Translate

Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου - Φρίντριχ Ένγκελς


Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου




του Φρίντριχ Ένγκελς



Η εργασία είναι η πηγή κάθε πλούτου, λένε οι οικονομολόγοι. Και είναι τέτοια –πλάι στη φύση που της παρέχει το υλικό που η εργασία το μετατρέπει σε πλούτο. Μα είναι άπειρα περισσότερο απ’ αυτό. Είναι ο πρώτος βασικός όρος κάθε ανθρώπινης ζωής, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που με μια ορισμένη έννοια πρέπει να πούμε: αυτή δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο.
Πριν από πολλές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, στο διάστημα ενός ακαθόριστου ακόμα τμήματος εκείνης της περιόδου της γης, που οι γεωλόγοι την ονομάζουν τριτογενή, ίσως κατά το τέλος της, ζούσε κάπου στη διακεκαυμένη ζώνη της υδρογείου –πιθανόν σε μια μεγάλη ήπειρο που είναι σήμερα καταποντισμένη στο βυθό του Ινδικού Ωκεανού– ένα γένος ανθρωπόμορφων πιθήκων με εξαιρετικά υψηλή ανάπτυξη. Ο Δαρβίνος μας έδωσε μια κατά προσέγγιση περιγραφή αυτών των προγόνων μας. Ήταν πέρα για πέρα τριχωτοί, είχαν γένια και μυτερά αφτιά και ζούσαν κατά αγέλες πάνω σε δέντρα.
Στην αρχή, ίσως κάτω από την επίδραση του τρόπου της ζωής τους, που στο σκαρφάλωμα καθορίζει άλλες ασχολίες για τα χέρια και άλλες για τα πόδια, άρχισαν αυτοί οι πίθηκοι να ξεσυνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη βοήθεια των χεριών όταν περπατούσαν σε ομαλό έδαφος και να αποκτούν όλο και πιο όρθιο βάδισμα. Έτσι έγινε το αποφασιστικό βήμα για το πέρασμα του πιθήκου στον άνθρωπο
Όλοι οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι που ζουν ακόμα μπορεί να στέκονται όρθιοι και να προχωρούν μόνο με τα δυό πόδια. Μα μόνο στην ανάγκη και εξαιρετικά αδέξια. Το φυσικό τους βάδισμα γίνεται σε μισοόρθια στάση και περικλείνει τη χρήση των χεριών. Οι περισσότεροι στηρίζουν στο έδαφος τους κονδύλους των μεσαίων φαλάγγων του χεριού και περνούν το κορμί με συμμαζωγμένα τα πόδια ανάμεσα από τα μακριά μπράτσα, όπως ο παράλυτος που βαδίζει με πατερίτσες. Γενικά στους πίθηκους μπορούμε ακόμα και τώρα να παρατηρήσουμε όλες τις μεταβατικές βαθμίδες από το βάδισμα με τα τέσσερα ως το βάδισμα με τα δυό πόδια. Μα σε κανέναν απ’ αυτούς το βάδισμα με τα δυό πόδια δεν έγινε κάτι περισσότερο από μέσο όπου προσφεύγουν σε ώρα ανάγκης.
Αν το όρθιο βάδισμα έμελλε στους τριχωτούς προγόνους μας να γίνει πρώτα κανόνας και με τον καιρό ανάγκη, αυτό προϋποθέτει ότι στο μεταξύ όλο και πιο πολύ λάχαιναν στα χέρια διαφορετικές απασχολήσεις. Και στους πίθηκους επικρατεί κιόλας ένας ορισμένος καταμερισμός στη χρήση των χεριών και των ποδιών. Το χέρι, όπως αναφέραμε κιόλας, το χρησιμοποιούν στο σκαρφάλωμα με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι χρησιμοποιούν το πόδι. Χρησιμεύει κατά προτίμηση στο κόψιμο και στο κράτημα της τροφής, όπως το κάνουν κιόλας με τα μπροστινά πόδια τους μερικά κατώτερα θηλαστικά. Με το χέρι πολλοί πίθηκοι χτίζουν φωλιές στα δέντρα ή ακόμα, όπως ο χιμπαντζής, σκεπές ανάμεσα στα κλαδιά για προφύλαξη από την κακοκαιρία. Με το χέρι πιάνουν ρόπαλα για να αμυνθούν από εχθρούς ή τους βομβαρδίζουν με καρπούς και πέτρες. Με το χέρι εκτελούν στην αιχμαλωσία μια σειρά απλές πράξεις που τις μαθαίνουν από τους ανθρώπους. Όμως ακριβώς εδώ φαίνεται πόσο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στο ανεξέλικτο χέρι, ακόμα και του πιο ανθρωπόμορφου πιθήκου και στο ανθρώπινο χέρι που τελειοποιήθηκε με την εργασία χιλιάδων αιώνων. Ο αριθμός και η γενική διάταξη που έχουν τα κόκαλα και οι μύες συμφωνούν και στους δύο, μα το χέρι και του πιο πρωτόγονου άγριου μπορεί να εκτελεί εκατοντάδες πράξεις, που κανένα χέρι πιθήκου δε μπορεί να τις μιμηθεί. Κανένα χέρι πιθήκου δεν κατασκεύασε ποτέ ούτε και το πιο πρωτόγονο πέτρινο μαχαίρι.
Γι’ αυτό στην αρχή μπορούσαν να είναι μόνο πολύ απλές οι πράξεις που μ’ αυτές στο πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο, στο διάβα πολλών χιλιετηρίδων οι πρόγονοί μας έμαθαν να προσαρμόζουν βαθμιαία το χέρι τους. Οι κατώτεροι άγριοι, ακόμα κι εκείνοι για τους οποίους μπορούμε να υποθέσουμε ένα ξανακύλισμα σε μια περισσότερο ζωώδη κατάσταση με σύγχρονο σωματικό εκφυλισμό, βρίσκονται πάντα ακόμα πολύ ψηλότερα από εκείνα τα μεταβατικά πλάσματα. Ώσπου το ανθρώπινο χέρι επεξεργαστεί και κάνει μαχαίρι το πρώτο χαλίκι, θα πέρασαν χρονικά διαστήματα, που απέναντί τους μας φαίνεται ασήμαντος ο γνωστός μας ιστορικός χρόνος. Μα το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει: το χέρι είχε ελευθερωθεί και μπορούσε τώρα να αποκτάει όλο και νέες επιδεξιότητες, και η μεγαλύτερη ευκαμψία που αποκτιόταν έτσι κληρονομιόταν και μεγάλωνε από γενιά σε γενιά.
Έτσι το χέρι δεν είναι μόνο το όργανο της εργασίας, είναι και το προϊόν της. Μονάχα με την εργασία, με την προσαρμογή ολοένα σε νέες πράξεις, με την κληροδότηση της ειδικής διαμόρφωσης των μυών, των συνδέσμων και σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, και των κοκάλων που αποκτήθηκε έτσι, καθώς και με την ολοένα ανανεωμένη χρησιμοποίηση αυτής της κληρονομημένης τελειοποίησης σε όλο και πιο πολύπλοκες πράξεις, το ανθρώπινο χέρι απόκτησε εκείνο τον υψηλό βαθμό τελειότητας που μπόρεσε να δημιουργήσει θαύματα σαν τους πίνακες του Ραφαήλ, τα αγάλματα του Τόρβαλντσεν, τη μουσική του Παγκανίνι. 
Μα το χέρι δεν ήταν μονάχο του. Ήταν απλώς μέλος ενός ολόκληρου, εξαιρετικά σύνθετου οργανισμού. Και ό,τι ωφελούσε το χέρι, ωφελούσε και όλο το σώμα που στην υπηρεσία του δούλευε –και μάλιστα με διπλό τρόπο.
Πρώτα σαν συνέπεια του νόμου του συσχετισμού της ανάπτυξης, όπως τον ονόμασε ο Δαρβίνος. Σύμφωνα μ’ αυτό το νόμο ορισμένες μορφές ξεχωριστών μερών ενός οργανικού όντος συνδέονται πάντα με ορισμένες μορφές άλλων μερών, που φαινομενικά δεν έχουν καμιά απόλυτα σχέση με εκείνα. Έτσι όλα τα ζώα που έχουν κόκκινα αιμοσφαίρια χωρίς κυτταρικό πυρήνα και που το πίσω μέρος του κεφαλιού τους συνδέεται με τη σπονδυλική στήλη με δυο αρθρικές αποφύσεις (κονδύλους), έχουν χωρίς εξαίρεση και γαλακτοφόρους αδένες για το θήλασμα των νεογνών. Έτσι στα θηλαστικά οι χωρισμένες οπλές συνδέονται κανονικά με το πολλαπλό στομάχι για τον αναμηρυκασμό. Οι αλλαγές ορισμένων μορφών φέρνουν μαζί τους αλλαγές στη μορφή άλλων μερών του σώματος, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε τον μεταξύ τους δεσμό. Οι ολότελα άσπρες γάτες με γαλανά μάτια είναι πάντα ή σχεδόν πάντα κουφές. Η βαθμιαία τελειοποίηση του ανθρώπινου χεριού και η διαμόρφωση του ποδιού, που συμβάδιζε μαζί της, για το όρθιο βάδισμα, αναμφίβολα έχει αντεπιδράσει επίσης, με βάση το νόμο του συσχετισμού, σε άλλα μέρη του οργανισμού. Ωστόσο τούτη την επίδραση την έχουν ακόμα ελάχιστα ερευνήσει, έτσι που εδώ δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να την διαπιστώσουμε γενικά.
Πολύ σημαντικότερη είναι η άμεση, που μπορεί ν’ αποδειχτεί, αντεπίδραση της εξέλιξης του χεριού στον υπόλοιπο οργανισμό. Όπως είπαμε κιόλας, οι πιθηκίσιοι μας πρόγονοι ήταν κοινωνικοί. Είναι ολοφάνερα αδύνατο να συμπεράνουμε την καταγωγή του ανθρώπου, του πιο κοινωνικού απ’ όλα τα ζώα, από έναν ακοινώνητο άμεσο πρόγονο. Η κυριαρχία πάνω στη φύση που άρχιζε με τη διαμόρφωση του χεριού, πλάταινε με κάθε νέα πρόοδο τον ορίζοντα του ανθρώπου. Στα αντικείμενα της φύσης ανακάλυπτε αδιάκοπα νέες, άγνωστες έως τότε ιδιότητες. Από την άλλη μεριά η διαμόρφωση της εργασίας συντελούσε αναγκαστικά στο να φέρνει πιο κοντά μεταξύ τους τα μέλη της κοινωνίας, πληθαίνοντας τις περιπτώσεις αμοιβαίας υποστήριξης, κοινής συνεργασίας και ξεκαθάριζε στη συνείδηση τη χρησιμότητα αυτής της συνεργασίας για τον καθένα. Κοντολογίς οι διαμορφωνόμενοι άνθρωποι κατάληξαν στο ότι είχαν κάτι να πουν ο ένας στον άλλον. Η ανάγκη δημιούργησε το όργανό της: ο ανεξέλικτος λάρυγγας του πίθηκου μετασχηματιζόταν αργά, μα σίγουρα, με λυγίσματα για ολοένα ανώτερα λυγίσματα της φωνής και τα όργανα του στόματος έμαθαν σιγά σιγά να προφέρουν το ένα έναρθρο γράμμα ύστερα από το άλλο.
Η σύγκριση με τα ζώα αποδείχνει ότι η εξήγηση αυτή για τη γένεση της γλώσσας από τη δουλειά και με τη δουλειά είναι η μόνη σωστή. Τα λιγοστά που έχουν να μεταδώσουν το ένα στο άλλο ακόμα και τα πιο εξελιγμένα ζώα, μπορούν να τα μεταδώσουν και χωρίς έναρθρη γλώσσα. Στη φυσική κατάσταση κανένα ζώο δεν το νιώθει έλλειψη που δε μπορεί να μιλάει ή να καταλαβαίνει την ανθρώπινη γλώσσα. Ολότελα διαφορετικά είναι τα πράγματα όταν τα έχουν εξημερώσει οι άνθρωποι. Ο σκύλος και το άλογο απόκτησαν στη συναναστροφή τους με τους ανθρώπους τόσο καλό αυτί για την έναρθρη γλώσσα, που εύκολα μαθαίνουν να καταλαβαίνουν κάθε γλώσσα τόσο, όσο φτάνει ο κύκλος των παραστάσεών τους. Επίσης απόκτησαν ακόμα την ικανότητα για αισθήματα σαν την αφοσίωση στους ανθρώπους, την ευγνωμοσύνη κλπ., που πριν τους ήταν ξένα. Κι όποιος έχει συναναστραφεί πολύ με τέτοια ζώα δε θα μπορεί να μην έχει αποκτήσει την πεποίθηση ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου τώρα νιώθουν σαν έλλειψη την ανικανότητα να μιλούν. Και η έλλειψη αυτή δυστυχώς δε μπορεί πια να διορθωθεί, γιατί τα φωνητικά τους όργανα έχουν ειδικευτεί πάρα πολύ προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Όπου όμως υπάρχει το κατάλληλο όργανο, εκεί χάνεται κι αυτή η ανικανότητα μέσα σε ορισμένα όρια. Τα όργανα του στόματος των πουλιών διαφέρουν σίγουρα ριζικά από τα όργανα του στόματος του ανθρώπου, κι όμως τα πουλιά είναι τα μόνα ζώα που μαθαίνουν να μιλούν. Και το πουλί με την αποκρουστικότερη φωνή, ο παπαγάλος, μιλάει καλύτερα. Ας μην πει κανείς ότι δεν καταλαβαίνει τι λέει. Βέβαια επαναλαμβάνει φλυαρώντας ώρες ολόκληρες όλο το λεκτικό του θησαυρό μόνο και μόνο γιατί νιώθει ευχαρίστηση όταν μιλάει και όταν παραβρίσκονται άνθρωποι. Όσο φτάνει όμως ο κύκλος των παραστάσεών του μπορεί να μάθει να καταλαβαίνει τι λέει. Αν μάθουμε σ’ έναν παπαγάλο βρισιές, έτσι που να αποκτήσει μια παράσταση για τη σημασία τους (μια από τις κύριες διασκεδάσεις των ναυτών που γυρίζουν από θερμές χώρες), και τον ερεθίσουμε, θα δούμε σύντομα ότι ξέρει να αξιοποιεί τις βρισιές του το ίδιο σωστά όπως μια βερολινέζα μανάβισσα. Το ίδιο γίνεται όταν ζητιανεύει λιχουδιές.
Πρώτα η εργασία, ύστερα και μαζί της η έναρθρη γλώσσα –αυτά είναι τα δυό κυριότερα κίνητρα που με την επίδρασή τους ο εγκέφαλος του πιθήκου μετατράπηκε σιγά σιγά στον εγκέφαλο του ανθρώπου, που παρ’ όλη την ομοιότητά του με τον εγκέφαλο του πίθηκου είναι πολύ μεγαλύτερος και τελειότερος. Με την παραπέρα όμως διαμόρφωση του εγκέφαλου συμβάδιζε χέρι με χέρι η παραπέρα διαμόρφωση των πιο κοντινών εργαλείων του, των αισθητήριων οργάνων του. Όπως η γλώσσα στη βαθμιαία της διαμόρφωση συνοδεύεται αναγκαστικά από μια αντίστοιχη τελειοποίηση του οργάνου της ακοής, έτσι και η διαμόρφωση του εγκέφαλου γενικά συνοδεύεται από τη διαμόρφωση όλων των αισθήσεων. Ο αετός βλέπει πολύ πιο μακριά από τον άνθρωπο, μα του ανθρώπου το μάτι βλέπει πολύ περισσότερα πράγματα στα αντικείμενα από το μάτι του αετού. Ο σκύλος έχει πολύ πιο λεπτή όσφρηση από τον άνθρωπο, μα δε διακρίνει ούτε το εκατοστό από τις μυρωδιές που για τον άνθρωπο αποτελούν ορισμένα σημάδια διαφόρων πραγμάτων. Και η αφή, που στον πίθηκο μόλις υπάρχει στην πιο πρωτόγονή της αρχή, διαμορφώθηκε μονάχα με την εργασία μαζί με την εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπινου χεριού.
Η ανάπτυξη του εγκέφαλου και των αισθήσεων που τον εξυπηρετούν, της συνείδησης που όλο και ξελαγαρίζει, της ικανότητας αφαίρεσης και συμπερασμού, αντεπιδρούσε πάνω στην εργασία και στη γλώσσα και έδινε και στις δύο διαρκώς νέα ώθηση για παραπέρα ανάπτυξη. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη δεν ολοκληρώθηκε όταν ο άνθρωπος ξεχώρισε οριστικά από τον πίθηκο, μα από τότε στο σύνολό της προχώρησε τεράστια σε διάφορους λαούς και διάφορους καιρούς σε διαφορετικό βαθμό και κατεύθυνση αν και κοβότανε που και που η ανάπτυξη από τοπικές και πρόσκαιρες πισωδρομήσεις. Και την ανάπτυξη αυτή από τη μια μεριά την προωθούσε γερά και από την άλλη την οδηγούσε προς περισσότερο καθορισμένες κατευθύνσεις ένα καινούργιο στοιχείο που προστίθεται με την εμφάνιση του έτοιμου ανθρώπου –η κοινωνία.
Εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια –που για την ιστορία της γης δεν έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι έχει ένα δευτερόλεπτο στην ανθρώπινη ζωή[1]– θα πέρασαν σίγουρα, προτού από την αγέλη των πιθήκων που σκαρφάλωναν στα δένδρα γεννηθεί η ανθρώπινη κοινωνία. Όμως στο τέλος παρουσιάστηκε. Και τι βρίσκουμε πάλι σε χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στην αγέλη των πιθήκων και στην ανθρώπινη κοινωνία; Την εργασία. Η αγέλη των πιθήκων περιοριζόταν να τρώει όλη την τροφή της περιοχής της, που καθοριζόταν από τη γεωγραφική της θέση ή από την αντίσταση που κάνανε γειτονικές αγέλες. Έκανε πορείες και αγώνες για να αποκτήσει νέα περιοχή με τροφή, μα ήταν ανίκανη να βγάλει από την περιοχή της περισσότερη τροφή απ’ ό,τι πρόσφερε μόνη της η φύση, εκτός από το γεγονός ότι λίπαινε την περιοχή ασυνείδητα με τα απορίμματά της. Μόλις είχαν καταληφθεί όλες οι περιοχές που ήταν δυνατό να δίνουν τροφή δε μπορούσε πια να αυξαίνει ο πληθυσμός των πιθήκων. Ο αριθμός των ζώων το πολύ πολύ μπορούσε να μένει ο ίδιος. Μα όλα τα ζώα σπαταλούν σε μεγάλο βαθμό την τροφή και θανατώνουν στη γέννησή της την επιβλάστηση. Ο λύκος δε λυπάται, σαν τον κυνηγό, την αγριόγιδα που τον άλλο χρόνο θα του δώσει τα κατσικάκια. Τα γίδια στην Ελλάδα που τρώνε τους νεαρούς θάμνους πριν καλοφυτρώσουν, γυμνώσανε όλα τα βουνά της χώρας. Αυτή η «ληστρική οικονομία» των ζώων παίζει σπουδαίο ρόλο στο βαθμιαίο μετασχηματισμό των ειδών, γιατί τα αναγκάζει να συνηθίζουν άλλη τροφή από εκείνη που είναι μαθημένα. Έτσι το αίμα τους αποκτά άλλη χημική σύνθεση και όλη η σωματική διάπλαση σιγά-σιγά γίνεται άλλη, ενώ τα άλλοτε σταθεροποιημένα είδη σβήνουν. Δε μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτή η ληστρική οικονομία έχει συντελέσει πολύ στην εξανθρώπιση των προγόνων μας. Σε μια ράτσα πιθήκων που σε αντίληψη και ικανότητα προσαρμογής ξεπερνούσε πολύ όλες τις άλλες, έπρεπε αυτή η ληστρική οικονομία να καταλήξει στο ότι για τροφή χρησιμοποιούσανε ολοένα και περισσότερα φυτά, στο ότι τρώγανε διαρκώς περισσότερα μέρη από τα φυτά διατροφής, στο ότι η τροφή γινόταν όλο και πιο ποικίλη και μαζί της ποικίλανε και τα στοιχεία που μπαίνανε στο σώμα, οι χημικοί όροι της εξανθρώπισης. Αυτά όλα όμως δεν ήταν ακόμα καθαυτό εργασία. Η εργασία αρχίζει με την κατασκευή εργαλείων. Και ποια είναι τα πιο παλιά εργαλεία που βρίσκουμε; Αν κρίνουμε από τα αντικείμενα που βρέθηκαν και που μας τα κληροδότησαν οι προϊστορικοί άνθρωποι και από τον τρόπο ζωής των πρώτων ιστορικών λαών, καθώς και των πιο πρωτόγονων τωρινών αγρίων, τα πιο παλιά εργαλεία, είναι εργαλεία κυνηγιού και ψαρικής. Τα πρώτα είναι συγχρόνως και όπλα. Το κυνήγι και το ψάρεμα όμως προϋποθέτουν το πέρασμα από τη σκέτη φυτική τροφή στη διατροφή μαζί και με κρέας. Κι έχουμε εδώ πάλι ένα ουσιαστικό βήμα προς την εξανθρώπιση. Το κρέας σαν τροφή περιείχε σε έτοιμη σχεδόν κατάσταση τα κυριότερα συστατικά που χρειάζεται το σώμα για την ανταλλαγή της ύλης του. Συντόμεψε με τη χώνεψη το χρόνο των υπόλοιπων φυτικών λειτουργιών, που αντιστοιχούν στη φυτική ζωή, και κέρδισε έτσι περισσότερο καιρό, περισσότερο υλικό και περισσότερη όρεξη για τη δράση της καθαυτό ζωώδικης (animalischen) ζωής. Κι όσο περισσότερο ο διαμορφωνόμενος άνθρωπος απομακρυνόταν από το φυτό, τόσο περισσότερο σηκωνόταν ψηλότερα από το ζώο. Όπως η συνήθεια στη φυτική τροφή πλάι στο κρέας έχει κάνει τους αγριόγατους και τα άγρια σκυλιά υπηρέτες του ανθρώπου, έτσι και η συνήθεια στην κρεατοφαγία πλάι στη φυτική τροφή συντέλεσε ουσιαστικά στο να δώσει σημαντική δύναμη και ανεξαρτησία στο διαμορφωνόμενο άνθρωπο. Ουσιαστικότερη όμως ήταν η επίδραση της κρεατοφαγίας στον εγκέφαλο, που τώρα τα αναγκαία συστατικά για τη διατροφή του και την ανάπτυξή του τού έρχονταν πολύ πιο άφθονα από πριν και που έτσι μπορούσε από γενιά σε γενιά να διαμορφώνεται γρηγορότερα και τελειότερα. Ας μας συμπαθούν οι κύριοι χορτοφάγοι, ο άνθρωπος δε μπορούσε να γίνει άνθρωπος χωρίς την κρεατοφαγία και αν ακόμα η κρεατοφαγία οδήγησε κάποτε όλους τους γνωστούς μας λαούς στην ανθρωποφαγία (οι πρόγονοι των βερολινέζων, οι Βελετάμποι, ή Βίλτσοι, τρώγανε τους γονείς τους ακόμα και στον 10ο αιώνα), αυτό πια τώρα δε μας θίγει.
Η κρεατοφαγία οδήγησε σε δυό νέες προόδους αποφασιστικής σημασίας: στη χρησιμοποίηση της φωτιάς και στο ημέρωμα ζώων. Η πρώτη συντόμεψε ακόμα περισσότερο τη λειτουργία της χώνεψης, μια κι έφερε την τροφή σα να λέμε μισοχωνεμένη στο στόμα. Η δεύτερη έκανε αφθονότερη την τροφή από κρέας, μια και δίπλα στο κυνήγι άνοιξε μια νέα κανονική πηγή απ’ όπου αντλούσαν κρέατα και έδωσε, χώρια απ’ αυτό, με το γάλα και τα προϊόντα του, ένα νέο μέσο τροφής τουλάχιστο ισάξιο με το κρέας σε μίγμα συστατικών. Έτσι και τα δυό έγιναν άμεσα νέα μέσα χειραφέτησης για τον άνθρωπο. Θα μας ξεμάκραινε εδώ πάρα πολύ αν μπαίναμε λεπτομερειακά στα έμμεσά τους αποτελέσματα, όσο μεγάλη σημασία κι αν είχαν αυτά για την ανάπτυξη των ανθρώπων και της κοινωνίας.
Όπως ο άνθρωπος έμαθε να τρώει όλα τα φαγώσιμα, έτσι έμαθε επίσης να ζει στο κάθε κλίμα. Ξάπλωσε σ’ όλη την κατοικήσιμη γη, αυτός, το μόνο ζώο που είχε μέσα του την παντοδυναμία να το κάνει αυτό. Τα άλλα ζώα που συνήθισαν σ’ όλα τα κλίματα, δεν το έμαθαν αυτό μονάχα τους, μα μόνο ακολουθώντας τον άνθρωπο: κατοικίδια ζώα και ζωύφια. Και το πέρασμα από το ομοιόμορφο θερμό κλίμα της αρχικής πατρίδας σε ψυχρότερες περιοχές, όπου ο χρόνος μοιραζόταν σε χειμώνα και καλοκαίρι, δημιούργησαν νέες ανάγκες: κατοικία και ντύσιμο για προστασία από το κρύο και την υγρασία, νέα πεδία εργασίας και έτσι νέες απασχολήσεις, που όλο περισσότερο απομάκρυναν τον άνθρωπο από το ζώο.
Με τη συνεργασία του χεριού, των οργάνων της ομιλίας και του εγκέφαλου όχι μόνο στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, μα και στην κοινωνία, έγιναν ικανοί οι άνθρωποι να εκτελούν όλο πιο σύνθετες λειτουργίες, να βάζουν στον εαυτό τους και να φτάνουν όλο και ανώτερους σκοπούς. Η ίδια η εργασία γινόταν από γενιά σε γενιά διαφορετικότερη, τελειότερη, ποιο πολύπλευρη. Στο κυνήγι και στην κτηνοτροφία προστέθηκαν η γεωργία, σ’ αυτήν το κλώσιμο και η υφαντουργία, η επεξεργασία των μετάλλων, η αγγειοπλαστική, η ναυσιπλοΐα. Πλάι στο εμπόριο και στη χειροτεχνία ήρθε τέλος η τέχνη και η επιστήμη, από τις φυλές έγιναν έθνη και κράτη. Το δίκαιο και η πολιτική αναπτύχθηκαν και μαζί τους αναπτύχθηκε το φανταστικό είδωλο των ανθρώπινων πραγμάτων στο ανθρώπινο κεφάλι: η θρησκεία. Μπροστά σε όλα αυτά τα δημιουργήματα, που πρώτα παρουσιάζονταν σαν προϊόντα του κεφαλιού και που φαίνονταν να κυριαρχούν πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα ταπεινά δημιουργήματα του εργαζόμενου χεριού πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, και τόσο περισσότερο μάλιστα, όσο το κεφάλι που σχεδίαζε την εργασία σε μια πολύ πρώιμη ακόμα βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας (λ.χ. στην απλή κιόλας οικογένεια) μπορούσε να βάζει άλλα χέρια κι όχι τα δικά του να εκτελούν τη σχεδιασμένη δουλειά. Στο κεφάλι, στην εξέλιξη και στη δράση του εγκέφαλου καταλόγισαν όλες τις κατακτήσεις του πολιτισμού που προχωρούσε γρήγορα. Οι άνθρωποι συνήθισαν να εξηγούν τις πράξεις τους από τη σκέψη τους, αντί να τις εξηγούν από τις ανάγκες τους (που βέβαια αντανακλώνται στο κεφάλι, γίνονται συνείδηση) – και έτσι δημιουργήθηκε με τον καιρό η ιδεαλιστική εκείνη αντίληψη για τον κόσμο που ιδίως από τη δύση του αρχαίου κόσμου και εδώ κυριάρχησε στα κεφάλια. Και κυριαρχεί και τώρα τόσο, που κι αυτοί οι υλιστές φυσιοδίφες της δαρβινικής σχολής δεν μπορούν ακόμα να αποκτήσουν καθαρή αντίληψη για την καταγωγή του ανθρώπου, γιατί κάτω από εκείνη την ιδεολογική επίδραση δε βλέπουν το ρόλο που έπαιξε εδώ η εργασία.
Όπως είπαμε, και τα ζώα με τη δράση τους αλλάζουν επίσης την εξωτερική φύση, αν και όχι στο βαθμό που το κάνει ο άνθρωπος. Κι αυτές οι αλλαγές που προκαλούνται από τα ζώα στο περιβάλλον τους, επιδρούν όπως είδαμε ξανά στους πρωταίτιους και τους αλλάζουν. Γιατί στη φύση δε γίνεται τίποτα μονωμένο. Το καθετί επιδρά στο άλλο και αντίστροφα. Και είναι συνήθως η λησμοσύνη αυτής της ολόπλευρης κίνησης και αλληλεπίδρασης που εμποδίζει τους φυσιοδίφες μας να βλέπουν καθαρά και τα πιο απλά πράγματα. Είδαμε πως τα γίδια εμποδίζουν την αναδάσωση της Ελλάδας. Στην Αγία Ελένη τα γίδια και τα γουρούνια, που τα αμόλησαν εκεί οι πρώτοι θαλασσοπόροι, τα κατάφεραν να εξαφανίσουν σχεδόν ολότελα την παλιά βλάστηση του νησιού και ετοίμασαν έτσι το έδαφος για να μπορέσουν να διαδοθούν τα φυτά που έφεραν κατοπινοί ποντοπόροι και έποικοι. Αν όμως τα ζώα ασκούν μόνιμη επίδραση στο περιβάλλον τους, αυτό γίνεται χωρίς πρόθεση και για τα ίδια αυτά τα ζώα είναι κάτι το συμπτωματικό. Όσο περισσότερο όμως οι άνθρωποι απομακρύνονται από το ζώο, τόσο περισσότερο η επίδρασή τους πάνω στη φύση παίρνει χαρακτήρα προμελετημένης, σχεδιασμένης πράξης, που επιδιώκει ορισμένους από τα πριν γνωστούς σκοπούς. Το ζώο καταστρέφει τη βλάστηση μιας λουρίδας γης χωρίς να ξέρει τι κάνει. Ο άνθρωπος την καταστρέφει για να σπείρει καρπό στο λευτερωμένο έδαφος ή για να φυτέψει δέντρα και κλήματα, που ξέρει ότι θα του αποδώσουν πολλαπλάσια το σπόρο. Μεταφέρει χρήσιμα φυτά και οικιακά ζώα από τη μια χώρα στην άλλη και αλλάζει έτσι τη βλάστηση και τη ζωή των ζώων ολόκληρων ηπείρων. Κάτι παραπάνω. Με τεχνητό εξευγενισμό τα φυτά και τα ζώα αλλάζουν από το χέρι του ανθρώπου σε τρόπο που δεν τα αναγνωρίζεις πια. Μάταια ψάχνουν ακόμα να βρουν τα άγρια φυτά απ’ όπου κατάγονται τα είδη των σιτηρών μας. Είναι πάντα ακόμα συζητήσιμο από ποιο άγριο ζώο κατάγονται τα σκυλιά μας, που τα ίδια είναι τόσο διαφορετικά αναμεταξύ τους, ή οι εξίσου πολυάριθμες ράτσες των αλόγων μας.
Είναι πάντως αυτονόητο, ότι δεν μας κατεβαίνει η ιδέα να αμφισβητήσουμε στα ζώα την ικανότητα σχεδιασμένου τρόπου δράσης που τον έχουν σκεφτεί από τα πριν. Αντίθετα. Ο σχεδιασμένος τρόπος δράσης υπάρχει σαν σπέρμα σχεδόν παντού όπου υπάρχει και αντιδρά πρωτόπλασμα, ζωντανό λεύκωμα, δηλ. εκτελεί ορισμένες, έστω ακόμα και απλούστατες κινήσεις σαν συνέπεια ορισμένων ερεθισμών από τα έξω. Τέτοια αντίδραση γίνεται όπου δεν υπάρχει ακόμα καθόλου κύτταρο, δεν μιλούμε καν για νευρικό κύτταρο. Ο τρόπος που τα εντομοφάγα φυτά πιάνουν τη λεία τους φαίνεται επίσης από ορισμένη άποψη σαν σχεδιασμένος, αν και είναι τελείως ασυνείδητος. Στα ζώα αναπτύσσεται η ικανότητα συνειδητής, σχεδιασμένης δράσης σε σχέση με την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και στα θηλαστικά φτάνει κιόλας σε υψηλή βαθμίδα. Στο αγγλικό κυνήγι-παγάνα της αλεπούς μπορεί κανείς καθημερινά να παρατηρεί με πόση ακρίβεια ξέρει η αλεπού να χρησιμοποιεί την καλή γνώση της του τόπου για να ξεφύγει από τους διώκτες της, και πόσο καλά γνωρίζει και χρησιμοποιεί όλα τα εδαφικά πλεονεκτήματα που διακόπτουν τη συνέχεια από τα ίχνη της. Στα κατοικίδια ζώα που με τη συναναστροφή των ανθρώπων αναπτύχθηκαν περισσότερο, μπορεί κανείς καθημερινά να παρατηρεί πονηριές που βρίσκονται ακριβώς στην ίδια βαθμίδα με τις πονηριές των παιδιών μας. Γιατί, όπως η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου σπέρματος στα σπλάχνα της μάνας είναι μόνο μια συντομευμένη επανάληψη της εκατομμυριόχρονης ιστορίας της σωματικής εξέλιξης των ζωικών μας προγόνων, αρχίζοντας από το σκουλήκι, έτσι και η πνευματική εξέλιξη του παιδιού είναι μια ακόμα πιο συντομευμένη επανάληψη της διανοητικής εξέλιξης των ίδιων προγόνων, τουλάχιστον των νεότερων. Μα όλη η σχεδιασμένη δράση όλων των ζώων δεν τα κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα της θέλησής της πάνω στη γη. Αυτό μπόρεσε να το κάνει μόνον ο άνθρωπος.
Κοντολογίς το ζώο χρησιμοποιεί μονάχα την εξωτερική φύση και της προκαλεί αλλαγές απλώς με την παρουσία του. Ο άνθρωπος με τις αλλαγές του την κάνει να εξυπηρετεί τους σκοπούς του, κυριαρχεί πάνω της. Κι αυτή είναι η τελευταία ουσιαστική διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα, και πάλι η εργασία προκαλεί αυτή τη διαφορά[2].
Ας μην κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ με τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Για κάθε τέτοια νίκη μάς εκδικείται η φύση. Η καθεμιά απ’ αυτές τις νίκες έχει βέβαια σε πρώτη γραμμή τις συνέπειες που λογαριάζαμε, μα σε δεύτερη και τρίτη γραμμή έχει εντελώς άλλα, απρόβλεπτα αποτελέσματα, που πάρα πολύ συχνά αναιρούν πάλι εκείνες τις πρώτες συνέπειες. Οι άνθρωποι που ξερίζωναν τα δάση στη Μεσοποταμία, στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και αλλού για ν’ αποκτήσουν καλλιεργήσιμη γη, δε φανταζόντουσαν ότι έτσι βάζανε το θεμέλιο για τη σημερινή ερήμωση των χωρών εκείνων, γιατί μαζί με τα δάση τους αφαιρούσαν και τα κέντρα συγκέντρωσης και διατήρησης της υγρασίας. Όταν οι ιταλοί των Άλπεων υλοτομούσαν ανελέητα τα δάση των ελάτων της νότιας πλαγιάς, που τόσο στοργικά τα φρόντιζαν στη βορινή πλαγιά, δεν φανταζόντουσαν ότι έτσι κόβανε τη ρίζα της βουνίσιας κτηνοτροφίας στην περιοχή τους. Ακόμα λιγότερο φαντάζονταν ότι έτσι αποτραβούσαν το νερό από τις ορεινές τους πηγές για το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς για να μπορούν οι πηγές αυτές να ξεχύνουν στους κάμπους τόσο πιο μανιασμένα ρεύματα την εποχή των βροχών. Εκείνοι που διάδωσαν την πατάτα στην Ευρώπη δεν ξέρανε πως μαζί με τους αμυλώδεις κονδύλους της διάδιδαν και τις χοιράδες. Κι έτσι κάθε βήμα μας θυμίζει ότι καθόλου δεν κυριαρχούμε πάνω στη φύση, όπως ο κατακτητής κυριαρχεί σ’ έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που βρίσκεται έξω από τη φύση –μα ότι με τη σάρκα, τα κόκαλα και τον εγκέφαλό μας ανήκουμε σ’ αυτήν και βρισκόμαστε μέσα της, και ότι όλη η κυριαρχία μας πάνω της είναι ότι σε σύγκριση με όλα τα άλλα πλάσματα έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να γνωρίζουμε τους νόμους της και να τους εφαρμόζουμε σωστά.
Και πραγματικά, καθημερινά μαθαίνουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους νόμους της και τα κοντινότερα και απώτερα αποτελέσματα των επεμβάσεών μας στην πατροπαράδοτη πορεία της φύσης. Ιδίως ύστερα από την τεράστια πρόοδο της φυσικής επιστήμης στον αιώνα μας όλο και περισσότερο θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και τα απώτερα φυσικά αποτελέσματα τουλάχιστο των συνηθέστερων παραγωγικών μας πράξεων και έτσι να τις εξουσιάζουμε. Όσο περισσότερο όμως θα γίνεται αυτό, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι όχι μόνο θα νιώθουν, μα και θα ξέρουν ότι αποτελούν ένα με τη φύση και τόσο πιο αδύνατη θα γίνεται η παράλογη και αφύσικη αντίληψη ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, στον άνθρωπο και στη φύση, στην ψυχή και στο σώμα, αντίληψη που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από την παρακμή της κλασικής αρχαιότητας και εδώ και που πήρε την ανώτατη διαμόρφωσή της στο χριστιανισμό.
Αν όμως χρειάστηκε εργασία χιλιετηρίδων ώσπου να μάθουμε κάπως να υπολογίζουμε τα απώτερα φυσικά αποτελέσματα των πράξεών μας που αποβλέπουν στην παραγωγή, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αυτό σχετικά με τα πιο απώτερα κοινωνικά αποτελέσματα αυτών των πράξεων. Αναφέραμε την πατάτα και σαν συνέπειά της τη διάδοση των χοιράδων. Μα τι είναι οι χοιράδες απέναντι στα αποτελέσματα που είχε για το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών ολόκληρων χωρών ο περιορισμός του εργάτη στην πατατοφαγία; Τι είναι οι χοιράδες απέναντι στο λιμό που το 1847 εξαπλώθηκε στην Ιρλανδία σαν συνέπεια της αρρώστιας της πατάτας που έστειλε ένα εκατομμύριο πατατοφάγους και σχεδόν μόνο πατατοφάγους ιρλανδούς στον τάφο, ενώ άλλα δύο εκατομμύρια τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν πέρα από τον ωκεανό; Όταν οι άραβες έμαθαν να αποστάζουν το οινόπνευμα, δε φανταζόντουσαν ούτε στον ύπνο τους ότι δημιούργησαν ένα από τα κύρια όργανα που θα εξαφάνιζε από τον κόσμο τους αυτόχθονες κατοίκους της Αμερικής που τότε δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί. Κι όταν μετά ο Κολόμβος ανακάλυψε τούτη την Αμερική, δεν ήξερε ότι ξυπνούσε σε νέα ζωή τη δουλεία που από καιρό είχε ξεπεραστεί στην Ευρώπη και ότι έβαζε τις βάσεις για το εμπόριο των μαύρων. Οι άνθρωποι που τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα εργάζονταν για να φτιάξουν την ατμομηχανή δεν φαντάζονταν ότι ετοίμαζαν το εργαλείο που περισσότερο από κάθε άλλο θα επαναστατικοποιούσε τις κοινωνικές συνθήκες όλου του κόσμου και ιδίως της Ευρώπης, με τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια της μειοψηφίας και την ακτημοσύνη για την τεράστια πλειοψηφία, το εργαλείο που πρώτα θα έδινε στην αστική τάξη την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία, ύστερα όμως θα δημιουργούσε έναν ταξικό αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο που μπορεί να τελειώσει μονάχα με το γκρέμισμα της αστικής τάξης και την κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων. Μα και σ’ αυτό τον τομέα μαθαίνουμε σιγά-σιγά με πολύχρονη, συχνά σκληρή πείρα και με συσχέτιση και έρευνα του ιστορικού υλικού να αποκτάμε σαφή γνώση για τα έμμεσα, απώτερα κοινωνικά αποτελέσματα της παραγωγικής μας δραστηριότητας και έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να εξουσιάζουμε και να ρυθμίζουμε αυτά τα αποτελέσματα. 
Για να κάνουμε όμως αυτή τη ρύθμιση χρειάζεται κάτι περισσότερο από την απλή γνώση. Χρειάζεται μια πλέρια ανατροπή, του έως τα τώρα τρόπου μας παραγωγής και μαζί του ολάκερου του τωρινού μας κοινωνικού συστήματος.
Όλοι οι έως τα τώρα τρόποι παραγωγής επιδίωκαν μόνο να πετύχουν το κοντινότερο, το πιο άμεσο χρήσιμο αποτέλεσμα της δουλειάς. Παραμελούσαν εντελώς τις συνέπειες που παρουσιάζονται μόλις αργότερα και δρουν με τη βαθμιαία επανάληψη και συσσώρευση. Η αρχική κοινή ιδιοκτησία στη γη από τη μια μεριά αντιστοιχούσε σε μια κατάσταση ανάπτυξης των ανθρώπων που περιόριζε τον ορίζοντά τους γενικά στα πιο κοντινά τους, και από την άλλη προϋπόθετε κάποιο πλεόνασμα διαθέσιμης γης, που άφηνε κάποιο περιθώριο για τις ενδεχόμενες κακές συνέπειες αυτής της πρωτόγονης οικονομίας. Αν εξαντλούνταν αυτό το περίσσευμα γης, τότε ξέπεφτε και η κοινή ιδιοκτησία. Όλες όμως οι ανώτερες μορφές παραγωγής που ακολούθησαν, οδήγησαν στο χωρισμό του πληθυσμού σε διάφορες τάξεις και έτσι στην αντίθεση ανάμεσα στις κυρίαρχες και στις καταπιεζόμενες τάξεις. Έτσι όμως το συμφέρον της κυρίαρχης τάξης έγινε το κινητήριο στοιχείο της παραγωγής, εφόσον δεν περιοριζόταν στα στοιχειωδέστερα μέσα διατήρησης των καταπιεζόμενων. Πληρέστερα πραγματώθηκε αυτό στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής που επικρατεί τώρα στη Δυτική Ευρώπη. Οι ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες που εξουσιάζουν την παραγωγή και την ανταλλαγή μπορούν να νοιάζονται μόνο για το πιο άμεσο χρήσιμο αποτέλεσμα των πράξεών τους. Μάλιστα ακόμα και αυτό το χρήσιμο αποτέλεσμα –εφόσον πρόκειται για τη χρησιμότητα του παραγόμενου ή ανταλλασσόμενου αντικείμενου– μπαίνει ολότελα σε δεύτερη μοίρα. Το κέρδος που θα επιτευχθεί με την πούληση γίνεται το μόνο κίνητρο.


                                                                                * * *


Η κοινωνική επιστήμη της αστικής τάξης, η κλασική πολιτική οικονομία, ασχολείται κυρίως με τα άμεσα επιδιωκόμενα κοινωνικά αποτελέσματα των ανθρώπινων πράξεων που αποβλέπουν στην παραγωγή και την ανταλλαγή. Αυτό ανταποκρίνεται ολότελα στην κοινωνική οργάνωση, που η κλασική πολιτική οικονομία αποτελεί τη θεωρητική της έκφραση. Εκεί όπου ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες παράγουν και ανταλλάσσουν για άμεσο κέρδος, μπορούν να παίρνονται υπόψη σε πρώτη γραμμή μόνο τα κοντινότερα, αμεσότατα αποτελέσματα. Όταν ο ξεχωριστός εργοστασιάρχης ή έμπορος πουλήσει το παραγόμενο ή αγορασμένο εμπόρευμα με το συνηθισμένο κερδάκι, είναι ευχαριστημένος και δε τον νοιάζει τι γίνονται κατοπινά το εμπόρευμα και οι αγοραστές του. Το ίδιο συμβαίνει με τα φυσικά αποτελέσματα των ίδιων πράξεων. Τι τους ένοιαζε τους ισπανούς ιδιοκτήτες φυτειών στην Κούβα όταν καίγανε τα δάση στους γκρεμούς και με τη στάχτη τους εξασφάλιζαν λίπασμα αρκετό για μια γενιά εξαιρετικά αποδοτικά καφεόδεντρα –τι τους ένοιαζε ότι κατοπινά οι τροπικές καταρρακτώδεις βροχές θα κατέβαζαν το ανυπεράσπιστο τώρα χώμα και θα άφηναν πίσω τους μόνο γυμνά βράχια; Απέναντι στη φύση, όπως και στην κοινωνία, με τον σημερινό τρόπο παραγωγής λογαριάζεται κυρίως το πρώτο, χειροπιαστό αποτέλεσμα. Κι ύστερα παραξενεύονται ακόμα γιατί τα απώτερα επακόλουθα των πράξεων που έτειναν σ’ αυτό το αποτέλεσμα είναι ολότελα διαφορετικά, συνήθως ολότελα αντίθετα –ότι η αρμονία της ζήτησης και της προσφοράς μετατρέπεται στο διαμετρικά αντίθετό της, όπως το δείχνει η πορεία κάθε δεκάχρονου βιομηχανικού κύκλου, που ένα μικρό προοίμιό του γνώρισε και η Γερμανία με το «κραχ»[3], -ότι η ατομική ιδιοκτησία που στηρίζεται στην προσωπική εργασία εξελίσσεται παραπέρα με αναγκαιότητα σε ακτημοσύνη των εργατών, ενώ όλη η ιδιοκτησία όλο και περισσότερο συγκεντρώνεται στα χέρια μη εργαζομένων – ότι[4] (σ.σ. Εδώ δυστυχώς σταματάει το χειρόγραφο! Ο Ένγκελς δε το τελείωσε ποτέ)_____________


[1] Μια αυθεντία πρώτης γραμμής απ’ αυτή την άποψη, ο σερ Ου. Θόμσον υπολόγισε ότι δεν μπορούν να έχουν περάσει πολύ περισσότερο από εκατό εκατομμύρια χρόνια, από την εποχή που η γη είχε ψυχθεί αρκετά για να μπορούν να ζουν πάνω της φυτά και ζώα (Σημείωση του Ένγκελς)
[2] Εδώ ο Ένγκελς σημειώνει με το μολύβι στο περιθώριο: «εξευγενισμός» (σημ. σύντ.).
[3] Ο Ένγκελς εννοεί την οικονομική κρίση του 1873-74 (σημ. σύντ.).
[4] Εδώ σταματάει το χειρόγραφο (σημ. σύντ.)._____________

Γράφτηκε από τον Φρίντριχ Ένγκελς
στα 1876.Πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Νόιε Τσάι»το 1896.

Σύμφωνα με το χειρόγραφο

Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στα διαλεχτά έργα των Μαρξ - Ένγκελς, που επιμελήθηκε το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν (τόμος 1ος, Κρατικό Εκδοτικό Πολιτικής Φιλολογίας, Μόσχα 1948). 



Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού - Βλαντίμιρ Ι. Λένιν

  • Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού


  • του Βλαντίμιρ Ι. Λένιν


  • Η διδασκαλία του Μαρξ προκαλεί σ΄ όλο τον πολιτισμένο κόσμο τη μεγαλύτερη εχθρότητα και το μίσος όλης της αστικής επιστήμης (και της επίσημης και της φιλελεύθερης), που βλέπει το μαρξισμό σαν μια «βλαβερή αίρεση». Και δεν μπορεί να περιμένει κανείς διαφορετική στάση, γιατί δεν είναι δυνατό να υπάρξει «αμερόληπτη» κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία χτισμένη πάνω στην ταξική πάλη. 

  • Έτσι είτε αλλιώς, όλη και η επίσημη και η φιλελεύθερη επιστήμη, υπερασπίζει τη μισθωτή δουλεία, ενώ ο μαρξισμός έχει κηρύξει αμείλικτο πόλεμο ενάντια σ΄ αυτή τη δουλεία. Το να περιμένει κανείς αμερόληπτη επιστήμη στην κοινωνία της μισθωτής δουλείας είναι κουτούτσικη αφέλεια, που μοιάζει με το να περιμένει κανείς αμεροληψία από τους εργοστασιάρχες στο ζήτημα, αν θα πρέπει ν΄ αυξήσουν το μεροκάματο των εργατών, ελαττώνοντας τα κέρδη του κεφαλαίου.

  • Μα δεν είναι μόνο αυτό. Η ιστορία της φιλοσοφίας και η ιστορία της κοινωνικής επιστήμης δείχνουν πεντακάθαρα ότι στο μαρξισμό δεν υπάρχει τίποτε που να μοιάζει με «αίρεση», με την έννοια κάποιας κλειστής, αποστεωμένης διδασκαλίας που εμφανίστηκε έξω από τη λεωφόρο της εξέλιξης του παγκόσμιου πολιτισμού. Αντίθετα, όλη η μεγαλοφυΐα του Μαρξ βρίσκεται ακριβώς στο ότι έδωσε απαντήσεις στα ερωτήματα που είχε ήδη θέσει η πρωτοπόρα σκέψη της ανθρωπότητας. Η διδασκαλία του γεννήθηκε σαν κατευθείαν και άμεση συνέχιση της διδασκαλίας των πιο μεγάλων εκπροσώπων της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας και του σοσιαλισμού.

  • Η διδασκαλία του Μαρξ είναι παντοδύναμη, γιατί είναι σωστή. Είναι πλήρης και αρμονική, γιατί δίνει στους ανθρώπους μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία, ασυμβίβαστη απέναντι σε κάθε δεισιδαιμονία, σε κάθε αντίδραση, σε κάθε υπεράσπιση της αστικής καταπίεσης. Είναι νόμιμος διάδοχος ό,τι πιο καλού δημιούργησε η ανθρωπότητα στο 19ο αιώνα με τη μορφή της γερμανικής φιλοσοφίας, της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, του γαλλικού σοσιαλισμού.

  • Σ΄ αυτές τις τρεις πηγές, που αποτελούν ταυτόχρονα και τα συστατικά μέρη του μαρξισμού, θα σταθούμε με συντομία.
  •                                                                               Ι

  • Η φιλοσοφία του μαρξισμού είναι ο υλισμός. Στη διάρκεια όλης της νεότερης ιστορίας της Ευρώπης και κυρίως στα τέλη του 18ου αιώνα, στη Γαλλία όπου δινόταν η αποφασιστική μάχη ενάντια σε κάθε μεσαιωνική σαβούρα, ενάντια στη δουλοπαροικία που επικρατούσε στους θεσμούς και στις ιδέες, ο υλισμός αποδείχτηκε η μοναδική συνεπής φιλοσοφία, πιστή σ΄ όλες τις αρχές των φυσικών επιστημών, εχθρική προς τις δεισιδαιμονίες, την ψευτοευλάβεια κτλ. Γι΄ αυτό οι εχθροί της δημοκρατίας προσπαθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις να «αναιρέσουν», να υποσκάψουν, να συκοφαντήσουν τον υλισμό και υπεράσπιζαν τις διάφορες μορφές του φιλοσοφικού ιδεαλισμού, που έτσι είτε αλλιώς καταλήγει πάντα στην υπεράσπιση ή στην υποστήριξη της θρησκείας.

  • Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υπεράσπισαν με τον πιο αποφασιστικό τρόπο το φιλοσοφικό υλισμό και εξήγησαν επανειλημμένα πόσο βαθιά λαθεμένη είναι κάθε παρέκκλιση απ΄ αυτή τη βάση. Οι απόψεις τους έχουν εκτεθεί με τη μεγαλύτερη σαφήνεια και διεξοδικότητα στα έργα του Ένγκελς «Λουδοβίκος Φόιερμπαχ» και «Αντι-Ντίρινγκ», που όπως και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»[1], αποτελούν εγκόλπιο κάθε συνειδητού εργάτη.

  • Ο Μαρξ όμως δεν σταμάτησε στον υλισμό του 18ου αιώνα, μα προώθησε τη φιλοσοφία. Την πλούτισε με τις κατακτήσεις της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα του συστήματος του Χέγκελ, που με τη σειρά του είχε οδηγήσει στον υλισμό του Φόιερμπαχ. Η κυριότερη απ΄ αυτές τις κατακτήσεις είναι η διαλεκτική, δηλαδή η διδασκαλία της εξέλιξης στην πιο πλήρη, βαθιά κι απαλλαγμένη από κάθε μονομέρεια μορφή της, η διδασκαλία της σχετικότητας της ανθρώπινης γνώσης που μας δίνει μια αντανάκλαση της αιώνια εξελισσόμενης ύλης. Οι νεότατες ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών –ράδιο, ηλεκτρόνια, μεταστοιχείωση- επιβεβαίωσαν περίλαμπρα το διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ, παρ΄ όλες τις θεωρίες των αστών φιλοσόφων με τις «καινούργιες» αναδρομές τους στον παλιό και σάπιο ιδεαλισμό.

  • Ο Μαρξ, βαθαίνοντας και αναπτύσσοντας το φιλοσοφικό υλισμό, τον οδήγησε ως το τέλος, τον επέκτεινε από τη γνώση της φύσης στη γνώση της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ αποτελεί μέγιστη κατάκτηση της επιστημονικής σκέψης. Το χάος και η αυθαιρεσία που βασίλευαν ως τότε στις αντιλήψεις για την ιστορία και την πολιτική, αντικαταστάθηκαν από μια καταπληκτικά ολοκληρωμένη και αρμονική επιστημονική θεωρία, που δείχνει πως μέσα από μια μορφή της κοινωνικής ζωής αναπτύσσεται, σαν συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μια άλλη, ανώτερη μορφή, από τη δουλοπαροικία π.χ. γεννιέται ο καπιταλισμός.

  • Όπως ακριβώς η γνώση του ανθρώπου αντανακλά τη φύση που υπάρχει ανεξάρτητα απ΄ αυτόν, δηλαδή την εξελισσόμενη ύλη, έτσι και η κοινωνική γνώση του ανθρώπου (δηλαδή οι διάφορες αντιλήψεις και διδασκαλίες φιλοσοφικές, θρησκευτικές, πολιτικές κτλ.) αντανακλά το οικονομικό καθεστώς της κοινωνίας. Οι πολιτικοί θεσμοί είναι το εποικοδόμημα πάνω στην οικονομική βάση. Βλέπουμε λ.χ., πως οι διάφορες πολιτικές μορφές των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών χρησιμεύουν για τη στερέωση της κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στο προλεταριάτο.

  • Η φιλοσοφία του Μαρξ είναι ο ολοκληρωμένος φιλοσοφικός υλισμός, που έδωσε στην ανθρωπότητα –και ιδιαίτερα στην εργατική τάξη- ισχυρά όργανα γνώσης.

  •                                                                              ΙΙ

  • Ο Μαρξ, αφού αναγνώρισε ότι το οικονομικό καθεστώς είναι η βάση πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό εποικοδόμημα, έστρεψε κυρίως την προσοχή του στη μελέτη αυτού του οικονομικού καθεστώτος. Το βασικό έργο του Μαρξ, το «Κεφάλαιο», είναι αφιερωμένο στη μελέτη του οικονομικού καθεστώτος της σύγχρονης, δηλαδή της καπιταλιστικής, κοινωνίας.

  • Η κλασική πολιτική οικονομία διαμορφώθηκε πριν από τον Μαρξ στην Αγγλία, την πιο εξελιγμένη καπιταλιστική χώρα. Ο Άνταμ Σμιθ και ο Ντάβιντ Ρικάρντο, μελετώντας το οικονομικό καθεστώς, έβαλαν τις βάσεις της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Ο Μαρξ συνέχισε το έργο τους. Θεμελίωσε γερά και ανάπτυξε με συνέπεια αυτή τη θεωρία. Έδειξε ότι η αξία κάθε εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, που απαιτείται για την παραγωγή του εμπορεύματος.

  • Εκεί όπου οι αστοί οικονομολόγοι έβλεπαν σχέσεις πραγμάτων (ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα), ο Μαρξ αποκάλυψε σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους. Η ανταλλαγή των εμπορευμάτων εκφράζει τη σύνδεση ανάμεσα στους ξεχωριστούς παραγωγούς μέσω της αγοράς. Το χρήμα σημαίνει ότι η σύνδεση αυτή γίνεται όλο και πιο στενή, συνενώνοντας αδιάρρηκτα σ΄ ένα σύνολο όλη την οικονομική ζωή των ξεχωριστών παραγωγών. Το κεφάλαιο σημαίνει παραπέρα ανάπτυξη αυτής της σύνδεσης: η εργατική δύναμη του ανθρώπου γίνεται εμπόρευμα. Ο μισθωτός εργάτης πουλάει την εργατική του δύναμη στον ιδιοκτήτη της γης, του εργοστασίου, των εργαλείων δουλειάς. Ένα μέρος της εργάσιμης μέρας ο εργάτης το διαθέτει για να καλύψει τα έξοδα της συντήρησής του και της συντήρησης της οικογένειάς του (μισθός εργασίας) και το άλλο μέρος της μέρας ο εργάτης δουλεύει δωρεάν, δημιουργώντας για τον καπιταλιστή την υπεραξία, την πηγή του κέρδους, την πηγή του πλούτου της τάξης των καπιταλιστών.

  • Η διδασκαλία της υπεραξίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ.

  • Το κεφάλαιο που δημιουργήθηκε με τη δουλειά του εργάτη καταπιέζει τον εργάτη, καταστρέφοντας τους μικρονοικοκυρέους και δημιουργώντας τη στρατιά των ανέργων. Στη βιομηχανία φαίνεται αμέσως η νίκη της μεγάλης παραγωγής, μα και στη γεωργία βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο: η υπεροχή της μεγάλης καπιταλιστικής γεωργίας μεγαλώνει, αυξάνει η χρησιμοποίηση μηχανών, το αγροτικό νοικοκυριό πιάνεται στη θηλιά του χρηματικού κεφαλαίου, ξεπέφτει και καταστρέφεται κάτω από το βάρος της καθυστερημένης τεχνικής. Στη γεωργία είναι διαφορετικές οι μορφές της κατάπτωσης της μικρής παραγωγής, η ίδια όμως η κατάπτωσή της είναι γεγονός αναμφισβήτητο.

  • Το κεφάλαιο, τσακίζοντας τη μικρή παραγωγή, οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και στη δημιουργία μονοπωλιακής θέσης για τις ενώσεις των πολύ μεγάλων καπιταλιστών. Η ίδια η παραγωγή γίνεται όλο και πιο κοινωνική –εκατοντάδες χιλιάδες κι εκατομμύρια εργάτες συνενώνονται σ΄ ένα σχεδιομετρικό οικονομικό οργανισμό- ενώ το προϊόν της κοινής εργασίας το ιδιοποιείται μια χούφτα καπιταλιστών. Μεγαλώνει η αναρχία στην παραγωγή, οι κρίσεις, το λυσσαλέο κυνηγητό των αγορών, η φτώχεια της μάζας του πληθυσμού.

  • Το καπιταλιστικό καθεστώς, μεγαλώνοντας την εξάρτηση των εργατών από το κεφάλαιο, δημιουργεί τη μεγάλη δύναμη της ενωμένης εργασίας.

  • Ο Μαρξ παρακολούθησε την εξέλιξη του καπιταλισμού από τα πρώτα έμβρυα της εμπορευματικής οικονομίας, από την απλή ανταλλαγή ως τις ανώτερες μορφές του, ως τη μεγάλη παραγωγή.

  • Και η πείρα όλων των καπιταλιστικών χωρών, τόσο των παλιών, όσο και των καινούργιων, δείχνει παραστατικά από χρόνο σε χρόνο όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό εργατών την ορθότητα της διδασκαλίας αυτής του Μαρξ.

  • Ο καπιταλισμός νίκησε σ΄ όλο τον κόσμο, μα η νίκη αυτή δεν είναι παρά μόνο το κατώφλι της νίκης της εργασίας κατά του κεφαλαίου.

  •                                                                              ΙΙΙ

  • Όταν ανατράπηκε η δουλοπαροικία και είδε το φως της μέρας η «ελεύθερη» καπιταλιστική κοινωνία, αποκαλύφθηκε αμέσως ότι η ελευθερία αυτή σημαίνει καινούργιο σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Αμέσως άρχισαν να εμφανίζονται διάφορες σοσιαλιστικές διδασκαλίες, σαν αντανάκλαση αυτής της καταπίεσης και σαν διαμαρτυρία ενάντιά της. Ο αρχικός όμως σοσιαλισμός ήταν ουτοπικός σοσιαλισμός. Έκανε κριτική στην καπιταλιστική κοινωνία, την καταδίκαζε, την καταριόταν, ονειρευόταν τον αφανισμό της, έπλαθε με τη φαντασία του ένα καλύτερο καθεστώς, προσπαθούσε να πείσει τους πλούσιους για το ανήθικο της εκμετάλλευσης.

  • Μα ο ουτοπικός σοσιαλισμός δεν μπορούσε να υποδείξει μια πραγματική διέξοδο. Δεν μπορούσε ούτε να εξηγήσει την ουσία της μισθωτής σκλαβιάς στον καπιταλισμό, ούτε ν΄ ανακαλύψει τους νόμους της εξέλιξής του, ούτε να βρει την κοινωνική εκείνη δύναμη που είναι ικανή να γίνει ο δημιουργός της νέας κοινωνίας.

  • Στο μεταξύ οι θυελλώδεις επαναστάσεις, που συνόδεψαν την πτώση της φεουδαρχίας, της δουλοπαροικίας, παντού στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία, αποκάλυπταν όλο και πιο εξόφθαλμα πως βάση όλης της εξέλιξης και κινητήρια δύναμή της είναι η πάλη των τάξεων.

  • Καμιά νίκη της πολιτικής ελευθερίας πάνω στην τάξη των φεουδαρχών δεν κατακτήθηκε χωρίς απεγνωσμένη αντίσταση. Καμιά καπιταλιστική χώρα δεν διαμορφώθηκε πάνω σε λίγο-πολύ ελεύθερη, δημοκρατική βάση, χωρίς αγώνα ζωής ή θανάτου ανάμεσα στις διάφορες τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας.

  • Η μεγαλοφυΐα του Μαρξ συνίσταται στο ότι μπόρεσε νωρίτερα απ΄ όλους να βγάλει από δω το συμπέρασμα που μας διδάσκει η παγκόσμια ιστορία και να το εφαρμόσει με συνέπεια. Το συμπέρασμα αυτό είναι η διδασκαλία για την ταξική πάλη

  • Οι άνθρωποι ήταν πάντα και θα είναι πάντα τα απλοϊκά θύματα της απάτης και της αυταπάτης στην πολιτική, όσο δεν θα μάθουν ν΄ αναζητούν πίσω από τις διάφορες ηθικές, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές φράσεις, διακηρύξεις, υποσχέσεις, τα συμφέροντα τούτων ή εκείνων των τάξεων. Οι οπαδοί των μεταρρυθμίσεων και των βελτιώσεων θα εξαπατούνται πάντα από τους υπερασπιστές του παλιού, εφόσον δεν θα καταλάβουν ότι κάθε παλιός θεσμός, όσο παράλογος και σάπιος κι αν φαίνεται, κρατιέται από τις δυνάμεις τούτων ή εκείνων των κυρίαρχων τάξεων. Και για να σπάσουμε την αντίσταση αυτών των τάξεων υπάρχει μόνο ένα μέσο: να βρούμε μέσα στην ίδια την κοινωνία που μας περιβάλλει, να διαφωτίσουμε και να οργανώσουμε για την πάλη τις δυνάμεις εκείνες, που μπορούν –και λόγω της κοινωνικής τους θέσης οφείλουν- ν΄ αποτελέσουν τη δύναμη την ικανή να σαρώσει το παλιό και να δημιουργήσει το νέο.

  • Μόνο ο φιλοσοφικός υλισμός του Μαρξ έδειξε στο προλεταριάτο τη διέξοδο από την πνευματική σκλαβιά, όπου φυτοζωούσαν και φυτοζωούν ως τώρα όλες οι καταπιεζόμενες τάξεις. Μόνο η οικονομική θεωρία του Μαρξ εξήγησε την πραγματική θέση του προλεταριάτου μέσα στο γενικό σύστημα του καπιταλισμού.

  • Σε όλο τον κόσμο, από την Αμερική, ως την Ιαπωνία και από τη Σουηδία ως τη νότια Αφρική, πληθαίνουν οι αυτοτελείς οργανώσεις του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο διαφωτίζεται και διαπαιδαγωγείται, διεξάγοντας την ταξική του πάλη, απαλλάσσεται από τις προλήψεις της αστικής κοινωνίας, συσπειρώνεται όλο και πιο σφιχτά και μαθαίνει να εκτιμά σωστά τις επιτυχίες του, ατσαλώνει τις δυνάμεις του και αναπτύσσεται ακατάπαυστα.
  • ____________

  • «Προσβεστσένιγε», τεύχ. 3
           Μάρτης του 1913
            Υπογραφή: Β. Ι.
                           
                                     Β. Ι. Λένιν, Άπαντα
    5η έκδ., τόμ.23ος, σελ. 41-48


  • Πηγή: Β. Ι. Λένιν, Για τον Μαρξ και τη διδασκαλία του, σ. 40-45, Εκδόσεις Προγκρές 1983, Μόσχα
  • ____________

  • Σημειώσεις

  • [*] Το άρθρο «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού» γράφτηκε από τον Β. Ι. Λένιν για την τριακοστή επέτειο του θανάτου του Καρλ Μαρξ και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Προσβεστσένιγε», τεύχ. 3 του 1913.

  • «Προσβεστσένιγε» («Μόρφωση») –μηνιαίο νόμιμο θεωρητικό περιοδικό των μπολσεβίκων˙ έβγαινε στην Πετρούπολη από το Δεκέμβρη του 1911 ως τον Ιούνη του 1914. Το τιράζ του περιοδικού έφτανε τις 5 χιλιάδες αντίτυπα. […] 

  • Στις παραμονές του πρώτου παγκόσμιου πολέμου το περιοδικό «Προσβεστσένιγε» κλείστηκε από την τσαρική κυβέρνηση. Το φθινόπωρο του 1917 το περιοδικό επανεκδόθηκε, όμως βγήκε μόνο ένα τεύχος (διπλό) […].

  • [1] Βλ. Φ. Ένγκελς «Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυό τόμους, τόμ. ΙΙ ρωσ. έκδ., 1955, σελ. 339-382)˙ Φ. Ένγκελς «Αντι-Ντίρινγκ», ρωσ. 1957˙ Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (Άπαντα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 4ος, σελ. 419-459



  • ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ - Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ



    ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ 

    ΕΠΙΛΟΓΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ carlo salinarI

    Εισαγωγή : Garlo Salinari

    Εξάντας

    Κ . Μάρξ - Φ. Ένγκελς Κείμενα γιά τήν τέχνη Copyright : Laterza Γιά τήν Ελλάδα : Εξάντας 1975 Μετάφραση : ΣΤΑΘ Η Σ ΧΡΤΣΙΚΟΠ ΟΤΛΟΣ Επιμέλεια : ΤΖΕΝΗ Μ ΑΣΤΟΡΑΚΗ Εξώφυλλο : ΓΙΩΤΑ ΚΑΑΙΑΚΜ ΑΝΗ 'Εξάντας Εκδοτική ΕΠΕ ΑΘΗΝΑ, Πανεπιστημίου 39, τηλ. 32.21.528 ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, Τσιμισκή 78, τηλ. 279.720


    ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

    ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

    ΒΙΒΛΙΟ 1

    ΤΟ ΠΡΟΤΣΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
     ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

    Μετάφραση
    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ

    ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
    ΑΘΗΝΑ 2002




    Κ. ΜΑΡΞ - Φ . ΕΝΓΚΕΛΣ - ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ

    Κ. ΜΑΡΞ - Φ . ΕΝΓΚΕΛΣ - ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ





    Για την πολιτική δράση της εργατικής Τάξης

    (Ιδιόχειρη σκιαγράφηση της ομιλίας στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου 

    της Διεθνούς Ένωσης Έργατων στις 21.9.1871)


    Απόλυτη αποχή από την πολιτική είναι κάτι το αδύνατο.

    Όλα τα έντυπα των οπαδών της αποχής κάνουν κι αυτά πολιτική.

    Το πρόβλημα απλώς είναι πως και τί είδους πολιτική ασκεί κανείς.

    Για μας, άλλωστε, η αποχή είναι αδύνατη. Το κόμμα των εργατών,

    ως κόμμα πολιτικό, υπάρχει ήδη στις περισσότερες χώρες. Και 

    δε θα είμαστε εμείς εκείνοι που θα το καταργήσουμε,κηρύσσοντας

    αποχή από την πολιτική. Η πρακτική της σύγχρονης ζωής, η πολιτική

    καταπίεση που ακούν πάνω στους εργάτες οι υπάρχουσες κυβερνήσεις-

    τόσο για πολιτικούς όσο και για κοινωνικούς σκοπούς-εξωθεί τους

    εργάτες στο να ασχοληθούν, θέλοντας και μη, με την πολιτική.

    Το να κάνεις στους εργάτες κύρηγμα αποχής από την πολιτική θα πει

    να τους σπρώχνεις στην αγκαλία της αστικής πολιτικής. Η αποχή από 

    την πολιτική είναι εντελώς αδύνατη, ιδίως από την Κομμούνα του

    Παρισίου(1), που έβαλε στην ημερήσια διάταξη την πολιτική δράση του

    προλεταριάτου.

    Εμείς θέλουμε την κατάργηση των τάξεων. Ποιο είναι το μέσο για την

    επίτευξη αυτού του σκοπού; Είναι η πολιτική επικράτηση του προλεταριάτου.

    Και να που, όταν αυτό έγινε ηλίου φαεινότερο, μας ζητούν μη ανάμιξη στην 

    πολιτική! Όλοι οι κύρηκες της αποχής από την πολιτική αυτοαποκαλούνται

    επαναστάτες και μάλιστα επαναστάτες par excellence*. Η επανάσταση όμως

    είναι η πιο ακραία πράξη της πολιτικής κι όποιος πάει για επανάσταση θα πρέπει

    να αποδεχτεί και τα μέσα, τις πολιτκές ενέργειες που προπαρασκευάζουν την 

    επανάσταση, που διαπαιδαγωγούν τους εργάτες για την επανάσταση και που χωρίς

    αυτό οι εργάτες, την επόμενη της μάχης, θα ξεγελιούνται πάντα από τους διάφορους

    Φαβρ και Πια. Η πολιτική όμως, που πρέπει να ακολουθηθεί, είναι η εργατική πολιτική.

    Το κόμμα των εργατών δεν πρέπει να γίνεται ουρά αυτού ή εκείνου του αστικού κόμματος,

    αλλά οφείλει να συγκροτείται ως κόμμα ανεξάρτητο, με το δικό του στόχο και τη δική του

    πολιτική.

    Οι πολιτικές ελευθερίες, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνετερίζεσθαι, η Ελευθερία

    του τύπου, αυτά είναι όπλα δικά μας. Μπορούμε μήπως να σταυρώσουμε τα χέρια  και να κάνουμε

    αποχή από την πολιτική, όταν θέλουν να μας αφαιρέσουν αυτά τα όπλα; Λένε ότι κάθε πολιτική

    δράση ισοδυναμεί με αναγνώριση του κατεστημένου. Αλλά εφόσον το κατεστημένο μας δίνει

    τα μέσα για να αγωνιστούμε εναντίον του, τότε η χρησιμοποίηση αυτών των μέσων δεν σημαίνει

    αναγνώριση αυτού του κατεστημένου.


    Marx Engels werke (τομ.17 σελ. 416-417)


    (1)Παρισινή Κομμούνα (18 Μάρτη- 28 Μάη 1871): Ήταν η πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου να

    εγκαθιδρύσει την πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης. Η Παρισινή Κομμούν θέσπισε σπουδαία 

    πολιτικά μέτρα με τη συντριβή του παλιού κρατικού μηχανισμού, την καθιέρωση του θεσμού της αιρετότητας

    όλων των κρατικών λειτουργιών, την κατάργηση της διάκρισης της νομοθετικλής και εκταλεστικλής εξουσίας

    και την αντικατάσταση του μόνιμου στρατού από τον εξοπλισμένο λαό. Αιτίες για την αποτυχία της Κομμούνας του

    Παρισίου ήταν ότι έλειψε μια ξεκάθαρη, επιστημονικά θεμελιωμένη σύλληψη του αγώνα και ένα ηγετικό 

    επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου, καθώς και το ότι ήταν συντριπτική υπεροχή των αντεπαναστατών.

    Μετά από την άγρια καταστολή της Κομμούνας, απέκτησε τεράστια σημασία η αξιοποίηση των διδαγμάτων της από

    τον Μαρξ και Ένγκελς. Η ανάλυση τους επιβεβαίωσε την αντίληψη και την αναγκαιότητα συντριβής του κρατικού

    μηχανισμού της αστικής τάξης, πλάτυνε και συγκεκριμενοποίησε τις αντιλήψεις για την δικτατορία του προλεταριάτου,

    για την πολιτική των συμμαχιών και την διδασκαλία για το Κόμμα.



    *κατεξοχήν


    Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ - ΚΩΣΤΑΣ BΑΡΝΑΛΗΣ






    ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ




     

    Οι τρεις τύποι διανόησης - Μ. Δαφέρμος Διανόηση: η περίπτωση των ρώσων επαναστατών - δημοκρατών της δεκαετίας του 1860

    Οι τρεις τύποι διανόησης



    Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους διανόησης[43]. Οι εκπρόσωποι του πρώτου τύπου διανόησης αναπτύσσονται στα πλαίσια του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, όπου η πνευματική εργασία είναι αποκομμένη από τη χειρωνακτική. Η συνεισφορά τους σχετίζεται με την ανάπτυξη της επιστήμης, της τέχνης, και την προαγωγή των κατακτήσεων του πολιτισμού σε μια μακριά περίοδο ανάπτυξης της ανθρωπότητας, όταν δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την κοινωνική χειραφέτηση των λαϊκών μαζών.  Η αδυναμία αυτού του τύπου διανόησης συνίσταται στην κονφορμιστική σχέση με την κυρίαρχη πολιτική εξουσία  και την αποκοπή του  από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματαΟ Πίσαρεφ κάνει λόγο για τους τιτάνες της σκέψης, οι οποίοι  με τις  ανακαλύψεις τους ανατρέπουν την  κοσμοθεωρία μας και  ανοίγουν νέους δρόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης[44]. Όσο πιο προωθημένες και ριζοσπαστικές είναι οι θεωρητικές  αναζητήσεις  των τιτάνων της σκέψης, τόσο λιγότερο κατανοητές  γίνονται στην εποχή τους και πιο μεγάλο είναι το χάσμα που χωρίζει αυτούς τους δημιουργούς από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Ανάμεσα στους τιτάνες της σκέψης και τις πλατιές μάζες εμφανίζονται, σύμφωνα με τον Πίσαρεφ,  οι διαμεσολαβητές, οι ερμηνευτές που αναλαμβάνουν  το έργο της διαφώτισης, της  εκλαΐκευσης των καινούργιων θεωριών.Ο εκφυλισμός  του πρώτου τύπου διανόησης εκφράζεται στην μορφή του σχολαστικού επιστήμονα, του αυτάρεσκου «φιλισταίου  της επιστήμης». Η θεωρία δογματοποιείται, η κριτική σκέψη εξαλείφεται και εκπίπτει η ειλικρινής αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων. Κυρίαρχη γίνεται η επαναληπτική, μη δημιουργική μορφή εργασίας, το άγονο αναμάσημα παρωχημένων γνώσεων. Ο Γκαίτε περιγράφει με γλαφυρότητα  το χαρακτήρα  της πνευματικής παραγωγής αυτού του τύπου διανόησης: «Το να με τ’ άλλο εσείς κολλάτε, μαγειρεύετε από των άλλων τα αποφάγια ένα φαΐ, της στάχτης το σωρό ανασκαλεύετε μια φλόγα εκείθε κακορίζικη να βγει»[45]. Η σχολαστική ενασχόληση με την επιστήμη αποτελεί μορφή παρασιτισμού στο υγιές σώμα της συσσωρευμένης και αναπτυσσόμενης γνώσης.  Αυτός ο τύπος επιστήμονα διανοητικά «σιτίζεται»  με τα υποπροϊόντα της σκέψης των μεγαλοφυών ερευνητών του παρελθόντος. Φαντάζεται τον εαυτό του ως γίγαντα, ενώ στην πραγματικότητα είναι νάνος που στέκεται στις πλάτες γιγάντων, ποδοπατώντας τους ή  εξευμενίζοντας  τους ως αβλαβείς εικόνες.Τα αδιέξοδα του πρώτου τύπου διανόησης εκφράζονται στα λόγια του Μεφιστοφελή στο νεαρό φοιτητή:   «Καλέ μου φίλε η θεωρία είναι καπνός σταχτής, μα χρυσοπράσινο είναι το δέντρο της ζωής»[46]. Η κυριαρχία του σχολαστικισμού, του άγονου ακαδημαϊσμού  και η απόσπαση της θεωρίας από τη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα χαρακτηρίζουν αυτού του τύπου την πνευματική παραγωγή.    Η απομόνωση του διανοουμένου από την κοινωνική ζωή επιφέρει σημαντικές  επιπτώσεις στο χαρακτήρα της πνευματικής  δραστηριότητας και στις σχέσεις του με την κοινωνία.Ο αποξενωμένος από το «χρυσοπράσινο δέντρο της  ζωής»  διανοούμενος αρχίζει  να αμφιβάλλει για  τις  γνώσεις και τις ικανότητές του  και οδηγείται  σε αδιέξοδο, όταν  φτάνει η στιγμή να  απευθυνθεί  στους ανθρώπους: «Όσα κι αν  έμαθα, τυφλά στο φως τα μάτια! Δεν ξέρω πια τι πρέπει να διδάξω, πώς να φωτίσω τους ανθρώπους και πώς να τους αλλάξω.»[47] Η κοινωνική εργασία στην κατεύθυνση της υπέρβασης του χάσματος  μεταξύ της πνευματικής παραγωγής και των  λαϊκών στρωμάτων   είναι  απρόσιτη  γι’ αυτήν την κατηγορία των διανοουμένων. Ο απρόσωπος, ψυχρός, άχρωμος, άγονος και μη πειστικός λόγος αυτής  της ομάδας διανοουμένων αποτελεί έκφραση της ελιτίστικης νοοτροπίας τους.   «Αν  κάτι δεν το νιώθεις, άδικα προσπαθείς. Αν από την καρδιά δεν αναβλύζει, άλλες να δαμάσεις ψυχές δεν το μπορείς. Ψυχή παγερή ζεστασιά τη ζωή δε γεμίζει».[48] Άλλωστε γι’ αυτήν την ομάδα διανοουμένων η απομάκρυνση από τη λαϊκή μάζα  παρουσιάζεται ως μοναδικός τρόπος για να εξασφαλιστεί η έμπνευση: «Ω μη μιλάς γι αυτό το παρδαλό κοινό, μπροστά του η έμπνευσή μου πάει να φύγει».[49]  Το κοινό παρουσιάζεται στη συνείδηση του  ποιητή αυτού ως υποχθόνια δύναμη που καταστρέφει κάθε δημιουργικότητα. Η ποιητική έμπνευση μπορεί να γίνει μόνο σε μια «ουράνια γωνία», μακριά από τη βοή της αγοράς και την μαυρίλα της ζωής  των εξαθλιωμένων, όπου ο ποιητής ελπίζει  να συναντήσει την ανυπέρβλητη  ομορφιά και  τις αιώνιες  πνευματικές αξίες.  Το πάνθεον της πνευματικής παρακμής στο «Φάουστ» του Γκαίτε το  συμπληρώνει ο διευθυντής του θεάτρου που επιθυμεί «να πιάσει το σφυγμό του κόσμου» για να κερδοσκοπήσει. Η τέχνη αντιμετωπίζεται από τους εκμαυλιστές της συνείδησης όχι μόνο ως μέσο πλουτισμού, αλλά και ως μηχανισμό χειραγώγησης της κοινής γνώμης. «Η μάζα την ποσότητα ζητά, κάτι καθένας τους  διαλέγει απ’ τα πολλά κι όταν κάτι απ’ το θέατρο έχουν πάρει, φεύγουν όλοι κερδισμένοι με καμάρι. Κομμάτιασε το έργο απ’ την αρχή, σου πετυχαίνει  τότε το γιαχνί και το σερβίρεις μια χαρά κομματιαστό. Σύνολο μην τους δίνεις στα χαμένα, ο θεατής τα θέλει ναν’ κομματιασμένα».[50] Η απόρριψη των «μεγάλων αφηγήσεων» από τους εκπροσώπους  του   σύγχρονου μεταμοντερνισμού και ο εκθειασμός της  πολυδιάσπασης και της χαώδους πρόσληψης της πραγματικότητας  κινείται στο ίδιο πνεύμα με τις  συνταγές του διευθυντή του θεάτρου στον Φάουστ του Γκαίτε. Η αισθητική των σαλονιών, η «καθαρή και αμόλυντη τέχνη»  δεν είναι παρά η άλλη διάσταση της  αγοραίας, χειραγωγικής και ωφελιμιστικής αισθητικής (της αισθητική του ζάπινγκ).  Στην ουσία αυτές αποτελούν δυο όψεις της ίδιας παρωχημένης αισθητικής αντίληψης. Ο δεύτερος τύπος διανόησης αναπτύσσεται, όταν δημιουργούνται οι κοινωνικές συνθήκες για την αποφασιστική συμμετοχή  των λαϊκών μαζών στην ιστορική διαδικασία και διαμορφώνονται  οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου. Όμως, η ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης των λαϊκών μαζών είναι αδύνατη δίχως την πνευματική τους ανάπτυξη, την μέθεξή τους  στις κατακτήσεις του πολιτισμού, την υπέρβαση της αμάθειας και των προκαταλήψεων. Έτσι, στην ιστορική περίοδο της δημιουργίας των προϋποθέσεων υπέρβασης της εν λόγω αντίθεσης εμφανίζεται μια ομάδα  ατόμων απασχολημένων στη σφαίρα της πνευματικής παραγωγής, οι οποίοι επιδιώκουν συνειδητά  να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ του πολιτισμού και των λαϊκών μαζών, μεταξύ της Θεωρίας και της Πράξης[51]. Τη σημαντικότατη αυτή κοινωνική λειτουργία την αναλαμβάνει ο δεύτερος τύπος διανόησης.Σε αντιδιαστολή  με την συντηρητική ακαδημαϊκή διανόηση, οι εκπρόσωποι του νέου  τύπου διανόησης είναι απελευθερωμένοι από τη φετιχιστική προσκόλληση στις υπάρχουσες επιστημονικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις, αντιμετωπίζουν με κριτικό τρόπο το επιστημονικό και καλλιτεχνικό κεκτημένο και  συμβάλλουν με τη δράση τους στην εκλαΐκευση των προοδευτικών κατακτήσεων του πολιτισμού.Αφετηριακό σημείο για την ανάπτυξη του δεύτερου τύπου διανόησης είναι η απόρριψη του κομφορμισμού, η κριτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας   από την άποψη του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού της. Το αγωνιστικό ήθος, η επαναστατική στάση ζωής δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για  την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας των κοινωνικών φαινομένων και  τον οξυδερκή εντοπισμό των κυρίαρχων τάσεων της κοινωνικής   εξέλιξης. Αυτοί οι διανοούμενοι απορρίπτουν το πρότυπο της «καθαρής επιστήμης»  («καθαρής τέχνης», κλπ)   και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική λειτουργία της πνευματικής παραγωγής, στην ανάγκη εναρμόνισης της επιστήμης και της τέχνης με  τις τάσεις κοινωνικής ανάπτυξης.Οι αδυναμίες του δεύτερου τύπου διανόησης αποτελούν προέκταση της θετικής συμβολής του στην εκλαΐκευση και στη διάδοση των προοδευτικών πολιτισμικών  παραδόσεων.  Η κριτική αντιμετώπιση του πολιτισμικού κεκτημένου δεν οδηγεί  αυτόματα στο ριζικό μετασχηματισμό του. Η θεωρητική δραστηριότητα δεν μπορεί να αναχθεί στην διάδοση, στην διαφώτιση ή στην προπαγάνδα. Οι οξυδερκείς παρατηρήσεις σχετικά με τις τρέχουσες κοινωνικές εξελίξεις  δεν  είναι επαρκείς για τη δημιουργία θεωρητικού συστήματος που θα  ερμηνεύει τη λογική της κοινωνικής ανάπτυξης. Η μαχητική δημοσιογραφία είναι κοινωνικά αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής προϋπόθεση για τη θεμελιώδη ανάπτυξη της επιστημονικής κοινωνικής θεωρίας.Ο εκφυλισμός του δεύτερου τύπου διανόησης εκφράζεται στην υιοθέτηση μιας απλουστευτικής ερμηνείας για τη σχέση θεωρίας και πράξης. Έτσι, εμφανίστηκε  ένας άκρατος πρακτικισμός, μια εργαλειακή αντιμετώπιση της θεωρίας ως απολογητικής της τρέχουσας πολιτικής της πνευματικής και πολιτικής πρωτοπορίας, η καχυποψία και η άρνηση του θεωρητικού και πολιτισμικού κεκτημένου.  Στοιχεία εκφυλισμού του- χαρακτηριστικού για τη δεκαετία του 1860 -  τύπου επαναστάτη-δημοκράτη   διανοουμένου  εμφανίστηκαν  ήδη στους ναρόντικους στην περίοδο  του 1870 – 1880 σε ακραία εκδοχή με την μορφή της ατομικής τρομοκρατίας του Νατσάεφ.  Τα χαρακτηριστικά του δεύτερου τύπου διανόησης άρχισαν να αποκτούν γελοιογραφική μορφή:  η σταθερότητα  αρχών μετατράπηκε σε δογματισμό, η κριτική της παράδοσης σε μηδενισμό της,  ο προσανατολισμός στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία σε μεσσιανισμό, το επαναστατικό φρόνημα σε τυφλό φανατισμό θρησκευτικού τύπου[52].Εδώ εκφράζεται ο οικονομικός, πολιτικός, πολιτισμικός ρομαντισμός ενός συγκεκριμένου τύπου διανόησης, ο οποίος εγκαταλείπει την αντικειμενική ανάλυση της πραγματικότητας και καταφεύγει σε ένα αφηρημένο ανθρωπιστικό ιδεώδες. Γενικότερα, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ηθικός σοσιαλισμός («δημοκρατικός σοσιαλισμός», «σοσιαλισμός  με ανθρώπινο πρόσωπο», κλπ), αλλά και η σύγχρονη φρασεολογία περί ανοχής της πολιτισμικής ετερότητας, της ηθικής των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχουν κοινό μεθοδολογικό υπόβαθρο.Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός χαρακτηρίζει τις απόψεις των ναρόντικων, οι οποίοι είχαν ως αφετηρία όχι τόσο τις πραγματικές τάσεις ιστορικής ανάπτυξης και τις ανάγκες των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, όσο τις δικές τους επιθυμίες  και αντιλήψεις σχετικά με το  δέον, το ιδεατό κοινωνικό μοντέλο για τη Ρωσία. Η διανοουμενίστικη έπαρση, η υποτίμηση των πραγματικών κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων και η πρόταξη ενός αφηρημένου ηθικού ιδεώδους στο οποίο θα πρέπει να υποταχθεί η κοινωνική πραγματικότητα,   αποτελούν στοιχεία της ιδεολογίας τους.  Αν οι μάζες  δεν συμφωνούν με τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις τόσο το χειρότερο για αυτές. Άλλωστε οι μάζες δεν εκλαμβάνονται ως πραγματική ιστορική δύναμη, αλλά ως παθητική μάζα, ενώ ως πραγματικό ιστορικό υποκείμενο παρουσιάζονται οι μεγάλες προσωπικότητες, οι διανοούμενοι, κλπ. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η χαρακτηριστική για τους αναρχικούς (βλ. Μπακούνιν) εξιδανίκευση της αυθόρμητης συνείδησης των μαζών, η πρόταξη του αντιδιανοουμενισμού και του άκρατου πρακτικισμού[53].Έτσι, εμφανίζονται δυο βασικές αυταπάτες αναφορικά με τη σχέση θεωρίας – πράξης, διανόησης – λαϊκών μαζών. Η πρώτη αυταπάτη εδράζεται σε ένα διανοουμενίστικο ελιτισμό, στην αντίληψη ότι  οι μεγάλες προσωπικότητες δημιουργούν την ιστορία, ενώ  οι   μάζες  παραμένουν παθητική και άμορφη δύναμη που με την αδράνειά τους  εμποδίζουν την προοδευτική ανάπτυξη. Η δεύτερη αυταπάτη αναπαράγει την τυφλή πίστη στην αυθόρμητη αυτοχειραφέτηση των μαζών, δίχως την οιαδήποτε παρέμβαση της διανόησης. Η κάθε συνειδητή  παρέμβαση και η παραγωγή θεωρίας  που έρχεται σε ρήξη με τις στιγμιαίες  διαθέσεις και τις καθημερινές αντιλήψεις των μαζών κρίνεται από τους εκπροσώπους αυτής της άποψης  ως σχολαστική και αυταρχική.  Η υπέρβαση των παραπάνω αυταπατών προϋποθέτει μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση της σχέσης διανόησης – λαϊκών μαζών και την κατανόηση της  ενότητας θεωρίας και πράξης  σε κάθε βαθμίδα  της κοινωνικής  ανάπτυξης. Σε αντιδιαστολή με τον δεύτερο  τύπο διανόησης, οι εκπρόσωποι του  τρίτου τύπου διανόησης εργάζονται συνειδητά και συστηματικά στην κατεύθυνση της κριτικής επεξεργασίας του συσσωρευμένου θεωρητικού κεκτημένου, της θεμελιώδους  ανάπτυξης της κοινωνική θεωρία στις καινούργιες ιστορικές συνθήκες. Κλασσικός εκπρόσωπος του τρίτου τύπου διανόησης είναι ο Κ. Μαρξ. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Κ. Μαρξ εργάζονταν στην εφημερίδα του Ρήνου ασκούσε κριτική στο πρωσικό γραφειοκρατικό κράτος και υποστήριζε τα συμφέροντα  των φτωχότερων  στρωμάτων  (των αγροτών του Μοζέλ κλπ) από τις θέσεις της επαναστατικής δημοκρατίας.  Η συνεπής επαναστατική κριτική της αστικής κοινωνίας οδήγησε τον Κ. Μαρξ στις θέσεις του προλεταριάτου και στην ανακάλυψη του ιστορικού του ρόλου στη διαδικασία χειραφέτηση της κοινωνίας από την μισθωτή εκμετάλλευση. Στην περίπτωση του  Κ. Μαρξ η συνεπής επαναστατική στάση ζωής   συνδυάζεται με την συστηματική κριτική της  ανώτερης μορφής του θεωρητικού κεκτημένου τη συγκεκριμένη περίοδο (γερμανική κλασσική φιλοσοφία, αγγλική πολιτική οικονομία, γαλλικός ουτοπικός σοσιαλισμός, κλπ), την εμβάθυνση της μελέτης της αστικής κοινωνίας με την διερεύνηση  των εσωτερικών αντιφάσεών της  και την ανάδειξη της αναγκαιότητας μετάβασης στην αταξική κοινωνία. Η υλιστική «ανατροπή» της χεγκελιανής ιδεαλιστικής διαλεκτικής από τον  Κ. Μαρξ αποτελεί έκφραση της χαρακτηριστικής για τον τρίτο τύπο διανόησης διαλεκτική υπέρβαση του θεωρητικού κεκτημένου και την ουσιαστική ανάπτυξη της μεθοδολογίας της επιστημονικής έρευνας κατά την μελέτη ενός συγκεκριμένου αντικειμένου (του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού).Η «ανάβαση» στις κορυφαίες πολιτισμικές κατακτήσεις  της ανθρωπότητας αποτελεί για τον τρίτο τύπο διανόησης, τον αναγκαίο δρόμο για την παραγωγή νέας γνώσης και  για την ουσιαστική ανάπτυξη της κοινωνικής επιστήμης που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο από τις θέσεις της προοδευτικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας στην κατεύθυνση της υπέρβασης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας (συμπεριλαμβανομένου και της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας).Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι επαναστάτες δημοκράτες της δεκαετίας του 1860 έχουν πολλά πράγματα να διδάξουν εκείνους που διαλέγουν στη ζωή τους το δρόμο της σύγκρουσης με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Ειδικά η προσωπικότητα και το έργο του  Τσερνισέφσκι αποκτά  τεράστια σημασία για τους στρατευμένους διανοούμενους που αναζητούν με αγωνία την απάντηση στο όσο ποτέ επίκαιρο ερώτημα: Τι να κάνουμε;[54]

    (  Μ. Δαφέρμος

    Διανόηση: η περίπτωση των ρώσων επαναστατών -  δημοκρατών  της δεκαετίας του 1860  )


    Marx: από το Βιβλίο της Αγάπης, Μέρος ΙΙ

    Δε θα γαληνέψω ποτέ
    Να επιταχύνω πρέπει πάντοτε χωρίς σταματημό.
    Παγιδευμένος είμαι σε πάλη δίχως τέλος,
    Σ’ ατέλειωτο αναβρασμό, σε όνειρα δίχως τέρμα·
    Πρίμα με τη ζωή να πάω δεν μπορώ,
    Η θέληση κόντρα στο ρεύμα ταξιδεύει
    Ας τη ρισκάρουμε λοιπόν την ύπαρξή μας,
    Χωρίς ανάπαυση κι ακούραστα·
    Όχι μουντοί και σκυθρωποί μες στη σιωπή,
    Χωρίς λαχτάρα ή δράση·
    Όχι κλεισμένοι στο εγώ μας,
    Γονατισμένοι κάτω απ’ του πόνου το ζυγό, Έτσι που πόθος, όνειρο και πράξη
    Για μας να μένουν στο κενό.


    Αλμπέρ Καμύ: Ο αναλυτής των μάταιων πράξεων


    «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να είμαι προσεκτικός, να διευθύνω τη συνείδηση, να κάνω κάθε ιδέα και κάθε εικόνα έναν προνομιούχο τόπο».

    Το έργο και η πνευματικότητά του επηρέασαν βαθύτατα τα παγκόσμια γράμματα και προβλημάτισαν καίρια τους μεταπολεμικούς νέους. Γιατί είναι ο κατεξοχήν «ανθρώπινος» συγγραφέας, ο κατεξοχήν ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητος, ο πραγματικός αναλυτής των «μάταιων πράξεων», όπως έγραψε ο ίδιος θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου.


    Τριάντα έργα, που το καθένα του είναι κι ένας σταθμός στην εξέλιξη του Καμύ, συγκροτούν μια προσωπικότητα τόσο αυθεντική όσο αυθεντική υπήρξε και η ίδια του η ζωή. Από τον «Μύθο του Σισύφου» κιόλας, μας κάνει γνωστές την υπαρξιακή θεώρηση των χριστιανικών του θέσεων απέναντι στη ζωή. Ακόμα κι η «Παρανόηση» κι ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» κι η «Εξορία της Ελένης» δεν είναι παρά μια αυστηρή προειδοποίηση του Καμύ για την ανάγκη εκχριστιανισμού, εξανθρωπισμού, εκπολιτισμού της καθημερινότητας, που τείνει να πάρει όλα τα σημάδια μιας ομαδικής εξόντωσης.
    «Όλα γίνονται από μια συνήθεια. Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα “τα μεγάλα προβλήματα” από συνήθεια. Αυτό μου θυμίζει τη μητέρα του Μερσώ, που έκλαιγε από συνήθεια όταν την έβαλαν στο άσυλο –δεν ήθελε ν’ αφήσει το σπίτι της– κι ύστερα από έξη μήνες, όταν την έβγαλαν από εκεί έκλαιγε πάλι από συνήθεια –δεν ήθελε να φύγει, είχε συνηθίσει». Να λοιπόν το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτή τη διαρκή αλλαγή στη ζωή του Αλμπέρ Καμύ. Διαλύει τον γάμο του, για να μη γίνει συνήθεια, παραιτείται από τη δημόσια υπηρεσία, για να μη συνηθίσει, εγκαταλείπει τους κομμουνιστές φίλους του, την αρχισυνταξία της «Κομπά», ξαναπαντρεύεται, φεύγει για την Αμερική –όλα για να μη γίνουν συνήθεια.
    Κι όμως του μένει μια μοναδική, ως την τελευταία ημέρα της ζωής του «συνήθεια»: να γράφει για τους ανθρώπους, για τα «παθήματα της ψυχής», για το «παράπονο των έγκλειστων στον εαυτό τους» ανθρώπων. Και δίνεται ολοκληρωτικά στο έργο αυτό που, θα ’λεγε κανείς, είναι ολοκληρωμένο όταν συναντιέται με τον θάνατο.
    «Με ζητήσατε; Έρχομαι αμέσως… Είμαι έτοιμος να σας συνοδεύσω».
    Ζει ο ίδιος το μαρτύριο του Σισύφου, που τόσο πειστικά μας αναλύει από τις σελίδες του βιβλίου του. «Σκέπτομαι τη χαρά του Σισύφου από τη στιγμή που ο βράχος κατρακυλάει στην πεδιάδα ως τη στιγμή που ξαναρχίζει το αιώνιο έργο του».
    Είναι μια αποδοχή. Ξέρει πως τίποτα δεν θ’ αλλάξει τη φρικτή απόφαση των θεών. Συμβιβάζεται με τη μοίρα του και υπομονεύει. Αλλά κάτω από τον συμβιβασμό του αυτόν, κάτω από αυτή την υπονόμευση, υπάρχει η λύτρωση, η συμφιλίωση. Κι είναι σαν μια μικρή ευτυχία για τον Σίσυφο αυτή διακοπή. Και τι άλλο είναι η μοίρα του ανθρώπου; Ξέρει πως δεν θα ’ναι ποτέ ευτυχής, ξέρει πως δεν φτάσει ποτέ στο τέλος, κι όμως δίνεται στο μάταιο έργο του, αγωνίζεται και ματώνει τα χέρια του, με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, με την καρδιά του γεμάτη ελπίδες.

    Είναι το παράλογο που σε κάθε μορφή ζωής, σε κάθε έκφραση ανθρώπινη θα το συναντάμε διαρκώς, χωρίς κανείς να μπορεί να το εξηγήσει. Το παράλογο που δεν είναι η έννοια του μοιραίου, δεν έχει τη σημασία του πεπρωμένου, δεν παίρνει την έκταση της Νέμεσης. Το παράλογο που σφραγίζει αμετάκλητα τις πράξεις των ανθρώπων και τους δίνει κείνη τη γεύση της «μάταιας πράξης»


         Η ανωτερότητα του Αλμπέρ Καμύ

    Το 1957 ο Νίκος Καζαντζάκης, βαριά άρρωστος, πληροφορήθηκε τη βράβευση του Καμύ με το Νόμπελ λογοτεχνίας, αντί για τον ίδιο που είχε χάσει για μια ψήφο διαφορά. Και στη βεβαρυμένη κατάσταση που βρισκόταν η υγεία του υπαγόρευσε στη σύζυγό του Ελένη συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Ήταν το τελευταίο μήνυμα που έστειλε σε φίλο. Λίγες ημέρες μετά, στις 26 Οκτωβρίου, ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας θα «έφευγε» από τη ζωή. Αργότερα, στις 16 Μαρτίου 1959, ο Καμύ θα γράψει στην Ελένη Καζαντζάκη ότι επήρε ο ίδιος το βραβείο που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο:
    «Κυρία, είχα πάντα μεγάλο θαυμασμό κι αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να αποδείξω και δημοσία στην Αθήνα αυτό μου τον θαυμασμό, τον καιρό που η επίσημη Ελλάδα έκαμε “μούτρα” στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος που δέχτηκε το ακροατήριο –οι περισσότεροι φοιτητές– τη μαρτυρία μου, αποτελούσε την πιο όμορφη αναγνώριση, που μπορούσε να λάβει το έργο κι η δράση του συζύγου σας.
    "Κι ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχτώ μια τιμή, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, έλαβα ένα του τηλεγράφημα από τα πιο θερμά. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες ημέρες προτού πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε"

         Διεφθαρμένη Ιστορία    
           
    «Κάθε γενιά, αναμφισβήτητα, θεωρεί τον εαυτό της προορισμένο να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει πως δεν θα τον ξαναφτιάξει. Ίσως όμως η αποστολή της να είναι δυσκολότερη: να εμποδίσει να καταστραφεί ο κόσμος. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας, όπου συνυπάρχουν ανάμεικτα ξεπεσμένες επαναστάσεις, παράφρονες τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί και αποδυναμωμένες ιδεολογίες, όπου ακόμη και μέτριες δυνάμεις μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά δεν μπορούν να πείσουν, όπου η νοημοσύνη ταπεινώθηκε ως το σημείο να γίνει υπηρέτρια του μίσους και της καταπίεσης, η γενιά αυτή όφειλε, τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους, ν’ αποκαταστήσει με τις αρνήσεις της κάτι απ’ αυτό που δίνει αξιοπρέπεια στη ζωή και στον θάνατο».
    (απόσπασμα από την ομιλία του Αλμπέρ Καμύ στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ)

         Η ισορροπία της ημέρας  

    «Τότε ακριβώς όλα τρεμούλιασαν. Η θάλασσα ξέρασε μια πνοή βαριά και διάπυρη. Μου φάνηκε πως ο ουρανός άνοιγε διάπλατα για να ρίξει πύρινη βροχή. Ολόκληρο το είναι μου τεντώθηκε και το χέρι μου έσφιξε σπασμωδικά το περίστροφο. Η σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα τη γυαλιστερή κοιλιά της κάννης, κι εκεί, μέσα στον απότομο και εκκωφαντικό κρότο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω μου τον ιδρώτα και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της ημέρας, την εξαιρετική σιωπή μιας ακρογιαλιάς όπου είχα περάσει εξαιρετικές στιγμές. Τότε, πυροβόλησα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα ακίνητο κορμί όπου οι σφαίρες βυθίζονταν χωρίς καμία αντίδραση. Και ήταν σαν να ’δινα τέσσερα κοφτά χτυπήματα πάνω στην πόρτα της δυστυχίας».
    (απόσπασμα από τον «Ξένο»)
    Στο ταξίδι του στη Μυτιλήνη  «Όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ, να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».

         Βιογραφικό

    Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας από πατέρα Γάλλο χωρικό που σκοτώθηκε στα 1914, στον πόλεμο, και μητέρα Ισπανίδα. Τα μαθητικά του χρόνια, ήταν χρόνια στέρησης κι αγωνίας κι οι σπουδές του συμπληρώθηκαν με την καθημερινή αβεβαιότητα να διακοπούν κι ο μικρός σπουδαστής ν’ ακολουθήσει την καριέρα ενός πωλητού ανταλλακτικών αυτοκινήτων ή ενός ξεχασμένου στα βάθη της γαλλικής επαρχίας δημοσίου υπαλλήλου.
    Στα 1931 «ανακαλύπτεται» από τον Ζαν Γκρενιέ, τον καθηγητή του, για τον οποίο αργότερα θα γράψει μια ενθουσιαστική μελέτη, αναγνωρίζοντάς του «την εποικοδομητική επιρροή που δέχτηκε κατά τα χρόνια της μαθητείας του». Ύστερα από έναν σύντομο γάμο, στα 1933, παίρνει το δίπλωμά του από το πανεπιστήμιο, στο οποίο, με τις μελέτες του για τον Πλωτίνο και τον Αυγουστίνο, διορίζεται υφηγητής της Φιλοσοφίας στα 1937. Αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της εφημερίδας «Δημοκρατικό Αλγέρι» και ξαναπαντρεύεται στα 1940.
    Μπαίνει στην «Αντίσταση» και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας κατοικεί στο Παρίσι, θέλοντας να ’ναι στις πηγές της δημοσιογραφικής και της πολιτικής δραστηριότητος.
    Στα 1957 παίρνει το βραβείο Νόμπελ «για το σύνολο του έργου του» και στις 4 Ιανουαρίου 1960 σκοτώνεται στο Βιλμπλεβέν του Μοντερώ, σε αυτοκινητικό δυστύχημα.


    John Ross: Η δημοκρατία και οι πολιτικές στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερες από τη Δύση

    Σημείωση του συντάκτη:  Σε έναν διάλογο για τη δημοκρατία στο Πεκίνο την περασμένη Πέμπτη, διπλωμάτες, μελετητές και ειδικοί συζήτησαν διάφο...