Translate

György Lukács:Ο F. Nietzsche κάτω από το φώς του Μαρξισμού


  

1934: Η Elisabeth Förster-Nietzsche, (αδελφή του F.Nietzsche και επιμελήτρια του έργου του) δέχεται, σε εορταστική ατμόσφαιρα, τον ίδιο τον Hitler και αντιπροσωπεία από στελέχη του ναζιστικού κόμματος στα “Αρχεία Nietzsche”. Στην “τελετή” παρέδωσε στον Hitler και προσωπικά αντικείμενα του Nietzsche, που είχε πεθάνει το 1900. Η Elisabeth Förster-Nietzsche ήταν οπαδός του Hitler και του NSDAP. Ο ίδιος ο Hitler και αντιπροσωπεία της ανώτατης διοίκησης των Ναζί παρέυρεθηκαν στην κηδεία της την επόμενη χρονιά.

 

Commun✮rios 

Το κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από το έργο του György Lukács “Ο F. Nietzsche κάτω από το φώς του Μαρξισμού”, Μετάφραση Ζ.Ι Καρακάρη, εκδόσεις Μαρη. Ένα κείμενο εξαιρετικά επίκαιρο για τον χαρακτήρα, την κοινωνική βάση και την αληθινή ουσία της “ανταρσίας” διάφορων μικροαστικών ρευμάτων και διαννοούμενων απέναντι στην κοινωνική παρακμή της εποχής του Ιμπεριαλισμού…. 

Οι υπογραμμίσεις δικές μας.

 

 ..Το έργο τού Νίτσε δέν είναι τίποτα’ άλλο από μία αδιάκοπη πολεμική εναντίον του μαρξισμού και του  σοσιαλισμού, αν καί δέν είχε, προφανώς, ποτέ του διαβάσει ό Νίτσε, ούτε μιά μονάχα γραμμή από τον Μαρξ, ή τον ‘Ένγκελς…γιατί κάθε φιλοσοφία καθορίζεται, ως πρός το περιεχόμενό της καί τη μέθοδό της, από τούς ταξικούς αγώνες της εποχής της. 

Οι φιλόσοφοι, ακριβώς όπως και οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες  και o άλλοι διανοούμενοι, μπορεί, λίγο ή πολύ, νά άγνοούν τη σχέση πού υπάρχει ανάμεσα στους ταξικούς αγώνες καί το περιεχόμενο καί τη μέθοδο κάθε φιλοσοφίας, μπορεί, πιθανώς, νά μη το συνειδητοποιούν ποτέ αυτό το γεγονός, ωστόσο, είναι βέβαιο, ότι ή θέση την όποια παίρνουν στα θέματα, τα οποία ονομάζονται «τελικά ζητήματα», καθορίζεται, πάντοτε, από τούς ταξικούς αγώνες.

Αυτό πού λέει ό “Ενγκελς για τούς νομικούς, ισχύει, ακόμη περισσότερο, για τους  φιλόσοφους: «Ή αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων, υπό τη μορφή -νομικών αρχών… παράγεται, χωρίς αυτοί πού ενεργούν νά Έχουν συνείδηση αυτής της  αντανάκλασης. Ό νομικός πιστεύει πώς ενεργεί χρησιμοποιώντας  προτάσεις u priori, ενώ o προτάσεις αυτές δέν είναι τίποτα’ άλλο παρά το αποτέλεσμα οικονομικών αντανακλάσεων»(1). Αυτός είναι ό λόγος για τον οποίον ό Ενγκελς πιστεύει πώς κάθε ιδεολογία συνδέεται συνειδητά «με μιά δυνατότητα πνευματικής προσαρμογής, ή οποία έχει μεταβιβασθεί σ’ αυτήν από τις  προηγούμενες Ιδεολογίες» (1).

Αυτό, ωστόσο, δέν εμποδίζει, ώστε ή εκλογή των παραδόσεων, ό τρόπος της κριτικής καί της χρησιμοποίησής των, ακριβώς όπως καί τα συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από την άσκούμενη κριτική, νά προσδιορίζονται, σέ τελευταία ανάλυση. από τις οικονομικές συνθήκες και από τούς ταξικούς  αγώνες, πού αποτελούν την αναγκαία συνάρτηση των οικονομικών συνθηκών. Οι φιλόσοφοι γνωρίζουν από ένστικτο τι πρόκειται νά υπερασπίσουν, όπως γνωρίζουν και τη θέση στην οποία βρίσκεται ό εχθρός τουςΑπό ένστικτο, επίσης, μαντεύουν ποιες είναι οι τάσεις πού θεωρούνται «επικίνδυνες», στην εποχή τους, καί καταβάλλουν όλες τους  καί καταβάλλουν όλες τους τις προσπάθειες για νά καταπολεμήσουν αυτές τις τάσεις.

…….Ή μόνιμη επίδραση, πού θα καθορίσουμε τα  αντικειμενικά ενδεχόμενα της, δέ θα είχε ποτέ υπάρξει, αν ό Νίτσε δέν είταν ένας  πρωτότυπος καί  πλούσια προικισμένος στοχαστής. Κατέχει ένα ξεχωριστό χάρισμα λεπτής προαίσθησης καί είταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στα προβλήματα με τα οποία τράφηκε ό παρασιτικός διανοούμενος κόσμος τής ιμπεριαλιστικής περιόδου, προβλήματα πού τον συντάρασσαν καί τον καταβασάνιζαν, καί στα οποία μάταια προσπαθούσε νά δώσει κάποιες  απαντήσεις, οι όποιες θα μπορούσαν νά τού προσφέρουν μιά ικανοποίηση.

 Έτσι, ό Νίτσε κατόρθωσε νά επισκοπήσει πλατιές τομείς τού πολιτισμού και νά διαφωτίσει τα φλέγοντα προβλήματα πού σχετίζονται με αυτόν, χρησιμοποιώντας πνευματώδεις αφορισμούς. Μπόρεσε νά δώσει στους παρασιτικούς διανοούμενους πού συγκλονίζονταν από παρορμήσεις ανταρσίας, ή απλώς  από δυσαρέσκεια  την ικανοποίηση ορισμένων χειρονομιών, έπιφανειακά ύπερεπαναστατικών, οι οποίες τούς έθελγαν, ενώ, ταυτόχρονα, έδινε σ’ όλα αυτά τα προβλήματα, ή, τουλάχιστον, προσπαθούσε νά δώσει, απαντήσεις τέτοιες απ’ τις όποιες βλέπουμε ν’ αναπήδα, μέσω όλων αυτών των νιτσεϊκών λεπτοτήτων και  αποχρώσεων, το αληθινό πρόσωπο τής μονίμως αντιδραστικής τάξης τής ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας.

Αυτός ό διπλός χαρακτήρας τού νιτσεϊκού έργου ανταποκρίνεται πρός την κοινωνική κατάσταση καί, κατά συνέπεια, πρός τη διανοητικότητα καί την ευαισθησία τής αστικής τάξης τής Ιμπεριαλιστικής -περιόδου καί, μάλιστα, κατά τρεις τρόπους. Πρώτον: ή εναλλαγή μιας λεπτής αίσθησης των αποχρώσεων καί μιας υπερευαισθησίας δύσκολου έστέτ, μαζί με τις εκρήξεις μιας βιαιότητας σχεδόν υστερικής, αποτελούν το διακριτικό γνώρισμα όλων των μορφών τής παρακμής.

Άλλο χαρακτηριστικό στενά δεμένο με το πρώτο: ή βαθιά δυσαρέσκεια  πού γεννά ό σύγχρονος πολιτισμός, αυτό πού ό Φρόιντ ονομάζει “αρρώστια τού πολιτισμού”, μαζί με την ανταρσία πού την ακολουθεί, ανταρσία ή όποια σέ καμιά περίπτωση δέ θα μπορούσε νά οδηγήσει τον «αντάρτη» στην άρνηση των προσωπικών του προνομίων σαν παράσιτου, ώστε νά τον αφήσει νά θέσει υπό αμφισβήτηση τις κοινωνικές βάσεις τού καθεστώτος. Οι πρόμαχοι, επίσης, αυτής τής ανταρσίας χαιρετίζουν με ενθουσιασμό μιά φιλοσοφία ή οποία επιδοκιμάζει τον επαναστατικό χαρακτήρα τής δυσαρέσκειάς των καί ή οποία, ταυτόχρονα, ξέρει νά μετατρέπει αυτόν τον ενθουσιασμό, από άποψη κοινωνικού περιεχομένου, σέ επίδειξη δύναμης εναντίον τής δημοκρατίας και τού σοσιαλισμού.

Τρίτον: ή επίδραση τού Νίτσε ασκήθηκε, ακριβώς, σέ μίαν εποχή κατά την οποία ή παρακμή τής αστικής τάξης  έχει φτάσει σέ βαθμό τέτοιον, ώστε ή υποκειμενική κρίση γι’ αυτήν, από τούς ίδιους τούς άστούς, παρουσιαζότανε βαθύτατα μεταμορφωμένη. Πράγματι, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μονάχα οι κριτικοί τής αντίθετης πλευράς, οι προοδευτικοί κριτικοί, ήταν εκείνοι πού είχαν αποκαλύψει καί στιγματίσει τα συμπτώματα τής παρακμής, ενώ ή μεγάλη πλειονότητα των άστών διανοούμενων εξακολουθούσε νά τρέφεται με την ψευδαίσθηση πώς ζούσε στον «καλύτερο των δυνατών κόσμων» και υπερασπιζόταν αυτό πού πίστευε πώς αποτελεί την «υγεία» τής ιδεολογίας τον, τον προοδευτικό της χαρακτήρα. Στο εξής, αντίθετα, ή ιδέα τής παρακμής, ή συνειδητοποίησή της γίνεται, ολοένα καί περισσότερο, το κεντρικό πρόβλημα τής διανοούμενης αστικής τάξης, άπ’ τη στιγμή πού παίρνει συνείδηση τού εαυτού της.

Ή μεταβολή αυτή εκφράζεται με το γεγονός ότι ή διανοούμενη αστική τάξη αρχίζει νά στρέφεται πρός τον ρελατιβισμό, τα παιχνίδια τού ναρκισσισμού, τον πεσιμισμό καί το νιχιλισμό. ~Ολ’ αυτά γεννούν συχνά στους έντιμους διανοούμενους μίαν ειλικρινή απελπισία, ή οποία υπάρχει κίνδυνος νά μεταβληθεί σέ αυθεντικό πνεύμα ανταρσίας, (μεσσιανισμός κ.λπ.).

Με την ψυχολογική ανάλυση του πολιτισμού πού κάνει, με τις αισθητικές του Ιδέες καί τις ηθικές του αντιλήψεις, ό Νίτσε είναι, προφανώς, ό περισσότερο πνευματικά προικισμένος καί ό πιο πλούσιος σέ αποχρώσεις αντιπρόσωπος της συνειδητοποίησης της παρακμής. Ή σημασία του Νίτσε, όμως, δέν περιορίζεται μονάχα σ’ αυτό το σημείο. Έχοντας ό Νίτσε πεισθεί πώς ή παρακμή είταν το θεμελιώδες φαινόμενο της αστικής ιστορίας της εποχής του, επιχείρησε να βρει τούς δρόμους από τούς οποίους θα μπορούσε να ξεπεραστεί αυτή ή παρακμή.

Οι πιο ζωντανοί, πραγματικά, διανοούμενοι, οι πιο ειλικρινείς, αναγκάσθηκαν, μια καί είταν στρατευμένοι στη φιλοσοφία της παρακμής, νά αναζητήσουν, με θέρμη, τον τρόπο του ξεπεράσματός της. Ή προσπάθειά τους, λοιπόν, αυτή, τους  έκανε πολύ ευαίσθητους στη δύναμη πού πήγαζε από τούς αγώνες της νέας κοινωνικής τάξης, το προλεταριάτο. Οι εντιμότεροι άπ’ αυτούς αντιλαμβάνονταν, παρακολουθώντας τον τρόπο της ζωής καί την ηθική της νέας αυτής τάξης, τα σημάδια μιας δυνατής θεραπείας τής άρρωστης κοινωνίας—και συνεπώς, (αυτό, κυρίως, τούς ενδιέφερε) μιας θεραπείας καί των δικών τους δεινών.

Το μεγαλύτερο μέρος άπ’ αυτούς τούς διανοούμενους, στην πραγματικότητα, δέν είχε καμιά ιδέα τής οικονομικής καί κοινωνικής σημασίας μιας πραγματικής σοσιαλιστικής μεταβολής. Την έβλεπε κάτω από τη γωνία τής ιδεολογίας μονάχα καί δέν είχε, εξ αίτιας αυτού του γεγονότος, μίαν ακριβή ιδέα των συνεπειών πού μπορούσε νά έχει ή απόφαση τους νά συνδεθούν με το καινούργιο κίνημα, συνεπειών οι όποιες θα είχαν σαν αποτέλεσμα μιά ριζική ρήξη με την τάξη τους. Αν επερχόταν αυτή ή ρήξη δέ θα είταν δυνατόν νά μην είχε απήχηση πάνω στην ιδιωτική ζωή τού διανοούμενου για τον όποιο γίνεται λόγος. Το κίνημα αυτό γίνεται ακόμη πιο συγκεχυμένο, γιατί εκτείνεται σέ σημαντικούς κύκλους των πιο προοδευτικών άστών διανοούμενων καί εκδηλώνεται, προπάντων, όπως, άλλωστε. είναι πολύ φυσικό, με σφοδρότητα, σέ περιόδους κρίσεων. (Ας θυμηθούμε την περίοδο κατά την οποία ψηφίσθηκαν τα έκτακτα μέτρα εναντίον του σοσιαλισμού, τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο καί το εξπρεσιονιστικό κίνημα στη Γερμανία, τον Μπουλανζισμό καί την υπόθεση Ντρέϋφους).

Το «κοινωνικό αίτημα» στο οποίο ανταποκρίνεται ή φιλοσοφία του  Νίτσε συνίσταται στο νά «διασώσει», ή, μάλλον στο νά «απελευθερώσει» έναν ορισμένο τύπο άστού διανοούμενου καί στο νά υποδείξει, στον διανοούμενο αυτόν, το μέσο το οποίο θα μπορούσε νά κάνει περιττή τη ρήξη του με την αστική τάξη καί, μάλιστα, κάθε σοβαρή ένταση των σχέσεων του με αυτήν. Ό τύπος αυτού του διανοούμενου προστατεύει καί ίσως μάλιστα ενισχύει την πολύ ευχάριστη αίσθηση πού έχει για τον εαυτό του ότι είναι αντάρτης, δημιουργώντας μιά γοητευτική αντίθεση ανάμεσα σέ μιά «επιφανειακή» καί «εξωτερική», κατά την άποψή του, επανάσταση καί μιά «βαθύτερη», «κοσμική καί βιολογική επανάσταση». Εξυπακούεται ότι μιά  «επανάσταση» τέτοιου είδους είναι προορισμένη νά προστατεύσει όλα τα προνόμια τής αστικής τάξης καί νά επιδιώξει με πάθος την υπεράσπιση τής προνομιούχου κατάστασης των αστών καί παρασιτικών διανοούμενων τής ιμπεριαλιστικής  περιόδου.

Πρόκειται για μιά «επανάσταση», πού στόχος της είναι οι μάζες, για μιά επανάσταση εμπνευσμένη από το φόβο τον οποίο έχουν οι προνομιούχοι μήπως χάσουν τα οικονομικά καί πολιτιστικά τους πλεονεκτήματα, ένα φόβο εγωιστικό πού τον μεταμφιέζουν δίνοντάς του μιά παθητική καί επιθετική έκφραση. Ό δρόμος πού δείχνει ό Νίτσε δέ βγαίνει έξω από τα όρια τής παρακμής, ή οποία είναι στενά δεμένη με τη διανοητική καί συναισθηματική ζωή αυτών των κύκλων. Από τη στιγμή, όμως, πού Αποκτούν οι κύκλοι αυτοί μιά καινούργια συνείδηση, ή παρακμή εμφανίζεται στα μάτια τους κάτω από ένα καινούργιο φως: μέσα στην ίδια την παρακμή κρύβονται τα γόνιμα σπέρματα μιας ριζικής ανανέωσης της ανθρωπότητας.

Αυτό το «κοινωνικό αίτημα» βρισκόταν σέ αρμονία με τα χαρίσματα, τις προσφιλέστερες πνευματικές τάσεις, με ολόκληρη την προσωπικότητα του Νίτσε. Όπως ακριβώς οι κοινωνικοί κύκλοι στους όποιους απευθυνόταν, και  ό ίδιος ό Νίτσε ήταν απασχολημένος, προπάντων, με τα προβλήματα του πολιτισμού καί ειδικώς με τα προβλήματα της τέχνης και της ατομικής ηθικής.

Ή πολιτική δέν εμφανίζεται ποτέ στα μάτια του Νίτσε παρά σαν ένας αφηρημένος καί απατηλός ορίζοντας. Στο θέμα τής οικονομίας ή άγνοιά του είναι ίδια με την άγνοια του μέσου διανοούμενου της εποχής του. Ό Μέρινγκ σημείωσε πολύ σωστά ότι τα επιχειρήματα του Νίτσε εναντίον του σοσιαλισμού δέν ξεπέρασαν ποτέ τα επιχειρήματα εκείνα πού χρησιμοποιούσαν άνθρωποι σαν τον Λέο και τον Τράιτσκε (2). Αυτός, λοιπόν, ό γάμος του πιο ανόητα χυδαίου άντισοσιαλισμου και μιας κατώτερης ποιότητας, άλλά επιτήδειας, κριτικής  του πολιτισμού και τής τέχνης, πού μερικές φορές, ωστόσο, είταν σωστή (βλ. π.χ. τις επιθέσεις του Νίτσε εναντίον τού Βάγκνερ καί του νατουραλισμού) είναι ό δημιουργός τής γοητείας των ιδεών καί τής εκφραστικής μορφής του Νίτσε για τούς διανοούμενους τής ιμπεριαλιστικής εποχής.

Ή γοητεία αυτή, άλλωστε, δέν σταματάει καθόλου στους πιο αντιδραστικούς μονάχα διανοούμενους. Συγγραφείς, επίσης, καθαρά προοδευτικοί, ή συγγραφείς πού το έργο τους έχει ένα προοδευτικό περιεχόμενο, όπως ό Ερρίκος καί ό Τόμας Μάν, ή ό Μπέρναρ Σώ, επηρεάστηκαν από το Νίτσε. Μπόρεσε μάλιστα νά προκαλέσει Ισχυρότατη εντύπωση καί σέ ορισμένους μαρξιστές διανοούμενους. Καί  έφτασε ένας άνθρωπος σαν τον Μέρινγκ νά διατυπώσει, γι’ αυτόν. κάποτε, την παρακάτω γνώμη:

«Ό Νιτσεισμός είναι ακόμη πιο χρήσιμος για το σοσιαλισμό καί από μίαν άλλην άποψη. Χωρίς καμιά αμφιβολία, τα έργα του Νίτσε ασκούν  ιδιαίτερη γοητεία σέ ορισμένους νέους προικισμένους με μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο, o όποιοι έχουν τη δυνατότητα νά γίνουν  ακόμη πιο μεγάλοι μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης καί οι όποιοι μένουν φυλακισμένοι μέσα στις ταξικές τους προλήψεις. Για αυτούς, όμως, ό Νίτσε δέν αντιπροσωπεύει παρά μιά μετάβαση, ένα τέρμα του  περάσματος πρός το Σοσιαλισμό» (3).

Τα παραπάνω είναι αρκετά για νά εξηγήσουν την κοινωνική βάση καί την ένταση της επίδρασης τού Νίτσε, όχι όμως καί τη διάρκειά της. Ή διάρκειά της εξηγείται από τα  αναμφισβήτητα χαρίσματα τού φιλόσοφου Νίτσε. Από τον Langbehn, (4 ), ως τούς δικούς μας Κοάσλερ καί κάποιους Burnham, οι συνηθισμένοι παμφλετογράφοι της  αντίδρασης δέν μπόρεσαν ποτέ νά κάνουν τίποτε άλλο παρά νά ανταποκρίνονται οπορτουνιστικά στις  ανάγκες της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, χρησιμοποιωντας μιά λίγο ή πολύ επιδέξια επιχειρηματολογία.

Ό Νίτσε….κατόρθωσε νά συλλάβει καί νά διαμορφώσει στα έργα του μερικά από τα πιο βασικά καί τα πιο μόνιμα χαρακτηριστικά της αντιδραστικής συμπεριφοράς, πού προσιδιάζουν στην περίοδο τού Ιμπεριαλισμού, των παγκόσμιων πολέμων καί των επαναστάσεων. Για νά κρίνουμε στα πραγματικά του μέτρα τον Νίτσε, πρέπει νά τον συγκρίνουμε με τον σύγχρονό του Εντουαρντ φόν Χάρτμαν, ό όποιος συγκέντρωσε μες στο μυαλό του τις χυδαίες προλήψεις τού μετά το 1870 αντιδραστικού αστού, του «βολεμένου αστού», δηλαδή τού χορτάτου άστού. Αυτό τού εξασφάλισε στην  αρχή μιά πολύ μεγαλύτερη από το Νίτσε επιτυχία, μόλις, όμως, έφτασε ή ιμπεριαλιστική περίοδος  έπεσε στη λήθη.

Είναι αλήθεια πώς όλα στο Νίτσε προβάλλουν μέσα από μύθους. Οι μύθοι είν’ εκείνοι πού του επέτρεψαν να συλλάβει και νά προσδιορίσει ορισμένες τάσεις της εποχής του.  Αγνοούσε τα πάντα από την καπιταλιστική οικονομία καί δέ μπορούσε, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, νά παρακολουθήσει παρά μονάχα τα συμπτώματα του  ύπεροικοδομήματος, τα όποια καί μόνο είχε περιγράφει. Ή προσφυγή του στο μύθο εξηγείται, επίσης, καί από το γεγονός  ότι ό Νίτσε, κυριότερος φιλόσοφος της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης, δέν γνώρισε όσο ζούσε την Ιμπεριαλιστική περίοδο. Είναι για τον Ιμπεριαλισμό, ότι είταν ό Σοπενχάουερ για την μετά το 1848 αστική αντίδραση: κι ό ένας κι ό άλλος έζησαν μίαν εποχή πού δέ μπόρεσε νά παραγάγει παρά μόνο τα σπέρματα καί τα προμηνύματα της περιόδου πού επρόκειτο νά τη διαδεχθεί.

Για έναν φιλόσοφο πού δέ μπορούσε νά αποκαλύψει τις πραγματικά δρώσες δυνάμεις, αυτά τα προδρομικά σημάδια δέν είταν δυνατό νά συλληφθούν παρά με τη μορφή ουτοπιών καί μύθων. Ή φιλοσοφική σημασία του Νίτσε προέρχεται από το ότι, παρ’ ολ’ αυτά, μπόρεσε νά προσδιορίσει ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά της επερχόμενης Ιμπεριαλιστικής περιόδου. Βεβαίως, βοηθήθηκε από το ταλέντο τού άφοριστή καί του δημιουργού μύθων….

.Οι μύθοι καί οι αφορισμοί μπορούν, πράγματι, ανάλογα με τα στιγμιαία συμφέροντα της αστικής τάξης καί τις τάσεις των ιδεολόγων της, νά συγκροτηθούν σ’ ένα σύνολο καί νά ερμηνευθούνε κατά διάφορους τρόπους καί, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τρόπους αντιφατικούς. Το γεγονός, όμως, ότι ανακαλύπτουμε, κάθε φορά, έναν «καινούργιο» Νίτσε, δείχνει ότι, κάτω άπ’ αυτές τις αλλαγές, υπάρχει μιά συνέχεια: ή συνέχεια των θεμελιωδών προβλημάτων του Ιμπεριαλισμού σαν περιόδου ή οποία αποτελεί  ένα σύνολο, από την άποψη των διαρκών συμφερόντων τής αστικής αντίδρασης, Αν τα παρακολουθήσουμε καί τα ερμηνεύσουμε, έχοντας πάντοτε υπόψη μας τις μόνιμες ανάγκες των παρασιτικών διανοούμενων της αστικής τάξης.

Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι ό άνθρωπος πού μπορεί και συλλαμβάνει, πριν την ώρα τους, σημάδια σαν κι αυτά πού αναφέραμε παραπάνω, διαθέτει Ένα χάρισμα παρατηρητικότητας, ευαισθησίας στις ιδέες καί ευχέρειας αφαίρεσης, όχι τυχαίες. ’Απ’ αυτή την άποψη ή ιστορική Θέση του  Νίτσε είναι αντίστοιχη πρός τη θέση τού Σοπενχάουερ. Ενώνονται στενά μέσω της κύριας τάσης της φιλοσοφίας τους. Δέν θα ανακινήσουμε εδώ ιστορικά καί φιλοσοφικά προβλήματα επιδράσεων. Θεωρώ τις πρόσφατες προσπάθειες, πού σκοπό τους  έχουν την απόσπαση τού Νίτσε από τον ιρασιοναλισμό τού Σοπενχάουερ καί τη σύνδεσή του με τη φιλοσοφία του διαφωτισμού και του Χέγκελ, σαν παιδιαρίσματα, ή, μάλλον, θα μπορούσε νά πει κανείς πώς  όλες αυτές οι προσπάθειες αντιπροσωπεύουν τα χειρότερα μπαλώματα της ιστορίας.

 Ανάμεσα στο Σοπενχάουερ καί το Νίτσε υπάρχουν, φυσικά, πολλές διαφορές, οι όποιες γίνονται βαθύτερες  όσο προχωρεί περισσότερο ό Νίτσε καί παίρνει καθαρότερη συνείδηση των τάσεων του. Αυτές οι διαφορές, όμως, είναι διαφορές πού εξηγούνται, Αν λάβουμε υπόψη μας πώς  άλλη είναι ή εποχή στην οποία έζησε ο Νίτσε καί άλλη ή εποχή στην οποία έζησε ό Σοπενχάουερ. Πρόκειται για διαφορές ως πρός τα μέσα πού θα ρέπει νά χρησιμοποιηθούν για νά καταπολεμηθεί ή κοινωνική πρόοδος.

……Φυσικά, ό Νίτσε, περισσότερο κι από το Σοπενχάουερ, δέν πιστεύει σέ μιά πραγματικότητα της ιστορίας. Ωστόσο, ή απολογία πού αναλαμβάνει υπέρ του επιθετικού  Ιμπεριαλισμού, παίρνει τη μορφή μιας μυθοποίησης της ιστορίας. Τέλος, καί για νά περιοριστούμε στους θεμελιώδεις συντελεστές, ή απολογητική του  Σοπενχάουερ, ως προς τη μορφή, είναι μιά έμμεση απολογητική, ή οποία, όμως, δέν τον εμποδίζει νά εκφράζει ανοιχτά τις  αντιδραστικές  του  πολιτικές συμπάθειες καί, μάλιστα, μ’ έναν προκλητικό καί κυνικό τρόπο. Στο Νίτσε, αντίθετα, ή αρχή της  έμμεσης απολογητικής εφαρμόζεται καί στα εκφραστικά μέσα. Ή  προσκόλλησή του, επίσης, στον αντιδραστικό καί επιθετικό ιμπεριαλισμό εκφράζεται με μιά στάση ύπερεπαναστατική. Ό αγώνας κατά της δημοκρατίας καί του σοσιαλισμού, ό μύθος του ιμπεριαλισμού, παρουσιάζονται σαν μιά παράδοξη μεταμόρφωση, μιά «μεταποίηση των άξιών», ή, ακόμη, σαν το λυκόφως των θεών: ή έμμεση απολογητική του Ιμπεριαλισμού γίνεται ή ψεύτικη επανάσταση των δημαγωγών.

ό νιτσεϊσμός  αντιπροσωπεύει μιά συστηματική ιδεολογική αντεπίθεση εναντίον τής εργατικής τάξης καί του σοσιαλισμού, οι όποιοι θεωρούνται ως  οι μεγαλύτεροι εχθροί του καπιταλισμού. Ή φιλοσοφία τού Νίτσε Αναπτύχθηκε σέ μίαν εποχή κατά την οποία ή πάλη των τάξεων έπαιρνε ολοένα οξύτερες μορφές, σέ μίαν εποχή, επίσης, κατά την οποία πολλές ψευδαισθήσεις είχαν αρχίσει νά καταρρέουν. Χαρακτηριστικό σημάδι τής νιτσεΐκής φιλοσοφίας είναι  ότι κλείνει μέσα της τα προμηνύματα των αντιλήψεων οι όποιες επικράτησαν κατά την ιμπεριαλιστική περίοδο τού καπιταλισμού. Μονάχα ένα αποφασιστικά επιθετικό αντιδραστικό κράτος, το οποίο θα έμπαινε στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη τού Νίτσε, νά αμυνθεί  αποτελεσματικά εναντίον τού σοσιαλιστικού κινδύνου. Μονάχα ή άνοδος των δυνάμεων εκείνων πού θα  αποδεικνύονταν ικανές νά εξασφαλίσουν αυτή την άμυνα, δίνει στο Νίτσε την ελπίδα πώς θα μπορούσαν, κάποια μέρα, οι δυνάμεις αυτές, νά θέσουν οριστικά έκτος μάχης την εργατική τάξη. Αν είναι τόσο δριμύς έναντι της Γερμανίας της εποχής του, αυτό οφείλεται στο ότι δέν παίρνει τα μέτρα πού εύχεται νά πάρει, ή, τουλάχιστον γιατί διστάζει νά τα πάρει.

Οι τάσεις για τις όποιες μιλήσαμε  προηγουμένως εμφανίζονται καθαρότερα στην ηθική τού Νίτσε. Το πράγμα είναι ευεξήγητο: Αν λάβουμε υπόψη μας την ταξική τοποθέτηση τού Νίτσε, την άγνοιά του πάνω στα οικονομικά ζητήματα, καθώς επίσης και το γεγονός  ότι έζησε πριν από την εμφάνιση τού Ιμπεριαλισμού, καταλαβαίνουμε πώς είταν πολύ φυσικό νά μη μπορούσε νά προβλέψει τις οικονομικές και κοινωνικές  εξελίξεις: τού Ιμπεριαλισμού. Ή ηθική, όμως, της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης  δεσπόζει  σαφέστατα πάνω-σ’ ολόκληρο το έργο του. Στον τομέα αυτόν είναι  αναμφισβήτητο ότι ό Νίτσε περιέγραψε εκ των προτέρων ποια θα είταν ή πραγματική μορφή τής εξέλιξης πού θα επακολουθούσε. Το μεγαλύτερο μέρος των αξιωμάτων της ηθικής του έγινε, με την επικράτηση του χιτλερισμού, μιά φοβερή πραγματικότητα. Διατηρούν δέ κάποια επικαιρότητα, τα  αξιώματα αυτά, Αν τα παραβάλουμε με την ηθική του ονομαζόμενου «αμερικανικού αιώνα»……

Οι οπαδοί μιας «εκλεπτυσμένης» ερμηνείας  του  νιτσεϊκού  έργου βρίσκουν κάποια δυσκολία στο να εναρμονίσουν την απολογία της βαρβαρότητας καί την κριτική τού  πολιτισμού την οποία επιχειρεί ο Νίτσε, καί ή οποία, συχνά, πρέπει νά ομολογήσουμε πώς είναι  αρκετά έξυπνη και επιδέξια: αυτή ή δυσκολία είναι εύκολο νά ξεπεραστεί.

Πρώτα’ οπ’ ολα ο Νίτσε δέν είναι ό μόνος πού επιχείρησε νά συνδυάσει τη λεπτότητα με την κτηνωδία. Στην περίπτωση, δηλαδή, του Νίτσε, δέν Εχουμε νά κάνουμε μ’ ένα ιδιαίτερο ψυχολογικό στοιχείο πού χαρακτηρίζει το έργο του καί το όποιοι θα πρέπει νά το λάβουμε ιδιαιτέρως υπόψη μας, άλλά με τον γενικό χαρακτήρα πού διέπει ολόκληρη την ιμπεριαλιστική παρακμή…..

.. λεπτότητα αισθητική, λεπτότητα ηθική και πολιτιστική, όσο τα μέλη τής διευθύνουσας τάξης είναι αναμεταξύ τους, κτηνωδία, σκληρότητα καί βαρβαρότητα εναντίον του «ξένου», εναντίον, δηλαδή, των καταπιεζομένων, ή εναντίον εκείνων που είναι ενδεχόμενο νά υποστούν τα δεινά της καταπίεσης.

Βλέπουμε εδώ, ότι ό ενθουσιασμός τού νεαρού Νίτσε για την αρχαία δουλεία παραμένει, αυξημένος, μάλιστα, καί τονισμένος στο έπακρο, όσο περνάει ό καιρός, το σταθερό καί μόνιμο κίνητρο της φιλοσοφικής του σκέψης.

Το γεγονός, βέβαια αυτό, εισάγει στα προφητικά οράματα τού Νίτσε, για το μέλλον του Ιμπεριαλισμού, Ένα ρομαντικό στοιχείο. Ό τύπος του ηγέτη πού πλάθει με τη φαντασία του ό Νίτσε — κάτι πού μοιάζει με τον Περικλή — Έναν Περικλή πολύ λεπτό και Ιδιοκτήτη σκλάβων — δέ θυμίζει παρά από πολύ -μακριά μονάχα το Χίτλερ και το Γκαίρινγκ. Ή άγνοια των οίκονομίκών καί κοινωνικών διαφορών πού χωρίζουν δυο περιόδους οδηγεί αναγκαστικά — χωρίς νά κάνουμε λόγο καί για τούς απολογητικούς σκοπούς πού επιδιώκει ό Νίτσε — σ’ αυτόν τον ιδεαλιστικό ρομαντισμό.

Δέν είναι, ωστόσο, τυχαίο το γεγονός, ότι αυτή τη στιγμή μεταβάλλεται ό Νίτσε σέ ονειροπόλο καί ρομαντικό, αν είναι, βέβαια, σωστό το πράγμα αυτό. Εδώ, έχουμε νά κάνουμε με το κεντρικό πρόβλημα πού απασχολεί τη σκέψη του Νίτσε. Ή μέριμνα πού δείχνει ό Νίτσε για τον πολιτισμό δέν είναι ένα απλό δέλεαρ το όποιο προσφέρεται στην παρακμάζουσα ιντελιγκέντσια, είναι, αντίθετα, αυτό το όποιο, πάντα, κατείχε μιά κεντρική θέση στη ζωή του, στην ευαισθησία του καί στη σκέψη του: όταν ό Νίτσε αγωνίζεται  εναντίον της παρακμής τού πολιτισμού, όταν πασχίζει νά μας πείσει για τη μελαγχολική του ανάπτυξη, είναι, βεβαίως, ειλικρινής, αν καί, όπως είναι φανερό, ή ειλικρίνεια του πηγάζει από μιά ταξική θέση άκρως αντιδραστική.

Το ρομαντικό όνειρο ενός ηγετικού στρώματος ιδιαιτέρως καλλιεργημένου που δίνει κατευθύνσεις, αλλά καί αντιπροσωπεύει, ταυτόχρονα, μιά βαρβαρότητα θεωρούμενη  αναπόφευκτη, βρίσκεται εδώ φωτισμένο από ένα φως ξεχωριστό. Αυτή ή υποκειμενική ειλικρίνεια, ή οποία περιβάλει μιά ψεύτικη προφητεία, αποτελεί ένα από τα στοιχεία τής γοητείας την οποία κατόρθωσε νά ασκήσει ό Νίτσε πάνω στους παρασιτικούς διανοουμένους της ιμπεριαλιστικής περιόδου. Είναι ή γοητεία πού τούς επέτρεψε νά καλύψουν, πίσω από τη μέριμνα «της διάσωσης του  πολιτισμού», τη δειλία τους, την προσαρμογή τους στις πιο αηδιαστικές μορφές τού ίμπεριλιαομοΰ καί τον πανικό τους  για την προλεταριακή επανάσταση…

.ο Νίτσε είχε ξεκαθαρισμένες ιδέες πάνω στα προβλήματα των τάξεων καί τού αγώνα των τάξεων. Στο Νίτσε, ή πάλη των τάξεων παίρνει τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στις ανώτερες φυλές και τις κατώτερες φυλές. Αυτή ή απλή φόρμουλα θυμίζει, ήδη. τον εκφασισμό της αστικής ιδεολογίας. Όλοι όσοι προσπαθούν νά «καθαρίσουν» το Νίτσε από την κατηγορία της συγγένειάς του με το Χίτλερ, επιμένουν νά ξεχωρίζουν τη νιτσεϊκή αντίληψη της ράτσας από την αντίστοιχη αντίληψη για τη ράτσα, όπως τη διατύπωσαν ό Γκομπινώ, ο Τσάμπερλαιν καί ο Ρόζεμπεργκ.

 Υπάρχει, πράγματι, ανάμεσα τους κάποια διαφορά πού δέ μπορούμε νά την παραγνωρίσουμε. Ό Νίτσε προσπαθεί νά άποδείξει ότι οι κοινωνικές τάξεις έχουν μιά βάση βιολογική. Ή ηθική του ξεκινά από το αξίωμα μιας αιώνιας ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους και επιχειρεί νά αποδείξει την ύπαρξη αυτής της ανισότητας. Ή θεωρία περί φυλών, τόσο κατά την άποψη του Νίτσε, όσο καί κατά την άποψη τού Γκομπινώ, οδηγεί σέ ηθικά καί κοινωνικά συμπεράσματα τα όποια είναι εντελώς ταυτόσημα. Παραμένει, ωστόσο, ανάμεσα τους μιά διαφορά: ό Νίτσε δέ δίνει ούτε τη μικρότερη σημασία στην υπεροχή της «άρείας» φυλής, γενικά, δέ γνωρίζει — για νά χρησιμοποιήσουμε την αγαπημένη του μέθοδο τού μύθου — παρά μονάχα φυλές κυρίων καί φυλές δούλων και δέ διατυπώνει παρά μόνο κοινωνικές καί ηθικές απόψεις στα έργα του. Αν τον δούμε το Νίτσε άπ’ αυτή τη σκοπιά, είναι, μάλλον, ένας  πρόδρομος του Σπένγκλερ, παρά του Ρόζενμπεργκ.

Εκείνοι, ωστόσο, πού σήμερα τονίζουν αυτή τη διαφορά, είναι οι ιδιοι πού αγωνίζονται νά άποναζιστικοποιήσουν το Νίτσε. Ό Νίτσε, λοιπόν, κατόρθωσε νά συναγάγει από τη θεωρία του για τις φυλές συμπεράσματα εξίσου βάρβαρα καί Ιμπεριαλιστικά με τα συμπεράσματα στα όποια κατέληξε ό Ρόζενμπεργκ, αφού προηγου­μένως διάβασε τον Τσάμπερλαιν. …..

.Βλέπουμε νά εμφανίζεται καί πάλι, εδώ, ή κοινωνική  αποστολή του  νιτσεΐσμου, ή οποία συνίσταται στο να  απομακρύνει από το σοσιαλισμό τούς δυσαρεστημένους από την εποχή τους διανοουμένους και νά τούς εξωθήσει πρός την πιο άκρα αντίδραση. Ό σοσιαλισμός, πράγματι, απαιτεί μίαν εξωτερική καί μίαν εσωτερική μεταβολή του ατόμου (ρήξη με την τάξη του καί αλλαγή της υποκειμενικής του συμπεριφοράς), ενώ για νά ξεπεράσει κανείς την παρακμή με τον τρόπο πού υποδεικνύει ό Νίτσε, δέν υπάρχει καμμιά  ανάγκη νά αλλάξει: μένει αυτό πού είταν, (βάζει στην άκρη τα συναισθήματα μειονεκτικότητας πού τον βασανίζουν, αποκτώντας μίαν αγαθή συνείδηση), κι έτσι έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι πολύ πιο επαναστάτης από τούς ιδίους τούς σοσιαλιστές. Σ’ αυτό μπορούμε νά προσθέσουμε ακόμη, ότι οι προτεινόμενες από την ηθική τού Νίτσε λύσεις  έχουν  έναν ορισμένο κοινωνικό καί ιστορικό χαρακτήρα.

.ό νιτσεΐκός υπεράνθρωπος καί οι κύριοι της γης προσφέρουν στο διανοούμενο της παρακμής της Ιμπεριαλιστικής περιόδου τούς αναγκαίους ορίζοντες  που τού έλειπαν ως τώρα. Αυτά τα λίγα παραδείγματα  αρκούν για νά δείξουν τη μέθοδο πού κατευθύνει τις σχέσεις τού Νίτσε με τούς διανοούμενους: ή μέθοδος αυτή αποτελεί μίαν από τις εξηγήσεις της διάρκειας της επίδρασής του. Με το νά μπει στην ενεργητική υπηρεσία της άκρας Ιμπεριαλιστικής αντίδρασης (Χίτλερ), ή ίδια ή παρακμή «ξεπεράστηκε» καί «θεραπεύτηκε», χωρίς νά καταβάλλει καμιάν άλλη προσπάθεια έκτος από αυτήν πού συνίστατο στο νά δώσει ελεύθερο δρόμο στα χειρότερα ένστικτα της…

Μονάχα ξεκινώντας από την ηθική του, μπορούμε να κατανοήσουμε τη θέση του Νίτσε πάνω στα λεγάμενα «μεγάλα ζητήματα» τής φιλοσοφίας, τη θρησκευτική πίστη καί τον αθεϊσμό. Είναι πασίγνωστο το γεγονός ότι ό Νίτσε πάντα διακήρυσσε, καί μάλιστα όχι χωρίς πάθος, πώς ήταν άθεος, πώς καταπολεμούσε, με την ίδια ορμή, κάθε μορφή θρησκείας καί ιδιαίτερα τη χριστιανική θρησκεία. Αυτό το γεγονός εξηγεί, κατά  ένα μέρος, τη μεγάλη επίδραση πού άσκησε ό Νίτσε στους δια­ννοούμενους κύκλους, οι όποιοι, σέ μίαν αναλογία πού συνεχώς μεγάλωνε, εγκαταλείπανε τίς παλιές θρησκευτικές πίστεις.

Άφότου, όμως, γεννήθηκε αυτό το κίνημα, πήρε, όπως μπορέσαμε νά δούμε, ήδη, με το Σοπενχάουερ, πολλές καί διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην αρχή, πήρε την κατεύθυνση ενός αθεϊσμού πραγματικά υλιστικού καί θεμελιωμένου πάνω στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Αυτό το ρεύμα ενισχύθηκε σέ μεγάλο βαθμό με τον Ντάρβιν (όπως μας δείχνει το παράδειγμα του Χαϊκελ), ή ανίατη, όμως, ανικανότητά του για μίαν υλιστική εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων καί συνεπώς καί των ηθικών καί πολιτικών φαινομένων, παρέμεινε ή μεγαλύτερή του αδυναμία.

Μη μπορώντας νά ξεπεράσει το κίνημα των διανοουμένων πού αναφέραμε, έναν ορίζοντα στενά αστικό, αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στον πεσιμισμό καί την απολογητική του καπιταλισμού. Δέ μπορούμε, φυσικά, νά μιλήσουμε για μιά πλατιά επίδραση του διαλεκτικού καί ιστορικού υλισμού πάνω στην αστική τάξη. Ακόμη καί στα εργατικά κόμματα — εξαίρεση αποτελεί το ρωσικό μονάχα κόμμα — ή επίδρασή του αδιάκοπα λιγόστευε, στη διάρκεια τής ιμπεριαλιστικής περιόδου, εξαιτίας του φιλοσοφικού ρεβιζιονισμού. ’Από μίαν άλλη πλευρά, βλέπουμε νά ενισχύεται το ρεύμα τού «θρησκευτικού άθεϊσμου», πού σαν αποστολή του είχε νά ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των κύκλων εκείνων οι όποιοι είχαν διακόψει τίς σχέσεις τους με τις θετικές θρησκείες, ύστερα, μάλιστα, από μιά ζωηρή πολεμική εναντίον τους. Έτσι, αυτοί πού ήτανε στρατευμένοι κάτω από τις σημαίες τού «θρησκευτικού  αθεϊσμού», μπορούσαν να έχουν την ψευδαίσθηση ότι τηρούν μιά στάση «ανεξάρτητη», «αντικομφορμιστική» καί μάλλον «επαναστατική».

Ταυτόχρονα, ή θρησκευτικότητα, πού ή ύπαρξή της αποτελεί τόσο σημαντικό παράγοντα για την υποστήριξη του καπιταλιστικού καθεστώτος, θα κατόρθωνε νά διασωθεί. Για αυτόν δέ ακριβώς το λόγο ό «θρησκευτικός αθεϊσμός» έπαιρνε μίαν από τίς μορφές της έμμεσης απολογητικής του καπιταλισμού….

.. Ό Νίτσε, λοιπόν, δέν είχε την παραμικρότερη ιδέα για τα φιλοσοφικά προβλήματα τού διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Πολεμάει το σοσιαλισμό στον τομέα όπου πιστεύει ότι μπορεί νά τον βλάψει καίρια: στον κοινωνικό, ιστορικό καί ηθικό τομέα. Το εγκεκριμένο περιεχόμενο αυτών ακριβώς των μερών της φιλοσοφίας αποτελεί, λοιπόν, για τον Νίτσε, το βασικό στοιχείο του συστήματός του. Ή θεωρία τής γνώσης δέν είναι παρά ένα όργανο πού ή κατάστασή του προσδιορίζεται από τους σκοπούς τούς όποιους πρόκειται νά εξυπηρετήσει.

Ή καινούργια αυτή θέση δέ χαρακτηρίζει μονάχα τη φιλοσοφία τού Νίτσε, άλλά καί ολόκληρη την αστική φιλοσοφία τής περιόδου τής παρακμής. Ή ανοδική περίοδος, πού τη χαρακτηρίζει ό αγώνας εναντίον της φεουδαρχικής ιδεολογίας  από τις διάφορες τάσεις, οι όποιες χωρίζουν την αστική ιδεολογία, παρουσιάζει μιά πλούσια ποικιλία από θεωρίες της γνώσης. Ό ιδεαλισμός και ό υλισμός, ό υποκειμενικός  ιδεαλισμός καί ό αντικειμενικός ιδεαλισμός, ή μεταφυσική καί ή διαλεκτική ….

Το τέλος αυτής της περιόδου σημαδεύεται Από το θάνατο τού αντικειμενικού ιδεαλισμού, πού ή αστική έκδοσή του είχε τραφεί βασικά από τις ηρωικές ψευδαισθήσεις της δημοκρατικής επανάστασης. Ύστερα από τη γαλλική επανάσταση, ό μηχανικός υλισμός χάνει τον παλιό χαρακτήρα της οικουμενικότητας, ό όποιος τον διέκρινε. “Ήδη, ό ορίζοντας του Φόιερμπαχ είναι πολύ στενότερος από τον όρίζοντα των προηγούμενων φιλοσόφων του XVIΙ καί του XVIII αιώνα (Σ’ αυτή την εξέλιξη, ή περίπτωση της Ρωσίας αποτελεί  μίαν εξαίρεση, πού παραμένει άγνωστη στους έκτος της Ρωσίας συγχρόνους της). Αφού κυριάρχησε για μιά μικρή περίοδο ή φιλοσοφία των φυσικών επιστημών, ό μηχανικός υλισμός έχασε καί στον τομέα αυτόν τη δεσπόζουσα θέση του.

Παρ’ όλον ότι, όπως έδειξε ό Λένιν, ό επιστήμονας  πού μελετά τη φύση παραμένει, είτε το θέλει, είτε δέν το θέλει αν είναι πραγματικός επιστήμονας, υλιστής  όσον άφορα το πρακτικό μέρος της επιστήμης του, οι μεγάλες  επιτεύξεις  πού επιτελέσανε οι επιστήμες  νοθεύτηκαν και παραμορφώθηκαν από το φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ή παγκόσμια σχεδόν ηγεμονία πού ασκούσε ό υποκειμενικός  ιδεαλισμός πάνω στην αστική φιλοσοφία αυτής τής εποχής, επέφερε μιά τεράστια παρακμή στο τομέα τής θεωρίας τής γνώσης.

Ή αλήθεια είναι πώς εξακολουθεί ή θεωρία τής γνώσης νά καθορίζει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιφανειακά τουλάχιστον, το περιεχόμενο και τη μέθοδο τής φιλοσοφικής προσπάθειας. Θά μπορούσε, μάλιστα, νά πει κανείς  ο τι  αποτελεί ολόκληρη τη φιλοσοφία Στην πραγματικότητα πρόκειται για μίαν ακαδημαϊκή σχολαστική, ή οποία βρίσκεται στο δρόμο τής διαμόρφωσής της. άντι των μεγάλων μαχών πού δίνονταν άλλοτε για τις  εννοιες τού κόσμου, τώρα δέν έχουμε νά κάνουμε παρά με μικροπρεπούς καυγάδες καθηγητών, οι όποιοι αγωνίζονται για ασήμαντες λεπτομέρειες.

Ή προ ιμπεριαλιστική περίοδος προπαρασκευάζει ενεργητικά αυτή την παρακμή, μας επιτρέπει δέ, επίσης, νά αντιληφθούμε καθαρά την κοινωνική βάση τής ηγεμονίας, πού είχε τώρα πιά περιέλθει, στον τομέα τής αστικής φιλοσοφίας, στον υποκειμενικό ιδεαλισμό: ό υποκειμενικός ιδεαλισμός καί ό αγνωστικισμός, πού αναγκαστικά τον συνοδεύει, επιτρέπει στους  αστούς θεωρητικούς νά ιδιοποιηθούν από την επιστημονική πρόοδο, κυρίως δέ από την πρόοδο των φυσικών επιστημών, καθετί πού εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καπιταλιστών καί, ταυτόχρονα, νά πάρουν μιά φιλοσοφική θέση. Ό Ενγκελς, λοιπόν, έχει απόλυτο δίκιο πού αποκαλεί τον  αγνωστικισμό αυτής τής περιόδου «ντροπιασμένο υλισμό»(5).

Στην ιμπεριαλιστική περίοδο, καί ακόμη καί στην περίοδο πού την προπαρασκεύασε, οι ιδεολογικές ανάγκες τής αστικής τάξης γίνονται διαφορετικές. Δέν αρκεί πιά, στην περίοδο αυτή, να απέχει κανείς από το νά έχει μιά οποιαδήποτε θεώρηση του κόσμου, πρέπει ή φιλοσοφία νά πάρει και θέση καί πρέπει, επιπλέον, να πάρει θέση εναντίον του υλισμού: «ό ντροπαλός υλισμός» των αγνωστικιστών ποζιτιβιστών παίρνει, λοιπόν, ολοένα και πιο καθαρά μιά στάση άντιϋλιστική. Στην περίπτωση αυτή ό νεοκαντιανισμός και ό μαχισμός εμφανίζονται ως οι βασικές τάσεις, οι όποιες επιτελούν αυτή τη μεταμόρφωση, μιά μεταμόρφωση πού ακολουθείται παράλληλα καί από την ανάπτυξη τής νιτσεϊκής φιλοσοφίας (6). Ωστόσο, ή ιδεολογική θέση της αστικής τάξης, τής επέτρεπε ολοένα καί λιγότερο νά παίρνει μια ξεκαθαρισμένη στάση στα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα.

Ό Λένιν έδειξε την αντίθεση ή οποία υφίσταται ανάμεσα στην ανοιχτή μάχη πού καθοδηγούσε ό Μπέρκλευ εναντίον τού υλισμού καί τούς μαχιστές, οι όποιοι εξωράιζαν τούς εαυτούς των με μιά άντιϊδεαλιστική μάσκα.

Ή αστική φιλοσοφία ήταν υποχρεωμένη, για νά υπερασπισθεί τον ιδεαλισμό εναντίον του υλισμού, νά στρατευθεί σέ Ένα τρίτο στρατόπεδο. Ηταν υποχρεωμένη, δηλαδή, νά προσδεθεί σέ μιά δήθεν ανώτερη άποψη, με την οποία θα μπορούσε νά κριτικάρει καί νά απορρίψει, εξίσου καλά, τόσο τον ιδεαλισμό, όσο καί τον υλισμό.

Αυτό μόνο το γεγονός δείχνει πώς ή θέση τους, στην ιστορική κλίμακα είχε, ήδη, γίνει μιά θέση αμυντική και ότι οι μέθοδοί της καί τα προβλήματα πού θέτουν οι μέθοδοι αυτές, είναι μέτρα άμυνας περισσότερο παρά μέσα ανάλυσης καί ερμηνείας, στην καθαρή έννοια, της αντικειμενικής πραγματικότητας. ’Εννοείται πώς ό καλώς καθορισμένος καί στοιχειοθετημένος αμυντικός χαρακτήρας της αστικής φιλοσοφίας της περιόδου της παρακμής, δέν αποκλείει καθόλου τις ισχυρότατες επιθέσεις εναντίον των αντιπάλων της, επιθέσεις οι όποιες δέν είναι λιγότερο σφοδρότερες Από την παθιασμένη άμυνα των ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης.

Οι τελευταίες αυτές  απόψεις τονίζονται ακόμη περισσότερο όταν μπαίνουμε στην ιμπεριαλιστική περίοδο, όπου εμφανίζονται κάθε μέρα και πιο πολλές «φιλοσοφικές  ανάγκες»….Ωστόσο, οι θεωρήσεις του κόσμου, πού γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτές τίς συνθήκες, διακρίνονται ποιοτικά  από τις κοσμοθεωρήσεις τής περιόδου τής ιδεολογικής  ανόδου. Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή, μιά θεώρηση τού κόσμου, έστω καί όταν είναι ντυμένη με ιδεαλιστική μορφή, περισσότερο ή λιγότερο τονισμένη, αποτελούσε μίαν αντανάκλαση τής ουσίας της  αντικειμενικής πραγματικότητας.

Στο έξης, καθετί πού ονομάζεται θεώρηση του κόσμου, βασίζεται σέ μίαν αγνωστικιστική θεωρία της γνώσης, στην άρνηση της δυνατότητας νά γνωρίσουμε  αντικειμενικά την πραγματικότητα. Συνεπώς, δέ μπορεί παρά νά είναι ένας μύθος, δηλαδή μιά υποκειμενική κατασκευή, ή οποία εμφανίζεται με τον (γνωσιολογικά αθεμελίωτο) σκοπό νά φτάσει στην αντικειμενικότητα, μίαν αντικειμενικότητα όμως, πού δέν είναι δυνατό νά στηρίζεται  παρά πάνω σε βάσεις  άκρως υποκειμενικές, όπως ή ενόραση — ή οποία δέν είναι, συνεπώς, παρά μιά ψεύτικη  αντικειμενικότητα.

Ή ανάγκη τού μύθου γίνεται ολοένα καί πιο επιτακτική καί συνοδεύεται από μίαν αυξανόμενη ευπιστία, με την οποία εκδηλώνεται ή παρακμή τής αστικής τάξης αυτής τής περιόδου: στην εξέλιξη τής πραγματικότητας δέ μπορεί πιά νά αντιταχθεί παρά μόνο ένα όνειρο, στο οποίο δίνει ή αστική φιλοσοφία την ψευτοαντικειμενική μορφή του μύθου, αντίθετα πρός τις μεγάλες συστηματικές κατασκευές τής ανοδικής της περιόδου, οι όποίες αναγκάζονταν, για νά καταπολεμήσουν τούς φεουδαρχικούς θρύλους, νά επικαλούνται ακριβώς τις πραγματικές τάσεις τής ανάπτυξης τής φύσης και τής ίστορίας….

.. ό τρόπος του ορισμού τού παρακμασμένου ανθρώπου, ως τής κεντρικής μορφής μιας ανάπτυξης στραμμένης πρός το μέλλον και τής παρακμής, ως τού εφαλτηρίου τού μέλλοντος, ξεχωρίζει τον Νίτσε απ’ όλους τούς άλλους  αντιδραστικούς φιλοσόφους. Αυτοί, πράγματι, επιχείρησαν νά σώσουν την καπιταλιστική κοινωνία, προβάλλοντας τον ομαλό λεγόμενο άνθρωπο, δηλαδή, τον αστό καί το μικροαστό, με τον καιρό, όμως είδαμε πώς ήρθαν σέ αντίθεση με την πραγματικότητα του καπιταλισμού καί την αυξανόμενη παραμόρφωση τού ανθρώπου, την οποία αυτός προκαλεί. Ό Νίτσε διαλέγει, αποφασιστικά, σαν σημείο αφετηρίας, αυτή την παραμορφωμένη ανθρώπινη φύση, όπως την βλέπει νά εκδηλώνεται, στην εποχή του, με συμπτώματα σαν την αηδία τής ζωής, τον πεσιμισμό, το νιχιλισμό, την αυτοκαταστροφή, την απώλεια τής πίστης στον εαυτό της, την απουσία προοπτικών κ.λ.π ’Αναγνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους τής παρακμής, αισθάνεται ανάμεσα σ’ αυτούς και τον εαυτό του νά υπάρχει κάποια συναδέλφωση. Πιστεύει, όμως, πώς αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι της παρακμής μπορούν νά του προσφέρουν το υλικό με το οποίο θα φτιάξει τούς κυρίους τής γης. Όπως είδαμε, θεωρεί τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο τής παρακμής καί, ταυτόχρονα, και το αντίθετό του.

Αυτή την ομολογία συνοψίζει με επιγραμματική μορφή το τελευταίο μέρος τού Ζαρατούστρα: Είναι ή στιγμή πού οι «ανώτεροι άνθρωποι» παίρνουνε θέση γύρω Από το Ζαρατούστρα, σχηματίζουν μιά πινακοθήκη διαφόρων μορφών παρακμής, τις όποιες ό Νίτσε τις χαρακτηρίζει με την ψυχολογική αίσθηση ενός ειδικού: Ό Ζαρατούστρας τούς απευθύνει την προφητεία του, τούς αναγγέλλει την έλευση του Υπεράνθρωπου καί τής αιώνιας επιστροφής. Σκοπός του Νίτσε δέν είναι νά ξεπεράσει την παρακμή, ή νά την κάνει νά εξαφανισθεί αφ’ έαυτής. Αν αποδίδει στην αιώνια επιστροφή τόσες μεγάλες αρετές, για τη φιλοσοφία του, είναι γιατί αναγνωρίζει σ’ αυτήν, πρώτ’ απ’ όλα, έναν χαρακτήρα νιχιλιστικό, ρελατιβιστικό καί απελπιστικό…

Αυτό πού εύχεται ό Νίτσε, είναι νά επιβάλλει μίαν αλλαγή στην κατεύθυνση, ξεκινώντας από την καινούργια βάση πού τού προσφέρεται, χωρίς, όμως, νά αλλάξει καί τη φύση του ρεύματος — ζητεί, συνεπώς, νά επιβάλλει μια μεταβολή: ζητεί, δηλαδή, νά μεταμορφώσει όλες τις μερικότητες της παρακμής σέ εργαλεία μαχητικής άμυνας τού καπιταλισμού, ζητεί νά μεταμορφώσει τον άνθρωπο τής παρακμής σέ ενεργό μαχητή τού βάρβαρου καί επιθετικού Ιμπεριαλισμού, τόσο στο εσωτερικό, όσο καί στο εξωτερικό.

Ό Διόνυσος  είναι το μυθικό σύμβολο αυτής τής μετατροπής στο εσωτερικό τής κυρίαρχης τάξης. Το Ecce homo τελειώνει με την εξής φόρμουλα: «Ό Διόνυσος έ ν α ν τ ί ο ν του Ε σ τ α υ ρ ω μ έ ν ο υ » .

Ό Νίτσε πρόσφερε σέ όλη την ιμπεριαλιστική περίοδο τη μέθοδο πού είχε ανάγκη ή έμμεση απολογητική τού καπιταλισμού. Έδειξε τούς δρόμους πού επρεπε να ακολουθήσει ό καπιταλισμός, για νά μπορέσει νά δημιουργήσει, με τη βοήθεια ενός άκρου αγνωστικισμού καί ενός ολοκληρωτικού νιχιλισμού, τον στιλπνό καί γοητευτικό κόσμο των συμβόλων με τα οποία εκφράζεται ό μύθος τού Ιμπεριαλισμού.

Δέ σταματήσαμε, σκόπιμα, στις κραυγάζουσες  αντιθέσεις των μύθων πού έπλασε με τη φαντασία του ό Νίτσε. Εκείνος πού θα ήθελε νά υποβάλλει σέ μιά λογική καί φιλοσοφική ανάλυση τις  απόψεις τού Νίτσε, θ’ ανακάλυπτε ένα ολοκληρωτικό χάος, όπου αντιπαρατίθενται διάφορες αυθαίρετες διαπιστώσεις, οι όποιες εναντιώνονται ή μιά πρός την άλλη και αποκλείουν οι μεν τις δέ. Ωστόσο, δέν πιστεύουμε πώς αυτό το γεγονός μπορεί νά αναιρέσει αυτό πού ευθύς εξ αρχής είπαμε: δηλαδή, ότι ό Νίτσε διαθέτει ένα σύστημα πού το χαρακτηρίζει ή συνέπεια.

Το συνδετικό στοιχείο αυτού τού συστήματος είναι το κοινωνικό περιεχόμενο πού διέπει τη σκέψη τού Νίτσε: ή πάλη του εναντίον τού σοσιαλισμού. Όταν αντιμετωπισθούν από αυτή την άποψη οι αντιφατικοί μύθοι τού Νίτσε, τότε αποκαλύπτεται  αμέσως ή ιδεολογική τους ενότητα: τότε αντιλαμβανόμαστε πώς  εχουμε νά κάνουμε με τούς μύθους τής Ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, ή οποία επιστρατεύει όλες της τις δυνάμεις εναντίον τού κυριότερου αντιπάλου της.

Δέν είναι πολύ δύσκολο νά καταλάβουμε, ότι ή πάλη ανάμεσα στους κυρίους καί την αγέλη, ή πάλη ανάμεσα στους  αριστοκράτες καί τούς δούλους, είναι μιά μυθική γελοιογραφία τής πάλης των τάξεων. Ξεκαθαρίσαμε, επίσης, νομίζω, αρκετά, την άποψη ότι ή πάλη τού Νίτσε εναντίον τού Δάρβιν αντιπροσωπεύει, καί αύτη, έναν μύθο πού γεννήθηκε από τον πολύ δικαιολογημένο φόβο μήπως το κανονικό ρεύμα τής ιστορίας οδηγήσει πρός το σοσιαλισμό. Το ίδιο μπορούμε νά πούμε και για την αιώνια επιστροφή: κρύβει μιά μυθική και καθησυχαστική διαβεβαίωση: ή εξέλιξη τίποτα το καινούργιο δέ μπορεί νά παραγάγει.

Δέν είναι, επίσης, πολύ δύσκολο νά δούμε, ότι ό υπεράνθρωπος επινοήθηκε για νά επαναφέρει στους δρόμους του καπιταλισμού όλες τις δραστηριότητες πού είχαν κινητοποιηθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του, τα οποία εκφράζονται με την παραμόρφωση καί τον ακρωτηριασμό του ανθρώπου. Όσο για αυτό πού λένε πώς αποτελεί το θετικό μέρος των νιτσεϊκών μύθων, δέν είναι τίποτα’ άλλο από την κινητοποίηση των παρακμασμένων καί βάρβαρων ενστίκτων του ανθρώπου, πού τον διέφθειρε ό καπιταλισμός, για νά σωθεί, με τη βία, ό κοινωνικός παρασιτισμός. Και ως πρός το σημείο αυτό, ή φιλοσοφία του Νίτσε αντιπροσωπεύει έναν ιμπεριαλιστικό μύθο, ό όποιος προσπαθεί νά παρεμβάλλει εμπόδια στο μέλλον του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού.

Ιδού, τί είναι εκείνο πού θα μας επιτρέψει νά δούμε πιο καθαρά αυτό για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω: ή ιδεολογία τής περιόδου της  παρακμής της αστικής τάξης υποχρεώθηκε νά πάρει στάση αμυντική. Ή αστική τάξη, από τη φύση της, είναι αδύνατο νά μην έχει ανάγκη από ψευδαισθήσεις. Από την εποχή της Αναγέννησης ως την εποχή τής Γαλλικής ’Επανά­στασης, ή αστική τάξη είχε αγκαλιάσει την ιδανική εικόνα τού ελληνικού άστεος, πού το θεωρούσε σαν το πρότυπο, το όποιο έπρεπε νά πραγματοποιήσει.

Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, είχαμε νά κάνουμε με πραγματικές τάσεις καί με πραγματικά ρεύματα της γεννώμενης αστικής κοινωνίας, είχαμε νά κάνουμε, συνεπώς, με στοιχεία του ίδιου της του κοινωνικού είναι, με προοπτικές πού αφορούσαν το μέλλον της καί οι όποιες, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αποτελούσαν τον πυρήνα του ιδανικού πού είχε θέσει σαν στόχο της. Στην περίπτωση του Νίτσε, ή εικόνα του ελληνικού άστεος παίρνει καί πάλι την άψη του ιδανικού, από το φόβο της καταστροφής της ίδιας τής αστικής τάξης, ή οποία καταφεύγει στα σύμβολα τού μύθου, γιατί δέν αισθάνεται τον εαυτό της ικανό νά αναμετρηθεί πραγματικά με τις ιδέες του αντιπάλου της.

Σέ τελευταία  ανάλυση, το περιεχόμενο της φιλοσοφίας τού Νίτσε καθορίζεται από άλλα «εχθρικά» φιλοσοφικά περιεχόμενα, από προβλήματα πού ανακινούνται καί ζητήματα πού τίθενται από τον ταξικό εχθρό. Ή μαχητικότητα του  τόνου καί ή επιθετική στάση πού παίρνει ό Νίτσε, αντιμετωπίζοντας τα διάφορα ζητήματα, δέ μπορεί παρά νά καλύψουν πολύ επιφανειακά τη βασική διάρθρωση τής φιλοσοφίας του. Ή θεωρία τής γνώσης τού Νίτσε βρίσκει το στήριγμά της σ’ εναν ακραίο ιρασιοναλισμό. Αρνείται ότι μπορούμε νά γνωρίσουμε με  έναν οποιοδήποτε τρόπο τον κόσμο, καταδικάζει τη λογική καί επικαλείται σέ βοήθεια του όλα τα βάρβαρα καί κτηνώδη ένστικτα του ανθρώπου: όμολογεΐ, με αυτό τον τρόπο, χωρίς νά το θέλει, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Το ταλέντο πού διέθετε ό Νίτσε δέν είταν ένα συνηθισμένο ταλέντο, γι’ αυτό και μπόρεσε νά δημιουργήσει, στο κατώφλι τής ιμπεριαλιστικής περιόδου του καπιταλισμού, ένα σύνολο από έπιθετικούς μύθους, o όποιοι κατόρθωσαν, για δεκάδες χρόνια, νά ασκήσουν μιά σοβαρότατη επίδραση. Για να εκφρασθεί, διάλεξε τον αφορισμό, ό όποιος όπως είδαμε, είναι ή μορφή λόγου πού ανταποκρινότανε, καλύτερα άπ’ οποιαδήποτε άλλη, στην κοινωνική καί ιστορική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ό καπιταλισμός: Ένα σύστημα κουρελιασμένο εσωτερικά, κούφιο καί απατηλό, μπορεί, χρησιμοποιώντας τον αφορισμό, νά ξαναντυθεΐ με κάποιο άποφόρι το οποίο θα του επιτρέψει νά κρύψει, έστω καί πρόχειρα, τις σχέσεις πού υφίστανται μεταξύ των ιδεών καί νά λάμψει, καί πάλι, με χίλια δυο αστραφτερά χρώματα..

 

 

1.Ένγκελς, έπιστολή στον Κόνραντ Σμιθ τής 27.10.1890. Men . Engels, Etudes philosophiqucs, οελ. 133 – 134.

2.Mehring, *Έργα Berlin, 1929. VI, 191.

3.Mehring «Α propos dc la Psychopathia spiritualia·, de Kurt Eisner, στο Neue Zeit. χρόνος X, τόμος II, σελ. 668 καί έπ.

4.Υπαινιγμός στό εργο Rembrandt Educateur de Langbehn (Σημ. Του μεταφρ.).

5.Engels: «Uber den hlstorischen Materialismus» in Fcucrbach,Bertie, 1927, oA . 85

6.Στα 1876 ό Άβενάριους δηιιοσιεύει τα Προλεγόμενα του και το 1888 -90 την Κριτική τής καθαρής εμπειριας . Τα βασικά φιλοσοφικά  έργα τού Μάχ είναι μεταγενέστερα, γύρω στο 1880, όμως, άρχισε νά γίνεται γνωστός σαν θεωρητικός. Γίνεται μάλιστα, αρχηγός τής αποκαλούμενης από τον Schuppe ένδοκόσμιας φιλοσοφίας. Ο Haus Vailinger, ένας από τούς καντιανούς πού βρίσκεται πολύ κοντότερα πρός τούς προγενέστερους οπαδούς του Κάντ, δημοσίευσε αργότερα τη Φιλοσοφία τού ή οποία, ωστόσο. είχε γραφτεί, βασικά κατά το 1876 – 78. “Αν όλοι o στοχαστές αυτής τής τάσης ανακήρυξαν, αργότερα. τον Νίτσε σαν έναν από τούς δικούς της (ό Vailinger είναι έκείνος πού άρχισε πρώτος), γεγονός, πάντως, είναι ότι, στην περίπτωση αυτή, δέν πρόκειται για μίαν άμεση επίδραση (ό Νίτσε δέν γνώρισε ποτέ τα περισσότερα  έργα του  Κάντ), άλλά, μάλλον, για μιά βασική ομοιότητα των τάσεων, o όποιες σχετίζονται με τη θεωρία τής γνώσης, πού τις προκάλεσαν oι  νεότερες ιδεολογικές ανάγκες  τής αστικής τάξης.




Η λαϊκή εξουσία του ΕΑΜ στην Ελεύθερη Ελλάδα

Της Βασιλικής Λάζου, διδάκτορος Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου

Συνθήματα του ΕΑΜ στους τοίχους της Αθήνας καλούν τον λαό σε αντίσταση στα σχέδια των κατοχικών δυνάμεων για επιστράτευση

«Η Ελλάδα σήμερα σχηματίζει δύο διαφορετικές χώρες, την κατεχόμενη και την μη κατεχόμενη. Στην πρώτη οι συνθήκες διαβίωσης ποικίλουν ανάλογα με το αν η δύναμη κατοχής είναι η Γερμανία, η Ιταλία ή η Βουλγαρία. Η ελεύθερη Ελλάδα σήμερα είναι τόσο ελεύθερη από την εμπλοκή του Άξονα όσο και η Αγγλία. Παρόλο που τα σύνορα ανάμεσα στις δύο ζώνες είναι ρευστά, ανάλογα με τη στρατιωτική δράση, η κεντρική ορεινή ραχοκοκαλιά της οροσειράς της Πίνδου είναι ένα σύνολο που είναι μάλλον απίθανο να κατατμηθεί ή να κρατηθεί μόνιμα από τις παρούσες δυνάμεις του Άξονα στην Ελλάδα»1.

Η αναφορά του αξιωματικού της βρετανικής οργάνωσης αντικατασκοπείας SOE (Special Operations Executive) κατέγραφε την πραγματικότητα που ίσχυε στην Ελλάδα δύο σχεδόν χρόνια ύστερα από την κατοχή της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα. Οι αντιστασιακές οργανώσεις με κυριότερη αυτή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν στην ορεινή περιοχή που εκτείνονταν από τον Κόλπο της Κορίνθου έως τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα και από τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου έως τις ανατολικές ακτογραμμές. Οι Γερμανοί περιορίζονταν στις αστικές περιοχές και στις οδικές αρτηρίες που τις συνέδεαν πραγματοποιώντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και αποτυγχάνοντας ουσιαστικά να ελέγξουν την εκτεταμένη αυτή περιοχή. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί στα ορεινά της κατεχόμενης Ελλάδας ένα «κράτος εν κράτει», η Ελεύθερη Ελλάδα στην οποία το ΕΑΜ δεν ασκούσε απλά προσωρινό στρατιωτικό έλεγχο αλλά εμφανίζονταν ως φορέας εξουσίας οργανώνοντας την οικονομική δραστηριότητα, αναμορφώνοντας το δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα και εισάγοντας κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.

Ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ σε σύσκεψη

Τα επίπεδα ΕΑΜικής Εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα

Στην περιοχή που έλεγχε το ΕΑΜ, η εξουσία δομούνταν σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ήταν η πολιτικοστρατιωτική οργανωτική δομή που συντόνιζε τον αντιστασιακό αγώνα. Το ανώτερο πολιτικό της σώμα ήταν η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ η οποία αποτελούνταν από τρεις βαθμίδες αντιπροσώπευσης: η πρώτη βαθμίδα ήταν οι αντιπρόσωποι των κομμάτων που συνιστούσαν το ΕΑΜ. Η δεύτερη βαθμίδα αποτελούνταν από τους αντιπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ και ΕΕΑΜ. Η τρίτη βαθμίδα αποτελούνταν από αντιπροσώπους των τοπικών εαμικών επιτροπών. Το δεύτερο επίπεδο ήταν ένα είδος κοινοβουλευτικής δομής η οποία συγκροτήθηκε ύστερα από το σχηματισμό τον Μάρτιο 1944 της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης μιας προσωρινής κυβέρνησης που εκλέχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές και στην Ελεύθερη Ελλάδα. Στο τρίτο επίπεδο υπήρχε μια δομή βασισμένη στην άμεση δημοκρατία που αντιπροσωπεύονταν από τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Οι θεσμοί αυτοί αναπτύχθηκαν εν μέρει αυθόρμητα και εν μέρει εξαιτίας της πρωτοβουλίας μικρών τοπικών στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος ευνοημένοι από την πολεμική συγκυρία, ιδιαίτερα την έλλειψη τροφίμων και τη ληστεία, τις προϋπάρχουσες αγροτικές παραδόσεις και την κατάρρευση της κεντρικής κρατικής μηχανής.

Μπορούν να διακριθούν δύο φάσεις στην ανάπτυξη των λαοκρατικών θεσμών στις απελευθερωμένες από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ περιοχές. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, η οποία διήρκησε έως το Μάρτιο 1944, η Λαϊκή Δημοκρατία ή Λαοκρατία έλαβε τη μορφή τοπικών συμβουλίων και επιτροπών, ενώ στη δεύτερη φάση, από το Μάρτιο 1944 μέχρι το τέλος της Κατοχής, απέκτησε κεντρική δομή με τη δημιουργία της κυβέρνησης του βουνού, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν αναλυτικότερα οι ρίζες και οι πρακτικές της λαϊκής δημοκρατίας.

Το αγροτικό ζήτημα

Η οργάνωση των αγροτών για ένα κοινό σκοπό ήταν μια ιδέα με μακρά διαδρομή αλλά με άμεσες και ζωντανές εμπειρίες. Η παράδοση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία οργανώθηκε στα χρόνια της Οθωμανικής διακυβέρνησης, ήταν ακόμα δυνατή στις περιοχές της Παλαιάς Ελλάδας. Πιο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στην ορεινή περιοχή της Ευρυτανίας, στην Κεντρική Ελλάδα, αναδύθηκε ένα επαρχιακό κίνημα, όπως η ΣυμβιβαστικήΕπιτροπή Καροπλεσίου το 1933, το οποίο στόχευε στην αντικατάσταση του παλαιοκομματισμού και την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου επίλυσης των προσωπικών διαφορών και των ζητημάτων των χωριών μέσω συλλογικών αποφάσεων με βάση την αρχή του συμβιβασμού2. Η δικτατορία του Μεταξά έβαλε τέλος σε τέτοιες πρωτοβουλίες απαγορεύοντας και διαλύοντας τις κοινοτικές επιτροπές. Η ύπαρξή τους ωστόσο δεν διαγράφηκε από τη συλλογική λαϊκή μνήμη.

Η ''μάχη της σοδειάς'' - αντάρτες και αγρότες μαζεύουν τη σοδειά στον Θεσσαλικό κάμπο για να ενισχυθεί ο αγώνας και οι οικογένειες και να μην πέσει η σοδειά στα χέρια του κατακτητήΗ ασφυκτική πίεση που δημιουργούσαν στον αγροτικό χώρο ζητήματα όπως η πείνα και οι στερήσεις, το πλιατσικολόγημα των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους και η επανεμφάνιση της ληστείας έκαναν άμεση την ανάγκη για συλλογική αντιμετώπιση μέσω μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης των προβλημάτων που προέκυπταν στον αγροτικό χώρο εξαιτίας της Κατοχής αλλά και των ζητημάτων της καθημερινότητας. Η ανάγκη αυτή οξύνονταν εξαιτίας της ανικανότητας της διορισμένης αυτοδιοίκησης και της χωροφυλακής, φορέων της κρατικής εξουσίας, να εξασφαλίσουν προστασία στους αγροτικούς πληθυσμούς.

Λαϊκοί Θεσμοί στην ΕΑΜική Ελλάδα

Ήδη από την αρχή της Κατοχής, οι τοπικές πρωτοβουλίες προσπάθησαν να καλύψουν το κενό εξουσίας. Τον Αύγουστο 1941 σε ένα συνοικισμό του χωριού Κλειτσός Ευρυτανίας, συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του κομμουνιστή Γεωργούλα Μπέικου, εκδότη της τοπικής εφημερίδας «Φωνή της Ευρυτανίας», Επταμελής Επιτροπή Επίλυσης των προβλημάτων του χωριού με βάση την ιδέα ότι ο λαός μπορεί μόνος του με δημοκρατικές διαδικασίες να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.

Η ίδρυση του ΕΑΜ, τον Σεπτέμβριο 1941, έκανε πιο συγκεκριμένες τις κατευθύνσεις όχι μόνο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στους κατακτητές αλλά και του αγώνα για τα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Στα τέλη 1941 – αρχές 1942 συντάχθηκε από τον Γ. Μπέικο και από τοπικά μέλη του ΚΚΕ ο Κώδικας Ποσειδών ο οποίος έθετε τα θεμέλια της νέας λαϊκής αυτοδιοίκησης και αποτέλεσε τη βάση των λαοκρατικών θεσμών της Ελεύθερης Ελλάδας. Σύμφωνα με την πρώτη αυτή πηγή πολιτικής διοίκησης, η γενική συνέλευση των ενήλικων κατοίκων κάθε χωριού αποτελούσε το κυρίαρχο όργανο της λαϊκής εξουσίας. Στη θέση του παλαιού δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου εκλέγονταν μία πενταμελής επιτροπή λαϊκής αυτοδιοίκησης η οποία επιλαμβάνονταν όλων των ζητημάτων του χωριού. Συγκροτούνταν επιπρόσθετα υποεπιτροπές επισιτισμού, λαϊκής ασφαλείας, εκκλησιαστικών και εκπαίδευσης. Το αξίωμα του μέλους των επιτροπών λαϊκής αυτοδιοίκησης ήταν άμισθο, τιμητικό και υποχρεωτικό. Όλοι λογοδοτούσαν στη γενική συνέλευση η οποία συγκαλούνταν τακτικά μία φορά το μήνα. Η δικαιοσύνη γίνονταν λαϊκή και ασκούνταν από τα λαϊκά δικαστήρια με κύρια μέριμνα το συμβιβασμό3.

Το 1943 ήταν τη μεγάλη χρονιά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της δημιουργίας των λαοκρατικών θεσμών. Καθώς το ένοπλο αντάρτικο κίνημα αύξανε τη δύναμή του και δημιουργούσε με τη δράση του μεγάλες ελεύθερες περιοχές στην ορεινή Ελλάδα το ζήτημα της διοίκησης και της οργάνωσης έπαψε να αφορά αποκλειστικά ορισμένες απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και να περιορίζεται στην κάλυψη των αναγκών του ένοπλου αγώνα αλλά στόχευε στην πολιτική διοίκηση ενιαίων εκτεταμένων περιοχών στις οποίες η ένοπλη αντίσταση βασίζονταν για τη συντήρηση και τη στελέχωσή της.

Λόχος ΕΛΑΣιτών σε αναμνηστική φωτογραφία

Μία εγκύκλιος η οποία εκδόθηκε από την επιτροπή Φθιώτιδας – Φωκίδος και Ευρυτανίας του ΕΑΜ στις αρχές του 1943 θεσμοποίησε αυτό που συνέβαινε σε ευρεία κλίμακα σε όλη τη χώρα με πολλές τοπικές παραλλαγές. Η συνέχεια ήρθε με την απόφαση 6 του Κοινού Συμμαχικού Στρατηγείου των Ανταρτών, το οποίο είχε συγκροτηθεί τον Ιούλιο 1943, με την οποία εδραιώθηκε η λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη στις ελεύθερες περιοχές στα πρότυπα του Κώδικα Ποσειδώνα. Λίγους μήνες αργότερα, στα τέλη 1943 με βάση διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ τέθηκαν σε ισχύ «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη»4. Τα πρώτα άρθρα του κώδικα του ΕΛΑΣ είναι χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη:

ΑΡΘΡΟ 1: Ο θεσμός της λαϊκής αυτοδιοίκησης σημαίνει ότι ο λαός συμμετέχει ενεργά στην διοίκηση για την άμεση και καλύτερη ικανοποίηση των κοινών συμφερόντων των πολιτών.

ΑΡΘΡΟ 2: Οι κύριοι κλάδοι της λαϊκή αυτοδιοίκησης είναι α) η διοίκηση των κοινοτήτων, δήμων, επαρχιών και νομαρχιών και β) η λαϊκή δικαιοσύνη5

Η ανταπόκριση των χωριών να σχηματίσουν κάποια μορφή νομικά οργανωμένης τοπικής εξουσίας ήταν μεγάλη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοί οι νέοι διακανονισμοί εισήχθησαν σε χωριά σε όλη την Κεντρική Ελλάδα και παρόλο που κάποιες ριζοσπαστικές πλευρές εξαλείφτηκαν σε μεταγενέστερους κώδικές, οι περισσότεροι από τους κανόνες συνέχιζαν να καθορίζουν τις πρακτικές της λαοκρατίας.

Οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης βασίζονταν στην συμμετοχή των κατοίκων με τη μορφή της γενικής συνέλευσης. Ο Βασίλης Κάιλας, μέλος της ΕΠΟΝ στο χωριό Βρούνιστα Λοκρίδας περιγράφει μία τέτοια συνέλευση για την εκλογή του τοπικού συμβουλίου:

«Πρώτα από όλα οι θεσμοί ήταν λαϊκοί. Αυτό σήμαινε ότι προέρχονταν από το λαό. Υπήρχε μία μεγάλη συνέλευση ανθρώπων για την αντικατάσταση του προέδρου της κοινότητας ο οποίος είχε διοριστεί από τους Γερμανούς. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στην κεντρική πλατεία ή στην αυλή του σχολείου και αυτοί, οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ εξήγησαν ότι πρέπει να εκλέξουν έναν πρόεδρο και ένα τοπικό συμβούλιο. Ειδικά ο πρόεδρος ο οποίος θα ήταν ο συντονιστής όλων των πράξεων (...) Αυτοί οι άνθρωποι ήταν υπεύθυνοι και ψήφιζαν τον καλύτερο και πιο αποδεκτό πρόσωπο σύμφωνα με μία δημοκρατική διαδικασία»6.

Σύμφωνα με τον Ανδρέα Κονδύλη, πρώην καπετάνιο του ΕΛΑΣ, η λαοκρατία «σήμαινε εξουσία στο λαό, δηλαδή ο λαός θα κυβερνά το ίδιο του το σπίτι, χωρίς αφεντικά, χωρίς σκλάβους»7. Ο Γιάννης Τσιάμης, ένας φτωχός αγρότης από τη Λάψη, μοιράζονταν την ίδια άποψη: «Σημαίνει ότι μπορούμε να ψηφίσουμε αυτόν που θέλουμε. Σημαίνει επίσης ότι μπορούμε να αποφασίσουμε μόνοι μας τι να κάνουμε στο χωριό, ότι δεν κυβερνιόμαστε από άλλους από πάνω και ότι έχουμε τοπική αυτοδιοίκηση»8. Ένας νεαρός αγρότης – αντάρτης είπε στον Κ. Κουβαρά, μέλος της Αμερικανικής Αποστολής στην Ελλάδα το ίδιο πράγμα: «Η Λαϊκή Δημοκρατία είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο οι καθημερινοί άνθρωποι θα κυβερνούν τον τόπο»9.

Τα όργανα της αυτοδιοίκησης η οποία αποτελούνταν από τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον δήμαρχο, ένα συμβούλιο από πέντε επιτροπές, αντιμετώπιζαν τα καθημερινά ζητήματα στο χωριό όπως τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και την τοπική φορολόγηση. Το σύστημα συμπληρώνονταν από διάφορες υποεπιτροπές οι οποίες αντιμετώπιζαν συγκεκριμένα κοινοτικά προβλήματα. Η πιο σημαντική από τις υποεπιτροπές ήταν η επιμελητεία τροφίμων για το ίδιο το χωριό που ήταν ευθύνη της Εθνικής Αλληλεγγύης (ΕΑ). Σύμφωνα με το Δημήτριο Μανιώτη, μέλος της ΕΠΟΝ και αργότερα του ΕΛΑΣ, «αυτή ήταν η πιο σημαντική οργάνωση που έσωσε το λαό από την πείνα. Αυτή η οργάνωση φρόντιζε να ταΐσει το λαό. Όχι μόνο τους αντάρτες αλλά και τον πληθυσμό. Ήταν η οργάνωση η οποία συγκέντρωνε το εισόδημα του χωριού και παρακρατούσε ότι ήταν σωστό, 5 ή 10%»10.

Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των επιτροπών ήταν να παρέχουν τρόφιμα και εφόδια για τον ΕΛΑΣ. Ο Κώστας Κωστόπουλος, νεαρός Επονίτης θυμάται «Το τοπικό συμβούλιο έπρεπε να κανονίσει τη μεταφορά εφοδίων στα ορεινά. Ο πρόεδρος του χωριού φρόντιζε ώστε όλοι να έχουν μερίδιο από τη δουλειά. Υπήρχε ένας κατάλογος και όλοι έπρεπε να πάνε. Φυσικά γινόταν κάποιες εξαιρέσεις σε ειδικές περιπτώσεις. Αν για παράδειγμα το ζώο που έπρεπε να μεταφέρει τα εφόδια ήταν άρρωστο, και ούτω καθεξής»11.

Η επιτροπή της λαϊκής ασφάλειας ήταν υπεύθυνη για την προστασία «της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του λαού» και την επιβολή του νόμου και της τάξης στο χωριό.

Μία από τις πιο δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις του ΕΑΜ αφορούσε τα λαϊκά δικαστήρια. Τρεις τύποι δικαστηρίων εισήχθησαν στην Ελεύθερη Ελλάδα: ένα λαϊκό δικαστήριο το οποίο εκλέγονταν σε κάθε κοινότητα και δήμο, ένα αναθεωρητικό δικαστήριο το οποίο ασχολούνταν με τις υποθέσεις των εφέσεων και ένα ανώτερο δικαστήριο για τις εφέσεις από τα αναθεωρητικά δικαστήρια. Σε όλα τα δικαστήρια οι διαδικασίες ήταν ανοιχτές στο ακροατήριο και χωρίς νομικά έξοδα. Όλοι οι εκπαιδευμένοι δικηγόροι εξαιρούνταν. Οι δικηγόροι αντικαταστάθηκαν από «ηλικιωμένους ανθρώπους που ήταν σοφοί, είχαν μεγάλη εμπειρία και είχαν καλές σχέσεις με όλους στο χωριό. Μερικές φορές το ΕΑΜ επέλεγε κάποιους ανθρώπους που είχαν δώσει το καλό παράδειγμα σε όλους»12.

Χαρακτικό λαϊκής τεχνοτροπίας απεικονίζει ΕΛΑΣίτες της επαρχίας Τριφυλίας, Μεσσηνία

Ο προπολεμικός αστικός και ποινικός κώδικάς είχαν ισχύ νόμου στην Ελεύθερη Ελλάδα. Παράλληλα, ωστόσο αναγνωρίζονταν οι παλιές νομικές αρχές των χωριών και οι θεσμοί βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στο εθιμικό δίκαιο, ειδικά στην αρχή της συμφιλίωσης13. Ένα δημοφιλές σύνθημα ήταν ότι η λαϊκή δικαιοσύνη θα αποδείξει την επιτυχία της από τον αριθμό των διακανονισμών εκτός δικαστηρίων. Καθώς λίγοι από τους συμμετέχοντες στα λαϊκά δικαστήρια των χωριών μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν, ελάχιστες πρακτικά διασώθηκαν καθιστώντας τις μαρτυρίες προφορικές και γραπτές, των ανθρώπων που στάθηκαν αυτόπτες μάρτυρες στη διαδικασία τις μόνες ουσιαστικά πηγές.

Τα λαϊκά δικαστήρια στα χωριά αντιμετώπιζαν κυρίως μικρά αδικήματα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βρέθηκαν σε θέση να καθορίζουν και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών όπως ήταν η ανάγκη για αγροτική μεταρρύθμιση, η προστασία των κοινοτικών δασών και τα χορτολειβαδικά δικαιώματα επί των βοσκοτόπων. Μία τέτοια περίπτωση περιγράφει στην προφορική του μαρτυρία ο Δημήτρης Μανιώτης:

«Το πρώτο πράγμα που συνέβη στο χωριό μας όταν η εξουσία του ΕΑΜ αυξήθηκε ήταν να δικάσουμε τον τσιφλικά. Υπήρχε απόφαση του ΕΑΜ για Λαϊκή Δημοκρατία και μείς είχαμε στην περιοχή μας Λαϊκή Δημοκρατία. Είχα δικαστήρια και ανώτερα δικαστήρια. Ανήκαν στο λαό, πράγμα που σημαίνει ότι ο τσιφλικάς δεν μπορεί να είχε ανθρώπους να καλλιεργούν τα χωράφια του και μετά να παίρνει το μισό της παραγωγής τους. Τότε ο τσιφλικάς έκανε έκκληση στο ανώτερο δικαστήριο και λέει ότι πρόκειται να καλλιεργήσει αυτά τα εδάφη μόνος του. τότε ο πρόεδρος του χωριού λέει στους δικαστές. Αν καλλιεργήσει όλα τα χωράφια μόνος του θα έχει όλη την παραγωγή για τον εαυτό του και κανένας άλλος δεν θα πάρει τίποτε. Έτσι οι δικαστές αποφάσισαν ότι ο πρόεδρος είχε δίκιο και τα χωράφια διαμοιράστηκαν στον πληθυσμό σύμφωνα με τα μέλη της οικογένειας που είχε ο καθένας. Αυτή η απόφαση ήταν σύμφωνη με τη δικαιοσύνη του ΕΑΜ και το πνεύμα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Υπήρχαν και δύσκολες περιπτώσεις οι οποίες θα είχαν βρει μια μόνιμη λύση αν το ΕΑΜ είχε έρθει στην εξουσία μετά την απελευθέρωση»14.

Η τεράστια ανάπτυξη του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, η απελευθέρωση μεγάλων περιοχών της χώρας και η ανάγκη για συντονισμό του αγώνα έκαναν απαραίτητη τη δημιουργία ενός κεντρικού πολιτικού οργάνου το οποίο θα αναλάμβανε την ηγεσία του ένοπλου αγώνα και των απελευθερωμένων περιοχών. Η ανάγκη αυτή σηματοδότησε το ξεκίνημα της δεύτερης φάσης. Οι πρώτες μήνες του 1944 ήταν μία κρίσιμη στιγμή για την ελληνική αντίσταση. Κατά τους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις είχαν υπογράψει ανακωχή, η οποία τελείωνε τις αψιμαχίες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ.

Την ίδια στιγμή η αξιοπιστία της εξόριστης κυβέρνησης στο Κάιρο και του βασιλιά Γεωργίου είχε φτάσει ένα χαμηλό επίπεδο εξαιτίας της επιμονής του βασιλιά να επιστρέψει στην Ελλάδα ύστερα από την Απελευθέρωση. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1943-1944 το ΕΑΜ είχε προσεγγίσει τον Γεώργιο Παπανδρέου και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του πολιτικού κόσμου και τους είχε προσφέρει τη θέση του επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης του βουνού. Ο Παπανδρέου απέρριψε την πρόταση καθώς πίστευε ότι το κομμουνιστικό κόμμα είχε ισχυρό έλεγχο επί του ΕΑΜ. Ωστόσο, μέλη της αριστερής πτέρυγας των Φιλελευθέρων και των Σοσιαλδημοκρατών όπως ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Α. Σβώλος, απάντησαν θετικά. Τον Ιανουάριο 1944, η 10η Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος, του κυρίου εταίρου του ΕΑΜ αποφάσισε να προτείνει τη δημιουργία στην Ελεύθερη Ελλάδα ενός «κυβερνητικού οργάνου ενότητας και απελευθέρωσης».

Στις 10 Μαρτίου 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) ορκίστηκε ως η ανώτερη πολιτική εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα. Επικεφαλής της ήταν ο Συνταγματάρχης Μπακιρτζής και κυριαρχούνταν από κομμουνιστές με πιο εξέχουσα μορφή τον γραμματέα του κόμματος Γ. Σιάντο, ο οποίος ανέλαβε τη Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ. Παρά την κυριαρχία του ΚΚΕ οι διακηρύξεις της ΠΕΕΑ ήταν μετριοπαθείς καθώς το ΕΑΜ έλπιζε ότι μπορούσε να επιτύχει και μη κομμουνιστική υποστήριξη. Πράγματι μέχρι τον Απρίλιο 1944 η ΠΕΕΑ είχε επιτύχει μία ευρεία πολιτική βάση με τον μη κομμουνιστή καθηγητή Α. Σβώλο να γίνεται πρόεδρος και δύο Φιλελεύθερους να αναλαμβάνουν υπουργεία15.

ΕΛΑΣίτισες εν όπλω

Σύμφωνα με την Ιδρυτική της Διακήρυξη η Πολιτική Επιτροπή ανέλαβε τον έλεγχο των αντάρτικων δυνάμεων και τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών στην Ελεύθερη Ελλάδα. Επιπρόσθετα, ανέλαβε : «Την εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών του λαού στις ελεύθερες περιοχές, το σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας καθώς και την εξασφάλιση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του λαού και την περίθαλψη και προστασία των θυμάτων του πολέμου και της βίας των κατακτητών»16.

Με την Εγκύκλιο 1 «Προς όλα τα όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης» η Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ ανακοίνωνε τους σκοπούς της για το θεσμό περιγράφοντας την αυτοδιοίκηση ως «θεμέλιο της αυριανής μεταπολεμικής αναδημιουργίας», που έπρεπε από τώρα να φροντίσει τις ανάγκες του λαού της Ελεύθερης Ελλάδας που τόσο επιβαρυνόταν από τις ανάγκες του πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, συστηματοποιήθηκαν οι προηγούμενοι κώδικες τοπικής αυτοδιοίκησης και επικυρώθηκε η ισχύς των διατάξεων για τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη17. Κάθε κοινότητα, δήμος, επαρχία και νομός διοικούνταν από συμβούλια τα οποία επικουρούνταν στο έργο τους από λαϊκές επιτροπές (λαϊκής ασφάλειας, σχολική, εκκλησιαστική, κοινωνικής πρόνοιας, επισιτισμού και εξελεγκτική). Σε κάθε κοινότητα και δήμο λειτουργούσε λαϊκό δικαστήριο και σε κάθε έδρα παλιού ειρηνοδικείου αναθεωρητικό δικαστήριο. Επιπρόσθετα διορίζονταν ένας διοικητικός αντιπρόσωπος σε κάθε επαρχία, με αρμοδιότητα την «καθοδήγηση και παρακολούθηση των οργάνων της αυτοδιοίκησης».

Η αυτοδιοίκηση ασχολήθηκε με την ίδρυση ή την εξασφάλιση λειτουργίας σχολείων και μονάδων περίθαλψης, μικρών νοσοκομείων και φαρμακείων. Οι δάσκαλοι και οι ιατροί πληρώνονταν από την αυτοδιοίκηση. Επενέβη στο ζήτημα της αγοράς εργασίας, καθορίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ημερομίσθια και ορίζοντας εκ περιτροπής εργασία σε κοινοτικά έργα.  Ως αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκαν δημόσια έργα, επισκευές γεφυρών και δημόσιων δρόμων αλλά και νέα έργα όπως ο ηλεκτροφωτισμός των κοινοτήτων. Σε ορισμένες περιοχές, εφαρμόστηκε και ο θεσμός του λαϊκού πρατηρίου το οποίο διέθετε σε φτηνές τιμές εμπορεύματα όπως αλάτι, σταφιδίνη και τσιγαρόχαρτα, τα οποία αγόραζε με πόρους από το δημοτικό ταμείο και από τους συνεταιρισμούς σε μεγάλες ποσότητες και τα πουλούσε με μικρό κέρδος.

Παράλληλα ενισχύθηκαν οι πιο αδύναμες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, όπως η Ήπειρος, και τα θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίοι από το φθινόπωρο του 1943 μεθοδικά κατέστρεφαν εξολοκλήρου χωριά με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις. Αυτή η κατάσταση, εκτός από την άμεση τρομοκρατία αποτελούσε και μια μορφή οικονομικού πολέμου καθώς καταστρέφοντας όλες τις παραγωγικές υποδομές (ζώα, σοδειές, αποθηκευτικούς χώρους, δέντρα) οι Γερμανοί διέλυαν την παραγωγική βάση της Ελεύθερης Ελλάδας και υπονόμευαν πολλαπλά τις δυνατότητες δράσης του ΕΛΑΣ. Το ότι σε αυτήν την κατάσταση δεν επήλθε κατάρρευση του αντιστασιακού πλέγματος ούτε σοβαρή επισιτιστική κρίση, πρέπει να οφείλεται σε ένα σημαντικό δίκτυο αλληλοϋποστήριξης των περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας. Εκτός από τη φορολογία και τα αποθέματα που διαχειριζόταν κεντρικά η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) και που μπορούσε να διανείμει στη μια ή την άλλη περίπτωση, εκτεταμένες ήταν οι πρωτοβουλίες εράνων υπέρ των «πυροπαθών», που συγκέντρωνε κυρίως η Εθνική Αλληλεγγύη και προωθούσε στη συνέχεια η ΕΤΑ προς τους έχοντες ανάγκη. Η αυτοδιοίκηση διοργάνωσε κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια από τις αποκλεισμένες περιοχές για την απόσπαση βοήθειας από τις επιτροπές του Ερυθρού Σταυρού.

Η Επιτροπή πιστεύοντας πως «η δύναμη της πηγάζει από το λαό και από το λαό αντλούνται όλες οι εξουσίες», ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει ελεύθερες εκλογές για «Εθνικό Συμβούλιο, που θα αποτελείται από αντιπροσώπους του λαού εκλεγόμενους ελεύθερα...»18.

Ελληνίδες συμμετέχουν στις εκλογές που διοργάνωσε το ΕΑΜ στην ελεύθερη αλλά και την κατεχόμενη Ελλάδα

Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 23 και 30 Απριλίου 1944. Στο έδαφος της Ελεύθερης Ελλάδας οι εκλογές «θα διεξάγονταν με κάλπες και καθολική μυστική ψηφοφορία για την εκλογή των αντιπροσώπων από κάθε δήμο και κοινότητα»19 ενώ στις κατεχόμενες περιοχές «η ψηφοφορία θα διεξάγονταν ανάλογα με τις συνθήκες» το οποίο σήμαινε ότι αν δεν ήταν δυνατή η μυστική ψηφοφορία με κάλπες «η εκλογή γίνεται ύστερα από τη συνεδρίαση και τις κοινές αποφάσεις των κατοίκων ή των αντιπροσώπων τους»20. Σύμφωνα με εαμικές πηγές πάνω από ενάμιση εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες – που ψήφιζαν για πρώτη φορά- περισσότεροι από αυτούς που έλαβαν μέρος στις εκλογές το 1936- ψήφισαν για να εκλέξουν το Εθνικό Συμβούλιο.

Τελικά, εκλέχθηκαν 206 αντιπρόσωποι. Σε αυτούς προστέθηκαν 22 μέλη της Βουλής τα οποία είχαν εκλεγεί πριν την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και είχαν επιλέξει να υποστηρίξουν το ΕΑΜ. Ανάμεσά τους υπήρχαν καθηγητές πανεπιστημίου, στρατηγοί καθώς και δημόσιοι υπάλληλοι, παπάδες, δάσκαλοι και εργάτες, γεγονός το οποίο υποδήλωνε τη δυνατότητα του ΕΑΜ να στρατολογεί ανθρώπους από ποικίλα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα.

Σύμφωνα με τον Γιώργη Σιάντο, γραμματέα του ΚΚΕ και γραμματέα των Εσωτερικών της ΠΕΕΑ: «Με τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, οι μετρημένοι ψήφοι είναι 1.025.000. Λείπουν τα 4/5 απ' τα εκλογικά στοιχεία της Πελοποννήσου, τα περισσότερα στοιχεία της Μακεδονίας, αρκετά στοιχεία απ' τη Θεσσαλία, την Αττικοβοιωτία και την Ηπειρο. Κατά τις βεβαιώσεις των εθνοσυμβούλων το λιγότερο ψήφισαν 1.500.000 ως 1.800.000, χωρίς να λογαριάζουμε την Κρήτη και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Πάρτε υπόψη σας ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 και προηγούμενα ψήφιζαν γύρω από το εκατομμύριο. Οι εκλογές μας είναι μαχητικό δημοψήφισμα εθνικής ενότητας, ένας συναγερμός αγώνα, για την εθνική απελευθέρωση και τη λαοκρατία.

Η συμμετοχή των γυναικών ήταν πολύ μεγάλη(...) Αυτά δείχνουν ότι η γυναίκα κατάχτησε τα δικαιώματά της με την αξία της, με τον αγώνα της.

(...)Με την επιτυχία αυτή, βάλαμε ένα μεγάλο αγκωνάρι για τη θεμελίωση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Τα στοιχεία που σας διάβασα δείχνουν ότι ξεπεράστηκαν και οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί. Η θέληση του λαού ν' αποχτήσει λαοκρατικούς θεσμούς, η θέλησή του να κυβερνήσει ξεπέρασε κάθε αισιόδοξη πρόβλεψη»21.

Ωστόσο αυτό το νέο μόρφωμα, το Εθνικό Συμβούλιο, είχε σύντομη ζωή. Αδράνησε ύστερα από τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους του ΕΑΜ και την εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο, οι οποίες οδήγησαν στη συγκρότηση της Κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ύστερα από το Μάιο 1944, το Συμβούλιο δεν συνεδρίασε ξανά και επίσημα διαλύθηκε τον Νοέμβριο 1944. Αντί να αποτελέσει το θεμέλιο για ένα νέο πολιτικό σύστημα, αποτέλεσε ένα διαπραγματευτικό όπλο του ΕΑΜ στις διαπραγματεύσεις με τους πολιτικούς στο Κάιρο.

Η περίφημη φωτογραφία της ΕΛΑΣίτισας



Συμπεράσματα

Oι θεσμοί της λαϊκής αυτοδιοίκησης και εξουσίας αναδύθηκαν μέσα στις συνθήκες της Κατοχής ως απάντηση στο πιεστικό ερώτημα με ποιο τρόπο πρέπει να οργανωθεί ένας χώρος αυτονομημένος από κάθε κεντρική εξουσία στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών του ένοπλου αγώνα εναντίον των κατακτητών και στα πλαίσια μίας κλειστής και όσο το δυνατόν περισσότερο αυτάρκους οικονομίας.

Το διοικητικό σύστημα που εφαρμόστηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα ενεργοποίησε μία χωρίς προηγούμενο μαζική συμμετοχή στην τοπική κυβέρνηση. Η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, η δημοκρατική εκλογή, έλεγχος και ανακλητότητα των αντιπροσώπων, η ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου αποτελούσαν ριζοσπαστικά μέτρα τα οποία είχαν άμεση επίδραση στις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες.

Παρόλο που υπάρχει μία σημαντική διάσταση απόψεων σχετικά με τις πολιτικές του ΕΑΜ και τη δράση του στα ανώτερα κλιμάκια υπάρχει μικρή αμφιβολία ότι στα χωριά η λαϊκή αυτοδιοίκηση και η λαϊκή δικαιοσύνη ήταν μία πραγματικότητα. Και το πιο σημαντικό ήταν μια πραγματικότητα η οποία είχε καταλυτικές συνέπειες για τον πληθυσμό και έγινε ένας σημαντικός παράγοντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Τα λόγια του αρχηγού της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής Συνταγματάρχη Κρις Γουντχάουζ, ο οποίος κάθε άλλο παρά συμπαθών προς το ΕΑΜ μπορεί να χαρακτηριστεί, περιέχουν μεγάλο βαθμό αναγνώρισης του ρόλου του ΕΑΜ: «Έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο όλης σχεδόν της χώρας, αν εξαιρέσουμε τους κυριότερους συγκοινωνιακούς κόμβους που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, είχε δημιουργήσει πράγματα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Οι επικοινωνίες στις ορεινές περιοχές με τον ασύρματο, με αγγελιοφόρους, με τηλέφωνα, ποτέ δεν ήταν τόσο άρτιες είτε πριν είτε μετά. Ακόμα και οι δρόμοι είχαν βελτιωθεί και χρησιμοποιούνταν από το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Οι τηλεπικοινωνίες τους, που περιλάμβαναν και ασυρμάτους, εκτείνονταν ως την Κρήτη και ως τη Σάμο, όπου δρούσαν ήδη αντάρτες. Τα δώρα του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού είχαν βρει το δρόμο τους προς τα βουνά για πρώτη φορά. Σχολεία, αυτοδιοίκηση, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν κλείσει με τον πόλεμο, λειτουργούσαν και πάλι. Θέατρα, εργοστάσια, τοπικά κοινοβούλια, λειτουργούσαν για πρώτη φορά. Οργανώθηκε κοινοτική ζωή, στη θέση του πατροπαράδοτου ατομικισμού του Έλληνα αγρότη»22.

Αντάρτης της Ηπείρου - φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα

Βιβλιογραφία:

1) Εθνικό Συμβούλιο - Περιληπτικά πρακτικά της πρώτης συνόδου του, έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας

2) ΠΕΕΑ Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης

3) Δημήτριος Ι. Ζέπος, Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1986.

4) Γεωργούλας Μπέικος, ΕΑΜ και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Θεσσαλονίκη 1976.

5) Γεωργούλας Μπέικος, Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, τόμος 2ος, Αθήνα: Θεμέλιο 2005.

6) Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης. Ιστορική και Νομική Προσέγγιση, Αθήνα: εκδόσεις Γλάρος 1989.

7) Χρήστος Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «Λαϊκή» Δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα: Προσκήνιο, 1991.

Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης συνομιλεί με συμπολεμιστές του

Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης συνομιλεί με συμπολεμιστές του.

Παραπομπές:

1. L. Baerentzen (ed.), British Reports on Greece, 1943-1944, Copenhagen 1982 σ.2-3

2. Θ. Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Ελληνικής Αντίστασης, Αθήνα 1989 σ. 22-23

3. Τσουπαρόπουλος, ό.π., σ. 27

4. Τσουπαρόπουλος, ό.π σ. 34, διαταγή 2929 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ την 1η Δεκεμβρίου 1943

5. Διαταγή Νο 2929, στο L.S. Stavrianos, «The Greek National Liberation Front (EAM), A study in resistance organization and andministration, Journal of Modern History, March 1952, σ. 48

6.  Προφορική μαρτυρία Βασίλη Κάιλα, 4/7/1996

7.  Προφορική μαρτυρία που παρατίθεται στο Ρίκι Βαν Μπουσχότεν, From Armatolik to People's Rule, Amsterdam 1991 σ. 258

8.   Στο ίδιο  

9.   K. Kouvaras, OSS with the Central Committee of EAM, Αθήνα 1976 σ. 29

10. Προφορική Μαρτυρία Δημητρη Μανιώτη, 5/7/1996

11. Προφορική Μαρτυρία Κώστα Κωστόπουλου, 13 /4/1996

12. Προφορική μαρτυρία Βασίλη Κάιλα, 4/7/1996

13. Γ. Μπέικος, Η Λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, 2 τόμοι, Αθήνα 1979 σ. 46

14. Προφορική μαρτυρία Δημήτρη Μανιώτη, 5/7/1996

15.  Στις 18 Απριλίου 1944 η ΠΕΕΑ παίρνει την οριστική διοικητική μορφή και αποτελείται από τους Αλ. Σβώλο (Πρόεδρο), Ευρ. Μπακιρτζή (αντιπρόεδρο) και μέλη τους : Γ. Σιάντο, Ηλ. Τσιριμώκο, Κ. Γαβριηλίδη, Εμμ. Μάντακα, Π. Κόκκαλη, Αγγ. Αγγελόπουλο, Γ. Γεωργαλά, Νικ. Ασκούτση, Σταμ. Χατζήμπεη.

16. «Ιδρυτική Διακήρυξη ΠΕΕΑ», στο ΠΕΕΑ, Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ.5-6

17.  Πράξη 4, «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση» στο ΠΕΕΑ, Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ. 11

18. «Ιδρυτική Διακήρυξη ΠΕΕΑ», στο ΠΕΕΑ. Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ.5-6

19.  Πράξις 6, «Τρόπος εκλογής μελών Εθνικού Συμβουλίου» στο ΠΕΕΑ. Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ. 14-15

20.  Στο ίδιο

21. Εθνικό Συμβούλιο - Περιληπτικά πρακτικά της πρώτης συνόδου του, έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας σ. 118-124

22. C.M.Woodhouse, The apple of Discord: a survey of recent Greek politics in their international setting, Λονδίνο 1948, σ.146-147



Η Βασιλική Λάζου γεννήθηκε το 1973 στη Λαμία. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο University of Essex στη Μ. Βρετανία, από όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών με ειδίκευση στην προφορική και τη συγκριτική ιστορία. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή το 2010 στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου εργάστηκε πάνω στην ανάπτυξη καινοτόμων διαδραστικών περιβαλλόντων για τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου. Στο επίκεντρο των ερευνητικών ενδιαφερόντων της βρίσκονται όψεις του Εμφυλίου Πολέμου στις πόλεις, όπως η απονομή της δικαιοσύνης, το ζήτημα των εσωτερικών προσφύγων και οι δημόσιες τελετές καθώς και η μνήμη της δεκαετίας του 1940, όπως αποτυπώνεται στις προφορικές μαρτυρίες. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και έχει δημοσιεύσει άρθρα για την περίοδο 1940-1949 σε συλλογικούς τόμους, σε επιστημονικά περιοδικά και στον Τύπο καθώς και Επιμελήτρια των ιστορικών εντύπων των εφημερίδων Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος, Επενδυτής και της εφημερίδας Ντοκουμέντο . Είναι μέλος της οργανωτικής και επιστημονικής επιτροπής των εκδηλώσεων "Η Αθήνα ελεύθερη. 12 Οκτωβρίου 1944" και επί σειρά ετών μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (ΕΔΙΑ).


Πηγή: www.historical-quest.com

Communarios | Η έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος


Commun✮rios 

Ο καπιταλισμός είναι μια μορφή κοινωνικών σχέσεων. Για την ακρίβεια είναι μια μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων ώστε αυτές να εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων ή πιο συγκεκριμένα εμπορευμάτων. Οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν παρά μόνο μέσω των εμπορευμάτων που παράγουν ή καταναλώνουν. Η εργασία τους δεν είναι κοινωνική από μόνη της, γίνεται κοινωνική μόνο όταν τα εμπορεύματα που παράγουν αρχίσουν να ανταλλάσσονται. Οι άνθρωποι παραμένουν αδρανείς ενώ τα εμπορεύματα κινούνται. Οι άνθρωποι είναι αφανείς ενώ τα εμπορεύματα αλληλοαναγνωρίζονται. Τα υποκείμενα αντικειμενοποιούνται ενώ ταυτόχρονα τα αντικείμενα εμφανίζονται ως υποκείμενα. Τη διαδικασία αυτή ο Μαρξ την ονομάζει φετιχισμό του εμπορεύματος. Συναντιέται επίσης στα γραπτά της επαναστατικής παράδοσης ως αλλοτρίωση, πραγμοποίηση ή αποξένωση.

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι ο πυρήνας της καπιταλιστικής θέσμισης.


Αυτό που ουσιαστικά διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από τις άλλες μορφές που πήρε στους αιώνες η καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο. Όχι υπό την έννοια ότι φετιχοποιημένες σχέσεις εμφανίστηκαν πρώτη φορά μέσα στον καπιταλισμό. Η θρησκεία είναι μια διιστορική μορφή φετιχισμού που παρήγαγαν και εξακολουθούν να παράγουν οι κοινωνίες. Μπορεί να αλλάζουν τα δόγματα, τα τελετουργικά, το πλήθος των θεοτήτων, τα ιερά κείμενα αλλά ο πυρήνας της θρησκευτικής πίστης παραμένει αναλλοίωτος. Ο άνθρωπος δημιουργεί το θεό και του εκχωρεί τη δύναμη να διαφεντεύει τον κόσμο. Αυτό που είναι προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας γίνεται παντοδύναμο, αποκτά βούληση και καθορίζει τα ανθρώπινα. Οι κοινωνίες παρήγαγαν πάντοτε την αυτοαλλοτρίωσή τους. Στον καπιταλισμό η αυτοαλλοτρίωση αυτή παίρνει τη μορφή της παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Με αυτή την έννοια και μόνο ο φετιχισμός του εμπορεύματος μπορεί να εννοηθεί ως το κέντρο της καπιταλιστικής σχέσης.

Ο θεός πέθανε και τη θέση του έχει καταλάβει η αγορά.


Η εμπορευματική παραγωγή διαχωρίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα από το προϊόν της δραστηριότητας αυτής. Αυτό που ο άνθρωπος παράγει – και αυτό μπορεί να είναι υλικό αντικείμενο, ιδέα, επιθυμία, σχέση ή γνώση – στέκεται απέναντι του σαν να έχει δική του ζωή, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο του. Η κίνηση των εμπορευμάτων μοιάζει να ρυθμίζεται από νόμους, τους οποίους αν και ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει, δεν καταφέρνει με την δραστηριότητά του να τους μεταβάλει. Βέβαια τα εμπορεύματα δεν φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια· προφανώς κάποιος πρέπει να τα παράγει. Η ανθρώπινη δραστηριότητα, όμως, παρόλο που χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει εμπορευματική παραγωγή, δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμη. Βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα στα εμπορεύματα και εμφανίζεται μόνο ως αντικειμενική ιδιότητα των εμπορευμάτων.

Πολύ βοηθητικό για την κατανόηση το εξής παράδειγμα: “Ένα ζευγάρι παπούτσια κοστίζει πέντε χιλιάδες φράγκα. Η φράση αυτή αποτελεί έκφραση μιας κοινωνικής και εμμέσως ανθρώπινης σχέσης ανάμεσα στο βοσκό του κοπαδιού, το βυρσοδέψη, τους εργάτες του, τους υπαλλήλους του, το μεσίτη, τον έμπορο των υποδημάτων και τέλος τον τελευταίο καταναλωτή. Αλλά τίποτα απόν όλα αυτά δεν είναι φανερό.Τα περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα ούτε καν γνωρίζονται και μάλιστα αγνοούν το ένα την ύπαρξη του άλλου. Θα έμεναν εμβρόντητοι αν μάθαιναν την ύπαρξη ενός δεσμού που τα συνδέει. Όλα αυτά εκφράζονται με ένα και μόνο γεγονός: ένα ζευγάρι παπούτσια κοστίζει πέντε χιλιάδες φράγκα”. Ναι, το εμπόρευμα είναι μια κοινωνική σχέση, μια σχέση κρυμμένη πίσω από τα προϊόντα που ανταλλάσσονται, μια σχέση που για να λειτουργήσει σωστά απαιτεί να μην έχουν επίγνωσή της, αυτοί τους οποίους συνδέει. “Εκείνο που εδώ παίρνει για τους ανθρώπους τη φαντασμαγορική μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων είναι μόνο η καθορισμένη κοινωνική σχέση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων”.


Παράλληλα με την αποξένωση του ανθρώπου από το προϊόν της εργασίας του, λαμβάνει χώρα και η αποξένωση του από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο δημιουργός αποξενώνεται από το δημιούργημά του όσο και από τον εαυτό του ως δημιουργό. Η παραγωγή αλλότριων εμπορευμάτων είναι συγχρόνως η παραγωγή ενός αλλότριου εαυτού. Οι άνθρωποι χάνουν τον έλεγχο πάνω σε αυτό που παράγουν γιατί έχουν χάσει τον έλεγχο της διαδικασίας μέσα από την οποία παράγουν. Σε καμία δουλειά δε ρωτάνε τον εργαζόμενο πόσες ώρες πρόκειται να εργαστεί, πως θα οργανωθεί η παραγωγή, πόσο παραγωγικός θέλει να είναι, ποια η κοινωνική χρησιμότητα αυτού που παράγει. Αυτά απασχολούν άλλους. Έτσι, η δημιουργική δραστηριότητα γίνεται εργασία και η εργασία δεν είναι παρά μια συνθήκη ακρωτηριαστική και αλλοτριωτική για τα υποκείμενα. Η γνώση, η δημιουργικότητα, η φαντασία, η δυνατότητα συνεργασίας, η φυσική δύναμη, οι δεξιότητες γίνονται εργατική δύναμη, δηλαδή ένα ακόμη εμπόρευμα – αν και το πιο ανυπάκουο και ατίθασο – σε αναζήτηση αγοραστή. Οι ανθρώπινες ιδιότητες γίνονται κάτι ξένο προς το υποκείμενο, κάτι που πρέπει να καλλιεργεί για να είναι ανταγωνιστική στην αγορά εργασίας, κάτι που πρέπει να αναπαράγει γυρνώντας από τη δουλειά για να μπορεί να επιστρέψει την επομένη ξανά σε αυτή. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων αλλά πρώτα και κύρια ένα σύστημα παραγωγής εμπορευματικών σχέσεων, δηλαδή ένα σύστημα πραγμοποίησης του ανθρώπινου.

Τέλος, ο φετιχισμός του εμπορεύματος αποξενώνει τον άνθρωπο από τη συλλογική ζωή, από αυτό που αποκαλούμε κοινωνικό. Πηγή κάθε νοήματος για τον κόσμο δεν είναι ούτε ο θεός, ούτε η φύση. Είναι οι ανθρώπινες κοινωνίες. Οι κοινωνίες δημιουργούν την ιστορία με τη συνειδητή ή ασυνείδητη κίνησή τους και μέσα από αυτή την κίνηση νοηματοδοτούν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη μοίρα τους μέσα από αυτά που σκέφτονται και πράττουν, ακόμη και εναντίον τους, ακόμη και για δική τους συμφορά. Για το γεγονός ότι ιστορικά υπήρξαν κοινωνίες με αφεντικά και δούλους, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, η αιτία δεν μπορεί να αναζητηθεί πουθενά αλλού παρά στις ίδιες τις κοινωνίες. Δεν υπάρχει πεπρωμένο, δεν υπάρχει νόημα στον κόσμο πέρα και έξω από αυτό που οι άνθρωποι δημιουργούν μέσα από τη συλλογική τους ζωή. Αυτό όμως μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι άμεσα ορατό: οι πτυχές της κοινωνικής ζωής – οικονομία, πολιτική, δίκαιο, τέχνη – εμφανίζονται ανεξάρτητες από τη βούληση των κοινωνικών υποκειμένων, σαν να διέπονται από αντικειμενικούς νόμους. Μέσω του φετιχισμού, η καπιταλιστική σχέση αντί για κοινωνική δημιουργία εμφανίζεται ως φυσική κατάσταση, ως μοναδικό και απαρέγκλιτο πεπρωμένο. Αντί για δημιουργός της ιστορίας του, ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως γρανάζι ενός μηχανισμού που απεργάζεται την υποδούλωσή του και του οποίου το manual δεν υπάρχει πουθενά – ή βρίσκεται στην κατοχή του επαναστατικού κόμματος που είναι το μόνο που μπορεί να αποσυναρμολογήσει το μηχανισμό και να απελευθερώσει το λαό.

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος δεν πρέπει να γίνει κατανοητός ως ένα βολικό ψέμα για την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της ταξικής ανισότητας. Δεν πρόκειται για μια ιδεολογία που κατασκευάζει η κυρίαρχη τάξη για να αποπροσανατολίσει τον ταξικό ανταγωνισμό, να μεταμφιέσει την κυριαρχία της σε μια απρόσωπη τυραννία του εμπορεύματος. Ο φετιχισμός είναι μια αυταπάτη – το ξαναδιατυπώνουμε: οι κοινωνίες είναι οι μόνες υπεύθυνες για την τύχη τους – αλλά μια πραγματική αυταπάτη, μια φενάκη που προκύπτει από υλικούς, υλικότατους όρους. Σε έναν καπιταλιστικό κόσμο, η οικονομία όντως αυτονομείται από τον κοινωνικό έλεγχο, οι άνθρωποι όντως εκκενώνονται από την υποκειμενικότητα τους, οι κοινωνικές σχέσεις όντως αδειάζουν από το περιεχόμενό τους. Η πραγμοποίηση δεν είναι ιδεολογία, είναι μια επιθετική διαδικασία που εξαπλώνεται στο κοινωνικό σώμα χωροκατακτητικά.

Η αστική ιδεολογία δε θα μπορούσε να μας πείσει ότι ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος πραγμάτων και όχι ένας κόσμος ανθρώπινων σχέσεων αν το ανθρώπινο στοιχείο δεν είχε ήδη συρρικνωθεί σε απλό θεατή της κυκλοφορίας των πραγμάτων. Οι μετανάστες από την Αλβανία δε χρειάζεται να διαβάσουν τους μεταμοντέρνους διανοούμενους για να χάσουν κάθε ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον. Οκτώ ώρες ημερησίως πίσω από έναν εκσκαφέα – ή έναν προσωπικό υπολογιστή σε άλλες περιπτώσεις – κάνουν καλύτερη δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση από πέντε βιβλία του Φουκουγιάμα για το τέλος της ιστορίας. Ότι η ζωή μας εξελίσσεται ερήμην μας είναι μια καθημερινή εμπειρία και δεν περιμένουμε τους ιδεολόγους της εξουσίας να μας πείσουν γι’ αυτό. Οι άνθρωποι χάνουν ολοένα και περισσότερο τον έλεγχο πάνω στις ζωές τους, γι’ αυτό και ο κόσμος μοιάζει να υπακούει σε (φυσικούς) νόμους που δεν υπόκεινται στη βούληση των ανθρώπων. Και αυτό δε είναι απλά αστική προπαγάνδα αλλά το επώδυνο μάθημα της καθημερινής ζωής στον καπιταλισμό.

Λέγοντας ότι η εμπορευματική παραγωγή μετατρέπει τις κοινωνικές σχέσεις σε σχέσεις μεσολαβημένες από πράγματα, δεν περιορίζουμε την ανάλυση αυτή μόνο στις σχέσεις παραγωγής. Η πραγμοποίηση δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας αλλά αγκαλιάζει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αφορά το σύνολο της ζωής μέσα στον καπιταλισμό και όχι μια μόνο διαχωρισμένη σφαίρα. Εφόσον, λοιπόν όλες οι κοινωνικές σχέσεις είναι φετιχοποιημένες, δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και για τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε μια απάντηση στο ζήτημα που διατυπώθηκε παραπάνω, σχετικά με την απιθανότητα της επανάστασης και της εξόδου από τον καπιταλισμό.

Η καπιταλιστική σχέση δομείται γύρω από τη διχοτόμηση της κοινωνίας ανάμεσα σε αυτούς που ορίζουν και αυτούς που ορίζονται, αυτές που ελέγχουν και αυτές που ελέγχονται, αυτούς που δίνουν εντολές και αυτές που υπακούουν. Δεκτό. Είναι λάθος όμως να σκεφτούμε ότι τον καπιταλισμό προσπαθούν να τον επιβάλλουν οι κυρίαρχοι ενώ οι κυριαρχούμενοι μόνο αντιστέκονται. Για την αναπαραγωγή της εμπορευματικής σχέσης χρειάζονται και οι δύο πόλοι του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν είναι μια σχέση εξωτερική προς την πραγμοποίηση, αλλά εγγράφεται εντός του φετιχιστικού σύμπαντος. Αυτό έχει σημασία γιατί συνηθίζεται στους κόλπους του ανταγωνιστικού κινήματος ο καπιταλισμός να ερμηνεύεται με βάση μόνο το πρώτο του χαρακτηριστικό, δηλαδή την εκμετάλλευση και την αδικία που παράγει. Το να εστιάζεις όμως μόνο στον ανταγωνισμό ξεχνώντας το ζήτημα της πραγμοποίησης, μπορεί να οδηγήσει – και έχει οδηγήσει – σε αποπροσανατολισμένες θέσεις, σε μια αδυναμία ερμηνείας της δυναμικής του καπιταλισμού, στην ανικανότητα περιγραφής των δυνάμεων που υπεραμύνονται του συστήματος και αυτών που επιθυμούν την καταστροφή του.

Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός παράγει αδικία δεν καθιστά αυτόματα τους αδικημένους, αντικαπιταλιστές λόγω της αδικίας που υφίστανται. Εργαζόμενοι για τον καπιταλισμό οι άνθρωποι δεν παράγουν μόνο εμπορεύματα, παράγουν ενεργητικά την ίδια τους την αλλοτρίωση. Κάθε φορά που θέτουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του κεφαλαίου – και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς προκειμένου να επιβιώσουν –, κάθε φορά που πηγαίνουν στη δουλειά, που κοστολογούν τις δεξιότητες τους, που αυξάνουν την παραγωγικότητά τους, που πουλούν και αγοράζουν εμπορεύματα, κάθε φορά που καταναλώνουν διασκέδαση και ανθρώπινη επαφή, που υποκύπτουν στην ιδιώτευση και στον ανταγωνισμό με τους όμοιούς τους, ενισχύουν τον φετιχισμό. Αντίθετα εκεί όπου οι άνθρωποι αντιστέκονται, όπου υπάρχει αντίδραση στην εργοδοσία, απεργία ή σαμποτάζ, όπου ανθίζει η αδιαμεσολάβητη ανθρώπινη σχέση και η αλληλεγγύη, η κοινότητα και η συλλογική ζωή, εκεί υποχωρεί ο φετιχισμός.

Το ότι όλοι μας συμβάλλουμε στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης δεν πρέπει να διαβαστεί ως αξιολογική κρίση αλλά ως διαπίστωση. Και αυτή η συμμετοχή μας σημαίνει συγχρόνως δύναμη και αδυναμία. Όσο συνυπεύθυνοι είμαστε για την εδραίωση του καπιταλισμού, τόσο αρμόδιοι είμαστε για τη συντριβή του. Ακόμη παραπέρα, δεν πρόκειται για μια ηθική κριτική των βολεμένων “Πρωτοκοσμικών” που, βυθισμένοι στις αντιφάσεις τους, δεν μπορούν παρά να διαιωνίζουν την καταλήστευση του “Τρίτου Κόσμου”. Η συμμετοχή όλων στην αναπαραγωγή του συστήματος είναι εξίσου πραγματική, είτε μιλάμε για τον Πρώτο Κόσμο, είτε για το δέκατο έκτο.

Ισχύει τόσο για τον επισφαλή εργάτη στον τριτογενή τομέα, όσο και για το εφτάχρονο παιδάκι που κατασκευάζει αθλητικά παπούτσια για τη Nike. Τις δύο αυτές διαφορετικής έντασης μορφές εκμετάλλευσης συνδέει η ίδια ποιοτική σχέση που καλείται καπιταλιστική θέσμιση. Πανταχού παρούσα, κυρίαρχη και ολοκληρωτική τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Μπαγκλαντές. Δεν είναι ο “Πρώτος Κόσμος” σύσσωμος που εκμεταλλεύεται τους υπόλοιπους, αλλά το κεφάλαιο που έχει επεκταθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη, μοιράζοντας απλόχερα εκμετάλλευση, ερήμωση, θάνατο.

Το ίδιο ισχύει αν εξετάσουμε την πραγματικότητα από την πλευρά του κεφαλαίου. Επανάληψη: ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνική σχέση, όχι μια συνειδητή στρατηγική πέντε – ή πεντακοσίων ογδόντα πέντε, λίγη σημασία έχει – καπιταλιστών να εκμεταλλευτούν την εργατική τάξη. Από την πραγμοποίηση δεν μπορούν να γλιτώσουν ούτε οι ίδιοι οι καπιταλιστές. Δεν είναι μια δράκα μοχθηρών κεφαλαιοκρατών που διαφεντεύει τον κόσμο, δεν είναι η παγκόσμια οικονομική ελίτ που κινεί τα νήματα του καπιταλισμού. Αναλύσεις τέτοιου τύπου, πέρα από το ότι φλερτάρουν ανοικτά με συνομωσιολογικά σενάρια επιστημονικής φαντασίας, απλοποιούν επικίνδυνα την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός είναι μια σχέση, όχι μια συνομωσία των αφεντικών. Και όσο εγκλωβισμένοι σε αυτή τη σχέση είναι οι προλετάριοι, άλλο τόσο είναι και οι καπιταλιστές, ακόμη και αν απολαμβάνουν μια προνομιακή θέση. Αυτή δεν παύει να είναι μια προνομιακή θέση σε έναν πραγμοποιημένο κόσμο.

Φυσικά δε ζούμε σε ένα χάρτινο κόσμο ως μαριονέτες μεταξύ μαριονέτων. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν εθνικές πολιτικές, στρατηγικές κινήσεις του κεφαλαίου, διεθνείς οικονομικοί σχηματισμοί, τραστ πολυεθνικών, συνειδητές τακτικές από την πλευρά των κεφαλαιοκρατών. Όπως επίσης θα ήταν παράλογο και μηδενιστικό – και δε θα μπορούσαμε ούτε καν να διανοηθούμε κάτι τέτοιο – να παραβλέψουμε αντίστοιχες κινήσεις από την πλευρά των αντιστεκόμενων. Υπάρχει αντίσταση και αλληλεγγύη, αρνήσεις και θετικότητες, συντροφικότητα και πόθος για κοινωνική ανατροπή. Ο φετιχισμός δεν είναι μια δομή αλλά μια διαδικασία, δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση αλλά μια δυναμική σχέση. Γι’ αυτό και κάθε μέρα επιβεβαιώνεται ή κλονίζεται, υποχωρεί ή κερδίζει έδαφος, επιβάλλεται ή καταρρέει. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι δεν υπάρχουν απλά και ξεκάθαρα δύο αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούονται, αλλά ότι η ταξική σύγκρουση εκτυλίσσεται στο εσωτερικό του φετιχισμού. Άλλοτε κατορθώνοντας να τραβήξε από πάνω της το πέπλο της πραγμοποίησης αποκαλύπτοντας νέες δυνατότητες ελευθερίας, και άλλοτε ανοίγοντας στην εξουσία νέες οδούς για τον εξανδραποδισμό μας. Η υποταγή των ανθρώπων σε άλλους ανθρώπους και η υποταγή τους στα πράγματα που αυτοί δημιουργούν είναι δύο διαδικασίες που εκτυλίσσονται παράλληλα. Καμία δεν προηγείται της άλλης, αντίθετα η μια χρειάζεται την άλλη για να ολοκληρωθεί. Το ίδιο σύστημα που παράγει ανισότητα, ταυτόχρονα υπάγει την ανθρώπινη δραστηριότητα στην κυκλο φορία του εμπορεύματος. Διατυπωμένο αλλιώς: δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε την αταξική κοινωνία χωρίς να καταστρέψουμε τις εμπορευματικές σχέσεις, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από την αποξένωση αν δεν καταργήσουμε τους ταξικούς διαχωρισμούς.

Ο εχθρός δεν βρίσκεται μόνο σε κάποια σκοτεινά κέντρα όπου λαμβάνονται αποφάσεις για τις ζωές μας εν απουσία μας, αλλά είναι εξίσου υπαρκτός εντός μας. Η διαπίστωση αυτή εξηγεί γιατί η καταστροφή του εμπορευματικού κόσμου φαντάζει σήμερα τόσο απίθανη, αλλά συγχρόνως συνηγορεί απερίφραστα υπέρ της αναγκαιότητας για μια κοινωνία χωρίς πραγμοποίηση. “Η κριτική της κοινωνίας αποτελεί κριτική στην ίδια μας τη συνενοχή στην αναπαραγωγή αυτής της κοινωνίας. Αυτή η συνειδητοποίηση δεν αποδυναμώνει με κανένα τρόπο την κραυγή μας. Αντίθετα, την ενισχύει, την κάνει πιο επίμονη”. Όσο πιο απραγματοποίητη μοιάζει η επανάσταση, τόσο πιο επείγουσα είναι.

Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα - ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

Στο περίφημο νεανικό του δοκίμιο «Οἰκονομικά καί φιλοσοφικά χειρόγραφα» ὁ Μάρξ κάνει μιά βαθιά ἀνάλυση τῆς ἀστικῆς κοινωνίας καί τῆς πολιτικ...