Ben Gliniecki
Η κβαντική φυσική αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον τμήμα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Η θεωρία των κβάντων, αναπτυγμένη στις αρχές του 20ου αιώνα, επιτρέπει στους σημερινούς επιστήμονες να εισέλθουν σε νέα επίπεδα κατανόησης της ύλης και της κίνησης. Ένα νέο βιβλίο, Η κοινωνική επιστήμη των Κβάντων (Quantum Social Science), των Αντρέι Κρενίκοφ και Εμμάνουελ Χέιβεν προτείνει πως η εφαρμογή της λογικής της κβαντικής θεωρίας στα κοινωνικά συστήματα θα μπορούσε να οδηγήσει την κατανόησή μας για την ανθρώπινη κοινωνία σε νέα επίπεδα.
Έτσι, δίχως να έχουν επίγνωση, οι επιστήμονες αυτοί ακολουθούν τα ίχνη των Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς, οι οποίοι ανέπτυξαν τη λογική του διαλεκτικού υλισμού μέσω της φιλοσοφικής έρευνας του φυσικού κόσμου. Σε αυτή τη βάση, εφαρμόζοντας την επιστημονική λογική στην κοινωνία, ανέπτυξαν τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Η λογική πίσω από την κβαντική φυσική
Η κβαντομηχανική είναι περίπλοκη και καθώς καταλαμβάνει μια θέση στην αιχμή της ανθρώπινης γνώσης, αποτελεί ακόμα πεδίο ανταλλαγής αντίθετων επιχειρημάτων σχετικά με τη σωστή ερμηνεία και εξήγηση της κβαντικής θεωρίας. Όλα ξεκίνησαν με την παρατήρηση ότι το φως μπορεί να έχει δύο μορφές: αυτή του σωματιδίου και αυτή του κύματος.
Ο Νιλς Μπορ, διάσημος για μια σειρά από πειράματα σκέψης, τα οποία σκόπευαν να εξηγήσουν την κβαντική φυσική, έθεσε την υπόθεση ότι, με το να προσπαθήσουμε να μετρήσουμε το φως (αλλά και κάθε άλλο σωματίδιο) παρεμβαίνουμε αναπόφευκτα στο πώς αυτό συμπεριφέρεται. Το επιχείρημά του βασιζόταν στην υπόθεση ότι το ίδιο το όργανο μέτρησης επηρεάζει, με τυχαίο τρόπο και στα πλαίσια της μέτρησης, τα σωματίδια που μετρά και επομένως, προκαλεί μια σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά τους. Για αυτό το λόγο, υποστήριξε ότι το φως μπορεί να εμφανιστεί και ως σωματίδιο και ως κύμα, αλλά μόλις προσπαθήσουμε να το μετρήσουμε, τότε το φως, αναπόφευκτα, μετατρέπεται ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΑ ή σε σωματίδιο ή σε κύμα, ανάλογα με τη μέθοδο μέτρησης που χρησιμοποιείται. Κατ' επέκταση, δεν μπορεί να μετρηθεί και στις δύο μορφές ταυτόχρονα.
Η εκτίμηση αυτή, βασισμένη στην “Αρχή της Αβεβαιότητας” του Χάιζενμπεργκ, φέρνει στο προσκήνιο ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σημείο σε σχέση με τη λογική της κβαντικής φυσικής. Για να εξηγήσει με ακρίβεια το φαινόμενο, ο Μπορ διαπίστωσε ότι όσο πιο ακριβής είναι η μέτρηση της θέσης ενός σωματιδίου, τόσο λιγότερο ακριβής είναι η μέτρηση της κίνησής του και αντίστροφα. Με άλλα λόγια, διαπίστωσε μια αντίθεση μεταξύ του σωματιδίου και της κίνησής του, μεταξύ της ύλης και της κίνησης.
Η αντίφαση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της κατανόησης του σύμπαντος, καθώς είναι αδύνατο να αντιληφθούμε την ύλη χωρίς κίνηση. Όλη η ύλη βρίσκεται σε κίνηση: τα σωματίδια που αποτελούν τη βάση της ύλης βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς κίνησης, δόνησης και αλλαγής. Ο ίδιος ο πλανήτης Γη βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση γύρω από τον ήλιο, και το ηλιακό μας σύστημα βρίσκεται σε συνεχή κίνηση χάρη στις περιστροφές του Γαλαξία, ο οποίος με τη σειρά του κινείται συνεχώς σε σχέση με τους άλλους γαλαξίες.
Τι είναι διαλεκτική;
Ο Ηράκλειτος, ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, είναι γνωστός για τις ρήσεις του: “Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν” καθώς και ότι “Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά ”. Πρόκειται για τη θεώρηση της αέναης αλλαγής, κίνησης, αντίφασης και εσωτερικής σύνδεσης, στοιχεία που καθορίζουν τη διαλεκτική σκέψη.
Ο φιλόσοφος Ζήνων από την άλλη, προσπάθησε να δείξει τη χρησιμότητα της διαλεκτικής σκέψης στην κατανόηση του κόσμου, χρησιμοποιώντας πειράματα σκέψης. Έτσι, έθεσε το εξής ζήτημα:
Φανταστείτε ένα βέλος εν κινήσει. Σε κάθε μία απειροελάχιστη στιγμή στο χρόνο, (σαν μια σκηνή από ταινία) το βέλος ούτε κινείται προς την κατεύθυνση που έχει, αλλά ούτε και κινείται προς τη θέση στην οποία ήδη βρίσκεται. Επομένως, αφού σε κάθε ξεχωριστή στιγμή δεν υφίσταται κίνηση, πώς κινείται το βέλος;
Για να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό, αναγκαζόμαστε να δεχτούμε κάτι, το οποίο μοιάζει αντιφατικό εν πρώτοις – ότι το βέλος, σε κάθε ξεχωριστή στιγμή, βρίσκεται σε περισσότερες από μια θέσεις. Αυτό το πείραμα σκέψης είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για να τονίσουμε την αντιφατική φύση της κίνησης της ύλης γενικότερα, στον κόσμο.
Ο Γερμανός φιλόσοφος, Χέγκελ, προχώρησε περαιτέρω προς την κατεύθυνση οργάνωσης της διαλεκτικής σε μια συστηματική μορφή. Ο Χέγκελ, αντί να προσπαθήσει να αποβάλλει τις διάφορες αντιφάσεις, βρήκε σε αυτές την πραγματική ώθηση για κάθε ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, ο Χέγκελ παρατήρησε ότι η αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων δυνάμεων ως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε φαινομένου. Η φιλοσοφία του Χέγκελ έγκειται στην αλληλεξάρτηση, όπου το μέσον και ο σκοπός, η αιτία και το αποτέλεσμα, συνεχώς αλλάζουν θέση. Η φιλοσοφία αυτή εξηγεί την πρόοδο, με όρους αγώνα και αντίφασης, όχι ως μια ευθεία γραμμή ή μία απρόσκοπτη κίνηση θριάμβου προς τα εμπρός. Το βασικό, όμως, σφάλμα του Χέγκελ ήταν ότι θεωρούσε όλη αυτή την ανάπτυξη ως έναν αντικατοπτρισμό της κίνησης μιας μυστικιστικής Ιδέας ή ενός Παγκόσμιου Πνεύματος.
Ο Μαρξ από την άλλη, βασίστηκε μεν στη διαλεκτική μέθοδο ερμηνείας της κοινωνίας και στα διδάγματα του Χέγκελ, αλλά προχώρησε περαιτέρω συνδυάζοντας τη διαλεκτική με την υλιστική θεώρηση του κόσμου, η οποία αντιμετωπίζει τον πραγματικό, αντικειμενικό κόσμο ως το μόνο πραγματικό. Ο Μαρξ ανακάλυψε ότι οι νόμοι της διαλεκτικής δεν ήταν κάτι περισσότερο από τους γενικούς, υποβόσκοντες κανόνες που διέπουν τη φύση, αλλά και την ανθρώπινη κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι η κατανόηση των αντιφάσεων και της αδιάκοπης μεταβολής της κοινωνίας και της οικονομίας. Σε τελική ανάλυση, αυτή η διαλεκτική κατανόηση της κοινωνίας είναι εκείνη που δίνει στη μαρξιστική σκέψη τον επαναστατικό της χαρακτήρα.
Η φορμαλιστική λογική
Ωστόσο, δεν είναι όλοι επιστήμονες πρόθυμοι να παραδεχθούν ότι οι ανακαλύψεις περί κβαντικής φυσικής εξηγούνται καλύτερα μέσω της διαλεκτικής λογικής. Ο ίδιος ο Μπορ ήταν ένας από εκείνους τους επιστήμονες που αντιμετώπιζε την παραδοχή των αντιφάσεων της επιστήμης ως μία αποδοχή της αποτυχίας του ως επιστήμονας. Για επιστήμονες όπως ο Μπορ τα αυστηρά καθορισμένα δόγματα της φορμαλιστικής λογικής και μια απέχθεια απέναντι στην αντίφαση, αποτελούν τα θεμέλια της επιστημονικής τους σκέψης.
Ως αποτέλεσμα, ο Μπορ ερμήνευσε την Αρχή της Βεβαιότητας, όχι ως μία επιβεβαίωση του αντιφατικού χαρακτήρα της ύλης, αλλά αντιθέτως, ως την απόδειξη ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γνωρίσουμε τον αντικειμενικό, πραγματικό κόσμο. Το γεγονός ότι η φύση της ύλης μεταβάλλεται καθώς τη μετρούμε, αποδεικνύει κατά τον Μπορ, ότι η γνώση μας για τον κόσμο είναι υποκειμενική και επομένως, κάθε προσπάθεια να τον μετρήσουμε (και κατ΄ επέκταση να τον γνωρίσουμε), θα βρίσκει εμπόδιο την ίδια την προσπάθεια μέτρησής του.
Κάτι τέτοιο είναι όμως προβληματικό, καθώς οδηγεί τον Μπορ και τους υποστηρικτές του στην υπεράσπιση μιας ξεκάθαρα αντεπιστημονικής θέσης, Η ιστορία της Επιστήμης είναι η ανάπτυξη της συλλογικής γνώσης για τον κόσμο και τις διεργασίες του. Αλλά μία τέτοια προσπάθεια θα ήταν αδύνατη, αν δεν υφίσταται ένας αντικειμενικός κόσμος για να ανακαλυφθεί. Οι ανακαλύψεις ενός ανθρώπου θα ανταποκρίνονταν μόνο στον κόσμο, όπως αυτός γίνεται αντιληπτός από τον ίδιο, και άρα δε θα μπορούσε να τυγχάνει γενικής επιστημονικής εφαρμογής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η μόνη πραγματικότητα που θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο έρευνας και απόδειξης θα ήταν η πραγματικότητα των σκέψεων κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.
Ειρωνικά, απορρίπτοντας τις διαλεκτικές ιδέες της αντίφασης και της ενότητας των αντιθέτων, ο Μπορ βρέθηκε στην αντιφατική θέση ενός επιστήμονα που επιχειρηματολογεί κατά της επιστήμης.
Αλλά εκτός από τις ιδέες του Μπορ, έχουν γίνει και άλλες προσπάθειες να εξηγηθούν τα κβαντικά φαινόμενα, έχοντας στη βάση τους μια φορμαλιστική λογική. Μία υπόθεση βασίζεται στην ύπαρξη πολλαπλών παραλλήλων συμπάντων, υπόθεση που θα επέτρεπε στο φως που βλέπουμε ως κύμα να εκδηλώνεται ως σωματίδιο σε κάποιο άλλο σύμπαν. Με αυτό τον τρόπο, εξηγείται η διπλή φύση του φωτός χωρίς να απορρίπτει από τη μία πλευρά, την ιδέα της ύπαρξης μιας αντικειμενικής πραγματικότητας αλλά και συγχρόνως, αποφεύγει την αποδοχή μίας αντίφασης μεταξύ ύλης και κίνησης. Το μόνο ζήτημα με αυτή τη θεωρία των πολλαπλών συμπάντων είναι ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη που να μπορεί να την επιβεβαιώσει – το καλύτερο το οποίο έχουν καταφέρει ως τώρα οι φυσικοί είναι αφηρημένες μαθηματικές αποδείξεις, οι οποίες όμως ακόμα δεν έχουν βρει κανένα έρεισμα στο φυσικό κόσμο. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας φορμαλιστικής λογικής, η οποία προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία, την αναγνώριση κάθε είδους αντίφασης στη φύση – κατ' ουσία, πρόκειται για την απόρριψη των αποτελεσμάτων και των παρατηρήσεων, όπως αυτά προκύπτουν από αντικειμενικά πειράματα, προς όφελος μιας θεωρητικής υπόθεσης, η οποία παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες που έχουν γίνει, δεν φαίνεται να στηρίζεται σε καμία αντικειμενική ένδειξη.
Κβαντική Διαλεκτική
Σε αντίθεση με τους θεωρητικούς της φορμαλιστικής λογικής, ένας αυξανόμενος αριθμός άλλων κβαντικών φυσικών προσπαθούν να αποδείξουν ότι μόνο μέσω της αντίφασης, είναι δυνατό να εξηγηθούν οι ανακαλύψεις της κβαντικής φυσικής. Ένα πείραμα που διεξήγαγε ο φυσικός Shahriar Afshar κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι εφικτό να μετρήσουμε το φως και ως σωματίδιο και ως κύμα, συγχρόνως. Παράλληλα, η ανάπτυξη κβαντικών υπολογιστών βασίζεται στη διατήρηση της ύλης σε περισσότερες από μία καταστάσεις την ίδια στιγμή. Ενώ οι κλασικοί υπολογιστές βασίζονται στην ηλεκτρική τάση για να δημιουργήσουν bits, τα οποία μπορούν να είναι είτε κλειστά (0) ή ανοικτά (1), οι κβαντικοί υπολογιστές θα μπορούν να δημιουργούν “qubits” (κβαντικά bits), παρέχοντας με το τρόπο αυτό, τρομερά αυξημένη δύναμη επεξεργασίας δεδομένων. Ακόμα, ένα φαινόμενο γνωστό και ως “κβαντική διεμπλοκή” ή “δράση από απόσταση” οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα σωματίδια που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση, συνδέονται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε κάθε μεταβολή που υφίσταται το ένα από αυτά, να επηρεάζει αναπόφευκτα και το άλλο, ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους απόσταση. Η φύση αλλά και η αιτία του φαινομένου αυτού δεν είναι ακόμα πλήρως γνωστές.
Δίχως την παραδοχή ότι η συνεχής μεταβολή, κίνηση και αντίφαση είναι βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της ύλης στο σύνολο της, αλλά και ότι οι διάφορες μορφές της ύλης συνδέονται, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τους μηχανισμούς των κβαντικών υπολογιστών ή το φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής. Οι αποκαλύψεις της κβαντικής φυσικής μπορούν να εξηγηθούν μόνο υπό το πρίσμα της διαλεκτικής λογικής.
Κβαντική Λογική και Κοινωνίες
Στο νέο τους βιβλίο οι Κρενίκοφ και Χέιβεν υποστηρίζουν ότι μοντέλα παρόμοια με αυτά της κβαντομηχανικής μπορούν να εφαρμοστούν σε περιοχές που “ξεφεύγουν” από τα φυσικά όρια της κβαντικής φυσικής. Βέβαια, η κβαντομηχανική θεωρία ασχολείται με τις αλληλεπιδράσεις των σωματιδίων σε υπο-ατομικό επίπεδο και οι συγγραφείς δεν προσπαθούν απλώς να εφαρμόσουν, με μηχανιστικό τρόπο, τις θεωρίες αυτές σε πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα. Αντίθετα, χρησιμοποιούν τη λογική που διαπνέει την κβαντική φυσική για να μελετήσουν τα συστήματα αυτά και να τα εφαρμόσουν στην κοινωνία.
Ένας τομέας στον οποίο εστιάζουν ιδιαίτερα είναι αυτός της λήψης αποφάσεων, ένα πεδίο που σχετίζεται με τη σύγχρονη οικονομική θεωρία. Πολλές οικονομικές θεωρίες βασίζονται στην υπόθεση ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ον κι άρα παίρνει λογικές και συμφέρουσες αποφάσεις. Πρόκειται για το βασικό νόμο της ολικής πιθανότητας, όπως είναι γνωστός – ένα μοντέλο για τον υπολογισμό της πιθανότητας ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος. Ωστόσο αυτός ο βασικός νόμος καταρρίπτεται παταγωδώς από την ίδια τη πραγματικότητα. Ένα πείραμα δείχνει ότι άνθρωποι που καλούνται να αποφασίσουν σε ένα στοίχημα που απαρτίζεται από δύο στάδια, επηρεάζονται στο δεύτερο στάδιο από το αν γνωρίζουν ή όχι το αποτέλεσμα που είχαν στο πρώτο στάδιο, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα του δεύτερου δεν επηρεάζεται από αυτό του πρώτου.
Ο λόγος που αυτός ο αποκαλούμενος “νόμος” των οικονομικών φαίνεται να είναι τόσο ανεπαρκής να εξηγήσει το πραγματικό κόσμο, έγκειται στο γεγονός ότι βασίζεται στην τυπική λογική. Η σύγχρονη οικονομική θεωρία αγνοεί πολύ συχνά τη διασύνδεση πολλών παραγόντων, όπως οι προκαταλήψεις, οι παραδόσεις, τα συναισθήματα κ.τ.λ., που μαζί με τη λογική σκέψη συμβάλλουν στη λήψη μιας απόφασης.
Οι Κρενίκοφ και Χέιβεν επισημαίνουν ότι ο κυματοσωματιδιακός δϋισμός της ύλης επίσης παραβιάζει το βασικό νόμο της ολικής πιθανότητας. Η αντιφατική φύση της ύλης σε κίνηση σημαίνει ότι είναι αδύνατο για τους κβαντικούς επιστήμονες να εντοπίσουν την ακριβή θέση ενός σωματιδίου σε κάθε χρονική στιγμή. Η εφαρμογή του νόμου της ολικής πιθανότητας δεν περιγράφει με ακρίβεια τη θέση των σωματιδίων. Αντίθετα, το μόνο που μπορούν να υπολογίσουν οι φυσικοί είναι η πιθανότητα να βρίσκεται ένα σωματίδιο σε μία συγκεκριμένη θέση μια δεδομένη χρονική στιγμή. Για να εξηγήσουν τις παραπάνω πιθανότητες σε ένα πείραμα που “εμφανίζεται” ο κυματοσωματιδιακός δϋισμός της ύλης, εισάγουν ένα μαθηματικό παράγοντα που ονομάζεται “όρος συμβολής”.
Όπως δείχνουν οι συγγραφείς, ο “όρος συμβολής” όταν εφαρμοστεί στην οικονομική θεωρία μπορεί να εξηγήσει τις φαινομενικά παράλογες τιμές πιθανότητας στη λήψη οικονομικών αποφάσεων. Δηλαδή, αυτό που εξηγούν είναι ότι τα ίδια μαθηματικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των περίπλοκων και αντιφατικών διαδικασιών του μικρόκοσμου είναι επίσης απαραίτητα για την κατανόηση των αντιφατικών προτσές στη κοινωνική εξέλιξη. Με άλλα λόγια, η διαλεκτική ανάλυση των κβαντικών σωματιδίων μπορεί να εφαρμοστεί και στην οικονομική θεωρία.
Οι συγγραφείς εξηγούν ακόμα πως η “κβαντική σκέψη” μπορεί να μας προσφέρει μία βαθύτερη κατανόηση μιας πληθώρας επιστημονικών και κοινωνικών θεμάτων, από τις νευροεπιστήμες μέχρι τα μοτίβα των εκλογικών αποτελεσμάτων. Υποστηρίζουν ότι η ισχύς της προσέγγισης των κοινωνικών επιστημών μέσω της κβαντικής λογικής βασίζεται στο γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό λαμβάνεται υπόψη το περίπλοκο μείγμα φυσικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών κι άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τις κοινωνίες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα κλασικά μοντέλα.
Εν ολίγοις, θεωρούν ότι οφείλουμε να ερμηνεύσουμε τη κβαντική φυσική με ένα διαλεκτικό τρόπο (αν και δε χρησιμοποιούν τον όρο “διαλεκτικός”) και ότι η χρήση της διαλεκτικής μεθόδου για την κατανόηση του κόσμου είναι ικανή να ανοίξει δυνατότητες για νέες εξελίξεις, όχι μόνο στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά σχεδόν σε κάθε πτυχή των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς για τη διαλεκτική
Οι Κρενίκοφ και Χέιβεν δηλώνουν ότι “η ιδέα εφαρμογής της κβαντομηχανικής στις κοινωνικές επιστήμες είναι ακόμα αρκετά νέα”. Είναι αλήθεια ότι η πρακτική αυτή δεν έχει ξαναδιατυπωθεί με αυτούς τους όρους, αλλά η ιδέα εξαγωγής διαλεκτικών αρχών από τη παρατήρηση της φύσης και η εφαρμογή τους στην κοινωνία αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από τους Μαρξ και Ένγκελς πάνω από 160 χρόνια πριν.
Ο Ένγκελς συνοψίζει τη θέση του στο βιβλίο “Η Διαλεκτική της Φύσης” ως εξής: “Από την ιστορία, συνεπώς, της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας συνάγονται οι νόμοι της διαλεκτικής. Γιατί δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι πιο γενικοί νόμοι αυτών των δύο όψεων της ιστορικής ανάπτυξης, καθώς και της ίδιας της σκέψης.”
Με άλλα λόγια ο Ένγκελς λέει ότι η διαλεκτική λογική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τόσο τη φύση όσο και την ανθρώπινη κοινωνία – ακριβώς την ίδια θέση που διατυπώνουν οι Κρενίκοφ και Χέιβεν.
Στο βιβλίο, “Η Διαλεκτική της Φύσης”, ο Ένγκελς εξετάζει τις πιο προηγμένες επιστημονικές πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες τη στιγμή της συγγραφής (1883) από τους τομείς της φυσικής, της βιολογίας, της χημείας, της γεωλογίας, των μαθηματικών και της αστρονομίας και εξηγεί τις ανακαλύψεις χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική μέθοδο. Σε αυτή τη βάση είναι σε θέση να κάνει μια σειρά από προτάσεις για το μέλλον της επιστημονικής μελέτης, ενώ επιχειρεί ακόμα κάποιες προβλέψεις για τις μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Οι πιο διάσημες προβλέψεις του βρίσκονται στο δοκίμιο του “Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου”, όπου υποστηρίζει, κόντρα στις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής, ότι η ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου ήταν η συνέπεια της ανάπτυξης του χεριού και της χρήσης των εργαλείων κι όχι το ανάποδο.
Η παραπάνω αντίληψη για την ανάπτυξη του ανθρώπου χρησιμοποιεί τη διαλεκτική μέθοδο, δηλαδή βλέπει την εξέλιξη και την αλλαγή σαν αποτέλεσμα πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διαφόρων σημείων του σώματος και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον. Την εποχή του Ένγκελς οι ιδέες αυτές δεν ήταν κυρίαρχες, αφού δεν συμφωνούσαν με μία ξεκάθαρη μηχανιστική φόρμουλα για την εξέλιξη. Ωστόσο, καθώς οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι μαζεύουν όλο και περισσότερα στοιχεία για τους προϊστορικούς ανθρώπους, καταλήγουν ότι οι ανακαλύψεις τους δεν μπορούν να εξηγηθούν με ένα βασικό μοντέλο που λέει ότι ο εγκέφαλος αναπτύχθηκε πρώτος και σαν αποτέλεσμα ο άνθρωπος παρήγαγε εργαλεία και ανέπτυξε την κοινωνία. Αντίθετα, η διαδικασία της ανάπτυξης φαίνεται να υπήρξε αρκετά πιο πολύπλοκη και χρειάζεται μια εξήγηση βασισμένη στις αλλαγές, τις αντιθέσεις, τις αλληλεπιδράσεις, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ένγκελς.
Η ικανότητα του Ένγκελς να κάνει μια τέτοια πρόβλεψη επιβεβαιώνει την πρόταση των Κρενίκοφ και Χέιβεν – η κατανόηση του κόσμου μέσα από ένα προτσές συνεχών αντιφατικών αλλαγών, μας δίνει μια πολύ πιο ακριβή επιστημονική εικόνα των πραγμάτων από μία μηχανιστική και στατική θεώρηση του κόσμου.
Στο “εγχειρίδιο του Μαρξισμού” (όπως ο Λένιν το περιέγραφε), το “Αντι-Ντύρινγκ”, ο Ένγκελς παρέχει και μια διαλεκτική εξήγηση για το αίνιγμα των qubits των κβαντικών υπολογιστών που είναι ικανά να αποθηκεύσουν το 1 και το 0 την ίδια στιγμή. Εξηγεί: “...στα μαθηματικά είναι αναγκαίο να ξεκινάς από σαφείς, πεπερασμένους όρους...αλλιώς δε μπορείς να προχωρήσεις σε υπολογισμούς. Οι αφηρημένες απαιτήσεις ενός μαθηματικού είναι, ωστόσο, πολύ μακριά από το να είναι υποχρεωτικοί νόμοι για τον πραγματικό κόσμο.”
Με άλλα λόγια, αν και η έννοια της αποθήκευσης των στοιχείων “1” και “0” την ίδια στιγμή φαίνεται παράλογη, επειδή αποτελούν δύο ξεκάθαρα διαφορετικούς, πεπερασμένους όρους, όταν θεωρήσουμε ότι οι δύο αυτοί όροι δεν είναι τίποτα περισσότερο από αφαιρέσεις των διαδικασιών που συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο, το εμφανές πρόβλημα εξαφανίζεται. Οι ίδιοι οι αριθμοί δεν είναι η απτή πραγματικότητα, αλλά είναι οι αληθινές διαδικασίες που αντιπροσωπεύουν και μας αφορούν. Έτσι, αν αναπτύσσουμε μία μέθοδο που δε μπορεί να εξηγηθεί με το κλασικό σύστημα των δυαδικών ψηφίων, δεν απορρίπτουμε την ανακάλυψη επειδή δε συμβαδίζει με τις μαθηματικές αφαιρέσεις που χρησιμοποιούνταν για να εξηγήσουν την παλιά διαδικασία, αλλά απλά απαιτείται να δεχτούμε ότι η νέα διαδικασία μπορεί να εξηγηθεί μόνο εισάγοντας την έννοια της αντίθεσης στην αφηρημένη κατανόησή μας. Εν ολίγοις, για να αναπτύξουμε την κατανόηση μας στην επιστήμη και την ικανότητα μας για περαιτέρω τεχνολογική ανάπτυξη, πρέπει να εφαρμόσουμε τη λογική της διαλεκτικής.
Ο Ένγκελς αναπτύσσει πλήρως την αντίληψη του για τη δυνατότητα εφαρμογής της διαλεκτικής στη φύση και στη κοινωνία στη μπροσούρα του “Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμού από την Ουτοπία στην Επιστήμη”, όπου αναφέρει: “Όταν βάλουμε κάτω από την έρευνα της σκέψης τη φύση ή την ανθρώπινη ιστορία ή την πνευματική μας δραστηριότητα, αυτό που θα εμφανιστεί πρώτα-πρώτα σε μας είναι η εικόνα ενός ατέλειωτου λαβυρίνθου από αλληλουχίες και αλληλεπιδράσεις, όπου τίποτα δεν παραμένει αυτό που ήταν, εκεί όπου ήταν και όπως ήταν, μα όλα κινούνται, αλλάζουν, γεννιούνται και εξαφανίζονται. Στην αρχή λοιπόν βλέπουμε τη συνολική εικόνα, με τα επιμέρους τμήματά της στο πίσω φόντο. Προσέχουμε πιο πολύ την κίνηση, τα περάσματα από τη μια κατάσταση στην άλλη, τις αλληλουχίες, παρά αυτό που κινείται, μεταβάλλεται και συσχετίζεται.”
Το απόσπασμα αυτό γράφτηκε το 1878, πολύ πριν την ανάπτυξη της κβαντικής θεωρίας. Παρόλα αυτά η παραπάνω περιγραφή της διαλεκτικής θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτελεί το βασικό επιχείρημα των Kρενίκοφ και Χέιβεν στο “Quantum Social Science” (Κβαντική κοινωνική επιστήμη). Ζητήματα αλληλεπιδράσεων, αντιφάσεων και αλλαγών είναι βασικά χαρακτηριστικά τόσο της κβαντικής μηχανικής και της οικονομικής θεωρίας, όσο της ιστορίας και της ανθρώπινης συνείδησης.
Η διαλεκτική μέθοδος, που εξηγήθηκε ξεκάθαρα από τον Ένγκελς, διεισδύει σε όλα τα γραπτά του Καρλ Μαρξ. Στα οικονομικά του γραπτά ο Μαρξ καταφέρνει να εξηγήσει τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος τονίζοντας τις αντιφάσεις και τις αλληλεπιδράσεις όλων των τμημάτων του. Το καλύτερο παράδειγμα των παραπάνω είναι η Μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων, ή αλλιώς κρίσεων “υπερπαραγωγής”. Ο Μαρξ εξήγησε ότι οι εργάτες πληρώνονται λιγότερο από τις αξίες των προϊόντων που παράγουν με αποτέλεσμα σε κάποιο χρονικό σημείο να παράγονται περισσότερα αγαθά από αυτά που μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά, οδηγώντας σε μία οικονομική κρίση.
Η θεωρία αυτή τονίζει τις αντιθέσεις στον καπιταλισμό ανάμεσα στους μισθούς και τις τιμές και εξηγεί πως αυτή η αντιφατική κατάσταση μπορεί να επικρατεί για μια μακρά περίοδο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Αναδεικνύει ακόμα την αλληλοσύνδεση όλων των τομέων της οικονομίας, έτσι ώστε όταν μία χώρα ή μια βιομηχανία επηρεάζεται από τη κρίση, οι υπόλοιπες χώρες ή οικονομικές περιοχές της χώρας να εμφανίζουν αργά ή γρήγορα τα ίδια συμπτώματα. Ακριβώς όπως η εφαρμογή της διαλεκτικής από τον Ένγκελς στη θεωρία της εξέλιξης τον οδήγησε σε προβλέψεις που σήμερα αποδεικνύονται σωστές, η εφαρμογή της διαλεκτικής από τον Μαρξ στην οικονομική θεωρία δικαιώνεται από τη τρέχουσα οικονομική κρίση – μια κρίση που μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τη μαρξιστική θεωρία της υπερπαραγωγής.
Ο Μαρξ, όπως οι Κρενίκοφ και Χέιβεν, εφάρμοσε τη διαλεκτική σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή η εφαρμογή της διαλεκτικής μεθόδου, επέτρεψε στον Μαρξ να καταλάβει τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών τάξεων, τις αντιθέσεις και τις αλληλοσυνδέσεις τους. Βασιζόμενος σε αυτή τη διαλεκτική μελέτη της ιστορίας και της οικονομίας, που συνοψίζεται στο “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”, οι Μαρξ κι Ένγκελς ανέπτυξαν τη προοπτική του επαναστατικού σοσιαλισμού.
Το μέλλον της κβαντικής κοινωνικής επιστήμης
Είναι ξεκάθαρο ότι οι Κρενίκοφ και Χέιβεν δεν είναι μαρξιστές, ούτε είναι απαραίτητα και συνειδητοί υποστηρικτές της διαλεκτικής. Παρόλα αυτά, συνειδητά ή μη, χρησιμοποιούν σύγχρονες επιστημονικές ιδέες και αντιλήψεις που αναπόφευκτα οδηγούν στα συμπεράσματα που κατέληξαν οι Μαρξ κι Ένγκελς πολλά χρόνια πριν. Κατά την εφαρμογή των αντιλήψεων τους για τις πολύπλοκες αλληλοσυνδέσεις που βρίσκονται στη καρδιά της κβαντικής φυσικής, στη κοινωνία σαν σύνολο, ακολουθούν, έστω και ασυνείδητα, την παράδοση των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκι.
Ωστόσο, οι συγγραφείς δε βγάζουν τα ίδια επαναστατικά συμπεράσματα όπως ο Μαρξ κι ο Ένγκελς. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά για μεμονωμένα κοινωνικά φαινόμενα, όπως η ψήφος ή η λήψη αποφάσεων και δεν επεκτείνουν τη λογική τους στο σύνολο της ταξικής κοινωνίας, στην ιστορία της και τη μελλοντική της ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τελικά να αγνοούν τις ίδιες τους αρχές για αλληλοσύνδεση των φαινομένων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να εξαχθούν τέτοια συμπεράσματα από επιστήμονες στο μέλλον, γιατί, όπως επισημαίνουν και οι συγγραφείς, υπάρχουν πολλές ερευνητικές επιχορηγήσεις που διατίθενται στον τομέα της κβαντικής κοινωνικής θεωρίας (αν και μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι αυτές οι επιδοτήσεις από τις κυβερνήσεις και τα διάσημα ιδρύματα θα στεγνώσουν γρήγορα, εάν οι επιστήμονες αρχίσουν να οδηγούνται σε επαναστατικά συμπεράσματα). Ωστόσο, προκειμένου να συναχθούν μαρξιστικά συμπεράσματα από την κβαντική κοινωνική επιστήμη, αυτό που απαιτείται ξεκάθαρα είναι επιστήμονες που να αναγνωρίζουν το επαναστατικό δυναμικό της διαλεκτικής σκέψης. Η συνεχιζόμενη μελέτη της κβαντικής φυσικής και η ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών και των μεθόδων κρυπτογράφησης είναι πιθανό να οδηγήσουν σε πρόοδο της διαλεκτικής σκέψης και ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της σχολής σκέψης που επιδιώκει να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες στην κοινωνία συνολικά.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, όμως, ότι η περαιτέρω μελέτη της κβαντικής φυσικής δεν θα σημαίνει αυτόματα τη παραγωγή σαφούς διαλεκτικής σκέψης. Για παράδειγμα, η ιδέα του Μπορ ότι δεν υπάρχει καμία πραγματικότητα πέρα από ό,τι παρατηρούμε είναι μια δημοφιλής ερμηνεία των κβαντικών φαινομένων και είναι πολύ πιο κυρίαρχη στους ακαδημαϊκούς κύκλους από εκείνη των Κρενίκοφ και Χέιβεν. Η ερμηνεία της κβαντικής φυσικής από τον Μπορ, με βάση την τυπική λογική, δεν είναι μόνο επιστημονικά προβληματική, αλλά περιέχει επίσης και επικίνδυνα φιλοσοφικά θεμέλια. Είναι η ίδια φιλοσοφία που στηρίζει το μύθο του “αυτοδημιούργητου ανθρώπου” στην καπιταλιστική κοινωνία. Η ιδέα ότι η εμπειρία ενός ατόμου από τον κόσμο είναι δική του επιλογή, είναι εντελώς υποκειμενική. Η ιδέα αυτή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που περιορίζουν το άτομο και ότι η επιτυχία ή η αποτυχία καθορίζεται από υποκειμενικούς παράγοντες, όπως το πόσο σκληρά εργάζεται ή πόσο τεμπέλης είναι. Μια τέτοια άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας αντανακλάται στην αξίωση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι “δεν υπάρχει η κοινωνία, παρά μόνο οικογένειες και άτομα”. Αυτές οι ιδέες είναι λανθασμένες και επικίνδυνες και πρέπει να αμφισβητηθούν σε κάθε επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της θεωρητικής φυσικής.
Όλοι οι γνήσιοι μαρξιστές ενδιαφέρονται για την επιστημονική εξέλιξη. Η ικανότητα των επιστημόνων να καταλήγουν σε νέες ιδέες, νέες τεχνολογίες και νέες ανακαλύψεις που είναι ικανές να οδηγήσουν την κοινωνία προς τα αντανακλά την ικανότητα της κοινωνίας να επενδύει στο μέλλον της. Αντανακλά επίσης την επικρατούσα φιλοσοφική αντίληψη για την κοινωνία, ώστε οι ερμηνείες των επιστημονικών ιδεών να μπορούν να βρουν απήχηση στις αντιλήψεις για την υπόλοιπη κοινωνία. Έχουμε γράψει και αλλού για την παρακμή της καινοτομίας κατά την πρόσφατη περίοδο, που αποτελεί αντανάκλαση της παρακμής και της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του και της φτώχειας της κυρίαρχης φιλοσοφικής σκέψης στη σύγχρονη εποχή.
Για το λόγο αυτό, το έργο των Κρενίκοφ και Χέιβεν είναι ενδιαφέρον και ενθαρρυντικό, επειδή επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το κύρος της διαλεκτικής υλιστικής φιλοσοφίας – της φιλοσοφίας του Μαρξισμού. Φαίνεται ότι οι εν λόγω επιστήμονες επιβεβαιώνουν ότι ο τρόπος για να γίνει η καλύτερη δυνατή χρήση των σύγχρονων ανακαλύψεων είναι να επαναστατικοποιήσουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε γι' αυτές. Αν σκεφτόμαστε γι' αυτά τα πράγματα υπό τους όρους της διαλεκτικής μπορούμε να κατανοήσουμε όχι μόνο την επιστήμη, αλλά και την οικονομία, την ιστορία και την κοινωνία. Το έργο των Κρενίκοφ και Χέιβεν παρέχει αποδείξεις της επιστημονικής βάσης της μαρξιστικής σκέψης, τις ριζοσπαστικές και επαναστατικές δυνατότητες των μαρξιστικών ιδεών και την επικαιρότητα του μαρξισμού σήμερα.
.