Translate

Η ζωή και το έργο του Φρίντριχ Ένγκελς - Άλαν Γουντς - Ένα κείμενο που περιγράφει την πλούσια σε επαναστατική δράση και θεωρητικό έργο ζωή του Φρίντριχ Ένγκελς

 





Φρίντριχ Ένγκελς – Μια ζωή αφιερωμένη στο εργατικό κίνημα

Στις 5 Αυγούστου 1995 ήταν η επέτειος των 100 χρόνων από το θάνατο του Φρίντριχ Ένγκελς, του συνιδρυτή – μαζί με τον Καρλ Μαρξ – του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ο αστικός Τύπος αδιαφόρησε πλήρως γι’ αυτό το γεγονός. Αλλά για τους πρωτοπόρους εργάτες και τη νεολαία, η μελέτη του έργου του Ένγκελς θα εμπλουτίσει την αντίληψή τους για την πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Πάνω απ’ όλα, θα φανερώσει τον δρόμο για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.

Ο Φρίντριχ Ένγκελς, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, θεωρήθηκαν από τον Λένιν «οι πιο σπουδαίοι οδηγοί και δάσκαλοι του σύγχρονου προλεταριάτου ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου». Ο Ένγκελς γεννήθηκε στο Μπάρμεν της Ρηνανίας στις 28 Νοέμβρη 1820 από μεγαλοαστική οικογένεια με κοινωνικό κύρος. Ο πατέρας του ήταν συνέταιρος σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Όπως έγραψε κάποτε η Ελεονόρα Μαρξ «ποτέ δε γεννήθηκε σε τέτοιου είδους οικογένεια γιος που να ξεστρατίσει τόσο πολύ».

Το 1838, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις ανώτερες σπουδές του, αναγκάστηκε από τις οικογενειακές συνθήκες να εργαστεί σε εμπορικό οίκο στο Μπάρμεν. Στη συνέχεια, υπηρέτησε ένα χρόνο στο στρατό σαν εθελοντής στο Βερολίνο και το 1842 πήγε στο Μάντσεστερ, όπου έμεινε δύο χρόνια. Στον ελεύθερο χρόνο του μελέτησε πολιτική και επιστήμες και επηρεάστηκε από τη διδασκαλία του Γερμανού φιλοσόφου Γκέοργκ Χέγκελ.

Χέγκελ


Η διδασκαλία του Χέγκελ, η οποία είχε τεράστια επιρροή στη Γερμανία, ήταν επαναστατική ως προς το ότι αντιμετώπιζε τα πράγματα με διαλεκτικό τρόπο. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε υπάρχει, βρίσκεται συνεχώς σε μια διαδικασία αλλαγής. Ο Ένγκελς όρισε τη διαλεκτική ως «την επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης, τόσο του εξωτερικού κόσμου, όσο και της ανθρώπινης σκέψης» και αντιπροσώπευε μια τεράστια ώθηση στη σύγχρονη φιλοσοφία.

Όμως, ο Χέγκελ ήταν ένας ιδεαλιστής φιλόσοφος. Θεωρούσε τις ιδέες, όχι σαν την αντανάκλαση του υλικού κόσμου, αλλά το αντίθετο. Γι’ αυτόν, ο υλικός κόσμος ήταν η αντανάκλαση της «Ιδέας» και η φιλοσοφία του, μιλούσε για την ανάπτυξη των ιδεών και του πνεύματος.

Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Μαρξ κατέληξαν σε ταυτόσημα συμπεράσματα, απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό του Χέγκελ, ακολουθώντας ο καθένας διαφορετικούς δρόμους. Η φιλοσοφία τους βασίστηκε ακριβώς στο αντίθετο του ιδεαλισμού: στον υλισμό, δηλαδή στην αντίληψη πως οι ιδέες και οι σκέψεις είναι η αντανάκλαση του πραγματικού, υλικού κόσμου στο μυαλό μας. «Ο Μαρξ και εγώ ήμασταν εκείνοι που προσπαθήσαμε να διασώσουμε τη συνειδητή διαλεκτική», έλεγε ο Ένγκελς.

Διαλεκτική

Έδωσαν στη διαλεκτική μια υλική βάση για την κατανόηση του κόσμου, η οποία έμελλε να γίνει η μέθοδος του μαρξισμού. Η εφαρμογή της στην Ιστορία, γέννησε την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας: «Η θεωρία μας λέει πως η οργάνωση της εργασίας καθορίζεται από τα μέσα παραγωγής» (Μαρξ προς Ένγκελς, 7/6/1866).

Στην αρχή, η πολιτική αντίληψη του Ένγκελς δεν ήταν σοσιαλιστική, αλλά επαναστατικο-δημοκρατική και αμφισβητούσε την εξουσία της αριστοκρατίας της εποχής του. Η Ευρώπη τρανταζόταν από μια σειρά αστικά δημοκρατικά κινήματα και η ανερχόμενη καπιταλιστική τάξη προσπαθούσε να αμφισβητήσει την εξουσία της παλιάς αριστοκρατίας. Μόνο μετά το 1842, όταν ήρθε σε  επαφή με το βρετανικό εργατικό κίνημα και ειδικά με τους Χαρτιστές, ο Ένγκελς έγινε συνειδητός σοσιαλιστής. Έμενε στο Μάντσεστερ, δουλεύοντας στο εργοστάσιο του πατέρα του. Η επαφή του με την αγγλική εργατική τάξη, τον ενθάρρυνε να γράψει το περίφημο βιβλίο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1845. Σε αυτό, έδωσε μια ρεαλιστική εικόνα του προλεταριάτου, περιέγραψε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στα εργοστάσια, καταδίκασε την τρομερή εκμετάλλευση του καπιταλισμού.

Χαρτιστές

Ο Ένγκελς έπαιξε ενεργό ρόλο στο κίνημα των Χαρτιστών. Έγινε στενός φίλος με τον ηγέτη τους Τζούλιαν Χάρνεϊ και συνεργαζόταν τακτικά με την εφημερίδα τους, την “Northern Star” και αυτή του Όουεν, τη “New Moral World”.

Ο Ένγκελς συνάντησε τον Μαρξ το 1842, όταν επισκέφθηκε τα γραφεία της ριζοσπαστικής εφημερίδας “Rheinische Zeitung” («Εφημερίδα του Ρήνου») στην Κολωνία. Όμως, συνάντησε ξανά τον Μαρξ στο Παρίσι, τον Αύγουστο του 1844. Ο Μαρξ είχε στο μεταξύ γίνει συνειδητός σοσιαλιστής, κάτω από την επιρροή των Γάλλων σοσιαλιστών. Εκείνη η συνάντηση αποτέλεσε την αρχή μιας συνεργασίας ζωής, τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

Όπως εξήγησε ο Μαρξ αργότερα, «Ο Ένγκελς… έφτασε από έναν άλλο δρόμο στο ίδιο συμπέρασμα με εμένα». Εκείνη τη χρονιά, έγραψαν μαζί το βιβλίο  «Η Αγία Οικογένεια», στο οποίο άσκησαν δριμύτατη κριτική στους αδελφούς Μπάουερ και στους υποστηρικτές τους, οι οποίοι υπεράσπιζαν τις σχολαστικές ιδέες των Νέων Χεγκελιανών. Σε αυτό το έργο τους, περιέγραψαν την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, την οποία τελειοποίησαν αργότερα στο έργο τους «Η Γερμανική Ιδεολογία». Μ’ αυτά τους τα έργα,  διαχώρισαν πλήρως τις θέσεις τους από τους διάφορους ανθρωπιστές και μεταρρυθμιστές φιλοσόφους, καθώς και από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές εκείνης της περιόδου. Όπως οι ίδιοι συμπέραναν, «οι φιλόσοφοι το μόνο που κάνουν είναι να περιγράφουν τον κόσμο. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».

Πριν από την επανάσταση του 1848 στην Ευρώπη, ο Ένγκελς ακολούθησε τον Μαρξ στις Βρυξέλλες, όπου συμμετείχαν σε συζητητικούς κύκλους Γερμανών εργατών. Εκεί, παράλληλα με τη συγγραφική τους δουλειά, δημιουργούν τη Γερμανική Ένωση Εργατών. Το 1847, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς αποφασίζουν να συμμετέχουν ενεργά στη Λίγκα των Δικαίων, η οποία μετονομάστηκε σε Διεθνιστική Κομμουνιστική Λίγκα και γρήγορα γίνονται οι πολιτικοί και ιδεολογικοί ηγέτες της. Το 2ο Συνέδριο της Λίγκας αναθέτει στους δύο άνδρες να συντάξουν το πρόγραμμα της οργάνωσης. Το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς ήταν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», που δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1848, μόλις λίγο πριν από το επαναστατικό κύμα του έτους αυτού. Και οι δύο άντρες βρίσκονταν στα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους.

Η επανάσταση του 1848, η οποία ξέσπασε στη Γαλλία και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, έφερε τον Μαρξ και τον Ένγκελς πίσω στη Γερμανία. Εκείνη την περίοδο, υπεράσπιζαν σταθερά την άκρα επαναστατική δημοκρατία, την ίδια στιγμή που ασκούσαν δριμεία κριτική στη δουλικότητα της γερμανικής αστικής τάξης. Όταν αυτή πρόδωσε την επανάσταση με ένα συμβιβασμό με το παλιό καθεστώς, άνοιξε μια περίοδος αντίδρασης σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Η αστική τάξη φοβόταν πλέον περισσότερο το κίνημα των εργατών από την αντίδραση της παλιάς αριστοκρατίας.

Ο Ένγκελς συμμετείχε ενεργά στο κίνημα εξέγερσης των εργατών στην Γερμανία, τον Μάιο του 1849. Καταδιωκόμενος εξαιτίας της συμμετοχής του στην εξέγερση της Ρηνανίας, εγκαταλείπει την Κολωνία, όπου κρυβόταν για κάποιο διάστημα και πηγαίνει στο Πφαλτς, το οποίο είχε ξεσηκωθεί μαζί με το Μπάρμεν. Εκεί κατατάχθηκε σ’ ένα εθελοντικό σώμα υπό την αρχηγία του Βίλιχ, του οποίου έγινε υπασπιστής. Πήρε μέρος σε τρεις συγκρούσεις, καθώς και στη μεγάλη μάχη του Μουργκ, όπου ο επαναστατικός στρατός – 13.000 άνδρες – συντρίφθηκε από τους 60.000 στρατιώτες της Πρωσίας και του Ράιχ. Ο διαλυμένος στρατός στράφηκε προς τα ελβετικά σύνορα. Ο Ένγκελς ήταν ένας από τους τελευταίους που μπήκαν στο ελβετικό έδαφος – στις 12 Ιούλη 1849 – όταν όλα πια είχαν χαθεί. Εκεί έμεινε μερικούς μήνες και μετά ταξίδεψε μέσω Γένοβας με πλοίο πίσω στο Λονδίνο.

Με την ήττα της επανάστασης, ο Μαρξ και ο Ένγκελς συναντήθηκαν ξανά στο Λονδίνο για να προετοιμαστούν για μια νέα επανάσταση και να επεξεργαστούν τη στρατηγική και την τακτική του κινήματος της εργατικής τάξης. Όμως, χωρίς ανεξάρτητα οικονομικά μέσα, ο Ένγκελς αναγκάστηκε να επιστρέψει στο εργοστάσιο της οικογένειάς του στο Μάντσεστερ, ενώ ο Μαρξ και η οικογένειά του φυτοζωούσαν, συντηρούμενοι από άρθρα που έγραφε ο Μαρξ για την “Daily Tribune” της Νέας Υόρκης.

Φτώχεια

Όλη αυτή την περίοδο, ο Ένγκελς βοηθούσε οικονομικά την οικογένεια του Μαρξ, η οποία όμως, παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να ζει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με τον Λένιν, αν δεν υπήρχε η σταθερή οικονομική βοήθεια του Ένγκελς, ο Μαρξ όχι μόνο δε θα μπορούσε να τελειώσει τη συγγραφή του «Κεφαλαίου» αλλά ήταν αμφίβολο αν θα επιβίωνε. Ο Ένγκελς έμελλε να παραμείνει στο Μάντσεστερ έως το 1870, προτού γυρίσει πίσω στο Λονδίνο. Όλα αυτά τα χρόνια που οι δύο άντρες ήταν χωριστά, αλληλογραφούσαν ουσιαστικά καθημερινά, ανταλλάσσοντας ιδέες πάνω σε όλα τα ζητήματα, και ειδικότερα στην παραπέρα ανάπτυξη των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού.

«Για είκοσι χρόνια» έγραφε η κόρη του Μαρξ, Ελεονόρα, «οι δύο φίλοι είχαν ελάχιστες και μικρές συναντήσεις. Ο Ένγκελς ήταν καταδικασμένος στην αναγκαστική εργασία και για σχεδόν είκοσι χρόνια οι δύο φίλοι είχαν μόνο σπάνιες, σύντομες και περιστασιακές συναντήσεις. Αλλά η σχέση τους δε σταμάτησε. Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι η άφιξη των γραμμάτων από το Μάντσεστερ. Οι δύο φίλοι έγραφαν οι ένας στον άλλο σχεδόν κάθε μέρα και θυμάμαι πόσο συχνά ο “Μαύρος”, όπως φώναζε ο Ένγκελς τον πατέρα μου, συνήθιζε να μιλάει στα γράμματα, λες και ο συντάκτης τους ήταν εκεί. “Όχι δεν είναι έτσι”, “Αυτό είναι σωστό” κ.λ.π. Αλλά αυτό που θυμάμαι εντονότερα είναι ότι ο Μουρ γελούσε μερικές φορές με τα γράμματα του Ένγκελς, μέχρι δάκρυα να αρχίσουν να τρέχουν από τα μάτια του».

Τα χρόνια ως το 1864 ήταν τα χρόνια της υπεράσπισης των ιδεών, της αναζήτησης σημείων υποστήριξης και της επανοικοδόμησης του κινήματος μετά τη βαριά ήττα της ηπειρωτικής επανάστασης.

Η Πρώτη Διεθνής

Το 1864 ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Εργατών, η Πρώτη Διεθνής, στην οποία ο Ένγκελς και ο Μαρξ έμελλε να παίξουν καθοριστικό ρόλο. Η Διεθνής εξέλεξε τον Μαρξ στο Γενικό της Συμβούλιο και του ανέθεσε την υπευθυνότητα της συγγραφής των κειμένων. Ο Ένγκελς εκλέχτηκε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και ανέλαβε την καθοδήγηση των τμημάτων του Βελγίου, της Ισπανίας και της Ιταλίας. Η Διεθνής αυτή συνέδεσε διαφορετικές πολιτικές τάσεις μεταξύ τους, τις οποίες ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατάφεραν να μετατρέψουν σε ένα ενιαίο κίνημα. Εκείνη την εποχή, η Διεθνής αποτέλεσε μια μεγάλη απειλή για την παγκόσμια αστική τάξη, παρά τις περιορισμένες αριθμητικές της δυνάμεις και τη σχετική πολιτική ανομοιομορφία της.

Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου το 1870, ο Ένγκελς παρακολούθησε στενά την ανάπτυξή του. Τα άρθρα του στις εφημερίδες απέδειξαν τις εκτεταμένες γνώσεις του πάνω σε ζητήματα πολεμικής στρατηγικής, κάτι που του έδωσε το προσωνύμιο «ο Στρατηγός». Τον ίδιο χρόνο, εγκατέλειψε τη δουλειά του στο Μάντσεστερ και μετακόμισε μόνιμα στο Λονδίνο, για να είναι μαζί με τον Μαρξ. Έμεινε σε ένα σπίτι μόλις δέκα λεπτά μακριά από το σπίτι του Μαρξ, στο Maitland Park και έτσι συνεργαζόταν μαζί του σχεδόν κάθε μέρα.

Μετά την ήττα της Παρισινής Κομμούνας – του πρώτου εργατικού κράτους – ένα χρόνο αργότερα, ένα νέο κύμα αντίδρασης απλώθηκε ξανά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό δημιούργησε τεράστιες δυσκολίες στη νέα Διεθνή, ιδίως κάτω από τις ίντριγκες και τις ενέργειες των αναρχικών. Έτσι, το Συνέδριο της Χάγης αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς στη Νέα Υόρκη και εξέλεξε τον Ένγκελς γραμματέα της. Αλλά η κατάσταση χειροτέρεψε και έτσι το 1876 αποφασίστηκε η διάλυση της Διεθνούς, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει τα επιτεύγματά της για το μέλλον. Μέσα σε μια σχεδόν δεκαετία, η δουλειά της Διεθνούς και η βαθιά επιρροή του μαρξισμού είχαν σαν αποτέλεσμα την πλατιά ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος και τη δημιουργία μαζικών εργατικών κομμάτων.

Επιστημονικός Σοσιαλισμός

Μέσα στη δεκαετία του 1870, ο Ένγκελς, έχοντας καθημερινή επαφή με τον Μαρξ, αφιέρωσε πολύ χρόνο στη μελέτη των σύγχρονων επιστημονικών θεωριών. Έτσι, το 1878 δημοσίευσε το εκπληκτικό του έργο «Αντι-Ντύρινγκ», στο οποίο αναπτύσσει τις ιδέες του Διαλεκτικού Υλισμού, του Ιστορικού Υλισμού και της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν ένα συμπληρωματικό έργο στον ανεπανάληπτο πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, που είχε δημοσιευτεί ήδη το 1867.

Όμως, ο Μαρξ δεν μπόρεσε να τελειώσει το «Κεφάλαιο». Τα ατέλειωτα χρόνια στέρησης και εξοντωτικής δουλειάς υπέσκαψαν σοβαρά την υγεία του. Η αφοσιωμένη γυναίκα του πέθανε το 1881. Ο ίδιος πέθανε στις 14 Μάρτη 1883. Έτσι, ο Ένγκελς έμεινε μόνος, του για να συνεχίσει το έργο τους. Πέντε χρόνια νωρίτερα είχε χάσει και τη σύντροφο της ζωής του, την Λίζι Μπερνς, μια Ιρλανδή που είχε δώσει την ψυχή της για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας.

Έτσι, μετά την απώλεια του Μαρξ, ο Ένγκελς αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην προετοιμασία και τη δημοσίευση του Δεύτερου και του Τρίτου Τόμου του «Κεφαλαίου», από υλικό που είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο ίδιος ο Μαρξ. Αυτοί οι τόμοι αποτελούν στην πραγματικότητα τη δουλειά και των δύο μεγάλων επαναστατών μαζί. Αμέσως μετά, ο Ένγκελς έγραψε την «Καταγωγή της Οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», τη «Διαλεκτική της Φύσης» (που δημοσιεύτηκε σαν ανολοκλήρωτο χειρόγραφο μόλις το 1925), καθώς και πολλές εργασίες και άρθρα για την υπεράσπιση του μαρξισμού.

Αλλά η συνεισφορά του Ένγκελς δεν ήταν μόνο στη θεωρία. Παρακολούθησε από κοντά την ανάπτυξη των βρετανικών συνδικάτων, για τα οποία έγραψε πολλά εξαίσια άρθρα. Έδωσε επίσης τη δική του μάχη για την ίδρυση ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης, κριτικάροντας σκληρά τον σεχταρισμό του SDF (Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία) και καλωσορίζοντας τη δημιουργία του ILP (Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος).

Σύμφωνα με έναν στενό φίλο του Μαρξ και του Ένγκελς, τον Φρίντριχ Λέσνερ, η ικανότητα και η αγάπη του Ένγκελς για δουλειά, διατηρήθηκαν αναλλοίωτες ως το τέλος της ζωής του. Η τεράστια γνώση ξένων γλωσσών είναι ένα πολύ γνωστό του χαρακτηριστικό. Γνώριζε άπταιστα δέκα γλώσσες, αλλά παρ’ όλα αυτά ξεκίνησε να μαθαίνει νορβηγικά σε ηλικία πάνω από 70 ετών, μόνο και μόνο για να μπορέσει να διαβάσει Ίψεν και Κίλαντ από το πρωτότυπο.

Αποφασιστικότητα

Μίλησε για τελευταία φορά δημόσια το 1883, όταν έδωσε μια σειρά διαλέξεις στο Συνέδριο της Γενεύης, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Όπως παρατηρεί ο Λέσνερ: «Μέχρι το θάνατό του, ο Ένγκελς έδειχνε την ίδια ηρεμία και αποφασιστικότητα και ήταν απλός και συγκεκριμένος σε όλες του τις δραστηριότητες. Ότι και αν τον ρωτούσαν, αυτός έδινε πάντα μια σύντομη, αλλά έγκυρη απάντηση.

Έλεγε πάντα την άποψή του με ειλικρίνεια, είτε αυτή ήταν αρεστή είτε όχι. Όταν ο Ένγκελς διαφωνούσε με οτιδήποτε μέσα στο κόμμα, εξέφραζε τη διαφωνία του αμέσως και χωρίς περιστροφές. Δεν προχωρούσε ποτέ σε συμβιβασμούς… Είχε πάρα πολλές επισκέψεις. Σύντροφοι από το κόμμα, αλλά και άλλοι, έρχονταν συχνά για να τον δουν. Όταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έπρεπε να μεταφερθεί από τη Ζυρίχη στο Λονδίνο, στα τέλη της δεκαετίας του 1881, οι επισκέψεις αυξήθηκαν. Το σπίτι του Ένγκελς ήταν πάντα ανοικτό για όλους».

Ο Ένγκελς επισκέφτηκε για τελευταία φορά το Ήστμπουρν, το αγαπημένο του καταφύγιο για λόγους υγείας, το καλοκαίρι του 1895. Επέστρεψε στο Λονδίνο στα τέλη του Ιουλίου, αλλά η υγεία του δε βελτιώθηκε. Πέθανε στις 5 Αυγούστου του 1895. Η τελευταία του επιθυμία ήταν οι στάχτες του να σκορπιστούν στη θάλασσα του Beachy Head, στο Ήστμπουρν, κάτι που έγινε στις 27 Αυγούστου του 1895.

Μαρξισμός

Ο Μαρξ θεωρείτο πάντα η κυρίαρχη φυσιογνωμία σε σχέση με όλους τους στενούς του συνεργάτες. Ο ίδιος ο Ένγκελς εκμυστηρεύτηκε σε έναν παλιό του φίλο: «Όσο ζούσε ο Μαρξ, εγώ έπαιζα δευτερεύοντα ρόλο». Οι εχθροί του μαρξισμού προσπάθησαν πάντα να δυσφημίσουν την ουσία του μαρξισμού, προσπαθώντας να στρέψουν τον Μαρξ εναντίον του Ένγκελς. Το αντίθετο! Η συνεργασία τους στη θεωρία και στην πράξη ήταν απόλυτα ενωτική.

Όπως σωστά περιέγραψε ο Μέρινγκ: «Προς το τέλος της ζωής του, ο Ένγκελς συνήθιζε να λέει πως η υπερβολική – όπως θεωρούσε – αναγνώριση του ίδιου, θα έβρισκε μια ισορροπία μετά το θάνατό του. Και πράγματι σήμερα, είναι περισσότερο επικίνδυνο να τον υποτιμήσεις παρά να τον υπερτιμήσεις. Φαίνεται πως ο Μαρξ αναδεικνύεται πάνω από τον Ένγκελς. Αλλά ο Μαρξ δε θα μπορούσε να αναδειχτεί χωρίς τον Ένγκελς, όπως και ο Ένγκελς χωρίς τον Μαρξ. Γιατί ο Ένγκελς δεν ήταν ποτέ ένας απλός βοηθός ή ερμηνευτής του Μαρξ, σαν τους πολλούς που υπήρξαν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του Μαρξ, όσο και μετά το θάνατό του. Ήταν ο στενός και αδελφικός του συνεργάτης, όχι ίσος, αλλά διανοητικά ισότιμος».

Η επιρροή που άσκησε ο Ένγκελς στον Μαρξ δεν είχε όρια. Στο πλευρό του Μαρξ, συνεισέφερε στα πρώτα επιτεύγματα του Μαρξ στην αναζήτηση των νόμων της ανθρώπινης Ιστορίας και στον ειδικό νόμο της κίνησης του καπιταλισμού. Και ο Μέρινγκ κατέληγε: «Το όνομα του θα μείνει ζωντανό στις επόμενες γενιές, όπως ζωντανό θα μείνει και το έργο του». Και είναι πλέον αναμφισβήτητο πως αυτό ακριβώς συνέβη.

Δίπλα στο όνομα του Καρλ Μαρξ θα βρίσκεται πάντα το όνομα του Φρίντριχ Ένγκελς. Οι δυο τους υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ηγέτες και εμπνευστές της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός

«Ο σύγχρονος σοσιαλισμός, είναι ουσιαστικά, το άμεσο προϊόν της αναγνώρισης, από τη μία πλευρά, του ταξικού ανταγωνισμού που υπάρχει στην κοινωνία σήμερα μεταξύ ιδιοκτητών και άκληρων, μεταξύ καπιταλιστών και μισθωτών εργατών και, από την άλλη, της αναρχίας που υπάρχει στην παραγωγή». Με αυτό τον τρόπο, ο Φρίντριχ Ένγκελς ξεκινούσε την ανάλυσή του για τον ουτοπικό και τον επιστημονικό σοσιαλισμό.

Προτού δώσει μια πιο πλήρη ανάλυση του επιστημονικού σοσιαλισμού, ανέτρεξε στην καταγωγή και τις ρίζες του σοσιαλισμού. Η ιδέα μιας καλύτερης ανθρώπινης κοινωνίας είναι τόσο παλιά, όσο και η ίδια η εκμετάλλευση. Ακόμα και πριν απ’ αυτήν, εμφανίστηκαν κοινωνικά κινήματα ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία και υπέρ της ισότητας των ανθρώπων, ήδη από τον 14ο αιώνα με τους Γουήλιφ και Λόλαντς. Ο Τζών Μπωλ, ο ηγέτης της αγροτικής εξέγερσης του 1381, είχε διακηρύξει: «Ω εσείς καλοί άνθρωποι, τα πράγματα δεν πήγαν καλά στο παρελθόν στην Αγγλία, ούτε πρόκειται να πάνε, μέχρι όλα να γίνουν κοινά και να μην υπάρχουν δουλοπάροικοι ούτε ευγενείς, αλλά να είμαστε ίσοι και οι λόρδοι να μην είναι περισσότερο αφέντες από εμάς».

Νωρίς τον 16ο αιώνα, ο Τόμας Μορ υποστήριξε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στο βιβλίο του «Ουτοπία» (1516). Η ατομική ιδιοκτησία ήταν, σύμφωνα με αυτόν, η ρίζα όλων των κακών. Η Ουτοπική Κοινωνία του Μορ ήταν οργανωμένη στη βάση της αρχής «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του». Αυτές όμως οι ιδέες, με δεδομένο το χαμηλό επίπεδο παραγωγής και τεχνολογίας, δεν μπορούσαν να είναι παρά απλά όνειρα εκείνη την εποχή.

Το μέλλον, στη βάση της καταστροφής της φεουδαρχικής κοινωνίας, ανήκε στον καπιταλισμό. Ακόμα και τότε, κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Αστικής Επανάστασης μεταξύ 1642 και 1649, το κίνημα Ντίκερ του Γκέραρτ Ουϊνστάνλευ κινήθηκε προς την απαλλαγή της Αγγλίας από την ατομική ιδιοκτησία και την εγκαθίδρυση της κοινής ιδιοκτησίας. Όσον αφορά τους Λόλαντς, το κίνημα αυτό επικεντρώθηκε στην κοινή ιδιοκτησία της γης σαν την πηγή ζωής μιας αγροτικής κοινωνίας.

Οι Γάλλοι φιλόσοφοι

Ο Ένγκελς, στο βιβλίο του «Ουτοπικός Σοσιαλισμός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός», αναφέρεται στη γιγαντιαία ώθηση  που δόθηκε στην ανθρώπινη σκέψη από τον αγώνα ενάντια στη φεουδαρχία στη Γαλλία. «Στη θεωρητική του διάσταση, ο σύγχρονος σοσιαλισμός φαίνεται κατ’ αρχήν σαν μια πιο λογική επέκταση των αρχών που τέθηκαν από τους μεγάλους Γάλλους φιλοσόφους του 18ου αιώνα. Αυτοί οι μεγάλοι άνδρες, που στη Γαλλία προετοίμασαν τα ανθρώπινα μυαλά για την επερχόμενη επανάσταση, ήταν οι ίδιοι μεγάλοι επαναστάτες. Δεν αναγνώριζαν καμιά εξωτερική αρχή κανενός είδους. Η θρησκεία, οι φυσικές επιστήμες, η κοινωνία, οι πολιτικοί θεσμοί, όλα υπόκεινται στην πιο αμείλικτη κριτική: το καθετί πρέπει να δικαιώνει την ύπαρξή του στη βάση της λογικής ή να πάψει να υπάρχει. Η λογική έγινε το μέτρο των πάντων».

Αυτές οι επαναστατικές ιδέες χρησιμοποιήθηκαν, για να νικήσουν τα κατάλοιπα της φεουδαρχικής κοινωνίας. Αλλά ο θρίαμβος της Γαλλικής Αστικής Επανάστασης του 1789-93, είδε την πραγματοποίησή τους στην καπιταλιστική δημοκρατία, τους νόμους και τα δικαιώματά της. Όπως εξήγησε ο Ένγκελς: «Οι μεγάλοι στοχαστές του 18ου αιώνα δεν μπορούσαν, όπως και οι προηγούμενοι από αυτούς, να πάνε πέρα από τα όρια που τους επιβάλλονταν από την εποχή τους».

Όμως, η εμφάνιση του καπιταλισμού, με τη φοβερή εκμετάλλευση και τις τρομερές κοινωνικές συνθήκες, έφερε και την εμφάνιση νέων σοσιαλιστών στοχαστών. Όμως οι Γάλλοι φιλόσοφοι, «επιθυμούσαν να εγκαθιδρύσουν το βασίλειο της λογικής και του αιώνιου δικαίου», και ισχυρίστηκαν πως οι προκάτοχοί τους είχαν αποτύχει. «Η κοινωνία δεν παρουσίασε τίποτα άλλο εκτός από λάθη. Η απαλλαγή από αυτά ήταν καθήκον της λογικής. Ήταν αναγκαίο τότε να ανακαλυφθεί ένα νέο και τελειότερο σύστημα κοινωνικής δομής και να επιβληθεί στην κοινωνία από τα πάνω με προπαγάνδα και, όπου ήταν δυνατό, με το παράδειγμα πειραματικών μοντέλων» (Φρ. Ένγκελς).

Οι κορυφαίοι αντιπρόσωποι αυτού του πρώιμου σοσιαλιστικού κινήματος ήταν ο Σαιν Σιμόν, ο Φουριέ και ο Ρόμπερτ Όουεν. Εμφανίστηκαν με τρομερά λεπτομερή σχέδια για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. «Όσο περισσότερο πληρέστερα ήταν επεξεργασμένα στις λεπτομέρειες, τόσο περισσότερο δεν μπορούσαν να αποφύγουν την διολίσθηση σε καθαρές φαντασιώσεις» (Φρ. Ένγκελς). Γι’ αυτούς, η δύναμη των επιχειρημάτων τους ήταν αποφασιστικής σημασίας.

Ρόμπερτ Όουεν

Αν η άρχουσα τάξη καταλάβαινε τα επιχειρήματά τους, τότε θα προσηλυτιζόταν και θα προχωρούσε στη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση. Δεν υπήρχε κανένας ρόλος για την εργατική τάξη στην προσπάθεια για τη δική της απελευθέρωση, παρά μόνο αυτός του θεατή. Ο Όουεν μάλιστα απηύθυνε έκκληση στην κυβέρνηση των λόρδων Λίβερπουλ και Κάστλεριτζ, καθώς και στη Βασίλισσα Βικτώρια. Ήταν αυτή η αντίληψη του σοσιαλισμού που τους έδωσε τον τίτλο των ουτοπικών σοσιαλιστών. Παρά το γεγονός ότι οι Μαρξ και Ένγκελς τους άσκησαν κριτική για τα λάθη τους, τους αντιμετώπισαν με μεγάλο σεβασμό για τη συνεισφορά τους στη σοσιαλιστική σκέψη.

Ο Ένγκελς, για παράδειγμα περιγράφει τη συνεισφορά του Ρόμπερτ Όουεν ως εξής: «Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή εμφανίστηκε σαν μεταρρυθμιστής ένας 29χρονος βιομήχανος – ένας άνδρας σχεδόν μεγαλειώδους και παιδικά απλοϊκού χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα ένας από τους λίγους γεννημένους ηγέτες. Ο Ρόμπερτ Όουεν είχε υιοθετήσει τις διδασκαλίες των υλιστών φιλοσόφων: ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι το προϊόν, από τη μία πλευρά της κληρονομικότητας και, από την άλλη, του περιβάλλοντος του ατόμου κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξής του. Στη βιομηχανική επανάσταση, οι περισσότεροι από την τάξη του είδαν μόνο χάος και σύγχυση και την ευκαιρία να ψαρέψουν σ’ αυτά τα ταραγμένα νερά και να κάνουν τεράστιες περιουσίες γρήγορα. Αυτός είδε σ’ αυτήν την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή την αγαπημένη του θεωρία και έτσι να φέρει τάξη μέσα από το χάος

Πειραματισμός

Από το 1800 μέχρι το 1829, ο Όουεν διοικούσε τις εγκαταστάσεις καλλιέργειας και επεξεργασίας βαμβακιού στο Νιου Λάναρκ. Ήταν εδώ που αρχικά εφάρμοσε τις θεωρίες του, όπως εξηγεί ο Ένγκελς: «Ένας πληθυσμός, που αρχικά αποτελείτο από τα πιο διαφορετικά και, στο μεγαλύτερο μέρος τους, πολύ εξαθλιωμένα στοιχεία, ένας πληθυσμός που σταδιακά ανέβηκε στις 2.500, μετατράπηκε σε αποικία μοντέλο, στην οποία ο αλκοολισμός, η αστυνομία, οι καταδίκες, οι άδικοι νόμοι, η φιλανθρωπία ήταν άγνωστα. Και όλα αυτά, απλώς με το να βάλει τον κόσμο σε συνθήκες αντάξιες της ανθρώπινης ύπαρξης, και ειδικά με την προσεκτική ανατροφή της νέας γενιάς. Ήταν ο ιδρυτής των νηπιαγωγείων και τα εισήγαγε πρώτος στο Νιου Λάναρκ. Σε ηλικία δύο ετών, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο, όπου περνούσαν τόσο καλά, που δύσκολα δέχονταν να ξαναπάνε στο σπίτι τους. Ενώ οι ανταγωνιστές του έβαζαν τους ανθρώπους να δουλεύουν δεκατρείς και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, στο Νιου Λάναρκ η εργάσιμη μέρα ήταν μόνο δεκάμισι ώρες. Όταν μια κρίση βαμβακιού σταμάτησε την παραγωγή για τέσσερις μήνες, οι εργάτες του συνέχισαν να παίρνουν ολόκληρο το μισθό τους».

Και παρ’ όλα αυτά, ο Όουεν δεν ήταν ευχαριστημένος. «Οι άνθρωποι ήταν σκλάβοι στο έλεός μου», είχε πει. Το εργαζόμενο κομμάτι αυτού του πληθυσμού των 2.500 ατόμων παρήγαγε καθημερινά τόσο πραγματικό πλούτο για την κοινωνία, όσο θα παρήγαγε το εργαζόμενο κομμάτι ενός πληθυσμού 600.000 μόλις μισό αιώνα πριν. «Αναρωτήθηκα τι γινόταν η διαφορά μεταξύ του πλούτου που καταναλωνόταν από 2.500 άτομα και αυτού που θα μπορούσε να καταναλωθεί από 600.000».

Πήγαινε φυσικά στους ιδιοκτήτες σαν κέρδος. «Και όμως», είπε ο Όουεν, «αυτή η νέα δύναμη ήταν η δημιουργία της εργατικής τάξης». Οι άνθρωποι, συμπέραναν οι οπαδοί του Όουεν, θα έπρεπε τώρα να είναι κάπου διακόσιες φορές σε καλύτερη κατάσταση, από ό,τι ήταν πενήντα χρόνια πριν.

Αυτό αποτέλεσε το κεντρικό σημείο του σοσιαλισμού του Όουεν. Εισηγήθηκε ότι η κοινωνία πρέπει να οργανωθεί πάνω στις γραμμές των κομμουνιστικών κοινοτήτων, πράγμα που επεξεργάστηκε και σχεδίασε. Αλλά όπως παρατήρησε ο Ένγκελς: «Όσο αυτός ήταν απλά ένας φιλάνθρωπος, ανταμείφθηκε μόνο με πλούτο, φήμη, τιμές και δόξα. Ήταν ο πιο δημοφιλής άνδρας στην Ευρώπη. Όχι μόνο άνθρωποι της τάξης του, αλλά και κρατικοί αξιωματούχοι και πριγκίπισσες τον άκουγαν επιδοκιμαστικά. Αλλά όταν εμφανίστηκε με τις κομμουνιστικές θεωρίες του, αυτό ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα».

Τα αδιέξοδα των Ουτοπικών

Ο Όουεν θεωρούσε ότι η ατομική ιδιοκτησία, η θρησκεία και ο γάμος (με τη μορφή που είχε τότε) ήταν τα τρία μεγάλα εμπόδια, που έφραζαν το δρόμο στην πορεία για κοινωνική μεταρρύθμιση κι αναμόρφωση. Η «επίσημη» κοινωνία τον αναθεμάτισε και τον εξοστράκισε, όταν έθιξε αυτό το ζήτημα ανοιχτά. Γι’ αυτό το λόγο, ο Όουεν σπρώχτηκε προς το εργατικό κίνημα, με αποτέλεσμα την ίδρυση του Μεγάλου Εθνικού Ενοποιημένου Εργατικού Συνδικάτου το 1833. Σύμφωνα με τον Ένγκελς «κάθε κοινωνικό κίνημα, κάθε πραγματική βελτίωση στην Αγγλία προς όφελος της εργατικής τάξης συνδέεται με το όνομα του Ρόμπερτ Όουεν».

Η προσφορά των Ουτοπικών Σοσιαλιστών στο σοσιαλιστική σκέψη ήταν τεράστια. Οι ουτοπικοί ήταν τα πιο εγκυκλοπαιδικά μυαλά της εποχής τους. Σε σύγκριση με τους σημερινούς εργατικούς ηγέτες, εκείνοι ήταν γίγαντες. Ο «καθαρός»«σύγχρονος σοσιαλισμός» του Τόνι Μπλέρ, είναι χρονικά πιο πίσω από τη σκέψη των ουτοπικών σοσιαλιστών και είναι ακόμη πιο καθυστερημένος, όψιμος και αντιδραστικός κι απ’ αυτό τον τρόπο σκέψης των Λόλαντς και των Λέβελερς.

Όμως, η σύγχυση των Ουτοπικών Σοσιαλιστών ήταν το προϊόν των συνθηκών του πρώιμου σύγχρονου καπιταλισμού. Η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας μόλις έκανε την εμφάνισή της στην Αγγλία και, ακόμα και εκεί, η εργατική τάξη βρισκόταν στη διαδικασία της δημιουργίας της.

Η ταξική πάλη ήταν ακόμη στο αρχικό στάδιο ανάπτυξής της. Μέσα λοιπόν σ’ εκείνες τις συνθήκες, οι Ουτοπικοί Σοσιαλιστές δε θεωρούσαν την εργατική τάξη ως τη δύναμη κρούσης, την αιχμή στην πάλη για κοινωνική αλλαγή. Ο σοσιαλισμός δε θεωρείτο μέρος της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ήταν απλά μια καλή ιδέα, μια έκφραση της «απόλυτης αλήθειας», η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε στιγμή της Iστορίας. Δε σκοπεύουμε να εξετάσουμε εδώ την αιτία της αποτυχίας των κοινοτήτων του Όουεν. Αρκεί απλά ν’ αναφέρουμε ότι αποδείχτηκε αδύνατη η εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών νησίδων σ’ έναν καπιταλιστικό ωκεανό. Οικονομικά και πολιτικά ήταν καταδικασμένες.

Η αστική τάξη δε θα μπορούσε να ανεχτεί μια τέτοια αμφισβήτηση του συστήματός της. Ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε ποτέ να διαβρωθεί σταδιακά και να εξαφανιστεί, αλλά έπρεπε να ανατραπεί. «Για να γίνει ο σοσιαλισμός επιστήμη», έλεγε ο Ένγκελς, «έπρεπε πρώτα απ’ όλα να τοποθετηθεί στην πραγματική του βάση». Κι αυτό βέβαια ήταν το μεγάλο επίτευγμα των Μαρξ και Ένγκελς.

Η πρώιμη σοσιαλιστική σκέψη ασκούσε κριτική στα περιοριστικά πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όμως, δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Ουτοπικοί Σοσιαλιστές ήταν ν’ απορρίψουν αυτά τα πλαίσια, αφού τα θεωρούσαν κακά.

Η επιστημονική βάση του σοσιαλισμού

Η προσφορά των Μαρξ και Ένγκελς ήταν το ότι έδειξαν πως η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων (με εξαίρεση τα πρωτόγονα στάδιά της) και ότι αυτές οι εχθρικές τάξεις ήταν προϊόντα των οικονομικών συνθηκών της εποχής τους. Η οικονομική δομή είναι πάντοτε η βάση της κοινωνίας, πάνω στην οποία δομείται το εποικοδόμημα των πολιτικών θεσμών, το κράτος και η ιδεολογία της κοινωνίας. Ο καπιταλισμός αντιμετωπίζεται σαν ένα στάδιο της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, ο οποίος δημιούργησε τον ίδιο του το νεκροθάφτη, στο πρόσωπο της σύγχρονης εργατικής τάξης. Το ιστορικά επόμενο στάδιο της κοινωνίας, με δεδομένο το αδιέξοδο του καπιταλισμού, είναι ο σοσιαλισμός.

Τα τελικά αίτια αυτής της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής δεν πρέπει να αναζητηθούν στο ανθρώπινο μυαλό, αλλά στις αλλαγές που συντελούνται στην παραγωγή και στο εμπόριο. Αυτή η βασική αντίληψη είναι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Για τους μαρξιστές η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης δεν είναι ένα ηθικό ζήτημα αδικίας, αλλά αντιμετωπίζεται σαν οικειοποίηση της απλήρωτης εργασίας της εργατικής τάξης από τους αστούς.

Οι μαρξιστές εμφάνισαν το κλειδί για τη διαλεύκανση του μυστηρίου. «Ακόμη και αν ο καπιταλιστής αγοράσει την εργατική δύναμη του εργάτη στο ανώτατο μέγεθος της αξίας της σαν αγαθό της αγοράς», εξηγεί ο Ένγκελς, «εξακολουθεί να απομυζά απ’ αυτόν πολύ περισσότερη αξία από αυτή που πλήρωσε και, σε τελική ανάλυση, αυτή η υπεραξία σχηματίζει εκείνα τα ποσά αξιών, τα οποία συσσωρεύονται στην ολοένα και αυξανόμενη μάζα του κεφαλαίου, η οποία μένει στα χέρια των εκμεταλλευτριών τάξεων».

«Αυτές οι δύο μεγάλες ανακαλύψεις, δηλαδή η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και η αποκάλυψη του μυστικού της καπιταλιστικής παραγωγής δια μέσου της υπεραξίας, οφείλονται στον Μαρξ», λέει ο Ένγκελς. «Μ’ αυτές τις ανακαλύψεις, ο σοσιαλισμός έγινε επιστήμη».

Το κλειδί στην ανάπτυξη της κοινωνίας είναι οι παραγωγικές δυνάμεις: Βιομηχανία, γεωργία, τεχνολογία και επιστήμη. Κάθε κοινωνική μορφή οργάνωσης (δουλεία, φεουδαρχία, καπιταλισμός) έπαιξε το ρόλο της ανάπτυξης της παραγωγικής ικανότητας της κοινωνίας.

Όμως, από κάποια χρονική στιγμή κι ύστερα η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήρθε σε σύγκρουση με τον τρόπο παραγωγής. Για να μπορέσει η ανερχόμενη αστική τάξη να σπρώξει την κοινωνία μπροστά, αναγκάστηκε να σπάσει τους δεσμούς με το παλιό φεουδαρχικό σύστημα, με τις μεγάλες επαναστάσεις που έγιναν το 17ο και 18ο αιώνα. Η νέα άρχουσα τάξη υπονόμευσε συστηματικά τη «βιοτεχνία» μικρής κλίμακας του Μεσαίωνα και συγκέντρωσε τελικά αυτά τα διάσπαρτα μέσα παραγωγής σε μεγάλης κλίμακας βιομηχανίες. Τελικά, το καθετί συνδέθηκε με την παραγωγή αγαθών για την παγκόσμια αγορά που ίδρυσε ο καπιταλισμός. Το παλιό σύστημα βιοτεχνικής παραγωγής καταστράφηκε και οι φτωχές χωρίς ιδιοκτησία μάζες μετατράπηκαν σε μισθωτούς εργάτες.

Ανάκαμψη και κρίση

Η βιομηχανική επανάσταση έφερε την άνοδο του καπιταλισμού και μαζί της τον κύκλο των περιοδικών ανακάμψεων και κρίσεων, που είχαν σαν αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή και την περιοδική μαζική ανεργία με τη μορφή του «εφεδρικού στρατού» ανέργων. «Έγινε φανερό ότι η κοινωνική παραγωγή ήταν σε μεγάλο βαθμό τυχαία, άναρχη και στηριζόταν στην απουσία οποιουδήποτε σχεδίου. Αυτή η αναρχία γινόταν σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερη» (Φρ. Ενγκελς).

Η εισαγωγή της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς έφερε μαζί της την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από τους κεφαλαιοκράτες, καθώς ο μηχανικός εξοπλισμός που εισήγαγαν οι καπιταλιστές αντικαθιστούσε τους εργάτες. «Έτσι έγινε φανερό ότι η υπερεργασία κάποιων ανθρώπων έγινε η βάση για την αναγκαστική αποχή άλλων…»

Η κρίση υπερπαραγωγής ήταν ένα νέο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κοινωνίας. Στο παρελθόν υπήρξαν πολλές κρίσεις. Αλλά αυτές ήταν φυσικές καταστροφές και «θεομηνίες», που δημιουργούσαν φυσιολογικές δυσκολίες. Αλλά τώρα, στον καπιταλισμό, υπήρχε υπερβολική παραγωγή για την αγορά!!! Ήταν αυτό που ο Φουριέ περιέγραψε ως «κρίση πληθωρισμού», δηλαδή κρίση από τα πολλά αγαθά. «Η υπερεπάρκεια γίνεται η πηγή για ενόχληση και στέρηση». Στον καπιταλισμό, όλα όσα γίνονται αντιστρέφονται στο αντίθετό τους. Είναι η οικονομία του φρενοκομείου.

Η ανάπτυξη των μετοχικών εταιρειών και αργότερα των τράστ σήμαινε ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός στρέφεται στο απόλυτα αντίθετό του: στο μονοπώλιο. Τελικά, όπως εξήγησε ο Ένγκελς «ο καπιταλισμός δεν έχει άλλη κοινωνική λειτουργία εκτός απ’ αυτή της συλλογής μερισμάτων, τοκομεριδίων και τζόγου στις χρηματαγορές».

Εθνικοποίηση και κράτος

Αναγνωρίζοντας ξεκάθαρα το φαινόμενο του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού του 20ου αιώνα, ο Ένγκελς εξηγούσε το 1877 το ρόλο του κράτους ως προστάτη του καπιταλισμού. Πρόβλεψε την εθνικοποίηση από το κράτος των χρεοκοπημένων βιομηχανιών, αλλά εξήγησε την ίδια στιγμή ότι «οι εργάτες θα εξακολουθούσαν να είναι μισθωτοί εργάτες – προλετάριοι, αφού η καπιταλιστική σχέση δεν αλλάζει». Αυτή η σχέση της κρατικής ιδιοκτησίας (κρατικού καπιταλισμού) «δεν αλλάζει την καπιταλιστική φύση των σχέσεων των παραγωγικών δυνάμεων». Όμως, μέσα στην κρατική ιδιοκτησία βρίσκεται το κλειδί για το σοσιαλισμό.

Ο καπιταλισμός δημιούργησε το νεκροθάφτη του στο πρόσωπο της σύγχρονης εργατικής τάξης. Οι ίδιες οι συνθήκες της ζωής σπρώχνουν το προλεταριάτο προς την οργάνωση και την πάλη. Η δημιουργία των συνδικάτων και μετά των πολιτικών κομμάτων γίνεται πράξη, καθώς οι εργάτες αποκτούν συνείδηση της θέσης τους. Η ίδρυση και η ανάπτυξη του μεγάλου κινήματος των Χαρτιστών, που ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εργατικό κόμμα ανάμεσα στα 1838 και 1842, ήταν ένα δείγμα για το τι θα ακολουθούσε στο μέλλον.

Μέσα από τη δική τους εμπειρία, οι εργάτες πήγαν ψηλαφώντας από τις προσευχές και τις παρακλήσεις στις μεθόδους των γενικών απεργιών και των εξεγέρσεων. Κινήθηκαν ενστικτωδώς προς την κατεύθυνση της νέας κοινωνίας, της σοσιαλιστικής.

Ο στόχος της εργατικής τάξης είναι να κερδίσει πολιτική δύναμη και να μετατρέψει τα μέσα παραγωγής σε κρατική ιδιοκτησία. Αυτό εξαφανίζει την αναρχία που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική παραγωγή και επιτρέπει τον σχεδιασμό της παραγωγής με γνώμονα τις ανάγκες της ανθρώπινης κοινότητας.

Αυτή η ενέργεια έχει επαναστατικές συνέπειες, διαφορετικές απ’ οποιαδήποτε προηγούμενη ανατροπή. «Κάνοντας κάτι τέτοιο, το προλεταριάτο εξαφανίζει τον ίδιο του τον εαυτό και ταυτόχρονα εξαφανίζει το κράτος σαν κράτος… αφού δεν υπάρχει πια κοινωνική τάξη που πρέπει να τελεί υπό καταπίεση. Από τη στιγμή που εξαφανίζεται η ταξική εξουσία και ο ατομικός αγώνας για ύπαρξη που βασίζεται στη σημερινή αναρχία της παραγωγής, μ’ όλες τις συγκρούσεις και τις υπερβολές που πηγάζουν απ’ αυτήν, δεν απομένει τίποτα για να καταπιεστεί, και συνεπώς δεν υφίσταται πια η ανάγκη για την ύπαρξη ενός ειδικού καταπιεστικού μηχανισμού, όπως είναι το κράτος» (Φρ. Ένγκελς).

Ο Ένγκελς εξήγησε ότι τότε η παρέμβαση του κράτους στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται στον ένα τομέα μετά τον άλλο ασήμαντη και τελικά αργοπεθαίνει. «Η κυβέρνηση των προσώπων αντικαθίσταται από τη διοίκηση των πραγμάτων και από την επαφή με τις διαδικασίες της παραγωγής. Το κράτος δεν ακυρώνεται, πεθαίνει». Η ταξική κοινωνία μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όσο καιρό η κοινωνία είναι ανίκανη να παράγει αγαθά που να ξεπερνούν το επίπεδο που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της επιβίωσης.

Η κοινωνική πρόοδος

Η ταξική κοινωνία, παρά τα τρομαχτικά χαρακτηριστικά που έχει, είναι προοδευτική από οικονομική σκοπιά, αφού επιτρέπει σε μια μικρή μειοψηφία να διοικεί την κοινωνία και, μ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την ύπαρξη του απαραίτητου χρόνου για την ανάπτυξη των τεχνών, της επιστήμης, της δικαιοσύνης και του πολιτισμού. Αυτό εξυπηρετεί την πρόοδο της κοινωνίας που, με τη σειρά της, προάγει την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ο καπιταλισμός όμως, το ανώτερο στάδιο της ταξικής κοινωνίας, έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό της παραγωγικές δυνάμεις, ώστε έχει θέσει την υλική βάση για μια νέα αταξική κοινωνία. Και αυτή ήταν η επαναστατική του συμβολή στην ανθρωπότητα.

Μόνο τώρα υπάρχει η υλική βάση για το σοσιαλισμό. Γι’ αυτό, οι «διηγήσεις» για την αταξική κοινωνία στο μακρινό παρελθόν δεν μπορούσαν να είναι ρεαλιστικές. Η κοινωνία θέτει μπροστά της μόνο τα ζητήματα που μπορούν να λυθούν. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα ουτοπικό όνειρο, αλλά ξεπηδά απ’ τις ανάγκες της ίδιας της παραγωγής που μπλοκάρεται και πνίγεται μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της ατομικής ιδιοκτησίας και του εθνικού κράτους.

Ο καπιταλισμός αποτελεί πλέον σήμερα τροχοπέδη στην ανάπτυξη της κοινωνίας, όπως φαίνεται από την ενδημική μαζική ανεργία, την πείνα και τις φοβερές κοινωνικές ανισότητες. Ο παγκόσμιος σχεδιασμός των παραγωγικών δυνάμεων στο σοσιαλισμό είναι μια οικονομική αναγκαιότητα που θα βγάλει την κοινωνία απ’ το σημερινό αδιέξοδο.

«Η αναρχία στην κοινωνική παραγωγή αντικαθίσταται από τη συστηματική και συγκεκριμένη οργάνωση», λέει ο Ένγκελς. «Η πάλη για ατομική ύπαρξη εξαφανίζεται. Μόνο τότε ο άνθρωπος εγκαταλείπει, κατά μία έννοια, τις απλές συνθήκες ύπαρξης των ζώων και φτάνει για πρώτη φορά σε πραγματικά ανθρώπινες συνθήκες. Η ανθρωπότητα  γίνεται ο πραγματικός κυρίαρχος της δικής της κοινωνικής οργάνωσης. Κυριαρχεί πάνω στις τυφλές οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις που ελέγχουν τη ζωή. Είναι η άνοδος του ανθρώπου από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας».

Ο Ένγκελς για τα συνδικάτα

«Ο συνδικαλισμός αποτελεί την ιδεώδη προετοιμασία για την κοινωνική επανάσταση. Είναι σε αυτές τις οργανώσεις που το χαρακτηριστικό κουράγιο των Άγγλων βρίσκει την καλύτερή του έκφραση».

Δυστυχώς, σήμερα οι περισσότεροι εργάτες και συνδικαλιστές δεν έχουν διαβάσει ποτέ έργα του Φρίντριχ Ένγκελς.  Παρ’ όλα αυτά, αυτό δε συνέβαινε πάντα. Κατά τη γέννηση της αγγλικής εργατικής τάξης και ιδιαίτερα στις επαναστατικές μέρες του Χαρτισμού, ο Ένγκελς ήταν ένας οξυδερκής παρατηρητής της ταξικής πάλης στη Βρετανία και οι ιδέες του εκφράζανε τις αναζητήσεις των συνδικαλιστών και των ηγετών τους. Στο κλασικό του έργο «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», γραμμένο το 1844, ο Ένγκελς αποκάλυψε την άναρχη ανάπτυξη των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων του Βορρά και τις φριχτές κοινωνικές και στεγαστικές συνθήκες που επικρατούσαν.

Η εργατική τάξη

Στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τις μεθόδους του διαλεκτικού υλισμού, για να ερευνήσει την ανάπτυξη και την ορμή της ταξικής πάλης που ξεδιπλωνόταν τότε στη Βρετανία. Σε αυτά τα πλαίσια, ο Ένγκελς σκιαγράφησε τη θεωρία του (κι αυτή του Μαρξ) για τους μισθούς και έβγαλε το συμπέρασμα ότι υπήρχαν όρια στο τι μπορούσε να πετύχει ο συνδικαλισμός. Ενώ ήταν οι πιο δυνατές οργανώσεις που αναπτύχθηκαν από την εργατική τάξη, δε στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν τον καπιταλισμό.

Η ανάλυση σε αυτή τη μελέτη ήταν πολύ σημαντική για τη διατύπωση, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1848, το οποίο δήλωσε καθαρά πως η επόμενη ιστορική φάση θα ήταν η πάλη μεταξύ της νέας βιομηχανικής εργατικής τάξης και των αστών. Η μελέτη αυτή απέδειξε πως η προοδευτική φάση των αστών είχε ολοκληρωτικά τελειώσει στην Αγγλία και πως το σχίσμα στις τάξεις των Χαρτιστών ήταν η «τελική απόδειξη» αυτού του γεγονότος. Στο μέλλον, η εργατική τάξη θα έπρεπε να πολεμήσει κάτω από τη δική της σημαία και με το δικό της πρόγραμμα.

Πρέπει να θυμόμαστε πως αυτό γράφτηκε όταν η εργατική τάξη ήταν ακόμα στα πρώτα της βήματα και οι αστοί έπρεπε να πάρουν την πολιτική εξουσία στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, πόσο μάλλον σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Μπορεί να εκπλήσσει τους σημερινούς αναγνώστες να μαθαίνουν ότι ο Ένγκελς έθεσε ένα αριθμό ζητημάτων που οι σύγχρονοι μαρξιστές καλούνται σήμερα ν’ αντιμετωπίσουν. Ποιος είναι ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων; Τι έχουν κατακτήσει και ποιοι είναι οι περιορισμοί των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της δύναμής τους; Ποια η σχέση μεταξύ των πολιτικών και των βιομηχανικών τομέων της εργατικής τάξης; Πώς να ξεπεράσουμε την αδυναμία του σοσιαλιστικού κινήματος και πως αναπτύσσεται η ταξική συνείδηση;

Ο Ένγκελς σκιαγράφησε την ιστορία του κινήματος της αγγλικής εργατικής τάξης, από την παρανομία και το σπάσιμο των μηχανών, ως την προσπάθεια σχηματισμού ενός παγκόσμιου συνδικάτου για ολόκληρη την εργατική τάξη, το Μεγάλο Εθνικό Ενωμένο Συνδικάτο, και την υποστήριξη των πολιτικών αιτημάτων των Χαρτιστών. Συνοψίζοντας αυτή την ιστορία, ο Ένγκελς παρατήρησε: «Η ιστορία του συνδικαλισμού, είναι μια ιστορία με πολλές ήττες και μόνο λίγες μεμονωμένες νίκες. Είναι φανερό πως όλες αυτές οι προσπάθειες απ’ την πλευρά των συνδικαλιστών δεν μπορούν να αλλάξουν τον οικονομικό νόμο, με τον οποίο ρυθμίζονται οι μισθοί σύμφωνα με την προσφορά και τη ζήτηση στην αγορά εργασίας».

Το συμπέρασμα αυτό, αν ιδωθεί από μόνο του, θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο συνδικαλισμός αποτελεί χάσιμο χρόνου και πως η οικονομική ανάπτυξη κι οι νόμοι της θα καθορίζουν πάντα τα γεγονότα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένας στυγνός οικονομικός ντετερμινισμός.

Κατά συνέπεια, οι επαναστάσεις δε θα πρέπει να εμπλέκονται στις συνδικαλιστικές υποθέσεις, μια στρατηγική που η σεχταριστική Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία επρόκειτο να υιοθετήσει μισό αιώνα αργότερα. Όλες οι δραστηριότητες των εργατών θα ήταν μια εκτροπή από το βασικό καθήκον, δηλαδή την προετοιμασία μιας επαναστατικής μάχης εναντίον των αστών.

Ο Ένγκελς (μαζί με τον Μαρξ) απάντησε σε αυτό το ζήτημα στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στο κεφάλαιο «Προλετάριοι και Κομμουνιστές»: «Οι κομμουνιστές δε δημιουργούν ένα ξεχωριστό κόμμα που αντιτίθεται στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα χωριστά και ξένα από αυτά του προλεταριάτου σαν σύνολο … δεν προβάλλουν δικές τους σεχταριστικές αρχές, με τις οποίες προσπαθούν να μορφοποιήσουν και να διαπλάσουν το προλεταριακό κίνημα».

Ο επαναστατικός χαρακτήρας του συνδικαλισμού

Δίνοντας την αίσθηση της ταπεινότητας που απαιτείται από μια επαναστατική μειοψηφία, ώστε να βρει το σωστό προσανατολισμό της και να αποκτήσει σημεία υποστήριξης στην εργατική τάξη, ο Ένγκελς υποστήριξε πως, στην περίπτωση της Βρετανίας, τα συνδικάτα ήταν τα ταξικά όπλα που είχαν φτιάξει οι εργάτες για να παλέψουν για τα αιτήματά τους. Τα όρια αυτών των οργανώσεων, όσο και το ζήτημα της υπερπήδησης των ορίων του απλού συνδικαλισμού, έχουν κυριαρχήσει στο συνδικαλιστικό κίνημα από τότε, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διακήρυξε καθαρά πως οι εργάτες πρέπει να δημιουργήσουν το δικό τους πολιτικό κόμμα. Η δημιουργία της Κομμουνιστικής Λίγκας ήταν ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, από επαναστατική σκοπιά, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός πολύ θετικών πτυχών στον πρώιμο συνδικαλισμό. Η πολιτική των συνδικάτων για τους μισθούς προώθησε την καθιέρωση γενικών κριτηρίων σε ολόκληρη τη χώρα για όλα τα επαγγέλματα και έγιναν πολλές απεργίες, για να διατηρηθεί αυτή η αρχή της γενικότητας. Οι πρώιμοι συνδικαλιστές συνειδητοποίησαν ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών ήταν ο κύριος λόγος για την ταπεινωτική τους φτώχεια. Από αυτό απορρέει το μίσος ενάντια στους απεργοσπάστες. Όμως, ακόμα και με αυτή την απλή αναγνώριση, τα συνδικάτα χτυπούσαν ακριβώς την καρδιά του καπιταλισμού.

«Η αληθινή, πάντως, σημασία των συνδικάτων και των απεργιών είναι ότι συνιστούν την πρώτη απόπειρα των εργατών να τερματίσουν τον ανταγωνισμό ανάμεσά τους. Βασίζονται στην αναγνώριση του γεγονότος ότι η ισχύς των μεσαίων τάξεων πάνω στους εργάτες οφείλεται ολοκληρωτικά στην ύπαρξη του ανταγωνισμού μεταξύ των ίδιων των εργατών -δηλαδή στην έλλειψη αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Τα συνδικάτα αποδείχτηκαν πολύ επικίνδυνα για την υπάρχουσα κοινωνική τάξη, απλά και μόνο επειδή έχουν αντιτεθεί – αν και σε περιορισμένο βαθμό – σταθερά στον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργατών, ο οποίος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης κοινωνίας».

Τα συνδικάτα

Αν τα συνδικάτα είχαν πετύχει σ’ αυτό, υποστηρίζει ο Ένγκελς, τότε ο καπιταλισμός θα ήταν ανίκανος να λειτουργήσει. Έτσι, η προσπάθεια γενίκευσης των απεργιακών κινημάτων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της συνδικαλιστικής δράσης. Μια από τις κύριες προσπάθειες των αστών και των πολιτικών τους αντιπροσώπων είναι να αποτρέψουν με κάθε τρόπο κάτι τέτοιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να κατανοήσουμε τις προσπάθειες νομοθέτησης από τις κυβερνήσεις αντι-συνδικαλιστικών νόμων την τελευταία δεκαπενταετία, με τους οποίους γίνεται στην ουσία παράνομη κάθε απόπειρα δράσης για συμπαράσταση και αλληλεγγύη.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της σημερινής περιόδου είναι το ότι, παρά τα χαμηλά επίπεδα απεργιών, η επικρατούσα διάθεση της εργατικής τάξης είναι υπέρ μιας γενικευμένης δράσης, ώστε να μην αφεθούν μεμονωμένες ομάδες εργατών να πολεμήσουν ενάντια στον ταξικό αντίπαλο, ο οποίος εξασφάλισε αξιοσημείωτες νίκες την τελευταία περίοδο. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη της δυνατότητας μαζικής δράσης στο βιομηχανικό επίπεδο, πιθανότατα για την προάσπιση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου. Αλλά, γιατί οι εργάτες απεργούν όταν οι πιθανότητες επιτυχίας είναι τόσο μικρές; Ο Ένγκελς απαντά και σ’ αυτό το ερώτημα:

«Η απάντηση είναι απλά ότι οι εργάτες πρέπει να μάχονται τόσο ενάντια στη μείωση των μισθών, όσο και ενάντια στις καταστάσεις εκείνες που καθιστούν αυτή τη μείωση απαραίτητη. Πρέπει να δείξουν πως, εφόσον είναι ανθρώπινα όντα, δεν προτίθενται να παραδοθούν στις πιέσεις σκοτεινών δυνάμεων. Αντίθετα, απαιτούν οι οικονομικές δυνάμεις να προσαρμοστούν, ώστε να εξυπηρετούν τις δικές τους ευκολίες». Πόσο καλύτερα θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη μεγάλη μάχη των ανθρακωρύχων, το 1984-85, για την υπεράσπιση της δουλειάς και της ύπαρξής τους; Αν οι εργάτες άφηναν τον κάθε καπιταλιστή να ενεργεί όπως θέλει χωρίς να αντιστέκονται, τότε δε θα υπήρχε ποτέ κανένα νόημα για οποιονδήποτε αγώνα.

Η αναγκαιότητα των οργανώσεων

«Εάν η επικρατούσα συνείδηση των εργατών ήταν ότι όλοι έχουμε τα ίδια συμφέροντα, τότε δε θα υπήρχε ανάγκη για οργανώσεις που να αντιπροσωπεύουν την εργατική τάξη. Εάν αναπόφευκτα θα επέλθει ο “θάνατος” του οικονομικού συστήματος… Εάν ορισμένοι άνθρωποι έχουν το “θείο” δικαίωμα να μας κυβερνούν… Μια τέτοια συγκατάθεση», λέει ο Ένγκελς, «θα ήταν μια αναγνώριση του δικαιώματος των μεσαίων τάξεων να εκμεταλλεύονται τους εργάτες, όταν οι δουλειές αυξάνονται και να τους αφήνουν να πεινάνε όταν οι δουλειές συρρικνώνονται».

Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Ένγκελς επανήλθε στο ζήτημα των μισθών, με μια σειρά άρθρα στην εφημερίδα Labour Standart, επειδή «είναι κεφαλαιώδους σημασίας και η εργατική τάξη θα πρέπει γενικά να το κατανοήσει πολύ καλά».

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους καπιταλιστές τους υποχρεώνει να αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος των μισθών. Αυτό μπορεί να γίνει είτε αυξάνοντας την ένταση της εργασίας χωρίς παραπάνω πληρωμή, είτε αυξάνοντας τον ολικό αριθμό των ωρών εργασίας και μειώνοντας τα επίπεδα των μισθών, ή με συνδυασμό και των δύο.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στέκονται εμπόδιο στο «δικαίωμα» του εργοδότη να κάνει κάτι απ’ αυτά, χωρίς τη δική τους συγκατάθεση ή τουλάχιστον χωρίς αγώνα. Απέναντι στις πιέσεις των καπιταλιστών, οι ανοργάνωτοι εργάτες δεν μπορούν να αμυνθούν. «Έτσι, σε ειδικότητες, όπου δεν υπάρχει οργάνωση των εργαζομένων, οι μισθοί τείνουν συνεχώς να μειώνονται και οι ώρες εργασίας τείνουν συνεχώς να αυξάνονται».

Ο Ένγκελς θα μπορούσε να μιλάει για τη Βρετανία του σήμερα, αφού οι περισσότεροι από τους μισούς εργάτες, που δουλεύουν πάνω από 46 ώρες τη βδομάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι Βρετανοί. Οι καλά οργανωμένοι εργάτες είναι τουλάχιστον ικανοί να εξασφαλίσουν ένα υψηλότερο μερίδιο από τα κέρδη που παράγουν για τον καπιταλιστή, αλλά ποτέ δεν παίρνουν όλο το ποσό, καθώς το υπόλοιπο πηγαίνει στον καπιταλιστή σαν υπεραξία.

«Αυτό πάντως, είναι το μέγιστο που τα συνδικάτα, όπως είναι σήμερα οργανωμένα, μπορούν να πετύχουν, και αυτό μόνο μέσα από συνεχή μάχη και με τεράστια σπατάλη δύναμης και χρημάτων. Και τότε, οι διακυμάνσεις του εμπορίου, τουλάχιστον μια φορά κάθε 10 χρόνια, καταστρέφουν προς στιγμήν ό,τι έχει κατακτηθεί και η μάχη πρέπει να δοθεί ξανά από την αρχή. Είναι ένας φαύλος κύκλος, από τον οποίο δεν υπάρχει έξοδος. Η εργατική τάξη παραμένει αυτό που ήταν, και αυτό που οι Χαρτιστές δε φοβήθηκαν να ονομάσουν: μια τάξη μισθωτών σκλάβων».

Αυτό που χρειάζεται, είπε ο Ένγκελς, είναι η κατάργηση ολόκληρου του συστήματος μισθοδοσίας. Είναι καιρός να κάνουμε τις λέξεις αυτές οικείες, τόσο στους συνδικαλιστές όσο και στα μέλη των σοσιαλιστικών κομμάτων. Ο Τόνι Μπλερ, ο Γκονζάλες και οι σοσιαλιστές της σαμπάνιας μπορεί να αλλάζουν τα προγράμματα των εργατικών κομμάτων, αλλά δεν μπορούν να εξαλείψουν τους οικονομικούς νόμους του καπιταλισμού, και καμιά υποκριτική διατύπωση σχετικά με την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη δε θα αλλάξει το γεγονός ότι μέσα στον καπιταλισμό οι εργάτες θα παραμείνουν μισθωτοί σκλάβοι.

Είναι πάλι πιθανό να βγάλουμε απαισιόδοξα συμπεράσματα απ’ αυτές τις δηλώσεις. Ωστόσο, κάτι άλλο συμβαίνει, όταν οι εργάτες μπαίνουν στη μάχη. Στην πορεία αυτών των μαχών αποκαλύπτεται το ταξικό μίσος των εργατών ενάντια στους καπιταλιστές. Όλα τα καταπιεσμένα αισθήματα βγαίνουν με ορμή στην επιφάνεια, και οι εργάτες προχωρούν σε ενέργειες, που ούτε καν είχαν φανταστεί. Η δεκαετία του 1840 ήταν γεμάτη από απεργίες που συνέβησαν σε συνδυασμό με το μαζικό αγώνα των Χαρτιστών. Ο Ένγκελς παρατήρησε ότι οι εργάτες έβγαζαν πολιτικά συμπεράσματα και πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στην πορεία της επαναστατικής μάχης ενάντια στους αστούς.

Ο Ένγκελς εξέτασε επιμελώς τις αναφορές από τις συζητήσεις στη δεκαετία 1840, και παρέθεσε εκτεταμένα αποσπάσματά τους. Τις ανέλυσε διεξοδικά και έβγαλε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο και τη μέθοδο, με την οποία αγωνίστηκαν οι Άγγλοι εργάτες.

Πάθος, αποφασιστικότητα και θάρρος

Ξεκίνησε, σχολιάζοντας το επιχείρημα ότι από τους Άγγλους εργάτες έλειπε το επαναστατικό πάθος των συναδέλφων τους στη Γαλλία, και το κουράγιο να πολεμήσουν ως το τέλος, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια. Σε αυτή τη μελέτη, ο Ένγκελς επεξεργάστηκε τα κύρια χαρακτηριστικά των Βρετανών εργατών που με γενικούς όρους είναι τα ίδια χαρακτηριστικά που βλέπουμε σήμερα.

Πόσο συχνά ακούμε το επιχείρημα πως δεν είναι στη φύση των Βρετανών (ή των οποιοδήποτε άλλων εθνικοτήτων) να δρουν αυθόρμητα σε γεγονότα, με τον τρόπο που το κάνουν οι Γάλλοι, οι Ιταλοί ή οι Ισπανοί εργάτες. Ότι δεν έχουν «λατινοαμερικάνικο ταμπεραμέντο», λες και η ταξική πάλη καθορίζεται από γεωγραφικούς ή κλιματολογικούς παράγοντες.

Αυτό το επιχείρημα οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν μπορεί να υπάρξει μια εργατική επανάσταση στη Βρετανία ή αλλού. Βέβαια, υπάρχουν ιστορικές διαφορές, που παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο και στην αντίληψη των εργατικών τάξεων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι Άγγλοι εργάτες ήταν οι πρωτότοκοι γιοι της Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν είχαν κάποιο πρότυπο να ακολουθήσουν, δεν είχαν πλούσια ιστορία θεωρητικής συζήτησης και πολιτικής καθαρότητας να βασιστούν. Έπρεπε να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία, με τα εργαλεία που ήταν διαθέσιμα εκείνη την εποχή. Η βρετανική αστική επανάσταση έγινε αιώνες νωρίτερα απ’ ό,τι στην Ευρώπη και οι εργάτες δεν είδαν οφέλη απ’ την πολιτική ή τις συμμαχίες με τα φιλόδοξα τμήματα των νέων μεσαίων τάξεων.

Η αγγλική εργατική τάξη μορφοποιήθηκε μέσα στους μύλους και τα εργοστάσια της Βιομηχανικής Επανάστασης και όχι στα οδοφράγματα, στη μάχη για την Ελευθερία, την Αδελφοσύνη και την Ισότητα, όπως στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτές οι διαφορές, όπως παρατήρησε ο Ένγκελς, ήταν σημαντικές. «Οι Γάλλοι εργάτες έχουν την πολιτική στο αίμα τους, κι έτσι πολεμούν τα δεινά της κοινωνίας, με πολιτικά όπλα. Οι Άγγλοι εργάτες βρίσκονται μακριά από την πολιτική, την οποία αντιμετωπίζουν σαν ένα παιχνίδι που παίζεται μόνο για το συμφέρον των μεσαίων τάξεων. Έτσι, αντί να μάχονται ενάντια στην κυβέρνηση, οι Άγγλοι εργάτες χτυπούν κατευθείαν τους μεσοαστούς εχθρούς τους».

Ιστορικά στερημένοι από τα παλιά ήθη και έθιμά τους και χωρίς να τους έχει δοθεί κάποιο από τα πολιτικά δικαιώματα που διασφαλίζονται στα συντάγματα των Ευρωπαϊκών Αστικών Επαναστάσεων, οι Βρετανοί εργάτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να γυρίζουν ξανά και ξανά πίσω στις οργανώσεις τους, δηλαδή στα συνδικάτα. Η νομιμοφροσύνη των Βρετανών εργατών προς τις παραδοσιακές τους οργανώσεις είναι ολοκληρωτική και απόλυτη. Θα συμμετέχουν σ’ αυτά και θα προσπαθήσουν να τα αλλάξουν χιλιάδες φορές, έως ότου το καταφέρουν. Ο Ένγκελς κατάλαβε την ιστορική σημασία αυτού του γεγονότος από πολύ νωρίς. Αυτό θα τον οδηγούσε, δεκαετίες αργότερα, να αναγνωρίσει ότι η δημιουργία του ILP (Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα) αντιπροσώπευε την πολιτικοποίηση των συνδικάτων και θα μπορούσε να δημιουργήσει τη βάση ενός μαζικού εργατικού κόμματος, που οι Βρετανοί εργάτες τόσο πολύ χρειάζονταν. Και αυτό, παρά την ύπαρξη διάφορων σεχταριστών που ισχυρίζονταν πως ήταν μαρξιστές.

Όσο για το θάρρος, ο Ένγκελς σχολίασε: «Το θάρρος δε χρειάζεται μόνο στους οπλισμένους επαναστάτες αλλά και στους απεργούς. Πράγματι, είναι φανερό ότι ένας απεργός χρειάζεται μεγαλύτερο θάρρος και πιο δυνατή και σταθερή αποφασιστικότητα από έναν άντρα στα οδοφράγματα. Είναι το ελάχιστο για έναν εργάτη με – από πρώτο χέρι – εμπειρία της φτώχειας, για να αντιμετωπίσει την πείνα και τη στέρηση της οικογένειάς του για μήνες και να παραμένει σταθερός στο σκοπό του».

Η απεργία ήταν το μέσο του Άγγλου εργάτη, για να χτυπήσει κατευθείαν τον ταξικό εχθρό, πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό έκανε τον Ένγκελς να συμπεράνει ότι οι επαναστάτες θα έπρεπε να αναγνωρίσουν «το γεμάτο πείσμα και ανίκητο πνεύμα των Άγγλων εργατών, το οποίο παραδίδεται μόνο σε μια ανώτερη δύναμη», όταν κάθε περαιτέρω αντίσταση είναι μάταια.

«Ο χαρακτήρας του Άγγλου εργάτη αξίζει πραγματικά το σεβασμό μας, όταν βλέπουμε το πως, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ανέχεται τα βάσανά του με υπομονετική γενναιότητα και αποφασιστικότητα. Η σταθερότητα των απεργών δοκιμάζεται εκατό φορές την ημέρα και παραμένει αμετακίνητη. Άνθρωποι, οι οποίοι είναι προετοιμασμένοι να υποφέρουν τόσο πολύ, για να σπάσουν τη θέληση κάποιου μεμονωμένου πεισμωμένου εργοστασιάρχη, θα γίνουν μια μέρα ικανοί να διαλύσουν τη δύναμη ολόκληρης της αστικής τάξης».

Λέγεται συχνά πως οι εργάτες έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Πόσο ψέμα είναι αυτό. Αν ποτέ κάποια εργατική τάξη άξιζε αληθινής και τίμιας ηγεσίας, που να ταίριαζε με τις ικανότητές της για πάλη, σε αντίθεση με τις μετριότητες και τους κοινωνικούς αναρριχητές, που μόλυναν το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, αυτοί είναι οι Βρετανοί εργάτες. Η βασική ανάλυση του Ένγκελς για τα μαχητικά χαρακτηριστικά των Βρετανών εργατών είναι ακόμα αληθινή σήμερα για τους εργάτες όλων των χωρών της Ευρώπης, παρ’ όλες τις ήττες των 200 χρόνων πάλης. Η μακρά ιστορία των Βρετανών εργατών και οι πολλές προδοσίες, όπως κάποτε σχολίασε ο Μαρξ, κρέμονται σαν ένα βαρίδι γύρω από το λαιμό της σημερινής γενιάς.

Ένα σημαντικό μέρος του οπλοστασίου των σοσιαλιστών, παράλληλα με τη θεωρία, τη στρατηγική και την τακτική, είναι η βαθιά κατανόηση της ιστορίας και της ανοικοδόμησης της εργατικής τάξης.

Απ’ αυτό, βγαίνει η ακαταμάχητη πίστη στην ικανότητα της εργατικής τάξης να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα που η ιστορία έθεσε μπροστά της, δηλαδή την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα προς τα μπρος. Τα γραπτά του Ενγκελς είναι για όλους εμάς μια έμπνευση και αποδεικνύουν την ανωτερότητα της μαρξιστικής μεθόδου, η οποία μας παρουσιάζει αλήθειες που πλουτίζουν την κατανόησή μας και λειτουργούν σαν οδηγός στη δράση μας.

Η αναγνώριση από τον Ένγκελς της τρομερής δύναμης της εργατικής τάξης τον οδήγησε να συμπεράνει – σε μια εποχή βαθιάς απογοήτευσης του βρετανικού εργατικού κινήματος, κατά την οποία η μάζα των ανειδίκευτων εργατών ήταν ανοργάνωτη και οι εργάτες δεν είχαν δικό τους πολιτικό κόμμα ή έστω μια φωνή στη Βουλή – ότι απ’ τη στιγμή που θα μπει σε δράση, «δεν υπάρχει δύναμη στο κόσμο που θα μπορούσε, έστω και για μία μέρα, να αντισταθεί στην εργατική τάξη, οργανωμένη σαν μια γροθιά».

Ο Ένγκελς για το κράτος

Οι θεσμοί, όπως εξήγησε ο Ένγκελς πάνω από 100 χρόνια πριν, δεν καταστρέφονται από τα πάνω, αλλά υπόκεινται σε όλων των ειδών τις αντιθέσεις και τις ανατροπές, που αντανακλούν την αλλαγή των συνθηκών στην κοινωνία.

Η σημερινή κρίση όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών αντανακλά τις βαθιές αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της άρχουσας τάξης, ανεξάρτητα του πόσο ικανή είναι να υπερασπίζεται την προνομιακή της θέση. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός στέκεται σαν το τείχος του Βερολίνου ανάμεσα στην εργατική τάξη και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Για να ανατρέψουμε αυτό το μηχανισμό, πρέπει πρώτα να τον κατανοήσουμε.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, τόσο η πολιτική και η οικονομία, όσο και η επιστήμη και η τέχνη, περικλείονται με κάθε είδους μυστικισμό, ώστε να μην υπάρχει πρόσβαση προς αυτές.

Στη διάρκεια της ζωής του, ο Φρίντριχ Ένγκελς θεώρησε καθήκον του να απαντήσει σε αυτά τα ζητήματα και γι’ αυτό του οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη. Καμιά μελέτη της πλούσιας προσφοράς του στο διεθνές εργατικό κίνημα δε θα ήταν πλήρης, εάν δεν αναφερόταν στη μελέτη του για το κράτος. Μαζί με τον Καρλ Μαρξ προσπάθησαν να απαντήσουν στην αντίληψη πως το κράτος είναι κάτι αιώνιο, έτσι ώστε να το απογυμνώσουν από το μαγικό περίβλημα που του είχε τυλίξει ο καπιταλισμός.

Οι αστοί επιτίθενται στα δικαιώματά μας, χρησιμοποιώντας το όνομα της Δημοκρατίας και του Νόμου. Η κυβέρνηση και η αστυνομία προστατεύουν τους απεργοσπάστες που σπάνε την απεργία στο όνομα του δημοκρατικού δικαιώματος για δουλειά. Τα κάθε είδους εμπόδια που εφευρίσκονται, για να αποτραπούν οι εργατικές κινητοποιήσεις εφαρμόζονται στο όνομα της Νομιμότητας. Και όλα αυτά, υπονοώντας πως ο νόμος, η δημοκρατία, τα δικαστήρια, η αστυνομία και οι άλλοι κρατικοί μηχανισμοί είναι υπάρξεις ανεξάρτητες, έξω από τα ζητήματα στα οποία εμπλέκονται.  Αυτό ακριβώς είναι που θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε.

Ο Νόμος

Στην πραγματικότητα, ο νόμος δεν είναι απλά το σύνολο των κανόνων του παιχνιδιού, στους οποίους όλοι θα πρέπει να υπακούμε, αλλά, όπως όλοι ξέρουμε από την εμπειρία μας, υπάρχει άλλη νομοθεσία για τους πλούσιους και άλλη για όλους εμάς τους υπόλοιπους.

Καθιερώνοντας μυστήριες τελετουργίες, ντυμένοι με περούκες και στολές, οι δικαστές ψιθυρίζουν φράσεις στα λατινικά που τις αποκαλούν «ο Νόμος» και περιμένουν από εμάς να στεκόμαστε με σεβασμό και δέος, αντιμετωπίζοντας με φόβο κάθε πιθανή παρεκτροπή από τη φυσιολογική τάξη πραγμάτων, το λόγο του Θεού ή άλλες τέτοιες μυστικιστικές ανοησίες.

Όμως, οι νόμοι δε γράφτηκαν στους ουρανούς, αλλά εδώ κάτω στη γη, για συγκεκριμένους σκοπούς. Ποιανού το συμφέρον εξυπηρετεί ο περιορισμός των διαδηλώσεων έξω από τις πύλες των εργοστασίων ή η απαγόρευση των απεργιακών κινητοποιήσεων.  Πως γίνεται και τα «αντικειμενικά» δικαστήρια χαρακτηρίζουν πάντοτε παράνομες και καταχρηστικές τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων; Γιατί οι καπιταλιστές κυκλοφορούν ελεύθεροι ενώ χρωστούν δισεκατομμύρια στο Δημόσιο, την ίδια στιγμή που οι απλοί πολίτες συλλαμβάνονται, φυλακίζονται ή δεσμεύονται οι περιουσίες τους για ασήμαντα χρέη;

Ο Νόμος δεν είναι ένα σύστημα «δίκαιων κανόνων», αλλά, όπως και όλοι οι μηχανισμοί που σχετίζονται με το κράτος, είναι ένας μηχανισμός εξαναγκασμού, με τον οποίο μια μικρή τάξη στην κοινωνία – η άρχουσα τάξη – που είναι μειοψηφία, διατηρεί την εξουσία της πάνω σε μια άλλη τάξη – την εργατική τάξη – που είναι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.

Ο Ένγκελς ασχολήθηκε στην αρχή με την ιδέα πως το κράτος υπήρχε πάντοτε, για να αποδείξει πως για μια χρονική περίοδο, που αντιστοιχεί στα εννέα δέκατα της ύπαρξης του ανθρώπινου γένους, δεν υπήρχε καθόλου κράτος.

Υπάρχει μια «κοινή» αντίληψη για την ιστορία, η οποία λέει πως τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα και όπως θα είναι πάντα. Αυτό αντανακλάται στις σύγχρονες απόψεις των σοσιαλδημοκρατών ηγετών σχετικά με την παντοτινή ύπαρξη της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς». Ο καπιταλισμός υπήρχε πάντα και το ίδιο ισχύει και για το κράτος, τον αμερόληπτο παρατηρητή και διαιτητή της κοινωνίας.

Στην πραγματικότητα, όπως εξήγησε ο Ένγκελς, ο καπιταλισμός είναι ένα ιστορικά πρόσφατο στάδιο της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών και το κράτος, αν και παλιότερο, ήταν τελείως άγνωστο στις πρωτόγονες κοινωνίες των φυλών.

Για να προοδεύσει η κοινωνία, περνώντας από αυτές τις πρωτόγονες κομμουνιστικές κοινωνίες των φυλών σε μια ορθολογική και αρμονική αυτο-οργάνωση της κοινωνίας, ήταν ήδη απαραίτητο να περάσουμε μέσα από όλων των ειδών τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις, ώστε να τεθούν οι οικονομικές, πολιτιστικές και επιστημονικές βάσεις για μια πραγματική αταξική κοινωνία.

Σε εκείνες τις πρώιμες και γνήσια αταξικές κοινωνίες, δεν μπορούσε να υπάρχει κράτος, ούτε καν «πολιτισμός» δεν μπορούσε να υπάρχει, επειδή οι άνθρωποι ζούσαν σαν νομάδες σε ένοπλες ομάδες, που δεν είχαν καμιά ανάγκη κάποιου κατασταλτικού μηχανισμού ή κράτους, για να κρατά καθηλωμένο κάποιο τμήμα του πληθυσμού.

Αυτό δεν ήταν αναρχισμός χωρίς νόμους. Το έγκλημα αντιμετωπιζόταν από ολόκληρη την κοινότητα δημοκρατικά και βεβαίως υπήρχαν «ηγέτες» όπως σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, άνθρωποι με κύρος, οι οποίοι όμως βασίζονταν στην αυθόρμητη εκτίμηση για τους πρεσβύτερους, χωρίς κάποια ειδική δύναμη επιβολής των προσωπικών τους επιθυμιών.

Γένεση των τάξεων

Όπως έγραψε ο Ένγκελς στην «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», «ακόμα και ο πιο τιποτένιος υπάλληλος της αστυνομίας του πολιτισμένου κράτους, έχει περισσότερη “εξουσία” από όλα τα όργανα της κοινωνίας των φυλών βαλμένα όλα μαζί. Αλλά ακόμα και ο ισχυρότερος πρίγκιπας ή ο μεγαλύτερος αξιωματούχος του κράτους ή στρατηγός του πολιτισμού θα ζήλευε τον ταπεινότερο αρχηγό φυλής και τον αυθόρμητο και αναντίρρητο σεβασμό που είχε από τους γύρω του».

Ο Ένγκελς εξήγησε τον τρόπο που ο άνθρωπος άρχισε να εγκαθίσταται μόνιμα σε συγκεκριμένες περιοχές και το ότι, μετά από αυτό, έγινε δυνατό να αναπτύξει την παραγωγικότητα της εργασίας του, όχι μόνο παίρνοντας αυτά που παρείχε η φύση, αλλά καλλιεργώντας τη γη, αναπτύσσοντας τα εργαλεία και την τεχνική.

Σαν αποτέλεσμα άρχισαν να παράγουν υπεραξία, πέρα από τις άμεσες δικές τους ανάγκες. Για πρώτη φορά, ένα τμήμα του πληθυσμού απελευθερώθηκε από τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Δημιουργήθηκε μια «τάξη», η οποία μπορούσε να «απασχολήσει» την εργασία των άλλων, για να συντηρηθεί. Τώρα μπορούσε να υπάρξει συσσώρευση. Μπορούσαν να αναπτυχθούν η κατασκευή των εργαλείων και οι πρώιμες τεχνικές της γεωργίας, καθώς και τα στρατιωτικά μέσα για την υπεράσπιση των περιοχών κατοικίας από τις νομαδικές φυλές.

Για πρώτη φορά, η κοινωνία χωρίστηκε σε τάξεις και εκεί αναπτύχθηκαν οι «έχοντες» και οι «μη- έχοντες», στην αρχή με τη μορφή δούλων και δουλοκτητών. Αυτή η νέα άρχουσα τάξη των δουλοκτητών ήταν ελεύθερη να αφιερώσει το χρόνο της στην τεράστια άνθηση των ανθρώπινων επιτευγμάτων, στην τέχνη, στην επιστήμη, στην αρχιτεκτονική, στη φιλοσοφία και στα μαθηματικά. Αυτή ήταν η βάση για την ανάπτυξη των αρχαίων κοινωνιών στην Ελλάδα και τη Ρώμη, τις οποίες περιέγραψε ο Ένγκελς.

Η εξέλιξη του κράτους

Αυτοί οι δουλοκτήτες ήταν βέβαια μειοψηφία και συνεπώς χρειάζονταν «ειδικά ένοπλα σώματα», όπως τα ονόμασε ο Ένγκελς, για να κρατούν τους δούλους στις αλυσίδες. Έτσι, το κράτος γεννήθηκε από τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις.

Το νέο κράτος ήταν διαφορετικό από την παλιά τάξη πραγμάτων των φυλών στο ότι δεν οριοθετείτο πλέον από δεσμούς αίματος, αλλά χώριζε τους υπηκόους του πάνω στη  βάση περιοχών γης. Οι πολίτες αναγκάζονταν πλέον να εκπληρώνουν τα πολιτειακά τους δικαιώματα και καθήκοντα, ανεξάρτητα από τη φυλή ή το γένος που ανήκαν. Ένα νέο χαρακτηριστικό ήταν επίσης η δημιουργία μιας δημόσιας δύναμης, η οποία δεν ταυτιζόταν πλέον με τον πληθυσμό που οργανώνεται σε ένοπλη δύναμη. Δημιουργήθηκαν «ειδικά ένοπλα σώματα», γιατί ένας ένοπλος πληθυσμός χωρισμένος σε τάξεις θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε εμφύλιες συγκρούσεις.

Ο Ένγκελς στην «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» περιγράφει το κράτος σαν «το δημιούργημα της κοινωνίας σε κάποιο συγκεκριμένο στάδιο της εξέλιξής της. Αποτελεί την παραδοχή πως αυτή η κοινωνία έχει φτάσει σε μια απόλυτη σύγκρουση με τον εαυτό της, ότι έχει διασπαστεί σε δύο ασυμβίβαστα αντίθετα μέρη. Αλλά ακριβώς για να μην καταναλωθούν αυτές οι αντίθετες τάξεις με τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα σε ένα ατέρμονο αγώνα, έγινε πλέον απαραίτητο να υπάρξει μια δύναμη που φαινομενικά θα στέκεται πάνω από την κοινωνία, που θα μπορούσε να διευθετήσει τις αντιθέσεις και να τις κρατήσει μέσα στα όρια της “έννομης τάξης”».

Έτσι λοιπόν, αυτό το σύστημα της αστυνομίας, των δικαστηρίων, του στρατού, των δημόσιων υπηρεσιών δεν υπήρχε από πάντα, για να μας προστατεύει από αντι-κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά δημιουργήθηκε στη θεμελιώδη στυγνή μορφή του, σαν ένας ειδικός μηχανισμός για την καταπίεση της πλειοψηφίας από τη μειοψηφία – των σκλάβων από τους δουλοκτήτες.

Με την επικράτηση νεότερων μορφών ταξικής κοινωνίας, ο κρατικός μηχανισμός άλλαζε και βελτιωνόταν σαν ένα εργαλείο της νέας άρχουσας τάξης. Το φεουδαρχικό κράτος ήταν ένα όργανο των ευγενών για την καταστολή των αγροτών δουλοπάροικων και το σύγχρονο κράτος είναι ένα εργαλείο για την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Πολλά από αυτά τα στοιχεία του παλιού κράτους εξελίχθηκαν και τελειοποιήθηκαν, για να χρησιμοποιούνται από τους νέους εξουσιαστές. Στη Βρετανία, διατηρήθηκε ακόμα και η μοναρχία και προσαρμόστηκε, ώστε να υπερασπίζεται το νέο σύστημα. Αν και η μοναρχία έχει γελοιοποιηθεί πλήρως βουτηγμένη στα σκάνδαλα και τη διαφθορά, σήμερα παίζει ένα πολύ πιο σημαντικό ρόλο από ένα απλό τουριστικό αξιοθέατο. Η Βασίλισσα διατηρεί το δικαίωμα διάλυσης του Κοινοβουλίου και όποιος νομίζει πως αυτό είναι απλά ένα τυπικό δικαίωμα θα πρέπει να μελετήσει την απόλυση της Αυστραλιανής Εργατικής Κυβέρνησης του Whittlam τη δεκαετία του 1970.

Σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, που έφεραν τους καπιταλιστές στην εξουσία (στη Βρετανία το 1649, στη Γαλλία το 1789), η νέα άρχουσα τάξη παρέλαβε τον παλιό κρατικό μηχανισμό και τον τελειοποίησε σαν ένα όργανο για την καταπίεση της νέας εκμεταλλευόμενης τάξης, της εργατικής τάξης.

Βέβαια οι αστοί διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους πως αυτό αποτελεί μόνο μια παρανόηση των μαρξιστών και δυστυχώς μαζί τους συμφωνούν και πολλοί από την Αριστερά και τα στελέχη του εργατικού κινήματος. Μήπως πραγματικά πιστεύουν πως οι τραπεζίτες και οι διευθυντές των μεγάλων μονοπωλίων κάθονται αναπαυτικά στις λέσχες τους σκεπτόμενοι πώς θα κάνουν τεράστιες επενδύσεις προς όφελος του κόσμου; Βέβαια, αυτοί οι κύριοι δε θα μπορούσαν καν να ονειρευτούν τη μορφή που θα έπαιρνε το σύγχρονο κράτος και αυτό γιατί δεν έχουν φαντασία. Όπως απέδειξε ο Ένγκελς, αυτό το κράτος προέκυψε μέσα από επαναστάσεις και συνεχείς αλλαγές των κοινωνικών συνθηκών στο πέρασμα των αιώνων.

Σε όλες αυτές τις πρώιμες επαναστάσεις, ο κρατικός μηχανισμός ήταν ο κυρίαρχος στόχος του νικητή. Όμως, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξήγησαν πως ο στόχος του σοσιαλισμού θα είναι τελείως διαφορετικός. Και βλέπουμε πως σε όλα τους τα γραπτά, και εδώ δεν υπάρχει ούτε ίχνος ουτοπισμού, δεν ονειρεύτηκαν τους στόχους των εργατών σε σχέση με το κράτος, αλλά αντίθετα έβγαλαν τα πρακτικά συμπεράσματα από τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας το 1871. Στην πραγματικότητα, η μόνη διόρθωση που ο Μαρξ θεώρησε αναγκαία να κάνει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ήταν εξ’ αιτίας αυτής της επαναστατικής εμπειρίας.

Εργατική τάξη και μεταρρύθμιση του κράτους

Στον πρόλογο της έκδοσης του βιβλίου «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», τον Ιούνιο του 1872, αναφέρεται από τους Μαρξ και Ένγκελς πως το πρόγραμμα «έχει καταστεί απαρχαιωμένο σε κάποια σημεία του», για να συνεχίσει «η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να θέσει υπό τον έλεγχό της τον ετοιμοπαράδοτο κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς».

Αυτή η έκφραση είναι η πιο παραποιημένη και διαστρεβλωμένη δήλωση όλων των εποχών, αφού πολλοί εργατικοί ηγέτες τη θεωρούν σαν ένα ισχυρό επιχείρημα της αργής και βαθμιαίας αλλαγής, μέσω της οποίας το κράτος μπορεί να βελτιωθεί υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων. Για παράδειγμα, οι ηγέτες του γερμανικού εργατικού κινήματος απαιτούν ένα «ελεύθερο κράτος πολιτών». Αυτό αποτελεί μια αντίφαση εννοιών, αφού ο Ένγκελς εξήγησε πολλές φορές πως το κράτος, όσο εξακολουθεί να είναι κράτος, θα υπάρχει για να καταπιέζει το λαό και από τη στιγμή που μετατρέπεται σε όργανο του λαού παύει να είναι κράτος.

Ο Λένιν ανέλυσε παραπέρα αυτή την ιδέα, όταν οι ηγέτες των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων σήκωναν τα χέρια τους ψηλά με τρόμο για τη Ρώσικη Επανάσταση, ψελλίζοντας κάποιες φλυαρίες περί μιας αφηρημένης δημοκρατίας. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν τη “δημοκρατία”», είπε ο Λένιν, «υπάρχει αστική δημοκρατία ή υπάρχει εργατική δημοκρατία… Η αστική δημοκρατία, αν και αποτέλεσε ένα μεγάλο ιστορικό άλμα σε σύγκριση με τον μεσαίωνα, παραμένει πάντα… περιορισμένη, ελλιπής, εσφαλμένη και υποκριτική, καθώς επίσης παραμένει το δόλωμα και το τέχνασμα για την εκμετάλλευση των φτωχών».

Ακόμα και το δικό μας Κοινοβούλιο είναι απλά ένα τέτοιο χρυσωμένο χάπι, αφού επιλέγουμε κάθε μερικά χρόνια ποια μέλη της άρχουσας τάξης θα μας εκπροσωπούν για τα επόμενα χρόνια, ενώ όλες οι πραγματικές αποφάσεις παίρνονται στα διοικητικά συμβούλια και στις λέσχες των καπιταλιστών.

Αυτό που ο Μαρξ εννοούσε στην πραγματικότητα λέγοντας «οι εργάτες δεν μπορούν απλά να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τον ετοιμοπαράδοτο κρατικό μηχανισμό» το εξήγησε πάρα πολλές φορές. Σε ένα γράμμα προς τον Κούγκελμαν, για παράδειγμα, γράφει: «Εάν κοιτάξεις το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο μου “Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” θα δεις πως διακηρύσσω πως η επόμενη προσπάθεια της Γαλλικής Επανάστασης δε θα είναι όπως προηγουμένως προσπάθεια μεταβίβασης των γραφειοκρατικών ­στρατιωτικών μηχανισμών από τα χέρια των μεν στους δε, αλλά θα είναι προσπάθεια καταστροφής τους (έμφαση του Μαρξ), και αυτό είναι η βασική προϋπόθεση για κάθε πραγματική λαϊκή επανάσταση της ηπείρου».

Σήμερα που βλέπουμε τις παραδόσεις του κοινοβουλευτισμού να προχωρούν όλο και πιο πίσω, ποιος είναι αυτός που παίρνει στην πραγματικότητα τις αποφάσεις; Όχι βέβαια η κυβέρνηση, αλλά τα αφεντικά των τραπεζών και των μεγάλων μονοπωλίων, οι κερδοσκόποι και οι χρηματιστές, καθώς και αυτοί που τους επιλέγουν. Παρόμοια, ποιος επιλέγει τους δικαστές, τους διοικητές της αστυνομίας, σε ποιον λογοδοτούν οι βαρόνοι του Τύπου;

Δημοκρατικά δικαιώματα

Βέβαια, οι μαρξιστές είναι οι πρώτοι που θα υπερασπιστούν όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα, τα οποία οι εργαζόμενοι κατέκτησαν μέσα από πολύχρονους αγώνες και συνεχίζουν να δίνουν αγώνα, για να τα επεκτείνουν, όπως π.χ. το δικαίωμα της απεργίας, της οργάνωσης, της ελευθερίας έκφρασης, δικαιώματα που πολλά από αυτά παίρνονται τώρα πίσω. Επιπλέον, οι μαρξιστές θα συμφωνήσουν να χρησιμοποιήσουν το Κοινοβούλιο, τις επιτροπές ακόμα και τα δικαστήρια, όταν είναι δυνατόν δια μέσου αυτών να υπερασπίσουν ή να επεκτείνουν τις κατακτήσεις – αλλά αυτά τα στοιχεία του κρατικού μηχανισμού δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά είναι μέσο για την επίτευξη των στόχων.

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξήγησαν πως οι δημοκρατικές κατακτήσεις των εργαζομένων είναι «απλά μια συγκεκριμένη ποσότητα δικαιωμάτων, ώστε η εκμεταλλευόμενη τάξη να προχωρήσει λίγο μπροστά προς τον στόχο του αγώνα για μια αλλαγή της ταξικής κοινωνίας και για μια νέα κοινωνία, αλλά αυτό είναι όλο».

Ο Ένγκελς πρόσθεσε αργότερα πως: «Το κράτος είναι ένας μηχανισμός καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη και αυτό συμβαίνει στα δημοκρατικά αστικά κράτη, όπως ακριβώς και στη μοναρχία… Σε μια αστική δημοκρατία, ο πλούτος ασκεί τη δύναμη του έμμεσα, αλλά πάνω απ’ όλα μέσα από την απευθείας διαφθορά των αξιωματούχων. Κατά δεύτερο λόγο, μέσω μιας συμμαχίας κυβέρνησης και χρηματιστηρίων».

Παρά την πρόβλεψή του, ακόμα και ο Ένγκελς θα ήταν έκπληκτος από το επίπεδο της διαφθοράς σήμερα, τόσο της «νόμιμης» διαφθοράς με τις μίζες, όσο και των μυστικών συμφωνιών των κυβερνήσεων με τους μεγαλοεπιχειρηματίες φίλους τους.

Η «δημοκρατική» υποκρισία

Οι ίδιοι οι καπιταλιστές προτιμούν τη «δημοκρατία», όχι εξ’ αιτίας ηθικών ευαισθησιών, αλλά σαν το φθηνότερο και το πιο εύκολα διαχειριζόμενο σύστημα. Όμως, όπως παραδέχτηκε κάποτε και ο πρώην Βρετανός βουλευτής Ιαν Γκίλμουρ, ακόμα και για τα ίδια τα αφεντικά, αυτή αποτελεί «μέσο» για την επίτευξη των στόχων τους.  Εάν απειληθεί η ύπαρξη του καπιταλισμού, τότε η άρχουσα τάξη δε θα διστάσει να τη διακόψει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι αστοί προετοίμαζαν πραξικόπημα στην περίπτωση που η κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία προσπαθούσε να εφαρμόσει τα σοσιαλιστικά μέτρα του προγράμματός τους. Πιο πρόσφατα, είχαμε τη συνωμοσία του Γκλάντιο, που περιλάμβανε τις δυνάμεις ασφαλείας ολόκληρης της Ευρώπης, και σχεδίαζε μελλοντικά στρατιωτικά πραξικοπήματα.

Αν δούμε τα στρατιωτικά πραξικοπήματα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και την Αφρική τις δεκαετίες του 1970 και 1980 ή τον τρόπο που το καθεστώς της Ν. Αφρικής έστησε το αντιδραστικό κίνημα της Ιγκάθα ή τον τρόπο που κάθε γρανάζι του κρατικού μηχανισμού στράφηκε εναντίων της απεργίας των ανθρακωρύχων στη Βρετανία το 1984-85 (αποφάσεις δικαστηρίων για αποζημιώσεις, ­αντιμετώπιση των διαδηλώσεων από την αστυνομία και το στρατό, τα τρομερά ψέματα και οι διαστρεβλώσεις των ΜΜΕ) τότε θα καταλάβουμε πως δεν είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι να θέσουν υπό τον έλεγχό τους και να χρησιμοποιήσουν αυτήν την κρατική μηχανή. Αυτό αποκαθηλώνει τα επιχειρήματα των ρεφορμιστών, την ιδέα δηλαδή πως η κοινωνία μπορεί να αλλαχτεί σιγά-σιγά μετά από μερικές γενιές. Ο καπιταλισμός δεν τροποποίησε τον κρατικό μηχανισμό, ώστε να μπορεί να υποστεί μεταρρυθμίσεις εκ των έσω, μέχρι την πλήρη εξαφάνισή του.

Αστική και εργατική δημοκρατία

Ο σκοπός του μαρξισμού είναι να αποκαλύψει την αλήθεια όσον αφορά το κράτος και τους κινδύνους που αυτό αντιπροσωπεύει για την εργατική τάξη, καθώς επίσης και να εξηγήσει τι θα πρέπει να το αντικαταστήσει και πως. Κατ’ αρχάς, ο μαρξισμός δεν έχει τίποτα κοινό με τους φιλειρηνιστές, ούτε έχει καμιά σχέση με την αιμοσταγή «φοιτητική επαναστατικότητα» των σεχτών. Είμαστε η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και στην πραγματικότητα η εξουσία βρίσκεται στις άκρες των δακτύλων μας, αφού τίποτα δεν κινείται χωρίς εργασία.

Για παράδειγμα, στη Γαλλία το 1968 ολόκληρη η κοινωνία είχε ακινητοποιηθεί από τη γενική απεργία 10 εκατομμυρίων εργατών. Όμως, όπως συνέβη και στην Πορτογαλία το 1974, αν και το κράτος ήταν τελείως ανίκανο να αντισταθεί σε μια τέτοια τεράστια δύναμη, το κίνημα παραδόθηκε, ως συνήθως, από τους ίδιους τους ηγέτες του. Δεν ήταν αρκετό το να ξέρουν πώς να αφαιρέσουν την εξουσία από τους καπιταλιστές. Ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν επίσης και τι να την κάνουν. Με αυτή την έννοια, ο μαρξισμός δεν έχει τίποτα το κοινό ούτε με τον αναρχισμό, ο οποίος διδάσκει πως κάθε εξουσία και κάθε αρχή είναι εξ’ ορισμού κακή – κάτι που θυμίζει μυστικιστικές απόψεις. Χωρίς κάποια μορφή κράτους πώς θα κινούνται τα τρένα στην ώρα τους, πώς θα επιτευχθεί η αρμονική ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας, δηλαδή ο σχεδιασμός, τον οποίο επιδιώκει ο σοσιαλισμός.

Ενώ οι καπιταλιστές χρειάζονται ένα κράτος, για να διατηρήσουν την ταξική εξουσία, οι εργάτες χρειάζονται ένα κράτος, ακριβώς για να την τερματίσουν. Πάνω στη βάση της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, η ζωή ενός τέτοιου κράτους θα είναι πολύ βραχυπρόθεσμη, καθώς οι εργάτες θα οδηγούν ολόκληρη την κοινωνία προς το σοσιαλισμό.

Το πρώτο καθήκον ενός τέτοιου καθεστώτος θα είναι να κάνει έκκληση στους εργάτες ολόκληρης της Ευρώπης και διεθνώς να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να ξεκινήσουν το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η πρώτη του ενέργεια θα πρέπει να είναι η εθνικοποίηση των αποφασιστικών τομέων της οικονομίας, παίρνοντας έτσι τα μέσα παραγωγής από τα χέρια των λίγων και μετατρέποντάς τα σε κρατική ιδιοκτησία κάτω από τον δημοκρατικό έλεγχο και διοίκηση των ίδιων των εργατών.

Μια κυβέρνηση με ένα τέτοιο πρόγραμμα θα αντιμετώπιζε το σαμποτάζ από το κράτος από την πρώτη στιγμή. Σε τελευταία ανάλυση, για αυτό το λόγο υπάρχει. Παράλληλα όμως, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα εμπνεύσει εκατομμύρια εργάτες που θα κινηθούν, για να το υπερασπίσουν και να εφαρμόσουν στην πράξη αυτό το πρόγραμμα, καταλαμβάνοντας τα εργοστάσια και τις τράπεζες.

Σοσιαλισμός και απονέκρωση του κράτους

Κάνοντας όλα αυτά, οι εργάτες θα αρχίσουν να παραμερίζουν τους εαυτούς τους σαν τάξη, να παραμερίζουν τη συνολική ταξική διαίρεση της κοινωνίας, να παραμερίζουν το ίδιο το κράτος σαν κράτος. Όπως έγραψε ο Ένγκελς, «η πρώτη ενέργεια, στην οποία προχωράει το κράτος σαν εκπρόσωπος του συνόλου της κοινωνίας – η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής στο όνομα την κοινωνίας – είναι την ίδια στιγμή η τελευταία του ανεξάρτητη πράξη σαν κράτος. Η επιρροή της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις καθίσταται ασήμαντη στη μια σφαίρα μετά την άλλη και μετά εξαφανίζεται. Η κυβέρνηση των προσώπων αντικαθίσταται από τη διοίκηση των πραγμάτων και την κατεύθυνση των διαδικασιών της παραγωγής».

Και πάλι, σε αυτά τα λόγια δεν υπάρχει ίχνος ουτοπισμού. Ο Ένγκελς δεν επινόησε με το μυαλό του κάποια νέα τέλεια κοινωνική τάξη, αλλά μελέτησε τη γέννηση μιας νέας κοινωνίας μέσα από τα σπλάχνα της παλιάς. Ο σκοπός του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού είναι να θέσει ένα τέλος στους ταξικούς διαχωρισμούς, να δημιουργήσει μια κοινωνία, όπου θα γίνει πραγματικότητα αυτό που ο Μαρξ είχε πει: «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Κάτι τέτοιο απαιτεί τη δημιουργία μιας οικονομίας υπεραφθονίας, κάτι που είναι απόλυτα εφικτό στη βάση της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, εάν απαλλαχτούμε από την αναρχία της αγοράς. Το χτίσιμο μιας τέτοιας οικονομίας απαιτεί το συνειδητό σχεδιασμό και την οργάνωση της παραγωγής, της κατανομής και της ανταλλαγής.

Η κυβέρνηση των προσώπων πρέπει να αντικατασταθεί από τη διοίκηση των πραγμάτων. Αυτή θα είναι η λειτουργία του νέου εργατικού κράτους, το οποίο από την αρχή θα είναι μόνο ένα ημι-κράτος, το οποίο θα μαραίνεται και θα σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι να «πεθάνει από μόνο του», όπως το έθεσε ο Ένγκελς.

Η εισαγωγή μικρότερης εργάσιμης βδομάδας θα επιτρέψει σε όλους να έχουν τον απαραίτητο χρόνο, για να συμμετέχουν στη διοίκηση όλων των ζητημάτων της κοινωνίας και όταν όλοι διοικούν την κοινωνία, τότε το κράτος παύει να υπάρχει. Η τρομερή σπατάλη της λειτουργίας του γραφειοκρατικού κράτους θα σταματήσει, αφού οι διοικητικές λειτουργίες θα περιοριστούν στις πραγματικά αναγκαίες, οι οποίες θα αμείβονται με ίδιους μισθούς όπως και όλοι οι εργαζόμενοι. Παρόμοια, η τεράστια σπατάλη πόρων των «ειδικών ένοπλων σωμάτων», για να μας κρατούν στη θέση μας, θα γίνουν πολύ γρήγορα μη αναγκαία.

Το κράτος δεν υπήρχε αιώνια. Οι πρώιμες κοινωνίες δεν το είχαν ανάγκη. Σε κάποιο συγκεκριμένο στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης, όπου εμπεριείχε απαραίτητα τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, γεννήθηκε το κράτος εξ’ αιτίας αυτής της διαίρεσης. Σήμερα, αυτή η ταξική διαίρεση της κοινωνίας όχι μόνο δεν είναι αναγκαία, αλλά έχει μετατραπεί σε ένα αξεπέραστο εμπόδιο για τη μελλοντική εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Το καθήκον του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι να βγάλει αυτό το εμπόδιο από το δρόμο. Τότε, όπως εξήγησε ο Ένγκελς: «η κοινωνία, η οποία θα αναδιοργανώσει την παραγωγή στη βάση της ελεύθερης και ισότιμης συνεργασίας των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό στη θέση που του ανήκει: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στον τροχό και το μπρούντζινο ακόντιο».

Όμως, προτού ο μαρξισμός κατακτήσει το κράτος, θα πρέπει πρώτα να κατακτήσει το εργατικό κίνημα. Ένα από τα μεγαλύτερα όπλα που έχουμε στη διάθεσή μας, για να δώσουμε με επιτυχία αυτή την ιδεολογική μάχη, είναι η σοβαρή μελέτη των γραπτών του Φρίντριχ Ένγκελς.

Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου

Η μπροσούρα του Ένγκελς «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», γραμμένη το 1876 και δημοσιευμένη 20 χρόνια αργότερα, περιέχει πολλές καταπληκτικές εμβαθύνσεις στη θεωρία τις ανθρώπινης εξέλιξης.

Ο Ένγκελς, έχοντας στη διάθεσή του μόνο ελάχιστα απολιθώματα ή ενδείξεις, κατάφερε να προτείνει μια σταθερή και συνεπή εξήγηση της εξέλιξης του ανθρώπου που προχωρούσε μπροστά από τις τότε σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις, επειδή εφάρμοσε τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού. Αυτή η ερμηνεία παραμένει ως σήμερα ο κύριος μοχλός της μαρξιστικής αντίληψης της εξέλιξης του ανθρώπου.

Μια εξέταση της εργασίας του, στο φως των σύγχρονων επιστημονικών κατακτήσεων και θεωριών, μπορεί ίσως να ανατρέψει αυτή ή εκείνη τη δευτερεύουσα λεπτομέρεια της δουλειάς του Ένγκελς, αλλά θα δείξει πως το γενικό περιεχόμενο των επιχειρημάτων του ήταν σωστό. Με άλλα λόγια, η μπροσούρα αυτή παραμένει ένα εκπληκτικό παράδειγμα της διαλεκτικής μεθόδου.

Διαλεκτικός υλισμός

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατέληξαν στην ίδια φιλοσοφική μέθοδο – στο διαλεκτικό υλισμό – αν και χρησιμοποίησαν διαφορετικούς δρόμους. Η αντίληψή τους ήταν υλιστική, με την έννοια πως θεωρούσαν πως όλα τα φυσικά φαινόμενα και η κοινωνική εξέλιξη βασίζονταν, σε τελική ανάλυση, στις υλιστικές εξελικτικές διαδικασίες και όχι σε πνευματικές ή μεταφυσικές (ιδεαλιστικές) αιτίες. Την ίδια στιγμή, θεώρησαν πως η κοινωνία και η φύση βρίσκονται σε μια σταθερή διαδικασία διαλεκτικής αλλαγής, που σημαίνει αλλαγές μέσα από αντιθέσεις. Τα πάντα βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, γεννιούνται και εξαφανίζονται.

Και οι δύο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, εφάρμοσαν τη φιλοσοφική τους μέθοδο ειδικά στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, στον ιστορικό υλισμό. Το βασικότερο έργο του Μαρξ, το Κεφάλαιο, αποκάλυψε τους γενικούς νόμους της κίνησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά οι δύο μεγάλοι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού προσπαθούσαν να εξηγήσουν πως ο καπιταλισμός είναι μόνο ένα απλό στάδιο στην κοινωνική εξέλιξη. Όπως ακριβώς το καπιταλιστικό σύστημα γεννήθηκε σαν το αποτέλεσμα των κοινωνικών δυνάμεων και των αντιθέσεων της φεουδαρχικής κοινωνίας, έτσι θα ανατραπεί από τις αντιθέσεις που μεταφέρει μέσα του, για να αντικατασταθεί από μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Η έμφαση που έδωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στη μεταβατική φύση του καπιταλισμού, τους οδήγησε αναπόφευκτα σε μια εξέταση των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών. Προσπάθησαν να αποδείξουν πως η μέθοδος του ιστορικού υλισμού, όπως ακριβώς είχε αποκαλύψει τους εσωτερικούς μηχανισμούς και νόμους του καπιταλισμού, έτσι θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε προηγούμενες κοινωνίες, αποκαλύπτοντας τους δικούς τους ειδικούς νόμους της κοινωνικής εξέλιξης.

Προχωρώντας ακόμα βαθύτερα προσπάθησαν επίσης να χρησιμοποιήσουν σύγχρονες επιστημονικές μελέτες, για να δείξουν τη γενικότερη αξία και εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού, σαν μια παγκόσμια αντίληψη του σύμπαντος. Όπως εξηγεί ο Ένγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης: «…είναι ακριβώς η διαλεκτική που αποτελεί την πιο σπουδαία μορφή σκέψης για τις φυσικές επιστήμες σήμερα, αφού από μόνη της προσφέρει την αναλογία και, συνεπώς, τη μέθοδο για την εξήγηση των επαναστατικών εξελικτικών διαδικασιών που εμφανίζονται στη φύση, των γενικών αλληλεξαρτήσεων και των μεταβάσεων από το ένα πεδίο έρευνας στο άλλο».

Οι σημειώσεις του Μαρξ και του Ένγκελς πάνω στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες χρησιμοποιήθηκαν από τον Ένγκελς στην εργασία του «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους», που δημοσιεύτηκε 100 χρόνια πριν. Οι προσωπικές σημειώσεις και τα δοκίμια του Ένγκελς πάνω στις σχέσεις μεταξύ της επιστήμης και του διαλεκτικού υλισμού δημοσιεύτηκαν μόλις το 1924, σχεδόν 30 χρόνια μετά το θάνατο του, στη «Διαλεκτική της Φύσης».

Υπήρχε συνεπώς μια φυσική γέφυρα που ένωνε τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς σε πολιτικά ζητήματα και το ενδιαφέρον του Ένγκελς για την ανθρωπολογία και την προέλευση της ανθρωπότητας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν θεωρήσει τη δαρβινική θεωρία της Φυσικής Επιλογής σαν τον θρίαμβο του υλισμού, επειδή έβαζε μια επιστημονική βάση στην ανάπτυξη του ανθρώπου από «κατώτερα» ζώα. Μετά τον Δαρβίνο, η προέλευση του ανθρώπινου είδους βασίστηκε σταθερά πάνω στις φυσικές επιστήμες και όχι στη θεολογία ή τη μεταφυσική.

Κοινωνικό ζώο

Αλλά ενώ ο Δαρβίνος έδωσε έμφαση στις υλικές ομοιότητες μεταξύ του ζωικού βασιλείου και του Homo Sapiens (του σύγχρονου ανθρώπου), ο Ένγκελς επικεντρώθηκε στις διαφορές. Το ανθρώπινο είδος, αν και ήταν το αποτέλεσμα των υλικών εξελικτικών διαδικασιών του ζωικού κόσμου, είναι παρ’ όλα αυτά ένα μοναδικό κοινωνικό ζώο. Χωρίς ποτέ να εγκαταλείπουν τη σταθερή βάση του υλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς προσπάθησαν να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι ποσοτικές επαναστατικές αλλαγές, που συνέβησαν στους πιθήκους, δημιούργησαν ένα ποιοτικά διαφορετικό είδος, ένα μοναδικό, σκεπτόμενο, κοινωνικό ζώο. Ο άνθρωπος, εξήγησε ο Ένγκελς, ήταν το μόνο ζώο που χρησιμοποίησε την εργασία – μια συνειδητή αλληλεπίδραση με τη φύση, που προκαλούσε σκόπιμα αλλαγές στη φύση προς όφελος του ανθρώπου, αλλά άλλαζε και τον ίδιο τον άνθρωπο μέσα από την ίδια διαδικασία.

Η κεντρική ιδέα του δοκιμίου του Ένγκελς για το ρόλο της εργασίας ήταν να δείξει πως η ανθρώπινη εργασία και η κοινωνική οργάνωση δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα, όσο η αιτία της ανάπτυξης του ανθρώπινου χεριού και του μυαλού, εκείνων δηλαδή των ικανοτήτων που γενικά χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν τις ανθρώπινες ομοιότητες. Ο Ένγκελς εξήγησε ότι «η εργασία είναι η θεμελιώδης βασική συνθήκη για την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού έπαιξε έναν τέτοιο ρόλο που, με μια έννοια, μπορούμε να πούμε πως η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο». Η αντίληψη του Ένγκελς βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με εκείνους, οι οποίοι έβλεπαν την ανθρώπινη εξέλιξη μέσα από τον «πολιτισμό», σαν μια διαδικασία που υποκινείτο από ιδέες και σκέψεις.

Ο Ένγκελς παραπονέθηκε ότι «όλη η ουσία για το άμεσα πλεονεκτήματα του πολιτισμού αποδόθηκε στο μυαλό, στην ανάπτυξη και τη δραστηριότητα του νου. Οι άνθρωποι συνήθισαν να ερμηνεύουν τις ενέργειές τους με τις σκέψεις τους αντί με τις ανάγκες τους… ακόμα και οι πιο υλιστές φυσικοί επιστήμονες της δαρβινικής σχολής είναι ανίκανοι να σχηματίσουν την οποιαδήποτε καθαρή ιδέα για την προέλευση του ανθρώπου, επειδή, κάτω από την ιδεολογική επιρροή της κυρίαρχης αντίληψης, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το ρόλο που έπαιξε η εργασία σε αυτή τη διαδικασία».

Η ιδεαλιστική αντίληψη της προέλευσης τις ανθρωπότητας βρήκε την έκφρασή της στους επιστημονικούς κύκλους στη γενικότερη θεωρία πως το ανθρώπινο είδος ανέπτυξε ένα μεγάλο εγκέφαλο πριν από την ανάπτυξη του χεριού και πριν γίνει δίποδο ζώο, (δηλαδή πριν περπατήσει όρθιο). Υπνωτισμένοι από τις απορίες της κοινωνίας, οι επιστήμονες των ημερών του Ένγκελς (και αργότερα) υποβάθμισαν τα πιο εκπληκτικά επιτεύγματα του εργαζόμενου χεριού.

Ο ρόλος της εργασίας

Με σχεδόν πλήρη έλλειψη της οποιασδήποτε έμμεσης η άμεσης επιστημονικής απόδειξης και χρησιμοποιώντας μόνο τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού, ο Ένγκελς μπόρεσε να δείξει πως οι «αποδεκτές» επιστημονικές θεωρίες της ανθρώπινης εξέλιξης ήταν λαθεμένες. Το δοκίμιό του εξηγεί πως η όρθια στάση και ο διποδισμός του πρωτόγονου ανθρώπου απελευθέρωσε τα χέρια και η χρησιμοποίησή τους οδήγησε σε παραπέρα προσαρμογή και ανάπτυξη του χεριού, έτσι που το χέρι ήταν ταυτόχρονα το «όργανο» και το «δημιούργημα» της εργασίας.

Η συνειδητή αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση – που άλλαξε την ίδια στιγμή και τους δύο ­- ήταν μια ενεργή εξελικτική διαδικασία, σε αντίθεση με τις αλληλεπιδράσεις των υπολοίπων ζώων με τη φύση, οι οποίες είναι εντελώς παθητικές. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που ασχολήθηκε με την εργασία.

«Τα ζώα, με μια ευρύτερη εύνοια, έχουν επίσης εργαλεία, αλλά μόνο σαν προεκτάσεις του σώματός τους… μόνο ο άνθρωπος πέτυχε να βάλει τη σφραγίδα του στη φύση…», έγραφε ο Ένγκελς. Αλλά η χρήση και η κατασκευή των εργαλείων, εξήγησε ο Ένγκελς, αύξησε επίσης τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητα της κοινής δραστηριότητας, της κοινωνικής εργασίας. Η κατασκευή εργαλείων και η κοινωνική εργασία έβαλαν μαζί το ζήτημα της αναγκαιότητας της γλώσσας και της ομιλίας.

«Πρώτα έρχεται η εργασία και μετά, μαζί με αυτήν, η άρθρωση του λόγου – αυτά ήταν τα δύο θεμελιώδη κίνητρα κάτω από την επίδραση των οποίων ο εγκέφαλος του πιθήκου βαθμιαία εξελίχθηκε σε αυτόν του ανθρώπου».

Η παραπέρα εξέλιξη του εγκεφάλου θα αλληλεπιδρούσε βέβαια με τις εργασιακές διαδικασίες και τις κοινωνικές εξελίξεις, για να δημιουργήσουν μεγαλύτερη ικανότητα για ομιλία, αμφισβήτηση, δικαιοσύνη και αφηρημένη σκέψη. Οι συσσωρευμένες συνέπειες αυτών των διαδικασιών αλληλεπίδρασης οδήγησαν στη δημιουργία του ανθρώπου.

«Μέσα από τη συνδυασμένη λειτουργία των χεριών, των οργάνων λόγου και του εγκεφάλου, όχι μόνο σε κάθε άτομο ξεχωριστά αλλά και γενικά στην κοινωνία, τα ανθρώπινα όντα έγιναν ικανά να εκτελούν πιο σύνθετες λειτουργίες…»

Η κοινωνική συσσώρευση γνώσης, ικανότητας και επιδεξιότητας σήμανε πως όλα αυτά μπορούσαν να περάσουν μέσω του λόγου από τη μια γενιά στην επόμενη. Έτσι, δρομολογήθηκε συνεπώς η πολιτιστική εξέλιξη.

Μια επανεξέταση των ιδεών του Ένγκελς, στο φως των συγχρόνων ανακαλύψεων, αποδεικνύει την αξία τους. Εάν ο Ένγκελς ζούσε σήμερα, αναμφίβολα, θα βυθιζόταν στο πλήθος των λεπτομερειών, των γεγονότων και της σύγχρονης γνώσης και, αφού θα τα μελετούσε με σχολαστικό τρόπο, θα ξανάγραφε το «Ρόλο της εργασίας στη εξανθρώπιση του πιθήκου», με τις ίδιες θεμελιώδεις ιδέες.

Γράφτηκε το 1995, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από το θάνατο του Ένγκελς.

.

Karl Marx & Friedrich Engels “Η Γερμανική ιδεολογία” (Α+Β Τόμοι)

 



«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης.

Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική ιστορία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους μα, αντίθετα, το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή – πράγμα που αποτελεί μονάχα νομική γι’ αυτό έκφραση – με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται , αργότερα ή γρηγορότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή την σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της.

Όσο λιγότερο μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, άλλο τόσο μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση της, μάλλον πρέπει να εξηγήσουμε τη συνείδηση αυτή απ’ τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, απ’ τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις.

Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξης τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκεί που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεχτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι.

Σε γενικές γραμμές μπορούν, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής να χαρακτηρισθούν σαν προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή του κοινωνικού προτσές της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που ξεπηδά από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις, όμως, που αναπτύσσονται στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μαζί μ’ αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό κλείνει επομένως η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας»

 

Τόμος Α:   https://grassrootreuter.files.wordpress.com/2014/11/ceb7-ceb3ceb5cf81cebcceb1cebdceb9cebaceae-ceb9ceb4ceb5cebfcebbcebfceb3ceb9ceac-1.pdf


  Τόμος Β:   https://grassrootreuter.files.wordpress.com/2014/11/ceb3ceb5cf81cebcceb1cebdceb9cebaceae-ceb9ceb4ceb5cebfcebbcebfceb3ceafceb12.pdf
  



 

.

Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς “Η Αγία Οικογένεια”

 



Η Αγία Οικογένεια ανήκει σε αυτά που θα χαρακτηρίζαμε νεανικά έργα των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Γραμμένο στα 1844 και δημοσιευμένο στα 1845, το έργο αυτό συνιστά ένα από τα κλασικά φιλοσοφικά κείμενα που αποτελεί μάλιστα προϊόν της για πρώτη φορά συνεργασίας των Μαρξ-Ένγκελς, με βασικό στόχο την αποδόμηση της ιδεαλιστικής σκέψης και -ειδικότερα- του νεοεγελιανού συστήματος των αδερφών Μπρούνο και Έντγκαρ Μπάουερ, που αναπτυσσόταν εκείνη την περίοδο. Σκοπός των νεοεγελιανών και πιο συγκεκριμένα της αριστερής πτέρυγάς τους, ήταν η προσπάθεια διατήρησης του πυρήνα της εγελιανής Λογικής, ταυτόχρονα με την ριζοσπαστικοποίησή της, από μια βέβαια εξίσου ιδεαλιστική, άρα κι αντιδραστική τελικά προοπτική. Οι προσπάθειες αυτές των νεοεγελιανών, στους οποίους εντάσσονταν και οι Στίρνερ, Φόυερμπαχ, Μος, Ρούνγκε κ.α., αντανακλούσαν στο ιδεολογικό πεδίο τις προσπάθειες της ανερχόμενης γερμανικής αστικής τάξης να πάρει την σκυτάλη στο ιστορικό προτσές, σπάζοντας τα δεσμά του προηγούμενου, φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Η Αγία Οικογένεια, συνιστά έτσι μια κριτική συνολικά, μια κριτική της κριτικής κριτικής, δηλαδή μια κριτική του φιλοσοφικού συστήματος που αποστασιοποιείται από την υλική πραγματικότητα για να παρουσιάσει την δραστηριότητα της νόησης σαν την πραγματική αιτία της ιστορικής κίνησης. Η κριτική κριτική, είναι ο όρος που περιγράφει το σύστημα των νεοεγελιανών, οπότε η κριτική αυτής, είναι η διαλεκτικο-ιστορικοϋλιστική αντίληψη των Μαρξ-‘Ενγκελς που της επιτίθεται.

Το έργο, σε όλα τα κεφάλαιά του, κινείται στον συγκριτικό άξονα κριτικού και μαζικού, όπου ως κριτικό εννοείται το πνευματικό κι ως μαζικό εννοείται το υλικό, το αντικειμενικό, αυτό δηλαδή που υπάρχει πέρα κι έξω από τη συνείδησή μας, και που αυτοκινείται, αυτοαναπτύσσεται με βάση τις εσωτερικές του αντιθέσεις. Οι αντικειμενικοί ιδεαλιστές όπως οι αδερφοί Μπάουερ αρνούνται την ύπαρξη εσωτερικών αντιθέσεων στον υλικό κόσμο, ανάγοντας τις αντιθέσεις στον κόσμο του Πνεύματος, ακολουθώντας το γενικό σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση. Η ιδεαλιστική κριτική κριτική επομένως, φροντίζει να αναποδογυρίζει την κίνηση του Ιστορικού, μετατρέποντας το Ιστορικό σε Λογικό, και το Λογικό σε Ιστορικό. Ακυρώνει με τον τρόπο αυτό την πραγματική κίνηση του κόσμου, ταυτίζοντάς την με κάθε τι μαζικό, κάτι που έπεται του κριτικού, δηλαδή του πνευματικού. Συνάγεται άρα, ότι αν με το κριτικό δηλώνεται το πνευματικό που τίθεται σαν το πρωτεύον έναντι του υλικού, τότε η απάντηση στο οντολογικό φιλοσοφικό ερώτημα γύρω από τη σχέση Είναι και Νόησης που δίνεται από την κριτική κριτική -όπως κι από κάθε ιδεαλιστική θεωρία- είναι ότι η Νόηση προηγείται της ύλης, η ύλη είναι απλώς ένα παράγωγο. Η διαμάχη για τους νεοεγελιανούς, αφορά τελικά στη διαφορά της πνευματικότητας με την αντιπνευματικότητα. Αυτό θα φανεί περισσότερο στην πορεία.

Ήδη στον πρόλογο, μας γίνεται γνωστή η ιδεαλιστική αντικατάσταση του πραγματικού από τη «συνείδηση», δηλαδή παρουσιάζεται η ίδια η ουσία της ανειρήνευτης αντίθεσης ανάμεσα στα δύο φιλοσοφικά συστήματα, τον ιδεαλισμό και τον υλισμό: «Ο πραγματικός ουμανισμός δεν έχει στη Γερμανία πιο επικίνδυνο εχθρό απ’ τον σπιριτουαλισμό ή θεωρητικό ιδεαλισμό, που βάζει στη θέση του πραγματικού ανθρώπου την «αυτοσυνείδηση» ή το «πνεύμα».

Αυτός ο θεωρητικός ιδεαλισμός πάει χέρι-χέρι με την θρησκευτική ανανέωση και την απόπειρα ανασκευής της θεολογικής ερμηνείας του κόσμου, σε μια μεταβατική για την κατακερματισμένη Γερμανία περίοδο, που περνούσε πιο καθυστερημένα σε σχέση με άλλες καπιταλιστικές χώρες (πχ. Αγγλία, Γαλλία) στις νέες, αστικές παραγωγικές σχέσεις. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως και στην περίπτωση του Χέγκελ, έτσι και στους θεωρητικούς του επιγόνους του, πίσω από την κατηγορία «Πνεύμα» και «Ιδέα» πρέπει να βλέπουμε τον Θεό και την βούλησή του.

Έτσι, η κριτική κριτική γνωρίζει την Ιστορία όχι όπως αυτή συνέβη πραγματικά, δηλαδή μαζικά σύμφωνα μ’ αυτήν, αλλά όπως της αυτοπαρουσιάστηκε πνευματικά. Η Ιστορία με αυτό τον τρόπο, γίνεται ένα εσωτερικό προτσές, που απλά εξωτερικεύεται, δεν είναι μια εσωτερική διαδικασία που υπόκειται σε αντικειμενικούς νόμους και αντανακλάται στην ανθρώπινη συνείδηση κι έτσι εσωτερικεύεται ως Λογική από το γνωστικό υποκείμενο. Με βάση αυτή την αντιστροφή-διαστρέβλωση, για τους κριτικούς κριτικούς, οι εργοστασιοπόλεις προϋπήρχαν των εργοστασίων ως τέτοιες, σε αντίθεση προς την μαζική ιστορία, που προϋποθέτει την ανάδυση των εργοστασίων για τον χαρακτηρισμό της πόλης ως εργοστασιούπολης. Ανάλογα αντιστρέφονται και άλλα φαινόμενα και όψεις του αντικειμενικού Είναι.

Γενικότερα, οι Μαρξ-‘Ενγκελς, ασκούν κριτική στην κριτική κριτική πως αυτή αρνείται να αναγνωρίσει το αντικείμενο ως καθοριστικό, ανάγοντας σε υποκείμενο τις νοητικές αφαιρέσεις, δίνοντας δηλαδή υπόσταση σε πλάσματα του πνεύματος. Για παράδειγμα στο κεφάλαιο ΙV, γράφει ο Μαρξ σχετικά με την αγάπη πως «ο κύριος Έντγκαρ (ενν. τον Μπάουερ) μεταβάλλει την αγάπη σε θεά […] αφού κάνει από τον άνθρωπο που αγαπάει, την αγάπη του ανθρώπου, τον άνθρωπο της αγάπης, χωρίζει την αγάπη από τον άνθρωπο -σαν ένα πλάσμα ιδιόρρυθμο- και το υποκειμενοποιεί σαν τέτοιο»Και συνεχίζει με επαγωγικό συλλογισμό, σημειώνοντας πως «Μ’ αυτήν την απλή διεργασία, μ’ αυτήν την μετατροπή του κατηγορουμένου σε υποκείμενο, μπορεί να μετασχηματίσει κανείς κριτικά όλους τους ορισμούς, όλες τις εξωτερικεύσεις της φύσης του ανθρώπου, σε σύγχυση και αλλοτριώσεις της φύσης».

Έξω όμως από το πεδίο της κριτικής τους, οι Μαρξ-Ένγκελς δεν αφήνουν ούτε τις απόψεις των κριτικών κριτικών για την πολιτική οικονομία. Ειδικά στα κεφάλαια που είναι αφιερωμένα στις οικονομικές αντιλήψεις του Προυντόν, οι κλασικοί μας δίνουν μια πολύ συνεκτική εικόνα για τη διαλεκτική αστικής κι εργατικής τάξης, τη σχέση δηλαδή όπου ο ένας όρος προϋποθέτει και την ίδια στιγμή αποκλείει τον άλλον. Παρατηρούμε συνεπώς, πως ήδη από το 1844, διαμορφώνεται η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, η οποία και φτάνει λίγο αργότερα, με την συγγραφή της Γερμανικής Ιδεολογίας (1845-1846), στην πλήρη της έκφραση. Ενδεικτικά, παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν το ξεκάθαρο περιεχόμενο της μαρξιστικής σκέψης σε εκείνη τη φάση: «Αντίθετα το προλεταριάτο σαν προλεταριάτο είναι αναγκασμένο ν’ αναιρέσει τον εαυτό του και μαζί την αντίθεση που το προσδιορίζει και που το κάνει να είναι προλεταριάτο, την ατομική ιδιοκτησία. Είναι η αρνητική πλευρά της αντίθεσης. […] Μέσα λοιπόν στην αντίθεση ο ιδιοκτήτης είναι η συντηρητική, ο προλετάριος η καταστροφική πλευρά. Από τον πρώτο εκπορεύεται η πράξη της διατήρησης της αντίθεσης, από τον δεύτερο η πράξη της καταστροφής της. […] Η ατομική ιδιοκτησία σύρεται εννοείται μόνη της από την πολιτικοοικονομική της κίνηση στην ίδια την κατάργησή της».

Στα αποσπάσματα αυτά, διακρίνουμε όχι μόνο την ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής που αντανακλά σωστά τον υλικό κόσμο -φυσικό και κοινωνικό- ως ενιαία ολότητα που μεταβάλλεται διαρκώς, αλλά και τον ειδικό νόμο που προσιδιάζει στους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς και πιο συγκεκριμένα στον καπιταλιστικό, όπου αυτός ο ίδιος ετοιμάζει τις συνθήκες για την ανατροπή του. Ο καπιταλισμός παράγει τον νεκροθάφτη του.

Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι όπως στα περισσότερα νεανικά έργα του, έτσι και στην Αγία Οικογένεια, ο Μαρξ χρησιμοποιεί εκτενώς την φιλοσοφική κατηγορία της αλλοτρίωσης, προκειμένου να προσδιορίσει την ουσία της ζωής τόσο των εκμεταλλευτικών όσο και των εκμεταλλευομένων τάξεων, στην τελευταία ιστορική εκμεταλλευτική κοινωνία. Γράφει συγκεκριμένα ο Μαρξ πως «Η τάξη των εχόντων και η τάξη του προλεταριάτου παρουσιάζουν την ίδια ανθρώπινη αυτοαλλοτρίωση. Η πρώτη όμως τάξη νιώθει άνετα και επαληθευόμενη μέσα σ’ αυτήν την αυτοαλλοτρίωση. […] Η δεύτερη τάξη νιώθει αφανισμένη μέσα στην αλλοτρίωση, σ’ αυτήν βλέπει την αδυναμία της και την πραγματικότητα μιας απάνθρωπης ύπαρξης».

Η κατηγορία της αλλοτρίωσης εισάγεται δυναμικά στο κείμενο για να εμπεδωθεί η τραγικότητα που βιώνεται κι απ’ τους δύο πόλους της κοινωνικής αντίθεσης, απ’ τη μια ως υποταγή στον Θεό-Κεφάλαιο, κι απ’ την άλλη ως υποταγή στις αναγκαστικές υλικές σχέσεις που στερούν απ’ τον εργάτη όλη τη ζωτικότητά του, επιβάλλοντάς του να να παράγει το κοινωνικό προϊόν που δεν ιδιοποιείται καν ο ίδιος. Με την επαναστατική μεταβολή του κόσμου στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ο άνθρωπος βρίσκει την αυτοπραγμάτωσή του.

Για την κριτική κριτική βέβαια, η υπόθεση της ταξικής πάλης αντιμετωπίζεται κριτικά, σαν μια μαζική σχέση, υποδεέστερη κατά πολύ της ανώτερης πνευματικής δραστηριότητας. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ιδεαλισμό γενικά και με τους νεοεγελιανούς ειδικά, αυτή η πνευματική δραστηριότητα είναι σε θέση να μετασχηματίσει την πραγματικότητα, εφόσον τοποθετείται στην βάση της κίνησης του κόσμου. Αν επομένως καταργήσεις νοητικά μια κατάσταση, τότε απελευθερώνεσαι απ’ αυτήν. Σε αυτό έγκειται η δύναμη της «καθαρής σκέψης» την οποία στηλιτεύει ο Μαρξ στο ακόλουθο σημείο: «Αυτοί όμως οι μαζικοί, οι κομμουνιστές εργάτες που δουλεύουν στα εργαστήρια […] δεν πιστεύουν πως μπορεί μόνο με την καθαρή σκέψη να ξεφορτωθούν τους βιομηχάνους αφέντες τους […] Αντίθετα, η κριτική κριτική τους διδάσκει πως θα πάψουν να είναι μισθωτοί εργάτες, στην πραγματικότητα αν αναιρέσουν στη σκέψη τη σκέψη της μισθωτής εργασίας […]».

Με την αστείρευτη δηκτική ειρωνεία του, ο Μαρξ ξεγυμνώνει και χτυπάει την μέθοδο της ιδεαλιστικής αντιστροφής του πραγματικού. Εξηγεί, πως οι ιδεαλιστές εξάγουν απ’ τα πραγματικά αντικείμενα την γενική τους, δηλαδή την αφηρημένη ιδέα τους, κι έπειτα ξεκινώντας απ’ αυτήν ακριβώς την γενική ιδέα, ορίζουν τα πραγματικά αντικείμενα σαν μορφές αυτής της ιδέας. Με λίγα λόγια μετατρέπουν τις νοητικές αφαιρέσεις σε υπαρκτά όντα, θεωρώντας πως αυτό που είναι το πρωτεύον, άρα και το καθοριστικό, είναι οι λογικές κατηγορίες. Αυτό εννοεί ο Μαρξ όταν μας αναλύει τη μέθοδο του ιδεαλιστικού συστήματος: «Μα ο φιλόσοφος εκφράζοντας με θεωρητικό τρόπο αυτές τις υπάρξεις, κάνει κάτι σοβαρό […] Παράγει τα πραγματικά, φυσικά πλάσματα, το μήλο, το αχλάδι κλπ, απ’ το μη πραγματικό· απ’ το πλάσμα της λογικής «φρούτο», δηλαδή δημιουργεί απ’ το δικό του αφηρημένο λογικό πλάσμα, που το φαντάζεται σαν απόλυτο υποκείμενο έξω απ’ αυτόν, […] αυτά τα φρούτα»Λίγο μετά, μας λέει πως η υποστασιοποίηση της ουσίας, η αναγωγή της σε υποκείμενο αυθύπαρκτο που εξωτερικεύεται σε τρόπους ύπαρξής του, αποτελεί την τυπική εγελιανή μέθοδο.

Προαναφέρθηκε, πως σύνολη η Αγία Οικογένεια, είναι μια κριτική της θεωρητικής αντιπαράθεσης κριτικού-μαζικού που μπάζουν στο ιδεολογικό πεδίο οι νεοεγελιανοί, ακολουθώντας την παράδοση που έφτασε ο Μεγάλος Δάσκαλος (Χέγκελ) στην τελειότερη έκφρασή της, δηλαδή τον ύψιστο ιδεαλισμό. Ως κριτικό εννοείται το πνευματικό, ως μαζικό το υλικό. Τα δύο στοιχεία που συγκρούονται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, βρίσκονται σε αλληλοσύνδεση, θα λέγαμε σε διαλεκτική σχέση ενότητας και πάλης. Το κριτικό, είναι για τους κριτικούς κριτικούς, το θετικό που συμπληρώνεται από το μαζικό, που είναι το αρνητικό, κατ’ αντιστοιχία προς το πνεύμα που προσδιορίζεται από το μη πνεύμα. Το κριτικό επομένως ταιριάζει στην κοινωνική ελίτ, στην αριστοκρατία του πνεύματος, εντός της οποίας ενσαρκώνεται το «Απόλυτο Πνεύμα». Κι αφού πίσω από το απόλυτο πνεύμα κρύβεται η ουσία του θεϊκού λόγου, δεν θα ‘ταν άτοπο να ισχυριστούμε πως ο θεός ως βούληση που κινεί τα πάντα, αποκαλύπτεται στην ελίτ της κοινωνίας, σε αντίθεση προς την μάζα που παραμένει αμόρφωτη, ουραγός των γεγονότων. Την ξεκάθαρη αλληλοσύνδεση του Μπάουερ με τον Χέγκελ, κι από ‘κει της Ιστορίας του Πνεύματος με τον Θεό, την αναδεικνύει ο Μαρξ στο παρακάτω απόσπασμα: «[…] εκείνη η σχέση που αποκαλύφτηκε από τον κύριο Μπρούνο δεν είναι άλλη από την κριτικά γελοιογραφική ολοκλήρωση της Χεγκελιανής αντίληψης της Ιστορίας, που κι αυτή δεν είναι άλλη από τη θεωρητική έκφραση του Χριστιανογερμανικού δόγματος για την αντίθεση πνεύματος και ύλης, θεού και κόσμου. Αυτή η αντίθεση εκφράζεται έτσι μέσα στην ιστορία, στον ίδιο τον κόσμο των ανθρώπων: ότι λίγα εκλεκτά άτομα, στα οποία είναι προσωποποιημένο το δραστήριο πνεύμα, αντιτάσσεται στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, τη δίχως πνεύμα μάζα».

Συνοψίζοντας, η κριτική κριτική προτάσσει το ισχυρό πνεύμα των ελίτ ως το απόλυτο πνεύμα που στέκεται πάνω κι έξω από τη μάζα, η οποία απλώς υποφέρει παθητικά την εκδίπλωση του Λόγου. Όπως και στις Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ, έτσι κι εδώ, ο Μαρξ ψέγει την άποψη ότι η ουσιώδης πρακτική δράση του ανθρώπου είναι η νοητική. Για παράδειγμα, στην 5η θέση του για τον Φόϋερμπαχ, σημειώνει πως ο τελευταίος «δεν συλλαμβάνει τον αισθητό κόσμο σαν πρακτική, ανθρώπινη-αισθητηριακή δραστηριότητα», ενώ στην Αγία Οικογένεια αποφαίνεται πως «Η πράξη του μετασχηματισμού της κοινωνίας υποβιβάζεται σε δραστηριότητα του μυαλού της κριτικής κριτικής».

Ένα τελευταίο -νομίζω κομβικό- σημείο για την ευρύτερη κατανόηση του έργου, προκύπτει από την ανάγνωση του κεφαλαίου με τίτλο «Το Ζήτημα των Εβραίων Νο ΙΙΙ». Εκεί, ο Μαρξ μας γνωρίζει ότι οι λόγοι για τους οποίους η εβραϊκή πρακτική και ιδεολογία, δηλαδή ο κοσμικός και θρησκευτικός εβραϊσμός, (ένα ζήτημα που απασχολούσε πολύ την τοτινή γερμανική κοινωνία) θα εξακολουθήσουν να παράγονται όσο θα αναπαράγονται οι αστικές υλικές συνθήκες. Καμία θρησκεία, όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής συνείδησης δεν μπορεί να ερμηνευτεί αφεαυτού της, αλλά μόνο ως στοιχείο του εποικοδομήματος που υψώνεται πάνω στην βάση του εκάστοτε τρόπου παραγωγής. Είναι η ίδια θέση που ανέπτυξε ο Μαρξ ένα χρόνο πριν, στο Εβραϊκό Ζήτημα (1843), στο επίκεντρο του οποίου βρισκόταν πάλι η σκέψη του Μπρούνο Μπάουερ. Χωρίς την υλιστική ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων, η ερμηνεία της θρησκευτικής αλλοτρίωσης μένει ένα μυστήριο. Γράφει ο Μαρξ: «Η επίμονη ύπαρξη της εβραϊκής θρησκείας εξηγήθηκε από τα πρακτικά στοιχεία της αστικής κοινωνίας που βρίσκουν σ’ αυτή τη θρησκεία μια φανταστική αντανάκλαση».

Γι’ αυτόν τον λόγο, για να απελευθερωθεί η αστική κοινωνία από την αυτοαλλοτρίωσή της, απαιτείται η πραγματική δράση που θα την μετατρέψει στο αντίθετό της, φέρνοντας την κοινωνική κι όχι απλά την πολιτική χειραφέτηση. Με την κατάργηση της αστικής κοινωνίας, καταργείται και η ταξική κοινωνία γενικά. Όλες οι αντιθέσεις που παράγονται από την βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, θα βρουν νομοτελειακά την οριστική λύση τους σε εκείνον τον ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό που θέτει στο προσκήνιο την κοινωνική ανθρωπότητα κι όχι την κοινωνία των ιδιωτών.


 https://kritikitheoria.files.wordpress.com/2015/04/the_holy_family.pdf

.

Φρίντριχ Ένγκελς – Η διαλεκτική της Φύσης

 

 


Ο Μαρξ και ο Ένγκελς παρακολούθησαν προσεκτικά σ’ όλη τους τη ζωή την εξέλιξη των φυσικών επιστημών, γενικεύοντας φιλοσοφικά τα επιτεύγματά τους και φωτίζοντάς τα από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Τα προβλήματα των θεωρητικών φυσικών επιστημών καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση σ’ ένα από τα σπουδαιότερα έργα της μαρξιστικής φιλολογίας, στο Αντί-Ντύρινγκ του Ένγκελς, όπου βρίσκεται μια αναπτυγμένη έκθεση των συστατικών στοιχείων της μαρξιστικής θεωρίας. Πολυάριθμες παρατηρήσεις για προβλήματα των φυσικών επιστημών βρίσκονται σε μια σειρά άλλα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς, καθώς και στο βασικό έργο του Μαρξ “Το Κεφάλαιο”. Στην αλληλογραφία των Μαρξ και Ένγκελς δίνεται μεγάλη σημασία στα προβλήματα των φυσικών επιστημών. Αλλά ο Ένγκελς έδωσε την πιο αναπτυγμένη έκθεση, που αγκαλιάζει όλους τους βασικούς κλάδους των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών στο έργο του “Διαλεκτική της Φύσης”, που το δούλεψε σε στενή επαφή με τον Μαρξ και που, αν και ατέλειωτο, είναι υπέροχο για τον πλούτο της σκέψης του

https://pernoamparizabooks.files.wordpress.com/2015/10/cf86cf81ceafcebdcf84cf81ceb9cf87-ceadcebdceb3cebaceb5cebbcf82-ceb7-ceb4ceb9ceb1cebbceb5cf87cf84ceb9cebaceae-cf84ceb7cf82-cf86cf8dcf83.pdf 

 


John Ross: Η δημοκρατία και οι πολιτικές στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερες από τη Δύση

Σημείωση του συντάκτη:  Σε έναν διάλογο για τη δημοκρατία στο Πεκίνο την περασμένη Πέμπτη, διπλωμάτες, μελετητές και ειδικοί συζήτησαν διάφο...