Η ζωή του ποιητή
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910, γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή και δυο μικρότερους αδερφούς. Το 1914 μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια Καββαδία επισκέφτηκε την Ελλάδα και κατέληξε στο Αργοστόλι ως το 1921, οπότε εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Είχε προηγηθεί η επιστροφή του πατέρα (ως το 1921) στη Ρωσία και η εκεί οικονομική καταστροφή του. Στον Πειραιά ο Νίκος τέλειωσε τη γαλλική σχολή του Saint Paul και το Γυμνάσιο. Παράλληλα δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, μετά το θάνατο του πατέρα του όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας τη συνεργασία του με φιλολογικά περιοδικά. Το 1929 μπάρκαρε στο φορτηγό πλοίο Αγιος Νικόλαος και από το 1930 ξεκίνησε η περίοδος των διαρκών ταξιδιών του ως το 1936. Το 1932 δημοσίευσε σε συνέχειες την Απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα. Το 1933 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μαραμπού, που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κριτική. Ακολούθησαν το Πούσι (1947) και η Βάρδια (μυθιστόρημα-1954), ενώ μετά το θάνατο του εκδόθηκε και η συλλογή Τραβέρσο (1975). Το 1934 η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1938 κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στην Ξάνθη. Το 1939 πήρε δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή. Το 1940 υπηρέτησε στην Αλβανία και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Κ.Κ.Ε. Από το 1945 ναυτολογήθηκε ως ραδιοτηλεγραφητής. Το 1953 πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστή Α'. Το 1965 πέθανε η μητέρα του. Το 1968 επισκέφτηκε την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί έγραψε το πεζό Λι. Πέθανε στην Αθήνα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει σχηματικά στη γενιά του τριάντα, στο χώρο της οποίας όμως κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Ο ποιητικός του λόγος εξέφρασε την ανάγκη απόδρασης από τη σύγχρονη του ποιητή ελληνική πραγματικότητα κυρίως μέσα από τα στοιχεία του κοσμοπολιτισμού και του εξωτισμού. Η γραφή του υπήρξε κυρίως βιωματική και ακολούθησε μια εξελικτική πορεία προς την αφαίρεση και τα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής.
Το έργο του Νίκου Καββαδία
Στο έργο του εκφράζεται η περιπέτεια μιας θαλασσινής ψυχής. Κυριαρχεί παντού η θάλασσα (απέραντος δρόμος γνώσεων, διέξοδος του ανικανοποίητου, παρήγορη προέκταση πέρα απ’ τους ασφυκτικούς ορίζοντες του παραδεκτού. Τα λιμάνια μικροί σταθμοί για λίγη ξεκούραση. Οι άνθρωποι επιβάτες: περνούν και φεύγουν. Οι μνήμες πολλές, πολλές φορές ανώνυμες.Το ταξίδι, χρόνος φευγιού, δρόμος ελευθερία.Το ότι έβλεπε τη θάλασσα σα βαπόρι , σαν σωσσίβιο του εσωτερικού του κόσμου το εκφράζει στο ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» (Μαραμπού). Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ να σας σώσει,κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων και ταξιδεύει αδιάκοπα στην ατελείωτη γη. Δέχθηκε επιρροές από Λαπαθιώτη, τον Ουράνη, τον Καρυωτάκη, τον Παπανικολάου, τον Εμμανουήλ και τον Καβάφη.Τον επιρρέασε φυσικά και ο Γάλλος ποιητής Μπωντλαίρ, τους ένωνε το κοινό πάθος της περιπέτειας, είχαν παράλληλη τεχνική:«Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί…» (συγκρισή με τις «Γάτες των φορτηγών – 2 πρώτοι στίχοι ), το αναφέρει και ο ίδιος στο ποίημα Gabrielle Didot («κι ένα τραγούδι σκάρωσα σε στυλ Μπωντλαιρικό…). Τρία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του και τη σημαδεύουν: α) ο άνθρωπος της θάλασσας και η αγάπη του γι’ αυτόν, β) η γυναίκα με όλες τις μορφές της που μεταβάλλονται μέσα στον ανάλογο χώρο και γ) ο θάνατος. (Κωστούλα Μητροπούλου). Η ποίηση του Καββαδία λειτουργεί σαν έκφραση καθημερινή σαν τις λέξεις που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να εκφράσουν τα πιο βαθιά τους κρυμμένα αισθήματα (ψάχνει την τελειότητα της γραφής, Μητροπούλου). Πάθος στην ποίησή του, πάθος ταξιδιών, ταξίδι προς το άγνωστο σε χώρες εξωτικές, ζωή ναυτικού γεμάτη αγωνία, ανησυχία και περιπέτεια. Τα ποιήματα του Καββαδίας δίνουν μιαν ανακούφιση και μια παρηγοριά γιατί προέρχονται από μια γνήσια ποιητική ψυχή που είναι πλασμένη να τραγουδεί…Μας ξαφνιάζει γιατί δείχνει πρώιμη ωριμότητα, δύναμη και μας συγκινεί παράδοξα. Στόχος που βγαίνει από τα βάθη, αλλότροπο ευαισθησία, πείρα ζωής και ψυχική ουσία.Δεν είναι πρωτότυπος στην εύρεση φραστικών μέσων ούτε αυτόφωτος. Μα δεν είναι μιμητής, έχει τόση ειλικρίνεια όση αρκεί για να πείσει τον αναγνώστη.
Μαραμπού
Το 1933, όταν ο Καββαδίας ήταν μόλις 22 χρόνων, εκδίδεται από τις εκδόσεις «Κύκλος» η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μαραμπού». Τα ποιήματά του περιλαμβάνονται πιθανότατα έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1927-1933, δηλαδή λίγο μετά από την πρώτη του επαφή με τη θάλασσα. Την ποιητική συλλογή αυτή διέπουν τόσο η φρεσκάδα όσο και η γοητεία της εφηβικής αθωότητας της πρώτης λαχτάρας. Κυριαρχούν εναλλασσόμενες εικόνες από το πέλαγος και τα λιμάνια. Παρουσιάζονται διάφορες μικρές και αυτοτελείς ιστορίες που έχουν ως πρωταγωνιστές ανθρώπους της θάλασσας (ο πιλότος Νάγκελ, ο νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, ο πλοίαρχος Φλέτσερ κ.α.) ή ακόμη και ζώα. Διακρίνεται η συνεχής αναζήτηση της έντασης, ο κίνδυνος και η ηδονή της αμαρτίας. Η μέθη της περιπέτειας και το πάθος στην καθάρια και τραγική του μορφή. Παντού κυριαρχεί η πίκρα που πηγάζει από το βούλιαγμα ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Στα ποιήματα υπάρχουν άνθρωποι που δε ξεκίνησαν ποτέ (Mal Du Depart), άλλοι που ξεκίνησαν και είναι έτοιμοι να ναυαγήσουν (Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου) και ακόμη κάποιοι άλλοι που χτυπήθηκαν ξαφνικά από το τυχαίο (πλοίαρχος Φλέτσερ). Το στοιχείο του έρωτα υπάρχει μα είναι παροδικό. Η γυναίκα είναι ανώνυμη, εμφανίζεται…μετά χάνεται και μερικές φορές μένει μονάχα στη μνήμη. Το φανταστικό έρχεται με έναν μοναδικό τρόπο σε επαφή με το πραγματικό και ο πυρετός της εναλλαγής γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος των ποιημάτων. Αν και ο λόγος είναι λιτός και απέριττος η αφήγηση χαρακτηρίζεται από τη δράση και το απρόοπτο. Κυριαρχεί η επίπεδη γραφή καθώς και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος σε α’ πρόσωπο. Χρησιμοποιούνται εμβόλιμες εικόνες, αχρησιμοποίητες και απρόοπτες ρίμες. Ακόμα και στοιχεία του μοντέρνου μέσα στην παράδοση. Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλλας,κι έχουν οι πάγοι τώρα χρόνια σκεπαστεί από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.«Καφάρ»
Πούσι
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία με τίτλο «Πούσι» εκδόθηκε το 1947, 15 χρόνια δηλαδή μετά το «Μαραμπού» Μέσα σε αυτά τα χρόνια συνέβησαν ποικίλα γεγονότα που επηρέασαν τον ποιητή. Μέσα σε αυτά είναι οι αυξημένες εμπειρίες του από τα καράβια και τα λιμάνια και φυσικά ο πόλεμος. Υπάρχει επίσης μια άκαμπτη δύναμη για αντίσταση που φτάνει αρκετά συχνά σε δραματικές κορυφώσεις. Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό κι ειν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα. Από να φοβάμαι και να καρτερώ κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.«Πούσι» Ο Καββαδίας σταματά να χρησιμοποιηθεί την επίπεδη που χαρακτήριζε το «Μαραμπού». Για το λόγο του ο Αιμίλιος Χουρμούζιος σημειώνει: «ο στίχος είναι υπαινικτικός και όχι πλαστικός. Νοσταλγικός μάλλον παρά δημιουργός άμεσων συγκινήσεων από την επαφή του αναγνώστη με τον ποιητή. Έχει την γοητεία όλων των πραγμάτων που βρίσκονται σε κάποια απόσταση από το καθημερινό, συνηθισμένο και τυπικό γεγονός». Αντιθετικά με το «Μαραμπού» στο «Πούσι» δεν υπάρχει η έξαρση και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος, ο ποιητής δε μας διηγείται πια συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή του στα καράβια. Τα στιγμιότυπα αυτά εναλάσσονται με μνήμες από οικογενειακά συμβάντα, περιπέτειές του και διαβάσματα. Σε όλα τα ποιήματα κυριαρχεί το β΄ πρόσωπο και το «εσύ» που προσδίδει αμεσότητα και θέρμη στην εξομολόγηση, μα και βαθύτερη συνοχή (…Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί…Κι εσύ κοιτάς απάνω απ΄το τιμόνι…Τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα…ο παπαγάλος σου ‘στειλε στερνή φορά το γεια σου…). Η μορφή των ποιημάτων είναι επιστολική και όλα θυμίζουν καρτ-ποστάλ σε φίλους και συγγενείς, καθώς σχεδόν σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν αφιερώσεις για τον παραλήπτη τους. Οι στίχοι διατηρούν το στοιχείο του απροσδόκητου, το ίδιο και οι ομοιοκαταληξίες. Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί,οι μαθήτριες σχόλασαν του Ωδείου φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.«Black and White»Τέλος γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει απόσταση από το καθημερινό, το συνηθισμένο και τυπικό γεγονός και παρατηρείται ότι ο τρόπος γραφής είναι απόλυτα εναρμονισμένος με τον ψυχισμό του ποιητή.
Τραβέρσο
Η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Τραβέρσο», εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του, το 1975. Στο «Τραβέρσο» έχουμε τη συνέχιση της θαλασσινής περιπέτειας, η οποία όμως τώρα έχει γίνει πιο δραματική. Κυριαρχούν οι καινούριες και πιο βασανιστικές εμπειρίες καθώς και το τρομακτικό ρίγος του θανάτου. Ο στίχος χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και δύναμη. Μειώνονται τόσο τα περιγραφικά όσο και τα διακοσμητικά στοιχεία και τη θέση τους παίρνει η γύμνια και η αλήθεια. Η γραφή του αγγίζει την τελειότητα αν και διακρίνεται η έντονη κούραση από τη μακροχρόνια επαφή με τη θάλασσα που περιγράφεται από στιγμές έντασης και εσωτερικής κάμψης. Εμφανίζεται ένας ποιητικός ρεαλισμός που αγγίζει παράξενα το ονειρικό στοιχείο μέχρι τη σύζευξη ονείρου και πραγματικότητας.
Βάρδια
(1954)Εναγώνιες αναζητήσεις. Πάθος για τη γνώση/ εμπειρίες Ντοκουμέντο σκληρής ζωής εργατών στη θάλασσα. Δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε συλλογή ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Αφήγηση των βασάνων, χαρών/αγώνας με το υγρό στοιχείο. Άφθονο αυτοβιογραφικό υλικό/εξομολογητικός χαρακτήρας. Ήρωες: μαρκονιστής Νικόλας (ο ίδιος ο ποιητής), υποπλοίαρχος Γεράσιμος, δόκιμος Διαμαντής, καπετάν Παναγής. Το 1954, ο Νίκος Καββαδίας, 44 ετών, εκδίδει τη "ΒΑΡΔΙΑ" από τις εκδόσεις Καραβία. Έχει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό κι εξομολογητικό και είναι αφιερωμένη στον Παναγή Γιαννουλάτο. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο, φορτηγό πλοίο έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Κεντρικοί ήρωες πάνω στο πλοίο "Πυθέας" είναι ο ασυρματιστής Νικόλας, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, ο υποπλοίαρχος Γεράσιμος, ο δόκιμος Διαμαντής που έχει μόλις "παρασημοφορηθεί" από το πρώτο του αφροδίσιο νόσημα κι ο καπετάν Παναγής..."[...] Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρμες ή χακί ξεβαμμένες, γιομάτες μικρές κουκίδες κόκκινες, πράσινες, μαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν' ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν' ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι απ' τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ' έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια.[...] Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο να 'ναι ακουμπισμένος με την πλάτη σ' έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το κομπολόι του, είναι ναυτικός που 'χει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς λένε, αγκωνάρι."
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ (ΕΤ1)
Μαραμπού
Πούσι
Τραβέρσο
Βάρδια
Του πολέμου - Στο άλογό μου
ΛΙ
(αποσπάσματα)
Με αφορμή τη γέννηση του Νίκου Καββαδία, 11 του Γενάρη 1910. Λι είναι το όνομα μια δεκάχρονης κινέζας που προσφέρεται να του κάνει διάφορες δουλειές όσο αυτός περιμένει στο καράβι ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, μέχρι να παραδοθεί αυτό σε άλλους ιδιοκτήτες. Λι είναι ένα όμορφο, μικρό πεζογράφημα, γραμμένο στις 25 του Δεκέμβρη 1968, που γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία.
Λι είναι το όνομα μια δεκάχρονης κινέζας που προσφέρεται να του κάνει διάφορες δουλειές όσο αυτός περιμένει στο καράβι ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, μέχρι να παραδοθεί αυτό σε άλλους ιδιοκτήτες. Μέσα στο πολύ μικρό χρονικό διάστημα αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε αυτόν και τη Λι, που οδηγεί σε μια σύντομη περιδιάβαση του τοπικού πολιτισμού και της φιλοσοφίας του…
Νίκος Καββαδίας |
Η κινηματογραφική ταινία “Between the devil and the deep blue sea” (φωτογραφία) που γυρίστηκε το 1995 είναι βασισμένη σε αυτό το έργο του Καββαδία. Εδώ με ελληνικούς υπότιτλους:
Νίκος Καββαδίας, Λι (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2010, ΙΣΤ΄ανατύπωση)
(…) Το πρωί μπήκαμε στη δεξαμενή και την άλλη μέρα φουντάραμε ανάμεσα Καουλούν και Χόνγκ Κόνγκ περιμένοντας να το παραδώσουμε στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουμε.
– Δεν έχουν έτοιμα τα λεφτά, μου ’πε ο καπετάνιος. Θα μας καθυστερήσουν καθώς βλέπω καμιά βδομάδα. Άλλο που δε θέλεις.
Χαμηλή καταχνιά σκέπαζε τις δύο πολιτείες που εμάς δεν μας εμπόδιζε να βλέπουμε τα παρδαλά φώτα που δε σβήνουνε μέρα νύχτα. Καθόμουνα μοναχός στην τραπεζαρία. Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ’ ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ’ το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι ίσαμε έξι μηνών. Έπαιζε με τη στριφτή πλεξίδα της. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με τέχνη και χάρη χωρίς να κρατηθεί πουθενά. Φορούσε μια πάνινη μπλούζα κι ένα στενό μαύρο παντελόνι. Στο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο μπαμπού. Σενιάρισε με μια κίνηση των ώμων το μωρό στην πλάτη της. Έδειχνε ίσαμε οχτώ χρονώ. Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.
– Τι θέλεις, ρώτησα.
– Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.
– Τι ξέρεις;
– Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.
Τα χέρια της μιλούσαν. Σου ’δινε να καταλάβεις με χειρονομίες.
– Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει.
Την έπιασα να κοιτάζει λαίμαργα ένα πιάτο με αυγά που βρισκόταν στο τραπέζι. Της έδωσα τέσσερα. Έβαλε δύο στις τσέπες και κράτησε τ’ άλλα δύο στα χέρια. Κίνησε να φύγει.
– Πού πας;
– Στο Σαμπάν*, στο σπίτι μου.
-Πώς θα κατέβεις την ανεμόσκαλα;
– Έλα να δεις.
Φτάσαμε στην κουπαστή. Χωρίς κανένα σινιάλο πέταξε έξω τα δύο αυγά που κρατούσε και κατόπι τ’ άλλα δύο. Έσκυψα κι είδα πέντε ζευγάρια χέρια απλωμένα. Κανένα αυγό δεν έσπασε. Κατέβηκε σα μαϊμού από την ανεμόσκαλα. Τριγύρω μας καμιά δεκαριά μικρές γιόγκα.** Πλυντήριο, ραφτάδικο, καφενείο, μπακάλικο, γιατρός για τα δόντια, βελονιστής. Όλα με μια παντιέρα ζωγραφισμένη. Το Σαμπάν μπορντέλο είχε ένα τριφύλλι κίτρινο. Τη νύχτα κατέβαιναν οι παντιέρες κι ανέβαιναν τα φανάρια. Το Σαμπάν της μικρής κινέζας δεν πουλούσε τίποτα. Το ιδεόγραμμά του μεταφραζόταν «Το σπίτι των ζητιάνων».
Ξαναγύρισε σε λίγο πάλι με τον αδερφό, τον ξεζεύτηκε και τον έβαλε προσεχτικά στο αδειανό μιας κουλούρας από σκοινιά. Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.
– Λοιπόν θα με πάρεις;
– Ναι. Πώς σε λένε;
Μου ’πε κάτι που θα ’ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.
– Θα σε λέω Λι, της είπα.
Συμφώνησε.
– Πόσων χρονώ είσαι;
Σήκωσε τα χέρια και με μούτζωσε με τα δέκα δάχτυλα.
Κατάλαβα.
– Πού γεννήθηκες;
– Εδώ στα Σαμπάν. Δεν έχω βγει ποτέ στη στεριά όπως οι άλλοι εκατό χιλιάδες που ζούμε στη θάλασσα. Μας λένε «Τάνκα». Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω. Ούτε ο νόμος της πολιτείας μάς σκεπάζει. Μερικοί το σκάνε με ψεύτικα χαρτιά. Οι αρχές κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.
– Κι όταν κανείς πεθάνει στα Σαμπάν;
– Έρχεται η βάρκα νεκροφόρα. Είναι μια γιόγκα με μεγάλο πανί. Ξανοίγεται μακριά και τους φουντάρει.
– Δεν θα ’θελες να δεις το Χόνγκ Κόνγκ; Να βγεις έξω;
– Το ξέρω καλά. Κάθε εφτά μέρες έρχεται ο δάσκαλος κι ο παραμυθάς. Ο ένας μάς μαθαίνει γράμματα. Ο άλλος μάς ιστοράει τις δύο πολιτείες. Μπορώ αν θέλεις να σε γυρίσω στην πιο δύσκολη συνοικία και να σε φέρω πίσω χωρίς να χάσω το δρόμο. Δοκιμάζουμε; Εσύ από πού κρατάς;
– Από μακριά. Από ένα τόπο που εσείς τον λέτε His La Kuo (Ελλάδα).
Κατάλαβε τα κινεζικά μου. Χάρηκε.
– Ξέρεις κινέζικα; Τα ’μαθες στο Peioing; (Πεκίνο).
-Pu shih (όχι). Όμως έχω γεννηθεί στο Tung Sun Sheng (Μαντζουρία)(…)
(…) – Το Green Island, της είπα, είναι γιομάτο λουλούδια. Εδώ απ’ έξω είναι. Έχεις πάει;
– Όχι, όμως το ξέρω. Κάποτε το κατοικούσαν αυτοί που ταξίδευαν με τις μεγάλες γιόγκες και λήστευαν τα καράβια. Σ’ ένα από τα παλάτια ζει ένα γέρος από μεγάλη γενιά. Τρέφει κάπου διακόσιες μικρές κοπέλες. Τις ταΐζει, τις ντύνει, όλη μέρα τις αφήνει και γυρίζουν στο περιβόλι. Τη νύχτα τις φυλάνε κάτι δικοί μας που μοιάζουνε με γυναίκες. Αν καμιά το σκάσει την πιάνουν και την πετάνε στη θάλασσα δεμένη.
– Παραμύθια, της είπα. Σας τα λέει ο παραμυθάς.
– Όχι. Αλήθεια σου λέω. Κάθε τόσο άνθρωποι δικοί του ψαρεύουν τα σπίτια μας. Διαλέγουν τις όμορφες. Αυτές το ’χουν μεγάλη τύχη να παν εκεί πέρα.
– Θα ’θελες να πας;
Τέντωσε το κορμάκι της, σταύρωσε τις παλάμες στο στήθος και μου ’πε:
– Lao pu (ποτέ).
Γύρισε και κοίταξε το αδερφάκι της που ’παιζε με τα παπούτσια μου.
– Ούτε τούτο θ’ αφήσω να μου το πάρουν οι ψαράδες.
Φοβήθηκα πως θα κλάψει. Μα οι Κινέζες, πρέπει να ’σαι πολύ δικός τους για να κλάψουν μπροστά σου. Καθώς μιλούσε την τράβηξα απαλά και θέλησα να την καθήσω στα γόνατά μου. Αρνήθηκε κι έφυγε βιαστικά χωρίς – για πρώτη φορά – να πάρει το μικρό μαζί της. Λυπήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τούτο το δεκάχρονο κορίτσι πήρε στραβά το χάδι μου. Δεν πρόλαβα να βγάλω συμπέρασμα. Και ξανάρθε κρατώντας από το χέρι μια δεκαοχτάχρονη πατριώτισσά της.
-Εγώ είμαι μικρή, μού ’πε σοβαρά. Δεν έχω μάθει ακόμη την τέχνη. Τούτη ξέρει. Αυτές που ’ρχονται τη νύχτα μαζί σας είναι της δουλειάς. Τούτη…
Της εξήγησα(…)
(…) ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΤΖΑΜΗΣ – ο μεγαλύτερος που ξέρω – στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ’ όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σε μένα τον ίδιο.
– Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;
Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το ’πα; Για να μου απαντήσει μ’ ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα.
Δε μιλούσε καθόλου. Κοιτούσε πέρα το νησί Lappa που μόλις φαινόταν κατά τη μεριά του Macao. Άρχισε να μιλάει σα μοναχή της.
– Εκεί είναι το στενό Boccatigres. Ο ποταμός Πέρλα που σε πάει στη Whampoa, στην Καντώνα. Εκεί χτυπήθηκαν οι δικοί μας με τους άσπρους πριν πολλά χρόνια. Αυτοί είχαν κανόνια. Εμείς κάτι παλιοτούφεκα που μας είχαν πουλήσει οι ίδιοι. Δεν τους πολεμήσαμε τόσο μ’ αυτά. Είχαμε τουφέκι μας τη χολέρα· οι περισσότεροι πήγαν από βλογιά. Ήταν νέοι, όμορφοι με ξανθά μαλλιά. Όσοι γλίτωσαν μείναν σημαδεμένοι για όλη τους τη ζωή. Ένας απ’ αυτούς – ένα παιδί – δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο σπίτι του με χαλασμένο πρόσωπο. Έμεινε εδώ, ντυνόταν κινέζικα, ξέχασε τη γλώσσα του, τραβούσε ρικσά σαν τους κούληδες και δεν έπαιρνε πελάτη ποτέ από τη ράτσα του. Μονάχα Κινέζους. Ο παππούς μου τον πρόφτασε.
Σταμάτησε να μιλά. Μια πίκρα τριγύριζε το πρόσωπό της:
– Τον λυπάμαι, μουρμούρισε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να λυπάσαι τον άλλον. Και πιο φριχτό, να σιχαίνεσαι. Εγώ δεν θα τον σιχαινόμουνα(…)
(…)ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, όταν ήρθε το όρντινο – θα φεύγαμε την άλλη μέρα με το Asia του Triestino – της το ’πα. Δεν έδειξε καμιά ταραχή. Ετοιμάσαμε μαζί τις βαλίτσες μου. Της χάρισα την κουβέρτα μου, το μαξιλάρι, το στρώμα και δυο σεντόνια ιρλαντέζικα. Με φώναξε ο καμαρότος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου. Ο Καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει σοβαρό ύφος. Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.
– Πάρε όσα αυγά περισσέψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το thermos νερό. Της το ’πα.
– Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ’ όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
– Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δύο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.
– Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
– Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκοντας κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
– Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.
– Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δεν μπορεί πια να κάνει καλό.
– Πώς είναι;
-…είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.
– Και πώς βοηθάει;
– Δε βοηθάει. Προλαβαίνει· όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλάβουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
– Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσων χρονώ είσαι;
– Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;
Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει. Δε φάνηκε.
* Σαμπάν: πλωτές κατοικίες, μαγαζιά κ.λ.π
** Γιόγκα : Κινέζικα καΐκια
Τα παρακάτω ποιήματα του Νίκου Καββαδία δεν εντάχθηκαν σε κάποια συλλογή, αλλά δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα
Τα Ανένταχτα
Ο Ποιητής Νίκος Καββαδίας - εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ - ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
(Σειρά ντοκιμαντέρ του ΤΑΣΟΥ ΨΑΡΡΑ)
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου