Της Βασιλικής Λάζου, διδάκτορος Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου
«Η Ελλάδα σήμερα σχηματίζει δύο διαφορετικές χώρες, την κατεχόμενη και την μη κατεχόμενη. Στην πρώτη οι συνθήκες διαβίωσης ποικίλουν ανάλογα με το αν η δύναμη κατοχής είναι η Γερμανία, η Ιταλία ή η Βουλγαρία. Η ελεύθερη Ελλάδα σήμερα είναι τόσο ελεύθερη από την εμπλοκή του Άξονα όσο και η Αγγλία. Παρόλο που τα σύνορα ανάμεσα στις δύο ζώνες είναι ρευστά, ανάλογα με τη στρατιωτική δράση, η κεντρική ορεινή ραχοκοκαλιά της οροσειράς της Πίνδου είναι ένα σύνολο που είναι μάλλον απίθανο να κατατμηθεί ή να κρατηθεί μόνιμα από τις παρούσες δυνάμεις του Άξονα στην Ελλάδα»1.
Η αναφορά του αξιωματικού της βρετανικής οργάνωσης αντικατασκοπείας SOE (Special Operations Executive) κατέγραφε την πραγματικότητα που ίσχυε στην Ελλάδα δύο σχεδόν χρόνια ύστερα από την κατοχή της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα. Οι αντιστασιακές οργανώσεις με κυριότερη αυτή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν στην ορεινή περιοχή που εκτείνονταν από τον Κόλπο της Κορίνθου έως τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα και από τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου έως τις ανατολικές ακτογραμμές. Οι Γερμανοί περιορίζονταν στις αστικές περιοχές και στις οδικές αρτηρίες που τις συνέδεαν πραγματοποιώντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και αποτυγχάνοντας ουσιαστικά να ελέγξουν την εκτεταμένη αυτή περιοχή. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί στα ορεινά της κατεχόμενης Ελλάδας ένα «κράτος εν κράτει», η Ελεύθερη Ελλάδα στην οποία το ΕΑΜ δεν ασκούσε απλά προσωρινό στρατιωτικό έλεγχο αλλά εμφανίζονταν ως φορέας εξουσίας οργανώνοντας την οικονομική δραστηριότητα, αναμορφώνοντας το δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα και εισάγοντας κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Τα επίπεδα ΕΑΜικής Εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα
Στην περιοχή που έλεγχε το ΕΑΜ, η εξουσία δομούνταν σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ήταν η πολιτικοστρατιωτική οργανωτική δομή που συντόνιζε τον αντιστασιακό αγώνα. Το ανώτερο πολιτικό της σώμα ήταν η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ η οποία αποτελούνταν από τρεις βαθμίδες αντιπροσώπευσης: η πρώτη βαθμίδα ήταν οι αντιπρόσωποι των κομμάτων που συνιστούσαν το ΕΑΜ. Η δεύτερη βαθμίδα αποτελούνταν από τους αντιπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ και ΕΕΑΜ. Η τρίτη βαθμίδα αποτελούνταν από αντιπροσώπους των τοπικών εαμικών επιτροπών. Το δεύτερο επίπεδο ήταν ένα είδος κοινοβουλευτικής δομής η οποία συγκροτήθηκε ύστερα από το σχηματισμό τον Μάρτιο 1944 της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης μιας προσωρινής κυβέρνησης που εκλέχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές και στην Ελεύθερη Ελλάδα. Στο τρίτο επίπεδο υπήρχε μια δομή βασισμένη στην άμεση δημοκρατία που αντιπροσωπεύονταν από τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Οι θεσμοί αυτοί αναπτύχθηκαν εν μέρει αυθόρμητα και εν μέρει εξαιτίας της πρωτοβουλίας μικρών τοπικών στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος ευνοημένοι από την πολεμική συγκυρία, ιδιαίτερα την έλλειψη τροφίμων και τη ληστεία, τις προϋπάρχουσες αγροτικές παραδόσεις και την κατάρρευση της κεντρικής κρατικής μηχανής.
Μπορούν να διακριθούν δύο φάσεις στην ανάπτυξη των λαοκρατικών θεσμών στις απελευθερωμένες από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ περιοχές. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, η οποία διήρκησε έως το Μάρτιο 1944, η Λαϊκή Δημοκρατία ή Λαοκρατία έλαβε τη μορφή τοπικών συμβουλίων και επιτροπών, ενώ στη δεύτερη φάση, από το Μάρτιο 1944 μέχρι το τέλος της Κατοχής, απέκτησε κεντρική δομή με τη δημιουργία της κυβέρνησης του βουνού, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν αναλυτικότερα οι ρίζες και οι πρακτικές της λαϊκής δημοκρατίας.
Το αγροτικό ζήτημα
Η οργάνωση των αγροτών για ένα κοινό σκοπό ήταν μια ιδέα με μακρά διαδρομή αλλά με άμεσες και ζωντανές εμπειρίες. Η παράδοση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία οργανώθηκε στα χρόνια της Οθωμανικής διακυβέρνησης, ήταν ακόμα δυνατή στις περιοχές της Παλαιάς Ελλάδας. Πιο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στην ορεινή περιοχή της Ευρυτανίας, στην Κεντρική Ελλάδα, αναδύθηκε ένα επαρχιακό κίνημα, όπως η ΣυμβιβαστικήΕπιτροπή Καροπλεσίου το 1933, το οποίο στόχευε στην αντικατάσταση του παλαιοκομματισμού και την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου επίλυσης των προσωπικών διαφορών και των ζητημάτων των χωριών μέσω συλλογικών αποφάσεων με βάση την αρχή του συμβιβασμού2. Η δικτατορία του Μεταξά έβαλε τέλος σε τέτοιες πρωτοβουλίες απαγορεύοντας και διαλύοντας τις κοινοτικές επιτροπές. Η ύπαρξή τους ωστόσο δεν διαγράφηκε από τη συλλογική λαϊκή μνήμη.
Η ασφυκτική πίεση που δημιουργούσαν στον αγροτικό χώρο ζητήματα όπως η πείνα και οι στερήσεις, το πλιατσικολόγημα των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους και η επανεμφάνιση της ληστείας έκαναν άμεση την ανάγκη για συλλογική αντιμετώπιση μέσω μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης των προβλημάτων που προέκυπταν στον αγροτικό χώρο εξαιτίας της Κατοχής αλλά και των ζητημάτων της καθημερινότητας. Η ανάγκη αυτή οξύνονταν εξαιτίας της ανικανότητας της διορισμένης αυτοδιοίκησης και της χωροφυλακής, φορέων της κρατικής εξουσίας, να εξασφαλίσουν προστασία στους αγροτικούς πληθυσμούς.
Λαϊκοί Θεσμοί στην ΕΑΜική Ελλάδα
Ήδη από την αρχή της Κατοχής, οι τοπικές πρωτοβουλίες προσπάθησαν να καλύψουν το κενό εξουσίας. Τον Αύγουστο 1941 σε ένα συνοικισμό του χωριού Κλειτσός Ευρυτανίας, συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του κομμουνιστή Γεωργούλα Μπέικου, εκδότη της τοπικής εφημερίδας «Φωνή της Ευρυτανίας», Επταμελής Επιτροπή Επίλυσης των προβλημάτων του χωριού με βάση την ιδέα ότι ο λαός μπορεί μόνος του με δημοκρατικές διαδικασίες να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.
Η ίδρυση του ΕΑΜ, τον Σεπτέμβριο 1941, έκανε πιο συγκεκριμένες τις κατευθύνσεις όχι μόνο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στους κατακτητές αλλά και του αγώνα για τα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Στα τέλη 1941 – αρχές 1942 συντάχθηκε από τον Γ. Μπέικο και από τοπικά μέλη του ΚΚΕ ο Κώδικας Ποσειδών ο οποίος έθετε τα θεμέλια της νέας λαϊκής αυτοδιοίκησης και αποτέλεσε τη βάση των λαοκρατικών θεσμών της Ελεύθερης Ελλάδας. Σύμφωνα με την πρώτη αυτή πηγή πολιτικής διοίκησης, η γενική συνέλευση των ενήλικων κατοίκων κάθε χωριού αποτελούσε το κυρίαρχο όργανο της λαϊκής εξουσίας. Στη θέση του παλαιού δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου εκλέγονταν μία πενταμελής επιτροπή λαϊκής αυτοδιοίκησης η οποία επιλαμβάνονταν όλων των ζητημάτων του χωριού. Συγκροτούνταν επιπρόσθετα υποεπιτροπές επισιτισμού, λαϊκής ασφαλείας, εκκλησιαστικών και εκπαίδευσης. Το αξίωμα του μέλους των επιτροπών λαϊκής αυτοδιοίκησης ήταν άμισθο, τιμητικό και υποχρεωτικό. Όλοι λογοδοτούσαν στη γενική συνέλευση η οποία συγκαλούνταν τακτικά μία φορά το μήνα. Η δικαιοσύνη γίνονταν λαϊκή και ασκούνταν από τα λαϊκά δικαστήρια με κύρια μέριμνα το συμβιβασμό3.
Το 1943 ήταν τη μεγάλη χρονιά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της δημιουργίας των λαοκρατικών θεσμών. Καθώς το ένοπλο αντάρτικο κίνημα αύξανε τη δύναμή του και δημιουργούσε με τη δράση του μεγάλες ελεύθερες περιοχές στην ορεινή Ελλάδα το ζήτημα της διοίκησης και της οργάνωσης έπαψε να αφορά αποκλειστικά ορισμένες απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και να περιορίζεται στην κάλυψη των αναγκών του ένοπλου αγώνα αλλά στόχευε στην πολιτική διοίκηση ενιαίων εκτεταμένων περιοχών στις οποίες η ένοπλη αντίσταση βασίζονταν για τη συντήρηση και τη στελέχωσή της.
Μία εγκύκλιος η οποία εκδόθηκε από την επιτροπή Φθιώτιδας – Φωκίδος και Ευρυτανίας του ΕΑΜ στις αρχές του 1943 θεσμοποίησε αυτό που συνέβαινε σε ευρεία κλίμακα σε όλη τη χώρα με πολλές τοπικές παραλλαγές. Η συνέχεια ήρθε με την απόφαση 6 του Κοινού Συμμαχικού Στρατηγείου των Ανταρτών, το οποίο είχε συγκροτηθεί τον Ιούλιο 1943, με την οποία εδραιώθηκε η λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη στις ελεύθερες περιοχές στα πρότυπα του Κώδικα Ποσειδώνα. Λίγους μήνες αργότερα, στα τέλη 1943 με βάση διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ τέθηκαν σε ισχύ «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη»4. Τα πρώτα άρθρα του κώδικα του ΕΛΑΣ είναι χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη:
ΑΡΘΡΟ 1: Ο θεσμός της λαϊκής αυτοδιοίκησης σημαίνει ότι ο λαός συμμετέχει ενεργά στην διοίκηση για την άμεση και καλύτερη ικανοποίηση των κοινών συμφερόντων των πολιτών.
ΑΡΘΡΟ 2: Οι κύριοι κλάδοι της λαϊκή αυτοδιοίκησης είναι α) η διοίκηση των κοινοτήτων, δήμων, επαρχιών και νομαρχιών και β) η λαϊκή δικαιοσύνη5
Η ανταπόκριση των χωριών να σχηματίσουν κάποια μορφή νομικά οργανωμένης τοπικής εξουσίας ήταν μεγάλη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοί οι νέοι διακανονισμοί εισήχθησαν σε χωριά σε όλη την Κεντρική Ελλάδα και παρόλο που κάποιες ριζοσπαστικές πλευρές εξαλείφτηκαν σε μεταγενέστερους κώδικές, οι περισσότεροι από τους κανόνες συνέχιζαν να καθορίζουν τις πρακτικές της λαοκρατίας.
Οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης βασίζονταν στην συμμετοχή των κατοίκων με τη μορφή της γενικής συνέλευσης. Ο Βασίλης Κάιλας, μέλος της ΕΠΟΝ στο χωριό Βρούνιστα Λοκρίδας περιγράφει μία τέτοια συνέλευση για την εκλογή του τοπικού συμβουλίου:
«Πρώτα από όλα οι θεσμοί ήταν λαϊκοί. Αυτό σήμαινε ότι προέρχονταν από το λαό. Υπήρχε μία μεγάλη συνέλευση ανθρώπων για την αντικατάσταση του προέδρου της κοινότητας ο οποίος είχε διοριστεί από τους Γερμανούς. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στην κεντρική πλατεία ή στην αυλή του σχολείου και αυτοί, οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ εξήγησαν ότι πρέπει να εκλέξουν έναν πρόεδρο και ένα τοπικό συμβούλιο. Ειδικά ο πρόεδρος ο οποίος θα ήταν ο συντονιστής όλων των πράξεων (...) Αυτοί οι άνθρωποι ήταν υπεύθυνοι και ψήφιζαν τον καλύτερο και πιο αποδεκτό πρόσωπο σύμφωνα με μία δημοκρατική διαδικασία»6.
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Κονδύλη, πρώην καπετάνιο του ΕΛΑΣ, η λαοκρατία «σήμαινε εξουσία στο λαό, δηλαδή ο λαός θα κυβερνά το ίδιο του το σπίτι, χωρίς αφεντικά, χωρίς σκλάβους»7. Ο Γιάννης Τσιάμης, ένας φτωχός αγρότης από τη Λάψη, μοιράζονταν την ίδια άποψη: «Σημαίνει ότι μπορούμε να ψηφίσουμε αυτόν που θέλουμε. Σημαίνει επίσης ότι μπορούμε να αποφασίσουμε μόνοι μας τι να κάνουμε στο χωριό, ότι δεν κυβερνιόμαστε από άλλους από πάνω και ότι έχουμε τοπική αυτοδιοίκηση»8. Ένας νεαρός αγρότης – αντάρτης είπε στον Κ. Κουβαρά, μέλος της Αμερικανικής Αποστολής στην Ελλάδα το ίδιο πράγμα: «Η Λαϊκή Δημοκρατία είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο οι καθημερινοί άνθρωποι θα κυβερνούν τον τόπο»9.
Τα όργανα της αυτοδιοίκησης η οποία αποτελούνταν από τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον δήμαρχο, ένα συμβούλιο από πέντε επιτροπές, αντιμετώπιζαν τα καθημερινά ζητήματα στο χωριό όπως τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και την τοπική φορολόγηση. Το σύστημα συμπληρώνονταν από διάφορες υποεπιτροπές οι οποίες αντιμετώπιζαν συγκεκριμένα κοινοτικά προβλήματα. Η πιο σημαντική από τις υποεπιτροπές ήταν η επιμελητεία τροφίμων για το ίδιο το χωριό που ήταν ευθύνη της Εθνικής Αλληλεγγύης (ΕΑ). Σύμφωνα με το Δημήτριο Μανιώτη, μέλος της ΕΠΟΝ και αργότερα του ΕΛΑΣ, «αυτή ήταν η πιο σημαντική οργάνωση που έσωσε το λαό από την πείνα. Αυτή η οργάνωση φρόντιζε να ταΐσει το λαό. Όχι μόνο τους αντάρτες αλλά και τον πληθυσμό. Ήταν η οργάνωση η οποία συγκέντρωνε το εισόδημα του χωριού και παρακρατούσε ότι ήταν σωστό, 5 ή 10%»10.
Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των επιτροπών ήταν να παρέχουν τρόφιμα και εφόδια για τον ΕΛΑΣ. Ο Κώστας Κωστόπουλος, νεαρός Επονίτης θυμάται «Το τοπικό συμβούλιο έπρεπε να κανονίσει τη μεταφορά εφοδίων στα ορεινά. Ο πρόεδρος του χωριού φρόντιζε ώστε όλοι να έχουν μερίδιο από τη δουλειά. Υπήρχε ένας κατάλογος και όλοι έπρεπε να πάνε. Φυσικά γινόταν κάποιες εξαιρέσεις σε ειδικές περιπτώσεις. Αν για παράδειγμα το ζώο που έπρεπε να μεταφέρει τα εφόδια ήταν άρρωστο, και ούτω καθεξής»11.
Η επιτροπή της λαϊκής ασφάλειας ήταν υπεύθυνη για την προστασία «της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του λαού» και την επιβολή του νόμου και της τάξης στο χωριό.
Μία από τις πιο δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις του ΕΑΜ αφορούσε τα λαϊκά δικαστήρια. Τρεις τύποι δικαστηρίων εισήχθησαν στην Ελεύθερη Ελλάδα: ένα λαϊκό δικαστήριο το οποίο εκλέγονταν σε κάθε κοινότητα και δήμο, ένα αναθεωρητικό δικαστήριο το οποίο ασχολούνταν με τις υποθέσεις των εφέσεων και ένα ανώτερο δικαστήριο για τις εφέσεις από τα αναθεωρητικά δικαστήρια. Σε όλα τα δικαστήρια οι διαδικασίες ήταν ανοιχτές στο ακροατήριο και χωρίς νομικά έξοδα. Όλοι οι εκπαιδευμένοι δικηγόροι εξαιρούνταν. Οι δικηγόροι αντικαταστάθηκαν από «ηλικιωμένους ανθρώπους που ήταν σοφοί, είχαν μεγάλη εμπειρία και είχαν καλές σχέσεις με όλους στο χωριό. Μερικές φορές το ΕΑΜ επέλεγε κάποιους ανθρώπους που είχαν δώσει το καλό παράδειγμα σε όλους»12.
Ο προπολεμικός αστικός και ποινικός κώδικάς είχαν ισχύ νόμου στην Ελεύθερη Ελλάδα. Παράλληλα, ωστόσο αναγνωρίζονταν οι παλιές νομικές αρχές των χωριών και οι θεσμοί βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στο εθιμικό δίκαιο, ειδικά στην αρχή της συμφιλίωσης13. Ένα δημοφιλές σύνθημα ήταν ότι η λαϊκή δικαιοσύνη θα αποδείξει την επιτυχία της από τον αριθμό των διακανονισμών εκτός δικαστηρίων. Καθώς λίγοι από τους συμμετέχοντες στα λαϊκά δικαστήρια των χωριών μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν, ελάχιστες πρακτικά διασώθηκαν καθιστώντας τις μαρτυρίες προφορικές και γραπτές, των ανθρώπων που στάθηκαν αυτόπτες μάρτυρες στη διαδικασία τις μόνες ουσιαστικά πηγές.
Τα λαϊκά δικαστήρια στα χωριά αντιμετώπιζαν κυρίως μικρά αδικήματα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βρέθηκαν σε θέση να καθορίζουν και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών όπως ήταν η ανάγκη για αγροτική μεταρρύθμιση, η προστασία των κοινοτικών δασών και τα χορτολειβαδικά δικαιώματα επί των βοσκοτόπων. Μία τέτοια περίπτωση περιγράφει στην προφορική του μαρτυρία ο Δημήτρης Μανιώτης:
«Το πρώτο πράγμα που συνέβη στο χωριό μας όταν η εξουσία του ΕΑΜ αυξήθηκε ήταν να δικάσουμε τον τσιφλικά. Υπήρχε απόφαση του ΕΑΜ για Λαϊκή Δημοκρατία και μείς είχαμε στην περιοχή μας Λαϊκή Δημοκρατία. Είχα δικαστήρια και ανώτερα δικαστήρια. Ανήκαν στο λαό, πράγμα που σημαίνει ότι ο τσιφλικάς δεν μπορεί να είχε ανθρώπους να καλλιεργούν τα χωράφια του και μετά να παίρνει το μισό της παραγωγής τους. Τότε ο τσιφλικάς έκανε έκκληση στο ανώτερο δικαστήριο και λέει ότι πρόκειται να καλλιεργήσει αυτά τα εδάφη μόνος του. τότε ο πρόεδρος του χωριού λέει στους δικαστές. Αν καλλιεργήσει όλα τα χωράφια μόνος του θα έχει όλη την παραγωγή για τον εαυτό του και κανένας άλλος δεν θα πάρει τίποτε. Έτσι οι δικαστές αποφάσισαν ότι ο πρόεδρος είχε δίκιο και τα χωράφια διαμοιράστηκαν στον πληθυσμό σύμφωνα με τα μέλη της οικογένειας που είχε ο καθένας. Αυτή η απόφαση ήταν σύμφωνη με τη δικαιοσύνη του ΕΑΜ και το πνεύμα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Υπήρχαν και δύσκολες περιπτώσεις οι οποίες θα είχαν βρει μια μόνιμη λύση αν το ΕΑΜ είχε έρθει στην εξουσία μετά την απελευθέρωση»14.
Η τεράστια ανάπτυξη του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, η απελευθέρωση μεγάλων περιοχών της χώρας και η ανάγκη για συντονισμό του αγώνα έκαναν απαραίτητη τη δημιουργία ενός κεντρικού πολιτικού οργάνου το οποίο θα αναλάμβανε την ηγεσία του ένοπλου αγώνα και των απελευθερωμένων περιοχών. Η ανάγκη αυτή σηματοδότησε το ξεκίνημα της δεύτερης φάσης. Οι πρώτες μήνες του 1944 ήταν μία κρίσιμη στιγμή για την ελληνική αντίσταση. Κατά τους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις είχαν υπογράψει ανακωχή, η οποία τελείωνε τις αψιμαχίες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ.
Την ίδια στιγμή η αξιοπιστία της εξόριστης κυβέρνησης στο Κάιρο και του βασιλιά Γεωργίου είχε φτάσει ένα χαμηλό επίπεδο εξαιτίας της επιμονής του βασιλιά να επιστρέψει στην Ελλάδα ύστερα από την Απελευθέρωση. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1943-1944 το ΕΑΜ είχε προσεγγίσει τον Γεώργιο Παπανδρέου και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του πολιτικού κόσμου και τους είχε προσφέρει τη θέση του επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης του βουνού. Ο Παπανδρέου απέρριψε την πρόταση καθώς πίστευε ότι το κομμουνιστικό κόμμα είχε ισχυρό έλεγχο επί του ΕΑΜ. Ωστόσο, μέλη της αριστερής πτέρυγας των Φιλελευθέρων και των Σοσιαλδημοκρατών όπως ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Α. Σβώλος, απάντησαν θετικά. Τον Ιανουάριο 1944, η 10η Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος, του κυρίου εταίρου του ΕΑΜ αποφάσισε να προτείνει τη δημιουργία στην Ελεύθερη Ελλάδα ενός «κυβερνητικού οργάνου ενότητας και απελευθέρωσης».
Στις 10 Μαρτίου 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) ορκίστηκε ως η ανώτερη πολιτική εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα. Επικεφαλής της ήταν ο Συνταγματάρχης Μπακιρτζής και κυριαρχούνταν από κομμουνιστές με πιο εξέχουσα μορφή τον γραμματέα του κόμματος Γ. Σιάντο, ο οποίος ανέλαβε τη Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ. Παρά την κυριαρχία του ΚΚΕ οι διακηρύξεις της ΠΕΕΑ ήταν μετριοπαθείς καθώς το ΕΑΜ έλπιζε ότι μπορούσε να επιτύχει και μη κομμουνιστική υποστήριξη. Πράγματι μέχρι τον Απρίλιο 1944 η ΠΕΕΑ είχε επιτύχει μία ευρεία πολιτική βάση με τον μη κομμουνιστή καθηγητή Α. Σβώλο να γίνεται πρόεδρος και δύο Φιλελεύθερους να αναλαμβάνουν υπουργεία15.
Σύμφωνα με την Ιδρυτική της Διακήρυξη η Πολιτική Επιτροπή ανέλαβε τον έλεγχο των αντάρτικων δυνάμεων και τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών στην Ελεύθερη Ελλάδα. Επιπρόσθετα, ανέλαβε : «Την εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών του λαού στις ελεύθερες περιοχές, το σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας καθώς και την εξασφάλιση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του λαού και την περίθαλψη και προστασία των θυμάτων του πολέμου και της βίας των κατακτητών»16.
Με την Εγκύκλιο 1 «Προς όλα τα όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης» η Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ ανακοίνωνε τους σκοπούς της για το θεσμό περιγράφοντας την αυτοδιοίκηση ως «θεμέλιο της αυριανής μεταπολεμικής αναδημιουργίας», που έπρεπε από τώρα να φροντίσει τις ανάγκες του λαού της Ελεύθερης Ελλάδας που τόσο επιβαρυνόταν από τις ανάγκες του πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, συστηματοποιήθηκαν οι προηγούμενοι κώδικες τοπικής αυτοδιοίκησης και επικυρώθηκε η ισχύς των διατάξεων για τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη17. Κάθε κοινότητα, δήμος, επαρχία και νομός διοικούνταν από συμβούλια τα οποία επικουρούνταν στο έργο τους από λαϊκές επιτροπές (λαϊκής ασφάλειας, σχολική, εκκλησιαστική, κοινωνικής πρόνοιας, επισιτισμού και εξελεγκτική). Σε κάθε κοινότητα και δήμο λειτουργούσε λαϊκό δικαστήριο και σε κάθε έδρα παλιού ειρηνοδικείου αναθεωρητικό δικαστήριο. Επιπρόσθετα διορίζονταν ένας διοικητικός αντιπρόσωπος σε κάθε επαρχία, με αρμοδιότητα την «καθοδήγηση και παρακολούθηση των οργάνων της αυτοδιοίκησης».
Η αυτοδιοίκηση ασχολήθηκε με την ίδρυση ή την εξασφάλιση λειτουργίας σχολείων και μονάδων περίθαλψης, μικρών νοσοκομείων και φαρμακείων. Οι δάσκαλοι και οι ιατροί πληρώνονταν από την αυτοδιοίκηση. Επενέβη στο ζήτημα της αγοράς εργασίας, καθορίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ημερομίσθια και ορίζοντας εκ περιτροπής εργασία σε κοινοτικά έργα. Ως αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκαν δημόσια έργα, επισκευές γεφυρών και δημόσιων δρόμων αλλά και νέα έργα όπως ο ηλεκτροφωτισμός των κοινοτήτων. Σε ορισμένες περιοχές, εφαρμόστηκε και ο θεσμός του λαϊκού πρατηρίου το οποίο διέθετε σε φτηνές τιμές εμπορεύματα όπως αλάτι, σταφιδίνη και τσιγαρόχαρτα, τα οποία αγόραζε με πόρους από το δημοτικό ταμείο και από τους συνεταιρισμούς σε μεγάλες ποσότητες και τα πουλούσε με μικρό κέρδος.
Παράλληλα ενισχύθηκαν οι πιο αδύναμες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, όπως η Ήπειρος, και τα θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίοι από το φθινόπωρο του 1943 μεθοδικά κατέστρεφαν εξολοκλήρου χωριά με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις. Αυτή η κατάσταση, εκτός από την άμεση τρομοκρατία αποτελούσε και μια μορφή οικονομικού πολέμου καθώς καταστρέφοντας όλες τις παραγωγικές υποδομές (ζώα, σοδειές, αποθηκευτικούς χώρους, δέντρα) οι Γερμανοί διέλυαν την παραγωγική βάση της Ελεύθερης Ελλάδας και υπονόμευαν πολλαπλά τις δυνατότητες δράσης του ΕΛΑΣ. Το ότι σε αυτήν την κατάσταση δεν επήλθε κατάρρευση του αντιστασιακού πλέγματος ούτε σοβαρή επισιτιστική κρίση, πρέπει να οφείλεται σε ένα σημαντικό δίκτυο αλληλοϋποστήριξης των περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας. Εκτός από τη φορολογία και τα αποθέματα που διαχειριζόταν κεντρικά η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) και που μπορούσε να διανείμει στη μια ή την άλλη περίπτωση, εκτεταμένες ήταν οι πρωτοβουλίες εράνων υπέρ των «πυροπαθών», που συγκέντρωνε κυρίως η Εθνική Αλληλεγγύη και προωθούσε στη συνέχεια η ΕΤΑ προς τους έχοντες ανάγκη. Η αυτοδιοίκηση διοργάνωσε κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια από τις αποκλεισμένες περιοχές για την απόσπαση βοήθειας από τις επιτροπές του Ερυθρού Σταυρού.
Η Επιτροπή πιστεύοντας πως «η δύναμη της πηγάζει από το λαό και από το λαό αντλούνται όλες οι εξουσίες», ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει ελεύθερες εκλογές για «Εθνικό Συμβούλιο, που θα αποτελείται από αντιπροσώπους του λαού εκλεγόμενους ελεύθερα...»18.
Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 23 και 30 Απριλίου 1944. Στο έδαφος της Ελεύθερης Ελλάδας οι εκλογές «θα διεξάγονταν με κάλπες και καθολική μυστική ψηφοφορία για την εκλογή των αντιπροσώπων από κάθε δήμο και κοινότητα»19 ενώ στις κατεχόμενες περιοχές «η ψηφοφορία θα διεξάγονταν ανάλογα με τις συνθήκες» το οποίο σήμαινε ότι αν δεν ήταν δυνατή η μυστική ψηφοφορία με κάλπες «η εκλογή γίνεται ύστερα από τη συνεδρίαση και τις κοινές αποφάσεις των κατοίκων ή των αντιπροσώπων τους»20. Σύμφωνα με εαμικές πηγές πάνω από ενάμιση εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες – που ψήφιζαν για πρώτη φορά- περισσότεροι από αυτούς που έλαβαν μέρος στις εκλογές το 1936- ψήφισαν για να εκλέξουν το Εθνικό Συμβούλιο.
Τελικά, εκλέχθηκαν 206 αντιπρόσωποι. Σε αυτούς προστέθηκαν 22 μέλη της Βουλής τα οποία είχαν εκλεγεί πριν την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και είχαν επιλέξει να υποστηρίξουν το ΕΑΜ. Ανάμεσά τους υπήρχαν καθηγητές πανεπιστημίου, στρατηγοί καθώς και δημόσιοι υπάλληλοι, παπάδες, δάσκαλοι και εργάτες, γεγονός το οποίο υποδήλωνε τη δυνατότητα του ΕΑΜ να στρατολογεί ανθρώπους από ποικίλα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα.
Σύμφωνα με τον Γιώργη Σιάντο, γραμματέα του ΚΚΕ και γραμματέα των Εσωτερικών της ΠΕΕΑ: «Με τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, οι μετρημένοι ψήφοι είναι 1.025.000. Λείπουν τα 4/5 απ' τα εκλογικά στοιχεία της Πελοποννήσου, τα περισσότερα στοιχεία της Μακεδονίας, αρκετά στοιχεία απ' τη Θεσσαλία, την Αττικοβοιωτία και την Ηπειρο. Κατά τις βεβαιώσεις των εθνοσυμβούλων το λιγότερο ψήφισαν 1.500.000 ως 1.800.000, χωρίς να λογαριάζουμε την Κρήτη και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Πάρτε υπόψη σας ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 και προηγούμενα ψήφιζαν γύρω από το εκατομμύριο. Οι εκλογές μας είναι μαχητικό δημοψήφισμα εθνικής ενότητας, ένας συναγερμός αγώνα, για την εθνική απελευθέρωση και τη λαοκρατία.
Η συμμετοχή των γυναικών ήταν πολύ μεγάλη(...) Αυτά δείχνουν ότι η γυναίκα κατάχτησε τα δικαιώματά της με την αξία της, με τον αγώνα της.
(...)Με την επιτυχία αυτή, βάλαμε ένα μεγάλο αγκωνάρι για τη θεμελίωση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Τα στοιχεία που σας διάβασα δείχνουν ότι ξεπεράστηκαν και οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί. Η θέληση του λαού ν' αποχτήσει λαοκρατικούς θεσμούς, η θέλησή του να κυβερνήσει ξεπέρασε κάθε αισιόδοξη πρόβλεψη»21.
Ωστόσο αυτό το νέο μόρφωμα, το Εθνικό Συμβούλιο, είχε σύντομη ζωή. Αδράνησε ύστερα από τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους του ΕΑΜ και την εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο, οι οποίες οδήγησαν στη συγκρότηση της Κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ύστερα από το Μάιο 1944, το Συμβούλιο δεν συνεδρίασε ξανά και επίσημα διαλύθηκε τον Νοέμβριο 1944. Αντί να αποτελέσει το θεμέλιο για ένα νέο πολιτικό σύστημα, αποτέλεσε ένα διαπραγματευτικό όπλο του ΕΑΜ στις διαπραγματεύσεις με τους πολιτικούς στο Κάιρο.
Συμπεράσματα
Oι θεσμοί της λαϊκής αυτοδιοίκησης και εξουσίας αναδύθηκαν μέσα στις συνθήκες της Κατοχής ως απάντηση στο πιεστικό ερώτημα με ποιο τρόπο πρέπει να οργανωθεί ένας χώρος αυτονομημένος από κάθε κεντρική εξουσία στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών του ένοπλου αγώνα εναντίον των κατακτητών και στα πλαίσια μίας κλειστής και όσο το δυνατόν περισσότερο αυτάρκους οικονομίας.
Το διοικητικό σύστημα που εφαρμόστηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα ενεργοποίησε μία χωρίς προηγούμενο μαζική συμμετοχή στην τοπική κυβέρνηση. Η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, η δημοκρατική εκλογή, έλεγχος και ανακλητότητα των αντιπροσώπων, η ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου αποτελούσαν ριζοσπαστικά μέτρα τα οποία είχαν άμεση επίδραση στις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες.
Παρόλο που υπάρχει μία σημαντική διάσταση απόψεων σχετικά με τις πολιτικές του ΕΑΜ και τη δράση του στα ανώτερα κλιμάκια υπάρχει μικρή αμφιβολία ότι στα χωριά η λαϊκή αυτοδιοίκηση και η λαϊκή δικαιοσύνη ήταν μία πραγματικότητα. Και το πιο σημαντικό ήταν μια πραγματικότητα η οποία είχε καταλυτικές συνέπειες για τον πληθυσμό και έγινε ένας σημαντικός παράγοντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Τα λόγια του αρχηγού της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής Συνταγματάρχη Κρις Γουντχάουζ, ο οποίος κάθε άλλο παρά συμπαθών προς το ΕΑΜ μπορεί να χαρακτηριστεί, περιέχουν μεγάλο βαθμό αναγνώρισης του ρόλου του ΕΑΜ: «Έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο όλης σχεδόν της χώρας, αν εξαιρέσουμε τους κυριότερους συγκοινωνιακούς κόμβους που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, είχε δημιουργήσει πράγματα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Οι επικοινωνίες στις ορεινές περιοχές με τον ασύρματο, με αγγελιοφόρους, με τηλέφωνα, ποτέ δεν ήταν τόσο άρτιες είτε πριν είτε μετά. Ακόμα και οι δρόμοι είχαν βελτιωθεί και χρησιμοποιούνταν από το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Οι τηλεπικοινωνίες τους, που περιλάμβαναν και ασυρμάτους, εκτείνονταν ως την Κρήτη και ως τη Σάμο, όπου δρούσαν ήδη αντάρτες. Τα δώρα του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού είχαν βρει το δρόμο τους προς τα βουνά για πρώτη φορά. Σχολεία, αυτοδιοίκηση, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν κλείσει με τον πόλεμο, λειτουργούσαν και πάλι. Θέατρα, εργοστάσια, τοπικά κοινοβούλια, λειτουργούσαν για πρώτη φορά. Οργανώθηκε κοινοτική ζωή, στη θέση του πατροπαράδοτου ατομικισμού του Έλληνα αγρότη»22.
Βιβλιογραφία:
1) Εθνικό Συμβούλιο - Περιληπτικά πρακτικά της πρώτης συνόδου του, έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας
2) ΠΕΕΑ Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης
3) Δημήτριος Ι. Ζέπος, Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1986.
4) Γεωργούλας Μπέικος, ΕΑΜ και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Θεσσαλονίκη 1976.
5) Γεωργούλας Μπέικος, Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, τόμος 2ος, Αθήνα: Θεμέλιο 2005.
6) Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης. Ιστορική και Νομική Προσέγγιση, Αθήνα: εκδόσεις Γλάρος 1989.
7) Χρήστος Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «Λαϊκή» Δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα: Προσκήνιο, 1991.
Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης συνομιλεί με συμπολεμιστές του.
Παραπομπές:
1. L. Baerentzen (ed.), British Reports on Greece, 1943-1944, Copenhagen 1982 σ.2-3
2. Θ. Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Ελληνικής Αντίστασης, Αθήνα 1989 σ. 22-23
3. Τσουπαρόπουλος, ό.π., σ. 27
4. Τσουπαρόπουλος, ό.π σ. 34, διαταγή 2929 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ την 1η Δεκεμβρίου 1943
5. Διαταγή Νο 2929, στο L.S. Stavrianos, «The Greek National Liberation Front (EAM), A study in resistance organization and andministration, Journal of Modern History, March 1952, σ. 48
6. Προφορική μαρτυρία Βασίλη Κάιλα, 4/7/1996
7. Προφορική μαρτυρία που παρατίθεται στο Ρίκι Βαν Μπουσχότεν, From Armatolik to People's Rule, Amsterdam 1991 σ. 258
8. Στο ίδιο
9. K. Kouvaras, OSS with the Central Committee of EAM, Αθήνα 1976 σ. 29
10. Προφορική Μαρτυρία Δημητρη Μανιώτη, 5/7/1996
11. Προφορική Μαρτυρία Κώστα Κωστόπουλου, 13 /4/1996
12. Προφορική μαρτυρία Βασίλη Κάιλα, 4/7/1996
13. Γ. Μπέικος, Η Λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, 2 τόμοι, Αθήνα 1979 σ. 46
14. Προφορική μαρτυρία Δημήτρη Μανιώτη, 5/7/1996
15. Στις 18 Απριλίου 1944 η ΠΕΕΑ παίρνει την οριστική διοικητική μορφή και αποτελείται από τους Αλ. Σβώλο (Πρόεδρο), Ευρ. Μπακιρτζή (αντιπρόεδρο) και μέλη τους : Γ. Σιάντο, Ηλ. Τσιριμώκο, Κ. Γαβριηλίδη, Εμμ. Μάντακα, Π. Κόκκαλη, Αγγ. Αγγελόπουλο, Γ. Γεωργαλά, Νικ. Ασκούτση, Σταμ. Χατζήμπεη.
16. «Ιδρυτική Διακήρυξη ΠΕΕΑ», στο ΠΕΕΑ, Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ.5-6
17. Πράξη 4, «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση» στο ΠΕΕΑ, Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ. 11
18. «Ιδρυτική Διακήρυξη ΠΕΕΑ», στο ΠΕΕΑ. Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ.5-6
19. Πράξις 6, «Τρόπος εκλογής μελών Εθνικού Συμβουλίου» στο ΠΕΕΑ. Επίσημα Κείμενα. Πράξεις και Αποφάσεις, Έκδοση Αρχείου Εθνικής Αντίστασης σ. 14-15
20. Στο ίδιο
21. Εθνικό Συμβούλιο - Περιληπτικά πρακτικά της πρώτης συνόδου του, έκδοση Κοινότητας Κορυσχάδων Ευρυτανίας σ. 118-124
22. C.M.Woodhouse, The apple of Discord: a survey of recent Greek politics in their international setting, Λονδίνο 1948, σ.146-147
Η Βασιλική Λάζου γεννήθηκε το 1973 στη Λαμία. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο University of Essex στη Μ. Βρετανία, από όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών με ειδίκευση στην προφορική και τη συγκριτική ιστορία. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή το 2010 στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου εργάστηκε πάνω στην ανάπτυξη καινοτόμων διαδραστικών περιβαλλόντων για τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου. Στο επίκεντρο των ερευνητικών ενδιαφερόντων της βρίσκονται όψεις του Εμφυλίου Πολέμου στις πόλεις, όπως η απονομή της δικαιοσύνης, το ζήτημα των εσωτερικών προσφύγων και οι δημόσιες τελετές καθώς και η μνήμη της δεκαετίας του 1940, όπως αποτυπώνεται στις προφορικές μαρτυρίες. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και έχει δημοσιεύσει άρθρα για την περίοδο 1940-1949 σε συλλογικούς τόμους, σε επιστημονικά περιοδικά και στον Τύπο καθώς και Επιμελήτρια των ιστορικών εντύπων των εφημερίδων Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος, Επενδυτής και της εφημερίδας Ντοκουμέντο . Είναι μέλος της οργανωτικής και επιστημονικής επιτροπής των εκδηλώσεων "Η Αθήνα ελεύθερη. 12 Οκτωβρίου 1944" και επί σειρά ετών μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (ΕΔΙΑ).
Πηγή: www.historical-quest.com