέµου. Εν τέλει εκθέτουµε τα πιο σηµαντικά συµπεράσµατα
που βγαίνουν από την πείρα των Ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και ιδιαίτερα του 1917.

Η τελευταία αυτή επανάσταση είναι φανερό πως συµπληρώνει σήµερα (αρχές Αυγούστου
1917) το πρώτο στάδιο της εξέλιξης της, γενικά όµως το σύνολο αυτής της επανάστασης µπορεί
να εξετασθεί µόνο σαν ένας κρίκος στην αλυσίδα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων που θα
προκύψουν από τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο.

Το ζήτηµα λοιπόν της σχέσης µιας προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης µε το Κράτος,
όχι µόνο έχει µια πρακτική πολιτική σηµασία, αλλά είναι ένα από τα επείγοντα σύγχρονα
γεγονότα, σχετιζόµενο για τις µάζες µε τον τρόπο που θα µπορέσουν να ελευθερωθούν από τον
ζυγό του Καπιταλισµού σε µέλλον πολύ προσεχές.

Αύγουστος 1917

https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1917/staterev/VI_Lenin_Kratos_kai_epanastash_greek.pdf
.

Όταν ο Τσε Γκεβάρα μιλούσε για την Κύπρο – Βίντεο & pdf (Ελληνικά)




Νέα Υόρκη – 11 Δεκεμβρίου 1964. Εκπροσωπώντας την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ανεβαίνει στο βήμα του ΟΗΕ και απευθύνεται στη Γενική Συνέλευση.

Στην ιστορική αυτή ομιλία του, ο Τσε Γκεβάρα βάλλει κατά της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ –άλλωστε πρόσφατες είναι η «κρίση των πυραύλων», η απόβαση του Κόλπου των Χοίρων και η επιβολή οικονομικού εμπάργκο στην Κούβα από την κυβέρνηση Κένεντι– και υπερασπίζεται τους λαούς ανά την υφήλιο που αγωνίζονται για την ελευθερία τους.

Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται η αναφορά του Γκεβάρα στα κυπριακά τεκταινόμενα, με την κατάσταση να είναι έκρυθμη στο νησί μετά την τουρκική ανταρσία και τις διακοινοτικές συγκρούσεις που έχουν προηγηθεί το 1963-64.

Το απόσπασμα της ομιλίας του Τσε Γκεβάρα που, μεταξύ άλλων, εστιάζει στην Κύπρο έχει ως εξής:

«... Η Σοβιετική Ένωση και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχουν απευθύνει αυστηρές προειδοποιήσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι μόνο η παγκόσμια ειρήνη που βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά και οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σε αυτήν την περιοχή της Ασίας (σημ.: Βιετνάμ) που απειλούνται διαρκώς και υφίστανται τα καπρίτσια του Αμερικανού εισβολέα.
Η ειρηνική συμβίωση δοκιμάζεται επίσης –κατά βάναυσο τρόπο– στην Κύπρο, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούν η τουρκική κυβέρνηση και το ΝΑΤΟ, αναγκάζοντας τον λαό και την κυβέρνηση της Κύπρου να υπερασπιστούν ηρωικά την κυριαρχία τους...(συνέχεια στο βίντεο και στο pdf - Ελληνικά)


pdf:  https://kupdf.net/download/-1964_59d0122a08bbc52f62687029_pdf

.

Η κηδεία (funeral) του Che Guevara, 17/10/1997 (Ελληνικοί υπότιτλοι)



SANTA CLARA

0:00 
Ολόκληρη η τελετή, για την τριακοστή επέτειο από τη πτώση στη μάχη και τη δολοφονία του ηρωικού Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα και των συντρόφων του, στο μνημείο της πόλης Σάντα Κλάρα, κατά την ταφή των λειψάνων τους.
17 Οκτωβρίου 1997


6:28 
Η τρομερή ομάδα 8 "Ciro Redondo" ήταν μια αντάρτικη στρατιωτική οργάνωση, με 140 μαχητές, ενάντια στη δικτατορία του Fulgencio Batista. Ήταν μια από τις δύο αντάρτικες ομάδες που δημιούργησε ο αρχηγός του επαναστατικού στρατού, Φιντέλ Κάστρο, με σκοπό την επέκταση του ανταρτικού αγώνα στα δυτικά της χώρας.
Η δράση της ξεκίνησε στις 31 Αυγούστου 1958, με επικεφαλής τον Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα.

10:41 
Το θρυλικό τραγούδι "Hasta Siempre Comandante" (Για πάντα Κομαντάντε) του Κάρλος Πουέμπλα, γράφτηκε το 1965, όταν ο συνθέτης ένοιωσε συγκλονισμένος από την αναχώρηση του Τσε από την Κούβα, για να προωθήσει την επανάσταση στο Κογκό κι αργότερα στη Βολιβία, όπου και δολοφονήθηκε. Είναι ένα αποχαιρετιστήριο "γράμμα" προς τον επαναστάτη.

19:00 
Το τραγούδι "La era está pariendo un corazón" (Η εποχή γεννάει μία καρδιά) του Σίλβιο Ροντρίγκες, γράφτηκε το 1968, όταν ο νεαρός τότε Κουβανός καλλιτέχνης έμαθε για τη δολοφονία του Τσε.

17:49 
Στίχοι από το ποίημα του Enrique Núñez Rodríguez "El Memorial" (Το μνημείο).
Είναι Κουβανός συγγραφέας και σεναριογράφος.

18:09 
Φράση του Τσε. Ήταν στις 30 Νοεμβρίου 1964 και γιόρταζε την όγδοη επέτειο των ένοπλων γεγονότων στην πόλη του Σαντιάγο. Ο Τσε, Υπουργός Βιομηχανίας, υπενθύμισε στην ομιλία του, τα πρόσφατα γεγονότα στο Κονγκό, όπου οι Βέλγοι μισθοφόροι είχαν καταστρέψει το άγαλμα του επαναστάτη Patricio Lumumba. Αναφερόμενος στον ιμπεριαλισμό είπε ότι δεν πρέπει να τον εμπιστεύεται κανείς " ni un tantico asi. Nada!" (ούτε στο ελάχιστο. Καθόλου!)

51:08 
Από το ποίημα του βραβευμένου Κουβανού ποιητή Jesús Orta Ruiz (30 Σεπτεμβρίου 1922, 30 Δεκεμβρίου 2005), "El Indio Naborí"
.

John Ross: Η δημοκρατία και οι πολιτικές στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερες από τη Δύση

Σημείωση του συντάκτη:  Σε έναν διάλογο για τη δημοκρατία στο Πεκίνο την περασμένη Πέμπτη, διπλωμάτες, μελετητές και ειδικοί συζήτησαν διάφο...