Του Γιώργου Φιλίππου *
Είναι επίσης γνωστό πως μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η αστική τάξη αυτών των χωρών και ο διεθνής ιμπεριαλισμός προσπαθούν να ξαναγράψουν ή καλύτερα να ξεγράψουν την πρόσφατη σοσιαλιστική Ιστορία των χωρών αυτών. Να θυμίσουμε το περίφημο μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, την αναβάπτιση της επετείου της αντιφασιστικής νίκης του Μάη του 1945 σε «ημέρα της Ευρώπης» κ.ο.κ. Είναι επίσης γνωστές οι διώξεις που υφίστανται οι κομμουνιστές και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι σε αυτά τα νέα καπιταλιστικά κράτη.
Αυτή η επίθεση ξαναγραψίματος της Ιστορίας είναι πολύπλευρη. Δε θα μπορούσε να αφήσει απ’ έξω την Τέχνη και τον Πολιτισμό. Μια επίθεση για να ξεχνάνε οι παλιοί και -κυρίως- να μη μαθαίνουν οι νέοι. Γιατί και στον τομέα του Πολιτισμού οι χώρες αυτές -οι σοσιαλιστικές- γνώρισαν πρωτοφανή άνθιση που δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με το προσοσιαλιστικό τους παρελθόν ούτε με το μετασοσιαλιστικό τους παρόν. Και στο επίκεντρο αυτής της επίθεσης στη σοσιαλιστική Τέχνη βρίσκεται η μουσική και οι Σοβιετικοί συνθέτες, με προεξάρχοντα τον Σοστακόβιτς.
Επειδή και τα δυο βιβλία είναι στην ουσία, έστω και χαμηλού επιπέδου, ιδεολογικο-πολιτικά κείμενα, το δεύτερο με αισθητικο-μουσικολογική επίφαση, παίρνουμε το «δικαίωμα» να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, παρ’ όλο που δεν είμαστε ειδικοί στη μουσική. Στην απάντηση αυτή κυρίως θα στηριχτούμε στον ίδιο το Σοστακόβιτς που τόσο βάρβαρα διαστρεβλώνεται και κακοποιείται η προσωπικότητά του. Αναφερόμαστε στο βιβλίο: «Ντμίτρι Σοστακόβιτς: Για τον ίδιο και την εποχή του» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»), το οποίο αποτελεί ανθολόγηση γραπτών του Σοστακόβιτς σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του, γραπτά που ποτέ δεν αποκήρυξε[1].
Θα θέλαμε κυρίως να τραβήξουμε την προσοχή και άλλων ανθρώπων -ειδικών- που όμως δεν πρέπει να αφήνουν αναπάντητα τέτοια, όπως θα δούμε αντιεπιστημονικά, υβριστικά και χυδαία λιβελογραφήματα. Ακόμα-ακόμα, επειδή οι πηγές που επικαλείται κυρίως ο Σ.Β. είναι πολλές και κυρίως ρωσικές, καθώς και αρχεία που σήμερα βρίσκονται στα χέρια των «νικητών» (ιστορικά προσωρινών οπωσδήποτε), βάρος πέφτει στα αδερφά κόμματα των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ, να απαντάνε στα αντικομμουνιστικά αυτά κατασκευάσματα.
Ο χώρος του άρθρου είναι μικρός για να υπάρχουν εκτενή αποσπάσματα. Θα αρκεστούμε σε πολύ λίγα που μπορούν όμως να δώσουν το «στίγμα» των βιβλίων αυτών.
Ανάμεσα στα δυο βιβλία σαν να υπάρχει καταμερισμός. Αυτό των παιδιών του Σοστακόβιτς -ο γιος μάλιστα είναι και αυτός μουσικός, συγκεκριμένα διευθυντής ορχήστρας, «αποδράσας» στις ΗΠΑ το 1982 και έχει επισκεφτεί και τη χώρα μας- απευθύνεται σε πιο «ελαφρύ» κοινό που αρέσκεται σε ιστοριούλες, αφηγήσεις κλπ.
Το άλλο απευθύνεται σε στενότερο κύκλο -πιο απαιτητικό- και θέλει να επηρεάσει, να διευκολύνει θα ήταν σωστότερο, την επίθεση στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, μέσα από κύκλους διανοουμένων, καλλιτεχνών και ειδικά αυτών που ασχολούνται με τη μουσική. Να γίνουν αυτοί φορείς αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Το πετυχαίνει;
Μα πρώτα-πρώτα είναι η ίδια η άρχουσα τάξη των καπιταλιστικών χωρών που αγκαλιάζει τέτοια κατασκευάσματα. Μετά υπάρχουν «πρόθυμοι» να το αναπαράγουν. Γιατί ο αντικομμουνισμός είναι ένα προσοδοφόρο επάγγελμα που εξασφαλίζει μια λαμπρή καριέρα, ανοίγοντας τις πόρτες στα σαλόνια της ολιγαρχίας, του Λαμπράκη και του Κυριακόπουλου, δίπλα σε πρέσβεις και άλλους διπλωμάτες κλπ. Ακούγοντας το Τρίτο Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ (και επί ΝΔ, και επί ΠΑΣΟΚ), αυτού του Οργανισμού που πληρώνει όλος ο ελληνικός λαός και που δυστυχώς ακόμα βρίσκεται, όπως και όλες οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, στα χέρια της ολιγαρχίας, πολλές φορές θυμούνται -οι παλιότεροι- τις αλήστου μνήμης εκπομπές επί χούντας: «Στον ιστό της Αράχνης», της άλλης αμαρτωλής, της ΥΕΝΕΔ. Ετσι διάφοροι παραγωγοί του Τρίτου Προγράμματος γίνονται φορείς αυτής της άθλιας προπαγάνδας. Αλλοι πάλι, χωρίς να κάνουν αντικομμουνισμό, απλά προσπαθούν να τον «ουδετεροποιήσουν», να μην αναφερθούν σε αυτά που «καίνε», δηλαδή τη συνειδητή στράτευση του Σοστακόβιτς.
Τέλος υπάρχουν και αυτοί που δεν κρύβουν την προοδευτική τους τοποθέτηση. Και αυτούς τους τελευταίους τους ανέχονται φυσικά για να υπάρχει η επίφαση της πολυφωνίας. Αλλωστε λίγες δόσεις δηλητηρίου (αντικομμουνιστικού) αρκούν. Ο Σ.Β. έχει ανακηρυχτεί -από ποιον άραγε;- σε επίσημο καθοδηγητή της ΕΡΤ επί ζητημάτων Σοστακόβιτς.
Και αυτό, ενώ στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια κυκλοφορεί το βιβλίο που αναφέραμε, με μαρτυρίες του ίδιου του Σοστακόβιτς.
Βέβαια ο αντικομμουνισμός με αφορμή το Σοστακόβιτς και άλλους Σοβιετικούς συνθέτες δεν είναι φετινός, κρατάει χρόνια. Αλλωστε από ό,τι ξέρουμε ο Σ.Β. πρέπει να έχει γράψει και άλλα βιβλία, περίπου του ίδιου περιεχομένου και επιπέδου.
Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι μόνο ελληνικό. Υπάρχουν και διάφοροι μουσικολόγοι που περιδιαβαίνουν τα Ωδεία ανά τας Ευρώπας και κάνουν βαθυστόχαστες αναλύσεις στους μαθητές των Ωδείων, πως ο Σοστακόβιτς είχε και ένα δεύτερο εαυτό που δε φαινόταν όσο ζούσε, δηλαδή χρησιμοποιώντας και την εκπαιδευτική βαθμίδα θέλουν να διαμορφώσουν μια νέα νομιμοφροσύνη.
Η μουσική, από όλες τις αποκαλούμενες καλές τέχνες, είναι η πιο αφηρημένη, απόλυτη Τέχνη θα λέγαμε.
Στη φωνητική μουσική (όπερα, ορατόριο, τραγούδι κλπ.) ο συνθέτης «ντύνει» με τη μουσική του το κείμενο του ποιητή, λιμπρετίστα, στιχουργού κλπ. Επίσης στη μουσική κινηματογράφου και θεάτρου ο συνθέτης επενδύει με τη μουσική τις σκηνές, τα πλάνα, την υπόθεση του έργου. Αρα σε αυτά τα είδη η μουσική ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο με το κείμενο, με το περιεχόμενό του. Εκεί τα πράγματα ως προς το περιεχόμενο της μουσικής είναι απλούστερα. Αλλά στην οργανική μουσική το περιεχόμενο είναι δύσκολο να ανιχνευτεί, εκτός αν περιέχεται στον τίτλο του έργου και των μερών του, ειδικότερα στη λεγόμενη προγραμματική μουσική. Π.χ. ακούγοντας ο καθένας, χωρίς να είναι ειδικός, το «Μολδάβα» του Βοημού (Τσέχου) συνθέτη Σμέτανα (1824-1884) και ξέροντας τον τίτλο, εύκολα μπορεί να φανταστεί τις πηγές του ποταμού, το ορμητικό ρεύμα στην αρχή, το ηρεμότερο στη συνέχεια, το πέρασμά του από πόλεις και χωριά κλπ., μέχρι το τέλος της ροής του. Γράφει π.χ. ο Σοστακόβιτς για την «απεικόνιση» στη μουσική: «Ο χαρακτήρας της μουσικής είναι τέτοιος που η σχέση της με το «μοντέλο» που ζωγραφίζει -με ολόκληρο τον κόσμο των σύγχρονων ιδεών και εικόνων- δεν είναι παρά έμμεση. Δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει άμεση ή ακριβής αντιστοιχία»[2].
Ομως η μουσική είναι τόσο αφηρημένη τέχνη, όπως είπαμε, που σχετικά εύκολα κάποιος μπορεί να πλαστογραφήσει τα κίνητρα του συνθέτη και αυτό που θέλει να εκφράσει, όπως θα δούμε και στην περίπτωση του Σ.Β. Π.χ. έναν ποιητή, ένα συγγραφέα, ένα σκηνοθέτη, ένα ζωγράφο είναι δύσκολο να τον πλαστογραφήσεις.
Πώς να εμφανίσεις λ.χ. το Γιάννη Ρίτσο ότι δεν είναι κομμουνιστής, όταν στο έργο του το ίδιο φαίνεται καλά τι ήταν στον καθένα, ειδικό και μη;
Πώς για τον ίδιο λόγο μπορείς να παραχαράξεις τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, ότι δεν ήταν κομμουνιστής; (Μπορείς βέβαια ευκολότερα να τους συκοφαντήσεις, κάτι που δε διστάζει φυσικά η αστική τάξη, όπως δε διστάζει και μπροστά σε τίποτα. Οπως και ο Σ.Β., που προκειμένου να σπιλώσει τον Πικάσο, δε δυσκολεύεται να επικαλεστεί μαρτυρίες ενός κοινού χαφιέ, πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών!)[3].
Η εγγενής λοιπόν ασάφεια του περιεχομένου είναι ένας από τους λόγους που προκρίνεται αυτή στην επίθεση ενάντια στη σοσιαλιστική τέχνη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η αστική τάξη θα παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια στρέβλωσης και σε άλλες μορφές τέχνης, παρερμηνείας και άλλων κομμουνιστών και γενικότερα προοδευτικών προσωπικοτήτων.
Κατ' αρχάς για πολιτικο-ιδεολογικούς λόγους: Ο Σοστακόβιτς είναι κορυφαίος. Ετσι -ειδικά επ’ ευκαιρία της επετείου- θα ακουστεί το όνομα αυτό σε περισσότερους ανθρώπους. Ολο και κάποιοι νέοι, ιδιαίτερα αυτοί που ασχολούνται με τη μουσική, θα μάθουν πως ο Σοστακόβιτς ήταν κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΣΕ, βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ, Πρόεδρος του Συνδικάτου Συνθετών της ΕΣΣΔ.
Ολο και περισσότεροι -που είναι φυσικό να μην ξέρουν με την πλύση εγκεφάλου που υφίστανται στον καπιταλισμό- θα αναρωτηθούν πώς αυτοί οι άνθρωποι, οι κομμουνιστές, μπορούν να έχουν τέτοιες ευαισθησίες, τέτοια ταλέντα, τέτοια καλλιέργεια;
Πώς στον αιώνα που πέρασε και που σημαδεύτηκε από τα λαϊκά κινήματα και την πρώτη απόπειρα οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας, έβαλαν τη σφραγίδα τους τέτοιοι και τόσοι σημαντικοί άνθρωποι; Οτι π.χ. ο πρώτος πανθομολογούμενα ζωγράφος του 20ού αιώνα, ο Πικάσο, ήταν κομμουνιστής, μέλος του Γαλλικού ΚΚ.
Ο κατά πολλούς μεγαλύτερος σκηνοθέτης κινηματογράφου του αιώνα που πέρασε, ο Αϊζενστάιν, ήταν κομμουνιστής, γέννημα θρέμμα της Σοβιετικής Ενωσης (ΣΕ).
Ο επίσης για πολλούς πρώτος θεατρικός συγγραφέας του 20ού αιώνα, ο Μπρεχτ ήταν κομμουνιστής.
Από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα, ο Μαγιακόφσκι, ο Χικμέτ, ο Ρίτσος, ο Ελιάρ, ο Νερούδα κλπ. ήταν κομμουνιστές.
Ακόμα δεκάδες, εκατοντάδες διανοούμενοι, στην αφρόκρεμα της διανόησης, ήταν κομμουνιστές, ριζοσπάστες, αντιιμπεριαλιστές.
Και ο πρώτος συνθέτης του αιώνα κομμουνιστής; Ε, αυτό δεν το αντέχει η αστική τάξη!
Γι’ αυτό και θέλουν να αρχίσουν να «ξηλώνουν», να αποϊδεολογικοποιούν, να ξαναγράφουν. Και ρίχνουν ιδιαίτερο βάρος στη μουσική και μέσα από αυτήν στο Σοστακόβιτς.
Δεύτερος λόγος που επιλέγεται ο τελευταίος είναι ο οικονομικός. Πρέπει να αστικοποιηθεί ο Σοστακόβιτς, να γίνει «καθώς πρέπει», να γίνει «δικός τους», ώστε να πουλιέται και να παίζεται χωρίς εμπόδια, χωρίς αντιρρήσεις. Αγορά είναι αυτή, ο ναός του καπιταλισμού, δεν παίζουμε με αυτή!
Ο τρίτος λόγος είναι ότι διευκολύνεται αυτή η επίθεση αστικοποίησης του Σοστακόβιτς επειδή ο γιος του, ο Μαξίμ, που είναι μουσικός, υπήρξε φυγάς στη Δύση.
Και τέταρτος, επειδή υπάρχει το «αβαντάζ»: ο ίδιος ο Σ.Β. ήταν βιογράφος επί ΣΕ του Σοστακόβιτς, ενόσω ζούσε. Και επειδή μιλάμε για την ΕΣΣΔ, χώρα με σχεδιασμένη οικονομία, προφανώς δεν αυτοδιορίστηκε τέτοιος, αλλά ορίστηκε από το σοβιετικό κράτος. Πώς να μην αξιοποιηθεί από το καπιταλιστικό σύστημα ένας τόσο πρόθυμος άνθρωπος;
Ο Στάλιν είναι τύραννος, Τσάρος (!), κομπλεξικός, κατά τον Σ.Β.
Για τη σοβαρότητα τούτου του πονήματος θα έφτανε να δίναμε 2-3 αποσπάσματα. Π.χ.: «Σίγουρα κι άσχημος και κοντός άντρας (σ.σ. ο Στάλιν) που ήταν (πολλοί σύγχρονοί του είχαν προσέξει το βλογιοκομμένο πρόσωπο, το κιτρινωπό δέρμα και το χαμηλό του μέτωπο), ο κομμουνιστής δικτάτορας θα πρέπει να φθονούσε τον ψηλό, καλοφτιαγμένο και όμορφο αυτοκράτορα»[4] (σ.σ. τον Τσάρο Νικόλαο τον Α΄ που είχε σαν πρότυπο ο Στάλιν κατά τον Σ.Β.!).
«Και εκείνος (σ.σ. ο Στάλιν), παρ’ όλο που ήταν επίσης κοντός και χωρίς το χάρισμα του ρήτορα, θα μπορούσε να γίνει ένας μεγάλος επαναστατικός ηγέτης»[5].
Ο δε Σοστακόβιτς και για τον Σ.Β., αλλά και για τα παιδιά του, είναι ένα ανθρωπάκι δειλό, απολίτικο, διπρόσωπο, υποκριτής, χαμαιλέοντας που προσαρμόζεται, που δε φεύγει από τη ΣΕ επειδή σκέφτεται την οικογένειά του, όταν απλοί εργάτες στην Ελλάδα και παντού στον κόσμο άφηναν την οικογένεια και την «ησυχία τους» και δίναν και τη ζωή τους για τα ιδανικά τους.
Τέτοιος λοιπόν ήταν ο Σοστακόβιτς; Οχι φυσικά, όπως θα φανεί από τα ίδια του τα γραπτά.
Το ότι οι συγγραφείς του βιβλίου είναι παιδιά του Σοστακόβιτς, δε δίνει καμιά εγκυρότητα στις απόψεις τους. Ολα μπορεί να κληροδοτούνται στον καπιταλισμό: Περιουσίες, πλούτη, γη, κεφάλαια, ακόμα και πνευματικά δικαιώματα, όμως η μεγαλοσύνη και το ταλέντο, όχι.
Ο Μαξίμ Σοστακόβιτς έκανε την επιλογή του, πήγε στη χώρα που ξέρουμε, στις ΗΠΑ σαν φυγάς, αυτό τα λέει όλα. Ας αφήσουμε τον πατέρα του να απαντήσει πώς βλέπει αυτή τη χώρα σε μια αναφορά του στα νέγρικα τραγούδια: «Τα τραγούδια αυτά που γεννήθηκαν στα ανθρωποκυνηγητά της Αλαμπάμα, στις φυτείες καπνού και μπαμπακιού της Τζόρτζια και στα έργα οδοποιίας στη Νότια Καρολίνα, αποτελούν αμείλικτο κατηγορώ του συστήματος των ταξικών διακρίσεων στις ΗΠΑ»[6].
΄Η ακόμα για τους απολίτικους διανοούμενους - δια στόματος Λουνατσάρσκι, απόσπασμα του οποίου χρησιμοποιεί ο Σοστακόβιτς: «Είναι προφανές ότι ένας καλός ειδικός (σ.σ. π.χ. μουσικός) που δεν έχει πάρει κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν πολίτη αμερικανικού τύπου που μπορεί μεν να κάνει καλά τη δουλειά του, αλλά μόνο και μόνο για χάρη της καριέρας του»[7].
Οσο για την τύχη των διανοουμένων και του έργου τους στον καπιταλισμό ας θυμίσουμε την ταινία «Δρ. Ζιβάγκο», βασισμένη σε έργο του Πάστερνακ που τόσο τον εκθειάζει ο Σ.Β., ακριβώς επειδή τον αγκάλιασαν στη Δύση. Αυτός ήταν ο Πάστερνακ; Εκεί τους ωθεί ο καπιταλισμός; Σε τέτοια «ψηλά» επίπεδα;
Τόσο σέβεται ο καπιταλισμός τον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομιά: Ρημάζουν οι πολιτιστικοί θησαυροί (μουσεία, μνημεία, ναοί κλπ.), όπου πατούν το πόδι τους οι καπιταλιστές και ο ιμπεριαλισμός (πρώην ΣΕ, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λίβανος κλπ.). Τόσο πολύ τα σέβονται! Οπως σέβονται την πολιτιστική κληρονομιά, την Ιστορία και την προσωπικότητα των Σοβιετικών συνθετών, του Σοστακόβιτς.
Να πούμε για την τύχη του Πολιτισμού στη σημερινή Ρωσία; ΄Η για τα ζοφερά έργα της Τέχνης και του Πολιτισμού -και της μουσικής- στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά και στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες; Μυστικισμός, αγνωστικισμός, θρησκοληψία, σκοταδισμός (στον 21ο αιώνα και κοντεύουμε να δούμε και έργα για «το φύλο των αγγέλων»), απαισιοδοξία -η μόνη «πίστη» που έχει μείνει στους αστούς διανοούμενους εκτός από το βόλεμα είναι στην «επέκεινα» ζωή. Αλλά και από τι να εμπνευστούν; Από τους πολέμους που εξαπολύει ο ιμπεριαλισμός; Από την ανεργία, τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, την υποκουλτούρα και τα ναρκωτικά που καταδικάζει τους λαούς; Από τη διαφθορά, την εγκληματικότητα και την πορνεία; Φυσικά αυτοί δεν αποτελούν το σύνολο των διανοουμένων στον καπιταλισμό. Υπάρχουν λαμπρές και όχι λίγες εξαιρέσεις που εμπνέονται από την Ιστορία των λαών και τα κινήματά τους που αυτά αναπτύσσονται και θα αναπτύσσονται συνέχεια, μέχρι την οριστική αυτή τη φορά ήττα του ιμπεριαλισμού και τη μεγάλη νίκη των λαών.
Να πώς περιγράφει ο Σοστακόβιτς την κυρίαρχη μουσική στον καπιταλισμό, κάτι που φυσικά ισχύει για το σύνολο των τεχνών: «Η γενική εικόνα της μουσικής του 20ού αιώνα δείχνει μια χωρίς προηγούμενο διαφοροποίηση: Στο ένα άκρο βρίσκεται η πολυεπεξεργασμένη και συνήθως τεχνητή κατασκευή του μοντερνισμού και στην άλλη άκρη η χυδαιότητα της «βιομηχανίας της κουλτούρας»[8]. Δηλαδή μια εστετίστικη μουσική για τους λίγους, τους «επαΐοντες» και για τις μάζες το χάος, το σκουπιδαριό, η σαβούρα.
«Παραβρέθηκα στα γεγονότα της επανάστασης, ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που άκουσε τον Λένιν να μιλάει μπροστά στο σταθμό της Φινλανδίας τη μέρα που έφτασε στην Πετρούπολη. Και παρ' όλο που τότε ήμουν πολύ νέος, αυτό χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μου»[9].
Γράφει ο Σ.Β.: «Είναι αμφίβολο αν θα εξακολουθούσε να παραμένει φίλη τους η ασυμβίβαστη Λουκάσεβιτς, στην περίπτωση που ο προσανατολισμός τους ήταν έκδηλα φιλοσοβιετικός»[10].
Η αναφερόμενη ήταν μια συγγραφέας παιδικών βιβλίων που ήρθε σε αντίθεση με τη σοβιετική εξουσία, όπως ισχυρίζεται ο Σ.Β.
Θαυμάστε δηλαδή πώς βγάζει ο Σ.Β. το συμπέρασμα ότι η οικογένεια (η οικογένεια, όχι ο ίδιος ο Σοστακόβιτς!) δεν ήταν έκδηλα (προσέξτε αυτό το: «έκδηλα», σαν το: «ολίγον έγκυος»), φιλοσοβιετική. Επειδή η ...«ασυμβίβαστη» (προσέξτε το: «ασυμβίβαστη») κλπ., κλπ.
Με τέτοια τερτίπια εξάγει ο Σ.Β. την ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση του Σοστακόβιτς.
Υπάρχει πληθώρα αποσπασμάτων στο βιβλίο: «Σοστακόβιτς: Για τον ίδιο και την εποχή του» που θα μπορούσαμε να πάρουμε και που από μόνα τους και αυθύπαρκτα καταδεικνύουν την ένταξη και συνειδητή στράτευση του συνθέτη. Παραθέτουμε ορισμένα, τα πιο ολιγόλογα: «Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη μελλοντική μου εξέλιξη, παρά μόνο στο πλαίσιο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μου»[11].
«Οσο πιο δραστήρια και συνειδητά συνεχίσει ο κάθε Σοβιετικός να δουλεύει στο μέλλον, τόσο πιο ευτυχισμένη και χωρίς έγνοιες θα γίνει η ζωή στη χώρα μας. Και η εγγύηση γι’ αυτό είναι η ακούραστη βοήθεια και η φροντίδα της κυβέρνησης και του Κομμουνιστικού Κόμματος»[12].
«Είναι μεγάλη τιμή να είσαι μέλος μιας τόσο υπέροχης κολεκτίβας, όπως είναι η αδελφικά εργαζόμενη κοινότητα των σοβιετικών ανθρώπων, μιας κοινότητας που δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία, μιας κοινότητας που στηρίζεται στην απεριόριστη αγάπη προς τον εργαζόμενο άνθρωπο, στην αγάπη και το σεβασμό προς όλους τους λαούς»[13].
«Οι εξαιρετικές ιδιότητες αυτών των αγωνιστών και των δουλευτών έχουν καλλιεργηθεί στο σοβιετικό λαό από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το νου και τη συνείδηση της εποχής μας»[14].
«Θεωρώ το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης σαν την πιο προοδευτική δύναμη του κόσμου. Πάντοτε έπαιρνα υπόψη μου τις συμβουλές του και θα συνεχίσω να το κάνω ως το τέλος της ζωής μου»[15].
«Είμαι περήφανος που ζω στη Σοβιετική Ενωση που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα»[16].
«Η εκλογή μου σαν βουλευτή στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ είναι πολύ σημαντικό γεγονός για μένα. Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα της ζωής μου, μέρα ευτυχισμένη και χαρούμενη»[17].
«Και δηλώνουμε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στη Λενινιστική Κεντρική Επιτροπή του ότι θα συνεχίσουμε να κρατάμε ψηλά τη σημαία της σοβιετικής τέχνης και να μένουμε πιστοί στις ιδεολογικές και καλλιτεχνικές αρχές της»[18].
Εζησε ο Σοστακόβιτς σε δύσκολα, σκληρά χρόνια. Η επανάσταση δεν είναι δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα.
Στη 10ετία του 1930 η ΣΕ είχε να διαλέξει: ΄Η θα προχωρούσε την εκβιομηχάνιση μαζί με την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας που αυτό σήμαινε τσάκισμα της δολοφονικής, σαμποταριστικής αντίδρασης των κουλάκων, δηλαδή της αστικής τάξης του χωριού ή θα ξαναγύριζε, θα πισωδρομούσε στον καπιταλισμό. Να πώς ο ίδιος ο Σ.Β. αφήνει να φανούν οι προθέσεις της αντεπανάστασης, δείχνοντας ακόμα πόσο ταξικός ήταν ταυτόχρονα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη σελ. 274 του βιβλίου του, διαβάζουμε για κάποιον συγγραφέα ονόματι Π. Α. Κούζκο να λέει: «Οι στρατιώτες που γυρίζουν απ’ τον πόλεμο θα καταλάβουν ότι η αγροτιά δεν πάει καλά με την κολεκτιβοποίηση και θα ανατρέψουν το σοσιαλιστικό καθεστώς». Με τους κουλάκους, δηλαδή μια μερίδα της διανόησης. Τίποτα πιο φυσικό, όπως θα δούμε παρακάτω που θα αναφερθούμε στη διανόηση.
Η αστική τάξη λοιπόν, έχοντας χάσει την εξουσία, δε σήμαινε πως δε διατηρούσε δυνάμεις είτε σαν υπολείμματα στο εσωτερικό είτε με την ύπαρξη και δράση των εμιγκρέδων στο εξωτερικό.
Μέσα στους τελευταίους ήταν και ένα σημαντικό κομμάτι της διανόησης, καθόλου ευκαταφρόνητο. Μεγάλα ονόματα και στη μουσική. Αυτοί ήταν φυσικό να ασκούν επιρροή και γοητεία σε κάποιους Ρώσους διανοούμενους και στο εσωτερικό της χώρας. Αλλωστε ο ιμπεριαλισμός τούς αξιοποιούσε στο έπακρο.
Πολλοί από τους φυγάδες διανοούμενους είτε ανήκαν οι ίδιοι στην πρώην άρχουσα τάξη (αστοί και ευγενείς, π.χ. Στραβίνσκι) είτε ήταν γαλουχημένοι αιώνες να την υπηρετούν. Και αν χρειάστηκε η Γαλλική Αστική Επανάσταση για να βγάλουν οι μουσικοί τη λιβρέα, χρειάστηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση για να πάψει κάθε εξάρτηση από τους εκμεταλλευτές. Αλλά και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των μουσικών στην Επανάσταση, σύμφωνα με τον Σοστακόβιτς;
«Κάθε φορά που η ανθρωπότητα κάνει ένα βήμα προς τα μπρος, οι μουσικοί είναι στην πρώτη γραμμή, ανάμεσα στους σημαιοφόρους. Δίνουν δύναμη στους γενναίους αγωνιστές, συνεφέρνουν τους αδύνατους και ενθαρρύνουν τους διστακτικούς. Η μεσαιωνική φεουδαρχική κοινωνία καταστράφηκε απ' τον εξεγερτικό ρυθμό της Μασσαλιώτιδας. Οι αλυσίδες της καπιταλιστικής καταπίεσης έσπασαν σε κομμάτια απ' τη ρωμαλέα μελωδία της Διεθνούς»[19].
Η ΣΕ ήταν περικυκλωμένη. Εκανε το μεγάλο άλμα στον ουρανό, αυτό το πρωτοφανές, το μεγαλειώδες: Την πρώτη κοινωνία στην παγκόσμια Ιστορία χωρίς αφεντικά. Και το έκανε νικηφόρα, παρά τις δυσκολίες. Μέσα σε αυτό το στροβίλισμα βρέθηκε και ο Σοστακόβιτς. Ηταν ενάντια στο σοσιαλισμό; Οχι. Μπορούσε να αποδράσει, να γίνει εμιγκρές σαν χιλιάδες άλλους, να ζει και να ευημερεί προσωπικά, όπως ο Στραβίνσκι και ο Ραχμάνινοφ; Μπορούσε. Ηταν ουδέτερος, αμέτοχος; Ούτε αυτό, όπως δείχνουν και τα γραπτά του. Συμμετείχε δραστήρια στην επανάσταση. Τον συνεπήρε και αυτόν, όπως εκατομμύρια σε όλον τον πλανήτη. Οπως και τον Σεργκέι Προκόφιεφ, αυτή την άλλη ψηλή κορφή της σοβιετικής μουσικής, που όντας στην καπιταλιστική Δύση και προκόβοντας εκεί, προτίμησε να επιστρέψει στη ΣΕ.
Στο μεταξύ, όπως είπαμε, η ταξική πάλη οξύνεται τη δεκαετία του ’30. Ο διεθνής ιμπεριαλισμός παρά τις αντιθέσεις του, τρέφει ελπίδες κύρια στη χιτλερική Γερμανία σε σχέση με τη ΣΕ. Τα γερμανικά μονοπώλια, οι Κρουπ, Φον Τίσεν κλπ. ανεβάζουν κυριολεκτικά τον Χίτλερ στην εξουσία και μάλιστα στο σημείο της καθοδικής του τάσης και ξαναανερχόμενης επιρροής του ΚΚ Γερμανίας. Τα μονοπώλια των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία κλπ.) και οι κυβερνήσεις τους τον στηρίζουν οικονομικά και πολιτικά (Σύμφωνο Μονάχου) για να επιτεθεί στη ΣΕ. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις -και η Γερμανία, και οι άλλες- αξιοποιούν την εντεινόμενη ταξική πάλη στη ΣΕ για να ανατρέψουν το σοβιετικό καθεστώς. Συνομωσίες, παράνομες οργανώσεις, απόπειρες δολοφονίας της σοβιετικής ηγεσίας κλπ. Οι ιμπεριαλιστές εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στους σοβιετικούς και τους αστούς διανοούμενους στην αντιφασιστική συμμαχία για να διεμβολίσουν τη σοβιετική κοινωνία.
Γράφει ο ίδιος ο Σοστακόβιτς για τις συνθήκες στη χώρα του: «Η ταξική πάλη συνεχίζεται ακόμα στη χώρα μας και συνεχίζεται και στη μουσική»[20].
Σε αυτό το κλίμα πρέπει να δούμε και τη διαμάχη μέσα στη ΣΕ. Δεν μπορείς να αποσπάς την οποιαδήποτε διαπάλη που διαπερνά κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής -και τον Πολιτισμό- από το ιστορικό πλαίσιο.
Αυτό επιχειρούν οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων, ειδικά ο Σ.Β. Ουσιαστικά δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες. Ολα τα περιγραφόμενα των συγγραφέων στέκονται στον αέρα. Αλλά και όταν κάνει κάποιες αναφορές, αυτές παίζουν μπουνιές η μια με την άλλη! Π.χ. βγάζει το Γεωργιανό Στάλιν Ρώσο εθνικιστή!: «Και όμως το ιδεολογικό τρίπτυχο του Νικόλαου, ορθοδοξία - απολυταρχία - εθνικότητα, ταίριαζε γάντι στον Στάλιν»[21], ενώ στη σελίδα 65 γράφει ότι στα χρόνια που στο μεγαλύτερο μέρος τους ηγέτες ήταν ο Λένιν και ο Στάλιν, χάθηκε η ρώσικη συνείδηση! Διαλέγετε και παίρνετε! Πραγματικό περιβόλι αυθαιρεσιών! «Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν είπε κάποτε ότι τα χρόνια ανάμεσα στο 1914 και το 1956 ήταν η περίοδος της “απώλειας της εθνικής μας συνείδησης”».
Στις 22 Ιουνίου του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα χτυπάνε ύπουλα τη ΣΕ. Το κόμμα των μπολσεβίκων και η ηγεσία της ΕΣΣΔ χαρακτηρίζουν τον πόλεμο «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Ηταν ένας απόλυτα σωστός -όπως αποδείχτηκε- χαρακτηρισμός που έδωσε το στίγμα της τακτικής και στρατηγικής των μπολσεβίκων τα χρόνια του πολέμου. Ηταν ένας πόλεμος, εκτός από ταξικός -κάτι που σε όλα τα χρόνια που διήρκεσε δε διέφυγε της προσοχής της ηγεσίας- και απελευθερωτικός. Με την επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας στη ΣΕ, ο πόλεμος από ενδοϊμπεριαλιστικός μετατρέπεται σε δίκαιο, απελευθερωτικό πόλεμο. Ετσι η ηγεσία της ΣΕ με το χαρακτηρισμό «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος» συσπειρώνει κάθε στοιχείο που θέλει να παλέψει ενάντια στον κατακτητή, ακόμα και αν δε συμφωνεί με το σοσιαλισμό. Αυτό δεν κρύβει κανέναν εθνικισμό.
Ακόμα ο Σ.Β. επαναλαμβάνει το γνωστό παραμύθι των αστών ιστορικών, πως η ΣΕ ήταν απροετοίμαστη για την επίθεση (σελ. 25), όμως αλλού (σελ. 268), αναφέρει την περίπτωση της ανάθεσης το 1937 από την ηγεσία στον Αϊζενστάιν του γυρίσματος της ταινίας «Αλέξανδρος Νιέφσκι» που θα χρησίμευε σαν παράδειγμα για τη συσπείρωση του ρώσικου λαού ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές, όπως έκανε ο Νιέφσκι το 13ο αιώνα!
Ο Σοστακόβιτς βρέθηκε και αυτός στη δίνη όλων αυτών των συγκρούσεων. Εγιναν λάθη από τη μεριά της σοβιετικής ηγεσίας; Φυσικά και έγιναν. Ιστορικά θα ήταν αδύνατο να μη γίνουν, ειδικά σε πρωτόγνωρα σκαλοπάτια για την ανθρωπότητα: το χτίσιμο μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Και λάθη και υπερβολές και πολλοί άνθρωποι και από το ίδιο το περιβάλλον του Σοστακόβιτς μπορεί και να καταδικάστηκαν άδικα. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρύψει το κυριότερο: η πορεία της ΣΕ, με την καθοδήγηση της ηγεσίας της, ήταν νικηφόρα. Μέσα σε ιστορικά ελάχιστο διάστημα, σε λιγότερο από δυο δεκαετίες, εξαφανίστηκαν η πείνα, η φτώχεια, η αγραμματοσύνη, η ανεργία κλπ., αυτά δηλαδή που ο καπιταλισμός δεν έλυσε ούτε στους αιώνες της ύπαρξής του ούτε θα λύσει στον αιώνα τον άπαντα, γιατί βρίσκονται μέσα στη φύση του. Οπως σε όλους τους τομείς, έτσι και σε αυτόν της Τέχνης, υπήρχε με σκαμπανεβάσματα, με παλινδρομήσεις, υπήρχε όμως άνοδος, βελτίωση του επιπέδου των μαζών και αυτό είναι η ουσία. Ταυτόχρονα αναπτύσσονταν, δημιουργούνταν πρωτοπόρα και κορυφαία έργα Τέχνης. Και μιλάμε για χώρες (Τσαρική Ρωσία), όπου για τις μάζες που βγαίναν από τον καπιταλισμό, αλλά και από προκαπιταλιστικές, φεουδαρχικές σχέσεις, η μόρφωση και η καλλιέργεια ήταν απρόσιτα. Παρ’ όλα αυτά η ΣΕ κάλυψε στον Πολιτισμό γρήγορα μεγάλο μέρος αυτής της καθυστέρησης.
Γράφει ο Σοστακόβιτς: «Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας»[22].
«Το Κόμμα μας δείχνει μεγάλη φροντίδα στην ανάπτυξη της μουσικής ζωής της χώρας μας. [...] και μέχρι αυτή τη μέρα νιώθω ακόμα τη φροντίδα του Κόμματος κυριολεκτικά σε κάθε μου βήμα ακόμα και στην καθημερινή ζωή»[23].
«Οι Εθνικές Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενωσης είναι με το δίκιο τους περήφανες για τις πρόσφατες επιτυχίες τους στον τομέα της μουσικής. Για πολλές απ’ αυτές η επαγγελματική μουσική γενικά και η εμφάνιση και άνθιση εθνικών ρευμάτων στη σύνθεση δεν άρχισε παρά στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, την Αρμενία, το Ουζμπεκιστάν και άλλες Σοβιετικές Δημοκρατίες έχουν γίνει πραγματικά θαύματα στον τομέα της μουσικής κουλτούρας»[24].
«Μας ρωτούν συχνά να εξηγήσουμε γιατί οι σοβιετικοί μουσικοί κερδίζουν μόνιμα τα πρώτα βραβεία στους διεθνείς διαγωνισμούς και σε τι διαφέρει η σοβιετική μουσική παιδεία απ' αυτήν του εξωτερικού. [...] Οι καλλιτεχνικά προικισμένοι έφηβοι ανατρέφονται στη Σοβιετική Ενωση με προσοχή και φροντίδα και έχουν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο δίκτυο από μουσικά δημοτικά σχολεία, μουσικά γυμνάσια και ωδεία. Κρατικές επιχορηγήσεις, οικοτροφεία, θέρετρα, σανατόρια, συναυλίες νέων, να μερικά μόνο απ’ τα πολλά πλεονεκτήματα που απολαμβάνει η νεολαία μας»[25].
«Στα εργοστάσια και τα γραφεία μας υπάρχουν άφθονα μουσικά, φωνητικά και χορευτικά σύνολα. Και αυτό δεν είναι κάτι που εκπλήσσει. Στη μουσική πρωτεύουσα του κόσμου (γιατί αυτόν τον τίτλο δίνουν ομόφωνα στη Μόσχα όσοι ξένοι διανοούμενοι την επισκέπτονται) η κουλτούρα δεν ανθίζει μόνο επαγγελματικά, αλλά και στους κύκλους των ερασιτεχνών»[26].
«Η σοσιαλιστική μας τέχνη και λογοτεχνία έχουν γεννηθεί κάτω από εξαιρετικά περίπλοκες συνθήκες που πηγάζουν απ' το γεγονός ότι εκατομμύρια και εκατομμύρια άνθρωποι συμμετέχουν στην πολιτιστική διαδικασία»[27].
«Οι καταπιεσμένοι λαοί των παραμελημένων περιοχών της τσαρικής Ρωσίας που ζούσαν σε συνθήκες έσχατης υλικής και πνευματικής φτώχιας, έχουν μέσα σε λίγες δεκαετίες φτιάξει τη δική τους, υψηλού επιπέδου, επαγγελματική μουσική»[28].
Μετά την αντιφασιστική νίκη, η ταξική πάλη δε σταματά, απλά αλλάζει μορφή.
Η μεν κολεκτιβοποίηση έχει προχωρήσει μετά τη συντριβή των κουλάκων προπολεμικά, αλλά η οικονομία έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές από την επίθεση και κατοχή των χιτλερικών. Οι νέες δυσκολίες (όπως και οι παλιότερες προπολεμικά), αυξημένες με τη μεγάλη αιμορραγία ατσαλωμένων στελεχών -οι κομμουνιστές ήταν μπροστάρηδες και στον πόλεμο- μεγαλώνουν τις πιέσεις για ιδεολογικές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, δηλαδή την οπορτουνιστική τάση. Οι ιμπεριαλιστές ξεκινούν τον ψυχρό πόλεμο (το πρώτο ανομολόγητο δείγμα είναι η χρήση της ατομικής βόμβας σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι) από τη μια, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούν τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν μεταξύ των αστών και των σοβιετικών διανοουμένων μέσα στην αντιχιτλερική συμμαχία για να επηρεάσουν τις εξελίξεις στη ΣΕ.
Στο σοσιαλισμό μπορεί να υπάρξει αυτή η διάσπαση; Σε ένα βαθμό, ναι. Ο σοσιαλισμός είναι ατελής, ενδιάμεση κοινωνία, για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Παρ’ όλο που στο σοσιαλισμό καταργείται η βασική ανταγωνιστική αντίθεση μεταξύ Κεφαλαίου-Εργασίας, εντούτοις παραμένουν αντιθέσεις, όπως μεταξύ χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, πόλης-χωριού κλπ. Αυτές θα λυθούν μόνο στην κομμουνιστική, την πλήρως αταξική κοινωνία, όπου θα νεκρωθεί και το Κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας. Ετσι αυτό το κομμάτι του λαού, η διανόηση, σε ένα βαθμό στέκεται πάνω από την υπόλοιπη κοινωνία. Και αυτό γιατί δεν μπορούν όλοι το ίδιο να προσεγγίσουν τον πολιτισμό. Στο σοσιαλισμό καταργούνται οι ταξικοί φραγμοί, οι οικονομικοί όροι που κάνουν μη προσπελάσιμο στις μάζες τον Πολιτισμό. Ομως δεν καταργείται αυτόματα -μόνο στον κομμουνισμό θα γίνει αυτό- το «προνόμιο» που έχει το παιδί του διανοούμενου να γίνει και αυτό διανοούμενος. Δεν κληρονομεί καμιά περιουσία στο σοσιαλισμό, κληρονομεί όμως από το οικογενειακό περιβάλλον περισσότερες γνώσεις, ενδιαφέροντα κλπ. απ’ ό,τι τα άλλα παιδιά. (Π.χ. η μητέρα του Σοστακόβιτς έπαιζε πιάνο, ο πατέρας του ήταν επιστήμονας, χημικός).
Αυτό επομένως το κομμάτι της κοινωνίας, η διανόηση, αναπτύσσει τον Πολιτισμό που έχει τους δικούς του κανόνες. Οντας λοιπόν ακόμα και στο σοσιαλισμό η διανόηση σε ένα βαθμό πάνω από την υπόλοιπη κοινωνία, μπορεί να αναπτύσσει αυτά τα μέσα έκφρασης ξεκομμένα από το λαό, να μην τον αγγίζουν. Αυτός είναι ο κίνδυνος του φορμαλισμού, δηλαδή η ανάπτυξη της φόρμας, τουτέστιν της μορφής, π.χ. ενός έργου Τέχνης, σε βάρος του περιεχομένου του.
Αυτός ο κίνδυνος που είναι υπαρκτός στο σοσιαλισμό δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί; Πρέπει να πούμε: «Ασε τους δημιουργούς να κάνουν αυτό που θέλουν, ξέρουν αυτοί»; Οχι, δεν μπορούμε. Πρέπει να ανοιχτεί μέτωπο, να υπάρξει διαπάλη μέσα στη διανόηση και όλη την κοινωνία γι’ αυτό. Από την άλλη μεριά η αστική τάξη -που μάλιστα δε θέλει να βγαίνει στην επιφάνεια το περιεχόμενο της κοινωνίας, γιατί τότε φαίνεται ποιος είναι με ποιον- έχει κάθε συμφέρον να προβάλλει το φορμαλισμό. Γι’ αυτό και βραχνιάζουν φωνάζοντας: «Η Τέχνη για την Τέχνη» και άλλα τέτοια εύηχα. Ομως το περιεχόμενο είναι αυτό που ζωογονεί την Τέχνη. Η υπερβολική ανάπτυξη της μορφής την απονεκρώνει, την κάνει «ένα αδειανό πουκάμισο».
Εξάλλου ο φορμαλισμός μπορεί να γίνει και το όχημα που θα παρασύρει και προοδευτικούς και έντιμους καλλιτέχνες και με την καθοδήγηση της αντεπανάστασης να τους υποτάξει στα σχέδιά της.
Αυτή λοιπόν η διαπάλη ενάντια στο φορμαλισμό μπορεί στη ΣΕ -ειδικά στη δεκαετία του ’30 ενόψει του πολέμου και τα χρόνια μετά το 1945 με τον ψυχρό πόλεμο- να πήρε οξεία μορφή, να έγιναν και λάθος εκτιμήσεις που να τις «πλήρωσαν» και άξιοι δημιουργοί, όπως ο Σοστακόβιτς; Μπορεί. Ομως δεν πρέπει ποτέ κάτι τέτοιο να το βλέπουμε αποσπασμένο από την πραγματικότητα, από την ιστορική συγκυρία, από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Μπορεί μετά από μια αντιπαράθεση κάποιος δημιουργός να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο που θα τον εκμεταλλευτεί κατάλληλα; Μπορεί. Ομως ο Σοστακόβιτς δεν το έκανε και αυτό τον ανεβάζει ακόμα περισσότερο στα μάτια του προλεταριάτου, των προοδευτικών ανθρώπων. Και αυτό όχι από δειλία. Γιατί όπως λέει και κάποιος Ζοστσένκο: «Ο συγγραφέας που έχει φόβο στην καρδιά του, χάνει το χάρισμά του»[29]. Το ίδιο φυσικά και ένας συνθέτης. Αυτό δείχνει το έργο του Σοστακόβιτς, η στάση του, όλα. Συνειδητά το έκανε. Μπορεί σε ζητήματα καθαρά αισθητικής να είχε σε κάποιες φάσεις διαφορές με την ηγεσία της ΣΕ. Ομως δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στο σοσιαλισμό, στην εργατική τάξη.
Ομως πώς στεκόταν ο Σοστακόβιτς απέναντι στο φορμαλισμό; Ας δούμε τι γράφει ο ίδιος: «Στις τέχνες, μαζί και στη μουσική, διεξάγεται σκληρή, αδιάλλακτη μάχη ανάμεσα σε δύο καλλιτεχνικές απόψεις. Η μία από αυτές -ο ρεαλισμός- είναι αποτέλεσμα της αρμονικής, ειλικρινούς, αισιόδοξης θεώρησης του κόσμου. Είναι μια προοδευτική κοσμοθεωρία που πλουτίζει τον κόσμο με πνευματικούς θησαυρούς. Η άλλη άποψη είναι ο φορμαλισμός και με τη λέξη αυτή εννοούμε την τέχνη που είναι στερημένη από αγάπη προς το λαό, το αντιδημοκρατικό εκείνο είδος τέχνης όπου η μορφή υπερισχύει πάνω στο περιεχόμενο, την τέχνη εκείνη που πηγάζει από μια παθολογικά διαταραγμένη, πεσιμιστική αντίληψη για την πραγματικότητα και από την έλλειψη πίστης στις δυνάμεις και τα ιδανικά του ανθρώπου. Αυτή η αντιδραστική και μηδενιστική κοσμοθεωρία οδηγεί στην παρακμή και τον εκφυλισμό της μουσικής σαν αισθητικής κατηγορίας του ωραίου»[30].
«Η δύναμη της σοβιετικής μουσικής βρίσκεται στο ρεαλισμό της και την ιδεολογία της. Στηρίζεται σταθερά στις αρχές της μαρξιστικής-λενινιστικής αισθητικής»[31].
«Πολεμώντας δίκαια τη δίχως ψυχή φορμαλιστική τέχνη, το Κόμμα πάντα έκανε έκκληση για ακατάπαυστη έρευνα, για τολμηρές καινοτομίες, για λαϊκότητα στην τέχνη και για ποικιλία στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό»[32].
«Ενα έργο (και όχι μόνο μουσικό, αλλά κάθε μορφή τέχνης) είναι αξιόλογο και αποτελεσματικό μόνο αν το διαπερνούν ιδέες προοδευτικές»[33].
«Υπάρχουν ορισμένα φαινόμενα στη δυτική μουσική που στο όνομα είναι καινοτόμα, αλλά στην πραγματικότητα κατευθύνονται ενάντια στον άνθρωπο ή -στην καλύτερη περίπτωση- τον αγνοούν»[34].
Μετά από τόσα εκτενή αποσπάσματα που μπορεί να γίνονται και κουραστικά στον αναγνώστη, μένει πια σε κανέναν κάποια αμφιβολία ότι ο Σοστακόβιτς αντιτιθόταν σθεναρά στο φορμαλισμό και στα κενά περιεχομένου έργα; Τι έχουν να κάνουν αυτές οι απόψεις με όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, κριτικούς και αναλυτές στον καπιταλισμό που υπερασπίζονται «η τέχνη για την τέχνη»; Και τέλος, όλα αυτά τα αποσπάσματα δεν είναι αρκετά για να αποδείξουν πως ο Σοστακόβιτς ήταν ένας στρατευμένος, κομμουνιστής διανοούμενος, δεμένος με το Κόμμα του και τη χώρα του, τη ΣΕ;
«Γιατί διάλεξα αυτό το συγκεκριμένο θέμα για την όπερά μου;
Πρώτα-πρώτα, γιατί οι κλασικοί της ρωσικής λογοτεχνίας έχουν, ως τώρα, χρησιμοποιηθεί ελάχιστα σε σοβιετικές όπερες. Αλλά κυρίως επειδή το έργο του Λεσκόφ είναι πλούσιο σε θεατρικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλο έργο στη ρωσική λογοτεχνία που να χαρακτηρίζει τόσο εκφραστικά τη θέση της γυναίκας στην προεπαναστατική Ρωσία […]
[…] Ο ρόλος μου σαν σοβιετικού συνθέτη, επομένως, ήταν να εξηγήσω αυτά τα γεγονότα από μια σοβιετική οπτική γωνία, χωρίς να θυσιάσω κάτι από τη δύναμη της ιστορίας του Λεσκόφ»[35].
Αυτά προσπάθησε να δώσει ο Σοστακόβιτς και κάθε άλλο παρά διαπνέονταν από αντισοβιετικές προθέσεις, όπως του αποδίδει σε όλο του το πόνημα ο Σ.Β. Αν το πετύχαινε πάντα αυτό είναι δύσκολο να το εκτιμήσεις, πολύ περισσότερο αποσπώντας την κριτική από το ιστορικό πλαίσιο. Πάντως από εκεί μέχρι να γράφεις ολόκληρα βιβλία για να αποδείξεις ότι ο Σοστακόβιτς κυνηγήθηκε, ότι ήταν ενάντια στο καθεστώς και άλλες υπερβολές, έχει μεγάλη απόσταση. Παραθέσαμε ήδη αρκετά αποσπάσματα που δείχνουν τη σταθερότητα και την πίστη του Σοστακόβιτς στον κομμουνισμό.
Νομίζουμε όμως πως έχουμε χρέος να πούμε και για μια άλλη παράμετρο, στην οποία φυσικά δε γίνεται καμιά αναφορά από το «δημοκράτη», φιλελεύθερο Σ.Β.: Το δικαίωμα και την υποχρέωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας να ασκεί κριτική και -όχι μόνο τη διαθεσιμότητα- αλλά και την απαίτηση του Σοβιετικού καλλιτέχνη να την «υποστεί», καθώς και να κάνει και αυτοκριτική. Τέτοια πράγματα είναι ανήκουστα και απαράδεκτα για τον καπιταλισμό, όπου κυριαρχεί το «εγώ» πάνω στο «εμείς». Και ποιο είναι αυτό το «εγώ»; Είτε είναι το «εγώ» του καπιταλιστή που το επιβάλλει σε όλη την κοινωνία είτε το «εγώ» του υποταγμένου στο Κεφάλαιο διανοούμενου που με υπεροψία το επιδεικνύει πάνω από την κοινωνία.
Ας δούμε τώρα πώς στέκεται ο ίδιος ο Σοστακόβιτς στα ζητήματα της κριτικής και της αυτοκριτικής. Γράφει: «Στην οργάνωσή μας έχουμε μια μεγάλη αδυναμία: δε μας αρέσει ούτε να κριτικάρουμε τους άλλους, ούτε να μας κριτικάρουν […]
[…] Καμιά φορά ξεχνάμε να σταθούμε αυτοκριτικά στο έργο μας, αλλά χωρίς την αυτοκριτική δε γίνεται να πάμε μπροστά […]
[…] Γιατί λοιπόν φοβόμαστε τόσο πολύ να κάνουμε και να δεχθούμε κριτική; […].
[…] Πώς γίνεται να θίγεται κάποιος από την κριτική; Για μένα, αυτό είναι τελείως παράλογο […]
[…] Κανείς μας δεν έχει λόγο να θίγεται όταν του γίνεται κριτική εδώ μέσα, γιατί δεν πρόκειται για ανταγωνιστική κριτική (σ.σ. όπως συνήθως γίνεται στον καπιταλισμό»[36].
Κάτω από το φως επομένως αυτών των απόψεων του Σοστακόβιτς, ακούγεται τελείως ψεύτικο το περί συντριβής, απόγνωσης ή εξοργισμού του, λόγω της κριτικής που του έγινε, ακόμα και υπερβολικής, ακόμα και άδικης, όπως ισχυρίζονται οι όψιμοι και αυτόκλητοι προστάτες του.
«Εχω γοητευτεί πολύ από τις απεριόριστες δυνατότητες που ξανοίγει η οθόνη του κινηματογράφου…»[37].
«Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και κάθε χρόνο σχεδόν αναλαμβάνω κάποια δουλειά για τον κινηματογράφο. Αυτό το είδος δουλειάς μου άρεσε πάντοτε. […]
[…] Η δική μου εμπειρία πάνω στο θέμα με έχει πείσει ότι η δουλειά στο σινεμά ανοίγει μπροστά στο συνθέτη τεράστιες δυνατότητες και μπορεί να τον ωφελήσει πάρα πολύ»[38].
«Το φιλμ ήταν ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτό που ανέφερα νωρίτερα, δηλαδή ότι για το συνθέτη ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο καλλιτεχνικό σχολείο, αλλά συχνά και πολιτικό σεμινάριο»[39].
«Και ήταν επόμενο η δουλειά μου πάνω στη μουσική για φιλμ να έχει ευεργετική επίδραση στις άλλες μου συνθέσεις. Αρκετά έργα μου οφείλουν τη σύλληψή τους στη δουλειά μου στον κινηματογράφο […]
[…] Το αναφέρω αυτό για να ενισχύσω τον ισχυρισμό μου ότι η δημιουργική επαφή με τους ανθρώπους του κινηματογράφου και του θεάτρου και ειδικά το γράψιμο μουσικής για τον κινηματογράφο συμβάλλει στην αύξηση της πολυμορφίας της παραγωγής του συνθέτη, βοηθώντας τον στο έργο του και σε άλλα είδη μουσικής»[40].
Αλλά οι εικασίες είναι φαίνεται δοκιμασμένος τρόπος στους αστούς διανοούμενους για να ερμηνεύουν τα πράγματα. Ετσι, στις 8 Ιανουαρίου του 1956, κάποιος Χάουαρντ Τάουμπμαν, μουσικοκριτικός στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς», σε ένα άρθρο του για τον Σοστακόβιτς με τίτλο «Ο Σοστακόβιτς απόκτησε το δικαίωμα να είναι λιγάκι ελεύθερος», γράφει: «...Μας χωρίζει τόσο μεγάλη απόσταση που μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για την ψυχική κατάσταση του συνθέτη…», για να πάρει την απάντηση από τον ίδιο τον Σοστακόβιτς: «…Και τι σχέση έχει η απόσταση με την κρίση για την “ψυχική κατάσταση” ενός καλλιτέχνη; Στο κάτω-κάτω, η απόσταση που χωρίζει τη Νέα Υόρκη, όπου ζει ο κ. Τάουμπμαν, από τη Μόσχα, που ζω εγώ, δεν εμπόδισε εκείνον να ακούσει το Κοντσέρτο μου ή εμένα να διαβάσω την κριτική του […]
[...] Ο ίδιος ο τίτλος αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων: «“Ο Σοστακόβιτς απόκτησε το δικαίωμα να είναι λιγάκι ελεύθερος”. Διαφωνώ με αυτό. Αν απόκτησα το δικαίωμα να είμαι ελεύθερος, γιατί μόνο λιγάκι ελεύθερος; Εμείς στη Σοβιετική Ενωση είμαστε μαθημένοι στην πλήρη ελευθερία: είμαστε ελεύθεροι από την υποταγή στους εκατομμυριούχους, ελεύθεροι από δωροδοκίες, ελεύθεροι από τους αστούς εκδότες»[41].
Πώς τώρα, με ποιο τρόπο, επιχειρεί να αποϊδεολογικοποιήσει, να αστικοποιήσει τον Σοστακόβιτς ο Σ.Β.;
Εχει βρει τη συνταγή. Δεν το έχει σε τίποτα να καταφεύγει σε αστήριχτα, παντελώς αβάσιμα, αντιεπιστημονικά κατασκευάσματα, σε φτηνά κόλπα. Στήνει ένα ολόκληρο σκηνικό που θα το θαύμαζαν συγγραφείς και σκηνοθέτες έργων επιστημονικής φαντασίας.
Ο Σοστακόβιτς δεν είναι αυτός που είναι, όπως βγαίνει μέσα από τα γραπτά του, τις μαρτυρίες, τις απόψεις του, όπως δημόσια εκφραζόταν σχεδόν καθημερινά. Οπως το δείχνουν η δράση και οι παρακαταθήκες του.
Ο Σ.Β., όπως και όλοι οι αστοί αντικομμουνιστές αναθεωρητές της Ιστορίας, πιστεύει πως μπορεί να τη γυρίσει ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω. Αν δηλαδή η πραγματικότητα δε συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο γι’ αυτή.
Ποια λοιπόν είναι τα εφευρήματα που πάνω τους στηρίζεται όλο το σαθρό του οικοδόμημα;
Το πρώτο από αυτά - ότι ο Σοστακόβιτς δεν είναι ο συνθέτης του 20ού αιώνα που ζει, δρα, συνθέτει στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Σοστακόβιτς είναι κάτι σαν μετενσάρκωση του Πούσκιν! Ο Σοστακόβιτς δεν έχει τη δικιά του προσωπικότητα, αλλά είναι η σκιά ενός ποιητή του προηγούμενου, του 19ου αιώνα, της τσαρικής Ρωσίας! Ο,τι κάνει, ό,τι δημιουργεί, το πραγματοποιεί έχοντας στο νου του τον Πούσκιν. Πώς γίνεται αυτό;
Ο Σοστακόβιτς, όπως και ο Πούσκιν, ήταν ένας γιουροντίβι, τρελός του θεού, κάτι σαν ραψωδός, λαϊκός φιλόσοφος, γελωτοποιός κλπ. και σαν τέτοιος λειτουργούσε καταμεσής στον 20ό αιώνα, με το προλεταριάτο που είχε την επιστήμη στα χέρια του να βρίσκεται στο ιστορικό προσκήνιο και να κατατροπώνει καθημερινά όλες αυτές τις δεισιδαιμονίες!
Δεν αξίζει νομίζουμε να σταθούμε σε τέτοιους άγαρμπους ιδεολογικούς ακροβατισμούς που δεν υπάρχει «δίχτυ ασφαλείας» να σώσει όποιον τους επιχειρεί. Γκρεμοτσακίζεται, παρασέρνοντας και κάθε επίφαση επιστημονικότητας.
Σε αυτά που θα σταθούμε είναι τα περί ιντελιγκέντσιας (διανόησης), καθώς και στο ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία.
Η διανόηση δεν αποτελεί κοινωνική τάξη με τα δικά της κοινά συμφέροντα και αντιλήψεις, αλλά μια κατηγορία του πληθυσμού διαστρωματωμένη που ξεκινάει από την αστική τάξη, ακόμα και τη μονοπωλιακή ολιγαρχία, περνάει από τα μεσαία στρώματα και καταλήγει μέχρι «κάτω», προσεγγίζοντας, ακόμα και ταυτιζόμενη με το προλεταριάτο, π.χ. επιστήμονες και καλλιτέχνες με σχέση μισθωτής εργασίας που όμως δεν κατέχουν διευθυντική θέση κλπ.
Ετσι και η «ιδεολογία» της διανόησης δεν είναι κοινή, ενιαία. Βέβαια ορισμένοι διανοούμενοι λόγω της φύσης της Τέχνης και της Επιστήμης μπορούν να προσεγγίζουν την κοινωνική εξέλιξη, να ευαισθητοποιούνται και να μπορούν να διακρίνουν το καινούργιο από το παλιό, το προοδευτικό από το συντηρητικό κλπ. Ετσι μπορεί και ένας φεουδάρχης διανοούμενος να προσεγγίζει την αστική επανάσταση και ένας αστός διανοούμενος την προλεταριακή.
Ομως σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει το αδιάσπαστο, το ενιαίο και διαχρονικό της διανόησης που υποστηρίζει ο Σ.Β. και δε φανταζόμαστε να υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να πιστεύει πως αυτή η εξαίρεση μπορεί να γίνεται με τη ρώσικη διανόηση, τη ρώσικη ιντελιγκέντσια, όπως ισχυρίζεται -κάτι που βρωμάει εθνικισμό- ο κατά τα άλλα πασχίζων να εμφανιστεί αντικειμενικός και επιστημονικός Σ.Β.
Και σε καμιά περίπτωση οι αντιδραστικοί αντεπαναστάτες Σολζενίτσιν, Ζαχάροφ κλπ. δεν μπορεί να είναι συνεχιστές των επαναστατών Ρώσων διανοουμένων του 19ου αιώνα: Χέρτσεν, Ντομπρολιούμποφ, Μπελίνσκι κ.ά. που τόσο εκτιμούσε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι γενικότερα.
Αν και την εποχή τους το προλεταριάτο δεν είχε διαμορφωθεί σε «τάξη για τον εαυτό της», οι επαναστάτες αυτοί διανοούμενοι άνοιξαν το δρόμο για να βρει εύφορο έδαφος ο μαρξισμός σε αυτή τη χώρα, με τον Πλεχάνοφ και άλλους μαρξιστές αρχικά και με το Λένιν-που επηρεάστηκε βαθιά από αυτούς- και τους μπολσεβίκους αργότερα.
Φυσικά κανένας δεν αρνιέται το ρόλο της παράδοσης, όχι βέβαια σαν κάτι που αφορά ένα στενό κύκλο διανοουμένων, όπως ανιστόρητα και αντιεπιστημονικά το θέτει ο Σ.Β., αλλά σαν ιστορική, κοινωνική συνέχεια, σαν παραλαβή της ιστορικής σκυτάλης του προοδευτικού «χθες» από το προοδευτικό «σήμερα». Ετσι πάντα γίνεται στην Ιστορία, στην κοινωνική εξέλιξη.
Ας δούμε πώς στέκεται ο Σοστακόβιτς: «Και τώρα, στα μέσα του εικοστού αιώνα, εμείς οι σοβιετικοί μουσικοί μπορούμε να βεβαιώσουμε με καμάρι ότι στη χώρα μας η μουσική αναπτύσσεται σταθερά πάνω στους δρόμους που πρώτοι χάραξαν οι κλασικοί μας»[42].
«Είμαστε ρεαλιστές, κληρονόμοι των μεγάλων ρεαλιστικών παραδόσεων του παρελθόντος, αλλά δεν είμαστε απλά και μόνο ρεαλιστές, είμαστε σοσιαλιστές ρεαλιστές»[43].
«Μόνο η μεγάλη Επανάσταση, έχοντας ελευθερώσει το λαό, μπόρεσε μετά να απελευθερώσει την τέχνη και να της δώσει την ευκαιρία να εκπληρώσει την υπέροχη αποστολή της, αποστολή την οποία ο Αλεξάντερ Σκριάμπιν, ο λαμπρός αυτός Ρώσος μουσικός ονειρεύτηκε και παθιασμένα πίστευε σ’ αυτήν»[44].
Και θέλοντας να ξεσηκώσει τα «συντεχνιακά» αλληλέγγυα αντανακλαστικά της ενιαίας, όπως την αντιλαμβάνεται, διανόησης, ο Σ.Β. κάνει ακόμα μια λαθροχειρία και λέει τη μισή αλήθεια που είναι ακριβώς για αυτό το λόγο το πιο ολοκληρωμένο ψέμα. Με τι κουτοπονηριά γράφει: «Ηταν η απέχθεια του Λένιν για τους “μίζερους διανοούμενους”, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Στάλιν. Ολοι το ήξεραν πως ο Λένιν, ως πολιτικός πραγματιστής, περιφρονούσε την “ασήμαντη ιντελιγκέντσια”, τους “λακέδες του καπιταλισμού”, που θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον “εγκέφαλο του έθνους”»[45] με τέτοιο τρόπο βαλμένο, ώστε να φαίνεται ότι ο Λένιν στρέφεται συλλήβδην ενάντια σε όλους τους διανοούμενους και όχι σε αυτούς τους συγκεκριμένους που πραγματικά είναι «ασήμαντη ιντελιγκέντσια», τους απολογητές και υπηρέτες του καπιταλισμού, όπως και ο ίδιος ο Σ.Β. Το μόνο βέβαια που κάνει είναι να φανερώνει πως στόχος του δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος κακός ηγέτης, τύραννος κλπ., ο Στάλιν π.χ., αλλά ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα ο σοσιαλισμός, μια ολόκληρη κοσμοθεωρία, ο μαρξισμός-λενινισμός.
Ηταν μια νίκη κι ένα προχώρημα της ζωής και της τέχνης».
Το ντέρμπι τελείωσε. Ο Σοστακόβιτς νίκησε. Δηλαδή Στάλιν και Σοστακόβιτς είχαν κάποια βεντέτα; Αυτό τους απασχολούσε στη ζωή τους, στο έργο τους; Ακόμα και πικραμένος να ήταν ο Σοστακόβιτς από κάποια άδικη και υπερβολική κριτική -την κριτική την επιζητούσε ο Σοστακόβιτς σε αντίθεση με τους αστούς διανοούμενους- αυτό έγινε ο σκοπός της ζωής του; Και αν δεν ήταν προσωπικό, αλλά πάλευε την «τυραννία», όπως ισχυρίζεται ο Σ.Β., πώς την πάλευε; Από μέσα του;
Αυτά -ντέρμπι και βεντέτες μεγάλων αντρών- είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Αλλος είναι ο ρόλος της προσωπικότητας στην Ιστορία. Ο μαρξισμός έχει απαντήσει σε αυτό επιστημονικά, τεκμηριωμένα, ολοκληρωμένα. Την Ιστορία τη γράφουν οι μάζες που τις κινεί η αναγκαιότητα της επιβίωσης, οι υλικές τους ανάγκες. Οι προσωπικότητες γεννιούνται μέσα στη δίνη των γεγονότων, εκφράζοντας την κίνηση της Ιστορίας και των μαζών, την πάλη των τάξεων και επιδρώντας αντίστοιχα, διαλεκτικά στις εξελίξεις. Ο Στάλιν ήταν μια τέτοια προσωπικότητα που έδρασε θετικά, όπως έδειξε η Ιστορία. Ακόμα και μέσα από τον αντικομμουνιστικό λίβελο του Σ.Β. αναδεικνύεται αυτή η προσωπικότητα. Εξέφρασε την εποχή του, τη νικηφόρα πορεία του προλεταριάτου, επιταχύνοντάς την.
Η πορεία του Σοστακόβιτς δεν ήταν αντίθετη, αλλά παράλληλη. Εξέφρασε και αυτός την κίνηση της Ιστορίας προς τα μπρος, δηλαδή την κίνηση του προλεταριάτου, από το δικό του πόστο, επέδρασε θετικά σε αυτήν με το έργο του. Να τι γράφει ο ίδιος: «Οσον αφορά καθαρά τις μορφικές αναζητήσεις, το έργο μου έχει δεχτεί ποικίλες επιρροές, πάντοτε όμως επιθυμία μου ήταν να φτιάξω μουσική που θα αντανακλά την εποχή μας, που θα μεταδίδει τις ιδέες και τα αισθήματα του σοβιετικού ανθρώπου»[46].
«Μέσα στα επόμενα χρόνια σκοπεύω να ασχοληθώ με συνθέσεις κάθε είδους και μορφής, έχοντας όμως πάντα μπροστά μου το καθήκον που είναι εξαιρετικά σημαντικό για κάθε σοβιετικό συνθέτη, δηλαδή να γράψω για το λαό και για τα γεγονότα της σύγχρονης ζωής»[47].
Ο,τι θέλει μπορεί να σκαρφιστεί κανείς... Δεν είναι κοινότοπο να πούμε ότι ο Σ.Β. παραβιάζει ανοιχτές θύρες, όταν προσπαθεί να βρει «κλειδιά» για να «ανοίξει», να ερμηνεύσει ένα τέτοιο έργο, ενός τέτοιου ανθρώπου, μιας τέτοιας εποχής; Ο χαρακτηρισμός «σκέτη ανοησία» είναι ο ηπιότερος που μπορεί να υπάρξει, όταν στο έργο του Σοστακόβιτς η εποχή, οι μάζες, ξεχύνονται σαν χείμαρρος μέσα από ορθάνοιχτα παράθυρα και πόρτες, σαν το ρώσικο προλεταριάτο τον Οκτώβρη.
Ας δούμε όμως πόσο ξεκάθαρα βάζει ο Σοστακόβιτς το θέμα του περιεχομένου των έργων του και πώς στέκεται απέναντι στους διάφορους «κώδικες»: «Το πρόγραμμα της Εβδομης Συμφωνίας μου ήταν πιο συγκεκριμένο, σχεδόν σαν “πλοκή”. Στην αρχή, μάλιστα, είχα την πρόθεση να δόσω σε κάθε μέρος της συμφωνίας έναν ταιριαστό τίτλο (1. “Πόλεμος”, 2. “Μνήμες”, 3. “Τα χώματα της πατρίδας μου”, 4. “Νίκη”). Η απουσία αυτών των υπότιτλων δεν εμπόδισε, ωστόσο, πολλούς ακροατές από το να βρουν το πρόγραμμά μου -με μεγάλη ακρίβεια- από μόνοι τους, ειδικά στο πρώτο μέρος»[48]. Τι βρήκαν λοιπόν αυτοί; Κάτι διαφορετικό από αυτό που δηλώνει ο συνθέτης, δηλαδή «Πόλεμος»; Αντισοβιετικά μηνύματα; Κάτι για την «ιντελιγκέντσια» ή μήπως για τον Πούσκιν, τον Τσάρο κλπ., όλα αυτά δηλαδή που φαντάζεται ο Σ.Β.;
Παρακάτω: «Αλλά θα ήταν μεγάλο λάθος ένας συνθέτης να σταματήσει εντελώς να υποδεικνύει το πρόγραμμά του και να αφήσει τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ο ίδιος σε μορφή “μυστικού κώδικα”»[49].
Αναφερθήκαμε στην αρχή για το αφηρημένο της μουσικής, γεγονός που «διευκολύνει» τον υποκειμενισμό, την αυθαιρεσία στην ερμηνεία της. Αυτό όμως που δεν μπορεί κανένας -ούτε και ένας Σ.Β.- να ισχυριστεί, είναι ότι μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο έργο αντιτιθέμενες, αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες, συναισθήματα κλπ.
΄Η το ένα ή το άλλο. Ή σοβιετικό ή αντισοβιετικό. Σύγχυση; Οχι βέβαια: «Μάταια έψαχναν οι Γερμανοί ακόμα και το παραμικρό ίχνος φόβου ή σύγχυσης στα μάτια των Σοβιετικών»[50]. Και φυσικά σε συνθήκες πολιορκίας του Λένινγκραντ να θες να περάσεις αντισοβιετικά μηνύματα, όπως ισχυρίζεται ο Σ.Β. ότι κάνει ο Σοστακόβιτς στην 7η του Συμφωνία, ούτε ο ίδιος ο στρατηγός Βλασόφ που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς στον πόλεμο δε θα επιχειρούσε! Ημαρτον!
Να τι γράφει ο Σ.Β.: «Η Εβδομη Συμφωνία ήταν μια προσπάθεια να βγει στην επιφάνεια ό,τι ήταν κρυμμένο και καλυμμένο»[51].
Προφανώς τα αντισοβιετικά μηνύματα που ισχυρίζεται ο Σ.Β.
Ας δούμε τώρα τι γράφει για την 7η Συμφωνία του ο ίδιος ο Σοστακόβιτς:
«Εχουν ήδη γραφτεί διάφορα μουσικά αποσπάσματα, τα οποία τελικά θα ενσωματωθούν στην έβδομη Συμφωνία μου -το πιο σημαντικό από τα πρόσφατα έργα μου- στη μνήμη του λαμπρού ηγέτη της ανθρωπότητας»[52].
«Ο σκοπός μου είναι να αντανακλά η συμφωνία αυτή, τουλάχιστο ως ένα βαθμό, την αθάνατη εικόνα και τις μεγαλειώδεις ιδέες του Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν»[53].
«Θα ήθελα να περιγράψω μερικές σκέψεις μου γύρω από την Εβδομη Συμφωνία. Αρχισα να εργάζομαι πάνω σ' αυτό το έργο στα τέλη του Ιούλη του 1941 και το τέλειωσα το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Εξελίχτηκε σ' ένα μεγάλης κλίμακας έργο που διαρκεί μία ώρα και είκοσι λεπτά. Γράφτηκε κάτω απ’ την επίδραση των φοβερών γεγονότων του 1941. Η πανούργα και ύπουλη επίθεση των Ναζί ενάντια στην πατρίδα μας πύκνωσε τις γραμμές του λαού μας στον αγώνα για ν’ αποκρουστεί ο απαίσιος εχθρός. Η Εβδομη Συμφωνία είναι ένα ποίημα για τον αγώνα μας και τη νίκη που έρχεται»[54].
«Αφιερώνω την Εβδομη Συμφωνία μου στον αγώνα ενάντια στο φασισμό, στη νίκη μας που έρχεται και στη γενέτειρά μου, το Λένινγκραντ»[55].
Παρακάτω γράφει ο Σοστακόβιτς για την 8η Συμφωνία που και αυτή κατά τον Σ.Β. έχει αντισοβιετικά μηνύματα: «…άρχισα να δουλεύω την Ογδοη Συμφωνία μου. Δεν περιγράφονται συγκεκριμένα γεγονότα μέσα στο έργο αυτό. Αντανακλά τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου και την έξαρση της δημιουργικής μου διάθεσης που αναπόφευκτα επηρεάστηκε από τα χαρμόσυνα νέα για τις νίκες του Κόκκινου Στρατού»[56].
Τι γράφει ο Σοστακόβιτς για την 3η του Συμφωνία: «Προσπάθησα να μεταδόσω απλώς τη γενική ατμόσφαιρα του γιορτασμού της Ημέρας της Παγκόσμιας Εργατιάς. Θέλησα να απεικονίσω την ειρηνική οικοδόμηση της ΕΣΣΔ. Θα ’θελα να υπογραμμίσω ότι το στοιχείο του αγώνα, της ενεργητικότητας και της αδιάκοπης δουλειάς διαπερνά την όλη συμφωνία σαν μια κόκκινη κλωστή»[57].
Μήπως αυτή η κλωστή μπλέκεται με τις κλωστές που ονειρεύεται ο Σ.Β. και έχουμε παραφωνία; Οχι φυσικά. Οι «κλωστές» του Σ.Β. είναι στην αχαλίνωτη μεν, αλλά και καλά σχεδιασμένη και αμειβόμενη δε, φαντασία του Σ.Β.
Και εκεί που φαίνεται πως ζορίζεται περισσότερο ο Σ.Β. στη διαστρέβλωση του περιεχομένου, της έμπνευσης και των προθέσεων του Σοστακόβιτς, είναι στην 11η Συμφωνία του, γι’ αυτό και ενώ στο βιβλίο του γενικά παίρνει το έργο του Σοστακόβιτς με χρονολογική σειρά, σε αυτήν αναφέρεται στην αρχή. Γιατί πραγματικά στην 11η -που κατά τη γνώμη μας είναι το καλύτερό του έργο, μαζί με την 7η του, όπως ας πούμε είναι η 5η και η 9η του Μπετόβεν- το περιεχόμενο είναι πεντακάθαρο, τόσο που ο κάθε εργάτης, χωρίς καμιά σχέση με τη συμφωνική μουσική, ακούγοντάς τη μπορεί να συγκλονιστεί, να ακούσει σε αυτή τα βήματα της τάξης του στην Ιστορία, στην έφοδό της στον ουρανό.
Εδώ πια ο Σ.Β. γελοιοποιείται τελείως. Στην επανάσταση του 1905-1907 οι μάζες δε βγήκαν στο προσκήνιο για το ψωμί, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, αλλά από ρομαντική διάθεση! Να τι γράφει ο Σ.Β.: «Οι νέοι του 1905 προσχώρησαν στην επανάσταση με το ίδιο αίσθημα που έσπρωξε τον Νικολένκα Ροστόβ να καταταγεί στους ουσάρους: ήταν ζήτημα τιμής και αγάπης»[58]. Ωστε έτσι λοιπόν; Χορτασμένοι Ουσάροι (μπορεί να είχαν πετσοκόψει και μερικές χιλιάδες προλετάριους) βγήκαν στην επανάσταση έτσι, για διάφορα «ζητήματα» και για «αγάπη» και όχι «ο γίγαντας τώρα λαός που σπάει δεσμά και αλυσίδες», «της γης οι κολασμένοι», οργισμένοι εργάτες που σάρωσαν και θα σαρώσουν ό,τι εμποδίζει την Ιστορία να πάει μπροστά. Τόσο μίζερο, τόσο φτωχό από συναισθήματα λοιπόν αυτό το μεγαλειώδες έργο!
«Αυτή την εποχή δουλεύω την Ενδέκατη Συμφωνία μου που θα πρέπει να είναι τελειωμένη το χειμώνα. Εχει θέμα την Επανάσταση του 1905. Με θέλγει πολύ αυτή η περίοδος της ιστορίας της χώρας μας, μια περίοδος που καθρεφτίζεται ζωντανά σε πολλά επαναστατικά εργατικά τραγούδια»[59].
Τι γράφει τώρα για τη 12η Συμφωνία του: «Φυσικά η Δωδέκατη Συμφωνία μου έχει επιρροές από πολλά πράγματα, από λογοτεχνικά έργα, από τον κινηματογράφο, από πίνακες και ποιήματα. Αλλά αυτό που πάνω απ' όλα μ' επηρέασε ήταν το γεγονός ότι είδα με τα μάτια μου, αν και σε πολύ νεαρή ηλικία, την Οχτωβριανή Επανάσταση. Κατά την Επανάσταση ζούσα στο Πέτρογκραντ και όλα τα γεγονότα χαράχτηκαν στη μνήμη μου ανεξίτηλα»[60].
Για άλλα του έργα: «Σ’ αυτό το έργο (την Ουβερτούρα για Φεστιβάλ) θέλω να αποδόσω την ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου που πέρασε όλα τα βάσανα και τις δοκιμασίες του πολέμου, νίκησε τους εχθρούς της χώρας του και τώρα ξαναχτίζει την πατρίδα του. Θέλω να εκφράσω με τη μουσική μου τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που δουλεύουν ειρηνικά για το πεντάχρονο πλάνο»[61].
«Στο έργο μου Ποίημα για την Πατρίδα χρησιμοποίησα μερικά αγαπημένα παλιά επαναστατικά τραγούδια, όπως και σύγχρονα σοβιετικά»[62].
«Τα Δέκα Χορωδιακά Ποιήματά μου έχουν κοινό θέμα: Την επανάσταση του 1905. Δεν ξέρω κατά πόσο πέτυχα να αποδόσω το πνεύμα της εποχής. Αλλά η μουσική ήταν επόμενο να αντανακλά την τεράστια εντύπωση που πάντα μου προκαλούσαν τα ρώσικα επαναστατικά τραγούδια»[63].
«Ο χρόνος αυτός (σ.σ. το 1967) και οι μήνες που οδηγούν στην 50η επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης, ήταν για μένα, όπως και για άλλους συνθέτες περίοδος μεγάλης παραγωγικότητας. Ιδιαίτερα χάρηκα τη δουλιά πάνω στο συμφωνικό ποίημά μου “Οχτώβρης” που εκφράζει την περηφάνια μου για την πατρίδα μου και το θαυμασμό μου για τους άθλους της»[64].
«Τα ποιήματα πάνω στα οποία είναι γραμμένες οι μπαλάντες γράφτηκαν από τον Γεβγκένι Ντολματόφσκι και αποτελούν φιλοσοφικές σκέψεις του ανθρώπου της εποχής μας γύρω απ’ τον Λένιν, την πατρίδα μας και τη ζωή»[65].
Επομένως στις συνθήκες που δημιουργούσε ο Σοστακόβιτς, όπως ισχυρίζεται ο Σ.Β., αποκλείεται να έβγαινε ένα τόσο αισιόδοξο έργο. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το έργο όλων των Σοβιετικών καλλιτεχνών, λογοτεχνών κλπ. Από την άλλη, πόσων και πόσων σήμερα συνθετών, από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, το έργο δεν είναι γεμάτο απαισιοδοξία και πεσιμισμό;
Σύμφωνα με τον Σ.Β., οι συνθήκες που δημιουργούσε ο Σοστακόβιτς και οι άλλοι δημιουργοί ήταν «ο μεγάλος τρόμος». Ετσι χαρακτηρίζει τα χρόνια της ΣΕ ο Σ.Β.
Τι σκαρώνει πάλι ο Σ.Β.: Κάποιοι διανοούμενοι διώκονται για το έργο τους και όχι -καλώς ή κακώς, δίκαια ή άδικα- για αντεπανασταστική, ανατρεπτική δράση. Ομως πουθενά, επαναλαμβάνω, πουθενά -και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς- δεν αναφέρεται ούτε ένα -το ξαναλέω, ούτε ένα- τέτοιο περιστατικό, δίωξης δηλαδή για κάποιο έργο. Και όμως: Αυτό υπονοείται, αυτό αιωρείται συνέχεια στο βιβλίο του Σ.Β. Κάτι που το παίρνουν οι «πρόθυμοι» του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ και το κάνουν σημαία. Κατ’ αυτούς και κατά τον Σ.Β. ο Σοστακόβιτς έχει συνεχώς έτοιμες τις βαλίτσες του για την εξορία, όμως πάντα κάτι συμβαίνει και τη γλιτώνει! Εκτός από γκουρού δηλαδή ο Σοστακόβιτς έχει και το κοκαλάκι της νυχτερίδας, όπως επανειλημμένα μας διαβεβαιώνει ο Σ.Β.
Σύμφωνα λοιπόν με το Σ.Β., αλλά και τα παιδιά του Σοστακόβιτς, ο τελευταίος και όλοι οι διανοούμενοι πρέπει να ζούσαν σε ένα τέτοιο καθεστώς ζόφου που δε θα νοιώθαν καμιά χαρά στη ζωή τους, καμιά ευτυχία. Τι γράφει όμως ο ίδιος ο Σοστακόβιτς για τη ζωή στη ΣΕ και το έργο του;
«Είμαι ένας σοβιετικός συνθέτης. Η εποχή μας, όπως την αντιλαμβάνομαι, είναι ηρωική, έντονη και χαρούμενη. Αυτό ακριβώς θέλησα να μεταδόσω στο κοντσέρτο μου»[66].
«Το κύριο καθήκον που έχω μπρος μου αυτή την εποχή, είναι να γράψω μουσική που να αντικατοπτρίζει την εποχή μας, την εποχή της χαρούμενης δημιουργικής προσπάθειας για την πραγματοποίηση των μεγάλων ιδανικών κάθε προοδευτικού ανθρώπου»[67].
Φυσικά το τραγικό στοιχείο υπάρχει στο έργο του Σοστακόβιτς και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αυτό υπάρχει στα έργα όλων των μεγάλων δημιουργών. Γράφει ο Σοστακόβιτς: «Ποτέ στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης δεν εκφράστηκε καλύτερα η τραγική σύλληψη του κόσμου από τον άνθρωπο, απ’ όσο στις ελληνικές τραγωδίες. Και όμως, ποτέ κανείς δε θα σκεφτόταν να τις κατηγορήσει για πεσιμισμό»[68].
Και πού και πού -για να κρατάει και καμιά «πισινή» ο Σ.Β., μήπως ο Σοστακόβιτς μπορεί και να ακούστηκε πως ήταν και «λίγο» κομμουνιστής- μιλάει για «παρανοϊκά χρόνια». Φυσικά και δεν ήταν κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχουν τέτοια χρόνια στην Ιστορία, όπως και ο Χίτλερ δεν ήταν κάποιος παρανοϊκός, όπως χρόνια τώρα τον εμφανίζουν διάφοροι αστοί πολιτικοί και αναλυτές. Τίποτα το παράλογο. Συγκρούσεις ταξικών συμφερόντων. Αυτό εκφράζει και κάθε εποχή και κάθε ηγέτης. Τα χρόνια αυτά ήταν τα χρόνια προχωρήματος της σοσιαλιστικής επανάστασης στη ΣΕ και αργότερα στις Λαϊκές Δημοκρατίες, όπως η άνοδος του Χίτλερ και ο πόλεμος που εξαπέλυσε εξέφραζε το ταξικό μίσος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο από τη μια και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις από την άλλη. Και ο ψυχρός πόλεμος αποτέλεσε τη συσπείρωση του διεθνούς ιμπεριαλισμού κάτω από την ομπρέλα των ΗΠΑ, ενάντια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, το ίδιο ταξικό μίσος της παγκόσμιας αστικής τάξης. Φυσικά «παρανοϊκό» για τον Σ.Β. και όλη την αστική τάξη μπορεί να θεωρείται πως η Εργατική Τάξη μπορεί να χτίσει το δικό της Κράτος.
Στο σοσιαλισμό ξεριζώνεται η βάση που γεννάει το ρατσισμό: η κοινωνική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η αβεβαιότητα, η εξαθλίωση των μαζών.
Εκτός και αν αντισημιτισμός θεωρείται κατά τον Σ.Β. η καταγγελία και καταδίκη της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του Κράτους τρομοκράτη, του χωροφύλακα των ιμπεριαλιστών στη Μέση Ανατολή, του Ισραήλ. Πολιτική βέβαια που άρχισε να διαφαίνεται ακόμα και από την ίδρυση αυτού του Κράτους. Πολιτική που ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική της ΣΕ, που όσο υπήρχε ήταν αποκούμπι του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και αυτού των Παλαιστινίων, όσο υπήρχε είχε εξαφανιστεί ο πόλεμος για κοντά 50 χρόνια από τη «Γηραιά Ηπειρο», εκεί δηλαδή που το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν ισχυρό.
Και πώς αναπτύχθηκε αντισημιτισμός στη χώρα των Σοβιέτ; «Ενοιωθε το βάρος της ηλικίας του (σ.σ. ο Στάλιν) και του έβγαινε η πίεση των χρόνων του πολέμου. Αυτό πρέπει να τον τρόμαξε. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν αθάνατος. Τρελός από απόγνωση τότε μπροστά στην αδυναμία του ν' αποτρέψει το μοιραίο, άρχισε ν’ αναζητά κάποιους προκειμένου να τους φορτώσει το φταίξιμο για την κατάπτωσή του και τους βρήκε: Ηταν οι γιατροί του, οι περισσότεροι των οποίων Εβραίοι»[69]. Μάλιστα! Αυτά γράφονται σε βιβλίο ! Τα σχόλια περιττεύουν.
Ας ανατρέξουμε όμως ξανά στον ίδιο: «Πρέπει να συνταχθούμε με τις προοδευτικές δυνάμεις όλου του κόσμου, στην εμπροσθοφυλακή της μάχης για ειρήνη»[71].
«Η αληθινή κουλτούρα υπηρετεί πάντοτε την ειρήνη…»[72].
«Αλλά το λεξιλόγιο της μουσικής δεν περιλαμβάνει τη λέξη «πόλεμος» κι έτσι η συνείδησή μου με σπρώχνει να μιλάω όχι μόνο με νότες αλλά και με λέξεις. Γι’ αυτό παράτησα μισοτελειωμένες τις παρτιτούρες μου και ήρθα εδώ, όπου πρέπει να μιλήσω για την ειρήνη...»[73].
Το 1960 το ΚΚΣΕ είχε την τιμή να δεχτεί στους κόλπους του τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Του Σοστακόβιτς όμως του έγινε η υπέρτατη τιμή: Να ενταχτεί σε εκείνο το Κόμμα που ανήκαν αυτοί που οι χιτλερικοί εκτελούσαν επί τόπου όταν έβρισκαν επάνω τους το κομματικό βιβλιάριο.
«Είμαι ευτυχισμένος που δουλεύω για την οργάνωση των συνθετών της χώρας μου και αντιπροσωπεύω την πιο προοδευτική, την πιο ανθρώπινη μουσική στον κόσμο, που αντιπροσωπεύω τη σοβιετική κουλτούρα. Ελπίζω με το έργο μου να φανώ αντάξιος στον υψηλό τίτλο του μέλους το Κομμουνιστικού Κόμματος»[74].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Νομίζουμε πως μέσα από αυτά τα αποσπάσματα που παραθέσαμε, φωτίστηκε αρκετά η πολυσχιδής, δυναμική, πολύπλευρη προσωπικότητα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και προστατεύτηκε από τους άσπονδους «φίλους» του. Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, στην πορεία ανασυγκρότησής του, αλλά και το ίδιο το ΚΚΕ, οι μαρξιστές και γενικότερα οι προοδευτικοί διανοούμενοι, θα πρέπει να ασχοληθούν με τέτοια σοβαρά θεωρητικά ζητήματα, ζητήματα αισθητικής, για τον κίνδυνο του φορμαλισμού και πώς οριοθετείται αυτός από την πραγματική, τη ζωντανή τέχνη, μια τέχνη που «η ζωή την αντιγράφει».
Ακόμα πιστεύουμε ότι μέσα από αυτά τα αποσπάσματα αναδείχτηκε και η εποχή του Σοστακόβιτς, το τιτάνιο έργο που πραγματοποιούσαν οι λαοί της ΣΕ, το ηρωικό Κομμουνιστικό Κόμμα και η ηγεσία του, σε πρωτόγνωρα σκαλοπάτια της Ιστορίας της ανθρωπότητας, σε αφάνταστα σκληρές συνθήκες. Τη σπουδαία αυτή περίοδο, καθώς και τη σημαντική προσωπικότητα του Ιωσήφ Στάλιν και το ρόλο που διαδραμάτισε μέσα σε αυτήν την περίοδο, τη μελετάει και θα τα μελετήσει σε βάθος το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και θα τοποθετηθεί καθώς ταιριάζει, αργά ή γρήγορα. Πάντως ένα είναι βέβαιο: «Το φάντασμα του κομμουνισμού» εξακολουθεί να πλανιέται «πάνω από την Ευρώπη» και πάνω από όλο τον κόσμο. Και αν ο Σοστακόβιτς έζησε κάποιο προσωπικό «δράμα» με τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ που αναφέραμε, όπως ισχυρίζονται οι αυτόκλητοι «προστάτες» του, η παγκόσμια αστική τάξη θα ζήσει το δικό της πραγματικό δράμα των Μάκβεθ. Θα δει αυτό που δεν περνάει (;) από το μυαλό της σήμερα: Τα δέντρα του δάσους του Μπέρναμ (τους λαούς) να κινούνται. Γι' αυτό «ας γαβγίζουν τα σκυλιά. Το καραβάνι προχωράει».
Σημειώσεις
*
Ο Γιώργος Φιλίππου είναι μέλος της Αχτιδικής Επιτροπής της Αχτίδας Μεταφορών της ΚΟΑ του ΚΚΕ.
[1] Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 10.9.2006.
[2] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 412.
[3] Σ. Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 317.
[4] Σ. Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 34-35.
[5] Σ. Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 71.
[6] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 178.
[7] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 333.
[8] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 416.
[9] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 266.
[10] Σ. Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 80.
[11] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 72.
[12] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 147.
[13] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 189.
[14] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 207.
[15] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 244.
[16] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 269.
[17] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 362.
[18] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 399.
[19] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 314.
[20] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 39.
[21] Σ.Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 37.
[22] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 57.
[23] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 92.
[24] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 172-173.
[25] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 241.
[26] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 259.
[27] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 260.
[28] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 382.
[29] Σ. Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 337.
[30] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 152-153.
[31] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 212.
[32] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 215.
[33] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 232.
[34] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 413.
[35] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 46.
[36] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 132-133.
[37] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 84.
[38] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 160.
[39] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 163.
[40] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 201.
[41] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 210.
[42] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 172.
[43] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 286.
[44] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 376.
[45] Σ.Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 71.
[46] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 91.
[47] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 247.
[48] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 166.
[49] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 166.
[50] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 136.
[51] Σ. Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 248.
[52] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 86.
[53] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 89.
[54] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 107.
[55] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 108.
[56] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 120.
[57] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 29.
[58] Σ.Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 66.
[59] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 224.
[60] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 361.
[61] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 146.
[62] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 147.
[63] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 168.
[64] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 342.
[65] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 363.
[66] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 44.
[67] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 98.
[68] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 121-122.
[69] Σ.Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 328.
[70] Σ.Β.: «Σοστακόβιτς και Στάλιν», σελ. 316.
[71] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 152.
[72] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 164.
[73] Σοστακόβιτς: «Για τον ίδιο και την εποχή του», σελ. 168.