Συμπληρώνονται σήμερα 9 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου σοβιετικού φιλόσοφου και επαναστάτη Βίκτωρ Α. Βαζιούλιν. Γεννημένος στη Μόσχα το 1932, μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε κατά τη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, όταν οι αντιφάσεις που ανέκυπταν στη σοβιετική κοινωνία καθώς και η βαθιά κρίση στη κεφαλαιοκρατική Δύση και το ενδεχόμενο του πολέμου, που κατέληξε στη σφοδρή επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας, απειλούσαν το εγχείρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τα παιδικά του χρόνια είναι γεμάτα εικόνες από τους ήρωες του Ν. Τσερνισέφκσι («Τι να κάνουμε;», 1863 ) και του Ν. Οστρόφκσι («Πώς δενότανε τ’ ατσάλι», 1932), από ταινίες με κεντρικό θέμα τους πρωταγωνιστές της Οκτωβριανής επανάστασης και του Ρώσικου εμφυλίου (όπως ο «Τσαπάγιεφ», των αδερφών Βασίλιεφ, 1934) καθώς και από το κοινωνικό κλίμα, «κλίμα ανάτασης και πατριωτισμού» όπως αναφέρει, που επικρατούσε. Ιδιαίτερα ο Ν. Τσερνισέφσκι, φιλόσοφος με εγελιανές επιρροές, με το μυθιστόρημα «Τι να κάνουμε;» διεγείρει φιλοσοφικούς προβληματισμούς και παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή του Β.Α. Βαζιούλιν να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία συμβαδίζοντας με το σκεπτικό του έφηβου Μαρξ σύμφωνα με τον οποίο: «Όταν έχουμε επιλέξει ένα επάγγελμα που θα μας επιτρέπει να δουλεύουμε για το καλό των συνανθρώπων μας, τότε οι δυσκολίες δεν μπορούν να μας καταβάλουν, γιατί δεν θα είναι παρά θυσίες για το καλό όλων μας». Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο Β.Α. Βαζιούλιν επιλέγει συνειδητά να συνδέσει το ατομικό με το κοινωνικό και εισάγεται στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, όπου αρχίζει μια μακρά πορεία ενασχόλησης με την επιστημονική θεωρία του μαρξισμού με σκοπό την υπέρβαση των αντικειμενικών εμποδίων που τίθενται στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Τη δεκαετία του 1950, στα πρώτα χρόνια των σπουδών του διακρίνει αφενός μια στασιμότητα στο ερευνητικό πεδίο της διαλεκτικής λογικής και αφετέρου μια συνολική τάση χειρισμού της φιλοσοφίας ως ένα «νεκρό», όπως τη χαρακτηρίζει, αντικείμενο το οποίο αναπαράγεται με τη χρήση εργαλείων του παρελθόντος. Ωστόσο, στη σοβιετική φιλοσοφία εκείνο το διάστημα έχουν αναδειχθεί στον ένα ή στον άλλο βαθμό σημαντικοί στοχαστές που επιχειρούν μια βαθύτερη κατανόηση του μαρξισμού ως αναπτυσσόμενο σύστημα. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 εμφανίζεται ένα έντονο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας. Το «Κεφάλαιο», το πιο ώριμο έργο του Μαρξ, είναι το μόνο έργο που μπορεί να μελετηθεί ως οργανικό όλο, ως ένα αντικείμενο με την κατηγοριακή μελέτη του οποίου μπορεί να αποκαλυφθεί μια πραγματική πορεία της νόησης, που αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας του μαρξισμού. Στοχαστές όπως οι Μ.Μ. Ρόζενταλ, Ε.Β. Ιλιένκοφ, Λ.Α. Μανκόφσκι κ.α. προσπαθούν να κατανοήσουν τη φιλοσοφική σημασία του «Κεφαλαίου» και να αναδείξουν το κατηγοριακό του σύστημα. Εντούτοις, όπως διακρίνει ο Β.Α. Βαζιούλιν κατά τη διερεύνηση του «Κεφαλαίου» ως πραγματικού αντικειμένου μια από τις βασικές αδυναμίες των φιλοσόφων της εποχής του έγκειται στην απουσία διερεύνησης του σταδίου εκείνου κατά το οποίο η νόηση μεταβαίνει από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη προς το αφηρημένο. Σε αυτά τα πλαίσια επιχειρεί στη διπλωματική του εργασία να διερευνήσει την πορεία της νόησης στο πρώτο κεφάλαιο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ (Το εμπόρευμα) διαισθανόμενος τη συστηματική πορεία της νόησης στο συγκεκριμένο έργο αλλά και σε ολόκληρη την πορεία της νόησης από το νεαρό στον ώριμο Μαρξ. Ακολούθως, το 1964, παραδίδει τη διδακτορική του διατριβή στην οποία διερευνά την «Ανάπτυξη του προβλήματος του λογικού και του ιστορικού στα οικονομικά έργα των Μαρξ και Ένγκελς κατά την περίοδο 1850 – 1860».
Λίγα χρόνια αργότερα συνεχίζει το επιστημονικό του έργο με την έκδοση της «Λογικής του Κεφαλαίου του Κ.Μαρξ» το 1968 και την υποστήριξη της μεταδιδακτορικής του εργασίας για «Το σύστημα των κατηγοριών της Διαλεκτικής Λογικής στο Κεφάλαιο του Κ.Μαρξ» το 1972. Η «Λογική του Κεφαλαίου του Κ.Μαρξ» αποτελεί έργο εξαιρετικής σημασίας αφού δημιούργησε δρόμους ανάπτυξης της μεθοδολογίας του μαρξισμού και διερεύνησης της κοινωνίας ως οργανικό όλο. Ακολουθούν δύο εκδόσεις στις οποίες πραγματεύεται «Το γίγνεσθαι της μεθόδου της επιστημονικής έρευνας του Κ.Μαρξ» το 1975, τη «Διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνάς του» το 1978 και το κεφαλαιώδες έργο του τη «Λογική της Ιστορίας: Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας». Η μεθοδολογική σημασία και τα ερευνητικά αποτελέσματα στη «Λογική της Ιστορίας» είναι μοναδικά για την ανάπτυξη του μαρξισμού και γενικότερα της κοινωνικής θεωρίας. Σε αυτό το έργο εξετάζεται η κοινωνία ως οργανικό όλο, από τη μια μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και από την άλλη μέσω του ιστορικού τρόπου εξέτασης. Σε αυτό το έργο ο Β.Α. Βαζιούλιν αναπτύσσει τη σχέση μεταξύ λογικού και ιστορικού τρόπου εξέτασης καταδεικνύοντας μέσω του συγκεκριμένου αντικειμένου της έρευνας του ότι η παραπάνω σχέση συνιστά δομικό στοιχείο της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Β.Α. Βαζιούλιν αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας για το σύνολο του επιστημονικού του έργου λόγω του γεγονότος ότι η επιστημονική του θεώρηση και η αντιδογματική του στάση δεν συμβάδιζαν με την κυρίαρχη ιδεολογία του συστήματος. Η λογοκρισία κορυφώθηκε με το γεγονός ότι ενώ η «Λογική της Ιστορίας» είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 1978, εντούτοις εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα σε μια περίοδο που ολοκληρωνόταν η αστική αντεπανάσταση.
Στη σημερινή κρισιακή εποχή και τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Β.Α. Βαζιούλιν, γίνεται όλο και πιο έκδηλη η κρίση του κλασικού μαρξισμού και η απουσία θετικού-επαναστατικού προσδιορισμού για το μέλλον της ανθρωπότητας. Το αδιέξοδο αυτό δεν οφείλεται μόνο στις πράγματι υφιστάμενες υποκειμενικές αδυναμίες των διάφορων “κομμουνιστικών”-”επαναστατικών” κομμάτων αλλά κυρίως στις τεράστιες δομικές αλλαγές που υπέστη το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Οι δομικές αλλαγές που ανέκυψαν και συνεχίζουν να ανακύπτουν από την εμφάνιση μιας σειράς νέων παραγόντων και η αντίστοιχη επίδραση που έχουν αυτοί στο επίπεδο της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, στη διαδικασία της παραγωγής υπεραξίας, στη σφαίρα της κυκλοφορίας καθώς και στο επίπεδο του φαινομένου της κοινωνίας, θέτουν πραγματικά τεράστιες δυσκολίες στη διαδικασία της επιστημονικής διάγνωσης της σημερινής κατάστασης και στη χάραξη επαναστατικής προοπτικής.
Η επιστημονική διάγνωση της κεφαλαιοκρατίας της εποχής μας καθώς και των προοπτικών υπέρβασης της δεν απαιτεί απλώς την εμβάθυνση και την ανάπτυξη ενός μέρους του κλασικού μαρξισμού, του ιστορικού υλισμού ή της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Στην εποχή του Μαρξ το κύριο ζητούμενο ήταν η άρνηση της κεφαλαιοκρατίας πράγμα που εκδηλώνονταν στην θεωρητική έρευνα ως ανάγκη συστηματοποίησης των κατηγοριών της οικονομικής σκέψης και ως ανάγκη διερεύνησης της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας μέσω του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο. Σήμερα το κύριο ζητούμενο είναι η άρνηση της άρνησης, η οποία εκδηλώνεται θεωρητικά ως ανάγκη όχι μόνο επιστημονικής διάγνωσης του σημερινού επιπέδου ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας αλλά και ως ανάγκη επιστημονικής διάγνωσης του κομμουνισμού καθώς και της νομοτελούς πορείας της κοινωνίας προς αυτόν. Κάτι τέτοιο εγείρει στον ένα είτε στον άλλο βαθμό την ανάγκη συστηματοποίησης του μεγαλύτερου μέρους της ολότητας των επιστημών. Ακριβώς σε αυτό το καθήκον έγκειται η άποψη του Β.Α. Βαζιούλιν για την ανάπτυξη και άρση του μαρξισμού και η σημασία που καταλαμβάνει η διαλεκτική μεθοδολογία στη συνολική εργογραφία του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο Β.Α. Βαζιούλιν εκθέτει και πραγματεύεται τα ζητήματα της διαλεκτικής μεθόδου στο συνολικό του έργο επικαιροποιώντας εκ νέου τον Γκ. Χέγκελ. Όταν άλλες τάσεις του μαρξισμού επιχειρούν να αποτάξουν την οποιαδήποτε μορφή εγελιανισμού από το μαρξικό έργο, ο Β.Α. Βαζιούλιν δεν υπερασπίζεται απλώς το εγελιανό στοιχείο στη μαρξική σκέψη άλλα επιπλέον καταδεικνύει τη τεράστια σημασία του εγελιανής φιλοσοφίας και την ορθολογική της διάσταση η οποία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή ούτε και από τους πιο ικανούς μαρξιστές διανοητές. Η εγελιανή συμβολή δεν εξαντλείται στην πράγματι ανυπέρβλητη αντικειμενική λογική, αλλά βρίσκεται τόσο στην υποκειμενική λογική όσο και στο ευρύτερο εγελιανό έργο.
Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο Β.Α. Βαζιούλιν καταπιάνεται με το αντικείμενο της μεθοδολογίας συνιστά από τη μια υπόδειγμα ενασχόλησης με τη μεθοδολογία και από την άλλη κριτική στη απομονωμένη και μονομερή πραγμάτευση με τη μέθοδο και τη λογική. Πέραν των επιφανειακών προσεγγίσεων της διαλεκτικής λογικής, ικανότατοι διανοητές όπως οι Μ.Μ. Ρόζενταλ, Γκ. Λούκατς και Ε.Β. Ιλιένκοφ κατανοούσαν τη διαλεκτική μεθοδολογία μέσω της “Επιστήμης της Λογικής” του Χέγκελ, μέσω δηλαδή του μοναδικού έργου καθαρής έκθεσης των κατηγοριών της. Σε αυτή τη διαδικασία δεσπόζει η κίνηση της σκέψης από την Επιστήμη της Λογικής στο μαρξικό έργο. Η νόηση, αρχικά, κατανοεί το εγελιανό σύστημα των διατεταγμένων κατηγοριών της Επιστήμης της Λογικής και εν συνεχεία επιχειρεί τη κατανόηση της μαρξικής μεθοδολογίας μέσω του τελευταίου. Πράγματι, όπως τόνιζε και ο Λένιν στην εποχή του, είναι αδύνατη η κατανόηση του μαρξικού έργου και συγκεκριμένα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου χωρίς την συστηματική κατανόηση της Επιστήμης της Λογικής [Αντικειμενική Λογική]. Η συστηματική κατανόηση της διαλεκτικής μεθοδολογίας δεν έχει σε καμιά περίπτωση να κάνει με σχηματοποιημένες προσεγγίσεις εγχειριδιακής μορφής της διαλεκτικής λογικής ούτε με οποιαδήποτε αποσπασματικού τύπου κατανόηση μερικών διπόλων και σχέσεων. Ωστόσο παρόλη τη βαθιά και ενδελεχή ενασχόληση τους με την Επιστήμη της Λογικής, οι παραπάνω διανοητές αδυνατούσαν να ανακαλύψουν το σύστημα των διατεταγμένων κατηγοριών στο Κεφάλαιο του Μαρξ και επιπλέον αδυνατούσαν να συγκεκριμενοποιήσουν τις κατηγορίες της Αρχής και της Ουσίας της κοινωνίας στα πράγματι πολύ ενδιαφέροντα έργα τους. Τα συγκεκριμένα εμπόδια στα οποία προσέκρουσαν και οι ακριβείς αδυναμίες τους συνιστούν αντικείμενο ξεχωριστής πραγμάτευσης. Αυτό όμως που επέτρεψε στον Β.Α. Βαζιούλιν να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια ήταν το γεγονός ότι στην ενασχόληση του με τη μέθοδο και τη λογική δεν διήνυσε μόνο τη πρώτη πορεία αλλά και την αντίστροφη. Ο Β.Α.Βαζιούλιν μας δείχνει ότι η κατανόηση και η εμβάθυνση στη διαλεκτική μεθοδολογία δεν εξαντλείται με την συστηματική αφομοίωση της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ. Ο ίδιος ενώ ολοκλήρωσε την πρώτη πορεία που ακολούθησαν και οι προγενέστεροι του, από τον Χέγκελ στον Μαρξ, διήνυσε και την αντίστροφη πορεία, από τον Μαρξ στον Χέγκελ. Αυτό δεν συντέλεσε απλώς στην βαθύτερη εννοιολογική και κατηγοριακή κατανόηση του έργου του Μαρξ και του Χέγκελ αλλά επέτρεψε τη βαθύτερη κατανόηση της διαλεκτικής λογικής ως συγκεκριμένης φυσικοιστορικής και νομοτελούς διαδικασίας.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως καθ’ όλη τη διάρκεια της φιλοσοφικής και επιστημονικής του δραστηριότητας ο Β.Α Βαζιούλιν καταπιάστηκε και διερεύνησε ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων κεντρική θέση μεταξύ των οποίων έχει η διαλεκτική μεθοδολογία.
Ήδη από τις πρώτες του εργασίες και μελέτες φαίνεται καθαρά ότι η προσοχή του στρέφεται προς τα ζητήματα της μεθοδολογίας, της διαλεκτικής λογικής, της συσχέτισης λογικού και ιστορικού τρόπου εξέτασης. Ακόμη και μετά τις δυο μεγάλες και θεμελιώδεις του επιστημονικές ανακαλύψεις την «Λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ» που αποκαλύπτεται η ειδική συσχέτιση μεταξύ της λογικής του Μαρξ και της λογικής του Χέγκελ και τη «Λογική της Ιστορίας» στην οποία συστηματοποιούνται τα ερευνητικά του αποτελέσματα με το αντικείμενο της μεθοδολογίας, η ενασχόληση του με το καθεαυτό αντικείμενο της μεθοδολογίας δεν εκπίπτει. Αντίθετα, η μεθοδολογία συνιστά το βασικό πυρήνα στο μεγαλύτερο μέρος της αρθρογραφίας του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Η ενασχόληση του αυτή δεν συνιστά μια ακαδημαικού τύπου υπεκφυγή από τα πραγματικά προβλήματα της ανθρωπότητας μέσω μια διακειμενικής σχέσης με το επιστημολογικό υλικό των Χέγκελ και Μαρξ, αντίθετα εδράζεται στη βαθύτατη κατανόηση του γεγονότος ότι η διαλεκτική μεθοδολογία συνιστά τον κεντρικό άξονα για την ανάπτυξη και άρση του μαρξισμού και για την επίλυση των πλέον κομβικών ζητημάτων για τη θετική προοπτική της ανθρωπότητας. Όπως τονίζει και ο ίδιος στη τελευταία του συνέντευξη «στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει ούτε τέτοια θεωρία, ούτε κόμμα, ικανό για ριζικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αλλά για να ανακύψουν κόμματα, ικανά να πραγματοποιήσουν τις δυνατότητες ριζικής αλλαγής της κοινωνίας είναι απαραίτητη, πρωτίστως, η θεωρία. Αφού χωρίς θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει οργάνωση. Δεν μπορεί να υπάρξει ορθή οργάνωση, δεν μπορεί να υπάρξει ορθή τακτική. Δεν μπορεί να υπάρξει, εξυπακούεται, ορθή στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων.»
Σε αυτά τα πλαίσια το ερευνητικό παράδειγμα του Β.Α.Βαζιούλιν είναι θεμελιώδους σημασίας. Η ανάπτυξη-άρση του μαρξισμού δεν έγκειται απλώς στην διατύπωση αυτής της αναγκαιότητας αλλά στη άμεση συνειδητή εμπλοκή των ερευνητών-επαναστατών σε αυτό το σκοπό. Σε αυτήν την κατεύθυνση φιλοδοξούν να συμβάλουν οι Όμιλοι Επαναστατικής Θεωρίας στη χώρα μας. Ο πρώτος Όμιλος ιδρύθηκε στα Χανιά το 2001. Ακολούθησε η ίδρυση του Ομίλου Θεσσαλονίκης, και του Ομίλου Ρεθύμνου. Πιο πρόσφατα του Ομίλου Αθήνας και του Ομίλου Κέρκυρας. Όμιλοι Επαναστατικής θεωρίας έχουν ιδρυθεί και στο εξωτερικό, στην Αγγλία και στην Πορτογαλία.
Όλα αυτά τα χρόνια οι Όμιλοι δραστηριοποιούνται με ποικίλους τρόπους: με συλλογικές μελέτες έργων του κλασικού μαρξισμού, με εισηγήσεις/εκδηλώσεις ευρείας θεματολογίας (από το μαρξισμό, την Ιστορία, την Ψυχολογία, τις νέες τεχνολογίες κ.α.) και με τη συγκρότηση ερευνητικών ομάδων (π.χ. ερευνητική ομάδα για τη διαδικασία μετάβασης στον κομμουνισμό). Οι Όμιλοι φιλοδοξούν να συμβάλλουν αφενός στη διάδοση και στην κατανόηση του κλασικού μαρξισμού, σε ένα δηλαδή μαρξιστικό παιδαγωγικό έργο που έχει ανάγκη η εποχή μας. Αφετέρου, φιλοδοξούν να συμβάλουν στη διαδικασία ανάπτυξης/διαλεκτικής άρσης του κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού και στην αποκάλυψη των ιστορικών περιορισμών του. Πρόκειται για έναν αλληλένδετο, διττό σκοπό καθώς δεν μπορεί κανείς να αναπτύξει και να άρει κάτι το οποίο προηγουμένως δεν έχει κατανοήσει σε όλες τις πλευρές του, στην ολότητά του.
Η προτεραιότητα που δίνουν οι Όμιλοι στη διάδοση και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας δεν υπαγορεύεται από μια υποτίμηση της άμεσης πολιτικής δράσης (άλλωστε τα περισσότερα μέλη των Ομίλων δρουν και στο πεδίο της άμεσης πολιτικής). Αντίθετα, εδράζεται στην πεποίθηση μας ότι η πολιτική δράση στη χώρα μας και παγκόσμια δεν μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στηριγμένη στο υπάρχον, κληροδοτημένο από το παρελθόν επίπεδο ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας. Όπως υποστηρίζει και ο Μαξίμοφ: «Οι κομμουνιστές πρέπει να παραδεχθούν ότι το στράτευμα έχει συντριβεί, πως ο στρατός υποχωρεί, δίνοντας επί μέρους μάχες. Σ’ αυτές τις συνθήκες τακτική μας είναι η ενεργητική άμυνα. Το σχέδιο μας αποβλέπει στο να διευκρινίσουμε τις αιτίες της ήττας, να αποκομίσουμε διδάγματα από την πείρα μας και υπό την κάλυψη της οπισθοφυλακής ν’ αρχίσουμε τον σχηματισμό ενός ποιοτικά νέου στρατού. Αυτό σημαίνει ν’ αρχίσουμε την επεξεργασία στρατιωτικής θεωρίας, δηλαδή νέας κοινωνικής θεωρίας, στη βάση της οποίας θα μπορέσουμε κατόπιν να επεξεργασθούμε το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κινήματος». Χρειάζεται επομένως όχι μόνο η άρνηση του υπάρχοντος αλλά και η άρνηση της άρνησης, η διατύπωση ενός θετικού προτάγματος για τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία. Σε αυτή την προσπάθεια το θεωρητικό έργο και η στάση ζωής του Βίκτωρ Α. Βαζιούλιν θα εμπνέουν γενιές επαναστατών και θα αποτελούν ανεκτίμητο εργαλείο.
Στην ιστοσελίδα http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ της Διεθνούς Σχολής της ''Λογικής της Ιστορίας'' υπάρχουν κείμενα του Β.Α. Βαζιούλιν, κάποιες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συνεντέυξεις του, καθώς επίσης και αρθρογραφία από τους μαθητές του, του ελληνικού τμήματος.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου