Ὅταν
τὸ πρωτάκουσα, ἤμουν παιδὶ στὰ σπάργανα.
Καὶ σὰν ἔφτασα εἰκοσάχρονο παλικάρι,
ἔλεγαν ἀκόμη γιὰ κεῖνο, μὲ τὸν ἴδιο
θαυμασμὸ καὶ περισσότερη φρίκη. Τὸ
γιούσουρι, τὸ ἀντρειωμένο γιούσουρι,
ποὺ βρίσκεται στὸν κόρφο τοῦ Βόλου!
Τὸ γιούσουρι, ποὺ ὧρες ψηλώνει καὶ
θεριεύει ὡς τὸ πρόσωπο τῆς θάλασσας·
ὧρες χαμηλώνει καὶ γίνεται κάστρο
ἀγύριστο, μὲ τοὺς ῥόζους καὶ τὰ
κλαδιά, μὲ τὶς ρίζες καὶ τ᾿ ἀντιρίμματα!
Κάτω στὸ νησί μας τὸ ἔχουν μόλογο!
Γενιὰ σὲ γενιὰ τὸ παραδίνουν οἱ ναῦτες
καὶ πάει ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, ἀπὸ
παιδὶ σ᾿ ἀγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστὸ
πάντα, σκληρὸ σὰ σίδερο, δυνατὸ σὰ
λέοντας, ψυχωμένο κι ἀθάνατο σὰ στοιχειό.
Ἐκεῖνοι
ποὺ τὸ πρωτοεῖδαν ἔσβησαν ἀπὸ τὴ
θύμηση τῶν ἀνθρώπων τώρα. Ἐκεῖνοι ποὺ
ὀνειρευτῆκαν νὰ τὸ κόψουν, κοιμοῦνται
ἀξύπνητα στὴ γῆ ἢ καὶ στὰ βάθη τῆς
θάλασσας. Ἐκεῖνοι ποὺ πῆγαν γυρεύοντάς
το, δὲ δευτέρωσαν τὸ σκοπό τους.
Ἔχει,
σοῦ λένε, κατιτὶ πλάνο κι ἐπίβουλο,
καὶ ἀλλάζει χρώματα καὶ ἀλλάζει
σχήματα καὶ γλιστρᾶ σὰν χέλι καὶ
θεμελιώνεται σὰν πύργος καὶ φωσφορίζει
σὰν ὠκεανόψαρο, ποὺ λύνεται τὸ σῶμα
μὲ τὸ πρῶτο ἀντίκρισμα.
Ἐγώ,
ἀπὸ μικρὸς ποὺ τὸ ἄκουα, μ᾿ ἔπιανε
κατιτὶ παράξενο. Φόβος καὶ μαζὶ πεῖσμα.
Καλά,
ἔλεγα, ὁ διπίθαμος Ἀράπης ποὺ ρουφᾶ
τὰ πέλαγα καὶ φράζει τὰ ποτάμια μονάχα
μὲ τὰ γένια του. Καλὰ ἡ ἀθάνατη Γοργόνα,
τοῦ Ἀλέξαντρου ἡ ἀδερφή, ποὺ γυρίζει
τὴ θάλασσα καὶ στὸ πικρὸ ἄκουσμα
βουλιάζει τὰ πλεούμενα σύψυχα μὲ τὴν
οὐρά της. Καλὰ κι ὁ Ἄριστος ποὺ σκοτώνει
τὰ θεριὰ καὶ τὰ βουνὰ γκρεμίζει καὶ
ξεριζώνει ῥουπάκια μὲ τὸ κοντάρι του.
Μὰ ἕνα δέντρο ἐκεῖ, τοῦ νεροῦ πλάσμα,
θρέμμα τοῦ ἄμμου καὶ νὰ κάνει τόσα
θάματα! Μπά, ντροπή μας! Ἄκουα τοὺς
ἄντρες λεβεντοθρεμμένους καὶ νὰ μιλοῦν
γι᾿ αὐτὸ μὲ τόσο σεβασμό, σὰ νὰ
μιλοῦσαν γιὰ τὸ Τρισυπόστατο. Τί
διάβολο! Ἐκεῖνοι μία φορὰ ἔβαλαν τὰ
στήθη τους ἐμπρὸς στὸ κανόνι τοῦ
Τούρκου! Πήδηξαν μὲ ἀναμμένο δαυλὶ
στὶς μπαρουταποθῆκες του! Εἶδαν τὸ
θάνατο χίλιες φορές, καὶ δὲν τόλμησαν
νὰ ξεριζώσουν ἕνα δεντρί! Δὲν μποροῦσα
νὰ τὸ χωνέψω.
«Δὲ
μοῦ λές, πατέρα» κάνω κάποτε τοῦ γέροντά
μου, «τί εἶναι αὐτὸ τὸ γιούσουρι;».
«Ξύλο,
παιδί μου, σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα· θαλασσόξυλο.
Ἂν θέλεις νὰ τὸ μάθεις, σύρε νὰ ἰδεῖς
τὴν πίπα μου».
Πάω
μέσα, ἀνοίγω τὸ ἁρμάρι, βρίσκω τὴν
πίπα του. Μία πίπα χοντρὴ καὶ μεγάλη
μὲ ρόζους, μαύρη κατάμαυρη σὰν ἔβενος.
«Μπά,
τοῦτο εἶναι τὸ γιούσουρι; Τὸ κόβουν
λοιπόν;».
«Τὸ
κόβουν, λέει; Ἀφοῦ τό ᾿χεις στὰ χέρια
σου! Ἔκοψα πῆχες ὅταν ἤμουν σφουγγαρᾶς».
«Γιατί
δὲν πᾶς λοιπὸν νὰ κόψεις καὶ τὸ
γιούσουρι τοῦ Βόλου;».
Πέτρωσε
εὐθὺς τὸ χαμόγελο στὰ χείλη του·
σοβαρεύτηκε τὸ πρόσωπό του. Γύρισε καὶ
μὲ κοίταξε ἀφαιρεμένα, σὰ νὰ ἔλειπε
ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ κεφάλι του.
«Ἄ»
εἶπε, «τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου δὲν
εἶναι τὸ ἴδιο. Πῆγα μία φορὰ κι ἐγώ.
Μὰ λίγο ἔλειψε νὰ ἀφήσω δίχως ἄντρα
τὴ μάνα σου».
«Ἀφοῦ
κόβεται…»
«Κόβεται,
ὅταν εἶναι μικρό. Κάτω στὴ Μπαρμπαριὰ
εἶναι δάση ὁλάκερα. Ἐκεῖ ποὺ ψαρεύουν
τὸ σφουγγάρι, ἁρπάζουν καὶ κανένα
κλαρί. Ἔτσι κλεφτά, στὴν ὥρα ποὺ
κοιμᾶται. Ἅμα ὅμως ξυπνήσει, δὲν τὸ
κόβει οὔτε ἡ ρομφαία τοῦ Ἀρχάγγελου».
«Τὸ
γιούσουρι τοῦ Βόλου δὲν κοιμᾶται;»
«Κοιμᾶται-
μπορεῖ νὰ κάμει δίχως ὕπνο; Μὰ ἐκεῖνο
στοιχείωσε πιά! Ζεῖ μὲ τοὺς αἰῶνες-
ποιὸς ξέρει ἀπὸ πότε. Νὰ ἰδεῖς τῶν
παλαβῶν τὰ κόκαλα πὼς κρέμονται
πολυέλαιοι ἀπάνω του!»
Καὶ
τὸ βλέμμα του, κάπως δειλό, στυλώθηκε
ἀπάνω σε μία στάμνα ποὺ ἔστεκε σπασμένη
στὴν αὐλή· τὸ μέτωπό του σούφρωσε καὶ
κέρωσε, λὲς κι ἔβλεπε ὀχιὰ νὰ προβάλλει
ἀπὸ κεῖ.
«Ἐσὺ
πατέρα, πῶς πῆγες; Μὲ τὴ μηχανή;»
ξαναρώτησα.
«Ὄχι,
μὲ τὴν πέτρα, σὰν τοὺς Καλυμνιῶτες.
Ποῦ μηχανὲς στὸ καιρό μας!»
«Ἐγώ,
σὰ μεγαλώσω, θὰ πάω νὰ τὸ κόψω» εἶπα
μὲ πεῖσμα.
Ἐνόμιζα
πὼς θὰ ἔλεγε ὄχι· πὼς θὰ φρόντιζε μὲ
χίλια δύο νὰ μ᾿ ἐμποδίσει· πὼς θὰ μοῦ
διηγόταν ἱστορίες τρομερὲς γιὰ νὰ
ἀπελπιστῶ. Τίποτα! Μία στιγμὴ μὲ
κοίταξε συλλογισμένος ἀπὸ τὰ πόδια
ὡς τὴ κορφή, σὰ νὰ μετροῦσε τὸ ἀνάστημά
μου· χαμογέλασε.
«Καλά·
σὰ μεγαλώσεις, νὰ πᾶς» εἶπε μὲ τὴν
πρώτη του ἀπάθεια. «Τώρα ποὺ εἶσαι
μικρός, σύρε νὰ μάθεις τὴ θάλασσα».
Πῆγα
κι ἔμαθα τὴ θάλασσα. Ναυτόπουλο ἔγινα,
ἔπειτα ναύτης. Εἶδα φουρτοῦνες, χιονιές,
ἀγριοκαίρια. Πῆγα καὶ μὲ σφουγγαράδικα
στὴ Μπαρμπαριά. Μὰ καὶ ναυτόπουλο καὶ
ναύτης καὶ σφουγγαρᾶς, δὲν ξέχασα τὸ
στοιχειωμένο γιούσουρι καὶ τὸ λόγο
ποὺ ἔδωκα στὸν πατέρα μου. Μαζὶ μὲ τὸ
κορμὶ μεγάλωνε καὶ ὁ πόθος μέσα μου,
σὰ νὰ τὸν εἶχα στὸ αἷμα μου. Ἐγὼ
ἤθελα νὰ κόψω τὸ γιούσουρι, στὴν ἀνάγκη
νὰ τὸ ξεριζώσω καὶ νὰ τὸ σύρω πίσω
ἀπὸ τὸ καΐκι στὸ νησί μας. Θὰ τὸ
ξάπλωνα στὴν ἀμμουδιὰ θρασίμι καὶ θὰ
ἔβανα διαλαλητὴ νὰ διαλαλήσει σὲ ὅλη
τὴ χώρα:
«Ἐβγᾶτε,
χωριανοί, νὰ ἰδεῖτε τὸ μέγα θαῦμα! Τὸ
στοιχειὸ τῆς θάλασσας νικήθηκε ἀπὸ
τοῦ νησιοῦ μας τὸ στοιχειό, τὸν Γιάννο
Γκαμάρο! Τρέμουν, τρίζουν τὰ βουνά!
Ἐβγᾶτε, χωριανοί, νὰ ἰδεῖτε καὶ νὰ
εἰπεῖτε!»
Θὰ
ἔτρεχε ἀμέσως μελίσσι ὁ λαός· θὰ
ἔβλεπαν οἱ θάλασσογεννητοι καὶ θὰ
σταυροκοποῦνταν, θὰ ἔβλεπαν οἱ γυναῖκες
καὶ θὰ τρόμαζαν τὰ παλικάρια καὶ θὰ
ζηλοφθονοῦσαν· οἱ λυγερὲς καὶ θὰ
ἔλεγαν: «Νά λεβεντονιὸς γιὰ νὰ γίνει
ἄντρας μας!». Δεύτερος ἅϊ-Γιώργης θὰ
δοξαζόμουν στὸ νησί. Καὶ ἕνας τρόμος
μυστικός, μία λαχτάρα βασάνιζε κάθε
τόσο τὴν ψυχή μου, μὴν προλάβει ἄλλος
καὶ ἁρπάξει τὴ δόξα μου. Γυρεύεις τί
γίνεται; Ἀλλὰ πάλι ἡσύχαζα μὲ τὴν
ἰδέα πὼς ἄλλος ἀξιότερός μου δὲν ἦταν
δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ. Καὶ ἀκόμη πίστεψα
πὼς τὸ δεντρὶ ἐκεῖνο δὲν καθόταν
τόσους αἰῶνες ἐκεῖ στὸν ἀνήλιαστο
θρόνο του, παρὰ γιὰ νὰ γένει μία μέρα
δικό μου παίνεμα. Κι ἔτσι ἔκλεισα τὰ
εἴκοσι χρόνιά μου.
Ψάρευα
τὸ σφουγγάρι μὲ τὴ μηχανὴ τοῦ
καπετὰν-Στραπάτσου στὴν Ἔγριπο. Δῶσε
ἀπάνω, δῶσε κάτω, φτάσαμε καὶ στὸν
κόρφο τοῦ Βόλου.
Ἅρπαξα
τὸν καιρό.
«Τί
λές, καπετάνιε; Κάνουμε τὴν ἀπόπειρα;»
«Ποιά;»
«Πᾶμε
νὰ κόψουμε τὸ γιούσουρι;»
Γέλασε
ὁ καπετὰν-Στραπάτσος· γέλασαν καὶ οἱ
ἄλλοι· γέλασα καὶ ἐγώ. Δὲν τολμοῦσα
νὰ κάνω τὸ σοβαρό.
«Ῥέ,
τί λές;» μοῦ κάνει, «εἶσαι στὰ συγκαλά
σου ἢ νὰ στείλω γιὰ τὸν παπᾶ; Ἀμή,
πῆγαν τόσοι καὶ τόσοι καὶ δὲν ἔκαμαν
τίποτα, καὶ θὰ κάμουμε ἐμεῖς;»
«Γιατί
ὄχι; Εἴμαστ᾿ ἀδέξιοι ἐμεῖς; Ἔπειτα,
ἄκου νὰ σοῦ εἰπῶ: ἐκεῖνοι πῆγαν μὲ
τὴν πέτρα. Μία βουτιὰ κι ἀπάνου. Τί θὲς
νὰ κάμουν μὲ μία βουτιά;»
«Μωρέ,
κοίτα νὰ βγάλουμε τὸ καρβέλι καὶ ἄφησε
τὰ ὄνειρα!» μοῦ λέει τέλος ὁ καπετάνιος.
Δὲν
ἀπελπίστηκα. «Θὰ τὸν καταφέρω στὸ
ὕστερο» σκέφτηκα.
Καὶ
ἀλήθεια, ἔδωκα, πῆρα, τὸν κατάφερα μία
Κυριακὴ ποὺ δὲν ψαρεύαμε.
«Τί
λές, πᾶμε;» τοῦ κάνω.
«Μωρέ,
ποῦ νὰ πᾶμε;»
«Γιὰ
τὸ γιούσουρι!»
«Καὶ
ποιὸς θὰ βουτήξει;»
«Ἐγὼ
βουτάω! Γι᾿ αὐτὸ ρωτᾶς;»
Πήγαμε
τέλος. Κοιτάζω μὲ τὸ γυαλὶ στὸν πάτο,
πουθενὰ γιούσουρι. Φέρνω μία βόλτα,
δύο, τρεῖς· τίποτα! Ἄρχισα ν᾿ ἀπελπίζομαι.
Μία ἀπελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια τὸ
ἀνάσταινα στὴ φαντασία μου, τὸ ἔβλεπα
μπροστά μου, πάλευα μαζί του, τὸ νικοῦσα,
καὶ τώρα νὰ βγαίνουν ὅλα ψέματα! Δὲν
μποροῦσα νὰ τὸ ὑποφέρω. Κάπου ἔπρεπε
νὰ ὑπάρχει, κάπου νὰ τὸ συναντήσω, θὲς
κάτω στοὺς βυθούς, θὲς πέρα στὸ
ἀκρογιάλι, θὲς πάνω στὰ σύγνεφα! Νὰ
τὸ συναντήσω, νὰ μετρηθῶ μαζί του, κι
ἂς μὲ καταλύσει. Ἂς κρεμαστοῦν καὶ
τὰ δικά μου κόκαλα ἀπάνω του, ὅπως καὶ
τῶν ἄλλων παλαβῶν. Ὄχι ὅμως νὰ μὴν
τὸ γνωρίσω ποτὲ στὴ ζωή μου! Τότε γιατί
ἔζησα τόσον καιρό, γιατί ἔγινα
εἰκοσάχρονος, γιατί ἔμαθα τὴ θάλασσα,
γιατί ἀνασκάλισα τοὺς βυθούς; Μονάχα
γιὰ τὸ καρβέλι;
«Τραβᾶτε
γιὰ τὸ λιμάνι· τραβᾶτε νὰ πιοῦμε καὶ
καμιὰ» εἶπε ὁ καπετάνιος βαριεστημένος.
«Οἱ γερόντοι λένε κάποτε παραμύθια».
Κρύος
ἱδρώτας μὲ πῆρε. Ἄρχισαν νὰ θολώνουν
τὰ μάτια μου.
«Στὸ
Θεό σου, καπετάνιε» τοῦ λέω, «ἔχε
ὑπομονή!» νὰ φέρουμε μία βόλτα πάλι.»
Οὔτε
κεῖνος ὅμως, οὔτε οἱ λαμνοκόποι μὲ
ἄκουαν. Τὸ καΐκι γύρισε κι ἔφυγε γιὰ
τὸ λιμάνι, βαριεστημένο καὶ κεῖνο.
Ἐγώ,
κρεμασμένος στὴ κουπαστή, δὲν ἔπαυα
νὰ κοιτάζω ζερβόδεξα μὲ καρδιοχτύπι
μεγάλο, σὰ νὰ ζητοῦσα τῆς μάνας μου
τὰ κόκαλα. Μάταια ὅμως! Τὸ νερὸ
πρασινογάλαζο ἔφτανε ὡς κάτω στὸν
πάτο καὶ μοῦ ἔδειχνε ξερὰ τὰ φύκια·
ὄχτους ἐδῶ ἀπόκρημνους, ἐκεῖ
ἀμμόστρωτες ἁπλωσιὲς σουφρωμένες,
ζεστές, κρεβάτια γιὰ τὶς νεράιδες
μαλακὰ κι ἀπάρθενα. Τὸ γιούσουρι ὅμως
ὄχι· κανένα σημάδι γιὰ τ᾿ ὀνειρεμένο
μου δεντρί.
Ἔλεγα
ν᾿ ἀφήσω τὸ γυαλὶ καὶ νὰ ξαπλωθῶ στὸ
κατάστρωμα. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ θολὸ
σύγνεφο ἰσκίωσε μπροστά μου, πίσω ἔμεινε
σὰ νὰ διάβηκε φάλαινα.
«Στόπ!»
φωνάζω· «σταθεῖτε»!
Στάθηκε
τὸ καΐκι, γύρισε πίσω στὰ νερά του καὶ
εἴδαμε ὅλοι σὰν χιλιόχρονη βελανιδιὰ
νὰ κάθεται στὸν πάγκο. Δὲν ἦταν λοιπὸν
ψέμα, δὲν ἦταν παραμύθι!
Ντύνομαι
γοργά, παίρνω τὸ λάζο στὴ ζώνη μου, ἕνα
τσεκούρι στὸ χέρι, καὶ βουτῶ κάτω. Μὰ
καθὼς σήκωσα τὰ μάτια, σύγκρυο μ᾿
ἐπίασε. Καλὰ τὸ ἔλεγαν οἱ γέροντές
μας. Τί ὁ διπίθαμος Ἀράπης! Τί Γοργόνα
καὶ τί Ἄριστος! Τοῦτο εἶναι τὸ θάμασμα!
Οἱ ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες,
βύζαιναν τὸ μάρμαρο, ἔμπαιναν στὶς
σχισμές, ἀγκαλίαζαν τ᾿ ἀγκωνάρια,
γάντζωναν τὶς ποδιές του, ἕνα σῶμα
θαρρεῖς καὶ μία δύναμη. Ἀπάνω ὀρθοκάθεδρος
ὁ κορμός, ἀρκουδοντυμένος, μὲ ῥόζους
ἐδῶ κι ἐκεῖ κλειστοὺς στὸ πολυτρίχι
μέσα, ὀργιὲς ψήλωνε. Καὶ ἀπὸ κεῖ
κλαδιὰ καὶ ἀντικλάδια μυριόριζα,
καμαρωτὰ κι ὁλόισια ἔφευγαν πέρα δώθε,
ψηλὰ καὶ χαμηλά, λὲς κι ἔπασχαν ν᾿
ἀποκλείσουν ὅλον τὸν πλατύχωρο κόρφο
μὲ τὸ δίχτυ τους. Ὁλόγυρα τὸ νερὸ
διάφανο, σὰν γυάλα τὸ σκέπαζε καὶ τὸ
ἔλουζε, τροφὴ μαζὶ καὶ ταίρι, ἀνάσα
καὶ κλίνη του. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μαρμαρένιο
βάθρο σκοτεινὴ ἔχασκε ἡ ἄβυσσο, κρύα
καὶ ἄπατη.
Ἧβρα
τὸ δέντρο στὸν ὕπνο του. Μὰ καὶ στὸν
ξύπνο νὰ τὸ ἤβρισκα, τὸ ἴδιο ἔκανε.
Ἂν ἦταν ν᾿ ἁρπάξω ἕνα κλαδὶ καὶ νὰ
βγῶ ἀπάνω, καλά. Μὰ ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸ
κόψω σύρριζα. Γιὰ τοῦτο κατέβηκα ἐκεῖ.
Ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ξάμωσα τὸ τσεκούρι
καὶ γκόπ! τοῦ κατάφερα τὴν πρώτη.
Ξύπνησε ὁ Ὄφης. Καὶ ἀρχίζει ἀμέσως
ἕνας σίφουνας, ἕνας χτύπος, ἕνα κακό,
λὲς καὶ χύθηκαν ὅλα τὰ ρέματα ἀπάνω
μου. Τὸ νερὸ χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα,
σκότος πήδηξε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι ἔχασα
ὅλα τὰ πάντα. Ἔκατσα χαμηλά, ἁρπάχτηκα
σ᾿ ἕνα ρίζωμα νὰ μὴ μὲ σύρουν. Καὶ
εἶδα ἄξαφνα τοὺς ρόζους τοὺς κλειστοὺς
νὰ γλαυκοπαίζουν σὰ μάτια ἀράπικα καὶ
νὰ χύνεται ἀστρίτης ἡ φλόγα ἀπάνω
μου. Καὶ στὰ κλαδιὰ τὰ λευκοπράσινα
εἶδα νὰ κρέμονται τὰ σκέλεθρα, πομπὴ
καὶ γάνα τῶν παλαβῶν ποὺ τόλμησαν νὰ
τὰ βάλουν μαζί του. Στὸ βρούχημά του
ἄκουσα χτύπο ξεχωριστό. Καὶ δὲν ἦταν
ἄλλος παρὰ τὰ κόκκαλα ποὺ δέρνονταν
μεταξύ τους καὶ τὰ γυμνὰ ποδάρια
λάχτιζαν μὲ πεῖσμα τ᾿ ἄσαρκα μέτωπα,
σὰ νὰ τοὺς ἔλεγαν:
«Γιατί
μᾶς φέρατε ἐδῶ;»
Ἀπάνω
μου τσίμπαε ὁ καπετάνιος:
«Ἔλα
τώρα. Ἔλα, καὶ δὲν θὰ κάμεις τίποτα».
Δὲ
θὰ κάνω τίποτα! Καὶ ῾γὼ τὸ κατάλαβα.
Μὰ καὶ μὲ τί μοῦτρα ν᾿ ἀνεβῶ ἀπάνω;
Ποῦ τὸ στοιχειὸ τοῦ νησιοῦ μας πλιά;
Ποῦ ὁ ἅϊ-Γιώργης; Ἄ, ὄχι· ἂν δὲν
κατέβαινα, καλά· μὰ τώρα, πάει! Μόλις
ἔπεσε ὁ σίφουνας, σηκώνω τὸ τσεκούρι
καὶ τοῦ καταφέρνω δεύτερη μὲ ὅλη μου
τὴ δύναμη. Πέτρα νὰ χτύπαγα, τὸ λιγότερο
θὰ ῥάγιζε· ἐκεῖνο τίποτα. Οὔτε σκλήθρα
δὲν ἄνοιξε. Ἀντὶ νὰ πάει μέσα τὸ
τσεκούρι, ἔφυγε πίσω δύο πιθαμές, τρεῖς,
τέσσαρες, σὰ νὰ χτυποῦσα σὲ λάστιχο.
Πρέπει νὰ τὸ ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.
Τσιμπάω
ἀπάνω:
«Ῥίχτε
μου τὸ λοστό».
Μοῦ
κατεβάζουν τὸ σύνεργο. Ῥίχνω πέρα τὸ
τσεκούρι καὶ ἀδράχνω τὸ λοστό. Ἀρχίζω
στὶς ῥίζες. Τυραννήθηκα, καὶ ῾γὼ δὲν
ξέρω πόσο. Ὧρες ἐρχόταν, ὧρες περνοῦσαν,
καὶ ῾γὼ μὲ τὸ λοστὸ στὸ χέρι. Μόνο
στεκόμουν κάποτε νὰ πάρω ἀνάσα ἢ καὶ
νὰ ῥίξω γύρω καμιὰ ματιά. Μποροῦσε τὸ
σκυλόψαρο νὰ ριχτεῖ ἀπάνω μου.
Τέλος,
τσιμπάω πάλι:
«Ῥίχτε
μου τὴ γούμενα».
«Μωρέ,
ἔλα πάνω!» τσιμπάει ὁ καπετάνιος
ἀνυπόμονος. «Γιὰ σένα τὴ θὲς τὴ
γούμενα; Ἔχουμε καὶ ψιλότερο σκοινί.
Ἔλα πάνω· θὰ σοῦ κόψω τὸν ἀέρα!»
«Κόβεις
τὸν ἀέρα, μὰ σχίζω τὸ λάστιχο» τοῦ
ἀπαντῶ θυμωμένα. «Ἢ ξέχασες πῶς ἔχω
τὸ λάζο μαζί μου;»
Τὰ
χρειάστηκε ὁ καπετὰν-Στραπάτσος· μοῦ
ἔριξε τὴ γούμενα.
Πιάνω
ἀπὸ μακριὰ καὶ θηλυκώνω καλὰ τὸν
κορμό. Ἔπειτα πηγαίνω στὸ ἄλλο πλευρὸ
καὶ ἀρχίζω πάλι μὲ τὸ λοστὸ τὶς ρίζες.
Ἐκεῖνο, δῶσ᾿ του καὶ γλαυκόπαιζε τὰ
μάτια σὰ νὰ ἤθελε νὰ μὲ μαγνητίσει.
Ἐσειόταν καὶ τάραζε σὰν ψάρι· τὰ
κλαδιά του, χταποδιοῦ ἁπλοκαμοί,
λάγγευαν δῶθε κείθε, κουλουριάζονταν,
τίναζαν καταπάνω μου τ᾿ ἀκροδάχτυλά
τους νὰ μὲ συλλάβουν. Μὰ ποῦ νὰ μὲ
συλλάβουν! Καὶ ἂν δὲν ἤξερα καθόλου
τὰ δολερὰ παιχνίδια του, κι ἂν δὲν
εἶχα ἀκούσει τὰ καμώματά του, τὰ
σκέλεθρα ποὺ ἔβλεπα σφηνωμένα ψηλὰ
ἦταν ἀρκετὰ νὰ μοῦ δείξουν τὸν
κίνδυνο. Σὲ κάθε του ἀνακλάδισμα στρείδι
κολλοῦσα στὰ πλευρὰ τοῦ μάρμαρου.
Πόδια, χέρια, μάτια, ὅλα δούλευαν
σύγκαιρα. Καὶ ὁ λοστός, ἁψύς, ξεκόλωνε
ἕνα μὲ τὸ ἄλλο τ᾿ ἀντιρίμματα, τὰ
ἔβγαζε ἀπὸ τὰ θαλάμια τους, τὰ χώριζε
ἀπὸ τὴν πέτρα, ξεφλουδισμένα πολλὲς
φορές, κι ἄλλες φορὲς μὲ σκλῆθρες ἀπὸ
χάλαρα, μὲ φόρτωμα ἀπὸ κοχύλια.
Τέλος,
κατάλαβα πὼς ἄρχισε νὰ λασκάρει. Ἔχανε
τὸ στήριγμά του.
«Ἀπάνω!»
τσιμπάω.
Μὲ
ἀνεβάζουν ἀπάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω
τὴ πρώτη ἀνάσα.
Μπρέ!
Πῆρε καὶ σούρπωνε. Ἀντίκρι τὸ Πήλιο
ψήλωνε βαθυγάλαζο σὰν ἀπὸ λουλάκι. Τὰ
χωριά του ἄσπριζαν στὶς πλαγιές, σκόρπια
μάρμαρα. Στὸ Βόλο ἄναβαν τὰ φῶτα καὶ
ὁ οὐρανός, ὁλοπόρφυρος ἀπὸ τὸ
ἡλιοβασίλεμα, ἔβγαζε ἕνα τρεμόφεγγο
τ᾿ ἀστέρια του. Μοῦ φάνηκε πὼς ξανάζησα
ὅταν εἶδα μπρός μου γνώριμα πρόσωπα.
Ξέχασα μία στιγμὴ καὶ τὸ γιούσουρι
καὶ τοὺς κόπους μου καὶ τὴ δόξα μου
ἀκόμη.
«Τί,
ἀπόκαμες;» ρωτάει ὁ καπετὰν-Στραπάτσος.
«Τώρα
θὰ ἰδεῖς!» τοῦ λέω πηδώντας ἀπάνω.
«Ἔλα, παιδιά! Τὰ κουπιά σας. Τὸ δέντρο
θὰ τὸ σύρουμε στὸ νησὶ ἀπόψε».
«Μωρέ,
τί λές! Δὲν ἔπαθες τίποτα; Δὲ σ᾿ ἄγγιξε
τὸ στοιχειό;»
Καὶ
ῥίχνονται ὅλοι ἀπάνω μου, μὲ ψηλαφοῦν,
σφίγγουν τὰ κρέατά μου, κινοῦν τὰ
μπράτσα μου, καὶ ἀκόμη δὲν πιστεύουν
πὼς εἶμαι γερός.
«Μὰ
τραβᾶτε παιδιά, παιδιά!» λέω. «Τὸ δέντρο
κόπηκε».
Ῥίχνονται
στὰ κουπιά, τραβοῦν μὲ δύναμη. Ναί!
Ἀντὶ νὰ σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε
τὸ καΐκι μας.
«Μωρέ,
μᾶς γελᾶς» λέει ὁ καπετάνιος
ἀγαναχτισμένος. «Τί μολογᾶς πῶς ἔκοψες
τὸ γιούσουρι;»
«Μὰ
τὸν Ἅϊ-Νικόλα, τό ῾κοψα» τοῦ κάνω·
«τράβα! Τ᾿ ἤθελες, νὰ τ᾿ ἀποκόψω, γιὰ
νὰ μὲ πλακώσει ἀπὸ κάτω; Δύο τραβήματα
θέλει καὶ θὰ ᾿ρθει μὲ τὶς ρίζες του».
Ἀρχίζουμε
πάλι τὸ τράβημα. Κάπου μία ὥρα ἔτσι
παιδευτήκαμε. Ἄκουες τοὺς σκαρμοὺς
κι ἐτριζοβόλουν. Πεῖσμα ἔπιασε τοὺς
ναῦτες καὶ ἀντρειεύονταν σὰν ξωτικά.
Ὁ καπετὰν-Στραπάτσος, ξετρελαμένος
ἀπὸ χαρὰ καὶ περηφάνια, ψυχὴ ἔδινε
σὲ ὅλους μὲ τὶς φωνές του:
«Ὢ-ὤ!
Ὢ-ὤ!... Γειά σας, παλικάρια! Ἴσα, λιοντάρια
μου! Ντροπή μας! Μωρέ, ἴσα, τίγρηδες!»
Καὶ
τὰ παλικάρια, τὰ λιοντάρια, οἱ τίγρηδες,
ἔχωναν βαριὰ τὸ κουπὶ καὶ τὸ ἔπαιρναν
πίσω μὲ τόση δύναμη, ποὺ ἔλεγες τώρα
θὰ γίνει σύψαλα. Τέλος, βαθὺ μούγκρισμα
ἀντήχησε κι ἡ θάλασσα σήκωσε τρανὸ
κύμα καταπάνω μας. Τὸ καΐκι πέταξε
γοργόφτερο ἐμπρός. Ἀμέσως, μέγα κῆτος
φάνηκε νὰ πιάνει ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη
τὸν κόρφο. Ἦταν τὸ γιούσουρι.
«Νὰ
ἰδῶ! Καὶ ῾γὼ νὰ ἰδῶ!»
Τρέχουν
ὅλοι στὴν πρύμη νὰ γνωρίσουν τὸ
στοιχειό. Τὸ βλέπουν καὶ σταυροκοπιοῦνται
φοβισμένοι.
«Ἐμπρός!»
λέω στὸν καπετὰν-Στραπάτσο. «Νὰ τὸ
βγάλουμε ὄξω τώρα ποὺ νύχτωσε, πρὶν
τὸ νιώσουν καὶ μᾶς τὸ πάρουν οἱ
Τοῦρκοι».
Μόλις
βγήκαμε ἀπὸ τὸν κόρφο, Γοργόνα ὀργισμένη
μᾶς ἀπάντησε ἡ νοτιά. Ὁ οὐρανὸς ἔσβησε
τ᾿ ἀστέρια του, ἔκρυψε τὰ σύνορά του.
Ἅδης τὸ σκότος ἁπλώθηκε ἀπάνω μας. Τὸ
κύμα ψήλωνε βουνό, ἀνέμιζε φωσφορούχους
τοὺς ἀφροὺς κι ἔχυνε φῶς κάτασπρο,
θαμπὸ καὶ ἄχαρο περίγυρα. Τί ἄλογα
καὶ τί ἄτια, τί φώκιες καὶ τί φάλαινες
κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιοῦνταν
καὶ ἀλάλαζαν στὸ σύσκοτο ἐκεῖνο χάος!
Ν᾿ ἀνησυχῶ ἄρχισα. Δὲν ἦταν θάλασσα
ἐκείνη· ἦταν θυμὸς καὶ σεῖσμα, κατάρα
καὶ χολή, φαρμάκι τῆς ἄβυσσος.
Ὅμως
τίποτα. Τὸ γιούσουρι, σφιχτοδεμένο,
ἀκολουθοῦσε τὰ ἀπονέρια ποὺ ἔστρωνε
ἡ πρύμη τῆς σκάφης μας. Τὸ ἄκουα νὰ
δέρνεται κάποτε καὶ νὰ ρουχνίζει, σὰν
ζωντανὸ ποὺ παίρνει ἀνήφορο. Ντροπὴ
τὸ εἶχε πὼς νικήθη καὶ πάσχιζε μὲ
κάθε τρόπο νὰ ἀπαλλαγεῖ. Μὰ ποιὸς τὸ
ἄφηνε; Μέσα στὸ ἄγριο πέλαγο μία
ξεχώριζα ταρναριστὴ φωνή, τὴ φωνὴ τοῦ
διαλαλητῆ· ἕνα γνώριζα αἴσθημα, τὸ
θάμασμα τῶν γερόντων μας. Ἕνα πόθο, τὴν
εὐχὴ τῶν κοριτσιῶν:
«Νὰ
λεβεντονιὸς γιὰ νὰ γίνει ἄντρας μας!»
Μὲ
τὸ χάραμα εἶδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο
τὸ νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ἀκόμη.
Μὰ τρία γερά. Τὰ μπράτσα λύθηκαν ὅλη
νύχτα ἐπάνω στὸ κουπί. Τὰ πρόσωπα
σούρωσαν· τὰ μάτια θόλωσαν. Ζάρες ἔκαμε
τὸ μέτωπο· ἄσπρισαν τὰ κατάμαυρα
μαλλιά, σὰ νὰ κύλησαν στογὸς τὰ χρόνια
ἐπάνω μας. Ὁ καπετάνιος, ξαπλωμένος τ᾿
ἀνάσκελα στὸν πάγκο, ἔμοιαζε πτῶμα.
Οἱ λαμνοκόποι ἀμίλητοι κινοῦσαν ῥάθυμα
τὰ κουπιά, σὰν μηχανὲς ποὺ κάνουν
ἀναίσθητα τὸ ἔργο τους. Μόνος ἐγὼ
ἐξακολουθοῦσα νὰ λάμνω σωστά. Ἦρθε
μάλιστα πολλὲς φορὲς ποὺ τοὺς πῆρα.
Μὰ τί νὰ κάμω καὶ ῾γώ; Περισσότερος
ἦταν ὁ πόθος παρὰ ἡ δύναμή μου. Τὸ
κύμα ἐπίμενε νὰ ψηλώνει ἀκόμα, νὰ
λιχνίζει καὶ νὰ μᾶς βρέχει καὶ νὰ μᾶς
κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος,
ῥόδισε ἡ ἀνατολή, φάνηκε ὁ ἥλιος.
Φάνηκαν βουρκωμένες οἱ στεριές, θολὸ
τὸ πέλαγο, φιλόξενο τὸ νησί μας ἀντίκρι.
«Ἄλα,
παιδιά, καὶ φτάσαμε!» φώναξα.
Καὶ
πηδῶ στὴν πλώρη ν᾿ ἀγναντέψω καλὰ τὸ
λιμάνι, νὰ ἰδῶ τὴν ἀμμουδιὰ ὅπου θὰ
τὸ ρίξω θρασίμι. Τὸ καΐκι πέταξε μέσα,
δυὸ χάλαρα πήδηξε, ἄραξε ἀπάνω στὸν
ἄμμο. Τρέχω στὴν πρύμη καὶ ἀδειάζω τὴ
γούμενα.
Ὠιμέ!
Σχοινὶ κομματιασμένο κρατῶ μόνο στὰ
χέρια μου!
Τί
ἔγινε τὸ ἄκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται,
στὸν κόρφο τοῦ Βόλου, ἀπάνω στὸ
θεόχτιστο πάγκο του, μὲ τὶς λεπιδωτὲς
ρίζες, ἀρκουδοντυμένο τὸν κορμό, κλαδιὰ
καὶ παρακλάδια του πέρα δῶθε, λὲς καὶ
πάσχει νὰ κλείσει ὅλα στὸ δίχτυ του.
Ἀκόμη τὸ παραδίνουν γενιὰ σὲ γενιὰ
οἱ ναῦτες καὶ πάει ἀπὸ πατέρα σὲ
παιδί, ἀπὸ παιδὶ σ᾿ ἐγγόνι, πάντα
μεγάλο, θαμαστὸ πάντα, σκληρὸ σὰν
σίδερο, δυνατὸ σὰν λέοντας, ψυχωμένο
καὶ ἀθάνατο σὰν στοιχειό.
Καὶ
῾γώ, ὁ Γιάννος ὁ Γκαμάρος, νέος ἅϊ-Γιώργης
τοῦ νησιοῦ, ἑβδομηντάρης κι ἑτοιμόρροπος
τώρα, δὲ θαλασσοδέρνομαι παρὰ γιὰ τὸ
καρβέλι!
Πηγή: openbook.gr