Translate

Οι τρεις τύποι διανόησης - Μ. Δαφέρμος Διανόηση: η περίπτωση των ρώσων επαναστατών - δημοκρατών της δεκαετίας του 1860

Οι τρεις τύποι διανόησης



Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους διανόησης[43]. Οι εκπρόσωποι του πρώτου τύπου διανόησης αναπτύσσονται στα πλαίσια του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, όπου η πνευματική εργασία είναι αποκομμένη από τη χειρωνακτική. Η συνεισφορά τους σχετίζεται με την ανάπτυξη της επιστήμης, της τέχνης, και την προαγωγή των κατακτήσεων του πολιτισμού σε μια μακριά περίοδο ανάπτυξης της ανθρωπότητας, όταν δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την κοινωνική χειραφέτηση των λαϊκών μαζών.  Η αδυναμία αυτού του τύπου διανόησης συνίσταται στην κονφορμιστική σχέση με την κυρίαρχη πολιτική εξουσία  και την αποκοπή του  από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματαΟ Πίσαρεφ κάνει λόγο για τους τιτάνες της σκέψης, οι οποίοι  με τις  ανακαλύψεις τους ανατρέπουν την  κοσμοθεωρία μας και  ανοίγουν νέους δρόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης[44]. Όσο πιο προωθημένες και ριζοσπαστικές είναι οι θεωρητικές  αναζητήσεις  των τιτάνων της σκέψης, τόσο λιγότερο κατανοητές  γίνονται στην εποχή τους και πιο μεγάλο είναι το χάσμα που χωρίζει αυτούς τους δημιουργούς από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Ανάμεσα στους τιτάνες της σκέψης και τις πλατιές μάζες εμφανίζονται, σύμφωνα με τον Πίσαρεφ,  οι διαμεσολαβητές, οι ερμηνευτές που αναλαμβάνουν  το έργο της διαφώτισης, της  εκλαΐκευσης των καινούργιων θεωριών.Ο εκφυλισμός  του πρώτου τύπου διανόησης εκφράζεται στην μορφή του σχολαστικού επιστήμονα, του αυτάρεσκου «φιλισταίου  της επιστήμης». Η θεωρία δογματοποιείται, η κριτική σκέψη εξαλείφεται και εκπίπτει η ειλικρινής αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων. Κυρίαρχη γίνεται η επαναληπτική, μη δημιουργική μορφή εργασίας, το άγονο αναμάσημα παρωχημένων γνώσεων. Ο Γκαίτε περιγράφει με γλαφυρότητα  το χαρακτήρα  της πνευματικής παραγωγής αυτού του τύπου διανόησης: «Το να με τ’ άλλο εσείς κολλάτε, μαγειρεύετε από των άλλων τα αποφάγια ένα φαΐ, της στάχτης το σωρό ανασκαλεύετε μια φλόγα εκείθε κακορίζικη να βγει»[45]. Η σχολαστική ενασχόληση με την επιστήμη αποτελεί μορφή παρασιτισμού στο υγιές σώμα της συσσωρευμένης και αναπτυσσόμενης γνώσης.  Αυτός ο τύπος επιστήμονα διανοητικά «σιτίζεται»  με τα υποπροϊόντα της σκέψης των μεγαλοφυών ερευνητών του παρελθόντος. Φαντάζεται τον εαυτό του ως γίγαντα, ενώ στην πραγματικότητα είναι νάνος που στέκεται στις πλάτες γιγάντων, ποδοπατώντας τους ή  εξευμενίζοντας  τους ως αβλαβείς εικόνες.Τα αδιέξοδα του πρώτου τύπου διανόησης εκφράζονται στα λόγια του Μεφιστοφελή στο νεαρό φοιτητή:   «Καλέ μου φίλε η θεωρία είναι καπνός σταχτής, μα χρυσοπράσινο είναι το δέντρο της ζωής»[46]. Η κυριαρχία του σχολαστικισμού, του άγονου ακαδημαϊσμού  και η απόσπαση της θεωρίας από τη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα χαρακτηρίζουν αυτού του τύπου την πνευματική παραγωγή.    Η απομόνωση του διανοουμένου από την κοινωνική ζωή επιφέρει σημαντικές  επιπτώσεις στο χαρακτήρα της πνευματικής  δραστηριότητας και στις σχέσεις του με την κοινωνία.Ο αποξενωμένος από το «χρυσοπράσινο δέντρο της  ζωής»  διανοούμενος αρχίζει  να αμφιβάλλει για  τις  γνώσεις και τις ικανότητές του  και οδηγείται  σε αδιέξοδο, όταν  φτάνει η στιγμή να  απευθυνθεί  στους ανθρώπους: «Όσα κι αν  έμαθα, τυφλά στο φως τα μάτια! Δεν ξέρω πια τι πρέπει να διδάξω, πώς να φωτίσω τους ανθρώπους και πώς να τους αλλάξω.»[47] Η κοινωνική εργασία στην κατεύθυνση της υπέρβασης του χάσματος  μεταξύ της πνευματικής παραγωγής και των  λαϊκών στρωμάτων   είναι  απρόσιτη  γι’ αυτήν την κατηγορία των διανοουμένων. Ο απρόσωπος, ψυχρός, άχρωμος, άγονος και μη πειστικός λόγος αυτής  της ομάδας διανοουμένων αποτελεί έκφραση της ελιτίστικης νοοτροπίας τους.   «Αν  κάτι δεν το νιώθεις, άδικα προσπαθείς. Αν από την καρδιά δεν αναβλύζει, άλλες να δαμάσεις ψυχές δεν το μπορείς. Ψυχή παγερή ζεστασιά τη ζωή δε γεμίζει».[48] Άλλωστε γι’ αυτήν την ομάδα διανοουμένων η απομάκρυνση από τη λαϊκή μάζα  παρουσιάζεται ως μοναδικός τρόπος για να εξασφαλιστεί η έμπνευση: «Ω μη μιλάς γι αυτό το παρδαλό κοινό, μπροστά του η έμπνευσή μου πάει να φύγει».[49]  Το κοινό παρουσιάζεται στη συνείδηση του  ποιητή αυτού ως υποχθόνια δύναμη που καταστρέφει κάθε δημιουργικότητα. Η ποιητική έμπνευση μπορεί να γίνει μόνο σε μια «ουράνια γωνία», μακριά από τη βοή της αγοράς και την μαυρίλα της ζωής  των εξαθλιωμένων, όπου ο ποιητής ελπίζει  να συναντήσει την ανυπέρβλητη  ομορφιά και  τις αιώνιες  πνευματικές αξίες.  Το πάνθεον της πνευματικής παρακμής στο «Φάουστ» του Γκαίτε το  συμπληρώνει ο διευθυντής του θεάτρου που επιθυμεί «να πιάσει το σφυγμό του κόσμου» για να κερδοσκοπήσει. Η τέχνη αντιμετωπίζεται από τους εκμαυλιστές της συνείδησης όχι μόνο ως μέσο πλουτισμού, αλλά και ως μηχανισμό χειραγώγησης της κοινής γνώμης. «Η μάζα την ποσότητα ζητά, κάτι καθένας τους  διαλέγει απ’ τα πολλά κι όταν κάτι απ’ το θέατρο έχουν πάρει, φεύγουν όλοι κερδισμένοι με καμάρι. Κομμάτιασε το έργο απ’ την αρχή, σου πετυχαίνει  τότε το γιαχνί και το σερβίρεις μια χαρά κομματιαστό. Σύνολο μην τους δίνεις στα χαμένα, ο θεατής τα θέλει ναν’ κομματιασμένα».[50] Η απόρριψη των «μεγάλων αφηγήσεων» από τους εκπροσώπους  του   σύγχρονου μεταμοντερνισμού και ο εκθειασμός της  πολυδιάσπασης και της χαώδους πρόσληψης της πραγματικότητας  κινείται στο ίδιο πνεύμα με τις  συνταγές του διευθυντή του θεάτρου στον Φάουστ του Γκαίτε. Η αισθητική των σαλονιών, η «καθαρή και αμόλυντη τέχνη»  δεν είναι παρά η άλλη διάσταση της  αγοραίας, χειραγωγικής και ωφελιμιστικής αισθητικής (της αισθητική του ζάπινγκ).  Στην ουσία αυτές αποτελούν δυο όψεις της ίδιας παρωχημένης αισθητικής αντίληψης. Ο δεύτερος τύπος διανόησης αναπτύσσεται, όταν δημιουργούνται οι κοινωνικές συνθήκες για την αποφασιστική συμμετοχή  των λαϊκών μαζών στην ιστορική διαδικασία και διαμορφώνονται  οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου. Όμως, η ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης των λαϊκών μαζών είναι αδύνατη δίχως την πνευματική τους ανάπτυξη, την μέθεξή τους  στις κατακτήσεις του πολιτισμού, την υπέρβαση της αμάθειας και των προκαταλήψεων. Έτσι, στην ιστορική περίοδο της δημιουργίας των προϋποθέσεων υπέρβασης της εν λόγω αντίθεσης εμφανίζεται μια ομάδα  ατόμων απασχολημένων στη σφαίρα της πνευματικής παραγωγής, οι οποίοι επιδιώκουν συνειδητά  να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ του πολιτισμού και των λαϊκών μαζών, μεταξύ της Θεωρίας και της Πράξης[51]. Τη σημαντικότατη αυτή κοινωνική λειτουργία την αναλαμβάνει ο δεύτερος τύπος διανόησης.Σε αντιδιαστολή  με την συντηρητική ακαδημαϊκή διανόηση, οι εκπρόσωποι του νέου  τύπου διανόησης είναι απελευθερωμένοι από τη φετιχιστική προσκόλληση στις υπάρχουσες επιστημονικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις, αντιμετωπίζουν με κριτικό τρόπο το επιστημονικό και καλλιτεχνικό κεκτημένο και  συμβάλλουν με τη δράση τους στην εκλαΐκευση των προοδευτικών κατακτήσεων του πολιτισμού.Αφετηριακό σημείο για την ανάπτυξη του δεύτερου τύπου διανόησης είναι η απόρριψη του κομφορμισμού, η κριτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας   από την άποψη του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού της. Το αγωνιστικό ήθος, η επαναστατική στάση ζωής δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για  την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας των κοινωνικών φαινομένων και  τον οξυδερκή εντοπισμό των κυρίαρχων τάσεων της κοινωνικής   εξέλιξης. Αυτοί οι διανοούμενοι απορρίπτουν το πρότυπο της «καθαρής επιστήμης»  («καθαρής τέχνης», κλπ)   και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική λειτουργία της πνευματικής παραγωγής, στην ανάγκη εναρμόνισης της επιστήμης και της τέχνης με  τις τάσεις κοινωνικής ανάπτυξης.Οι αδυναμίες του δεύτερου τύπου διανόησης αποτελούν προέκταση της θετικής συμβολής του στην εκλαΐκευση και στη διάδοση των προοδευτικών πολιτισμικών  παραδόσεων.  Η κριτική αντιμετώπιση του πολιτισμικού κεκτημένου δεν οδηγεί  αυτόματα στο ριζικό μετασχηματισμό του. Η θεωρητική δραστηριότητα δεν μπορεί να αναχθεί στην διάδοση, στην διαφώτιση ή στην προπαγάνδα. Οι οξυδερκείς παρατηρήσεις σχετικά με τις τρέχουσες κοινωνικές εξελίξεις  δεν  είναι επαρκείς για τη δημιουργία θεωρητικού συστήματος που θα  ερμηνεύει τη λογική της κοινωνικής ανάπτυξης. Η μαχητική δημοσιογραφία είναι κοινωνικά αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής προϋπόθεση για τη θεμελιώδη ανάπτυξη της επιστημονικής κοινωνικής θεωρίας.Ο εκφυλισμός του δεύτερου τύπου διανόησης εκφράζεται στην υιοθέτηση μιας απλουστευτικής ερμηνείας για τη σχέση θεωρίας και πράξης. Έτσι, εμφανίστηκε  ένας άκρατος πρακτικισμός, μια εργαλειακή αντιμετώπιση της θεωρίας ως απολογητικής της τρέχουσας πολιτικής της πνευματικής και πολιτικής πρωτοπορίας, η καχυποψία και η άρνηση του θεωρητικού και πολιτισμικού κεκτημένου.  Στοιχεία εκφυλισμού του- χαρακτηριστικού για τη δεκαετία του 1860 -  τύπου επαναστάτη-δημοκράτη   διανοουμένου  εμφανίστηκαν  ήδη στους ναρόντικους στην περίοδο  του 1870 – 1880 σε ακραία εκδοχή με την μορφή της ατομικής τρομοκρατίας του Νατσάεφ.  Τα χαρακτηριστικά του δεύτερου τύπου διανόησης άρχισαν να αποκτούν γελοιογραφική μορφή:  η σταθερότητα  αρχών μετατράπηκε σε δογματισμό, η κριτική της παράδοσης σε μηδενισμό της,  ο προσανατολισμός στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία σε μεσσιανισμό, το επαναστατικό φρόνημα σε τυφλό φανατισμό θρησκευτικού τύπου[52].Εδώ εκφράζεται ο οικονομικός, πολιτικός, πολιτισμικός ρομαντισμός ενός συγκεκριμένου τύπου διανόησης, ο οποίος εγκαταλείπει την αντικειμενική ανάλυση της πραγματικότητας και καταφεύγει σε ένα αφηρημένο ανθρωπιστικό ιδεώδες. Γενικότερα, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ηθικός σοσιαλισμός («δημοκρατικός σοσιαλισμός», «σοσιαλισμός  με ανθρώπινο πρόσωπο», κλπ), αλλά και η σύγχρονη φρασεολογία περί ανοχής της πολιτισμικής ετερότητας, της ηθικής των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχουν κοινό μεθοδολογικό υπόβαθρο.Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός χαρακτηρίζει τις απόψεις των ναρόντικων, οι οποίοι είχαν ως αφετηρία όχι τόσο τις πραγματικές τάσεις ιστορικής ανάπτυξης και τις ανάγκες των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, όσο τις δικές τους επιθυμίες  και αντιλήψεις σχετικά με το  δέον, το ιδεατό κοινωνικό μοντέλο για τη Ρωσία. Η διανοουμενίστικη έπαρση, η υποτίμηση των πραγματικών κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων και η πρόταξη ενός αφηρημένου ηθικού ιδεώδους στο οποίο θα πρέπει να υποταχθεί η κοινωνική πραγματικότητα,   αποτελούν στοιχεία της ιδεολογίας τους.  Αν οι μάζες  δεν συμφωνούν με τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις τόσο το χειρότερο για αυτές. Άλλωστε οι μάζες δεν εκλαμβάνονται ως πραγματική ιστορική δύναμη, αλλά ως παθητική μάζα, ενώ ως πραγματικό ιστορικό υποκείμενο παρουσιάζονται οι μεγάλες προσωπικότητες, οι διανοούμενοι, κλπ. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η χαρακτηριστική για τους αναρχικούς (βλ. Μπακούνιν) εξιδανίκευση της αυθόρμητης συνείδησης των μαζών, η πρόταξη του αντιδιανοουμενισμού και του άκρατου πρακτικισμού[53].Έτσι, εμφανίζονται δυο βασικές αυταπάτες αναφορικά με τη σχέση θεωρίας – πράξης, διανόησης – λαϊκών μαζών. Η πρώτη αυταπάτη εδράζεται σε ένα διανοουμενίστικο ελιτισμό, στην αντίληψη ότι  οι μεγάλες προσωπικότητες δημιουργούν την ιστορία, ενώ  οι   μάζες  παραμένουν παθητική και άμορφη δύναμη που με την αδράνειά τους  εμποδίζουν την προοδευτική ανάπτυξη. Η δεύτερη αυταπάτη αναπαράγει την τυφλή πίστη στην αυθόρμητη αυτοχειραφέτηση των μαζών, δίχως την οιαδήποτε παρέμβαση της διανόησης. Η κάθε συνειδητή  παρέμβαση και η παραγωγή θεωρίας  που έρχεται σε ρήξη με τις στιγμιαίες  διαθέσεις και τις καθημερινές αντιλήψεις των μαζών κρίνεται από τους εκπροσώπους αυτής της άποψης  ως σχολαστική και αυταρχική.  Η υπέρβαση των παραπάνω αυταπατών προϋποθέτει μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση της σχέσης διανόησης – λαϊκών μαζών και την κατανόηση της  ενότητας θεωρίας και πράξης  σε κάθε βαθμίδα  της κοινωνικής  ανάπτυξης. Σε αντιδιαστολή με τον δεύτερο  τύπο διανόησης, οι εκπρόσωποι του  τρίτου τύπου διανόησης εργάζονται συνειδητά και συστηματικά στην κατεύθυνση της κριτικής επεξεργασίας του συσσωρευμένου θεωρητικού κεκτημένου, της θεμελιώδους  ανάπτυξης της κοινωνική θεωρία στις καινούργιες ιστορικές συνθήκες. Κλασσικός εκπρόσωπος του τρίτου τύπου διανόησης είναι ο Κ. Μαρξ. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Κ. Μαρξ εργάζονταν στην εφημερίδα του Ρήνου ασκούσε κριτική στο πρωσικό γραφειοκρατικό κράτος και υποστήριζε τα συμφέροντα  των φτωχότερων  στρωμάτων  (των αγροτών του Μοζέλ κλπ) από τις θέσεις της επαναστατικής δημοκρατίας.  Η συνεπής επαναστατική κριτική της αστικής κοινωνίας οδήγησε τον Κ. Μαρξ στις θέσεις του προλεταριάτου και στην ανακάλυψη του ιστορικού του ρόλου στη διαδικασία χειραφέτηση της κοινωνίας από την μισθωτή εκμετάλλευση. Στην περίπτωση του  Κ. Μαρξ η συνεπής επαναστατική στάση ζωής   συνδυάζεται με την συστηματική κριτική της  ανώτερης μορφής του θεωρητικού κεκτημένου τη συγκεκριμένη περίοδο (γερμανική κλασσική φιλοσοφία, αγγλική πολιτική οικονομία, γαλλικός ουτοπικός σοσιαλισμός, κλπ), την εμβάθυνση της μελέτης της αστικής κοινωνίας με την διερεύνηση  των εσωτερικών αντιφάσεών της  και την ανάδειξη της αναγκαιότητας μετάβασης στην αταξική κοινωνία. Η υλιστική «ανατροπή» της χεγκελιανής ιδεαλιστικής διαλεκτικής από τον  Κ. Μαρξ αποτελεί έκφραση της χαρακτηριστικής για τον τρίτο τύπο διανόησης διαλεκτική υπέρβαση του θεωρητικού κεκτημένου και την ουσιαστική ανάπτυξη της μεθοδολογίας της επιστημονικής έρευνας κατά την μελέτη ενός συγκεκριμένου αντικειμένου (του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού).Η «ανάβαση» στις κορυφαίες πολιτισμικές κατακτήσεις  της ανθρωπότητας αποτελεί για τον τρίτο τύπο διανόησης, τον αναγκαίο δρόμο για την παραγωγή νέας γνώσης και  για την ουσιαστική ανάπτυξη της κοινωνικής επιστήμης που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο από τις θέσεις της προοδευτικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας στην κατεύθυνση της υπέρβασης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας (συμπεριλαμβανομένου και της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας).Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι επαναστάτες δημοκράτες της δεκαετίας του 1860 έχουν πολλά πράγματα να διδάξουν εκείνους που διαλέγουν στη ζωή τους το δρόμο της σύγκρουσης με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Ειδικά η προσωπικότητα και το έργο του  Τσερνισέφσκι αποκτά  τεράστια σημασία για τους στρατευμένους διανοούμενους που αναζητούν με αγωνία την απάντηση στο όσο ποτέ επίκαιρο ερώτημα: Τι να κάνουμε;[54]

(  Μ. Δαφέρμος

Διανόηση: η περίπτωση των ρώσων επαναστατών -  δημοκρατών  της δεκαετίας του 1860  )


2 σχόλια:

Unknown είπε...

Καταπληκτικό άρθρο!

Commun✮rios είπε...

Ευχαριστούμε πολύ!