Μεγαλοφυής θεωρητικός επαναστάτης, ιδρυτής του μαρξισμού* και των πρώτων διεθνών προλεταριακών οργανώσεων. Γιος δικηγόρου, φοίτησε αρχικά στη Νομική σχολή του Πανεπιστήμιου της Βόννης (1835-1836) και στη συνέχεια στο Βερολίνο (1836-41), όπου επιδόθηκε ιδιαίτερα στις φιλοσοφικές και ιστορικές σπουδές. Από τα γυμνασιακά του χρόνια είχε έναν βαθύ ανθρωπιστικό και αλτρουιστικό προσανατολισμό. Το 1837 προσχώρησε στην αριστερή πτέρυγα των νέων χεγκελιανών (οι οποίοι επιχειρούσαν τη θεμελίωση αθεϊστικών και δημοκρατικών θέσεων μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ*) μέσα από τις έρευνες του στη φιλοσοφία του δικαίου*.
Στη διδακτορική διατριβή του (Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας, εκδ. Γνώση), εξετάζει την ιστορία της φιλοσοφίας (αρχαίας και Νέων Χρόνων) από την άποψη των εγχειρημάτων κριτικής της πραγματικότητας και πρακτικών συστημάτων (Αριστοτέλης*, Χέγκελ κ.ά.). Ο εκ των πραγμάτων αποκλεισμός του νεαρού επαναστάτη από την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία τον αναγκάζει να στραφεί στη μαχόμενη δημοσιογραφία από τις σελίδες της αστικοδημοκρατικής "Rheinische Zeitung", την αρχισυνταξία της οποίας αναλαμβάνει από τον Οκτώβριο του 1842. Η ενασχόληση του με τα ζητήματα της λογοκρισίας, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της κατάστασης των εργαζομένων, της γραφειοκρατίας* κ.ά. τον οδηγεί σε περαιτέρω κριτική επανεπεξεργασία της φιλοσοφίας του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ* μέσω της εμβάθυνσης, από την κριτική της θρησκείας*, στην κριτική της πολιτικής και της "κοινωνίας των ιδιωτών", ενώ του κινούν το ενδιαφέρον οι κομμουνιστικές ιδέες. Μετά την παραίτηση του από τη θέση του αρχισυντάκτη (που τελικά δεν απέτρεψε την απαγόρευση της εφημερίδας, 19.1.1843), επιδίδεται στη θεωρητική μελέτη των ζητημάτων που ανέδειξε η εμπειρική δημοσιογραφική του έρευνα. Επεκτείνοντας και εμβαθύνοντας την έρευνα του στα ζητήματα της γραφειοκρατίας, της κρατικής ιεραρχίας*, της εξουσίας* και της διοίκησης*, χρησιμοποιώντας και ξεπερνώντας ουσιαστικά την κριτική του Φόυερμπαχ, καταλήγει στο συμπερασμό ότι (σε αντιδιαστολή με τις χεγκελιανές απόψεις) το κράτος καθορίζεται από την οικογένεια και την "κοινωνία των ιδιωτών" (Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, 1843, ελλην. εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978). Μελετά την ιστορία υπό το πρίσμα της συσχέτισης κράτους - "κοινωνίας των ιδιωτών" (Κρόιτσναχ, καλοκαίρι 1843, όπου και παντρεύεται την αγαπημένη του, συνοδοιπόρο και βοηθό του Ζέννυ Φον Βεστφάλεν (1814-81)]. Μετοικεί στο Παρίσι (Οκτώβριος 1843). Εκεί μελετά τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική βιβλιογραφία και την πολιτική οικονομία. Εκδίδει μαζί με τον Α. Ρούγκε το μοναδικό τεύχος της "Γερμανογαλλικής Επετηρίδας" ("Deutsch - Franzosische Jahrbucher", Φεβρ. 1844), στα δημοσιεύματα του οποίου οριστικοποιείται σχετικά η αντιφατική και δημιουργική μετάβαση του Μαρξ από τον (αντικειμενικό) ιδεαλισμό* στον υλισμό* και από τον επαναστατικό (αστικο-δημοκρατικό) ριζοσπαστισμό στον κομμουνισμό*. Εδώ αναδεικνύει την αλλοτρίωση* ως κοινωνική πηγή της θρησκείας και συνδέει την ανθρώπινη χειραφέτηση με την επαναστατική ιστορική αποστολή του προλεταριάτου, στο οποίο η φιλοσοφία βρίσκει "τα υλικά της όπλα", ενώ το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία "τα πνευματικά του όπλα".
Στα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα (καλοκαίρι 1844, ελλ. εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1975) ο Μαρξ μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας εκθέτει σφαιρικά τις τότε απόψεις του για τη φιλοσοφία και τον κομμουνισμό*, αναδεικνύοντας το φαινόμενο της αλλοτρίωσης*-αποξένωσης, της αλλοτριωμένης εργασίας* ως πηγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας* και του κεφαλαίου*. Οι απόψεις αυτές αντανακλούν την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι της μαρξικής θεωρίας, όπου η περί αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου αντίληψη (με τις ανθρωπολογικές επιδράσεις του Φόυερμπαχ) συνυπάρχει με την πολιτικοοικονομική εξέταση της σχέσης μεταξύ των τάξεων. Με τη συνάντηση του Μαρξ με τον Ενγκελς* σто Παρίσι (Αύγουστος 1844) όπου διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων (στις οποίες ο καθένας τους κατέληξε ανεξάρτητα και με διαφορετικό τρόπο), άρχισε η στενή φιλία και συνεργασία τους, πρώτος καρπός της οποίας ήταν η από κοινού συγγραφή της Αγίας Οικογένειας (1844, ελλ. εκδ. Αναννωστίδη, χ,χ.). Εδώ ασκείται κριτική στους νέους χεγκελιανούς, αναδεικνύονται οι πηγές του υποκειμενικού* ιδεαλισμού τους και προωθούνται οι απόψεις που θα οδηγήσουν στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Η πρωσική κυβέρνηση απαιτεί από τη Γαλλία την απέλαση του Μαρξ (λόγω της συμμετοχής του στη γερμανόφωνη εφημερίδα "Vorwarts"), ο οποίος μετοικεί στις Βρυξέλλες (Φεβρ.1845). Στις θέσεις για τον Φόυερμπαχ (Απρ, 1845) διατυπώνεται συμπυκνωμένα και αφοριστικά το περίγραμμα της τότε φιλοσοφίας του Μαρξ και η σχέση του με την προγενέστερη φιλοσοφία. Εδώ προσεγγίζεται η ουσία του ανθρώπου* ως το διατεταγμένο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και αναδεικνύει» ο καθοριστικός ρόλος της πρακτικής*. Μαζί με τον Ένγκελς γράφει τη Γερμανική ιδεολογία (1845 -1846, δεν δημοσιεύθηκε όσο ζούσε, ελλην. εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1979), όπου διατυπώνεται με τη μορφή επιστημονικής υπόθεσης η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ η υλιστική αντίληψη της ιστορίας* (ιστορικός υλισμός), η αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας και την ιστορία της (βλ. κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός). Εδώ μεταξύ άλλων αναδεικνύει ως «απόλυτα αναγκαία πραγματική προϋπόθεση» της άρσης της αλλοτρίωσης τον υψηλό βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων*, χωρίς τον οποίο το κομμουνιστικό εγχείρημα είναι ανέφικτο, δεδομένου ότι θα κατέληγε σε γενίκευση της φτώχειας και της στέρησης "και θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές". Στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847, ελλ. εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ.) επικρίνονται οι μικροαστικές απόψεις του Προυντόν* και η μεθοδολογία του, ιδιαίτερα στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας*.
Παράλληλα με τη "ριζική κριτική του συνόλου της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων* και τη διαμόρφωση της επιστημονικής του μεθόδου και του θεωρητικού του συστήματος, ο Μαρξ ανέπτυσσε έντονη και πολύπλευρη πολιτική-οργανωτική δραστηριότητα στο διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η "Ένωση των Κομμουνιστών", που είχε υιοθετήσει το μαρξικό σύνθημα "Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!", ανέθεσε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, του πρώτου προγραμματικού κειμένου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ο Μαρξ έλαβε ενεργά μέρος сто επαναστατικά γεγονότα του 1848-49 και μέσω της εφημερίδας *Neu Rheinische Zeitung", μετά то κλείσιμο της οποίας φεύγει αρχικά στο Παρίσι και τελικά στο Λονδίνο. Στα έργα που αφιέρώσε στη γενίκευση της εμπειρίας της επανάστασης (Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1850.- Η 18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852 κ.ά.) ο Μαρξ συγκροτεί μια θεωρία της νικηφόρας επανάστασης*, εκτιμά τους συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων και τις αυταπάτες των τάξεων, καταλήγει στην έννοια της "δικτατορίας του προλεταριάτου"* και της διαρκούς επανάστασης. Ωστόσο υπερεκτιμά τον βαθμό ωριμότητας της εργατικής τάξης και των σχέσεων παραγωγής.
Κεντρική θέση στην κοινωνική θεωρία του Μαρξ κατέχει το ζήτημα των τάξεων και της ταξικής πάλης. Ο ίδιος επισημαίνει πως απέδειξε τα εξής: "1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνο με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής, 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η δικτατορία αυτή αποτελεί η ίδια μόνο τη ματάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την αταξική κοινωνία" (επιστολή προς Ι. Βαϊντεμάγιερ, από 5.3.1853).
Από τη δεκαετία του 1850 ο Μαρξ στρέφεται στη συστηματική οικονομική έρευνα (πάντοτε σε συνδυασμό με τις φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και πολιτειολογικές αναζητήσεις του): Grunarisse... (πρώτη εκδοχή του Κεφαλαίου) 1857-1858 (ελλ. εκδ. Στοχαστής, τ. Α-Γ, Αθήνα, 1989).- Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, 1858-59 (ελλ. εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1978), δεύτερη εκδοχή του Κεφαλαίου (1861-63), τρίτη εκδοχή του Κεφαλαίου (1863-1865). Επιστέγασμα των τεράστιας έκτασης αδημοσίευτων (εκτός της Συμβολής...) μελετών του ήταν ο πρώτος τόμος του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου, την τελική μορφή του οποίου επεξεργάσθηκε στα 1866-67 (εκδ. Αμβούργο, 1967· ελλ. εκδ. Σ.Ε.). Εδώ εκτίθεται συστηματικά "η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ: η θεωρία της υπεραξίας". Πρόκειται παράλληλα για ένα έργο στο οποίο η υλιστική αντίληψη της ιστορίας μετατρέπεται από υπόθεση σε επιστημονικά θεμελιωμένη θεωρία. Το Κεφάλαιο συνιστά την κορύφωση της μαρξικής θεωρίας (κοινωνικής φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, διαλεκτικής λογικής* και μεθοδολογίας καθώς και επιστημονικής πρόγνωσης για την αταξική κοινωνία του μέλλοντος). Τα αποτελέσματα της έρευνας του Μαρξ εκτίθενται εδώ με τη μέθοδο της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"* και ως ενότητα "ιστορικού και λογικού"*.
Ιδιαίτερα στο οικονομικό έργο του Μαρξ αναπτύσσεται η επιστημονική αντίληψη για την φυσικοϊστορικού χαρακτήρα νομοτέλεια* που διέπει την ανάπτυξη* της κοινωνίας*. Εδώ δεν πρόκειται βέβαια για κάποιους φυσικούς νόμους, αλλά για νόμους της δραστηριότητας των ανθρώπων, νόμους ιδιότυπους κοινωνικούς, οι οποίοι δρουν σε μιαν ενότητα με τους φυσικούς. Πρόκειται για νόμους-τάσεις, οι οποίοι εκδηλώνονται ως επιλογή και υλοποίηση, μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων, μιας από τις κατευθύνσεις που εμπεριέχει το φάσμα δυνατοτήτων της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Η επιστημονική γνώση της νομοτέλειας αποτελεί αναγκαίο όρο της αποτελεσματικής πρακτικής παρέμβασης των ανθρώπων στην ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας.
Στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (1871, ελλ. εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1976), ο Μαρξ αναλύει τον ρόλο της πρώτης απόπειρας εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου (της Παρισινής Κομμούνας). Ιδιαίτερη σημασία από την άποψη της θεωρίας για την αταξική κοινωνία έχει η Κριτική του προγράμματος της Γκότα.
Στον βαθμό που ολοκλήρωνε την έρευνα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, ο Μαρξ προχωρούσε στη διερεύνηση της ιστορίας της κοινωνίας (όπως μαρτυρούν οι χρονολογικές σημειώσεις του), διότι μόνο κατ' αυτό τον τρόπο -αντίστροφα με την "αναγωγή" στην οικονομική ζωή- μπορούν να συναχθούν οι άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής ως ολότητας από την οικονομική ζωή. Σ΄ αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η μελέτη του έργου του Α. Μόργκαν Η αρχαία κοινωνία, που εμπλούτιζε με εμπειρικό υλικό την κοινωνική θεωρία του Μαρξ. Στον ευρύ κύκλο των ιεραρχημένων ερευνητικών προγραμμάτων του Μαρξ περιλαμβάνεται και η φιλοσοφική θεμελίωση του διαφορικού λογισμού.
Η υπερβολικά εντατική εργασία, οι μόνιμες διώξεις και στερήσεις (παρά τη βοήθεια του Ένγκελς) και ο θάνατος της γυναικός του κατέβαλαν την υγεία του Μαρξ, ο οποίος -κατά τον Λαφάργκ*- "θυσίασε όλο τον οργανισμό του για το μυαλό του*.
Στο Βιβλίο των εκμυστηρεύσεων της κόρης του Τζένης βλέπουμε το περίγραμμα της προσωπικότητας αυτού του μοναδικού επαναστάτη της θεωρίας και της πρακτικής, που σημάδεψε με την παρουσία του τη Νεότερη ιστορία. Ο βαθύς ανθρωπισμός, η επαναστατική συνέπεια και αγωνιστικότητα, η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση του συνδέονται οργανικά με την επαναστατική διαλεκτική λογική και τη μεθοδολογία της ερευνάς του. Το έργο του, ως μοναδικό εγχείρημα επαναστατικοποίησης της επιστήμης και της πρακτικής, αποτέλεσε αντικείμενο αδυσώπητων επιθέσεων, στρεβλώσεων και κατασυκοφάντησης από πληθώρα ταξικών εχθρών και "μαρξιστών" επιγόνων (βλ. δογματισμός και αναθεωρητισμός). Αποτελεί όμως ορόσημο στην ιστορία της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών, ένα ορόσημο που, όπως ομολογούν και μη μαρξιστές, εν πολλοίς καθιστά το "αντιμαρξιστικά" εγχειρήματα και τις απόπειρες "υπέρβασης" του μαρξισμού φαινομενικές αναβιώσεις προμαρξικών ιδεών είτε επαναδιατυπώσεις μαρξικών ιδεών (Ζ. Π. Σαρτρ, Το πρόβλημα της μεθόδου, Αθήνα, 1975, σε. 56). Η διακρίβωση της εμβέλειας και του πεδίου εφαρμοσιμότητας των μαρξικών θεωρητικών κατακτήσεων και η ανάπτυξη της βασικής κατεύθυνσης των ερευνών του σύμφωνα με τις βαθύτερες ανάγκες της κοινωνίας και τη νομοτέλεια που διέπει τη θεωρία είναι ο αυθεντικά μαρξιστικός τρόπος προσέγγισης του Μαρξ (βλ. επίσης: Ένγκελς, Λένιν, Μαρξισμός, Διεθνισμός).
Πηγή: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm…
Στη διδακτορική διατριβή του (Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας, εκδ. Γνώση), εξετάζει την ιστορία της φιλοσοφίας (αρχαίας και Νέων Χρόνων) από την άποψη των εγχειρημάτων κριτικής της πραγματικότητας και πρακτικών συστημάτων (Αριστοτέλης*, Χέγκελ κ.ά.). Ο εκ των πραγμάτων αποκλεισμός του νεαρού επαναστάτη από την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία τον αναγκάζει να στραφεί στη μαχόμενη δημοσιογραφία από τις σελίδες της αστικοδημοκρατικής "Rheinische Zeitung", την αρχισυνταξία της οποίας αναλαμβάνει από τον Οκτώβριο του 1842. Η ενασχόληση του με τα ζητήματα της λογοκρισίας, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της κατάστασης των εργαζομένων, της γραφειοκρατίας* κ.ά. τον οδηγεί σε περαιτέρω κριτική επανεπεξεργασία της φιλοσοφίας του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ* μέσω της εμβάθυνσης, από την κριτική της θρησκείας*, στην κριτική της πολιτικής και της "κοινωνίας των ιδιωτών", ενώ του κινούν το ενδιαφέρον οι κομμουνιστικές ιδέες. Μετά την παραίτηση του από τη θέση του αρχισυντάκτη (που τελικά δεν απέτρεψε την απαγόρευση της εφημερίδας, 19.1.1843), επιδίδεται στη θεωρητική μελέτη των ζητημάτων που ανέδειξε η εμπειρική δημοσιογραφική του έρευνα. Επεκτείνοντας και εμβαθύνοντας την έρευνα του στα ζητήματα της γραφειοκρατίας, της κρατικής ιεραρχίας*, της εξουσίας* και της διοίκησης*, χρησιμοποιώντας και ξεπερνώντας ουσιαστικά την κριτική του Φόυερμπαχ, καταλήγει στο συμπερασμό ότι (σε αντιδιαστολή με τις χεγκελιανές απόψεις) το κράτος καθορίζεται από την οικογένεια και την "κοινωνία των ιδιωτών" (Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, 1843, ελλην. εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978). Μελετά την ιστορία υπό το πρίσμα της συσχέτισης κράτους - "κοινωνίας των ιδιωτών" (Κρόιτσναχ, καλοκαίρι 1843, όπου και παντρεύεται την αγαπημένη του, συνοδοιπόρο και βοηθό του Ζέννυ Φον Βεστφάλεν (1814-81)]. Μετοικεί στο Παρίσι (Οκτώβριος 1843). Εκεί μελετά τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική βιβλιογραφία και την πολιτική οικονομία. Εκδίδει μαζί με τον Α. Ρούγκε το μοναδικό τεύχος της "Γερμανογαλλικής Επετηρίδας" ("Deutsch - Franzosische Jahrbucher", Φεβρ. 1844), στα δημοσιεύματα του οποίου οριστικοποιείται σχετικά η αντιφατική και δημιουργική μετάβαση του Μαρξ από τον (αντικειμενικό) ιδεαλισμό* στον υλισμό* και από τον επαναστατικό (αστικο-δημοκρατικό) ριζοσπαστισμό στον κομμουνισμό*. Εδώ αναδεικνύει την αλλοτρίωση* ως κοινωνική πηγή της θρησκείας και συνδέει την ανθρώπινη χειραφέτηση με την επαναστατική ιστορική αποστολή του προλεταριάτου, στο οποίο η φιλοσοφία βρίσκει "τα υλικά της όπλα", ενώ το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία "τα πνευματικά του όπλα".
Στα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα (καλοκαίρι 1844, ελλ. εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1975) ο Μαρξ μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας εκθέτει σφαιρικά τις τότε απόψεις του για τη φιλοσοφία και τον κομμουνισμό*, αναδεικνύοντας το φαινόμενο της αλλοτρίωσης*-αποξένωσης, της αλλοτριωμένης εργασίας* ως πηγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας* και του κεφαλαίου*. Οι απόψεις αυτές αντανακλούν την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι της μαρξικής θεωρίας, όπου η περί αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου αντίληψη (με τις ανθρωπολογικές επιδράσεις του Φόυερμπαχ) συνυπάρχει με την πολιτικοοικονομική εξέταση της σχέσης μεταξύ των τάξεων. Με τη συνάντηση του Μαρξ με τον Ενγκελς* σто Παρίσι (Αύγουστος 1844) όπου διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων (στις οποίες ο καθένας τους κατέληξε ανεξάρτητα και με διαφορετικό τρόπο), άρχισε η στενή φιλία και συνεργασία τους, πρώτος καρπός της οποίας ήταν η από κοινού συγγραφή της Αγίας Οικογένειας (1844, ελλ. εκδ. Αναννωστίδη, χ,χ.). Εδώ ασκείται κριτική στους νέους χεγκελιανούς, αναδεικνύονται οι πηγές του υποκειμενικού* ιδεαλισμού τους και προωθούνται οι απόψεις που θα οδηγήσουν στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Η πρωσική κυβέρνηση απαιτεί από τη Γαλλία την απέλαση του Μαρξ (λόγω της συμμετοχής του στη γερμανόφωνη εφημερίδα "Vorwarts"), ο οποίος μετοικεί στις Βρυξέλλες (Φεβρ.1845). Στις θέσεις για τον Φόυερμπαχ (Απρ, 1845) διατυπώνεται συμπυκνωμένα και αφοριστικά το περίγραμμα της τότε φιλοσοφίας του Μαρξ και η σχέση του με την προγενέστερη φιλοσοφία. Εδώ προσεγγίζεται η ουσία του ανθρώπου* ως το διατεταγμένο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και αναδεικνύει» ο καθοριστικός ρόλος της πρακτικής*. Μαζί με τον Ένγκελς γράφει τη Γερμανική ιδεολογία (1845 -1846, δεν δημοσιεύθηκε όσο ζούσε, ελλην. εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1979), όπου διατυπώνεται με τη μορφή επιστημονικής υπόθεσης η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ η υλιστική αντίληψη της ιστορίας* (ιστορικός υλισμός), η αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας και την ιστορία της (βλ. κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός). Εδώ μεταξύ άλλων αναδεικνύει ως «απόλυτα αναγκαία πραγματική προϋπόθεση» της άρσης της αλλοτρίωσης τον υψηλό βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων*, χωρίς τον οποίο το κομμουνιστικό εγχείρημα είναι ανέφικτο, δεδομένου ότι θα κατέληγε σε γενίκευση της φτώχειας και της στέρησης "και θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές". Στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847, ελλ. εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ.) επικρίνονται οι μικροαστικές απόψεις του Προυντόν* και η μεθοδολογία του, ιδιαίτερα στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας*.
Παράλληλα με τη "ριζική κριτική του συνόλου της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων* και τη διαμόρφωση της επιστημονικής του μεθόδου και του θεωρητικού του συστήματος, ο Μαρξ ανέπτυσσε έντονη και πολύπλευρη πολιτική-οργανωτική δραστηριότητα στο διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η "Ένωση των Κομμουνιστών", που είχε υιοθετήσει το μαρξικό σύνθημα "Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!", ανέθεσε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, του πρώτου προγραμματικού κειμένου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ο Μαρξ έλαβε ενεργά μέρος сто επαναστατικά γεγονότα του 1848-49 και μέσω της εφημερίδας *Neu Rheinische Zeitung", μετά то κλείσιμο της οποίας φεύγει αρχικά στο Παρίσι και τελικά στο Λονδίνο. Στα έργα που αφιέρώσε στη γενίκευση της εμπειρίας της επανάστασης (Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1850.- Η 18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852 κ.ά.) ο Μαρξ συγκροτεί μια θεωρία της νικηφόρας επανάστασης*, εκτιμά τους συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων και τις αυταπάτες των τάξεων, καταλήγει στην έννοια της "δικτατορίας του προλεταριάτου"* και της διαρκούς επανάστασης. Ωστόσο υπερεκτιμά τον βαθμό ωριμότητας της εργατικής τάξης και των σχέσεων παραγωγής.
Κεντρική θέση στην κοινωνική θεωρία του Μαρξ κατέχει το ζήτημα των τάξεων και της ταξικής πάλης. Ο ίδιος επισημαίνει πως απέδειξε τα εξής: "1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνο με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής, 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η δικτατορία αυτή αποτελεί η ίδια μόνο τη ματάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την αταξική κοινωνία" (επιστολή προς Ι. Βαϊντεμάγιερ, από 5.3.1853).
Από τη δεκαετία του 1850 ο Μαρξ στρέφεται στη συστηματική οικονομική έρευνα (πάντοτε σε συνδυασμό με τις φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και πολιτειολογικές αναζητήσεις του): Grunarisse... (πρώτη εκδοχή του Κεφαλαίου) 1857-1858 (ελλ. εκδ. Στοχαστής, τ. Α-Γ, Αθήνα, 1989).- Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, 1858-59 (ελλ. εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1978), δεύτερη εκδοχή του Κεφαλαίου (1861-63), τρίτη εκδοχή του Κεφαλαίου (1863-1865). Επιστέγασμα των τεράστιας έκτασης αδημοσίευτων (εκτός της Συμβολής...) μελετών του ήταν ο πρώτος τόμος του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου, την τελική μορφή του οποίου επεξεργάσθηκε στα 1866-67 (εκδ. Αμβούργο, 1967· ελλ. εκδ. Σ.Ε.). Εδώ εκτίθεται συστηματικά "η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ: η θεωρία της υπεραξίας". Πρόκειται παράλληλα για ένα έργο στο οποίο η υλιστική αντίληψη της ιστορίας μετατρέπεται από υπόθεση σε επιστημονικά θεμελιωμένη θεωρία. Το Κεφάλαιο συνιστά την κορύφωση της μαρξικής θεωρίας (κοινωνικής φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, διαλεκτικής λογικής* και μεθοδολογίας καθώς και επιστημονικής πρόγνωσης για την αταξική κοινωνία του μέλλοντος). Τα αποτελέσματα της έρευνας του Μαρξ εκτίθενται εδώ με τη μέθοδο της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"* και ως ενότητα "ιστορικού και λογικού"*.
Ιδιαίτερα στο οικονομικό έργο του Μαρξ αναπτύσσεται η επιστημονική αντίληψη για την φυσικοϊστορικού χαρακτήρα νομοτέλεια* που διέπει την ανάπτυξη* της κοινωνίας*. Εδώ δεν πρόκειται βέβαια για κάποιους φυσικούς νόμους, αλλά για νόμους της δραστηριότητας των ανθρώπων, νόμους ιδιότυπους κοινωνικούς, οι οποίοι δρουν σε μιαν ενότητα με τους φυσικούς. Πρόκειται για νόμους-τάσεις, οι οποίοι εκδηλώνονται ως επιλογή και υλοποίηση, μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων, μιας από τις κατευθύνσεις που εμπεριέχει το φάσμα δυνατοτήτων της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Η επιστημονική γνώση της νομοτέλειας αποτελεί αναγκαίο όρο της αποτελεσματικής πρακτικής παρέμβασης των ανθρώπων στην ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας.
Στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (1871, ελλ. εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1976), ο Μαρξ αναλύει τον ρόλο της πρώτης απόπειρας εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου (της Παρισινής Κομμούνας). Ιδιαίτερη σημασία από την άποψη της θεωρίας για την αταξική κοινωνία έχει η Κριτική του προγράμματος της Γκότα.
Στον βαθμό που ολοκλήρωνε την έρευνα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, ο Μαρξ προχωρούσε στη διερεύνηση της ιστορίας της κοινωνίας (όπως μαρτυρούν οι χρονολογικές σημειώσεις του), διότι μόνο κατ' αυτό τον τρόπο -αντίστροφα με την "αναγωγή" στην οικονομική ζωή- μπορούν να συναχθούν οι άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής ως ολότητας από την οικονομική ζωή. Σ΄ αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η μελέτη του έργου του Α. Μόργκαν Η αρχαία κοινωνία, που εμπλούτιζε με εμπειρικό υλικό την κοινωνική θεωρία του Μαρξ. Στον ευρύ κύκλο των ιεραρχημένων ερευνητικών προγραμμάτων του Μαρξ περιλαμβάνεται και η φιλοσοφική θεμελίωση του διαφορικού λογισμού.
Η υπερβολικά εντατική εργασία, οι μόνιμες διώξεις και στερήσεις (παρά τη βοήθεια του Ένγκελς) και ο θάνατος της γυναικός του κατέβαλαν την υγεία του Μαρξ, ο οποίος -κατά τον Λαφάργκ*- "θυσίασε όλο τον οργανισμό του για το μυαλό του*.
Στο Βιβλίο των εκμυστηρεύσεων της κόρης του Τζένης βλέπουμε το περίγραμμα της προσωπικότητας αυτού του μοναδικού επαναστάτη της θεωρίας και της πρακτικής, που σημάδεψε με την παρουσία του τη Νεότερη ιστορία. Ο βαθύς ανθρωπισμός, η επαναστατική συνέπεια και αγωνιστικότητα, η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση του συνδέονται οργανικά με την επαναστατική διαλεκτική λογική και τη μεθοδολογία της ερευνάς του. Το έργο του, ως μοναδικό εγχείρημα επαναστατικοποίησης της επιστήμης και της πρακτικής, αποτέλεσε αντικείμενο αδυσώπητων επιθέσεων, στρεβλώσεων και κατασυκοφάντησης από πληθώρα ταξικών εχθρών και "μαρξιστών" επιγόνων (βλ. δογματισμός και αναθεωρητισμός). Αποτελεί όμως ορόσημο στην ιστορία της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών, ένα ορόσημο που, όπως ομολογούν και μη μαρξιστές, εν πολλοίς καθιστά το "αντιμαρξιστικά" εγχειρήματα και τις απόπειρες "υπέρβασης" του μαρξισμού φαινομενικές αναβιώσεις προμαρξικών ιδεών είτε επαναδιατυπώσεις μαρξικών ιδεών (Ζ. Π. Σαρτρ, Το πρόβλημα της μεθόδου, Αθήνα, 1975, σε. 56). Η διακρίβωση της εμβέλειας και του πεδίου εφαρμοσιμότητας των μαρξικών θεωρητικών κατακτήσεων και η ανάπτυξη της βασικής κατεύθυνσης των ερευνών του σύμφωνα με τις βαθύτερες ανάγκες της κοινωνίας και τη νομοτέλεια που διέπει τη θεωρία είναι ο αυθεντικά μαρξιστικός τρόπος προσέγγισης του Μαρξ (βλ. επίσης: Ένγκελς, Λένιν, Μαρξισμός, Διεθνισμός).
Πηγή: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου