Translate

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής της θάλασσας και του αγώνα



Η ζωή του ποιητή
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910, γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή και δυο μικρότερους αδερφούς. Το 1914 μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια Καββαδία επισκέφτηκε την Ελλάδα και κατέληξε στο Αργοστόλι ως το 1921, οπότε εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Είχε προηγηθεί η επιστροφή του πατέρα (ως το 1921) στη Ρωσία και η εκεί οικονομική καταστροφή του. Στον Πειραιά ο Νίκος τέλειωσε τη γαλλική σχολή του Saint Paul και το Γυμνάσιο. Παράλληλα δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, μετά το θάνατο του πατέρα του όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας τη συνεργασία του με φιλολογικά περιοδικά. Το 1929 μπάρκαρε στο φορτηγό πλοίο Αγιος Νικόλαος και από το 1930 ξεκίνησε η περίοδος των διαρκών ταξιδιών του ως το 1936. Το 1932 δημοσίευσε σε συνέχειες την Απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα. Το 1933 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μαραμπού, που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κριτική. Ακολούθησαν το Πούσι (1947) και η Βάρδια (μυθιστόρημα-1954), ενώ μετά το θάνατο του εκδόθηκε και η συλλογή Τραβέρσο (1975). Το 1934 η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1938 κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στην Ξάνθη. Το 1939 πήρε δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή. Το 1940 υπηρέτησε στην Αλβανία και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Κ.Κ.Ε. Από το 1945 ναυτολογήθηκε ως ραδιοτηλεγραφητής. Το 1953 πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστή Α'. Το 1965 πέθανε η μητέρα του. Το 1968 επισκέφτηκε την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί έγραψε το πεζό Λι. Πέθανε στην Αθήνα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει σχηματικά στη γενιά του τριάντα, στο χώρο της οποίας όμως κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Ο ποιητικός του λόγος εξέφρασε την ανάγκη απόδρασης από τη σύγχρονη του ποιητή ελληνική πραγματικότητα κυρίως μέσα από τα στοιχεία του κοσμοπολιτισμού και του εξωτισμού. Η γραφή του υπήρξε κυρίως βιωματική και ακολούθησε μια εξελικτική πορεία προς την αφαίρεση και τα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής.



Το έργο του Νίκου Καββαδία
Στο έργο του εκφράζεται η περιπέτεια μιας θαλασσινής ψυχής. Κυριαρχεί παντού η θάλασσα (απέραντος δρόμος γνώσεων, διέξοδος του ανικανοποίητου, παρήγορη προέκταση πέρα απ’ τους ασφυκτικούς ορίζοντες του παραδεκτού. Τα λιμάνια μικροί σταθμοί για λίγη ξεκούραση. Οι άνθρωποι επιβάτες: περνούν και φεύγουν. Οι μνήμες πολλές, πολλές φορές ανώνυμες.Το ταξίδι, χρόνος φευγιού, δρόμος ελευθερία.Το ότι έβλεπε τη θάλασσα σα βαπόρι , σαν σωσσίβιο του εσωτερικού του κόσμου το εκφράζει στο ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» (Μαραμπού). Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ να σας σώσει,κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων και ταξιδεύει αδιάκοπα στην ατελείωτη γη. Δέχθηκε επιρροές από Λαπαθιώτη, τον Ουράνη, τον Καρυωτάκη, τον Παπανικολάου, τον Εμμανουήλ και τον Καβάφη.Τον επιρρέασε φυσικά και ο Γάλλος ποιητής Μπωντλαίρ, τους ένωνε το κοινό πάθος της περιπέτειας, είχαν παράλληλη τεχνική:«Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί…» (συγκρισή με τις «Γάτες των φορτηγών – 2 πρώτοι στίχοι ), το αναφέρει και ο ίδιος στο ποίημα Gabrielle Didot («κι ένα τραγούδι σκάρωσα σε στυλ Μ
πωντλαιρικό…). Τρία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του και τη σημαδεύουν: α) ο άνθρωπος της θάλασσας και η αγάπη του γι’ αυτόν, β) η γυναίκα με όλες τις μορφές της που μεταβάλλονται μέσα στον ανάλογο χώρο και γ) ο θάνατος. (Κωστούλα Μητροπούλου). Η ποίηση του Καββαδία λειτουργεί σαν έκφραση καθημερινή σαν τις λέξεις που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να εκφράσουν τα πιο βαθιά τους κρυμμένα αισθήματα (ψάχνει την τελειότητα της γραφής, Μητροπούλου). Πάθος στην ποίησή του, πάθος ταξιδιών, ταξίδι προς το άγνωστο σε χώρες εξωτικές, ζωή ναυτικού γεμάτη αγωνία, ανησυχία και περιπέτεια. Τα ποιήματα του Καββαδίας δίνουν μιαν ανακούφιση και μια παρηγοριά γιατί προέρχονται από μια γνήσια ποιητική ψυχή που είναι πλασμένη να τραγουδεί…Μας ξαφνιάζει γιατί δείχνει πρώιμη ωριμότητα, δύναμη και μας συγκινεί παράδοξα. Στόχος που βγαίνει από τα βάθη, αλλότροπο ευαισθησία, πείρα ζωής και ψυχική ουσία.Δεν είναι πρωτότυπος στην εύρεση φραστικών μέσων ούτε αυτόφωτος. Μα δεν είναι μιμητής, έχει τόση ειλικρίνεια όση αρκεί για να πείσει τον αναγνώστη.                                                                                                                                                                                                                                                                        



Μαραμπού
Το 1933, όταν ο Καββαδίας ήταν μόλις 22 χρόνων, εκδίδεται από τις εκδόσεις «Κύκλος» η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μαραμπού». Τα ποιήματά του περιλαμβάνονται πιθανότατα έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1927-1933, δηλαδή λίγο μετά από την πρώτη του επαφή με τη θάλασσα. Την ποιητική συλλογή αυτή διέπουν τόσο η φρεσκάδα όσο και η γοητεία της εφηβικής αθωότητας της πρώτης λαχτάρας. Κυριαρχούν εναλλασσόμενες εικόνες από το πέλαγος και τα λιμάνια. Παρουσιάζονται διάφορες μικρές και αυτοτελείς ιστορίες που έχουν ως πρωταγωνιστές ανθρώπους της θάλασσας (ο πιλότος Νάγκελ, ο νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, ο πλοίαρχος Φλέτσερ κ.α.) ή ακόμη και ζώα. Διακρίνεται η συνεχής αναζήτηση της έντασης, ο κίνδυνος και η ηδονή της αμαρτίας. Η μέθη της περιπέτειας και το πάθος στην καθάρια και τραγική του μορφή. Παντού κυριαρχεί η πίκρα που πηγάζει από το βούλιαγμα ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Στα ποιήματα υπάρχουν άνθρωποι που δε ξεκίνησαν ποτέ (Mal Du Depart), άλλοι που ξεκίνησαν και είναι έτοιμοι να ναυαγήσουν (Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου) και ακόμη κάποιοι άλλοι που χτυπήθηκαν ξαφνικά από το τυχαίο (πλοίαρχος Φλέτσερ). Το στοιχείο του έρωτα υπάρχει μα είναι παροδικό. Η γυναίκα είναι ανώνυμη, εμφανίζεται…μετά χάνεται και μερικές φορές μένει μονάχα στη μνήμη. Το φανταστικό έρχεται με έναν μοναδικό τρόπο σε επαφή με το πραγματικό και ο πυρετός της εναλλαγής γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος των ποιημάτων. Αν και ο λόγος είναι λιτός και απέριττος η αφήγηση χαρακτηρίζεται από τη δράση και το απρόοπτο. Κυριαρχεί η επίπεδη γραφή καθώς και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος σε α’ πρόσωπο. Χρησιμοποιούνται εμβόλιμες εικόνες, αχρησιμοποίητες και απρόοπτες ρίμες. Ακόμα και στοιχεία του μοντέρνου μέσα στην παράδοση. Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλλας,κι έχουν οι πάγοι τώρα χρόνια σκεπαστεί από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.«Καφάρ»

Πούσι
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία με τίτλο «Πούσι» εκδόθηκε το 1947, 15 χρόνια δηλαδή μετά το «Μαραμπού» Μέσα σε αυτά τα χρόνια συνέβησαν ποικίλα γεγονότα που επηρέασαν τον ποιητή. Μέσα σε αυτά είναι οι αυξημένες εμπειρίες του από τα καράβια και τα λιμάνια και φυσικά ο πόλεμος. Υπάρχει επίσης μια άκαμπτη δύναμη για αντίσταση που φτάνει αρκετά συχνά σε δραματικές κορυφώσεις. Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό κι ειν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα. Από να φοβάμαι και να καρτερώ κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.«Πούσι» Ο Καββαδίας σταματά να χρησιμοποιηθεί την επίπεδη που χαρακτήριζε το «Μαραμπού». Για το λόγο του ο Αιμίλιος Χουρμούζιος σημειώνει: «ο στίχος είναι υπαινικτικός και όχι πλαστικός. Νοσταλγικός μάλλον παρά δημιουργός άμεσων συγκινήσεων από την επαφή του αναγνώστη με τον ποιητή. Έχει την γοητεία όλων των πραγμάτων που βρίσκονται σε κάποια απόσταση από το καθημερινό, συνηθισμένο και τυπικό γεγονός». Αντιθετικά με το «Μαραμπού» στο «Πούσι» δεν υπάρχει η έξαρση και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος, ο ποιητής δε μας διηγείται πια συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή του στα καράβια. Τα στιγμιότυπα αυτά εναλάσσονται με μνήμες από οικογενειακά συμβάντα, περιπέτειές του και διαβάσματα. Σε όλα τα ποιήματα κυριαρχεί το β΄ πρόσωπο και το «εσύ» που προσδίδει αμεσότητα και θέρμη στην εξομολόγηση, μα και βαθύτερη συνοχή (…Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί…Κι εσύ κοιτάς απάνω απ΄το τιμόνι…Τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα…ο παπαγάλος σου ‘στειλε στερνή φορά το γεια σου…). Η μορφή των ποιημάτων είναι επιστολική και όλα θυμίζουν καρτ-ποστάλ σε φίλους και συγγενείς, καθώς σχεδόν σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν αφιερώσεις για τον παραλήπτη τους. Οι στίχοι διατηρούν το στοιχείο του απροσδόκητου, το ίδιο και οι ομοιοκαταληξίες. Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί,οι μαθήτριες σχόλασαν του Ωδείου φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.«Black and White»Τέλος γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει απόσταση από το καθημερινό, το συνηθισμένο και τυπικό γεγονός και παρατηρείται ότι ο τρόπος γραφής είναι απόλυτα εναρμονισμένος με τον ψυχισμό του ποιητή.

Τραβέρσο
Η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Τραβέρσο», εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του, το 1975. Στο «Τραβέρσο» έχουμε τη συνέχιση της θαλασσινής περιπέτειας, η οποία όμως τώρα έχει γίνει πιο δραματική. Κυριαρχούν οι καινούριες και πιο βασανιστικές εμπειρίες καθώς και το τρομακτικό ρίγος του θανάτου. Ο στίχος χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και δύναμη. Μειώνονται τόσο τα περιγραφικά όσο και τα διακοσμητικά στοιχεία και τη θέση τους παίρνει η γύμνια και η αλήθεια. Η γραφή του αγγίζει την τελειότητα αν και διακρίνεται η έντονη κούραση από τη μακροχρόνια επαφή με τη θάλασσα που περιγράφεται από στιγμές έντασης και εσωτερικής κάμψης. Εμφανίζεται ένας ποιητικός ρεαλισμός που αγγίζει παράξενα το ονειρικό στοιχείο μέχρι τη σύζευξη ονείρου και πραγματικότητας.

Βάρδια
(1954)Εναγώνιες αναζητήσεις. Πάθος για τη γνώση/ εμπειρίες Ντοκουμέντο σκληρής ζωής εργατών στη θάλασσα. Δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε συλλογή ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Αφήγηση των βασάνων, χαρών/αγώνας με το υγρό στοιχείο. Άφθονο αυτοβιογραφικό υλικό/εξομολογητικός χαρακτήρας. Ήρωες: μαρκονιστής Νικόλας (ο ίδιος ο ποιητής), υποπλοίαρχος Γεράσιμος, δόκιμος Διαμαντής, καπετάν Παναγής. Το 1954, ο Νίκος Καββαδίας, 44 ετών, εκδίδει τη "ΒΑΡΔΙΑ" από τις εκδόσεις Καραβία. Έχει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό κι εξομολογητικό και είναι αφιερωμένη στον Παναγή Γιαννουλάτο. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο, φορτηγό πλοίο έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Κεντρικοί ήρωες πάνω στο πλοίο "Πυθέας" είναι ο ασυρματιστής Νικόλας, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, ο υποπλοίαρχος Γεράσιμος, ο δόκιμος Διαμαντής που έχει μόλις "παρασημοφορηθεί" από το πρώτο του αφροδίσιο νόσημα κι ο καπετάν Παναγής..."[...] Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρμες ή χακί ξεβαμμένες, γιομάτες μικρές κουκίδες κόκκινες, πράσινες, μαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν' ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν' ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι απ' τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ' έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια.[...] Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο να 'ναι ακουμπισμένος με την πλάτη σ' έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το κομπολόι του, είναι ναυτικός που 'χει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς λένε, αγκωνάρι."


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ (ΕΤ1)



Εργα του:
 

Μαραμπού  

Πούσι

Τραβέρσο


Βάρδια




Του πολέμου - Στο άλογό μου 




ΛΙ 

(αποσπάσματα)


Με αφορμή τη γέννηση του Νίκου Καββαδία, 11 του Γενάρη 1910. Λι είναι το όνομα μια δεκάχρονης κινέζας που προσφέρεται να του κάνει διάφορες δουλειές όσο αυτός περιμένει στο καράβι ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, μέχρι να παραδοθεί αυτό σε άλλους ιδιοκτήτες. Λι είναι ένα όμορφο, μικρό πεζογράφημα, γραμμένο στις 25 του Δεκέμβρη 1968, που γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία.


Με αφορμή τη γέννηση του Νίκου Καββαδία, 11 του Γενάρη 1910, μεταφέρουμε αποσπάσματα από τη Λι, ένα όμορφο, μικρό πεζογράφημα, γραμμένο στις 25 του Δεκέμβρη 1968. Για πρώτη φορά εκδόθηκε το 1987.

Λι είναι το όνομα μια δεκάχρονης κινέζας που προσφέρεται να του κάνει διάφορες δουλειές όσο αυτός περιμένει στο καράβι ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, μέχρι να παραδοθεί αυτό σε άλλους ιδιοκτήτες. Μέσα στο πολύ μικρό χρονικό διάστημα αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε αυτόν και τη Λι, που οδηγεί σε μια σύντομη περιδιάβαση του τοπικού πολιτισμού και της φιλοσοφίας του…

Νίκος Καββαδίας


Η κινηματογραφική ταινία “Between the devil and the deep blue sea” (φωτογραφία) που γυρίστηκε το 1995 είναι βασισμένη σε αυτό το έργο του Καββαδία. Εδώ με ελληνικούς υπότιτλους:

Νίκος  Καββαδίας, Λι (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2010, ΙΣΤ΄ανατύπωση)


(…) Το πρωί μπήκαμε στη δεξαμενή και την άλλη μέρα φουντάραμε ανάμεσα Καουλούν και Χόνγκ Κόνγκ περιμένοντας να το παραδώσουμε στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουμε.

Δεν έχουν έτοιμα τα λεφτά, μου ’πε ο καπετάνιος. Θα μας καθυστερήσουν καθώς βλέπω καμιά βδομάδα. Άλλο που δε θέλεις.

Χαμηλή καταχνιά σκέπαζε τις δύο πολιτείες που εμάς δεν μας εμπόδιζε να βλέπουμε τα παρδαλά φώτα που δε σβήνουνε μέρα νύχτα. Καθόμουνα μοναχός στην τραπεζαρία. Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ’ ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ’ το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι ίσαμε έξι μηνών. Έπαιζε με τη στριφτή πλεξίδα της. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με τέχνη και χάρη χωρίς να κρατηθεί πουθενά. Φορούσε μια πάνινη μπλούζα κι ένα στενό μαύρο παντελόνι. Στο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο μπαμπού. Σενιάρισε με μια κίνηση των ώμων το μωρό στην πλάτη της. Έδειχνε ίσαμε οχτώ χρονώ. Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.

Τι θέλεις, ρώτησα.

Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.

Τι ξέρεις;

Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.

Τα χέρια της μιλούσαν. Σου ’δινε να καταλάβεις με χειρονομίες.

Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει.

Την έπιασα να κοιτάζει λαίμαργα ένα πιάτο με αυγά που βρισκόταν στο τραπέζι. Της έδωσα τέσσερα. Έβαλε δύο στις τσέπες και κράτησε τ’ άλλα δύο στα χέρια. Κίνησε να φύγει.

Πού πας;

Στο Σαμπάν*, στο σπίτι μου.

-Πώς θα κατέβεις την ανεμόσκαλα;

Έλα να δεις.

Φτάσαμε στην κουπαστή. Χωρίς κανένα σινιάλο πέταξε έξω τα δύο αυγά που κρατούσε και κατόπι τ’ άλλα δύο. Έσκυψα κι είδα πέντε ζευγάρια χέρια απλωμένα. Κανένα αυγό δεν έσπασε. Κατέβηκε σα μαϊμού από την ανεμόσκαλα. Τριγύρω μας καμιά δεκαριά μικρές γιόγκα.** Πλυντήριο, ραφτάδικο, καφενείο, μπακάλικο, γιατρός για τα δόντια, βελονιστής. Όλα με μια παντιέρα ζωγραφισμένη. Το Σαμπάν μπορντέλο είχε ένα τριφύλλι κίτρινο. Τη νύχτα κατέβαιναν οι παντιέρες κι ανέβαιναν τα φανάρια. Το Σαμπάν της μικρής κινέζας δεν πουλούσε τίποτα. Το ιδεόγραμμά του μεταφραζόταν «Το σπίτι των ζητιάνων».

Ξαναγύρισε σε λίγο πάλι με τον αδερφό, τον ξεζεύτηκε και τον έβαλε προσεχτικά στο αδειανό μιας κουλούρας από σκοινιά. Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.

Λοιπόν θα με πάρεις;

Ναι. Πώς σε λένε;

Μου ’πε κάτι που θα ’ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.

Θα σε λέω Λι, της είπα.

Συμφώνησε.

Πόσων χρονώ είσαι;

Σήκωσε τα χέρια και με μούτζωσε με τα δέκα δάχτυλα.

Κατάλαβα.

Πού γεννήθηκες;

Εδώ στα Σαμπάν. Δεν έχω βγει ποτέ στη στεριά όπως οι άλλοι εκατό χιλιάδες που ζούμε στη θάλασσα. Μας λένε «Τάνκα». Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω. Ούτε ο νόμος της πολιτείας μάς σκεπάζει. Μερικοί το σκάνε με ψεύτικα χαρτιά. Οι αρχές κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.

Κι όταν κανείς πεθάνει στα Σαμπάν;

Έρχεται η βάρκα νεκροφόρα. Είναι μια γιόγκα με μεγάλο πανί. Ξανοίγεται μακριά και τους φουντάρει.

Δεν θα ’θελες να δεις το Χόνγκ Κόνγκ; Να βγεις έξω;

Το ξέρω καλά. Κάθε εφτά μέρες έρχεται ο δάσκαλος κι ο παραμυθάς. Ο  ένας μάς μαθαίνει γράμματα. Ο άλλος μάς ιστοράει τις δύο πολιτείες. Μπορώ αν θέλεις να σε γυρίσω στην πιο δύσκολη συνοικία και να σε φέρω πίσω χωρίς να χάσω το δρόμο. Δοκιμάζουμε; Εσύ από πού κρατάς;

Από μακριά. Από ένα τόπο που εσείς τον λέτε His La Kuo (Ελλάδα).

Κατάλαβε τα κινεζικά μου. Χάρηκε.

Ξέρεις κινέζικα; Τα ’μαθες στο Peioing; (Πεκίνο).

-Pu shih (όχι).  Όμως έχω γεννηθεί στο Tung Sun Sheng (Μαντζουρία)(…)

 

(…) – Το Green Island, της είπα, είναι γιομάτο λουλούδια. Εδώ απ’ έξω είναι. Έχεις πάει;

Όχι, όμως το ξέρω. Κάποτε το κατοικούσαν αυτοί που ταξίδευαν με τις μεγάλες γιόγκες και λήστευαν τα καράβια. Σ’ ένα από τα παλάτια ζει ένα γέρος από μεγάλη γενιά. Τρέφει κάπου διακόσιες μικρές κοπέλες. Τις ταΐζει, τις ντύνει, όλη μέρα τις αφήνει και γυρίζουν στο περιβόλι. Τη νύχτα τις φυλάνε κάτι δικοί μας που μοιάζουνε με γυναίκες. Αν καμιά το σκάσει την πιάνουν και την πετάνε στη θάλασσα δεμένη.

Παραμύθια, της είπα. Σας τα λέει ο παραμυθάς.

Όχι. Αλήθεια σου λέω. Κάθε τόσο άνθρωποι δικοί του ψαρεύουν τα σπίτια μας. Διαλέγουν τις όμορφες. Αυτές το ’χουν μεγάλη τύχη να παν εκεί πέρα.

Θα ’θελες να πας;

Τέντωσε το κορμάκι της, σταύρωσε τις παλάμες στο στήθος και μου ’πε:

Lao pu (ποτέ).

Γύρισε και κοίταξε το αδερφάκι της που ’παιζε με τα παπούτσια μου.

Ούτε τούτο θ’ αφήσω να μου το πάρουν οι ψαράδες.

Φοβήθηκα πως θα κλάψει. Μα οι Κινέζες, πρέπει να ’σαι πολύ δικός τους για να κλάψουν μπροστά σου. Καθώς μιλούσε την τράβηξα απαλά και θέλησα να την καθήσω στα γόνατά μου. Αρνήθηκε κι έφυγε βιαστικά χωρίς – για πρώτη φορά – να πάρει το μικρό μαζί της. Λυπήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τούτο το δεκάχρονο κορίτσι πήρε στραβά το χάδι μου. Δεν πρόλαβα να βγάλω συμπέρασμα. Και ξανάρθε κρατώντας από το χέρι μια δεκαοχτάχρονη πατριώτισσά της.

-Εγώ είμαι μικρή, μού ’πε σοβαρά. Δεν έχω μάθει ακόμη την τέχνη. Τούτη ξέρει. Αυτές που ’ρχονται τη νύχτα μαζί σας είναι της δουλειάς. Τούτη…

Της εξήγησα(…)

(…) ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΤΖΑΜΗΣ – ο μεγαλύτερος που ξέρω – στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ’ όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σε μένα τον ίδιο.

Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;

Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το ’πα; Για να μου απαντήσει μ’ ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα.

Δε μιλούσε καθόλου. Κοιτούσε πέρα το νησί Lappa που μόλις φαινόταν κατά τη μεριά του Macao. Άρχισε να μιλάει σα μοναχή της.

Εκεί είναι το στενό Boccatigres. Ο ποταμός Πέρλα που σε πάει στη Whampoa, στην Καντώνα. Εκεί χτυπήθηκαν οι δικοί μας με τους άσπρους πριν πολλά χρόνια. Αυτοί είχαν κανόνια. Εμείς κάτι παλιοτούφεκα που μας είχαν πουλήσει οι ίδιοι. Δεν τους πολεμήσαμε τόσο μ’ αυτά. Είχαμε τουφέκι μας τη χολέρα· οι περισσότεροι πήγαν από βλογιά. Ήταν νέοι, όμορφοι με ξανθά μαλλιά. Όσοι γλίτωσαν μείναν σημαδεμένοι για όλη τους τη ζωή. Ένας απ’ αυτούς – ένα παιδί – δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο σπίτι του με χαλασμένο πρόσωπο. Έμεινε εδώ, ντυνόταν κινέζικα, ξέχασε τη γλώσσα του, τραβούσε ρικσά σαν τους κούληδες και δεν έπαιρνε πελάτη ποτέ από τη ράτσα του. Μονάχα Κινέζους. Ο παππούς μου τον πρόφτασε.

Σταμάτησε να μιλά. Μια πίκρα τριγύριζε το πρόσωπό της:

Τον λυπάμαι, μουρμούρισε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να λυπάσαι τον άλλον. Και πιο φριχτό, να σιχαίνεσαι. Εγώ δεν θα τον σιχαινόμουνα(…)

(…)ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, όταν ήρθε το όρντινο – θα φεύγαμε την άλλη μέρα με το  Asia του Triestino – της το ’πα. Δεν έδειξε καμιά ταραχή. Ετοιμάσαμε μαζί τις βαλίτσες μου. Της χάρισα την κουβέρτα μου, το μαξιλάρι, το στρώμα και δυο σεντόνια ιρλαντέζικα. Με φώναξε ο καμαρότος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου. Ο Καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει σοβαρό ύφος. Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.

Πάρε όσα αυγά περισσέψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το thermos νερό. Της το ’πα.

Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ’ όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.

Κατέβασε το κεφάλι της.

Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δύο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.

Θα ξαναγυρίσω, της είπα.

Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκοντας κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.

Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.

Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δεν μπορεί πια να κάνει καλό.

Πώς είναι;

-…είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.

Και πώς βοηθάει;

Δε βοηθάει. Προλαβαίνει· όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλάβουν πριν πέσει.

Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.

Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσων χρονώ είσαι;

Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;

Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει. Δε φάνηκε. 



* Σαμπάν: πλωτές κατοικίες, μαγαζιά κ.λ.π

** Γιόγκα : Κινέζικα καΐκια


Τα παρακάτω ποιήματα του Νίκου Καββαδία δεν εντάχθηκαν σε κάποια συλλογή, αλλά δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα


Τα Ανένταχτα


 



Νίκος Καββαδίας - Αρχείο ΕΡΤ

Ο Ποιητής Νίκος Καββαδίας - εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ - ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ 

(Σειρά ντοκιμαντέρ του ΤΑΣΟΥ ΨΑΡΡΑ)


 Ο Νίκος Καββαδίας στον ιστό 






Διαβάστε επίσης: 





 

Πως ο Γιώργος Σεφέρης πίκρανε τον Νίκο Καββαδία

 


Οι διαπροσωπικές σχέσεις των καταξιωμένων λογοτεχνών πάντα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ο Νίκος Καββαδίας διηγήθηκε ένα περιστατικό με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη το οποίο τον πίκρανε πολύ. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. 
Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία.

(Μαρτυρία Γιώργου Γεωργουσόπουλου, φιλόλογου – καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών)

Το καράβι κατέπλευσε στη Βηρυτό όπου ο Σεφέρης ήταν διορισμένος ως πρεσβευτής (1954). Ο Καββαδίας που γνώριζε καλύτερα την πόλη προσφέρθηκε να συνοδέψει τον Σεφέρη μέχρι το προξενείο. Το ταξί που μίσθωσαν τους πήρε μέσα από μια συνοικία όπου υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο (ελληνικές σημαίες, άνθρωποι που μιλούσαν ελληνικά κτλ). Ο Σεφέρης εντυπωσιάστηκε και ρώτησε τον Καββαδία τι ήταν εκεί. Όταν ο Καββαδίας του αποκάλυψε ότι βρίσκονταν στην περιοχή με τα μπουρδέλα, ο Σεφέρης θύμωσε και τον κατέβασε κάτω από το αυτοκίνητο.

(Μαρτυρία της Λίτσας Χατζοπούλου, φιλολόγου Πανεπιστημίου Ρεθύμνου)

Τα γεγονότα αυτά πίκραναν ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.




Ωστόσο υπάρχει ακόμα μια εκδοχή:

Unknown είπε...

Εδώ, έχουμε μια διαφορετική μαρτυρία από αυτήν της καθηγήτριας Λίτσας Χατζοπούλου, που μοιάζει πολύ.Διαφέρει μόνο ως προς τον τόπο και τον χρόνο. Τελικά πού είναι η αλήθεια και πού ο Μύθος; Παραθέτω εδώ την μαρτυρία του Φίλιππα Φιλίππου:... Οι δυο φίλοι είχαν στη Μασσαλία μια ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Γιώργο Σεφέρη έναν χρόνο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1937, όταν εκείνος που τότε ήταν πρόξενος στην Κορυτσά πήγαινε στο Λονδίνο για να τακτοποιήσει κάτι εκκρεμότητες της υπηρεσίας του. Έτυχε τώρα να συνταξιδεύουν στο ίδιο βαπόρι ο Στρατής Τσίρκας με τη γυναίκα του την Αντιγόνη που ξεκίνησαν από την Αλεξάνδρεια για να κάνουν το ταξίδι του μέλιτος στην Ευρώπη. Ο Καββαδίας, θέλοντας να τιμήσει τους δύο ποιητές - τύπωσε το Μαραμπού το 1933, ενώ ο Σεφέρης εξέδωσε τη Στροφή το 1931 και ο Τσίρκας τους Φελλάχους το 1937 -, τους πήγε σ' ένα εξοχικό μαγαζί στην περιοχή του Πράντο. Επέστρεψαν στο κέντρο της Μασσαλίας μ' ένα ταξί και οι δύο ναυτικοί με τον Σεφέρη συνόδευσαν τους νεόνυμφους στον σιδηροδρομικό σταθμό του Saint- Charles για να πάρουν το τρένο για το Παρίσι - ο Τσίρκας θα συμμετείχε στο Β' Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Φασισμού. Ως γνωστόν, μαζί με τον μαύρο Αμερικανό ποιητή Λάνγκστον Χιους έγραψε τον όρκο των ποιητών στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που διαβάστηκε στο συνέδριο από τον Λουί Αραγκόν (λίγο αργότερα ο Καββαδίας έγραψε το δικό του ποίημα για τον αδικοχαμένο Ανδαλουσιανό, αυτό που λέει «Ατσίγγανε κι αφέντη μου, με τι να σε στολίσω; Φέρτε...»).
Ο Σεφέρης, που έπρεπε να επισκεφθεί το ελληνικό προξενείο της πόλης, είχε καθυστερήσει μια μέρα το ταξίδι του για το Λονδίνο κι έτσι ο Καββαδίας σκέφτηκε να τον μυήσει στα μυστικά της Μασσαλίας. Πράγματι, μετά τον σταθμό, είπε στον οδηγό μια διεύθυνση και σε λίγο έφταναν στη rue des Phociens. Ο Σεφέρης, που γνώριζε καλά το κτίριο του ελληνικού προξενείου από τις προηγούμενες φορές που πέρασε από εκεί, ξαφνιάστηκε.
«Είναι η γειτονιά με τα μπουρδέλα», του είπε ο Καββαδίας και τον προσκάλεσε να μπουν σ' ένα μπαρ για να του γνωρίσει την Εσμεράλδα.
Ο Σεφέρης εξοργίστηκε από την αναπάντεχη πρόταση, αλλά επειδή ήταν άνθρωπος με καλή ανατροφή απλώς σκυθρώπιασε και τους παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο. Ο Καββαδίας και ο θείος μου κατέβηκαν και ο Σεφέρης πήγε στον προορισμό του με το ίδιο ταξί. Χρόνια έκαναν να μιλήσουν οι δύο ποιητές.
Η συμφιλίωσή τους έγινε με πρωτοβουλία του Καββαδία που έγραψε το Εσμεράλδα (αυτό που λέει «Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;») και το αφιέρωσε σε αυτόν: «Στον Γιώργο Σεφέρη», διαβάζουμε κάτω από τον τίτλο του ποιήματος που μπήκε στο Πούσι το 1947. Ασφαλώς, το όνομα Εσμεράλδα παραπέμπει στην τσιγγάνα της Μασσαλίας, την οποία ο Σεφέρης δεν θέλησε να γνωρίσει. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ζούσε μιαν υπέροχη ερωτική ιστορία με τη Μαρώ.


Διαβάστε επίσης: 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής της θάλασσας και του αγώνα

Ο τελευταίος έρωτας και η κατάρα του Νίκου Καββαδία




Ο τελευταίος έρωτας και η κατάρα του Νίκου Καββαδία

 


17 Mαϊου 1974: Στο Toυρκολίμανο ο  Nίκος Kαββαδίας παρέα με τη Θεανώ Σουνά, στα δεξιά του, τη Nιόβη Παπαδημητρακοπούλου, τον Hλία Πετρόπουλο και, εκτός κάδρου, τη Mαίρη Kουκουλέ 
(Φωτ.: Hλίας X. Παπαδημητρακόπουλος)



Σύμφωνα με τους μελετητές το 1973 ο Νίκος Καββαδίας, σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, γνώρισε τη φιλόλογο Θεανώ Σουνά. Ο ποιητής που ήταν στα εξήντα τρία του (δυο χρόνια δηλαδή πριν πεθάνει), ερωτεύτηκε τη νεαρή φιλόλογο, η οποία τότε ήταν μόλις είκοσι πέντε ετών.

Ο έρωτάς του φυσικά δεν είχε καμία προοπτική. Αυτό ήταν κάτι που συνειδητοποιούσε ο Καββαδίας αλλά και κάτι που φαίνεται να τον πλήγωνε.

Η ιστορία με τη Θεανώ Σουνά του θύμισε μια άλλη ιστορία που έζησε πολλά χρόνια πριν στην οποία οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι. Όταν ο Καββαδίας ήταν είκοσι ετών και τον είχε ερωτευτεί μια πενηντάχρονη. Ο Καββαδίας φυσικά δεν έμεινε σε εκείνη τη σχέση και η ερωτευμένη γυναίκα τον είχε «καταραστεί» όταν θα γίνει εξήντα να ερωτευτεί και αυτός μια νεότερή του γυναίκα για να καταλάβει πως ένοιωθε αυτή.



«Στα τελευταία του χρόνια ο Νίκος Καββαδίας έλεγε για τον έρωτα:

Τον κορόιδευα, δεν τον πίστευα. Ίσως τον φοβόμουνα, γιατί όχι; Και χθες πήγα στον Πειραιά κι έψαχνα να βρω κάτι… μια γυναίκα που μου ᾽πε μια φορά: ῾Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς τώρα που φεύγεις!᾽ Και πήγα στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί, παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό. Ήμουνα εγώ είκοσι, αυτή ήταν πενήντα.

Φυσικό ήτανε τότε να φύγεις.

Φυσικά, ναι. Αλλά τώρα η κοπέλα που αγαπάω εγώ είναι 25 κι εγώ 65.

Αν σου πει μείνε, την παρατάς τη θάλασσα;

Όχι, για όνομα του Θεού, όχι.»


* Μαρτυρία του Μήτσου Κασόλα («Η βάρδια του φίλου μου Νίκου Καββαδία τέλειωσε», εφημ. Αυγή, 16.2.1975, σ. 3,  αναδ. στο Τ. Κόρφης, «Νίκος Καββαδίας:  συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του», Αθήνα 1994, σ. 80)



Η «Πικρία» ήταν το τελευταίο ποίημα που πρόλαβε να γράψει ο Νίκος Καβαδίας, λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει (το ποίημα φέρει ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 1975 ενώ ο Καββαδίας πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1975).

Πρόκειται για ένα ερωτικό – αυτοβιογραφικό ποίημα εμπνευσμένο από τον έρωτα του ποιητή με τη Θεανώ Σουνά.  


Οι στίχοι του ποιήματος:


Πικρία

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι

και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,

τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,

και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.


Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,

και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα

με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,

για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.


Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι

τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι

το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,

για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.


Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα

την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο

Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα

και "Σε πονάει με τη νοτιά;" –Όχι από αλλού πονάω.


Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια

του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη

Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια

για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.


Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω

Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία

Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;

Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.


Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,

Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,

απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι

και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.


Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,

δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.

Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει

κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.


*Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή “Τραβέρσο” (1975). Mελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο και τραγουδήθηκε από τον Γιάννη Κούτρα (Ο Σταυρός του Νότου, 1979), τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα (Γραμμές των οριζόντων, 1992 και Παράλληλη δισκογραφία, 1997) και τους Γιάννη Κότσιρα και Γιάννη Κούτρα (Σταυρός του Νότου – Γραμμές των οριζόντων, 2005).


Εδώ μπορείτε να το ακούσετε από τον Γιάννη Κούτρα:




Στη Θεανώ Σουνά αφιερώνει ο ποιητής και το ποίημα "Fata Morgana" (επίσης από τη συλλογή "Τραβέρσο"):


Fata Morgana

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό

στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου

σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, 

που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.


Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί, 

οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι, 

όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί

χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη. 


Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.

Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.

Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά, 

Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει. 


Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.

Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.

Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.

Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


*Το ποίημα Fata Morgana μελοποιήθηκε και τραγουδίθηκε από την Μαρίζα Κωχ (1977):








Διαβάστε επίσης:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής της θάλασσας και του αγώνα

Πως ο Γιώργος Σεφέρης πίκρανε τον Νίκο Καββαδία

Νίκος Καββαδίας - Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου







Νίκος Καββαδίας - Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου

 

Και η μαγεία του πάθους του

να είχε τέτοια δύναμη

που ένα καράβι θα στεκόταν

πάνω σε μια σταγόνα δροσιάς.

Τζόζεφ Κόνραντ






"Λένε πως όταν ο Ιούλιος Βερν γνώρισε τον Αλέξανδρο Δουμά (πατέρα), αποφάσισε: Ό,τι κάνει αυτός με την Ιστορία θα κάνω εγώ με τη Γεωγραφία.

Κάπως ανάλογα αντιμετώπισε και ο Καββαδίας τη γενιά του: Ό,τι έκαναν εκείνοι με τη Ρωμιοσύνη έκανε αυτός με τη θάλασσα".

Κάπως έτσι ξεκινά το μικρό, ευφάνταστο βιβλιαράκι του Δημήτρη Καλοκύρη για τη ζωή και το έργο του Νίκου (Κόλια) Καββαδία ή Μαραμπού, όπως ήταν το παρατσούκλι του. Αποσπάσματα από το έργο του, γνωστά και άγνωστα επεισόδια απ' τη ζωή του, κρίσεις συγχρόνων του και φωτογραφίες, άψογα συνταιριασμένα όλα με το απαράμιλλο χιούμορ και τις γνωστικές ακροβασίες του Καλοκύρη, συνθέτουν την "Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου".



"Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια".






Ο Κόλιας γεννήθηκε το 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, στη Μαντζουρία της μακρινής Κίνας, από γονείς Κεφαλονίτες. Το 1930 μπαρκάρει και από τότε ταξιδεύει αδιάκοπα. Το 1933 εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο: Μαραμπού, απ' το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού των τροπικών χωρών. Όπως γράφει ο Καλοκύρης:

"Πιθανότατα ο Καββαδίας αντιλήφθηκε από νωρίς ότι η μυστική συνταγή των "νόστων" αποκαλύφθηκε γρήγορα, ότι και άλλοι δούλευαν στο ίδιο κατάστρωμα και πως η μεταγραφή της πρόθεσης για φυγή σε ρίμα δεν επαρκούσε. Έτσι επιστράτευσε μεθόδους δραστικότερες και αντανακλαστικές: την οξιδωτική σάτιρα, τη στεριανή ζάλη, τον υφάλμυρο ερωτισμό και, τέλος, το αμφίβιο μυθιστόρημα".



Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.

Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.

Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.


(Γυναίκα)




Ο Μαραμπού ήταν κοντούλης μελαχρινός, με μικρά ζωηρά μάτια, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες, παρωδώντας τα πάντα. Ο ίδιος αφηγείται μια "εντεψίδικη" πλάκα που σκάρωσε το 1954 στον Σεφέρη. Είχαν συναντηθεί στη Βυρητό, όπου ο Σεφέρης ήταν πρέσβης:

Θα πήγαινε στην Πρεσβεία για μια απ' τις εθνικές μας γιορτές. "Άσε να σε πάω εγώ". του λέω. Τον πήγα από ένα δρόμο που ήταν πήχτρα οι ελληνικές σημαίες από δω κι από κει. "Εδώ είναι Ελλάδα", μου λέει. "Δεν τον ήξερα αυτό το δρόμο". "Είναι τα ελληνικά μπορντέλα" του απαντάω. Θύμωσε. "Κύριε", μου λέει, "ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ". Κατέβηκα εγώ.

Ενώ, σύμφωνα με τον Τσίρκα, κόμπαζε πως από τη μυρωδιά μπορούσε να σου πει αν είχες κοιμηθεί με Παριζιάνα ή Κογκολέζα ή Κινέζα... ή Γενοβέζα.

"Για δυο πράγματα δε γελιέμαι εγώ: για τα ποτά και τις γυναίκες..."



Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό

στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου

σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,

που κοινωνούσαν οι πειρατές πριν πολεμήσουν.

(Fata Morgana)





Το 1947 εκδίδει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το "Πούσι", ενώ το 1954 το πρώτο του πεζό, τη "Βάρδια", όπου πια ο Καββαδίας ταυτίζεται απόλυτα με τον ασυρματιστή Νικόλα του βιβλίου. Άλλωστε και οι δύο είχαν στιγματίσει ανέκκλητα το κορμί τους:

"Θα πιω άλλο ένα για χάρη της θάλασσας... Για χάρη της γοργόνας που 'χω στο μπράτσο μου. Που σαλτάρει στη θάλασσα κάθε νύχτα και με κερατώνει με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι, γιομάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας. Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό, μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της". (Βάρδια)


Ενώ ο ίδιος έλεγε ότι "στο μπράτσο είχε μια γοργόνα που όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς... Δεν υπάρχει μέρος που να μην έχω τατού... Το μεγάλο ωροσκόπιο στην πλάτη, τρεις μέρες, τρεις Γιαπωνέζοι πάλευαν να μου το φτιάξουν... Όταν πεθάνω θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μη σαπίσουν. Να γίνουν αμπαζούρ να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων".




Όπως γράφει ο Καλοκύρης στο εξαιρετικό του πόνημα:
 Ο Καββαδίας δεν αποπειράθηκε να κάνει ναυτική ηθογραφία, ούτε να περιγράψει βάσανα και καημούς. Το ταξίδι στο έργο του είναι το αυτονόητο -και τελικά αναμενόμενο- σκηνικό. Το πλοίο είναι το ονειρώδες αφροδίσιο σώμα, το νερό η πλήρης ερωτική φαντασίωση. Η δράση είναι μια ασύνδετη, χαλαρή διαδοχή λεκτικών εικόνων με ελαστικό ιστό, που διαμόρφωσαν έναν "ναυτικό" αφηγητή, ο οποίος καταγράφει την Ποιητική του με θαλασσί μελάνι... Είναι ο ποιητής που διερμήνευσε στα καθ' ημάς αστικά τον ορισμό του Κόλεριτζ για τη θάλασσα:

Νερό, νερό παντού.

Ούτε σταγόνα για να πιεις.



Το 1975 πεθαίνει σε μια κλινική των Αθηνών από εγκεφαλικό επεισόδιο. Συνήθιζε να λέει πως σ' ένα από τα πρώτα του ταξίδια στο Περού, μια χαρτορίχτρα του προφήτεψε πως θα γίνει γνωστός στα 1934 και πως θα πεθάνει 64 χρονών. Πράγματι, το 1934 ήταν ένας από τους πιο ευτυχισμένους χρόνους για τον Κόλια, μετά την έκδοση του Μαραμπού (1933), όσο δε πλησίαζε η άλλη ημερομηνία, τόσο πιο πολύ σκεφτότανε το θάνατο. Η Περουάνα δεν έπεσε έξω. Πέθανε μερικούς μήνες μετά τη συμπλήρωση των 64 του χρόνων.

"Φοβάμαι μην πεθάνω στη στεριά", έλεγε. Και οι τελευταίες του λέξεις ήταν: "Αυτό που φοβόμουνα έγινε".


Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,

θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

(Mal du depart)






Τι είδους όμως είναι το βιβλίο που έγραψε ο Δημήτρης Καλοκύρης; Μια εισαγωγή στο έργο του Νίκου Καββαδία διανθισμένη με παραθέματα άλλων συγγραφέων; Μια σύντομη, χαλαρή και γραμμένη με παιγνιώδη διάθεση, βιογραφία; Προσωπικά, το διάβασα σα λογοτέχνημα και όσα, τόσο έξοχα αφηγείται, τα είδα, όπως γράφει κι ο συγγραφέας, σαν 
"ψήγματα, σαν χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, της μορφής ενός συγγραφέα που ελάχιστα γνώρισα, αλλά που κάποτε επιμελώς αποστήθισα. Παραθέματα άλλων συνδυασμένα χαλαρά και κάποιες σκέψεις διαζευκτικές εδώ κι εκεί. Ναυάγια συνειρμών; Ναυσιπλοΐα εν ου παικτοίς; Τρικυμία εν κρανίω; Αποφασίστε".




Σημειώσεις: Τα αποσπάσματα με μπλε χαρακτήρες είναι από τα βιβλία του Καββαδία ενώ αυτά με μπορντό είναι από κουβέντες του σε άλλους ή από συνεντεύξεις. Ο "ορισμός" του Κόλεριτζ για τη θάλασσα προέρχεται από την "Μπαλάντα του γέρου ναυτικού" και στα αγγλικά είναι: Water, water everywhere/nor a drop to drink. Το μότο του Κόνραντ είναι από το τρίτο κεφάλαιο της "Φρέγυας από τα 7 νησιά" και στο πρωτότυπο, πιο πλήρες, έχει ως εξής: ... as if the magic of his passion had the power to float a ship on a drop of dew or sail her through the eye of a needle. Οι δύο πρώτοι πίνακες είναι του Τσαρούχη (η πρώτη απεικονίζει τον Κόλια) και είναι προμετωπίδες στις δυο πρώτες ποιητικές του συλλογές ενώ ο τελευταίος είναι του Μανώλη Χάρου.



Πηγή: Ναυτίλος


 Διαβάστε επίσης: 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής της θάλασσας και του αγώνα

Πως ο Γιώργος Σεφέρης πίκρανε τον Νίκο Καββαδία



Νίκος Καββαδίας - Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα

 

Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα / Νίκος Καββαδίας. Επιμ. Guy (MichelSaunier. ΑθήναΆργα, 2009.


Βιβλίο με αθησαύριστα (όχι ανέκδοτα) πεζά και ποιήματα του Νίκου Καββαδία. Πρόκειται για λιγότερο γνωστά έργα του συγγραφέα, αρκετές όμως προτάσεις και στίχοι του μας θυμίζουν άλλα γνωστότερα. 
Κάποια από τα πρώτα ποιήματά του  τα οποία δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (μεταξύ 1928-1930) ο Καββαδίας τα υπογραφει σαν Πέτρος Βαλχάλας (ή Βαλχάλλας) ενώ το ποίημα "Αθήνα 1943" που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1943 στο παράνομο περιοδικό "Πρωτοπόροι", υπογράφει σαν Α. Ταπεινός.


Συμπεριλαμβάνεται και το πολύ ενδιαφέρον (αλλά δυστυχώς και μοναδικό ημιτελές έργο του συγγραφέα): «Η απίστευτη περιπέτεια του λοστρόμου Νοκαχαναμόκο». Το έργο ξεκίνησε ως μυθιστόρημα σε συνέχειες στο περιοδικό Πειραϊκό Βήμα (αρ. 6-10, Μάρτιος – Απρίλιος 1932). Έμεινε, όμως, στη μέση όταν το περιοδικό σταμάτησε την κυκλοφορία του αφήνοντας μας με την απορία για την προέλευση του περίεργου λοστρόμου…


Το ποίημα "Αγαπάω" δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγγυκλοπαίδιας, φ.173, 10 Μαρτ. 1929, σ. 103 και ο δεκαεννιάχρονος τότε Νίκος Καββαδίας υπέγραψε σαν Π. Βαλχάλας:


Αγαπάω

Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο

Τα θολά ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,

τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,

τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.

Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι

για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,

τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,

τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.

Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν

τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,

να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.

Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους

Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια

και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ‘ρθουν πίσω

αγαπάω, και θάθελα μαζί τους να πάω

κι ούτε πια να γυρίσω

Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες

που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…

αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό,τι κλαίει

γιατί μοιάζει μ’ εμένα.


Από το οπισθόφυλλο:


O παρών τόμος συγκεντρώνει τα αθησαύριστα έργα του Nίκου Kαββαδία, εκείνα δηλαδή που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες κ.ά., αλλά δεν έχουν ποτέ συμπεριληφθεί σε ποιητικές συλλογές ή αναδημοσιευτεί σε αυτοτελείς τόμους, και ως εκ τούτου δεν ήταν πια προσιτά στο αναγνωστικό κοινό. Δεν περιέχει κανένα ανέκδοτο ποίημα ή πεζογράφημα.
Tα πεζογραφήματα και ποιήματα που συγκεντρώνονται εδώ ανήκουν στη μεγάλη πλειονότητά τους στα πρώτα δημιουργικά χρόνια του Kαββαδία : ΄Eνα πρώτο ποίημα χρονολογείται από το 1926 ή 1927, τα ποιήματα που υπέγραψε με το ψευδώνυμο Πέτρος Bαλχάλ(λ)ας δημοσιεύτηκαν από τον Iανουάριο του 1928 ώς τον Iανουάριο του 1930, τα πεζογραφήματα γράφτηκαν από το 1932 έως το 1935, τα υπόλοιπα ποιήματα, που τα υπογράφει ο Kαββαδίας με τ' όνομά του, χρονολογούνται από το 1928 ώς το 1935. Mόνο πέντε ποιήματα ανήκουν σε μεταγενέστερες εποχές: Tα τρία αντιστασιακά ποιήματα είναι του 1943 και του 1945, το "Φοιτητές" του 1967 και το "Στίχοι για τη ζωγραφική σου" του 1971. 
Mερικά κείμενα, όπως "Tο ημερολόγιο ενός τιμονιέρη" (1932) ή το ποίημα "Kasbah" (1934), αποτελούν σημαντικότατα αριστουργήματα. Σχεδόν όλα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον επειδή, πέρα από τις επιμέρους αρετές τους, μας επιτρέπουν να δούμε τη γέννηση και την προοδευτική ανάπτυξη της θεματικής και του ιδιάζοντος λεξιλογίου του Kαββαδία, ή την επεξεργασία ενός μύθου, όπως εκείνου του ανέφικτου ταξιδιού κατά την προετοιμασία του "Mal du Depart".
Mερικά από τα κείμενα που δημοσιεύονται : "Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη", "Tαξειδιωτικαί αναμνήσεις - Πορτ-Σάιτ, Aλεξάνδρεια, Mαρσίλλια, Kάπο ντι Φάρο, Στρόμπολι, Aργοστόλι", "H απίστευτη περιπέτεια του λοστρόμου Nακαχαναμόκο", "Γράμμα σε μιαν άγνωστη κυρία", "Oι άνθρωποι της κοκαΐνης", "Γράμματα εν πλω", "H μικρή χορεύτρια", "O λοστρόμος από τα Φαρόερ", "Aθήνα 1943", "Aντίσταση" κ.λπ.



Διαβάστε επίσης:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - Ο ποιητής της θάλασσας και του αγώνα

Πως ο Γιώργος Σεφέρης πίκρανε τον Νίκο Καββαδία




Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ, Η ΤΕΧΝΗ, Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Γράφει ο Γιώργος Ανδρέου

  «Ο Έλον Μασκ και οι όμοιοι του, χωρίς διατύπωση σαφών ορίων μεταξύ επιχειρηματικότητας και ουμανισμού, εκπροσωπούν έναν ιδιότυπο συνδυασμό...