Translate

Ντμίτρι Σοστακόβιτς (Dmitri Shostakovich) 25/09/1906 - 09/08/1975





Τίποτα δε γεμίζει την καρδιά μου με τόσο καμάρι όσο η βροντή των κανονιών όταν σημαίνουν χαιρετιστήρια πάνω από την πρωτεύουσα μας. Ποτέ στην ιστορία δεν είχε φτάσει τόσο ψηλά η δόξα των ρώσικων όπλων. Η σοβιετική γη καθαρίστηκε από τη φασιστική βρωμιά και ο Κόκκινος Στρατός συνεχίζει τη νικηφόρα πορεία του στην Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία, τη Νορβηγία, την Ουγγαρία και την Ανατολική Πρωσσία. Τα τιμημένα άρματα μας, σφυρηλατημένα στη φωτιά του τρίχρονου πολέμου, φέρνουν τη λευτεριά στους καταπιεσμένους αδερφούς μας και τη δίκαιη τιμωρία στους εχθρούς μας.
Θυμάμαι σήμερα τους προηγούμενους Οχτώβρηδες των χρόνων του πολέμου.
Τον Οχτώβρη του 1941 ο Γερμανοί βρίσκονταν στις πύλες της Μόσχας και στο κατώφλι του Λένινγκραντ. Το 1942 ήταν στους δρόμους του Στάλινγκραντ και στον ποταμό Τερέκ. Το 1943 ξαναϋψώθηκε η κόκκινη σημαία στο Κίεβο, αλλά οι Γερμανοί βρίσκονταν ακόμα στην Κριμαία, τη Χερσώνα, την Όρσα και στα περίχωρα του Λένινγκραντ. Και τώρα, το 1944, τη χρονιά της νίκης, ο Κόκκινος Στρατός είναι απέξω από τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία, κοντά στο Τίλσιτ και το Μέμελ, είναι στη όφκι, το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. «Εντρομη περιμένει η απαίσια, η Γερμανία την τιμωρία της. Δεν πρόκειται ν’ αργήσει. Και παρ’ ότι τα βάσανά μας δεν τελείωσαν, όλοι μας μπορούμε σήμερα να νιώσουμε την τελική νίκη που έρχεται.
Ποιος μπορεί να βρει λέξεις ή μουσικές φράσεις που ν’ αποδίδουν τα αισθήματα του σοβιετικού ανθρώπου; Ποιες ρωμαλέες, μνημειώδεις καλλιτεχνικές εικόνες μπορούν να μεταδόσουν τη μεγαλοσύνη και το θάρρος του πολεμίστή λαού μας; Πλήθος εικόνες απ’ αυτούς τους σκληρούς καιρούς στριμώχνονται στην ψυχή του καλλιτέχνη και καρτερούμε με χαρά, με χαρά κι αγωνία να γεννηθούν, να ‘ρθουν στη ζωή σε λέξεις, ήχους και χρώματα.
Δεν πάει πολύς καιρός που ταξίδεψα στην πατρίδα μου, το Λένινγκραντ. Κάθε πέτρα εκεί είναι ένα μνημείο του μεγάλου θάρρους του σοβιετικού λαού. Θυμόμαστε πώς ο λαός εκεί πέθαινε από τις στερήσεις και την πείνα, κι όμως δεν άνοιγε τις πύλες της πόλης. Η πόλη σήμερα, το ιστορικό μας «Πέτερ», η πόλη του Πούσκιν και του Λένιν, είναι τόσο περήφανη και τόσο όμορφη όσο ποτέ. Τα εργοστάσια και τα πνευματικά ιδρύματα αρχίζουν να ξαναζωντανεύουν.Είδα τη θαυμάσια Μεγάλη Αίθουσα της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ: είναι όμορφη και λαμπρή, ακριβώς όπως πριν τον πόλεμο. Η τιμή για την καλή διατήρηση του κτιρίου ανήκει σε μια μικρή ομάδα υπαλλήλων της Φιλαρμονικής που έμειναν στο Λένινγκραντ σ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας του. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η εντιμότητα και η αφοσίωση των ανθρώπων αυτών που εθελοντικά έμειναν σε μια πόλη που τη λυμαινόταν η πείνα για να φροντίσουν ένα απ’ τα λίκνα της τέχνης μας. Και πόσοι άλλοι ανώνυμοι πατριώτες δεν υπάρχουν στο Λένινγκραντ και σ’ όλη τη μεγάλη χώρα μας! Η υπέροχη αυταπάρνηση τους είναι ένας απ’ τους βασικούς παράγοντες των τωρινών μας νικών.
Σήμερα, καθώς ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του, η ιστορική του σημασία γίνεται ακόμα πιο φανερή. Στον πόλεμο αυτό η κουλτούρα και το φως μάχονται ενάντια στη διεφθαρμένη ηθική των δολοφόνων. Αν δεν είχαμε κατακτήσει ψηλό πολιτιστικό επίπεδο, ποτέ δε θα μπορούσαμε να καταβάλουμε τον ύπουλο, βαριά εξοπλισμένο εχθρό. Η σοβιετική κουλτούρα, οι γνώσεις μας και η στρατιωτική μας επιδεξιότητα αποδείχτηκαν πολύ ισχυρότερες από τη μισανθρωπική ερζάτς-κουλτούρα των φασιστικών καθαρμάτων. Ο στρατός μας βγήκε νικητής χάρη στην ισχύ της στρατιωτικής τεχνολογίας του, στην ηθική δύναμη του, στη δύναμη της καρδιάς και του μυαλού του.
Ένα από τα στοιχεία της μεγάλης σοβιετικής κουλτούρας είναι η καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Αυτό το θυμίζουμε σήμερα, όχι με σκοπό να υπερτονίσουμε τις υπηρεσίες συγκεκριμένων μεγάλων καλλιτεχνών, αλλά για να κατανοήσουμε τον πλούτο της πνευματικής ζωής της χώρας μας κατά τα προηγούμενα είκοσι εφτά χρόνια. Ειδικότερα, αισθάνομαι ότι η σοβιετική μουσική έχει διατηρήσει το υψηλό επίπεδο που καθιέρωσαν ο Τσαϊκόφσκι, οι «Πέντε ισχυροί» και ο Σκριάμπιν, και έχει αναπτύξει τις παραδόσεις αυτές επάξια.
Η ρώσικη μουσική δωματίου βρίσκεται σήμερα σε άνθιση, παράγοντας έργα κλασικά. Είναι επίσης πλατιά γνωστή η αξιοσημείωτη ανάπτυξη της εθνικής μουσικής στις μη ρώσικες Σοβιετικές Δημοκρατίες. Ο λαός μας εκτιμά εξαιρετικά την τέχνη μας. Ειλικρινά γιορτάζουν τις επιτυχίες της και απογοητεύονται με τις αποτυχίες. Νομίζω ότι η κυριότερη εγγύηση για τη μελλοντική επιτυχία της σοβιετικής μουσικής βρίσκεται ακριβώς στη στενή συνάφεια της με το πλατύ κοινό.
Ποια όνειρα κάνω τώρα, καθώς σκέφτομαι το μέλλον των τεχνών στη Σοβιετική ‘Ενωση;
Ονειρεύομαι — όπως, πιστεύω, και κάθε σοβιετικός καλλιτέχνης — να δημιουργήσω ένα έργο μεγάλης κλίμακας που να εκφράζει τα ρωμαλέα αισθήματα που νιώθουμε σήμερα. Νομίζω ότι η προμετωπίδα σ’ όλα τα έργα που θα φτιάξουμε στα αμέσως επόμενα χρόνια θα είναι μια και μόνη λέξη, απλή μα δοξασμένη, «Νίκη».
Τις μέρες τούτες με τις κρίσιμες μάχες, και στα χρόνια της ειρήνης που θα ‘ρθουν, ο λαός μας θα ζητά ζωντανή μουσική, που να τον εμπνέει, που να κλείνει μέσα της τον ηρωισμό του Μεγάλου Πατριωτικού Πόλεμου και την ευγένεια, την ηθική ομορφιά του έθνους μας, έθνους πολεμιστή και οικοδόμου. Ελπίζουμε σε μια ραγδαία άνοδο του επίπεδου των μουσικών μας, συνθετών και εκτελεστών. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, πρέπει να αισθανθούμε τη μεγάλη ευθύνη που έχουμε σε κάθε έργο που δημιουργούμε και σε κάθε συναυλία που δίνουμε.
Ανυπομονώ ν’ ακούσω και να δω καινούργιες σοβιετικές όπερες, μπαλέτα και μουσικές κωμωδίες που ν’ αξίζουν μια τιμητική θέση στα ρεπερτόρια των θεάτρων μας. Ελπίζω πως οι θίασοι της όπερας και οι προικισμένοι συγγραφείς μας θ’ αρχίσουν να δουλεύουν σκληρά μαζί με τους συνθέτες μας και θα δύσουν όπερες ποιότητας.
Και δεν έχω αμφιβολία πως η υπέροχη ζωή, που μας προσμένει στα μεταπολεμικά χρόνια, θα ξεπεράσει όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας.Εγγύηση γι’αυτό είναι η ηρωική θέληση του σοβιετικού λαού να δημιουργήσει και να χτίσει .
Ντμίτρι Σοστακόβιτς





Στην κολοσσιαία «Εβδομη Συμφωνία» του, επονομαζόμενη και «του Λένινγκραντ», το συμφωνικό μεγαλείο του Σοστακόβιτς φτάνει στο απόγειό του και «στρατεύεται», για να υμνήσει την ηρωική αντίσταση των κατοίκων του Λένινγκραντ απέναντι στην ανελέητη πολιορκία των ναζιστικών δυνάμεων. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο συνθέτης. «Πριν από μια ώρα τελείωσα το δεύτερο μέρος του νέου μου συμφωνικού έργου. Αν όλα πάνε καλά και καταφέρω να γράψω το τρίτο και το τέταρτο μέρος, θα έχω κάνει την Εβδομη Συμφωνία μου. Γιατί σας τα λέω αυτά; Σας τα λέω για να μπορέσουν να μάθουν οι κάτοικοι του Λένινγκραντ που με ακούν τώρα ότι η ζωή στην πόλη μας εξακολουθεί να συνεχίζεται. Ο καθένας από μας εκτελεί το στρατιωτικό του καθήκον. Οι εργαζόμενοι στον τομέα του Πολιτισμού εκπληρώνουν το καθήκον τους με τιμή και ανιδιοτέλεια,
όπως και όλοι οι Λενινγκραντινοί».
Η ημερομηνία της συναυλίας ορίστηκε για τις 9 Αυγούστου 1942. Ηταν η μέρα που με θράσος καυχιόνταν οι ναζί ότι θα είχαν κυριεύσει το Λένινγκραντ. Παρά τις άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν, παγωνιά και πείνα, η αίθουσα της Φιλαρμονικής ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Προς κατάπληξη όλων ο ήχος των κανονιοβολισμών σταμάτησε. Αργότερα, μαθεύτηκε ότι ο Κόκκινος Στρατός χτύπησε ανελέητα με το πυροβολικό του τις θέσεις των ναζί εκείνο το βράδυ, για να μην αποτελέσει στόχο για τον εχθρό η κατάφωτη αίθουσα της συναυλίας, πράγμα το οποίο πέτυχε μιας και οι ναζί άργησαν να αντιδράσουν, ώστε να διακόψουν τη συναυλία.
Η συναυλία αναμεταδόθηκε σε όλη την πόλη. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός πυροβολητή του Κόκκινου Στρατού: «Οι άντρες της μονάδας μου άκουγαν τώρα τη Συμφωνία με τα μάτια κλειστά. Φαίνονταν σάμπως ο ασυννέφιαστος ουρανός από πάνω μας να είχε γίνει μια καταιγίδα που ξέσπαγε σε μουσική».
Ταυτόχρονα, είχαν τοποθετηθεί μεγάφωνα προς τους ναζί με σκοπό τη μετάδοση της συναυλίας προς τις γραμμές του εχθρού, έχοντας μεγάλο αντίκτυπο στην πτώση του ηθικού των πολιορκητών. Στο ημερολόγιο ενός Γερμανού στρατιώτη, που βρέθηκε κατά την οπισθοχώρηση των Γερμανών, ήταν γραμμένο: «Οταν άκουσα τη μετάδοση της συναυλίας κατάλαβα ότι το Λένινγκραντ δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια μας».




Εξω έπεφταν οι Γερμανικές οβίδες, μα η πνευματική ζωή δεν σταμάτησε ποτέ! Είχαν λίγα τρόφιμα, λίγο φως, λίγη θέρμανση. Ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας Αλεξάντερ Νικόλσκυ έγραψε στο ημερολόγιό του: " Καλύτερα να πεθάνουμε, παρά να παραδοθούμε! Πιστεύω απόλυτα οτι θα γίνει άρση της πολιορκίας". Σχεδίασε μια αψίδα θριάμβου για να γιορτάσει αυτό που πίστευε σαν ..κάτι αναπόφευκτο! Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς τελείωσε την 7η συμφωνία του! Την ονόμασε: "Συμφωνία του Λένινγκραντ". Η εκτέλεσή της θα γινόταν μέσα στην μισοκατεστραμμένη αίθουσα συναυλιών, της φιλαρμονικής του Λένινγκραντ, την ώρα που έξω έσκαγαν ακόμα οι γερμανικές οβίδες. Ανάμεσα στο ακροατήριο βρισκόταν και στρατιώτες από την πρώτη γραμμή. Ανάμεσά τους -στην ορχήστρα- και μουσικοί από την πρώτη γραμμή. Μια γενιά αργότερα, τα υπολείμματα της ίδια ορχήστρας, συγκεντρώθηκαν για να εκτελέσουν το ίδιο αριστούργημα, μπροστά στο αρχικό ακροατήριο. Μόνο όσοι είχαν επιζήσει από τον πόλεμο βρίσκονταν εκεί. Ο διευθυντής της ορχήστρας Ελίας Μπέρντ  ήταν ένας από τους λίγους που επέζησαν..



.

Καρλ Μαρξ - Για τον Π.Ζ. Προυντόν (Γράμμα στον Γ.Β. Σβάιτσερ)



Λονδίνο, 24 του Γενάρη 1865:

Αξιότιμε κύριε,
Χτες πήρα χθες το γράμμα σας, με το οποίο μου ζητάτε μια διεξοδική κρίση για τον Προυντόν. Η έλλειψη χρόνου δεν μου επιτρέπει να ικανοποιήσω την επιθυμία σας. Επιπλέον δεν έχω πρόχειρο κανένα από τα έργα του. Για να σας δείξω όμως την καλή μου θέληση γράφω στα πεταχτά μια σύντομη σκιαγράφηση. Και σεις μπορείτε ύστερα να τη συμπληρώσετε, να προσθέσετε ή να την περικόψετε, με δυο λόγια να κάνετε ό,τι νομίζετε καλύτερο.
Τις πρώτες προσπάθειες του Προυντόν δεν τις θυμάμαι πια. Η σχολική του εργασία για την Παγκόσμια Γλώσσα δείχνει πόσο αβασάνιστα καταπιανόταν με προβλήματα που για τη λύση τους του έλειπαν και οι στοιχειώδεις γνώσεις.
Το πρώτο του έργο, Τι Είναι η Ιδιοκτησία;, είναι αναμφίβολα το καλύτερό του. Άφησε εποχή, αν όχι με το νέο του περιεχόμενο, πάντως όμως με το νέο και τολμηρό τρόπο να λέει τα παλιά. Στα έργα των γνωστών του γάλλων σοσιαλιστών και κομμουνιστών η «ιδιοκτησία» δεν είχε φυσικά μόνο κριτικαριστεί με διάφορους τρόπους, μα είχε επίσης «καταργηθεί» με ουτοπικό τρόπο. Στο σύγγραμμα αυτό η σχέση του Προυντόν προς τον Σαιν Σιμόν και τον Φουριέ είναι περίπου η ίδια με τη σχέση του Φόιερμπαχ προς τον Χέγκελ. Όταν συγκριθεί με τον Χέγκελ, ο Φόυερμπαχ είναι πέρα για πέρα φτωχός. Ωστόσο, άνοιξε μια νέα εποχή ύστερα από το Χέγκελ, γιατί υπογράμμισε μερικά σημεία που είναι δυσάρεστα στη χριστιανική συνείδηση και που έχουν σημασία για την πρόοδο της κριτικής, σημεία που ο Χέγκελ είχε αφήσει σ’ ένα μυστικιστικό μισοσκόταδο.
Αν επιτρέπεται να εκφραστώ έτσι, στο σύγγραμμα αυτό του Προυντόν ακόμα κυριαρχεί ένα μυϊκά γερό ύφος. Και θεωρώ το ύφος του σαν το κύριο πλεονέκτημα του. Είναι φανερό ότι ακόμα και κει όπου αναπαράγει μονάχα το παλιό, ο Προυντόν ανακαλύπτει τα πράγματα με έναν ανεξάρτητο τρόπο – αυτό που λέει είναι γι’ αυτόν κάτι το καινούργιο και το μεταχειρίζεται σαν κάτι το καινούργιο. Προκλητική αψηφισιά που θίγει τα «άγια των αγίων» της πολιτικής οικονομίας, πνευματώδης παραδοξολογία με την οποία χλευάζεται η κοινή αστική νοημοσύνη, συντριπτική κριτική, πικρή ειρωνεία, πού και πού ένα διορατικό, βαθύ και αληθινό αίσθημα αγανάκτησης για την ατιμία της υφιστάμενης τάξης, επαναστατική σοβαρότητα – μ’ όλα αυτά ηλέκτριζε τους αναγνώστες το Τι Είναι η Ιδιοκτησία; και έδωσε μια μεγάλη ώθηση με την πρώτη του εμφάνιση. Σε μια αυστηρά επιστημονική ιστορία της πολιτικής οικονομίας είναι ζήτημα αν άξιζε καν ν’ αναφερθεί. Μα τέτοια εντυπωσιακά συγγράμματα έχουν ένα ρόλο να παίξουν στην επιστήμη όσο και στη φιλολογική ιστορία. Ας πάρουμε, λχ, το έργο του Μάλθους για τον Πληθυσμό. Στην πρώτη του έκδοση δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια «εντυπωσιακή μπροσούρα» και επί πλέον κλεψιτυπία από την αρχή ως το τέλος. Και όμως πόση ώθηση δεν έδωσε στο ανθρώπινο γένος αυτός ο λίβελος!
Αν είχα μπροστά μου το έργο αυτό του Προυντόν θα μπορούσα με μερικά παραδείγματα να καταδείξω εύκολα τον αρχικό του τρόπο συγγραφής. Στις παραγράφους που ο ίδιος τις θεωρεί σαν τις πιο σπουδαίες, μιμείται το χειρισμό των αντινομιών του Καντ –ο Καντ ήταν τότε ο μοναδικός γερμανός φιλόσοφος, που είχε διαβάσει τα έργα του από μεταφράσεις– κι αφήνει στον αναγνώστη ισχυρή εντύπωση, ότι όπως για τον Καντ έτσι και γι’ αυτόν η λύση των αντινομιών θεωρείται σαν κάτι που βρίσκεται «πέρα» από την ανθρώπινη νόηση, δηλ. σαν κάτι που για τη δική του νόηση παραμένει ασαφές.
Αλλά παρ’ όλο το φαινομενικό εικονοκλαστικό του χαρακτήρα συναντά κανείς ήδη στο Τι Είναι η Ιδιοκτησία; την αντίφαση ότι ο Προυντόν κριτικάρει, από τη μια, την κοινωνία, από τη σκοπιά και με τα μάτια ενός γάλλου μικροαγρότη (αργότερα μικροαστού) και, από την άλλη, χρησιμοποιεί το μετρό που του κληροδότησαν οι σοσιαλιστές.
Η ανεπάρκεια του συγγράμματος φαινόταν κιόλας στον ίδιο τον τίτλο του. Το ερώτημα μπήκε τόσο λαθεμένα που δε μπορούσε να του δοθεί σωστή απάντηση. Οι «σχέσεις ιδιοκτησίας» της αρχαιότητας αντικαταστάθηκαν από τις φεουδαρχικές, και αυτές από τις «αστικές». Έτσι η ίδια η ιστορία άσκησε την κριτική της στις προηγούμενες σχέσεις ιδιοκτησίας. Αυτό που πραγματικά πραγματευόταν ο Προυντόν ήταν η σύγχρονη αστική ιδιοκτησία, όπως υφίσταται σήμερα. Στο ερώτημα τι είναι η ιδιοκτησία αυτή, μπορούσε να δοθεί η απάντηση μονάχα με μια κριτική ανάλυση της «πολιτικής οικονομίας», εξετάζοντας το σύνολο αυτών των σχέσεων ιδιοκτησίας, όχι στη νομική τους έκφραση σαν σχέσεις της θέλησης, αλλά στην πραγματική τους μορφή, δηλ. σαν σχέσεις παραγωγής. Αλλά αφού ο Προυντόν το σύνολο αυτών των οικονομικών σχέσεων το συνέπλεξε στη γενική νομική αντίληψη, «η ιδιοχτησία», “La propriété”, δε μπορούσε να πάει πέρα από την απάντηση, που είχε δώσει ο Μπρισσό με τα ίδια λόγια σ’ ένα παρόμοιο σύγγραμμα ακόμα πριν από το 1789 ότι: “La propriété c' est le vol” (Η ιδιοκτησία είναι κλεψιά).
Στην καλύτερη περίπτωση απ’ όλη αυτή την υπόθεση βγαίνει ότι οι αστικές νομικές αντιλήψεις για την «κλεψιά» ταιριάζουν και για τα ίδια το «έντιμα» κέρδη του αστού. Από την άλλη, ο Προυντόν μπλεκόταν σε όλων των ειδών τις επινοήσεις για την πραγματική αστική ιδιοκτησία που ήταν ασαφείς και γι’ αυτόν τον ίδιο, αφού η «κλεψιά» σαν βίαιη παραβίαση της ιδιοκτησίας που είναι, προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιοκτησίας.
Τον καιρό που εμένα στο Παρίσι, το 1844, ήρθα σε προσωπική επαφή με τον Προυντόν. Το αναφέρω αυτό εδώ, γιατί ως ένα βαθμό φταίω και εγώ ο ίδιος για την “sophistication” του [«επιτήδευσή» του], όπως ονομάζουν οι Εγγλέζοι τη νόθευση των εμπορικών αγαθών. Σε μακρές συζητήσεις, που βαστούσαν συχνά ολόκληρες νύχτες, τον μόλυνα, προς μεγάλη του ζημιά με το χεγκελιανισμό, που όμως δε μπορούσε να τον μελετήσει όπως πρέπει μια και δεν ήξερε τη γερμανική γλώσσα. Αυτό που άρχισα εγώ, το συνέχισε ο κύριος Καρλ Γκριν ύστερα από την εκτόπισή μου από το Παρίσι. Ο Γκριν, σαν καθηγητής της γερμανικής φιλοσοφίας που ήταν, είχε απέναντι μου το πρόσθετο πλεονέκτημα το ότι δεν σκάμπαζε ο ίδιος τίποτε απ’ αυτήν.
Λίγο πριν εκδοθεί το δεύτερο σημαντικό έργο του «Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας κλπ», ο Προυντόν μου το προανάγγειλε ο ίδιος με ένα πολύ εκτενές γράμμα του, όπου του ξέφυγαν ανάμεσα σ’ άλλα και τα παρακάτω λόγια: “J' attends votre férule critique”, περιμένω την αυστηρή κριτική σας. Ωστόσο, ύστερα από λίγο η κριτική μου αυτή (στο σύγγραμμα μου Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας κλπ, Παρίσι 1847) έπεσε πάνω του με τέτοιο τρόπο που τερματίστηκε για πάντα η φιλία μας.
Απ’ όσα ειπώθηκαν εδώ, βλέπετε, ότι στο βιβλίο του Προυντόν Φιλοσοφία της Αθλιότητας ή Σύστημα των Οικονομικών Αντιφάσεων δόθηκε για πρώτη φορά η πραγματική απάντηση στο ερώτημα: Τι Είναι η Ιδιοκτησία;. Στην πραγματικότητα μόνο ύστερα από την έκδοση αυτού του έργου είχε αρχίσει τις οικονομικές του μελέτες. Είχε ανακαλύψει ότι το ερώτημα που έθεσε δε μπορεί να πάρει απάντηση με μια βρισιά, μα μονάχα με την ανάλυση της σύγχρονης «πολιτικής οικονομίας». Προσπάθησε συνάμα να εκθέσει διαλεκτικά το σύστημα των οικονομικών κατηγοριών. Στη θέση των άλυτων «αντινομιών» του Καντ έμπαινε η χεγκελιανή «αντίφαση» σαν μέσο της εξέλιξης.
Όσο για την εκτίμηση του δίτομου, ογκώδους συγγράμματός του, είμαι υποχρεωμένος να σας παραπέμψω στο έργο μου με το οποίο το ανασκεύασα. Σ’ αυτό έδειξα ανάμεσα σ’ άλλα πόσο λίγο είχε μπει στο μυστικό της επιστημονικής διαλεκτικής και πώς, από την άλλη, συμμερίζεται τις αυταπάτες της θεωρητικολογούσας φιλοσοφίας, μετατρέποντας ανόητα τις οικονομικές κατηγορίες σε προϋπάρχουσες αιώνιες ιδέες, αντί να τις αντιληφθεί σαν θεωρητικές εκφράσεις των ιστορικών σχέσεων παραγωγής που αντιστοιχούν σε μιαν ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της υλικής παραγωγής, και πώς μ’ αυτό τον περιστροφικό τρόπο ξανάρχεται στην άποψη της αστικής οικονομίας. [«Όταν οι οικονομολόγοι λένε ότι οι σημερινές σχέσεις –οι σχέσεις της αστικής παραγωγής– είναι φυσικές, αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για σχέσεις, μέσα στις όποιες δημιουργείται ο πλούτος και αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Έτσι αυτές οι ίδιες οι σχέσεις είναι φυσικοί νόμοι ανεξάρτητοι από την επίδραση του χρόνου. Είναι αιώνιοι νόμοι, που θα πρέπει να εξουσιάζουν πάντα την κοινωνία. Έτσι ως τώρα υπήρχε ιστορία, τώρα όμως δεν υπάρχει πια» (σελ. 113 του έργου μου)].
Παραπέρα δείχνω ακόμα, πόσο πέρα για πέρα ελλιπής και εν μέρει μαθητική ήταν η γνωριμία του με την πολιτική οικονομία, που είχε αναλάβει την κριτική της, και πώς μαζί με τους ουτοπικούς κυνηγά να βρει μια λεγόμενη «επιστήμη», με την οποία να μπορεί να επινοηθεί εκ των προτέρων ένα τύπο για τη «λύση του κοινωνικού ζητήματος», αντί να αντλήσει την επιστήμη από μια κριτική γνώση της ιστορικής κίνησης, μιας κίνησης που παράγει η ίδια τους υλικούς όρους της χειραφέτησης. Ιδιαίτερα όμως δείχνεται, πώς η άποψη του Προυντόν παραμένει ασαφής, σφαλερή και επιπόλαιη στο ζήτημα της της ανταλλακτικής αξίας, της βάσης της όλης θεωρίας, και ότι ακόμα παίρνει την ουτοπική ερμηνεία της θεωρίας της αξίας του Ρικάρντο σαν βάση μιας νέας επιστήμης. Την κρίση μου για τη γενική του άποψη τη συνοψίζω με τα παρακάτω λόγια: 
«Κάθε οικονομική σχέση έχει μια καλή και μια κακή πλευρά. Κι αυτό είναι το μόνο σημείο όπου ο κ. Προυντόν δε διαψεύδει τον εαυτό του. Την καλή πλευρά τη βλέπει να τονίζεται από τους οικονομολόγους, την κακή πλευρά να την καταγγέλλουν οι σοσιαλιστές. Δανείζεται από τους οικονομολόγους την ανάγκη των αιώνιων σχέσεων. Δανείζεται από τους σοσιαλιστές την αυταπάτη να βλέπει στην αθλιότητα μονάχα την αθλιότητα (αντί να βλέπει σ’ αυτήν την επαναστατική, καταστρεπτική πλευρά, που θ’ ανατρέψει την παλιά κοινωνία). Είναι σύμφωνος και με τους δυο στο ότι θέλει να στηριχτεί στο κύρος της επιστήμης. Η επιστήμη περιορίζεται γι’ αυτόν στις μικρές διαστάσεις ενός επιστημονικού τύπου. Είναι ο άνθρωπος που κυνηγά να βρει τύπους. Έτσι ο Προυντόν κολακεύεται ότι έδωσε τόσο την κριτική της πολιτικής οικονομίας όσο και του κομμουνισμού. Βρίσκεται πολύ πιο χαμηλά κι από τους δυο. Πιο χαμηλά από τους οικονομολόγους, γιατί σαν φιλόσοφος που κράτα ένα μαγικό τύπο νομίζει ότι μπορεί ν' απαλλαγεί από την υποχρέωση να μπει σε λεπτομέρειες καθαρά οικονομικές. Πιο χαμηλά από τους σοσιαλιστές, γιατί δεν έχει ούτε αρκετό θάρρος, ούτε αρκετή διορατικότητα για να ανυψωθεί έστω και θεωρησιακά πάνω από τον ορίζοντα των αστών. Θέλει σαν άνθρωπος της επιστήμης να αιωρείται πάνω από τους αστούς και τους προλετάριους· δεν είναι παρά ο μικροαστός, που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και τον κομμουνισμό».
Όσο τραχιά κι αν ηχεί η παραπάνω κρίση, είμαι υποχρεωμένος και σήμερα να την προσυπογράψω λέξη προς λέξη. Ακόμα πρέπει να παρθεί υπόψη ότι τον καιρό που χαρακτήρισα το βιβλίο του Προυντόν σαν τον κώδικα του σοσιαλισμού των μικροαστών και που το απόδειξα αυτό θεωρητικά, οι πολιτικοί οικονομολόγοι και οι σοσιαλιστές ρίχνανε ακόμα το ανάθεμα στον Προυντόν ότι ήταν αρχιεπαναστάτης. Γι’ αυτό αργότερα δε συμφώνησα ποτέ με τις κραυγές ότι ο Προυντόν «πρόδωσε» την επανάσταση. Δεν φταίει ο ίδιος, αν έχοντας αρχικά παρανοηθεί από τους άλλους και έχοντας ο ίδιος παρανοήσει τον εαυτό του, δε δικαίωσε τις αστήρικτες ελπίδες.
Σε αντιπαράθεση με το Τι Είναι η Ιδιοκτησία; στη Φιλοσοφία της Αθλιότητας προβάλλουν στα μάτια μας δυσμενώς όλες οι ελλείψεις του προυντονικού τρόπου έκθεσης. Το ύφος είναι συχνά αυτό που οι Γάλλοι το λένε ampoule (στομφώδες). Υπεροπτικά θεωρητικολόγα κορακίστικα που παριστάνουν ότι είναι γερμανική φιλοσοφία εμφανίζονται τακτικά στη σκηνή όπου σταματά η γαλατική του οξύνοια. Στ αυτιά μας αντηχεί διαρκώς ένας θορυβώδης, περιαυτολόγος και καυχησιολόγος τόνος και ιδιαίτερα η τόσο δυσάρεστη φλυαρία και επίδειξη για την «επιστήμη». Αντί για την πραγματική θέρμη που διαπερνά το πρώτο σύγγραμμα, εδώ οδηγείται συστηματικά σε μια φευγαλέα έξαψη ρητορικής. Και επιπλέον η αδέξια και αποκρουστική επίδειξη ευρυμάθειας του αυτοδίδαχτου, που έχει σπάσει πια η φυσική του περηφάνια για πρωτότυπη σκέψη και που σαν νεόπλουτος της επιστήμης νομίζει ότι μπορεί να απλωθεί σε ό,τι δεν είναι και σε ό,τι δεν έχει. Ύστερα, η νοοτροπία του μικροαστού, που, λχ, επιτίθεται με απρέπεια και βάναυσα –ούτε με οξύνοια, ούτε με βάθος, ούτε ακόμα και σωστά– ενάντια σ’ έναν άνθρωπο σαν τον Καμπέ, που ήταν αξιοθαύμαστος για την πρακτική στάση του απέναντι στο γαλλικό προλεταριάτο, ενώ αντίθετα αποδίδει εύσημα σ’ έναν Ντυνουαγιέ (που είναι όντως «κρατικός σύμβουλος») παρά το γεγονός ότι όλη η σημασία αυτού του Ντυνουαγιέ βρισκόταν στο ότι με κωμική σοβαρότητα κήρυττε το ριγορισμό [αυστηρότητα] στους τρεις ογκώδεις και αβάσταχτα βαρετούς τόμους του, το ριγορισμό που ο Ελβέτιος τον χαρακτήρισε έτσι: “On veut que les malheureux soient parfaits” (ζητούν από τους δυστυχισμένους να είναι τέλειοι).
Η επανάσταση του Φλεβάρη ήρθε σίγουρα σε ακατάλληλη ώρα για τον Προυντόν γιατί ίσα-ίσα λίγες βδομάδες προηγούμενα είχε αποδείξει αναντίρρητα ότι είχε περάσει για πάντα «η εποχή των επαναστάσεων». Η ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση αξίζει κάθε έπαινο όσο λίγη κατανόηση κι αν έδειξε για τις υπάρχουσες συνθήκες. Ύστερα από την εξέγερση του Ιούνη η ομιλία αυτή ήταν μια πολύ θαρραλέα πράξη. Επιπλέον είχε το θετικό αποτέλεσμα ότι ο κύριος Θιέρσος στην απάντηση του εναντίωσης στις προτάσεις του Προυντόν, που δημοσιεύθηκε αργότερα σε ξεχωριστό βιβλίο, απόδειξε σ’ όλη την Ευρώπη πάνω σε ποιο βάθρο κατήχησης για μικρά παιδιά στηριζόταν αυτός ο πνευματικός στυλοβάτης της γαλλικής αστικής τάξης. Μπροστά στον Θιέρσο, ο Προυντόν διογκώθηκε πραγματικά σε προκατακλυσμιαίο κολοσσό.
Η ανακάλυψη της «άτοκης πίστης» και η πάνω σ’ αυτή στηριγμένη «Λαϊκή τράπεζα» ήταν οι τελευταίες οικονομικές «πράξεις» του Προυντόν. Στο σύγγραμμα μου Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, (Μέρος Ι, Βερολίνο 1859, σελ. 59-64), αποδείχνω ότι η θεωρητική βάση αυτής της ιδέας του πηγάζει από την παραγνώριση των βασικών στοιχείων της αστικής «πολιτικής οικονομίας», δηλ. της σχέσης των εμπορευμάτων με το χρήμα, ενώ το πρακτικό εποικοδόμημα ήταν απλά μια αναπαραγωγή πολύ παλιότερων και πολύ καλύτερα επεξεργασμένων σχεδίων. Δε χωρά καμία αμφιβολία και είναι αυτονόητο ότι το πιστωτικό σύστημα μπορεί κάτω από ορισμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να χρησιμεύσει στην επιτάχυνση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, ακριβώς όπως στις αρχές, λχ, του 18ου και ξανά αργότερα του 19ου αιώνα στην Αγγλία είχε χρησιμεύσει για να μεταβιβαστεί ο πλούτος από τη μια τάξη στην άλλη. Αποτελεί όμως μια πέρα για πέρα στενή μικροαστική φαντασιοπληξία το να θεωρεί κανείς το τοκοφόρο κεφάλαιο σαν την κύρια μορφή του κεφαλαίου και να θέλει να κάνει βάση του κοινωνικού μετασχηματισμού μια ορισμένη χρησιμοποίηση του πιστωτικού συστήματος, μια δήθεν κατάργηση του τόκου. Και πραγματικά, αυτή τη φαντασιοπληξία, παραπέρα αραιωμένη, τη βρίσκουμε να την πιπιλίζουν ακόμα και οι οικονομικοί εκπρόσωποι της αγγλικής μικροαστικής τάξης του 17ου αιώνα. Η πολεμική του Προυντόν ενάντια στον Μπαστιά στα 1850 στο ζήτημα του τοκοφόρου κεφαλαίου βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τη Φιλοσοφία της Αθλιότητας. Τα καταφέρνει να νικηθεί κι απ’ αυτόν ακόμη τον Μπαστιά και ξεσπά σε κωμικές φωνές κάθε φορά που ο Μπαστιά του δίνει ένα χτύπημα.
Πριν λίγα χρόνια ο Προυντόν είχε γράψει ένα έργο συμμετέχοντας σε ένα διαγωνισμό –μου φαίνεται πως τον είχε προκηρύξει η κυβέρνηση της Λωζάνης– για τους «Φόρους». Στο έργο αυτό σβήνει και το τελευταίο ίχνος ιδιοφυΐας. Δεν απομένει παρά ο πεντακάθαρος μικροαστός.
Όσο για τα πολιτικά και φιλοσοφικά έργα του Προυντόν, σ’ όλα δείχνεται ο ίδιος διφορούμενος χαρακτήρας, γεμάτος αντιφάσεις, όπως και στα οικονομικά. Χώρια απ’ αυτό, τα έργα του έχουν μονάχα τοπική, γαλλική άξια. Παρ’ όλα αυτά, οι επιθέσεις του ενάντια στη θρησκεία, στην εκκλησία, κλπ, έχουν μεγάλη τοπική αξία και μάλιστα σε μια εποχή που οι γάλλοι σοσιαλιστές θεωρούσαν σωστό να δείχνουν με τη θρησκευτικότητά τους πόσο υπερείχαν από τον αστικό βολταιρισμό του 18ου και το γερμανικό αθεϊσμό του 19ου αιώνα. Όπως ο Πέτρος ο Μεγάλος τσάκισε με τη βαρβαρότητα τη ρωσική βαρβαρότητα, ο Προυντόν έκανε ότι μπορούσε για να νικήσει με τη φράση τη γαλλική φρασεολογία.
Όχι μόνο σαν κακά έργα, μα σαν χυδαιότητες, αλλά χυδαιότητες που ανταποκρίνονται στην μικροαστική άποψη, πρέπει να χαρακτηριστούν τα συγγράμματά του για το Πραξικόπημα όπου ερωτοτροπεί με το Λουδοβίκο Βοναπάρτη και όπου πραγματικά προσπαθεί να τον κάνει αρεστό στους γάλλους εργάτες, και το τελευταίο του έργο ενάντια στην Πολωνία όπου για να δοξάσει τον τσάρο φέρεται με ηλίθιο κυνισμό.
Συχνά έχουν συγκρίνει τον Προυντόν με τον Ρουσσώ. Δε μπορεί να υπάρξει πιο λαθεμένο πράγμα. Έχει ομοιότητες μάλλον με τον Νικολά Λενγκέ, που το βιβλίο του για τη «θεωρία των αστικών νομών» είναι ένα λαμπρό έργο.
Ο Προυντόν από φυσικού του είχε κλίση προς τη διαλεκτική. Μα επειδή ποτέ του δεν κατάλαβε την πραγματικά επιστημονική διαλεκτική, τα κατάφερε να φτάσει μονάχα ως τη σοφιστική. Στην πραγματικότητα αυτό είχε σχέση με τη μικροαστική του άποψη. Ο μικροαστός αποτελείται, όπως ο ιστορικός Ράουμερ, από «αφενός» και «αφετέρου». Τέτοιος είναι στα οικονομικά του συμφέροντα και γι’ αυτό και στην πολιτική του, στις θρησκευτικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές του απόψεις. Τέτοιος στην ηθική του, τέτοιος και σ’ όλα. Είναι η ζωντανή αντίφαση. Κι αν τύχει, όπως ο Προυντόν, να είναι ένας πνευματώδης άνθρωπος, τότε θα μάθει γρήγορα να παίζει με τις ίδιες του τις αντιφάσεις και να τις επεξεργάζεται ανάλογα με τις περιστάσεις σε χτυπητά, θορυβώδη, κάποτε σκανδαλώδη, κάποτε λαμπρά παράδοξα. Ο τσαρλατανισμός στην επιστήμη και η πολιτική προσαρμογή είναι αχώριστα από μια τέτοια άποψη. Απομένει μονάχα ένα παρορμητικό κίνητρο, η υποκειμενική ματαιοδοξία, και, όπως σ’ όλους τους ματαιόδοξους, πρόκειται στο εξής μονάχα για την επιτυχία της στιγμής, για την εντύπωση της ημέρας. Έτσι σβήνει κατ’ ανάγκη η απλή ηθική αίσθηση, που κρατούσε πάντα, λχ, έναν Ρουσσώ μακριά ακόμα και από μια υποψία παραχωρήσεων προς την υπάρχουσα εξουσία.
Ίσως οι μεταγενέστεροι χαρακτηρίζοντας την τελευταία φάση της γαλλικής ιστορίας πουν ότι ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ήταν ο Ναπολέων της και ο Προυντόν ο Ρουσσώ-Βολταίρος της.
Και τώρα πρέπει εσείς ο ίδιος να αναλάβετε την ευθύνη για το γεγονός ότι αμέσως ύστερα από το θάνατο αυτού του ανθρώπου μου φορτώσατε το ρόλο του μετά θάνατον κριτή.
Δικός σας με το μεγαλύτερο σεβασμό,

Καρλ Μαρξ


Σημείωση:
[1]«Όταν οι οικονομολόγοι λένε ότι οι σημερινές σχέσεις της αστικής παραγωγής — είναι φυσικές, αφήνουν να νοηθεί ότι πρόκειται για σχέσεις, μέσα στις όποιες δημιουργείται ο πλούτος και αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Έτσι αυτές οι ίδιες οι σχέσεις είναι φυσικοί νόμοι, που είναι ανεξάρτητοι από την επίδραση του χρόνου. Είναι αιώνιοι νόμοι, που θα πρέπει να εξουσιάζουν πάντα την κοινωνία. Έτσι ως τώρα υπήρχε ιστορία, τώρα όμως δεν υπάρχει πια» (σελ. 11 του έργου μου). (Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, ʼπαντα, τομ. V, σελ. 373-374 της ρωσικής έκδοσης).
.

V.I. Lenin-Κράτος και επανάσταση, Κεφάλαιο 3


V.I. Lenin
Κράτος και Επανάσταση

Κεφάλαιο 3: Η πείρα της Παρισινής Κομμούνας του 1871. Η ανάλυση του Μαρξ

1. ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΩΝ;

Είναι γνωστό πως λίγους μήνες πριν από την Κομμούνα, το φθινόπωρο του 1870, ο Μαρξ προειδοποιούσε τους εργάτες του Παρισιού, αποδείχνοντας τους πως θα ήταν ανοησία απόγνωσης η απόπειρα ν' ανατρέψουν την κυβέρνηση. Όταν όμως το Μάρτη του 1871 επέβαλαν στους εργάτες την αποφασιστική μάχη και κείνοι τη δέχτηκαν, όταν η εξέγερση έγινε γεγονός, ο Μαρξ, πα­ρά τα κακά προμηνύματα, χαιρέτησε με το μεγαλύτερο ενθουσια­σμό την προλεταριακή επανάσταση. Ο Μαρξ δεν κόλλησε στη σχολαστική καταδίκη του «πρόωρου» κινήματος, όπως έκαμε ο θλι­βερής φήμης ρώσος αποστάτης του μαρξισμού Πλεχάνοφ, που το Νοέμβρη του 1905 έγραφε ενθαρρυντικά για τον αγώνα των ρώ­σων εργατών και αγροτών, και ύστερα από το Δεκέμβρη του 1905 φώναζε σαν φιλελεύθερος: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα».

Όμως ο Μαρξ δεν εκδήλωσε μόνον τον ενθουσιασμό του για τον ηρωισμό των κομμουνάρων, που, σύμφωνα με δική του έκ­φραση, «έκαναν έφοδο ενάντια στον ούρανό». Στο μαζικό επαναστατικό κίνημα, παρ' όλο που δεν πέτυχε το σκοπό του, ο Μαρξ έβλεπε μια ιστορική πείρα τεράστιας σημασίας, ορισμένο βήμα προ ς τα μπρος της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, ένα πραχτικό βήμα, πολύ σπουδαιότερο από χιλιάδες προγράμματα και συζητήσεις. Ν' αναλύσει αυτή την πείρα, να βγάλει απ' αυτή διδάγματα ταχτικής, να επανεξετάσει πάνω στη βάση της τη θεωρία του - να το καθήκον που έβαλε στον εαυτό του ο Μαρξ.

Τη μόνη «διόρθωση» στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που ο Μαρξ έκρινε απαραίτητο να κάνει, την έκαμε με βάση την επαναστατική πειρα των κομμουνάρων του Παρισιού.

Ο τελευταίος πρόλογος στη νέα γερμανική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που υπογράφεται και από τους δυο συγγραφείς του, έχει ημερομηνία 24 του Ιούνη 1872. Σ' αυτό τον πρόλογο οι συγγραφείς του, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, λένε πως «σήμερα πάλιωσε σε μερικά μέρη» το πρό­γραμμα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».

... «Ιδίως - συνεχίζουν - η κομμούνα απόδειξε ότι η «εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς»» ...

Τις λέξεις αυτής της περικοπής, που βρίσκονται μέσα στα δεύτερα εισαγωγικά, οι συγγραφείς τις δανείστηκαν από το έργο του Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλια».

Έτσι λοιπόν ένα βασικό και κύριο δίδαγμα της Κομμούνας του Παρισιού ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν ότι έχει τόσο γιγάντια σημασία, που το καταχώρησαν σαν ουσιαστική διόρθωση στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».

Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτή ακριβώς η ουσιαστική διόρθωση διαστρεβλώθηκε από τους οπορτουνιστές, και το νόημα της θα είναι ασφαλώς άγνωστο στα εννιά δέκατα, αν όχι στα ενενήντα εννιά εκατοστά των αναγνωστών του «Κομμουνι­στικού Μανιφέστου». Θα μιλήσουμε λεπτομερειακά για τη διαστρέβλωση αυτή πιο κάτω, στο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στις διαστρεβλώσεις. Τώρα φτάνει να σημειωθεί ότι η συνηθισμέ­νη, η χυδαία «αντίληψη» του περίφημου αποφθέγματος του Μαρξ, που αναφέραμε, βρίσκεται στο ότι τάχα ο Μαρξ υπογραμμίζει εδώ την ιδέα της αργής εξέλιξης σε αντίθεση με την κατάληψη της εξουσίας και τα παρόμοια.

Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η σκέψη του Μαρξ είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη της.

Στις 12 του Απρίλη 1871, δηλαδή ακριβώς τον καιρό της Κομμούνας, ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελμαν:

... «Αν ανοίξεις το τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου «Η Ι 8η Μπρυμαίρ», θα δεις ότι εκφράζω τη γνώμη πως η επόμενη προσπάθεια της γαλλικής επανάστασης δεν πρέπει, όπως γινόταν ως τώρα, να περάσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, άλλα να την τσακίσει» (η υπογράμμιση είναι του Μαρξ, στο πρωτότυπο υπάρχει η λέξη : zerbrechen), «και αυτός είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαικής επανάστα­σης στην ήπειρο. Αυτή είναι και η προσπάθεια των ηρωικών μας κομματικών συντρόφων του Παρισιού» (σελ. 709 της «Neue Ζeit», ΧΧ, 1, χρόνος 1901 - 1902). (Τα γράμματα του Μαρξ προς τον Κούγκελμαν βγήκαν στα ρωσικά σε όχι λιγότερες από δυο εκδόσεις, τη μια απ' αυτές την έχω επιμεληθεί εγώ και έχει δικό μου πρόλογο.)

Στα λόγια αυτά «να τσακίσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτι­κή κρατική μηχανή» περιέχεται, σύντομα διατυπωμένο, το κυριότερο δίδαγμα του μαρξισμού στο ζήτημα των καθηκόντων του προλεταριάτου στην επανάσταση όσον αφορά το κράτος. Κι αυτό ακριβώς το δίδαγμα όχι μόνο λησμονήθηκε ολότελα, μα και διαστρεβλώθηκε ανοιχτά από την κυρίαρχη καουτσκική «ερμηνεία» του μαρξισμού!

Όσο για την παραπομπή στη «18η Μπρυμαίρ» που κάvει ο Μαρξ, δώσαμε πιο πάνω ολόκληρη την αντίστοιχη περικοπή.

Είναι ενδιαφέρο να σημειώσουμε ιδιαίτερα δυο σημεία στον πιο πάνω συλλογισμό του Μαρξ. Πρώτο, ο Μαρξ περιορίζει. το συμπέρασμα του στην ήπειρο. Αυτό ήταν κατανοητό το 1871, όταν η Αγγλία ήταν ακόμα πρότυπο χώρας καθαρά κεφαλαιοκρατικής, αλλά χωρίς στρατοκρατία και σε σημαντικό βαθμό χωρίς γραφειοκρατία. Γι αυτό ο Μαρξ εξαιρούσε την Αγγλία, όπου μια επανάσταση, ακόμα και μια λαϊκή επανάσταση, φαινόταν και ήταν τότε δυνατή χωρίς τον προκαταρκτικό όρο της καταστροφής της «έτοιμης κρατικής μηχανής».

Τώρα, στα 1917, στην εποχή του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο περιορισμός αυτός του Μαρξ παύει να ισχύει. Και η Αγγλία και η Αμερική, οι μεγαλύτεροι και τελευταίοι - σ' όλο τον κόσμο - εκπρόσωποι της αγγλοσαξωνικής «ελευθερίας» με την έννοια ότι δεν είχαν στρατοκρατία και γραφειο­κρατία, κατρακύλησαν ολότελα στον πανευρωπαϊκό, βρωμερό, αιματηρό βούρκο των γραφειοκρατικών - στρατοκρατικών θεσμών που υποτάσσουν τα πάντα, που καταπνίγουν τα πάντα. Τώρα και στην Αγγλία και στην Αμερική «προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαικής επανάστασης» είναι το τσάκισμα­ η καταστροφή της «έτοιμης» (που το 1914- 1917 ετοιμάστηκε σ' αυτές τις χώρες σε «ευρωπαϊκή», πανιμπεριαλεστική τελειότητα) «κρατικής μηχανής».

Δεύτερο, ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη είναι η εξαιρετικά βαθυστό­χαστη παρατήρηση του Μαρξ, ότι η καταστροφή της γραφειοκρατικής στρατιωτικής κρατικής μηχανής αποτελεί «προκαταρκτικό όρο κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης». Αυτή η έννοια της «λαϊκής» επανάστασης φαίνεται παράξενη στο στόμα του Μαρξ και οι ρώσοι πλεχανοφικοί και μενσεβίκοι, οι οπαδοί αυτοί του Στρούβε, που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές , θα μπορούσαν ίσως να κηρύξουν αυτή την έκφραση του Μαρξ «παραδρομή». Αυτοί κατάντησαν το μαρξισμό μια τόσο άθλια φιλελεύθερη διαστρέβλω­ση, που γι' αυτούς δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την αντιπαράθεση: αστική η προλεταριακή επανάσταση, μα κι αυτή την αντιπαράθεση την καταλαβαίνουν, όσο δε σηκώνει, νεκρά.

Αν πάρουμε για παράδειγμα τις επαναστάσεις του ΧΧ αιώνα, θα πρέπει βέβαια να παραδεχτούμε σαν αστικές και την πορ τογαλική και την τούρκικη. «Λαϊκή» όμως δεν ήταν ούτε η μια, ούτε η άλλη, γιατί ούτε στη μια, ούτε στην άλλη επανάσταση η μάζα του λαού, η τεράστια πλειοψηφία του δεν προβάλλει αισθη­τά, ενεργά, ανεξάρτητα, με δικές της οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις. Αντίθετα, η ρωσική αστική επανάσταση του 1905 - 1907, μ' όλο που δεν είχε τόσο «λαμπρές» επιτυχίες, σαν κι αυτές που σημείωσαν παροδικά και η πορτογαλική και η τούρκικη, ήταν αναμφισβήτητα «πραγματικά λαϊκή» επανάσταση, γιατί η μάζα του λαού, η πλειοψηφία του, τα κατώτατα κοινω­νικά στρώματα, τα τσακισμένα από την καταπίεση και την εκμετάλλευση, ορθώθηκαν ανεξάρτητα, έβαλαν σ' όλη την πορεία της επανάστασης τη σφραγίδα των δικών τους διεκδικήσεων, των δικών τους προσπαθειών να οικοδομήσουν με δικό τους τρόπο μια νέα κοινωνία στη θέση της παλιάς πού έπρεπε να καταστραφεί.

Σε καμία χώρα της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871 το προ­λεταριάτο δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του λαού. Μια «λαική» επανάσταση που βάζει σε κίνηση πραγματικά την πλειοψηφία, θα μπορούσε να είναι τέτοια, μόνον εφόσον θ' αγκάλιαζε και το προλεταριάτο και την αγροτιά. Αυτές οι δυο τάξεις αποτελούσαν τότε το «λαό». Και τις δυο τάξεις τις ενώνει το γεγονός ότι «η γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μηχανή» τις καταπιέζει, τις πνίγει, τις εκμεταλλεύεται. Να συντριφτεί αυτή η μηχανή, να τσακιστεί - αυτό είναι το πραγματικό συμφέρον του «λαού», της πλειοψηφίας του, των εργατών και της πλειοψηφίας των αγρο­τών, αυτός είναι ο «προκαταρκτικός όρος» της ελεύθερης συμμαχίας των φτωχών αγροτών με τους προλετάριους, και χωρίς αυ­τή τη συμμαχία η δημοκρατία δεν είναι στέρεη και είναι αδύνατος ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός.

Όπως είναι γνωστό, για μια τέτοια συμμαχία ξάνοιγε το δρόμο η Κομμούνα του Παρισιού, πού δεν πέτυχε το σκοπό της για μια σειρά αιτίες εσωτερικού και εξωτερικού χαρακτήρα.

Συνεπώς, μιλώντας για μια «πραγματικά λαϊκή έπανάσταση», ο Μαρξ, χωρίς διόλου να ξεχνάει τις ιδιομορφιες των μικροαστών (γι' αυτές μιλούσε πολύ και συχνά), υπολόγιζε πολύ αυστηρά τον πραγματικό συσχετισμό των τάξεων στα περισσότε­ρα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871. Κι από τ' άλλο μέρος, διαπίστωνε πως τη «συντριβή» της κρατικής μηχανής την απαιτούν τα συμφέροντα και των εργατών και των αγροτών, πως αυτή τους ενώνει, βάζει μπροστά τους το κοινό καθήκον της εξάλειψης του «παράσιτου» και της αντικατάστασης του με κάτι καινούργιο.

Μα με τι ακριβώς;

2. ΜΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΗ ΚΡΑΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ;

Η απάντηση που έδινε ο Μαρξ σε τούτο το ερώτημα το 1847 στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ήταν ακόμα εντελώς αφη­ρημένη, πιο σωστά, η απάντηση υπόδειχνε τα καθήκοντα, όχι όμως και τους τρόπους της πραγματοποίησης τους. Ν' αντικατασταθεί με την «οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη», με την «κατάχτηση της δημοκρατίας» - αυτή ήταν η απάντηση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».

Χωρίς να επιδίδεται σε ουτοπίες, ο Μαρξ περίμενε από την πείρα του μαζικού κινήματος την απάντηση στο ερώτημα, ποιές συγκεκριμένες μορφές θα πάρει αυτή η οργάνωση του προλεταριάτου σαν κυρίαρχης τάξης, με ποιον ακριβώς τρόπο η οργάνωση αυτή θα συνδυαστεί με την πιο πλέρια και συνεπή «κατάχτηση της δημοκρατίας»:

Όσο μικρή κι αν ήταν η πείρα της Κομμούνας, ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» την υπόβαλε στην πιο προσεχτική ανάλυση. θα παραθέσουμε τα σπουδαιότερα χωρία αυτού του συγγράμματος:

Στον ΧΙΧ αιώνα αναπτύχθηκε η καταγόμενη από το μεσαίωνα «συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανα της: το μόνιμο στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο, τη δικαστική κάστα». Με την ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία «η κρατική εξουσία αποχτούσε όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας δημοσιας βίας για την καταπίεση της εργατικής τάξης, το χαρακτήρα μιας μηχανής της ταξικής κυριαρχίας. Ύστερα από κάθε επανάσταση που σημειώνει μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας». Η κρατική εξουσία ύστερα από την επανάσταση του 1848 - 1849 γίνεται «το εθνικό όργανο πολέμου του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία». Η δεύτε­ρη αυτοκρατορία κατοχυρώνει αυτό το όργανο.

«Η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα». «Ήταν η καθορισμένη μορφή» «μιας τέτοιας δημοκρα­τίας, που όφειλε να έξαλείψει όχι μόνο τη μοναρχική μορ­φή της ταξικής κυριαρχίας, μα και την ίδια την ταξική κυριαρχία» ...

Σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η «καθορισμένη» μορφή προλεταριακής, σοσιαλιστικής δημοκρατίας; Ποιο ήταν το κράτος πού άρχισε να δημιουργεί;

.... «Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάρ­γηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάσταση του με τον ένοπλο λαό» ...

Η διεκδίκηση αυτή βρίσκεται σήμερα στα προγράμματα όλων των κομμάτων που θέλουν να ονομάζονται σοσιαλιστικά. Το τι αξίζουν όμως τα προγράμματά τους το δείχνει καλύτερα από καθετί άλλο η στάση των δικών μας εσέρων και μενσεβίκων, που ίσα - ίσα μετά την επανάσταση της 27 του Φλεβάρη αρνήθηκαν στην πράξη να πραγματοποιήσουν αυτή τη διεκδίκηση!

... «Η Κομμούνα αποτελούνταν από τους δημοτικούς συμβούλους, που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό μα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι σύμβουλοι αυτοί ήταν υπεύθυνοι και σ' οποιαδήποτε στιγμή ανακλητοί. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης» ...

... «Η αστυνομία, που ως τώρα ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους, απογυμνώθηκε αμέσως απ' όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο και ανακλητό σ' οποιαδήποτε στιγμή όργανο της Κομμούνας. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους όλων των άλλων κλάδων της διοίκησης... Αρχίζον­τας από τα μέλη της Κομμούνας, ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να εκτελείται με μισθό εργάτη. Όλα τ' αποχτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους εξαφανίστηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους... Όταν καταργήθηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα αυτά της υλικής έξουσίας της παλιάς κυβέρνησης, η Κομμούνα επιδίωξε να τσα­κίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων... Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε τη φαινομενική ανεξαρτησία τους... στο εξής έπρεπε να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και ανακλητοί» ...

Έτσι λοιπόν η Κομμούνα σάμπως ν' αντικατάστησε τη συντριμμένη κρατική μηχανή «απλώς» με μια πιο πλέρια δημο­κρατία: κατάργηση του μόνιμου στρατού, πλέρια αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των δημόσιων λειτουργών. Στην πραγματικό­τητα όμως αυτό το «απλώς» σημαίνει αντικατάσταση σε γιγάν­τια κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς καταρχήν διαφορετικού είδους. Εδώ βλέπουμε ακριβώς μια από τις περιπτώσεις «μετατροπης της ποσότητας σε ποιότητα»: η δημοκρατία, εφαρμoσμένη με τη μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, με­τατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (=ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος.

Πάντως η κατάπνιξη της αστικής τάξης και της αντίστασης της εξακολουθεί να είναι αναγκαία. Για την Κομμούνα αυτό ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο, και μια από τις αιτίες της ήττας της βρίσκεται στο ότι δεν το έκανε όσο έπρεπε αποφασιστικά. Εδώ όμως όργανο καταπίεσης είναι πια η πλειοψηφία του πληθυσμού κι όχι η μειοψηφία, όπως γινόταν πάντα και στη δουλεία, και στη δουλοπαροικία, και στη μισθωτή δουλεία. Και μια που η ίδια η πλειοψηφία του λαού καταπνίγει τους καταπιεστές της, δε χρειάζεται πια μια «ιδιαίτερη δύναμη» κατάπνιξης! Μ' αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει ν' απονεκρώνεται. Στη θέση των ειδικών θεσμών της προνομιούχας μειοψηφίας (προνομιούχα υπαλ­ληλοκρατία και ηγεσία του μόνιμου στρατού), αυτό το καθήκον μπορεί να το εκπληρώνει άμεσα η ίδια η πλειοψηφία, και όσο πιο παλλαϊκή γίνεται η ίδια η εκπλήρωση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, τόσο λιγότερο αναγκαία γίνεται αυτή η εξουσία.

Απ' αυτή την άποψη ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το μέτρο της Κομμούνας, που το υπογραμμίζει ο Μαρξ: η κατάργηση κάθε επιχορήγησης για έξοδα παραστάσεως, κάθε χρηματικού προνο­μίου στους δημόσιους υπαλλήλους, η ελάττωση της πληρωμής όλων των λειτουργών του κράτους ως το επίπεδο του «μισθού του εργάτη». Σ' αυτό ίσα - ίσα εκφράζεται με τον πιο χτυπητό τρόπο η στροφή από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία, από τη δημοκρατία των καταπιεστών στη δημοκρατία των καταπιεζόμενων τάξεων, από το κράτος σαν «ιδιαίτερη δύναμη» καταπίεσης μιας ορισμένης τάξης στην κατάπνιξη των καταπιε­στών με τη γενική δύναμη της πλειοψηφίας του λαού, των εργα­τών και αγροτών. Και σ' αυτό ακριβώς το εξαιρετικά σαφές, στο ζήτημα του κράτους ίσως το σπουδαιότερο σημείο ξεχάστηκαν πιο πολύ τα διδάγματα του Μαρξ. Στα εκλαϊκευτικά σχόλια - ων ουκ έστιν αριθμός - δε γίνεται λόγος γι' αυτό. «Συνηθίζουν» να το αποσιωπούν, λες και πρόκειται για μια «απλοϊκότητα» που ξεπεράστηκε, - όπως οι χριστιανοί, από τότε που ο χριστιανι­σμός ανυψώθηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους, «λησμόνησαν» τις «απλοϊκότητες» του πρωταρχικού χριστιανισμού με το δημοκρατικό - επαναστατικό πνεύμα του.

Η ελάττωση των μισθών των ανώτατων δημόσιων λειτουρ­γών φαίνεται «απλώς» σαν αίτημα του απλοϊκού, πρωτόγονου δημοκρατισμού. Ένας από τους «ιδρυτές» του νεότατου οπορτουνισμού, ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ε. Μπέρνσταϊν, εξασκούνταν επανειλημμένα στο να επαναλαμβάνει τις ξεφτισμένες αστικές ειρωνείες σε βάρος του «πρωτόγονου» δημοκρατισμού. Όπως όλοι οι οπορτουνιστές, όπως και οι τωρινοί καουτσκιστές, έτσι κι αυτός δεν κατάλαβε καθόλου, πρώτο, ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς ορισμένη «επιστροφή» στον «πρωτόγονο» δημοκρατισμό (γιατί πως αλλιώς θα περάσεις στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ακόμα κι απ' όλο χωρίς εξαίρεση τον πληθυσμό;), και δεύτερο, ότι ο «πρωτόγονος δημοκρατισμός» πάνω στη βάση του καπιταλισμού και του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού δεν είναι το ίδιο με τον πρωτόγονο δημοκρατισμό στις πρωτόγονες ή προκεφαλαιοκρ ατικές εποχές. Ο κεφαλαιοκρατικός πολιτισμός δημιούργησε τη μεγάλη παραγωγή, τα εργοστά­σια, τους σιδηροδρόμους, τα ταχυδρομεία, τα τηλέφωνα κτλ., και πάνω σ' αυτήν τη βάση η τεράστια πλειονότητα των λειτουργιών της παλιάς «κρατικής εξουσίας» απλοποιήθηκε τόσο πολύ και μπορεί ν' αναχθεί σε τόσο απλούστατες πράξεις καταχώρησης, καταγραφής και έλεγχου, που οι λειτουργίες αυτές είναι απολύτως προσιτές σ' όλους όσοι ξέρουν ανάγνωση και γραφή, πού τις λει­τουργίες αυτές θα μπορούν απολύτως να τις εκτελούν με το συνηθισμένο, «μισθό εργάτη», έτσι που θα μπορεί (και θα πρέπει) ν' αφαιρεθεί απ' αυτές τις λειτουργίες κάθε ίχνος οποιουδήποτε προνομίου, οποιουδήποτε «δικαιώματος προϊσταμένου».

Η πλέρια αίρετοτητα, η ανακλητότητα σ' οποιαδήποτε στιγμή όλων χωρίς εξαίρεση των δημόσιων λειτουργών, η ελάττωση του μισθού τους στο συνηθισμένο «μισθό του εργάτη», αυτά τα απλά και «αυτονόητα» δημοκρατικά μέτρα, που συνδυάζουν πέ­ρα για πέρα τα συμφέροντα των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αποτελούν ταυτόχρονα το γεφυράκι, που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Τα μέτρα αυτά αφορούν τον κρατικό, καθαρά - πολιτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αποχτούν όμως φυσικά όλο το νόημα και τη σημασία τους μόνο σε συνδυασμό με την πραγματοποιούμενη ή προετοιμαζόμενη «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», δηλαδή με το πέρασμα της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.

«Η Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - έκανε πραγματικό­τητα το σύνθημα όλων των αστικών επαναστάσεων, το σύνθημα της φτηνής διακυβέρνησης, καταργώντας τις δυο με­γαλύτερες πηγές εξόδων, το στρατό και τη δημοσιουπαλληλία».

Από την αγροτιά, όπως και από τ' άλλα στρώματα των μικροαστών, μόνο μια ασήμαντη μειοψηφία «ανεβαίνει ψηλά», «γίνονται άνθρωποι» με την αστική έννοια, δηλαδή μεταβάλλον­ται είτε σε εύπορους ανθρώπους, σε αστούς, είτε σε εξασφαλι­σμένους και προνομιούχους δημόσιους υπαλλήλους. Η τεράστια πλειοψηφία της αγροτιάς σε κάθε κεφαλαιοκρατική χώρα, όπου υπάρχει αγροτιά (και τέτοιες είναι οι περισσότερες κεφαλαιοκρα­τικές χώρες), καταπιέζεται από την κυβέρνηση και διψάει για την ανατροπή της, διψάει για «φτηνή» κυβέρνηση. Μόνο το προλεταριάτο μπορεί να το πραγματοποιήσει αυτό και, πραγματοποιώντας το, κάνει ταυτόχρονα ένα βήμα προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κράτους.

3. Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ

«Η Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα» ...

... «Αντί ν' αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρό­νια ποιό μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά (ver - und zertreten) το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα χρησίμευε στον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη, για να διαλεγει εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρηση του».

Κι αυτή επίσης η αξιοσημείωτη κριτική του κοινοβουλευτι­σμού, που έγινε το 1871, ανήκει σήμερα στα «ξεχασμένα λόγια» του μαρξισμού, χάρη στην κυριαρχία του σοσιαλσωβινισμού και του οπορτουνισμού. Εξ επαγγέλματος υπουργοί και βουλευτές, προδότες του προλεταριάτου και «επιχειρηματίες» σοσιαλιστές των ημερών μας παραχώρησαν την κριτική του κοινοβουλευτι­σμού αποκλειστικά στους αναρχικούς και πάνω σ' αυτή την περίεργα λογική βάση κήρυξαν «αναρχισμό» κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού!! Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι το προλεταριάτο των «προοδευμένων» κοινοβουλευτικών χωρών, νιώθοντας αηδία στο θέαμα τέτοιων «σοσιαλιστών», σαν τους διάφορους Σάιντεμαν, Ντάβιντ, Λέγκιεν, Σαμπά, Ρενοντέλ, Χέντερσον, Βαντερβέλντε, Στάουνινγκ, Μπράντινγκ, Μπισσολάτι και Σία, έδειχνε όλο και συχνότερα τις συμπάθειες του στον αναρχοσυνδικαλισμό, παρ' όλο που ήταν αυτάδελφος του οπορτουνισμού.

Για τον Μαρξ όμως η επαναστατική διαλεχτική δεν ήταν ποτέ η κούφια εκείνή φράση της μόδας, το κρόταλο που την κα­τάντησαν ο Πλεχάνοφ, ο Κάουτσκι και άλλοι. Ο Μαρξ ήξερε να ξεκόβει αμείλιχτα από τον αναρχισμό, που δεν κατάφερνε να χρησιμοποιήσει ούτε και το «σταύλο» του αστικού κοινοβουλευτι­σμού, ιδίως όταν ήταν φανερό πως δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, - μα ταυτόχρονα ήξερε να κάνει και πραγματικά επαναστατική - προλεταριακή κριτική του κοινοβουλευτισμού.

Ν' αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή - να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές - συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στις πιο δημοκρατικές δημοκρατίες.

Αν όμως θέσουμε το ζήτημα του κράτους, αν δούμε τον κοινοβουλευτισμό σαν ένα από τους θεσμούς του κράτους, από την άποψη των καθηκόντων του προλεταριάτου σ' αυτό τον τομέα, που βρίσκεται τότε η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό; Πως μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτόν;

Ξανά και ξανά πρέπει να πούμε: τα διδάγματα του Μαρξ, που βασίζονται στη μελέτη της Κομμούνας, ξεχάστηκαν τόσο, που για το σημερινό «σοσιαλδημοκράτη» (διάβαζε: το σημερινό προδότη του σοσιαλισμού) είναι κυριολεχτικά ακατανόητη άλλη κριτική του κοινοβουλευτισμού εκτός από την αναρχική ή την αντιδραστική.

Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δε βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή, των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπεία σε «εργαζόμενα» σώματα. «Η Κομμούνα δεν επρό­κειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα».

«Όχι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα», αυτά τα λόγια ταιριάζουν απόλυτα για τους σημερινούς κοινοβουλευτικούς άνδρες και τα κοινοβουλετικά «χαϊδεμένα σκυλάκια» της σοσιαλ­δημοκρατίας. Κοιτάχτε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική χώρα, από την Αμερική ως την Ελβετία, από τη Γαλλία ως την Αγγλία, Νορβηγία κλπ.: η καθαυτό «κρατική» δουλιά διεξάγεται πίσω από τα παρασκήνια και την κάνουν οι Διευθύνσεις, τα γραφεία, τα επιτελεία. Στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με τον ειδικό σκο­πό να ξεγελούν το «λαουτζίκο». Αυτό είναι τόσο σωστό, που ακόμα και στη ρωσική δημοκρατία, την αστική δημοκρατία, προτού καν προλάβει να δημιουργήσει πραγματικό κοινοβούλιο, εκδηλώθηκαν με το πρώτο όλες αυτές οι αμαρτίες του κοινοβουλευτισμού. Τέτοιοι ήρωες του σάπιου μικροαστισμού, σαν τους Σκόμπελεφ και τους Τσερετέλι, τους Τσερνόφ και τους Αυξέντιεφ, κατάφεραν να μαγαρί­σουν και τα Σοβιέτ σύμφωνα με το πρότυπο του πρόστυχου αστι­κού κοινοβουλευτισμού και να τα μετατρέψουν σε κούφια λογοκοπεία. Μέσα στα Σοβιέτ οι κύριοι «σοσιαλιστές» υπουργοί ξεγελούν τους ευκολόπιστους μουζίκους με παχιά λόγια και ψηφίσμα­τα. Μέσα στην κυβέρνηση συνεχίζεται μια ατελείωτη καντρίλια με σκοπό, από τη μια μεριά, να θρονιάζουν εκ περιτροπής «γύρω στην πήτα» με τις προσοδοφόρες και τιμητικές θεσούλες όσο το δυνατό περισσότερους εσέρους και μενσεβίκους, κι από την άλλη, «να περισπούν την προσοχή» του λαού. Ενώ μέσα στα γραφεία και στα επιτελεία «διεξάγουν» την «κρατική» δουλιά!

Η εφημερίδα «Ντιέλο Ναρόντα», όργανο του κυβερνητικού κόμματος των «σοσιαλιστών- επαναστατών», ομολογούσε τελευταία σ' ένα κύριο άρθρο της σύνταξης - με την απαράμιλλη ειλικρίνεια ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», όπου «όλοι» ασχολουνται με την πολιτική πορνεία - πως ακόμα και στα υπουργεία, πού ανήκουν στους «σοσιαλιστες» (συγνώμη για την έκφραση!), ακόμα κι εκεί ολόκληρος ο δημοσιουπαλληλικός μηχανισμός μένει στην ουσία ο παλιός, λειτουργεί με τον παλιό τρόπο, σαμποτέρνει εντελώς «ελεύθερα» τις επαναστατικές πρωτοβουλίες! Μα και αν δεν υπήρχε αυτή η ομολογία, μήπως δεν το αποδείχνει αυτό η πραγματική ιστορία της συμμετοχής των εσέρων και των μενσεβίκων στην κυβέρνηση; Το χαρακτηριστικό εδώ είναι μόνο τούτο, ότι κάνοντας στα υπουργεία συντροφιά με τους καντέτους, οι διάφοροι κύριοι Τσερνόφ, Ρουσάνοφ, Ζενζίνοφ και λοιποί συντάχτες της «Ντιέλο Ναρόντα» τόσο πολύ ξατσιπώθηκαν, που δε διστάζουν να διηγούνται δημόσια, σαν ένα τιποτένιο πράγμα, δίχως να κοκκινίζουν, πως στα υπουργεία «τους» όλα έμειναν όπως ήταν παλιά!! Επαναστατική -δημοκρατική φρασεολογία - για να αποβλακώνονται τα Γιαννάκια του χωριού, και υπαλληλική γραφειοκρατική κωλυσιεργία για να «ικανοποιούνται» οι κεφαλαιο­κράτες - οριστε ποιά είναι η ουσία του «έντιμου» συνασπισμού.

Τον πουλημένο και σαπισμένο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικατασταίνει με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη, γιατί οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται οι ίδιοι, οι ίδιοι να εφαρμόζουν τους νόμους τους, οι ίδιοι να ελέγχουν τ' αποτελέσματα της εφαρμογής τους, οι ίδιοι να φέρνουν άμεσα την ευθύνη απέναντι στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θε­σμοί μένουν, μα δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα, σαν χωρισμός της νομοθετικής από την εκτελεστική εργασία, σαν προνομιούχα θέση για τους βουλευτές. Χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημοκρα­τία, ακόμα και την προλεταριακή δημοκρατία, χωρίς τον κοινοβουλευτισμό μπορούμε και οφείλουμε να την φανταστούμε, αν η κριτική της αστικής κοινωνίας δεν είναι για μας κούφια λόγια, αν η προσπάθεια ν' ανατρέψουμε την κυριαρχία της αστικής τά­ξης είναι σοβαρή και ειλικρινής μας προσπάθεια, κι όχι «εκλογική» φρασεολογία για το ψάρεμα των ψήφων των εργατών, όπως κάνουν οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, οι Σάιvτεμαν και οι Λέγκιεν, οι Σαμπά και οι Βαντερβέλντε.

Είναι εξαιρετικά διδακτικό το γεγονός ότι ο Μαρξ, μιλών­τας για τις λειτουργίες εκείνης της δημοσιουπαλληλίας, που εί­ναι απαραίτητη και στην Κομμούνα και στην προλεταριακή δη­μοκρατία, παίρνει για σύγκριση τους υπαλλήλους «κάθε άλλου εργοδότη», δηλαδή μια συνηθισμένη κεφαλαιοκρατική επιχείρηση με «εργάτες, επιστάτες και λογιστές».

Στον Μαρξ δεν υπάρχει ούτε στάλα ουτοπισμός, με την έν­νοια της επινόησης και της φανταστικής αντίληψης της «καινούργιας» κοινωνίας. Όχι, ο Μαρξ μελετάει σαν ένα φυσικοιστορικό προτσές τη γέννηση της καινούργιας κοινωνίας από την παλιά, τις μεταβατικές μορφές από τη δεύτερη στην πρώτη. Παίρνει την πραγματική πείρα του μαζικού προλεταριακού κινήματος και προσπαθεί να βγάλει απ' αυτήν πρακτικά διδάγματα. «Διδάσκεται» από την Κομμούνα, όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές δε φοβούνταν να διδάσκονται από την πείρα των μεγάλων κινημάτων της καταπιεζόμενης τάξης, χωρίς ποτέ να παίρνουν απέναντι της στάση σχολαστική «ηθικοδιδασκαλιστική» (σαν την πλεχανοφική: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα» ή την τσερετελική: «μια τά­ξη πρέπει ν' αυτοπεριορίζεται») .

Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εκμηδένιση της υπαλλη­λίας μονομιάς, παντού και ολοκληρωτικά. Αυτό θα 'ταν ουτοπία. Η συντριβή όμως μονομιάς της παλιάς υπαλληλικής μηχανής και το άμεσο αρχίνημα της οργάνωσης μιας καινούργιας, που να επιτρέπει τη βαθμιαία εκμηδένιση κάθε υπαλληλίας, αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι η πείρα της Κομμούνας, είναι το άμεσο, το επόμενο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου.

Ο καπιταλισμός απλοποιεί τις λειτουργίες της «κρατικής» διοίκησης, επιτρέπει ν' απορρίψουμε το «ρόλο του προϊστάμενου» και να περιορίσουμε όλο το ζήτημα στην οργάνωση των προλετάριων (σαν κυρίαρχης τάξης), που εξονόματος όλης της κοινωνιας μισθώνει «εργάτες, επιστάτες , λογιστές».

Εμείς δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν «ονειρευόμαστε» πως θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς χωρίς καμιά διοίκηση, χωρίς καμιά υποταγή. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα, βασισμένα στη μη κατανόηση των καθηκόντων της διχτατορίας του προλεταριάτου, εί­ναι απολύτως ξένα στο μαρξισμό και στην πράξη χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης ίσαμε τη μέρα που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση με τους ανθρώπους που έχουμε τώ­ρα, που δεν θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα δίχως υποταγή, δίχως έλεγχο, δίχως «επιστάτες και λογιστές».

Η υποταγή όμως πρέπει να γίνει στην ένοπλη πρωτοπορία όλων των εκμεταλλευομένων και εργαζομένων - στο προλε­ταριάτο. Ο ειδικός «ρόλος του προιστάμενου» των δημόσιων υπαλλήλων πρέπει και μπορεί ν' αρχίσει ν' αντικατασταίνεται αμέσως από τη μια μέρα στην άλλη, με τις απλές λειτουργίες των «επιστατών και λογιστών», λειτουργίες που από τώρα κιόλας είναι πέρα για πέρα προσιτές στο επίπεδο ανάπτυξης των κατοίκων της πόλης γενικά και που μπορούν οπωσδήποτε να εκπληρώνονται με «μισθό εργάτη».

Ξεκινώντας απ' ό,τι έχει κιόλας δημιουργήσει ο καπιταλι­σμός, να οργανώσουμε τη μεγάλη παραγωγή μόνοι μας, εμείς οι εργάτες, στηριγμένοι στη δική μας εργατική πείρα, δημιουργώντας αυστηρότατη, σιδερένια πειθαρχία, που θα την υποστηρίζει η κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών, να περιορίσουμε τους δημόσιους υπαλλήλους στο ρόλο απλών εκτελεστών των εντολών μας, που θα είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, ανακλητοί, μέτρια πληρωνόμενοι «επιστάτες και λογιστές» (φυσικά θα συμπεριλαβαίνονται σ' αυτούς και τεχνικοί όλων των κατηγοριών, ειδών και βαθμών) - αυτό είναι το δικό μας, προλεταριακό καθήκον, απ' αυτό μπορούμε και πρέπει ν' αρχίσουμε όταν κάνουμε την προλεταριακή επανάσταση. Μια τέτοια αρχή, πάνω στη βάση της μεγάλης παραγωγής, οδηγεί μόνη της στη βαθμιαία «απονέκρωση» κάθε υπαλληλίας, στη βαθμιαία δημιουργία μιας τέτοιας τάξης πραγμάτων, - τάξης πραγμάτων χωρίς εισαγωγικά, τάξης που δε μοιάζει με τη μισθωτή δουλεία - τέτοιας τάξης, όπου οι διαρκώς απλοποιούμενες λειτουργίες επιστασίας και λογοδοσίας θα εκτελούνται απ' όλους διαδοχικά, θα γίνονται κατόπι συνή­θεια και τέλος θ' ατονίσουν σαν ειδικές λειτουργιές ενός ιδιαιτέρου στρώματος ανθρώπων.

Ένας έξυπνος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης της όγδοης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ονόμασε το ταχυδρομείο πρότυπο σοσιαλιστικού νοικοκυριού. Αυτό είναι πολύ σωστό. Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο του κρατικο-κεφαλαιοκρατικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός με­τατρέπει σιγά - σιγά όλα τα τράστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Πάνω από τους «απλούς» εργαζόμενους, που ξεθεώνονταν στη δουλιά και πεινούν, στέκει εδώ η ίδια η αστική γραφειοκρατία. Εδώ όμως είναι κιόλας έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους κεφαλαιοκράτες, ας συντριψουμε με το σιδερενιο χέρι των ένοπλων εργατών την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του σύγχρονου κράτους - και μπροστά μας θα προβάλει ένας μηχανισμός με υψηλό τεχνικό εξοπλισμό, απαλλαγμένος από το «παράσιτο», ένας μηχανισμός, που μπορούν θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας τε­χνικούς, επιστάτες, λογιστές, πληρώνοντας τη δουλιά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των «κρατικών» υπαλλήλων με μι­σθό εργάτη. Αυτό είναι το συγκεκριμένο, πραχτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και παίρνει υπόψη την πείρα, που εγκαινίασε κιόλας πρακτικά (ιδίως στον τομέα της κρατικής οικοδόμησης) η Κομμούνα.

Όλη η λαϊκή οικονομία, οργανωμένη όπως το ταχυδρομείο, έτσι που οι τεχνικοί, οι επιστάτες, οι λογιστές, καθώς και όλοι οι αξιωματούχοι να μην παίρνουν μισθό παραπάνω από το «μισθό εργάτη», κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του ένοπλου προλεταριάτου - να ποιος είναι ο πιο άμεσος σκοπός μας. Να τι λογής κράτος, να πάνω σε ποιά οικονομική βάση μας χρειαζεται. Να τι θα μας δόσει την εκμηδένιση του κοινοβουλευτισμού και τη διατήρηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, να τι θ' απαλ­λάξει τις εργαζόμενες τάξεις από την εκπόρνευση αυτών των θεσμών απομέρους της αστικής τάξης.

4. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

... «Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί περισσότερο, λέγεται ρητά πως η Κομμούνα θ' αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού» ... Από τις κομμούνες (κοινότητες) θα εκλεγόταν και η «εθνική αντιπροσωπεία» στο Παρίσι.

... «Οι λίγες, μα σπουδαίες λειτουργίες, που θα απόμε­ναν ακόμα για μια κεντρική κυβέρνηση, δεν θα καταργούν­ταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους για τις πράξεις τους υπαλλήλους» ...

... «Η ενότητα του έθνους δε θα έσπαζε, μα αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας, που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη απέναντι στο ίδιο έθνος και που ωστόσο δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ επρόκειτ ο ν' αποκοπούν τα καταπιεστικά μόνο όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, έπρεπε οι δικαιολογημένες λειτουργίες της ν' αποσπαστούν από μια εξουσία που είχε την αξίωση να στέκει πάνω από την κοινωνία και ν' αποδοθούν πάλι στους υπεύθυνους για τις πράξεις τους υπηρέτες της κοινωνίας».

Ίσαμε ποιό βαθμό δεν κατάλαβαν - ίσως θα είναι σωστό­τερο να πούμε: δε θέλησαν να καταλάβουν - οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας αυτούς τους συλλογισμούς του Μαρξ, το δείχνει καλύτερα απ' όλα το ηροστρατικά διάσημο βι­βλίο του εξωμότη Μπέρνσταιν: «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας». Παίρνοντας αφορμή ίσα - ίσα από τα πιο πάνω λόγια του Μαρξ, ο Μπέρνσταιν έγρα­φε πώς αυτό το πρόγραμμα «ως προς το πολιτικό του περιεχό­μενο παρουσιάζει σε όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα τη μεγαλύ­τερη ομοιότητα με το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν ... Παρ' όλες τις άλλες διαφορές ανάμεσα στον Μαρξ και στο «μι­κροαστό» Προυντόν (ο Μπέρνσταιν βάζει τη λέξη «μικροαστός» μέσα σε εισαγωγικά, που, κατά τη γνώμη του, πρέπει να είναι ειρωνικά), η πορεία της σκέψης τους σ' αυτά τα σημεία είναι τόσο κοντά, όσο δεν παίρνει άλλο». Βέβαια, συνεχίζει ο Μπέρνσταιν, η σημασία των δήμων μεγαλώνει, μα «μου φαίνεται αμ­φίβολο αν το πρώτο καθήκον της δημοκρατίας θάπρεπε να είναι μια τέτοια κατάλυση (Αuflosung - κυριολεχτικά: κατάργηση, διά­λυση) των σύγχρονων κρατών και η ολοκληρωτική μετατροπή (Umwandlung - αλλαγή) της οργάνωσης τους, όπως τη φαντάζονται ο Μαρξ και ο Προυντόν - συγκρότηση της εθνικής συνέλευσης από αντιπροσώπους των επαρχιακών ή νομαρχιακών συνελεύσεων, που με τη σειρά τους θ' αποτελούνταν από αντιπρο­σώπους των κοινοτήτων - έτσι που όλη η ως τώρα μορφή των εθνικών αντιπροσωπειών θα εξαφανιζόταν εντελώς» (Μπέρνσταιν, «Οι προϋποθέσεις κτλ.», σελ. 134 και 136 της γερμανικής έκδοσης του 1 899).

Αυτό είναι κυριολεχτικά τερατώδικο: να συγχέεις τις από­ψεις του Μαρξ για την «εκμηδένιση της κρατικής εξουσιας - παράσιτου» με το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν! Αυτό όμως δεν είναι τυχαίο, γιατί του οπορτουνιστή ούτε καν του περνάει από το νου πως εδώ ο Μαρξ δε μιλάει καθόλου για το ομοσπονδιακό σύστημα σαν αντίβαρο στο συγκεντρωτισμό, αλλά για τη συντριβή της παλιάς, αστικής κρατικής μηχανής, που υπάρχει σ' όλες τις αστικές χώρες.

Από το μυαλό του οπορτουνιστή περνάει μόνο αυτό που βλέπει γύρω του, στο περιβάλλον του μικροαστικoύ φιλισταισμού και της «ρεφορμιστικής» στασιμότητας, δηλαδή μόνον οι «δήμοι»! Για την επανάσταση του προλεταριάτου ο οπορτουνιστής ξέμαθε και να σκέφτεται.

Είναι για να γελάς. Είναι όμως αξιοσημείωτο πως δε συγ­κρούστηκαν σ' αυτό το σημείο με τον Μπέρνσταιν. Πολλοι αντικρούσανε τον Μπέρνσταιν - ιδίως ο Πλεχάνοφ στη ρωσική φι­λολογία και ο Κάουτσκι στην ευρωπαϊκή, μα γι' αυτή τη δια­στρέβλωση του Μαρξ από τον Μπέρνσταιν δε μίλησαν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.

Ο οπορτουνιστής σε τέτοιο βαθμό ξέμαθε να σκέφτεται επα­ναστατικά και να συλλογίζεται την επανάσταση, που αποδίδει το «ομοσπονδιακό σύστημα» στον Μαρξ, μπερδεύοντας τον με τον ιδρυτή του αναρχισμού, τον Προυντόν. Και ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ, που θέλουν να είναι ορθόδοξοι μαρξιστές, να υπερασπίζουν τη διδασκαλία του επαναστατικού μαρξισμού, σωπαίνουν γι' αυτό! Εδώ βρίσκεται μια από τις ρίζες εκείνου του άκρου εκχυδαϊσμού των απόψεων για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο μαρξισμό και στον αναρχισμό, που χαρακτηρίζει και τους καουτσκιστές και τους οπορτουνιστές και που γι' αυτό θα χρειαστεί να ξαναμιλήσουμε κι άλλο.

Στους συλλογισμούς του Μαρξ που αναφέρουμε δεν υπάρχει ούτε ίχνος ομοσπονδιακού συστήματος. Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Προυντόν ίσα - ίσα σε κείνο που δε βλέπει ο οπορτουνιστής Μπέρνσταιν. Ο Μαρξ διαφωνεί με τον Προυντόν ίσα- ίσα σε κείνο που ο Μπερνσταιν το βλέπει σαν ομοφωνία τους.

Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Προυντόν εκεί πού και οι δυο τους τάσσονται υπέρ της «συντριβής» της σύγχρονης κρατικής μηχανής. Αυτή την ομοφωνία του μαρξισμού με τον αναρχισμό (και με τον Προυντόν και με τον Μπακούνιν) δε θέλουν να τη δουν ούτε οι οπορτουνιστές, ούτε οι καουτσκιστές, γιατί σ' αυτο το σημείο ξεμάκρυναν από το μαρξισμό.

Ο Μαρξ διαφωνεί και με τον Προυντόν και με τον Μπακούνιν ίσα - ίσα στο ζήτημα του ομοσπονδιακού συστήματος (χω­ρίς να μιλήσουμε πια για τη διχτατορία του προλεταριάτου). Το ομοσπονδιακό σύστημα πηγάζει καταρχήν από τις μικροαστικές αντιλήψεις του αναρχισμού. Ο Μαρξ είναι συγκεντρωτιστής. Και στους συλλογισμούς του που αναφέραμε δεν υπάρχει καμιά απο­μάκρυνση από το συγκεντρωτισμό. Μόνο άνθρωποι γεμάτοι μι­κροαστική «δεισιδαιμονική πίστη» στο κράτος μπορούν να παίρνουν την εκμηδένιση της αστικής μηχανής σαν εκμηδένιση του συγκεντρωτισμού!

Καλά, μα αν το προλεταριάτο και η φτωχή αγροτιά πά­ρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία, οργανωθούν εντελώς ελεύθερα σε κομμούνες (κοινότητες) και συνενώσουν τη δράση όλων των κοινοτήτων με σκοπό να χτυπήσουν το κεφάλαιο, να συντρίψουν την αντίσταση των κεφαλαιοκρατών, να μεταβιβά­σουν σ' όλο το έθνος, στο σύνολο της κοινωνίας, την ατομική ιδιοκτησία πάνω στους σιδηροδρόμους, τα εργοστάσια, τη γη και τα λοιπά, μήπως αυτό δε θα είναι συγκεντρωτισμός; μήπως αυ­τό δε θα είναι ο πιο συνεπής δημοκρατικός συγκεντρωτισμός; και μάλιστα προλεταριακός συγκεντρωτισμός;

Του Μπέρνσταιν δεν μπορεί ούτε και να του περάσει από το νου πως είναι δυνατό να υπάρξει θεληματικός συγκεντρωτισμός, θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος, θεληματική συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων για τη συντριβή της αστικής κυριαρχίας και της αστικής κρατικής μηχανής. Ο Μπέρνσταιν, όπως και κάθε φιλισταίος, φαντάζεται το συγκεντρωτισμό σαν κάτι που μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί μόνο από τα πάνω, μόνο από την υπαλληλία και τη στρατοκρατία.

Γι' αυτό ο Μαρξ, λες και προβλέποντας πως μπορεί να διαστρεβλωθούν οι απόψεις του, υπογραμμίζει επίτηδες ότι αποτελούν συνειδητή πλαστογράφηση οι κατηγορίες πως τάχα η Κομ­μούνα ήθελε να καταστρέψει την ενότητα του έθνους, να καταργήσει την κεντρική εξουσία. Ο Μαρξ επίτηδες χρησιμοποιεί την έκφραση «οργάνωση της ενότητας του έθνους», για ν' αντι­παραθέσει το συνειδητό, δημοκρατικό, προλεταριακό συγκεντρωτι­σμό στον αστικό, στρατιωτικό, υπαλληλικό.

Μα... όποιος δε θέλει ν' ακούσει είναι χειρότερος από όλους τους κουφούς. Και ακριβώς οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας δε θέλουν ν' ακούσουν για εκμηδένιση της κρατικής μηχανής, για αποκοπή του παράσιτου.

5. ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ

Παραθέσαμε κιόλας τα αντίστοιχα λόγια του Μαρξ και πρέ­πει να τα συμπληρώσουμε.

... «Η συνηθισμένη μοίρα των νέων ιστορικών δημιουρ­γημάτων - έγραφε ο Μαρξ - είναι να τα παίρνουν σαν αντίστοιχο παλιότερων ή ακόμα και ξεπερασμένων μορφών της κοινωνικής ζωής, με τις οποίες οι καινούργιοι θεσμοί μοιάζουν κάπως. Έτσι και τη νέα αυτή Κομμούνα, που τσακίζει (bricht - σπάζει) τη σύγχρονη κρατική μηχανή, τη θεώρησαν σαν αναβίωση των μεσαιωνικών κοινοτήτων... μια ομοσπονδία μικρών κρατών (Μοντεσκιέ, Γιρονδίνοι)... σαν υπερβολική μορφή του παλιού αγώνα ενάντια στον υπερσυγκεντρωτισμό» ...

... «Το καθεστώς της Κομμούνας θα ξαναεπέστρεφε στο κοινωνικό σώμα όλες εκείνες τις δυνάμεις, που τις κατέτρωγε ως τώρα το παρασιτικό καρκίνωμα «κράτος», που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και εμποδίζει την ελεύ­θερη κίνηση της. Και μόνο μ? αυτή την πράξη θα έβαζε μπρος την αναγέννηση της Γαλλίας»...

... «Το καθεστώς της Κομμούνας θα έβαζε τους παρα­γωγούς της υπαίθρου κάτω από την πνευματική καθοδήγηση των νομαρχιακών κέντρων και εκεί, στο πρόσωπο των εργατών της πόλης, θα τους εξασφάλιζε τους φυσικούς εκπρόσωπους των συμφερόντων τους. Και μόνη η ύπαρξη της Κομμούνας είχε σαν συνακόλουθο της, σαν κάτι το αυτονόητο, την τοπική αυτοκυβέρνηση, όχι όμως πια σαν αντίβαρο στην κρατική εξουσία, που είχε γίνει τώρα πε­ριττή».

«Εκμηδενιση της κρατικής εξουσίας», που ήταν «παρασιτικό καρκίνωμα», «αποκοπή» και «καταστροφή» της, «η κρατική εξουσία γίνεται τώρα περιττή» - να με ποιες εκφράσεις μιλούσε ο Μαρξ για το κράτος, όταν εκτιμούσε και ανάλυε την πείρα της Κομμούνας.

Όλα αυτά γράφτηκαν σχεδόν πριν από μισόν αιώνα, και. σήμερα χρειάζονται ως ένα βαθμό ανασκαφές, για να κάνεις συ­νείδηση των πλατιών μαζών τον ανόθευτο μαρξισμό. Τα συμπε­ράσματα που βγήκαν από τις παρατηρήσεις πάνω στην τελευ­ταία μεγάλη επανάσταση, που έζησε ο Μαρξ, τα ξέχασαν τότε ακ ριβώς που ήρθε η ώρα για τις κατοπινές μεγάλες επαναστά­σεις του προλεταριάτου.

... «Η ποικιλία των ερμηνειών, που δόθηκαν για την Κομμούνα, και η ποικιλία των συμφερόντων, που βρήκαν την έκφραση τους σ' αυτήν, αποδείχνουν πως ήταν μια πέρα για πέρα ευλύγιστη πολιτική μορφή, ενώ όλες οι προηγούμενες μορφές κυβέρνησης ήταν στην ουσία τους καταπιεστικές. Το αληθινό της μυστικό, ήταν το παρακά­τω: η Κομμούνα ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται, η επιτέλους ανακαλυφθείσα πολιτική μορφή, κάτω από την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας»...

«Χωρίς τον τελευταίο αυτόν όρο το καθεστώς της κομμούνας θα ήταν κάτι το αδύνατο, θα ήταν απάτη»...

Οι ουτοπιστές ασχολούνταν με την «ανακάλυψη» πολιτικών μορφών, μέσα στις οποίες θάπρεπε να συντελεστεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Οι αναρχικοί απόφευγαν γενικά το ζήτημα των πολιτικών μορφών. Οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας δέχτηκαν τις αστικές πολιτικές μορ­φές του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού κράτους σαν το όριο που δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί και σπάζανε το κούτελο τους, από τις μετάνοιες μπροστά σ' αυτό το «πρότυπο», χαρακτήριζαν αναρ­χισμό κάθε προσπάθεια να σπάσει κανείς αυτές τις μορφές.

Ο Μαρξ συμπέρανε απ' όλη την ιστορία του σοσιαλισμού και των πολιτικών αγώνων πως το κράτος πρέπει να εξαφανι­στεί, πως η μεταβατική μορφή της εξαφάνισης του (πέρασμα από το κράτος στο μη - κράτος) θα είναι το «οργανωμένο σε κυ­ρίαρχη τάξη προλεταριάτο». Δεν καταπιάστηκε όμως ο Μαρξ ν' ανακαλύψει τις πολιτικές μορφές αυτού του μέλλοντος. Περιορίστηκε στην επιστάμενη παρατήρηση της γαλλικής ιστορίας, στην ανάλυση της και στο συμπέρασμα που πρόσφερνε το έτος 1851: τα πράγματα οδηγούν προς την καταστροφή της αστικής κρατικής μηχανής.

Κι όταν ξέσπασε το μαζικό επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ο Μαρξ άρχισε να μελετάει ποιές μορφές είχε ανακαλύψει το κίνημα αυτό, παρά την αποτυχία του, παρά τη σύντομη διάρκεια του και την ολοφάνερη αδυναμία του.

Η Κομμούνα είναι η «ανακαλυφθείσα επιτέλους» από την προλεταριακή επανάσταση μορφή, με την οποία μπορεί να συν­τελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας.

Η Κομμούνα είναι η πρώτη, απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η «ανακαλυφθείσα επιτέλους» πολιτική μορφή, με την όποια μπο­ρεί και πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε.

Θα δούμε στην παρακάτω έκθεση μας ότι οι ρωσικές επα­ναστάσεις του 1905 και 1917, μέσα σε διαφορετική κατάσταση και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, συνεχίζουν το εργο της Κομμούνας και επιβεβαιώνουν τη μεγαλοφυή ιστορική ανάλυση του Μαρξ.

Πηγή: Marxist Internet Archive
.

John Ross: Η δημοκρατία και οι πολιτικές στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερες από τη Δύση

Σημείωση του συντάκτη:  Σε έναν διάλογο για τη δημοκρατία στο Πεκίνο την περασμένη Πέμπτη, διπλωμάτες, μελετητές και ειδικοί συζήτησαν διάφο...