Η διαφόρων επιπέδων αυτοματοποίηση της παραγωγής είναι μια πραγματικότητα της εποχής μας, με ποικίλες προεκτάσεις, επακόλουθα και επιπτώσεις στο χαρακτήρα της εργασίας και σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής της κοινωνίας. Η κοινωνικό – φιλοσοφική ανάλυση αυτής της πραγματικότητας προϋποθέτει τη διερεύνησή της στα πλαίσια της δυναμικής της ανάπτυξης της τεχνολογικής συνιστώσας της παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση και του χαρακτήρα αυτής της επενέργειας. Η διερεύνηση αυτής της δυναμικής είναι εφικτή μέσω της ανάδειξης της αντιφατικής ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών της εντός της κοινωνίας ως ολότητας υπό το πρίσμα της λογικής της ιστορίας.
Εργασία και τεχνική διαμεσολάβηση στην παραγωγική σχέση του ανθρώπου με τη φύση.
Η αμεσότερη και απλούστατη σχέση της κοινωνίας – που συνιστά ταυτοχρόνως και το απλούστατο δομικό στοιχείο της – είναι η διαδικασία αλληλεπίδρασης του ανθρώπου ως εμβίου όντος με την περιβάλλουσα φύση (βιοσυντηρητική ανταλλαγή ύλης, μεταβολισμός) και τους συνανθρώπους του (για τη συνέχιση, διαιώνιση του είδους). Η σχέση αυτή συνιστά μια κλιμακούμενη αντίφαση μεταξύ οργανισμού και φυσικού περιβάλλοντος, μεταξύ κατανάλωσης (διαδικασίας ικανοποίησης βιοτικών αναγκών) και διαδικασιών που εξασφαλίζουν τα προς κατανάλωση αντικείμενα. Η εν λόγω αντίφαση – κινητήριος δύναμη της εξέλιξης των ειδών – διευθετείται ριζικά από τη στιγμή που ο η διαμόρφωση αντικειμένων προς κατανάλωση πραγματοποιείται χάριν της κατανάλωσης.
Ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση είναι η εργασία. Εργασία είναι η διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, από την άποψη της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου, της χρησιμοποίησης των οργάνων του σώματος του. Η εργασιακή διαδικασία προϋποθέτει προπαντός την ύπαρξη ανάγκης για ορισμένο αντικείμενο προς κατανάλωση.
Η εργασία εν γένει περιλαμβάνει τα εξής συστατικά στοιχεία:
· τον άνθρωπο ως υποκείμενο της εργασίας,
· το αντικείμενο της εργασίας,
· τα μέσα της εργασίας και
· το αποτέλεσμα (προϊόν) της εργασίας.
Η αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων κατά ορισμένο τρόπο συνιστά την εργασία. Η ανάγκη μετατρεπόμενη σε σκοπό, σε σκοποθεσία, γίνεται εσωτερική στιγμή της εργασίας και ο κύκλος, με αφετηρία τις βιοτικά απαραίτητες ανάγκες του ανθρώπου, διαμεσολαβείται από την εργασία και ολοκληρώνεται με την κατανάλωση των προϊόντων. Η εργασιακή δραστηριότητα, ως ειδοποιός τρόπος ανταλλαγής ύλης του ανθρώπου με τη φύση, έχει δύο πλευρές:
1.συνιστά μετασχηματισμό κατά ορισμένο τρόπο και με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων (εργαλείων κ.λ.π.) του εξωτερικού αντικειμένου για την ικανοποίηση των (μετασχηματιζόμενων σε σκοπό) αναγκών του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας.
2.συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων (δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει).
Αναγκαίος και ικανός όρος για να τελεσφορεί αυτός ο μετασχηματισμός είναι η διάκριση των ουσιωδών πλευρών, των χαρακτηριστικών όχι μόνο του αντικειμένου, αλλά και των υπόλοιπων συστατικών στοιχείων της εργασίας. Ουσιώδεις - από την οπτική κατ’ εξοχήν της εργασίας - πλευρές είναι οι αναγκαίες και ικανές για το μετασχηματισμό του αντικειμένου. Μεταξύ ανθρώπου (υποκειμένου) και αντικειμένου ανακύπτει ένας εμπράγματος - αντικειμενοποιημένος διαμεσολαβητικός κρίκος μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ο μετασχηματισμός του αντικειμένου σε προϊόν. Το λειτουργικά και μορφολογικά μετασχηματισθέν από τον άνθρωπο μέσο εργασίας - σε αντιδιαστολή με τις περιστασιακές, ad hoc χρήσεις φυσικών αντικειμένων επενέργειας στη φύση από ορισμένα ζώα - αναβαθμίζει ριζικά τον ψυχισμό του. Η σταθερή, αντικειμενοποιημένη και αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενη ή τροποποιούμενη σε όμοιες (ή ανόμοιες) συνθήκες διαμεσολάβηση του μέσου -εργαλείου, επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει την πηγή του ερεθίσματος από το ερέθισμα δηλαδή το αντικείμενο αφ’ εαυτού, γεγονός που του παρέχει τη δυνατότητα (λόγω ακριβώς της διαμεσολαβημένης αποστασιοποίησης, αλλά και της συνακόλουθης ασύγκριτα αποτελεσματικότερης επενέργειας) να διακρίνει τον εαυτό του από τον περίγυρο.
Αλλά η ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας είναι ανέφικτη χωρίς την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, χωρίς την συλλογική χρήση - βελτίωση του μέσου κατά τον αντίστοιχο με τον (λειτουργικά και μορφολογικά) αποκρυσταλλωμένο σε αυτό προορισμό - τρόπο επενέργειας. Το μέσο δεν είνναι νεκρή διαμεσολάβηση, αλλά εμπράγματος, γενετικά και λειτουργικά πρωτεύον φορέας νοήματος, συμπύκνωμα κωδικοποιημένο μορφών και τρόπων συλλογικής δραστηριότητας. Αυτή η διαμεσολάβηση ως οργανικό στοιχείο της αμφίδρομης διαλεκτικής σχέσης υποκειμένου - αντικειμένου και υποκειμένων προς άλληλα στα πλαίσια αλλεπάλληλων εξαντικειμενώσεων - απαντικειμενώσεων, κωδικοποιήσεων - αποκωδικοποιήσεων, κατά την ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας, συνδέεται με την εμφάνιση και ανάπτυξη του «δεύτερου συστήματος σήμανσης», ως ιδιότυπης για τον άνθρωπο ανώτερης νευρικής λειτουργίας μέσω σημείων, συμβόλων. Αλληλένδετη με τα παραπάνω είναι και η δυνατότητα του ανθρώπινου ψυχισμού να διακρίνει τον εαυτό του ως αντικείμενο, ούτως ώστε μέσω της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης να προβαίνει σε αυτορύθμιση και αυτοέλεγχο, λειτουργίες απαραίτητες για κάθε συλλογική συν - εργασία, σε κάθε από κοινού δραστηριότητα.
Στην εργασιακή διαδικασία διακρίνονται: ο "προσωπικός παράγοντας" (ο άνθρωπος με τις εργασιακές ιδιότητες του) και ο "εμπράγματος" (το αναπτυσσόμενο σύστημα των τεχνητών (παρηγμένων από τον άνθρωπο) αντικειμένων (υλικών) και μέσων (εργαλείων, μηχανισμών, διαδικασιών) της ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας). Ο όρος «τεχνική», αναφέρεται κατ' εξοχήν στα εμπράγματα συστατικά στοιχεία, στους εμπράγματους όρους - παράγοντες της δραστηριότητας και της επικοινωνίας, σε αντιδιαστολή με τον προσωπικό παράγοντα (τον άνθρωπο και τις ικανότητες του). Η ιστορία της τεχνολογίας μας παρέχει μιαν εικόνα του ανθρώπινου πολιτισμού από την άποψη των εμπράγματων όρων της σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση, των μέσων και των υλικών αυτής της σχέσης.
Κατά τη διασταλτική ερμηνεία της έννοιας, στην τεχνική, εκτός από τα προαναφερθέντα, συμπεριλαμβάνεται και ο τρόπος (σύνολο κανόνων, μεθόδων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων, χειρισμών κλπ.) με τον οποίο επιτελείται ορισμένη δραστηριότητα και επικοινωνία. Εδώ εντοπίζεται μεν ο άνθρωπος - προσωπικός παράγοντας, πλην όμως κατ' εξοχήν ως καθοριζόμενος από τον εμπράγματο (αντικείμενο και μέσο), δηλαδή από την άποψη του άμεσου προσδιορισμού του από την εμπλεκόμενη στην εν λόγω δραστηριότητα και επικοινωνία (μετασχηματισθείσα ή μετασχηματιζόμενη από τον άνθρωπο) φύση.
Το γενετικά και λειτουργικά καθοριστικό πεδίο δημιουργίας της τεχνικής είναι η εργασία, η παραγωγή, παρά το γεγονός ότι η τεχνική συνιστά οργανικό στοιχείο και όλων των επιπέδων της εξωεργασιακής δραστηριότητας και επικοινωνίας από ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του πολιτισμού και πέρα. Η τεχνική - μαζί με τους ανθρώπους που τη δημιουργούν, την ενεργοποιούν και την αναπτύσσουν- αποτελεί οργανικό στοιχείο και δείκτη του επιπέδου ανάπτυξης των «παραγωγικών δυνάμεων» (χωρίς επ' ουδενί λόγω να θεωρείται ως ταυτόσημη με αυτές), η αντιφατική ενότητα των οποίων με τις «σχέσεις παραγωγής» συνιστά την υλική βάση του «τρόπου παραγωγής». Συνεπώς η τεχνική δεν είναι μια αυθυπόστατη πλήρως αυτοπροσδιοριζόμενη και εξωιστορική πραγματικότητα.
Η εργασία στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά υπό μια έννοια και κάθε σχετικά αυτοτελής επιμέρους εργασιακή διαδικασία, διανύει στην ανάπτυξη της ορισμένα στάδια (προϋποθέσεις της εργασίας, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση και ωριμότητα), κατά τα οποία αναπτύσσονται αντίστοιχα όλα τα συστατικά στοιχεία της αλλά και ο εκάστοτε τρόπος αλληλεπίδρασης τους, ο χαρακτήρας της εργασίας.
Η μέχρι τώρα πορεία της τεχνολογίας συνιστά την ιστορία της υπεροχής της μηχανικής παραγωγής (παρά την αρχέγονη χρήση και άλλων μορφών κίνησης της ύλης, π.χ. φωτιά), με χαρακτηριστικό στοιχείο την προσαρμογή της χειρωνακτικής εργασίας στη μηχανική δραστηριότητα. Η βελτιούμενη επινόηση των τεχνικών διαδικασιών της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσω του διαχωρισμού, του διαμελισμού, της εσωτερικής διαφοροποίησης των στιγμών αυτής της διαδικασίας, των επιμέρους διαδικασιών, μέσω της επανάληψης, της σταθερής ομοιογενοποίησης και τυποποίησης (πρβλ. συνεχής εν αλληλουχία, κατασκευή και συναρμολόγηση, τεϊλορισμός, φορντισμός).
Η εξάρτηση της ανθρώπινης παρέμβασης από την προηγούμενη εργασία, από τη συσσωρευμένη εργασία, είναι ευθέως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης της τεχνικής, την οποία η κάθε γενεά κληρονομεί ως κάτι το ανεξάρτητο από τη βούληση της, ως αντικειμενικό στοιχείο, προσδιοριστικό για τη νομοτελειακή ανάπτυξη της δραστηριότητας και της επικοινωνίας, το οποίο ενέχει καταστροφικές (π.χ. πυρηνικά όπλα, οικολογική κρίση) αλλά και δημιουργικές δυνατότητες. Η επικράτηση των δεύτερων κατά τις διαφαινόμενες τάσεις (επιστημονικο-τεχνική επανάσταση, μετάβαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος, βιοτεχνολογίες κλπ.), θα οδηγήσει σε τεχνικές χρησιμοποίησης ανώτερων μορφών κίνησης της ύλης, με τελική προοπτική τη βιολογικοποίηση της παραγωγής.
Έτσι ο άνθρωπος ξεκίνησε από την άμεση χρησιμοποίηση έτοιμων αντικειμένων της αυτενέργειας της φύσης (συλλεκτική οικονομία), για να περάσει στη διαμεσολάβηση των τεχνητά δημιουργημένων (λειτουργικά και μορφολογικά μετασχηματισμένων) μέσων εργασίας (παραγωγής), τα οποία απαιτούν άμεση ενεργοποίηση φυσικών ανθρώπινων δυνάμεων για τη χρησιμοποίηση τους (δεσπόζουν στη μεγάλη βιομηχανία), και να καταλήξει σε αυτόματα (αυτοματοποιημένα, αυτενεργά) μέσα και στην αυτοαναπαραγωγή αυτενεργών μέσων (παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα). Με τη μεγάλη βιομηχανία αρχίζουν να δεσπόζουν τα τεχνητά, τα παρηγμένα μέσα παραγωγής, με αντίστοιχη διεύρυνση και εμβάθυνση της επενέργειας του ανθρώπου στην ουσία, στις ενδότερες συνάφειες των φυσικών διαδικασιών, γεγονός που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας.
Αντίστοιχη ανάπτυξη παρατηρείται στο υλικό, στο αντικείμενο της εργασίας: από τη χρήση δεδομένων υλικών της φύσης, στο προκαταβολικά επεξεργασμένο (από την εργασία) υλικό (το οποίο κατά βάση διατηρεί τις φυσικές ιδιότητες του) και τελικά (στο τέλος της σπείρας της ελικοειδούς ανάπτυξης) στη δημιουργία τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες.
Η μέχρι τώρα ιστορία της εργασίας συνδέεται με τη χρησιμοποίηση κατ' εξοχήν της μηχανικής μορφής κίνησης (παρά π.χ. την προαιώνια χρήση της φωτιάς), που φέρει τη σφραγίδα της ζωικής προέλευσης του ανθρώπου (το χέρι είναι όργανο μηχανικής μετατόπισης) και συνδέεται ουσιαστικά με τη χειρωνακτικού χαρακτήρα εργασία. Οι περαιτέρω τάσεις (κλιμάκωση της αυτοματοποίησης) προοιωνίζονται τη διεύρυνση και εμβάθυνση του ρόλου του μετασχηματισμού διαδικασιών (έναντι του μετασχηματισμού πραγμάτων) και της χρήσης ανώτερων μορφών κίνησης, με τελική προοπτική την κατ' εξοχήν βιολογικοποίηση της παραγωγής (βιοτεχνολογίες).
Η τεχνολογική συνιστώσα της παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου προς τη φύση διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες – τάσεις (Μελεσένκο Γ.Σ. κ.α.):
1. Χρήση όλο και ανώτερων μορφών κίνησης της ύλης και επιπέδων αλληλεπίδρασης (μηχανική, χημική, βιολογική) και η μετατροπή κατώτερων σε ανηρμένες – υπηγμένες στις ανώτερες μορφές.
2. Χρήση όλο και θεμελιωδέστερων – ισχυρότερων ενεργειακών πηγών (με παράλληλη αναζήτηση ελαχιστοποίησης των παραπροϊόντων – αποβλήτων τους) καθώς και εναλλακτικών - ευέλικτων μορφών ενέργειας.
3. Διεύρυνση και εμβάθυνση της επενέργειας στη φύση, μετάβαση από την εκτατική (επανάληψη, επέκταση, μεγέθυνση, αλλαγή κλίμακας βάσει ορισμένης τεχνολογίας) στην εντατική ανάπτυξη αυτής της επενέργειας (σε άλλη, ποιοτικά ανώτερη τεχνολογική βάση), με αντίστοιχες αλλαγές στα μεγέθη των διαδικασιών (μάζας, ισχύος, ενέργειας, ταχυτήτων, πληροφορίας κλπ.).
4. Από την προσαρμογή στη φύση στο μετασχηματισμό της μέσω διαφόρων ειδών και επιπέδων λειτουργικών προσομοιώσεων πτυχών – πλευρών φυσικών διαδικασιών (των ανθρώπινων συμπεριλαμβανομένων). Από μονομερείς και άκαμπτες επενέργειες σε ανατροφοδοτούμενες και ευέλικτες αλληλεπιδράσεις με αναπροσαρμογές λειτουργιών βάσει «εκμάθησης» (σύλληψη και επεξεργασίας δεδομένων, ρομποτική). (Simon H. A., Mπ. Κοριά, κ.α.).
5. Αύξηση του βαθμού επιθυμητής σκοπιμότητας των χρησιμοποιούμενων ενεργειακών κλπ. διαδικασιών, βελτιστοποίηση της κατευθυντικότητάς τους, εξορθολογισμός και αύξηση του συντελεστή απόδοσης.
6. Από την αύξουσα διαφοροποίηση και εξειδίκευση μέσων επενέργειας, τεχνολογικών συστημάτων και στοιχείων τους (και παράλληλα με αυτήν) προς συνθετικά, περίπλοκα, πολυλειτουργικά, ευέλικτα, οιονεί καθολικά δικτυωμένα και ολοκληρωμένα τεχνολογικά συστήματα (φυγόκεντρες και κεντρομόλες τάσεις). Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται στη συγκρότηση των ερευνητικών πεδίων, στις μεθόδους και στη θεσμικότητα των επιστημών.
7. Από την αυθόρμητη αυτενέργεια της φύσης, σε χειροκίνητη επενέργεια με χειροποίητα μέσα και αυτά μέσω της εκμηχάνισης –βιομηχανοποίησης – στην αυτοματοποίηση με απώτερη προοπτική την αυτενέργεια αυτοματοποιημένων συστημάτων.
Ο χαρακτήρας των εμπράγματων μέσων και όρων της παραγωγής υπαγορεύει την ύπαρξη διαφόρων υποκειμένων της εργασίας:
· Ατόμου (π.χ. χειροκίνητο εργαλείο)
· Ομάδας – κοινωνικής τάξης (π.χ. σύστημα μηχανών)
· Της κοινωνίας σε πλανητική τουλάχιστον κλίμακα (προανάκρουσμά τους π.χ. βλέπουμε στη διαδικτύωση και στις ποικίλες εφαρμογές διαστημικής – τηλεματικής: τηλεανίχνευση μέσω δικτύου δορυφόρων κ.α.).
Αντίστοιχες αλλαγές παρατηρούνται και στην ίδια την εργασία: από τη συλλογικού χαρακτήρα εργασία, που ανέκυψε με φυσικό τρόπο (συλλογή, γεωργία, κτηνοτροφία), προς την ατομική χειρωνακτική εργασία (από την οποία και ανέκυψε πρωταρχικά η κεφαλαιοκρατία) και από αυτήν προς την εργασία με μηχανές (μέσω αντιφατικών διαδικασιών ενοποίησης και καταμερισμού της εργασίας) με τον - και τεχνολογικά πλέον αναγκαίο - κοινωνικό χαρακτήρα της.
Διανύει δηλαδή η εργασία μια πορεία από τη δραστηριότητα για τη χρησιμοποίηση (με ορισμένη χρήση οργάνων του σώματος) κατ' εξοχήν δεδομένων από τη φύση μέσων παραγωγής προς την επικράτηση της εργασίας για τη χρησιμοποίηση τεχνητών μεσών παραγωγής, και από αυτή, στην επικράτηση της εργασίας για τη δημιουργία και χρησιμοποίηση αυτενεργών μέσων παραγωγής (με αντίστοιχη συρρίκνωση του ρόλου της φυσικής εργασίας και ενίσχυση της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης).
Ο χαρακτήρας και οι αντιφάσεις της εργασίας.
Αντιφατική είναι η κλιμάκωση του χαρακτήρα και του καταμερισμού της εργασίας. Στις υποτυπώδεις μορφές εργασιακής δραστηριότητας της πρωτόγονης κοινωνίας όλες οι πλευρές της ανθρωπινής δραστηριότητας συγκροτούσαν μιαν άμεση, συγκρητική ενότητα.
Η βαθμιαία εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας και η περιπλοκή της πρακτικής δραστηριότητας οδήγησε σταδιακά στην αυτονόμηση της σκοποθεσίας (της παραγωγής γνώσεων αναφορικά με τα μέσα, το αντικείμενο και το αποτέλεσμα της εργασίας), αλλά και της προπαρασκευής (εκπαίδευσης, κατάρτισης κλπ.) του υποκειμένου της εργασίας. Η απόσπαση, η διάκριση της πνευματικής, της διανοητικής εργασίας (σκοποθεσίας, διεύθυνσης, προπαρασκευής του υποκειμένου κλπ.) από τη χειρωνακτική, φυσική εργασία συνιστά τη βαθύτερη έκφραση του καταμερισμού της εργασίας. Η διάκριση αυτή συνδέεται οργανικά με την εμφάνιση και εδραίωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, των κοινωνικών τάξεων και του κράτους και γίνεται αντίθεση συμφερόντων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, στρωμάτων) που ασχολούνται με τη σωματική εργασία και εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία. Η τελευταία μετατρέπεται σε κατ’ εξοχήν προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων, ενώ η επαχθής, μονότονη, εξουθενωτική κλπ. φυσική εργασία διεκπεραιώνεται από τις κυριαρχούμενες μάζες που υφίστανται την εκμετάλλευση. Παρά τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που προσέλαβε ή αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας στις εκμεταλλευτικές βαθμίδες (σχηματισμούς) ανάπτυξης της κοινωνίας, η πνευματική εργασία συνιστά προνομιακό, πλην όμως όχι αποκλειστικό, μονοπωλιακό πεδίο δραστηριότητας της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η πνευματική δραστηριότητα (η παραγωγή, επεξεργασία και διάδοση γνώσεων, ιδεών, πληροφορίας κλπ.) συγκροτεί ένα αντιφατικό πεδίο, μέρος του οποίου (κυρίαρχη ιδεολογία, ιδεολογικοί μηχανισμοί κλπ.) χρησιμοποιείται ως μέσο χειραγώγησης των μαζών, ως μέσο επιβολής, εδραίωσης και αναπαραγωγής των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.
Φορέας της πνευματικής δραστηριότητας γίνεται ένα διαταξιακό κοινωνικό στρώμα: η διανόηση. Έτσι η αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο στις διάφορες ιστορικές βαθμίδες.
Ελικοειδώς αναπτύσσεται ο άνθρωπος στην εργασία και μέσω της εργασίας. Από τον άνθρωπο - συλλέκτη (πρωτόγονη κοινότητα) στον άνθρωπο - παραγωγό με βασικά μέσα παραγωγής φυσιικής προέλευσης (γη και ζώα), με τον ίδιο τον άνθρωπο σχεδόν ολοκληρωτικά (δουλοκτησία) είτε εν μέρει (φεουδαρχία) μη αποσπασμένο από τα εν λόγω μέσα.
Στη δουλοκτητική κοινωνία, όπου κάθε εργασία θεωρούνταν υποτιμητική αρμοδιότητα των δούλων, ανέθεταν στους τελευταίους ακόμα και μέρος των λειτουργιών της πνευματικής εργασίας (διοικητικές, κατασταλτικές, νοσηλευτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές κλπ.). Ο κατ' εξοχήν φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο δούλος, αντιμετωπίζεται κατά την κλασική αρχαιότητα ως μέσο παραγωγής, ως «ομιλούν εργαλείον» (Αριστοτέλης), δηλ. κατ' εξοχήν ως φυσικό σώμα.
Επί φεουδαρχίας ο φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο δουλοπάροικος, εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να συνιστά «φυσικό σώμα», έχοντας κατακτήσει μερική μόνο απόσπαση από τα μέσα παραγωγής, ενώ η πνευματική δραστηριότητα απασχολεί κατ' εξοχήν μερίδα των ευγενών και του κλήρου.
Με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας και στη βάση της ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας επιτείνεται το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, καθώς επίσης και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης, ενώ πρωτεύοντα ρόλο (λόγω της παραγωγικής της σημασίας με τις τεχνολογικές εφαρμογές) αποκτά η εμπειρική γνώση. Με την ευρείας κλίμακας εκμηχανισμένη παραγωγή, η τελειοποίηση και η δημιουργία μηχανών απαιτούν και θεωρητική γνώση (η εμπειρία μετατρέπεται σε θεωρητικά κατευθυνόμενο πείραμα), οπότε η πνευματική εργασία αποκτά άμεσα παραγωγική σημασία ως κοινωνικό φαινόμενο και ο ρόλος των φορέων της (των διανοουμένων) αναβαθμίζεται και περιπλέκεται. Επί ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατικής (εκβιομηχανισμένης) κοινωνίας η αντίθεση, το χάσμα μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας οξύνεται στο έπακρο, εφόσον συνδέεται οργανικά με την αντίθεση μεταξύ «ζωντανής» και «νεκρής» εργασίας (μεταξύ ενεργού εργασίας και όρων παραγωγής, μηχανών κλπ. που αποτελούν αποκρυστάλλωμα εργασίας του παρελθόντος και «ενσάρκωση» της διανοητικής, της επιστημονικής, τεχνολογικής κλπ. δραστηριότητας), αλλά και με τη βιομηχανική τυποποίηση της χειραγωγικού χαρακτήρα «πνευματικής» δραστηριότητας (γραφειοκρατία, ιδεολογικοί μηχανισμοί, Μέσα μαζικής επικοινωνίας, βιομηχανία θεάματος-ακροάματος κλπ.).
Ταυτόχρονα όμως η εκμηχανισμένη παραγωγή προετοιμάζει το έδαφος για την κατάργηση του χάσματος μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Ωστόσο αναγκαίος όρος της κατάργησης της εν λόγω αντίθεσης είναι η εισαγωγή σε ευρεία κλίμακα της αναπτυγμένης αυτοματοποίησης, οπότε η εργασία για την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής αρχίζουν να υπερτερούν έναντι της απλής (μηχανικής, χειρωνακτικής κλπ.) χρησιμοποίησης μηχανών. Τότε αλλάζει βαθμιαία και ο χαρακτήρας της διατηρούμενης εργασίας, η οποία αποκτά όλο και πιο διαμεσολαβημένη σχέση με το τελικό προϊόν, διανοητικοποιείται, βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας, ενώ μειώνεται σταδιακά ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος.
Η μετέπειτα ανάπτυξη της εργασίας (στην ώριμη αταξική κοινωνία) με τη βαθμιαία απαλλαγή του ανθρώπου από την άμεση (χειρωνακτική) εργασία (μείωση του εργάσιμου χρόνου κλπ.) και την άρση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταμερισμού της εργασίας και των συνδεόμενων μ' αυτόν σχέσεων παραγωγής, θα οδηγήσει στον άνθρωπο - ολόπλευρα αναπτυσσόμενο υποκείμενο της δημιουργικής (φυσικής και πνευματικής) δραστηριότητας - αγωγής.
Ας σταθούμε αναλυτικότερα στο ζήτημα του χαρακτήρα της εργασίας, εξετάζοντας δυο βασικούς τύπους εργασίας: επαναλαμβανόμενη και ανανεούμενη – αναπτυσσόμενη.
Κατά την επαναλαμβανόμενη εργασία, η εργασία είναι μέσο για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών, οι οποίες προβάλλουν εδώ ως δεδομένες, παγιωμένες και αμετάβλητες. Χαρακτηριστική είναι εδώ η επανάληψη, η τυποποίηση, η ρουτίνα, η εργασία ως έργο επαχθές, κοπιώδες και φθοροποιό. Πρωτεύουσα σημασία έχει εδώ η ποσοτική πλευρά της εργασίας (παραγωγικότητα). Δεσπόζει η εργασία προς αύξηση της ποσότητας, μαζική παραγωγή, ενώ η εργασία που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας είναι εργασία που παράγει «για λίγους» (π.χ. παραγωγή ειδών πολυτελείας και χλιδής)
Η ίδια η εργασία δεν αποτελεί ανάγκη, αλλά εξωτερική αναγκαιότητα (δια του πειθαναγκασμού, είτε χάριν αγαθών προς κατανάλωση).
Χαρακτηριστικό για το υποκείμενο της εργασίας χάριν των σωματικών αναγκών (όπως διαμορφώνεται μέσω παιδείας και εκπαίδευσης) είναι η κυριαρχία της καλλιέργειας ενός ελάχιστου πλαφόν εργασιακών κλπ. ιδιοτήτων, ενώ ο λόγος διδασκόντων προς διδασκόμενους λαμβάνει μικρές τιμές.
Στην ανανεούμενη – αναπτυσσόμενη εργασία, προτάσσεται η ανάγκη για εργασία, η εργασία χάριν της εργασίας, δηλαδή η εργασία χάριν της χρησιμοποίησης, τελειοποίησης και ανάπτυξης εργασιακών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Η εργασία γίνεται εδώ ανάγκη δημιουργίας και αυτοσκοπός, εσωτερικό κίνητρο και εσωτερική αναγκαιότητα. Η δημιουργικότητα χαρακτηρίζει και την ενεργό, γόνιμη και απορρέουσα από τις ανάγκες της εποχής αφομοίωση ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού πλούτου, αλλά και κάθε δραστηριότητα (εργασιακή, ερευνητική. καλλιτεχνική) στον βαθμό που αυτή τελειοποιούμενη αποκτά πληρότητα, αρτιότητα, αρμονία κλπ. Η ποιοτική πλευρά, η ανανέωση, η ευρηματικότητα και η δημιουργία αποκτούν πρωτεύουσα σημασία. Η δραστηριότητα του ανθρώπου γίνεται δημιουργία, η οποία υπάγεται και στους νόμους του ωραίου, της καλαισθησίας. Εδώ δεσπόζει η ποιότητα όχι μόνο του αποτελέσματος, αλλά και της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας.
Χαρακτηριστικό του υποκειμένου της εργασίας χάριν της εργασίας είναι το γεγονός, ότι δεσπόζει σε αυτό το μέγιστο των εργασιακών και ευρύτερα δημιουργικών ιδιοτήτων. Στην παιδεία του ο λόγος διδασκόντων προς διδασκόμενους λαμβάνει μεγάλες τιμές, ενώ στην παιδαγωγική διαδικασία προτάσσεται το ποιόν της διδασκαλίας (μάθησης, κατάρτισης) και παρατείνεται η διάρκεια των σπουδών.
Η αναπτυσσόμενη, περίπλοκη και αυτοτελής εργασία ευνοεί την ανάπτυξη μιας πιο ευέλικτης νόησης και μιας αυτοτελούς σχέσης του εργαζόμενου προς την κοινωνία και προς τον εαυτό. Τουναντίον η μονότονη εργασία που περιορίζει την αυτοτέλεια καθιστά την νόηση του ανθρώπου πιο στερεότυπη ευνοώντας την διαμόρφωση μιας συμβιβαστικής - κομφορμιστικής σχέσης προς τον εαυυτό του και την κοινωνία. Ο άνθρωπος, η εργασιακή δραστηριότητα του οποίου χαρακτηρίζεται από αυτονομία και είναι απαλλαγμένη από λεπτομερή εξωτερική εποπτεία, προσλαμβάνει και συνειδητοποιεί καλύτερα το εσωτερικό νόημα και την ανθρώπινη αξία της εργασίας τους. Αντίθετα ο εξωτερικός σχολαστικός έλεγχος προκαλεί στον εργαζόμενο την αίσθηση της δικής του αδυναμίας - ανεπάρκειας, η οποία συχνά προβάλλεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Όσο λιγότερες δυνατότητες παρέχει η εργασία στον άνθρωπο για εκδήλωση πρωτοβουλίας, τόσο περισσότερο επιρρεπής γίνεται αυτός προς σχέσεις υποταγής στο επιβεβλημένο κύρος και την αυθεντία και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής του, θεωρώντας τον περιβάλλοντα κόσμο αλλότριο, εχθρικό και απειλητικό (βλ. σχετικά: Δ. Πατέλη, 1997-1998).
Ο χαρακτήρας της εργασίας εξαρτάται από τον χαρακτήρα και τον τρόπο ενεργοποίησης των εμπράγματων συστατικών στοιχείων της εργασίας. Οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής καθορίζονται πρωτίστως από τον χαρακτήρα των συστατικών στοιχείων της εργασίας εκείνης, η οποία διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συνολική εργασία, από το είδος του υποκειμένου που αυτά απαιτούν (άτομο, ομάδα ή το σύνολο της κοινωνίας) και από το βαθμό επάρκειας της ικανοποίησης των αναγκών των ανθρώπων. Οι σχέσεις παραγωγής (και συνακολούθως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων) χαρακτηρίζονται:
· από το στοιχείο της έχθρας και διαπάλης, όπου δεν επαρκούν για όλους οι δυνατότητες για πλήρη ικανοποίηση των αναγκών τους (βιολογικών αναγκών και ανάγκης για εργασία), οπότε οι ανάγκες των μεν ικανοποιούνται εις βάρος των αναγκών των δε, είτε
· από το στοιχείο του αλληλεγγύης και της εργασίας χάριν των άλλων, όπου εξαλείφεται αυτή η ανεπάρκεια.
Οι παραπάνω διαδικασίες εκτυλίσσονται αντιφατικά. Εδώ δεν πρόκειται για γραμμικές, εξελικτικές διαδικασίες «καθαρά» τεχνολογικού χαρακτήρα. Πρόκειται για διαδικασίες που συνδέονται με όλο το πλέγμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και σχέσεων (με προεξάρχοντα το ρόλο των σχέσεων παραγωγής) και προϋποθέτουν όλο και περισσότερο την ενεργό, τη συνειδητή παρέμβαση του κοινωνικού υποκειμένου. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες μάλλον δεν ερμηνεύονται με πληρότητα και επάρκεια από τις διάφορες τεχνοκρατικές θεωρήσεις, αλλά ούτε και από τις μεθοδολογικά παρεμφερείς αντιτεχνοκρατικές τάσεις.
Είναι γεγονός ότι «στις ιστορικές μορφές της … η εργασία εμφανίζεται πάντα σαν αποκρουστική, πάντα σαν εξωτερική καταναγκαστική εργασία και απέναντί της η μη εργασία σαν «ελευθερία και ευτυχία» (Κ. Μαρξ, Grundrisse… τ. Β. σ. 466).
Η εργασία δεν μπορεί να συνιστά οργανική ανάγκη, δεν μπορεί να παρέχει αληθινή απόλαυση όσο είναι μηχανικού, μονότονου χαρακτήρα, όσο ειδικεύεται στην εκτέλεση μιας επιμέρους τεχνικής λειτουργίας, όσο γίνεται υπό την πίεση εξωτερικής αναγκαιότητας (π.χ. για την επιβίωση). Στο βαθμό που αίρονται τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά, η εργασία μετατρέπεται σε καθολική δραστηριότητα. Δύο είναι τα πεδία της κατ’ εξοχήν καθολικής δραστηριότητας: καλλιτεχνική δημιουργία και επιστημονική έρευνα. Εδώ θα περιοριστούμε στην εξέταση πτυχών της δεύτερης, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι οι παρακάτω επισημάνσεις δεν αποτελούν τα κύρια και αποκλειστικά γνωρίσματα της σημερινής επιστήμης συνολικά.
Ο καθολικός χαρακτήρας της ερευνητικής δραστηριότητας.
Η επιστημονική εργασία ως προς τον χαρακτήρα της συνιστά τον αντίποδα κάθε μηχανικής, μονότονης και τυποποιημένης δραστηριότητας. Κατά τον Μαρξ, η εργασία μπορεί να είναι ελκυστική, αυτοπραγμάτωση του ατόμου μόνο 1) όταν έχει καθιερωθεί ο κοινωνικός της χαρακτήρας, 2) όταν έχει επιστημονικό χαρακτήρα, αποτελεί δηλαδή ταυτόχρονα καθολική εργασία, δεν συνιστά ένταση του ανθρώπου ως κατά ορισμένο τρόπο τιθασευμένη δύναμη της φύσης, αλλά ως τέτοιο υποκείμενο, το οποίο δεν προβάλλει στη διαδικασία της παραγωγής με καθαρά φυσική, φυσικά διαμορφωμένη μορφή αλλά εν είδει δραστηριότητας που διευθύνει όλες τις δυνάμεις της φύσης (Grgrundrisse, τ. Β, σ. 466). Η επιστήμη λοιπόν, αυτό το «προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της» (Κ. Μάρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, μ. 1, σ. 438), είναι μια ιδιότυπη εργασία. «Καθολική εργασία [Allgemeine Arbeit] είναι κάθε επιστημονική εργασία, κάθε ανακάλυψη, κάθε εφεύρεση. Καθορίζεται εν μέρει από τη συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων» (Κ. Μάρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3, σ. 135).
Ο καθολικός χαρακτήρας της ερευνητικής δραστηριότητας συνδέεται με το γεγονός, ότι η πνευματική παραγωγή είναι εγγενώς κοινωνική, εφ’ όσον αποτελεί πόρισμα όλης της προγενέστερης δραστηριότητας της κοινωνίας, δημιουργική συσσώρευση, επεξεργασία, γενίκευση και επανανοηματοδότηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Από αυτή την άποψη, οι όποιες εφευρέσεις και ευρεσιτεχνίες κατ’ ελάχιστον ανήκουν σε μεμονωμένα άτομα. Στην επιστημονική εργασία συνεισφέρει «ο καθ’ ένας κατά τις ικανότητές του». Εδώ η ανάπτυξη πολύπλευρων δημιουργικών ικανοτήτων είναι ο κανόνας, είναι μια αντικειμενική αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από την ίδια τη διαδικασία παραγωγής νέας γνώσης. Η εν λόγω διαδικασία δεν συνιστά απλώς πεδίο πραγμάτωσης, αλλά και διαμόρφωσης, διαρκούς συσσώρευσης και τελειοποίησης των ικανοτήτων του καθ’ ενός. (Βολκόφ, σ. 222-224)
Η γενίκευση και καθολικοποίηση των ικανοτήτων του ατόμου Β επιτυγχάνεται μέσω της αφομοίωσης των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου Α, οι οποίες προέκυψαν ως ατομική επεξεργασία, επανανοηματοδότηση, και προώθηση των κεκτημένων του πολιτισμού στο εν λόγω πεδίο. Η ατομική συνεισφορά δεν συνιστά αυθαιρεσία. Δημιουργικότητα είναι η εκάστοτε βέλτιστη δυνατή συμβολή στη νομοτελειακή αναπτυξιακή διαδικασία στην οποία το υποκείμενο (άτομο, ομάδα, κοινωνία) εντάσσει οργανικά τη δραστηριότητα του. Ο αυθεντικά δημιουργικός νεωτερισμός διαφέρει ριζικά από τη μηδενιστική σχέση προς το παρελθόν, προς την παραγωγή του άλλου, από την επιφανειακή, φορμαλιστική, αυθαίρετη, εκκεντρική και τελικά φθοροποιό αναζήτηση της πάση θυσία «ριζοσπαστικής» τομής, από τον υπερτονισμό της ασυνέχειας με την εν λόγω διαδικασία που γίνεται αυτοσκοπός. Διαφέρει ριζικά και από τη μονότονη κομφορμιστική επανάπαυση στα κεκτημένα, από τη μετριότητα, τον μινιμαλισμό και τον συντηρητισμό που επικαλούνται τη βεβαιότητα της συνέχειας, την προσήλωση στην παράδοση, στην αυθεντία κλπ. Δημιουργικότητα σημαίνει υπέρβαση των ορίων της εν λόγω διαδικασίας στη βάση των κεκτημένων της και στην κατεύθυνση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της, σημαίνει προώθηση της σε ποιοτικά και ουσιαστικά ανώτερο επίπεδο, μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης - διαλεκτικής άρσης των κεκτημένων της. Έτσι η καθολική εργασία γίνεται πεδίο αμοιβαίου εμπλουτισμού και ανταλλαγής ικανοτήτων, ατομικό έργο που συνιστά υπόθεση της κοινωνίας.
Η παραγωγική κατανάλωση των κεκτημένων της επιστήμης προϋποθέτει την αφομοίωση της παραγωγικής ικανότητας του άλλου και τη δυνατότητα μετάδοσης αυτής της ικανότητας. Η ανάπτυξη, η καταξίωση του ατόμου επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης, της καταξίωσης του άλλου. Η μετάδοση της γνώσης – ικανότητας συμβάλλει στην επίρρωση της αντικειμενικότητας και της θεμελίωσής της. Δεν συνιστά απλώς κοινοποίηση διεκπεραιωτικού τύπου μιας και προϋποθέτει ορισμένη περαιτέρω επεξεργασία της ώστε να καταστεί διυποκειμενικά προσπελάσιμη σε μια διαδικασία κατά την οποία ο «δέκτης» (σε πλήρη αντίθεση με τον αντιπραγματισμό και τις σχέσεις αγοραίας ανταλλαγής) δεν ενισχύεται μονομερώς ως προς τα κεκτημένα του εις βάρος του «πομπού».
Ο επιστήμονας όταν απευθύνεται στο στοχασμό κάποιου άλλου (προγενέστερου ή συγχρόνου του ) τον καθιστά πλήρη μέτοχο της διανοητικής του εργασίας: ομοϊδεάτη, πολέμιο, σε κάθε περίπτωση όμως - συστοχαζόμενο, ενταγμένο στο πεδίο αναφοράς της έρευνάς του. Σε αντίστοιχη θέση εκ-θέτει, δημοσιοποιεί και το δικό του έργο, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής δοκιμασίας και εκτίμησης εκ μέρους της κοινωνίας (της επιστημονικής κοινότητας). Εδώ η χρήση της ικανότητας του άλλου προϋποθέτει την αφομοίωση αυτής της ικανότητας σε μια σχέση υπέρβασης ορίων στο χώρο και στο χρόνο, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ενεργός στάση παραγωγού και καταναλωτή, η συμβατότητα, η επικοινωνιακή συνεύρεση των δημιουργικών ικανοτήτων προγενέστερων και συγχρόνων(Ρεζαμπέκ κ.α.).
Η καθολική εργασία αναδεικνύεται μεν σαφώς στο προσκήνιο, πλην όμως είναι αδύνατο να γίνει δεσπόζουσα τάση επί κεφαλαιοκρατίας.
Η αυτοματοποίηση επί κεφαλαιοκρατίας.
Από τάσεις που ήδη αναφέραμε καθίσταται σαφές ότι η αυτοματοποίηση δεν είναι απλώς μια από τις κατευθύνσεις της σύγχρονης και τεχνολογικής προόδου, αλλά εκείνη η ιστορικά προσδιορισμένη μορφή ανάπτυξης στην οποία κατατείνει η παραγωγική επενέργεια του ανθρώπου στη φύση.
Η αυτοματοποίηση προωθείται ως επακόλουθο και επιστέγασμα της εκμηχάνισης στη βιομηχανική παραγωγή, ως τρόπος τελειοποίησης του συστήματος μηχανημάτων και εργαλειομηχανών. Η πρώτη συστηματική ανάδειξη της αυτοματοποίησης ως νομοτελειακής τάσης της παραγωγής σε επίπεδο πολιτικής οικονομίας και κοινωνικής θεωρίας απαντάται στο έργο του Μαρξ, ο οποίος απέδειξε, ότι το μέσο της εργασίας, ενταγμένο στην παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου, διατρέχει διάφορες μεταμορφώσεις «με τελευταία τους τη μηχανή, ή καλύτερα, ένα αυτόματο σύστημα μηχανημάτων (το σύστημα μηχανημάτων που είναι αυτόματο δεν είναι παρά η πιο ολοκληρωμένη, επαρκέστερη μορφή τους και μόνο αυτό μετατρέπει τα μηχανήματα σε σύστημα), που το κινεί ένα αυτόματο, μια κινητήρια δύναμη που αυτό-κινείται, αυτόματο που αποτελείται από πολυάριθμα μηχανικά και πνευματικά όργανα, έτσι ώστε οι ίδιοι οι εργάτες καθορίζονται μόνο σαν συνειδητά μέλη του» (Grundrisse…τ. Β, σ. 531).
Πρέπει να επισημάνουμε για άλλη μια φορά ότι εδώ δεν πρόκειται για καθαρά επιστημονικού – τεχνολογικού χαρακτήρα διαδικασίες που εκτυλίσσονται σε εργαστηριακές συνθήκες. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες συνοδεύονται από αλλαγές στον χαρακτήρα και στον καταμερισμό της εργασίας με απώτερες κοινωνικές επιπτώσεις. Πρόκειται για διαδικασίες που εκτυλίσσονται εντός ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής, οι οποίες με τη σειρά τους επενεργούν και στη δυναμική της τεχνολογικής συνιστώσας της παραγωγικής επενέργειας στη φύση. Υπό τις εκάστοτε κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής (και όσο αυτές παρέχουν περιθώρια για την ανάπτυξη της παραγωγικής επενέργειας) από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων ανάπτυξης της τεχνολογίας (και ευρύτερα της επιστήμης) επιλέγονται οι κατευθύνσεις εκείνες, οι οποίες εναρμονίζονται πληρέστερα με την κυριαρχία των εν λόγω σχέσεων, σε μια πορεία εμβάθυνσης της αντιφατικότητας αυτών των πόλων μέσω της μετάθεσης της ριζικής επίλυσης της αντίφασης.
Με την ανάπτυξη της παραγωγής με μηχανές επί κεφαλαιοκρατίας κλιμακώνεται και η αντίφαση μεταξύ μηχανής, μη ζωντανής παραγωγής και χρησιμοποίησης της ζωντανής εργασίας κατά τη λειτουργία των μηχανών. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ αντικειμενοποιημένης στους εμπράγματους όρους της παραγωγής προγενέστερης «νεκρής» εργασίας (σταθερού κεφαλαίου) και εμπλεκόμενης στην παραγωγική διαδικασία ζωντανής εργασίας, η οποία υποβαθμίζεται σε προσάρτημα της μηχανής. Ήδη από την εισαγωγή της εκμηχάνισης «η μετατροπή της παραγωγικής διαδικασίας από την απλή εργασιακή διαδικασία σε μια επιστημονική διαδικασία που υποτάσσει και χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις και τις δραστηριοποιεί στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών, εμφανίζεται σαν ιδιότητα του πάγιου κεφαλαίου απέναντι στη ζωντανή εργασία..». (Grundrisse…τ. Β, σ. 534). Η ζωντανή εργασία μετατρέπεται σε «απλό ζωντανό παρακολούθημα» αυτού του συστήματος μηχανών, σε «μέσο για τη δράση του» (Grundrisse…τ. Β, σ. 532). Η αντίφαση ζωντανής και νεκρής εργασίας έχει έναν μόνο τρόπο επίλυσης, θεμελιωδώς ανέφικτο επί κεφαλαιοκρατίας: τη βαθμιαία απώθηση του ανθρώπου εκτός της σφαίρας της άμεσης παραγωγής (πρωταρχική εκτός του πεδίου χρήσης έτοιμων μηχανών), (Βαζιούλιν Β.Α., 1988, σ. 285).
Η επιστημονική τεχνολογική πρόοδος με την αυτοματοποίηση δημιουργεί μια σειρά δυνατοτήτων στην κατεύθυνση της χειραφέτησης της εργασίας. Ωστόσο η κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής αφήνουν τη σφραγίδα τους στη χρήση αυτής της προόδου και στην κατεύθυνσή της.
Η αυτοματοποίηση καθιστά την εργασία πιο περιεκτική και την επιστήμη ακόμα πιο άμεση παραγωγική δύναμη (μιας και αυτή είναι που παρέχει την αναγκαία προτρέχουσα σύλληψη του φάσματος δυνατοτήτων τεχνολογικής προόδου). Επί κεφαλαιοκρατίας «Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων – όχι το αντίστροφο. Η επιστήμη που αναγκάζει τα άψυχα μέλη των μηχανημάτων με την κατασκευή τους να λειτουργούν σκόπιμα σαν αυτόματος μηχανισμός, δεν υπάρχει στη συνείδηση του εργάτη, αντίθετα επιδρά διαμέσου της μηχανής σαν ξένη δύναμη πάνω στον εργάτη, σαν δύναμη της ίδιας της μηχανής» (Grundrisse, τ. Β. σ. 531). Η ενσάρκωση της καθολικής εργασίας (επιστήμης και τεχνογνωσίας) στους αντικειμενικούς όρους της παραγωγής (εν είδει σταθερού κεφαλαίου) είναι που μετατρέπει την υπόλοιπη εργασία σε αφηρημένη εργασία. Η συσχέτιση επαναλαμβανόμενης και αναπτυσσόμενης εργασίας καθορίζεται από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ενώ έχει πάντοτε ως όρο την ποσοτική υπεροχή (στατιστικά) της επαναλαμβανόμενης – απλής εργασίας, γεγονός που επιτρέπει τον προσδιορισμό της αφηρημένης εργασίας (άσχετης από κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο) ως μέτρου και πηγής της αξίας και της υπεραξίας.
Είναι λοιπόν το κεφάλαιο μια κινούμενη αντίφαση: «προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου… Από τη μια μεριά … ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε γι’ αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας» (Κ. Μαρξ. Grundrisse, τ. Β, σ. 539).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τεχνολογική πρόοδος επί κεφαλαιοκρατίας δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο της μισθωτής εργασίας από το ρόλο του προσαρτήματος της μηχανής. Ακόμα και η επιστήμη (όπως και η τέχνη) υπάγεται στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Η επιλογή κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω έρευνας, είτε βάσει της συνειδητοποίησης των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας. Η αλματώδης επιστημονική πρόοδος επί κεφαλαιοκρατίας γίνεται εν πολλοίς στρεβλά, κατά έναν εργαλειακό τρόπο, υποταγμένη στη λογική της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας (βλ. Πατέλης, 1998).
Επί κεφαλαιοκρατίας αφ’ ενός μεν δημιουργούνται ορισμένες δυνατότητες ανάπτυξης στο πλαίσια της «καθολικής εργασίας» για ανθρώπους της επιστήμης, αφ’ ετέρου και η επιστημονική εργασία φέρει την «αξιακή» σφραγίδα, εμπορευματοποιείται, υπάγεται στη χρησιμοθηρία και στο στενό πρακτικισμό. Και οι άνθρωποι της επιστήμης σύρονται στο πεδίο του ανταγωνισμού και της αξιολόγησης σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου (βλ. Πατέλης, 2000). Προνομιακή θέση καταλαμβάνει εκείνη η επιστήμη, τα αποτελέσματα της οποίας μπορούν να οδηγήσουν σε κερδοφόρες τεχνολογικές εφαρμογές, με σαφή τον κίνδυνο υπονόμευσης της βασικής, της θεμελιώδους έρευνας και αντίστοιχη υποβάθμιση της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών που δεν υιοθετούν απολογητικούς ρόλους.
Ο καθολικός χαρακτήρας της επιστημονικής εργασίας συρρικνώνεται μέσω της ιδιωτικής χρήσης και εκμετάλλευσης. Το όλο σύστημα των πνευματικών δικαιωμάτων, αδειών και ευρεσιτεχνιών μαζί με τον μονοπωλιακό έλεγχο που ασκείται σε ευρύτατο φάσμα ερευνών λειτουργεί ως ωμός φραγμός στην έρευνα (για να αποφευχθεί η απαξίωση εν ενεργεία κεφαλαιουχικών εξοπλισμών και να μην απολεσθούν μονοπωλιακές θέσεις και κέρδη). Η μονόπλευρη αξίωση για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας σε σύγκριση με το μέσο ποσοστό κέρδους, οδηγεί σε ανηλεή αγώνα για την πρωτοπορία που χαρακτηρίζεται από κατασπατάληση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, σε αλληλοεπικαλύψεις ερευνών (το περιεχόμενο των οποίων είναι απροσπέλαστο λόγω ανταγωνισμού) κλπ. Σε κάθε περίπτωση το ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος της καθολικής αντικειμενικής θεώρησης και της συνειδητοποίησης των βαθύτερων ανθρώπινων αναγκών. Εξ’ ου και ο κατακερματισμός της γνώσης με αγοραία χρησιμοθηρικά κριτήρια και ο συνακόλουθος ερευνητικός μινιμαλισμός.
Ακόμα και οι έχοντες πρόσβαση στην καθολική εργασία επί κεφαλαιοκρατίας οφείλουν την όποια προνομιακή τους θέση στη στέρηση της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού. Η ανάπτυξή τους επιτυγχάνεται μέσω της υποβάθμισης των άλλων, γεγονός που υπονομεύει δραστικά τον καθολικό χαρακτήρα της δραστηριότητάς τους. Οι όποιες δυνατότητες για πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας ανακύπτουν, περιορίζονται από τη γενικευμένη αλλοτρίωση. Επί κεφαλαιοκρατίας η επιστήμη και τα αποτελέσματά της γίνεται εν πολλοίς δύναμη που αποσπάται από τον άνθρωπο, αντιπαρατίθεται σε αυτόν ως ξένη, ακατάληπτη, ανεξέλεγκτη και καταστροφική.
Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για σταθερή αφθονία αγαθών, για δραστική μείωση του εργάσιμου και αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Η ανισομέρεια της κατανομής των παραγόμενων αγαθών και η καταστροφή άλλων βάσει αγοραίων σκοπιμοτήτων αποκλείει την πλειονότητα του πληθυσμού του πλανήτη από την πρόσβαση σε στοιχειώδεις βιοτικούς πόρους. Η αύξηση της παραγωγικότητας συνοδεύεται εγγενώς επί κεφαλαιοκρατίας από ανεργία, υποαπασχόληση, από πρακτικές «ελαστικοποίησης» της εργασίας και μετατροπής του εργαζόμενου σε απασχολήσιμο. Το πρόβλημα έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, που για τον χειραγωγικό έλεγχό του επιστρατεύονται διάφορες θεωρίες περί άτυπης φιλανθρωπικής εργασίας και μοιράσματος της ανεργίας μέσω γενικευμένης ημιαπασχόλησης (βλ. πχ J. Rifkin, G. Aznar, κ.α.).
Η ανεργία είναι οργανική έκφραση των χαρακτηριστικών για την κεφαλαιοκρατία τρόπων διευθέτησης των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στην ανάπτυξη των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων. Η εξοικονόμηση εργασίας μετατρέπεται για πολλούς ικανούς προς εργασία ανθρώπους σε «απαλλαγή» από την εργασία, η αντιστοιχία επιτυγχάνεται προσωρινά με τις κυκλικές κρίσεις, ενώ ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αναπτύσσεται με τον μηχανισμό της δομικής ανεργίας.
Η επιστημονική και τεχνική πρόοδος παρέχει στο κεφάλαιο διαρκώς αυξανόμενες δυνατότητες διεύρυνσης στα πλαίσια της ήδη συσσωρευμένης αξίας, είτε ακόμα και με απόλυτη μείωση της τελευταίας. Η συνένωση της αποσπασμένης από την άμεση εργασία επιστήμης με το κεφάλαιο επιτρέπει στο τελευταίο να «ιδιοποιείται δωρεάν» τα αποτελέσματα της κοινωνικής προόδου (Κ.Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ.1, σ.627). Το κεφάλαιο αποκτά τη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης, χωρίς να αυξάνει, αλλά αντίθετα μειώνοντας τις δαπάνες για ζωντανή εργασία, «απωθώντας» όλο και περισσότερο τον ίδιο τον άνθρωπο από την παραγωγή, παίρνοντας την μορφή όλο και πιο τελειοποιημένων, αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, για την λειτουργία των οποίων η άμεση συμμετοχή του ανθρώπου γίνεται όλο και λιγότερο αναγκαία. Όπως είναι φυσικό η πλήρης απασχόληση δεν ταυτίζεται με τα κριτήρια εκείνα της οικονομικής «ανάπτυξης» που αντικειμενικά υπαγορεύει η υπό τις εκάστοτε συνθήκες μέγιστη δυνατή κερδοφορία.
Μέσα απ’ αυτές τις αντιφάσεις διαφαίνονται ήδη σαφώς οι τάσεις προς μια διαδικασία κατά την οποία η άμεση εργασία και η ποσότητα της υποβαθμίζονται ως καθοριστική αρχή της παραγωγής, της δημιουργίας χρηστικών αξιών. Από ποσοτικής πλευράς η άμεση εργασία ανάγεται σε λιγότερο σημαντικό μερίδιο, ποιοτικά μετατρέπεται σε κάποια αναγκαία μεν πλην όμως δευτερεύουσας σημασίας στιγμή σε σχέση με την καθολική επιστημονική εργασία, σε σχέση με την τεχνολογική χρησιμοποίηση της φυσιογνωσίας (Κ.Μαρξ,Grundrisse, τ. Β, σ. 534)
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και η συνακόλουθη σταδιακή απομάκρυνση της εργασίας από την άμεση διαδικασία της παραγωγής δημιουργούν βαθμιαία την δυνατότητα μετατροπής του ελεύθερου χρόνου σε μέτρο και κριτήριο του κοινωνικού πλούτου, ενός πλούτου που θα υποσκελίσει αυτόν που εκπροσωπεί σήμερα η συσσώρευση ανταλλάξιμων αγαθών (εμπορευμάτων) και του καθολικού ισοδύναμού τους (χρήματος). Ωστόσο το μέτρο του πλούτου της κοινωνίας δεν είναι οποιοσδήποτε ελεύθερος χρόνος, αλλά εκείνος ο οποίος ανακύπτει από την εξάλειψη των αυστηρά οριοθετημένων πλαισίων εργασίας και ελεύθερου χρόνου, από την βαθμιαία υπέρβαση της εργασίας ως μέσου και την αντικατάστασή της από την εργασία ως αυτοσκοπό, ως τρόπο ανάπτυξης του συνόλου των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου μέσω της καθολικής δημιουργικότητας. Συνεπώς πρόκειται για τον χρόνο που συνιστά το πεδίο της διαμόρφωσης ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων.
Όμως η δυνατότητα αυτή είναι αδύνατο να καταστεί ενεργός πραγματικότητα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού. Αποτελεί τάση προς την οποία κινείται ασυμπτωτικά το κεφάλαιο ως οικονομική και κοινωνική σχέση με την αλλαγή της οργανικής του σύνθεσης και τις αντιφατικές επιπτώσεις της (πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους κ.λ.π.)
Η δυνατότητα αυτή είναι κατ’ αρχήν απραγματοποίητη (σε πλήρη βαθμό) στην κεφαλαιοκρατία εφ’ όσον οι σχέσεις παραγωγής που την χαρακτηρίζουν αναπτύσσουν μόνο κατά συμβατό προς τον εαυτό τους τρόπο και σε ορισμένο βαθμό όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασιακής - παραγωγικής διαδικασίας (τα μέσα της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τον τρόπο της εργασίας και κυρίως το υποκείμενο της εργασίας, τον άνθρωπο). Γι’ αυτό είναι τουλάχιστον αφελή μυθεύματα οι απόψεις που φέρουν την κεφαλαιοκρατία ως συνώνυμο της τεχνολογικής προόδου, αλλά και κάθε προόδου. Η τεχνολογική πρόοδος προωθείται απ’ το κεφάλαιο μόνο στο βαθμό (και με τις μορφές εκείνες) που συνδέεται με την κερδοφορία. Αρκεί εδώ να σταθούμε στο αποτέλεσμα και στον τρόπο της εργασίας. Όσον αφορά το πρώτο, η κεφαλαιοκρατία είναι ανίκανη να διασφαλίσει όχι μόνο το βέλτιστο (optimum), αλλά ούτε καν το ελάχιστο (minimum) των βιοτικών αναγκών των ανθρώπων (όχι μόνο στις λιμοκτονούσες χώρες, αλλά και στις πλέον ανεπτυγμένες, με το μοντέλο που ο θεωρητικός της δυτικογερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Π. Γκλότς αποκάλεσε «κοινωνία των δύο τρίτων»). Αναφορικά με τον δεύτερο, όσο κι αν γινόμαστε μάρτυρες θεαματικών βημάτων στον τομέα της επαναστατικοποίησης της παραγωγής με νέες τεχνολογίες, επί κεφαλαιοκρατίας δεσπόζει και κυριαρχεί η επαναλαμβανόμενη εργασία.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δυνατότητες μετατροπής του ελεύθερου χρόνου της κοινωνίας, σε πεδίο ολόπλευρης ανάπτυξης των προσωπικοτήτων που την απαρτίζουν, σε μέτρο του πλούτου της εκδηλώνονται θετικά μόνον ως ψήγματα και περιορισμένου, μονόπλευρα τροποποιημένου χαρακτήρα προανακρούσματα του μέλλοντος, προσπελάσιμα από ολιγάριθμες ελίτ. Ιδιαίτερα έκδηλη είναι η αρνητική μορφή εμφάνισης αυτών των δυνατοτήτων κυρίως ως αναγκαστικός «ελεύθερος χρόνος». Απ’ αυτή την άποψη η ανεργία συνιστά μιαν απ’ τις πρώτες και γι’ αυτό κατ’ εξοχήν αρνητική, αποφατική και καταστροφική μορφή εκδήλωσης των δυνατοτήτων απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από την άμεση διαδικασία της παραγωγής. Η αντικειμενική αυτή δυνατότητα δεν εκδηλώνεται εδώ ως δυνατότητα για ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά ως παροπλισμός, φθορά, υπονόμευση και άμεση καταστροφή της βιολογικής, κοινωνικής και ψυχικής υπόστασης μεγάλου μέρους και έμμεσα - του συνόλου της εργατικής τάξης.
Η ανεργία είναι μια άμεση μορφή εκδήλωσης της στρεβλής και ανορθολογικής χρήσης του κοινωνικού πλούτου, (συμπεριλαμβανομένων της επιστήμης, της τεχνολογίας, και του κοινωνικού χρόνου), που αποτελεί ταυτόχρονα μορφή διευθέτησης των αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης (βλέπε μείωση της «διαπραγματευσιμότητας» και της αγωνιστικότητας), αλλά και έναν από τους τρόπους «ρύθμισης» ανισορροπιών μεταξύ εργασιοβόρων και αυτοματοποιημένων παραγωγικών διαδικασιών, μεταξύ των τομέων εντάσεως εργασίας και εντάσεως κεφαλαίου σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Από αυτήν την άποψη η ανεργία αποτελεί οργανικό συστατικό στοιχείο της αντιφατικότητας και της ανισομέρειας της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Η αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού μέσω της εισαγωγής τεχνολογικών νεωτερισμών στην παραγωγή ορισμένων τομέων, οι οποίοι εντοπίζονται κατ’ εξοχήν στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, μεταβάλλει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, περιορίζοντας τις δυνατότητες άντλησης υπεραξίας στους εν λόγω τομείς. Οι τομείς αυτοί των προωθημένων τεχνολογιών και του υψηλού βαθμού αυτοματοποίησης αποτελούν μόνο το εμφανές μέρος του παγόβουνου του σύγχρονου παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ως ευρεία βάση αυτών των τομέων λειτουργούν οι τομείς εκείνοι της παραγωγής που χαρακτηρίζονται από σχετικά στάσιμη παραγωγικότητα, οργανωτικές δομές και από ένταση εργασίας. Η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη αυτού του συστήματος διασφαλίζεται εν πολλοίς με τη μεταφορά υπερεργασίας από τον τομέα εντάσεως εργασίας προς τον τομέα εντάσεως κεφαλαίου, δηλαδή με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας στον παραδοσιακό τομέα της οικονομίας (Λινάρδος-Ρυλμόν κ.α.). Εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο αυτού του μηχανισμού μεταφοράς υπεραξίας και υπερεκμετάλλευσης, μαζί με το διεθνές νομισματικό και πιστωτικό σύστημα είναι και η ανεργία, η οποία δεν αποτελεί απλώς - όπως σπεύδουν συχνά να την παρουσιάσουν όσοι επιδιώκουν την συγκάλυψη του ταξικού της χαρακτήρα - επίπτωση της τεχνολογικής προόδου, αλλά και πρόσφορο «εργαλείο» για την «απορύθμιση» και την «ευελιξία» των εργασιακών σχέσεων. Είναι ταυτόχρονα εκδήλωση του γεγονότος ότι οι υφιστάμενες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής ανακόπτουν την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, υπονομεύουν και καταστρέφουν τις παραγωγικές δυνάμεις και κυρίως το υποκείμενο της παραγωγής, τον άνθρωπο.
Η ύπαρξη μιας ευρείας ζώνης φτωχών υποαπασχολούμενων και ανέργων επιτείνει τον κατακερματισμό και λειτουργεί ως ρυθμιστικός μοχλός «απορύθμισης» και «ευελιξίας» των όρων της εκμετάλλευσης εκ μέρους του σύγχρονου κρατικού παρεμβατισμού. Ο τελευταίος στις σύγχρονες συνθήκες δεν παραιτείται απλώς από τις παραδοσιακές λειτουργίες του «κράτους πρόνοιας» στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και της κοινωνίας (οργανωμένη εκπαίδευση, υγεία, κοινωνική προστασία, κοινωνική συνοχή κλπ.), αλλά επιχειρεί με τον στρατηγικό προγραμματισμό του να μεταθέσει αυτές τις λειτουργίες στους άμεσα θιγόμενους απ’ αυτές τις αλλαγές. Ορισμένοι συγγραφείς σπεύδουν να προτείνουν παρελκυστικούς μηχανισμούς συναίνεσης, εκτόνωσης και συγκάλυψης των εντάσεων με τη δημιουργία δομών αλληλεγγύης εκτός αγοράς και κράτους με τη συγκρότηση υποκατάστατων καταργούμενων λειτουργιών του κράτους (π.χ. Rifkin, κ.α.). Προτείνουν ουσιαστικά την εμβάθυνση στις νέες ιστορικές συνθήκες της άντλησης υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης και αυτού του αναγκαστικού ελεύθερου χρόνου ανέργων και υποαπασχολούμενων.
Η όποια αύξηση του ελεύθερου χρόνου γίνεται αντικείμενο ποικίλων μορφών χειραγώγησης και εκμετάλλευσης (π.χ. μέσω της βιομηχανίας θεάματος – ακροάματος και των Μ.Μ.Ε.).
Η πρόοδος της αυτοματοποίησης ενισχύει τη συγκέντρωση μέσων παραγωγής και (μέσων δικτύων παραγωγής, κωδικοποίησης και επεξεργασίας πληροφοριών) δημιουργεί τη δυνατότητα, αλλά και την αναγκαιότητα συνειδητού και σχεδιοποιημένου ελέγχου της παραγωγής και των επιπτώσεών της από την κοινωνία. Οι δυνατότητες αυτές αξιοποιούνται από το κεφάλαιο μονομερώς στο εσωτερικό της επιχείρησης, ενώ το αυθόρμητο στοιχείο της αγοράς κυριαρχεί στο σύνολο της κοινωνίας με ολέθριες επιπτώσεις. Οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις, όπως και αυτές των διεθνών υπερκρατικών φορέων, κατά κανόνα λειτουργούν ενισχυτικά ως προς τα συμφέροντα των πλέον ισχυρών και επιθετικών οικονομικών ομίλων.
Η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος είναι προϊόν και μέσο καθολικοποίησης – κοινωνικοποίησης των βασικών ανθρώπινων δημιουργικών δυνατοτήτων. Επί κεφαλαιοκρατίας λειτουργεί ως μέσο παγίωσης, διεύρυνσης και εμβάθυνσης της ανισομέρειας, του αποκλεισμού και διακινδύνευσης. Ως μέσο ενίσχυσης του παρασιτισμού με τη συγκέντρωση κλάδων «εντάσεως κεφαλαίου» σε μια ελίτ χωρών και τη διασπορά στην περιφέρεια των κλάδων «εντάσεως εργασίας», των ενεργοβόρων και ρυπογόνων παραγωγών. Ορισμένου τύπου εκμηχάνιση και αυτοματοποίηση μπορεί να λειτουργήσει και ως μηχανισμός παγίωσης διεύρυνσης και εμβάθυνσης της ανισομέρειας τομέων, κλάδων παραγωγής και περιοχών, όπως συμβαίνει π.χ. με την υπαγωγή πληθώρας ανομοιογενών μονάδων σε ενοποιημένο πολυεπίπεδο δικτυακό σύστημα συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, διοίκησης και ελέγχου.
Η κεφαλαιοκρατική χρήση της συστηματικής εκμηχάνισης και της μερικής αυτοματοποίησης επιφέρει πολλαπλασιαστική ενίσχυση των επιπτώσεων της αυθαιρεσίας – αναρχίας της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας»:
Στρατιωτικοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας με πολλαπλές δυνατότητες ολοσχερούς καταστροφής του πλανήτη.
Οικολογική καταστροφή, συστηματική υπονόμευση όχι μόνο του εγγύτερου, αλλά και του απώτερου μέλλοντος της ανθρωπότητας με τη μαζική χρήση τεχνολογιών με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στη φύση και την ανθρωπότητα (π.χ. διαιώνιση του κινητήρα εσωτερικής καύσης σε συνδυασμό με την ιδιωτική αυτοκίνηση, η ανακύκλωση πυρηνικών αποβλήτων και χρήση τους εν είδει πυρομαχικών απεμπλουτισμένου ουρανίου με ενεργό διάρκεια καταστροφικής επίδρασης 4,4 δισεκατομμυρίων ετών, κ.α.). Η τεράστια συσσώρευση μέσων καταστροφικής επενέργειας στον άνθρωπο και στη φύση (πολεμικών και «ειρηνικών»), καθιστά επιτακτική την ανάγκη απαλλαγής της ανθρωπότητας απ’ το κυρίαρχο σύστημα σχέσεων παραγωγής και μετάβασης σε άλλο τύπο ανάπτυξης της κοινωνίας. Η συσσώρευση αυτή συνιστά την πρώτη, την αρνητική – καταστροφική πλευρά των δημιουργικών δυνάμεων και δυνατοτήτων του ανθρώπου η υπέρβαση της οποίας θα οδηγήσει στην θετική – ευεργετική για την ανθρωπότητα ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων και δυνατοτήτων.
Η φετιχοποίηση της συνυφασμένης με τις «σχέσεις παραγωγής» της κεφαλαιοκρατίας αλλοτριωτικής, κυριαρχικής και αρπακτικής προς τον άνθρωπο και τη φύση τεχνικής, οδηγεί στις απόψεις του «τεχνολογικού ντετερμινισμού».Τεχνολογικός ντετερμινισμός είναι μια διαδεδομένη επί κεφαλαιοκρατίας αγοραία αντίληψη κατά την οποία το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής φέρεται να καθορίζει άμεσα τον τύπο της κοινωνίας, του πολιτισμού κλπ. Ταυτόχρονα η τεχνική αποσπάται τεχνητά από τις κοινωνικές σχέσεις, τοποθετείται στην ίδια σειρά με τα φυσικά φαινόμενα και εξετάζεται ως αυθύπαρκτο, υπερκοινωνικό και υπερανθρώπινο «είναι ως έχει». Ως ιδιότυπος φετιχισμός, θεοποίηση και μυθοποίηση της τεχνικής χαρακτηρίζει εξ ίσου τεχνοκρατικές και τεχνοφοβικές τάσεις, οι οποίες διαφέρουν μόνον ως προς την εκτίμηση (θετική ή αρνητική, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη) των λογικών πορισμάτων που απορρέουν από τον τεχνολογικό ντετερμινισμό.
Οι περί τεχνοκρατίας (technocracy) απόψεις είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των ανώτερων αξιωματούχων, των διαχειριστών - διευθυντών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών (των τεχνοκρατών), οι οποίοι αν δεν εντάσσονται ουσιαστικά στην κυρίαρχη τάξη αποτελούν και τη διοικούσα ελίτ της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας (ή διακατέχονται από τέτοια φιλοδοξία). Ως θεωρητική και ιδεολογική κατεύθυνση, n τεχνοκρατία συνιστά την λογικά πληρέστερη εκδοχή αισιόδοξης ερμηνείας του τεχνολογικού ντετερμινισμού. Στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης, το προανεφερθέν κοινωνικό στρώμα των τεχνοκρατών, λόγω της θέσης και της μόρφωσης του, αποτελεί τον αντικειμενικό φορέα της τεχνικής ορθολογικότητας, συντελεί στην αυτοανάπτυξή της και κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί και πρέπει να ασκεί εξουσία εξ ονόματος της τεχνικής και βάσει τεχνικών μέσων - χειρισμών. Στα ουτοπικά σχεδιάσματα της τεχνοκρατίας προτάσσεται η αναγκαιότητα μετάβασης της εξουσίας και της διοίκησης από τους πολιτικούς στους τεχνοκράτες - ειδικούς και εμπειρογνώμονες, οι οποίοι και μόνο είναι δήθεν ικανοί να απαλλάξουν τη σύγχρονη (κεφαλαιοκρατική) κοινωνία από τις δυσλειτουργίες και τις αντιφάσεις της. Η απολυτοποίηση του ρόλου της τεχνικής και η μηχανιστική αναγωγή των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων σε προβλήματα τεχνικών - χειραγωγικών διευθετήσεων καθιστούν τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις αντιδραστικά ιδεολογήματα, που συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, στη διαιώνιση της οποίας αποσκοπούν, προβάλλοντας μονόπλευρα και εξωιστορικά ορισμένη βαθμίδα της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας από την οπτική των συμφερόντων της τεχνοκρατικής ελίτ. Νεότερες εκδοχές τεχνοκρατικού φετιχισμού είναι οι απόψεις περί «κυβερνητικής ελίτ», περί «πληροφορικής δημοκρατίας» και «κοινωνίας της πληροφορίας».
Στον αντίποδα της τεχνοκρατίας, η τεχνοφοβία επισημαίνει τη συγκυρία, κατά την οποία ο αποξενωμένος κόσμος των τεχνικών χειρισμών και αντικειμένων εκλαμβάνεται από τον άνθρωπο ως απειλή της ύπαρξης του. Είναι η απαισιόδοξη και δαιμονολογική εκδοχή του τεχνολογικού ντετερμινισμού, η οποία επικρίνει τον αλλοτριωτικό ρόλο και τα παραπροϊόντα της τεχνικής, προτάσσοντας τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και (είτε) ρομαντικές ουτοπίες. Χαρακτηρίζει αρκετούς εκπροσώπους του οικολογικού κινήματος, του νεομαρξισμού αλλά και του νεοσυντηρητισμού (Ζ. Ellul, Αντόρνο, Μαρκούζε κ.α.).
Τα όποια ιδεολογήματα αδυνατούν να συγκαλύψουν αποτελεσματικά το γεγονός ότι το κεφάλαιο είναι μια κινούμενη αντίφαση, γεγονός που εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση στην τροπή που παίρνει η αυτοματοποίηση της παραγωγής και ο χαρακτήρας της εργασίας.
Ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση και μετάβαση της ανθρωπότητας σε άλλο τύπο ανάπτυξης της κοινωνίας.
Αυτοματοποίηση δεν σημαίνει απλώς μεταβίβαση σε μηχανήματα των περισσότερων φυσικών και πνευματικών λειτουργιών που αφορούν την επεξεργασία του αντικειμένου και τη διεύθυνση αυτής της διαδικασίας, αλλά εξώθηση του ανθρώπου εκτός της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας με ταυτόχρονη διατήρηση για τον ίδιο δημιουργικών λειτουργιών που συνδέονται με τον έλεγχο, τη ρύθμιση, τον προγραμματισμό και τον αναπροσανατολισμό (ανάπτυξη) του έργου του συστήματος παραγωγής σε ποικίλα επίπεδα (από την αυτόματη εργαλειομηχανή μέχρι της παγκόσμιας εμβέλειας δικτυωμένους αυτοματισμούς). Τα παραπάνω συνδέονται με διαδικασίες διαχείρισης και επεξεργασίας πληροφορίας (Κρέβνιεβιτς Β.Β., Βολκόφ Γ.Ν. κ.α.).
Από την εμφάνιση της αυτοματοποίησης, όλες οι υπόλοιπες τάσεις και κατευθύνσεις της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (εκμηχάνιση, εισαγωγή χημικών και βιολογικών διαδικασιών, ποικίλων ενεργειακών πηγών) δεν εκδηλώνονται παράλληλα με αυτήν, αλλά - με ποικίλους τρόπους και σε ποικίλους βαθμούς – μέσω αυτής. Γεγονός είναι ωστόσο ότι δεν επιδέχονται όλες οι παραγωγικές διαδικασίες αυτοματοποίηση στον ίδιο βαθμό. Απαραίτητος όρος είναι η ύπαρξη ορισμένης συνέχειας (ροής, αδιάλειπτου) της παραγωγικής διαδικασίας. Ο ρόλος της αυτοματοποίησης είναι ευθέως ανάλογος του επιπέδου και του βαθμού περιπλοκότητας των παραγωγικά αξιοποιούμενων μορφών κίνησης, αλληλεπιδράσεων και διαδικασικών.
Υπάρχουν συνεπώς ποικίλα επίπεδα (και δυνατότητες) αυτοματοποίησης. Η ευρείας κλίμακας εκμηχάνιση επιτείνει την αντίθεση μεταξύ διοίκησης και εκτέλεσης, μεταξύ πνευματικής και φυσικής εργασίας. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι με την εκμηχάνιση ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής γίνεται πλέον τεχνική αναγκαιότητα, αυτό αφορά μεμονωμένα μηχανήματα, είτε συστήματα μηχανών, επιχειρήσεις κλπ., μη συνδεδεμένα στο επίπεδο της κοινωνίας σ’ ένα ενιαίο σύστημα. Στη μη αυτοματοποιημένη παραγωγή με μηχανές, παρά τον αποφασιστικό ρόλο (στην αύξηση της ποσότητας και στη βελτίωση της ποιότητας) της εργασίας, η εργασία – χρησιμοποίηση μηχανημάτων (επαναλαμβανόμενη εργασία) υπερτερεί ποσοτικά.
Παρατηρείται πληθώρα ενδιάμεσων μεταβατικών μορφών μεταξύ εκμηχάνισης και αυτοματοποίησης. Η μη ανεπτυγμένη μερική αυτοματοποίηση εφαρμόζεται σε επίπεδο αυτομάτων μηχανισμών, μεμονωμένων αυτόματων γραμμών παραγωγής, τμημάτων κλπ. Η αμέσως προηγούμενη της αυτοματοποίησης βαθμίδα εκμηχάνισης είναι η εκμηχάνιση ως σύμπλεγμα – σύστημα. Η μη ανεπτυγμένη (μερική) αυτοματοποίηση συνυπάρχει στην εποχή μας με την εκμηχάνιση, η οποία αποτελεί την ευρεία βάση της. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε αναζήτηση τρόπων αρχικά εκμηχάνισης και στη συνέχεια αυτοματοποίησης της διοίκησης. Η τελευταία συνδέεται με την ανάπτυξη και εφαρμογή της πληροφορικής και της κυβερνητικής. Κατά τον Μαρξ, η αντίφαση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας αίρεται στην ώριμη αταξική (κομμουνιστική) κοινωνία, όπου η χειρωνακτική και η διανοητική εργασία θα «ανακτήσουν» την ενότητα τους, όχι όμως με την αρχέγονη, πρωτόγονη μορφή τους, αλλά ως ενιαία, μέσα στην πολλαπλότητα της, «καθολική», δημιουργική δραστηριότητα των ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων του μέλλοντος. Μόνο με την υπέρβαση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής είναι εφικτή η ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση.
Ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση είναι η πλήρης αυτοματοποίηση του όλου συγκροτήματος της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι η αυτοματοποιημένη παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα, η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα ευέλικτης μετάβασης από την παραγωγή ορισμένου προϊόντος στην παραγωγή άλλου με δυνατότητες αύξησης της παραγωγής κατά πολύ υπέρτερες αυτών της μη αυτοματοποιημένης παραγωγής. Εδώ αλλάζει ριζικά ο χαρακτήρας της εργασίας, μιας και υπερτερεί πλέον εντός της αναγκαίας εργασίας η εργασία προς τελειοποίηση και ανάπτυξη των αυτομάτων με αντίστοιχη μείωση της ποσότητας και της διάρκειας της εργασίας προς χρήση έτοιμων παρηγμένων μέσων παραγωγής. Η ίδια η αναγκαία εργασία μετατρέπεται από κατ’ εξοχήν μηχανική σε κατ’ εξοχήν δημιουργική. Αυτό οδηγεί σε διάχυση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ αναγκαίας και λοιπής εργασίας, μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης.
Στην ώριμη αυτοματοποίηση δεν υπερτερεί ο αναγκαίος, αλλά ο ελεύθερος χρόνος, ενώ δεδομένου ότι η εργασία μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, σε εργασία που διεξάγεται χάριν της ικανοποίησης εσωτερικής φυσικής και πνευματικής ανάγκης (ως φυσική και πνευματική αγωγή) και - κατά την ανθρωπιστική φιλοσοφική πρόβλεψη - υπάγεται στους νόμους της αληθείας, του αγαθού και του κάλλους (ως ενότητα γνωστικής ηθικής και αισθητικής σχέσης προς την πραγματικότητα), εκπίπτουν οι μέχρι τώρα ιδιότητες της εργασίας ως άχθους, ενώ αυτή μετατρέπεται σε ολόπλευρη πολιτισμική δραστηριότητα. Εδώ, στην ώριμη αταξική κοινωνία η ολόπλευρη ανάπτυξη του καθ’ ενός γίνεται αυτοσκοπός της ενοποιημένης πλέον ανθρωπότητας, γίνεται εσωτερική ανάγκη και απαραίτητος όρος της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων. (Βαζιούλιν Β.Α., 1988. σ. 282-307)…
Το ανέφικτο της χειραφέτησης της εργασίας αποτελεί κοινό τόπο της αγοραίας συνείδησης και του κοινού νου. Αυτό δεν εμπόδισε τους λαμπρότερους διανοητές της ανθρωπότητας να αναζητούν ορθολογικά δρόμους εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Η απολογητική της δουλοκτησίας οδήγησε τον Αριστοτέλη σε μια μεγαλειώδη «πρόβλεψη». Ο σταγειρίτης φιλόσοφος καταδεικνύει το αυταπόδεικτο και ανυπέρβλητο της δουλοκτησίας, μέσω του κατ’ αρχήν ανέφικτου των αυτομάτων. Μας λέει δηλαδή ότι «θα έπαυε να χρειάζεται η βαριά χειρωνακτική εργασία και άρα η εργασία «υπηρετών» και «δούλων», αν υπήρχαν «όργανα» ένυλα, ικανά μόνα τους να λειτουργούν με απλή εντολή ή και με αυτοαντίληψη της ανάγκης» (Δεσποτόπουλος, σ. 64): «ει γαρ ηδύνατο έκαστον των οργάνων κελευσθέν ή προαισθανόμενον αποτελείν το αυτού έργον, «και» ώσπερ τα Δαιδάλου φασίν ή τους του Ηφαίστου τρίποδας, ούς φησιν ο ποιητής αυτομάτους θείον δύεσθαι αγώνα…, ουδέν αν έδει ούτε τοις αρχιτέκτοσιν υπηρετών ούτε τοις δεσπόταις δούλων» (Ηθικά Νικομάχεια, 1253 β33 –1254 α1). Η επικαιρότητα της εν λόγω «πρόβλεψης» αποκτά ουσιώδες περιεχόμενο σήμερα που η αυτοματοποίηση γίνεται η βασική κατεύθυνση της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου. Η χειραφέτηση της ανθρωπότητας μέσω της χειραφέτησης της εργασίας από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και της απαλλαγής της από την αύξουσα (με την αντιφατική προώθηση της αυτοματοποίησης) «κοινωνική εντροπία», συνιστά πλέον αντικειμενική δυνατότητα και αναγκαιότητα.
Βιβλιογραφία
Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια.
Βαζιούλιν Β.Α., Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνας του, Σ.Ε., Αθήνα, 1988.
Βαζιούλιν Β.Α., Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόσχα , 1988.
Βολκόφ Γ.Ν. Οι πηγές και οι ορίζοντες της τεχνικής. Κοινωνιολογικά προβλήματα της ανάπτυξης επιστήμης και τεχνικής. Μόσχα, 1976.
Δεσποτόπουλος Ι. Κων/νος. Συμβολή στη φιλοσοφία της εργασίας. Παπαζήση. Αθήνα, 1997,
Ένγκελς Φ., Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου, στο "Διαλεκτική της φύσης", Αθήνα, Σ.Ε., 1984.
Ιλιένκοφ Ε., Τεχνοκρατία και ανθρωπιστικά ιδεώδη…, Οδυσσέας, Αθήνα, 1976.
Κατσορίδας Α. Δημήτρης. Νέες τεχνολογίες και απασχόληση. Εναλλακτικές εκδόσεις/ Ρωγμή. Αθήνα, 1998.
Κοζλόφ Μπ., Η εμφάνιση και ανάπτυξη των τεχνικών επιστημών, Λένινγκραντ, 1988.- Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988.
Κοριά Μπενζαμίν. Ρομποτική. Α/συνέχεια. Αθήνα, 1988.
Κρέβνιεβιτς Β.Β. αυτοματοποίηση και ικανοποίηση από την εργασία. Μόσχα, 1987.
Κρέβνιεβιτς Β.Β. Οι κοινωνικές συνέπειες της αυτοματοποίησης. Μόσχα, 1985.
Λινάρδος-Ριλμόν, Τι είναι η εργασία και σε τι χρησιμεύει, στο: Όψεις των νέων τεχνολογικών εξελίξεων. Πρακτικά συζητήσεων του Μαρξιστικού Ομίλου Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών. Αθήνα, 1996.
Μαρξ Κ., Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.
Μαρξ Κ., Για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Εξάντας, Αθήνα, 1990.
Μαρξ Κ., θεωρίες για την υπεραξία. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ.1- 3.
Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκοτα. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ.1- 3.
Νούτσος Π., Η τεχνοκρατία ως δεσπόζουσα παράμετρος της ιδεολογίας του σύγχρονου καπιταλισμού, στο "Κ. Μαρξ. Ο κριτικός της ιδεολογίας", Αθήνα, 1988.
Παστρέ Ολιβιέ. Η πληροφορικοποίηση και η απασχόληση. Α/συνέχεια, Αθήνα, 1986.
Πατέλης Δ., Όψεις της ανεργίας: κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Μέρος της μελέτης βλ. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 13, 1997, σ.25-38 και τ.14, 1998, σ.27-44.
Πατέλης Δ., Για μια κοινωνικοφιλοσοφική θεώρηση της παιδείας. Εκπαίδευση, αξιολόγηση και εξουσιαστικές σχέσεις. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 2000, τεύχος 113, σ. 47-56, τεύχος 114-115, σ. 41-52.
Πατέλης Δ., Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; Στο: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τομέας Φιλοσοφίας. Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Συγκομιδή προς τιμήν του ομότ. Καθηγητή Ε. Μπιτσάκη. Επιμ. Π. Νούτσος. Τυποθήτω-Δαρδανός. Αθήνα, 1998.
Ράπτης Ν. Τεχνολογία: παρελθόν, παρόν,(μέλλον;). στο: Δημοκρατία και φύση, τεύχος 3, 1997, σ. 19-51.
Ρεζαμπέκ Ε.Γ. Η καθολική εργασία στη σφαίρα της επιστήμης, στο:Η κοινωνική φύση της γνώσης. Nauka, Μόσχα, 1979, σ. 55-71.
Elsner H., The technocrats. Prophets of automation, Syracuse N. J., 1967.
Friedmann G., Πού τραβά η ανθρώπινη εργασία, Αθήνα, 1984.
Guy Aznar. Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους. Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, Αθήνα, 1997.
Herbert Simon A. Οι επιστήμες του τεχνητού. Σύναλμα. Αθήνα, 1999.
Lllley S., Men, machines and history, London, 1965.
Pierre Nanille. Ο χρόνος, η τεχνική, η αυτοδιαχείρηση. Praxis, Aθήνα 1986.
Ricardo D., Αρχαί πολιτικής οικονομίας και φορολογίας, Αθήνα, 1938.
Rifkin Geremy. Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996.
Veblen Th., The engineers and the price system, 1921
Warwick Kevin. March of the Machines. Century. 1997.