Translate

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Β. Α. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ




Ο Βίκτωρ Αλεξέγεβιτς Βαζιούλιν (γεννήθηκε το 1933 στη Μόσχα) είναι ένας από τους δημιουργικότερους στοχαστές της εποχής μας. Κεντρικό θέμα των ερευνών του είναι τα μεθοδολογικά και φιλοσοφικά θεμέλια της μαρξιστικής θεωρίας, των κοινωνικών επιστημών. Βασικά έργα του είναι τα εξής:

  –   Η λογική του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ, Μόσχα 1968.

 – Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Καρλ Μαρξ, Μόσχα 1976.

 – Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μέθοδος της ερευνάς του, ελληνική έκδοση Σύγχρονη Εποχή 1988.

– Η λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας, 1988.

   Κύρια επιστημονικά επιτεύγματα του είναι:

1. Η αποκάλυψη της διαλεκτικής λογικής, της μεθοδολογίας του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ μέσα από τη συστηματική αντιπαραβολή του υλικού της πολιτικής οικονομολογίας με την επιστήμη της λογικής του Χέγκελ.

2. Η διακρίβωση του αντιφατικού μηχανισμού εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού.

3. Η συστηματική ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας του μαρξισμού βάσει της ανεπτυγμένης μεθοδολογίας του και μέσω της θεωρητικής εξέτασης της δομής και της ιστορίας της ανθρωπότητας υπό το πρίσμα της ώριμης, της αταξικής – κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η επαναστατική θεωρία και στάση ζωής του είχαν αποτέλεσμα συγκρούσεις και αποσιώπηση εκ μέρους των ιθυνόντων τόσο επί «στασιμότητας» (ιδιαίτερα μετά την αντίθεση του στη «θεωρία» του ανεπτυγμένου σοσιαλισμού) όσο και επί κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης.

Σήμερα είναι επικεφαλής της διεθνούς Λογικο-Ιστορικής σχολής, μιας διεθνιστικής ερευνητικής και πολιτικής ομάδας.

Δ. Πατέλης

Τη συνέντευξη πήρε στις 30/4/94 ο ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΔΗΣ

και την παραχώρησε ευγενικά στο περιοδικό μας.

Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ τον ευχαριστεί θερμά.

Τη μετάφραση έκανε ο Δημήτρης Πατέλης.

Β. Α. Βαζιούλιν: Αρχίζοντας τη συζήτηση μας θα ήθελα να επισημάνω την ανεπάρκεια θεωρητικών ερευνών και την υποτίμηση της θεωρίας απ’ όλα τα κόμματα και τα κινήματα κομμουνιστικού προσανατολισμού ή κομμουνιστικής αναφοράς.

Παρατηρείται το εξής παράδοξο: όσο πιο αριστερά είναι το συγκεκριμένο κόμμα τόσο περισσότερο υποτιμά τη σημασία της θεωρητικής έρευνας. Με μια πρώτη ματιά, με μια επιφανειακή προσέγγιση δημιουργείται η εντύπωση ότι με τη θεωρία ασχολούνται περισσότερο τα σοσιαλδημοκρατικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα. Νομίζω, όμως, ότι η εντύπωση αυτή είναι μάλλον επιφανειακή.

Η κατάσταση έχει ως εξής: τα κόμματα που έχουν έναν πραγματικά αριστερό – κομμουνιστικό προσανατολισμό δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει από την εποχή των Μαρξ -Ένγκελς αλλά και του Λένιν. Απ’ την άλλη, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είτε προσποιούνται είτε πραγματικά πιστεύουν ότι μετά τους Μαρξ – Ένγκελς – Λένιν ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ, ώστε τίποτα δεν ευσταθεί από τη θεωρία του μαρξισμού.

Φτάνουμε σε μια απόσπαση των δυο πλευρών της αντίθεσης: τα μεν κόμματα κομμουνιστικού προσανατολισμού αγνοούν τις αλλαγές που έχουν επέλθει, τα δε σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά απολυτοποιούν αυτές τις αλλαγές και δεν βλέπουν τα κοινά σημεία που υπάρχουν στη σημερινή εποχή και στην εποχή των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν.

Γι’ αυτό αφενός τα πρώτα, στην ουσία, αποκόβονται απ’ τη ζωή επαναλαμβάνοντας στοιχεία από το έργο των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Μερικά μάλιστα από αυτά, τα πιο αριστερά, εμμένουν χωρίς ουσιώδεις αλλαγές σε θέσεις του Στάλιν ή του Τρότσκι ή κάποιων άλλων μαρξιστών, ανάλογα με τον προσανατολισμό τους.

Τα δεύτερα (τα σοσιαλδημοκρατικά), στο όνομα των αλλαγών που έχουν γίνει, αρνούνται την κομμουνιστική προοπτική, θεωρούν ότι ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος και ότι δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν (και πολύ περισσότερο στον Στάλιν).

Έτσι, τα αριστερά κομμουνιστικά κόμματα, παρ’ όλο που έχουν αποκοπεί από τη ζωή, παραμένουν ειλικρινά προσηλωμένα στον κομμουνιστικό στόχο. Ενώ τα σοσιαλδημοκρατικά απορρίπτουν κάθε τέτοιο στόχο και απλώς περιορίζονται στη συγκυρία. Ακόμη και όταν βάλουν κάποιους στόχους, είναι τόσο απροσδιόριστοι, ώστε είναι εκ προοοιμίου ανεκπλήρωτοι. Υποθέτουν, π.χ., ότι κάποτε… στο μέλλον θα επιτευχθεί «κοινωνική δικαιοσύνη» χωρίς να ξεκαθαρίζουν τι σημαίνει αυτή η κοινωνική δικαιοσύνη, πότε και με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί. Αναφέροντας αυτό το παράδειγμα, έχω κυρίως στο μυαλό μου το δικό μας «Σοσιαλιστικό Κόμμα των Εργαζομένων» (σ.σ. του Μπουζγάλιν Καγκαρλίτσκι).

Πιστεύω ότι ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό έχει αλλάξει. Στην εποχή του Λένιν (πόσο μάλλον στην εποχή των Μαρξ – Ένγκελς) δεν υπήρξαν απόπειρες σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δεν υπήρχε σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Δεν υπήρχε αλληλεπίδραση σοσιαλιστικών κρατών. Στην εποχή των Μαρξ – Ένγκελς δεν υπήρχε ακόμα η επιστημονικοτεχνική επανάσταση. Μόλις άρχιζε στην εποχή του Λένιν, ενώ το δεύτερο στάδιο της άρχισε στα τέλη των δεκαετιών ’70-’80, οπότε παρατηρείται η μετάβαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος. Αλλά, όπως είναι γνωστό, ο μαρξισμός έγινε δυνατό να ανακύψει μόνο μετά την ολοκλήρωση της βιομηχανικής επανάστασης. Τότε εμφανίστηκαν ριζικά νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας. Κι όχι μόνο της θεωρίας, αλλά και της πρακτικής, δεδομένου ότι διαμορφώθηκε μια νέα τάξη, η εργατική τάξη, ως τάξη «για τον εαυτό της».

Το ίδιο και σήμερα, πραγματοποιείται μια εντελώς νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, αδιανόητη για την εποχή του Λένιν (πόσο μάλλον για την εποχή των Μαρξ -Ένγκελς).

Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η θεωρητική ανάλυση αυτών των αλλαγών. Αλλαγές οι οποίες δεν επιδρούν μόνο στην τακτική των Κ. Κ. (γεγονός πασιφανές), αλλά και στη στρατηγική. Η αναγνώριση της επίδρασης αυτών των αλλαγών δε ση μαίνει απόρριψη του στόχου μας, του κομμουνισμού. Σημαίνει βαθύτερη κατανόηση του. Τι είναι, τέλος πάντων, ο κομμουνισμός και με ποιον τρόπο είναι εφικτή η μετάβαση σ’ αυτόν.

Αυτή είναι η μια πλευρά της αντίφασης, οι αλλαγές της εποχής μας, σε σύγκριση με τις εποχές των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά. Αυτή που επιμελώς λησμονούν οι σοσιαλδημοκράτες. Το ότι δηλαδή, η εποχή των Μαρξ – Ένγκελς έχει πολλά κοινά σημεία με τη σύγχρονη εποχή. Παρ’ όλες τις αλλαγές που έχουν γίνει στον καπιταλισμό, αυτός, ως προς την ουσία του, παραμένει καπιταλισμός. Αυτό σημαίνει ότι τα θεωρητικά αυτά κεκτημένα πρέπει να αναλυθούν υπό το πρίσμα της σύγχρονης εποχής, όπως και ο Λένιν στην εποχή του, την εποχή του ιμπεριαλισμού, προσπάθησε να αναστοχαστεί τον Μαρξ.

Εάν εξετάσουμε απ’ αυτή τη σκοπιά τα κόμματα κομμουνιστικού προσανατολισμού, θα δούμε ότι ουσιαστικά αναπαράγουν αυτά που υπήρχαν μέχρι πρόσφατα, χωρίς να επιχειρούν να αναλύσουν θεωρητικά την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της ήττας του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κι όταν προσπαθούν να αντλήσουν κάποια διδάγματα απ’ την ήττα, κατά κύριο λόγο επικαλούνται τον υποκειμενικό παράγοντα στο εσωτερικό της χώρας ή τον ίδιο παράγοντα στο εξωτερικό ή κάποιους συνδυασμούς του πρώτου με το δεύτερο. Για παράδειγμα, κάποια σφάλματα ή την προδοσία ορισμένων προσώπων (κυρίως της ηγεσίας του κόμματος), τη μυστική δράση των ξένων μυστικών υπηρεσιών (κυρίως των αμερικανικών), την καταστροφική παρέμβαση πολιτικών κύκλων των δυτικών αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών ή και το σύνολο των παραπάνω αιτιών.

Βέβαια, όλοι αυτοί ο παράγοντες υπήρχαν. Αλλά να τα εξηγήσουμε όλα με βάση τον υποκειμενικό παράγοντα… σε καμιά περίπτωση. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι στο εσωτερικό της χώρας και ως αποτέλεσμα της εσωτερικής αντικειμενικής ανάπτυξης διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις της αστικής αντεπανάστασης. Θα ήθελα να επισημάνω ότι χωρίς σοβαρή ανάπτυξη της θεωρίας το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα θα φτάσει -ή μήπως έχει ήδη φτάσει;- σε αδιέξοδο. Βλέπετε, ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα ζώα, οφείλει να γνωρίζει τι είναι αυτό που πραγματοποιεί ως αποτέλεσμα των ενεργειών του και με ποιον τρόπο μπορεί να το πετύχει. Υπόδειγμα για κάτι τέτοιο ήταν το κόμμα των μπολσεβίκων. Ο Λένιν προσπαθούσε να αναπτύξει το μαρξισμό σύμφωνα με τις νέες ιστορικές συνθήκες.

Όσον αφορά δε τη λεγόμενη «λενινιστική φρουρά«, όσοι την αποτελούσαν απέδιδαν μεγάλη σημασία στη θεωρία. Όλοι οι μπολσεβίκοι, όταν πήγαιναν φυλακή, μελετούσαν. Σπούδαζαν το μαρξισμό και το σύνολο της κοινωνικής σκέψης, δεδομένου ότι ο μαρξισμός ανέκυψε -όπως και να το δούμε- μέσα στη διαδικασία της κριτικής επεξεργασίας των σημαντικότερων κεκτημένων της παγκόσμιας σκέψης. Τι γίνεται, όμως, σήμερα; Οι κομμουνιστές, κυρίως, αναλώνονται με κάποιες συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες. Είναι, όμως, αναγκαίος ο συνδυασμός της πρακτικής δράσης με τη συστηματική ενασχόληση με τη θεωρία, με την αυτομόρφωση, με τη βαθιά κατανόηση της συγκυρίας στην οποία πρέπει να δράσουν οι κομμουνιστές.

Αυτή η υποτίμηση της θεωρίας υπάρχει σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα. Στη Ρωσία, περισσότερο για τη σημασία της θεωρίας μιλά το ΚΚΡΟ (Κ.Κ. Ρώσικης Ομοσπονδίας – του Ζουγκάνοφ). Το κόμμα αυτό είναι πολύ κοντά στη σοσιαλδημοκρατία και πιθανόν να μετεξελιχτεί σε καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αυτοί το ζήτημα της θεωρίας το καταλαβαίνουν πολύ ιδιόμορφα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ζουγκάνοφ, ο οποίος έχει δηλώσει ότι, μελετώντας τους κλασικούς του μαρξισμού, τη Βίβλο, το Κοράνι, τις Βέδες και εγχειρίδια σχετικά με το πώς διεξάγει κανείς ψυχολογικό πόλεμο, θεωρεί ότι έχει κατανοήσει τα πάντα και δεν υπολογίζει κανέναν.

Σοβαρή θεωρητική δουλειά δε γίνεται ούτε στο ΚΚΡΟ. Αυτό που κάνουν είναι να προσπαθούν να συνδυάσουν ορισμένες ιδέες του μαρξισμού με σοσιαλδημοκρατικές απόψεις. Κάθε άλλο παρά αναπτύσσουν το μαρξισμό.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η θέση και ο ρόλος της γραφειοκρατίας στην ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας; Ποιος είναι ο ρόλος της στην ήττα του σοσιαλισμού;

Β. Β.: Η γραφειοκρατία είναι ένας διοικητικός μηχανισμός που δουλεύει για τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή είναι ένας μηχανισμός διοί­κησης που έχει μετατραπεί σε αυτο­σκοπό. Εάν υπάρχει στην κοινωνία μια ουσιώδης διάκριση (αντίθεση) μεταξύ κοινωνικών (κοινών) και ατομικών (ειδικών) συμφερόντων, η ενότητα τους πραγματοποιείται μέ­σω του διχασμού κοινών συμφερόντων αφ’ ενός και μοναδικών αφ’ ετέρου. Η ίδια η ενότητα των συμφερόντων αποβαίνει εξωτερικά ως το κοινό συμφέρον (ψευδο-κοινό). Συνεπώς, ο διοικητικός μηχανισμός εκφράζει, προασπίζεται κάποια κοι­νά συμφέροντα, τα οποία αποτε­λούν ταυτόχρονα μια ψευδο-κοινότητα. Όταν υφίσταται η διάσταση που προαναφέραμε, ο μηχανισμός της διοίκησης είναι αναπόφευκτα, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, απο­κομμένος απ τους διοικούμενους και, συνεπώς, δουλεύει για τον εαυ­τό του. Μετατρέπεται σε αυτοσκο­πό. Η αναγκαιότητα υπαγωγής των ατομικών συμφερόντων στα κοινω­νικά γίνεται μέσω του πειθαναγκα­σμού. Η γραφειοκρατία, στο βαθμό που εκφράζει το ψευδο-κοινό συμ­φέρον, συνιστά μια συγκεντροποίηση, που μάλιστα εδράζεται στην ιε­ραρχική αρχή της υπαγωγής των κα­τώτερων μηχανισμών στους ανώτε­ρους και χωρίς την ικανότητα των πρώτων να επιδρούν στους δεύτε­ρους.

Κατ’ αυτό τον τρόπο εξέταζε τη γραφειοκρατία ο Κ. Μαρξ. Συνε­πώς, ο αγώνας κατά της γραφειοκρατίας δεν είναι μόνο αγώνας ενα­ντίον μεμονωμένων γραφειοκρατών, ούτε μόνο εναντίον της γραφειοκρα­τίας αυτής καθαυτής. Πρόκειται για αγώνα και εναντίον της γραφειοκρα­τίας αυτής καθαυτής και εναντίον ξεχωριστών γραφειοκρατών, αλλά κυρίως εναντίον των όρων που γεν­νούν τη γραφειοκρατία.

Αναφορικά μεε τη χώρα μας τώ­ρα… Λόγω του γνωστού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνά­μεων, που χαρακτηρίζει μια χώρα μέσου επιπέδου ανάπτυξης, η γρα­φειοκρατία «μας» θα έπρεπε να εμ­φανιστεί και εμφανίστηκε. Υπήρχε, επίσης, η κληρονομημένη από την τσαρική Ρωσία, γραφειοκρατία. Υπήρχαν οι τσαρικοί υπάλληλοι που προσελκύθηκαν στην κρατική μηχανή, αλλά έχουμε και τη γραφειοκρατικοποίηση των νέων ανθρώ­πων που ήρθαν στην εξουσία. Το ξε­ρίζωμα της γραφειοκρατίας είναι ανέφικτο όσο υπάρχει μια λίγο – πο­λύ σταθερή τάση των ανθρώπων να εργάζονται για το μισθό τους, πράγ­μα που αποτελεί μια έκφραση της απόσπασης μεταξύ ατομικών και κοινωνικών συμφερόντων.

Οι τάσεις γραφειοκρατικοποίησης ενισχύθηκαν επιπλέον και λόγω της βαρύτατης κατάστασης έκτα­κτης ανάγκης στην οποία είχε πε­ριέλθει η ΕΣΣΔ ως η μόνη χώρα στην οποία νίκησε η σοσιαλιστική επανάσταση σ’ όλο τον καπιταλιστι­κό κόσμο. Αυτό εξώθησε σε μεγαλύτερη συγκεντροποίηση απ’ αυτή που θα υπήρχε αν έλειπε η εν λόγω πίε­ση. Οι συνθήκες αυτές απαιτούσαν μεγαλύτερη εργασιακή πειθαρχία, μεγαλύτερο πειθαναγκασμό για ερ­γασία. Όμως, η ενίσχυση του εξανα­γκασμού σε εργασία οδηγεί στην επίταση της αλλοτρίωσης των διοι­κούμενων απ’ τους διοικούντες. Ενισχύει την αποξένωση μεταξύ ερ­γατών και διοικητικού μηχανισμού. Χωρίς να επεκταθώ στην πλήρη ανάλυση του συνολικού μηχανισμού εμφάνισης της γραφειοκρατίας, των αμοιβαίων σχέσεων στο εσωτερικό της, θα επισημάνω μόνο ότι η δια­μόρφωση της «νέας» γραφειοκρα­τίας και η ενίσχυση της ήταν νομο­τελειακή στη χώρα μας. Εάν μια γραφειοκρατία ενισχύεται, όλο και πιο πολύ αποξενώνεται απ’ το λαό. Αυτό σημαίνει ότι οι γραφειοκράτες επιδιώκουν όλο και πιο πολύ τους δικούς τους ατομικούς σκοπούς, τον προσωπικό τους πλουτισμό, τη σταδιοδρομία τους κ.λπ. Και μάλι­στα, όπως ήταν φυσικό, η μεγαλύτε­ρη αποξένωση απ’ το λαό παρατη­ρούνταν στα ανώτερα κλιμάκια, στην κορυφή του μηχανισμού. Αυτά τα κλιμάκια άρχισαν να προσανατο­λίζονται προς τη Δύση.

Ο σοσιαλισμός εμφανίζεται και εγκαθιδρύεται με σοβαρές εσωτερι­κές αντιφάσεις. Στον πρώιμο σοσια­λισμό οι αντιφάσεις αυτές παίρνουν τέτοια έκταση και βάθος, που μπο­ρούν να οδηγήσουν στην κατάργηση του σοσιαλισμού. Χωρίς την παρα­μικρή παρέμβαση της CΙΑ, οι ικανό­τητες της οποίας συχνά υπερεκτι­μούνται (ντοκουμέντα αποδεικνύ­ουν ότι η ΚGΒ δούλευε πολύ καλύ­τερα από τη CΙΑ).

Μπορούμε να παρατηρήσουμε την κλιμάκωση της γραφειοκρατικοποίησης καθ’ όλη την ιστορία της ΕΣΣΔ. Βαθμιαία άλλαζαν οι άνθρω­ποι που έρχονταν στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Άλλοι ήταν αυτοί που ανέλαβαν μετά την επα­νάσταση. Άλλοι αυτοί που επιλέχθη­καν μετά τις εκκαθαρίσεις της αρι­στερής κομματικής αντιπολίτευσης. Οι τελευταίοι, αν και επιλέχθηκαν απ’ τα κάτω και προέρχονταν απ’ την παραγωγή, δε διέθεταν εκείνο το επαναστατικό ατσάλωμα που χαρα­κτήριζε τη «λενινιστική φρουρά». Στη συνέχεια, δρομολογήθηκε ο πε­ραιτέρω εκφυλισμός. Η διαφθορά μέχρι τον πόλεμο κατέλαβε βασικά τα ανώτατα κλιμάκια. Στη συνέχεια επεκτεινόταν διαρκώς προς τα κά­τω.

Προπολεμικά ίσχυε το «παρτμάξιμουμ» (κομματικό μέγιστο) που πρόβλεπε ότι για το κάθε μέλος του κόμματος ίσχυε ένα όριο αποδοχών λίγο παραπάνω από το επίπεδο του εργατικού μισθού. Αργότερα και ο ίδιος ο Στάλιν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να διατηρήσει το κομματικό μάξιμουμ. Η κατάργηση του σημα­τοδοτούσε και την τυπική, πλέον, μετατροπή των προνομίων ως νομιμοποιημένο και κομματικό καθε­στώς. Και μετά τον πόλεμο υπήρχε πάλη ενάντια στα προνόμια. Είχε, όμως, το χαρακτήρα πάλης ενάντια στα προνόμια του άλλου.

Ανακεφαλαιώνοντας, μέχρι τότε που θα υπάρχουν διαφορές ανάμε­σα στα κοινωνικά και ατομικά συμφέροντα, θα υπάρχει και γρα­φειοκρατία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η γνώμη σας για τη σταλινική περίοδο; Υπήρχε τότε σοσιαλιστική ανάπτυξη; Πώς εκτιμάτε τον Στάλιν;

Β. Β.: Είναι αντιφατική σχέση… Ο Στάλιν διάλεξε τον πιο εύκολο δρό­μο, τον οποίο συνήθως ακολουθεί και η ιστορία. Ο Λένιν προσπαθού­σε να οδηγήσει τη σοσιαλιστική ανά­πτυξη προς ένα λιγότερο πιθανό -όμως εφικτό- δρόμο. Είναι γνωστό ότι ο Ι. Β. Στάλιν υιοθέτησε πολλές θέσεις του Λ. Ντ. Τρότσκι. Σε γενι­κές γραμμές και συνολικά θα έλεγα ότι ο ρόλος του Στάλιν ήταν θετι­κός. Με ποια έννοια όμως; Τότε ήταν απαραίτητη η επίτευξη μιας ταχύρρυθμης ανάπτυξης των παρα­γωγικών δυνάμεων της χώρας. Για κάτι τέτοιο χρειαζόταν μια αυστηρή συγκεντροποίηση. Όσο λιγότερες εί­ναι οι διαθέσιμες δυνάμεις, όσο πιο σκληρές είναι οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, τόσο περισσό­τερο χρειάζεται η συγκεντροποίηση. Αυτό φαίνεται και στα πιο απλά πράγματα: όταν υπάρχουν λίγοι πό­ροι (π.χ. τρόφιμα), τότε εισάγεται το σύστημα διανομής με το δελτίο. Η χώρα βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Στο εσωτερικό υπερ­τερούσαν οι μικροαστικές μάζες. Στο διεθνές επίπεδο ωρίμαζε ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος θα στρεφόταν ενάντια στην ΕΣΣΔ.

Ό,τι κι αν λένε σήμερα πολλοί, προπολεμικά έγιναν πολλά. Σίγουρα με σκληρές και αυστηρές μεθό­δους… Υπήρχε, π.χ., διάταγμα για ποινική καταδίκη της 20λεπτης αρ­γοπορίας στη δουλειά. Τον Στάλιν πρέπει να τον βλέπουμε χωρίς προ­καταλήψεις, αντικειμενικά και επι­στημονικά. Είναι αλήθεια ότι τέτοια πολιτική δεν μπορούσε να ασκήσει ο καθένας. Χρειάζονται γι’ αυτό ιδι­αίτερα χαρακτηριστικά (ακόμη και στο επίπεδο της ηθικής) που κάθε άλλο παρά είναι ελκυστικά. Άλλο θέμα είναι τα πορίσματα που βγάζει κανείς αν κάνει μια σύγκριση των χαρακτηριστικών αυτών με αυτό που είναι αναγκαίο επί κομμουνι­σμού.

Οι κομμουνισστές είναι κατ’ αρχήν κατά της βίας. Εδώ, όμως, η κατά­σταση της χώρας υπαγόρευε την αναγκαιότητα σκληρού πειθαναγκα­σμού ή απειλής πειθαναγκασμού. Φυσικά διώξεις έγιναν. Κι ο Στάλιν προσωπικά ήταν τύπος που απέδιδε υπερβολικό ρόλο στη βία. Πόσο μάλλον που συνέτρεχαν και προσω­­πικοί (οικογενειακοί) λόγοι που ενίσχυσαν τα δεσποτικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Βέβαια, στις συζη­τήσεις και στα «έργα» των «δημο­κρατών» για τις διώξεις υπάρχουν κραυγαλέες υπερβολές ως προς τους αριθμούς των θυμάτων των διώξεων, γεγονός που ισχύει περισ­σότερο γι’ αυτούς που έχουν υπο­στεί άδικα διώξεις. Ο Ρ. Μεντβέντεφ, που κάθε άλλο παρά σταλινι­κός είναι, δίνει στοιχεία που απο­δεικνύουν ότι ο κύριος όγκος των διώξεων έγινε ενάντια στους κουλάκους.

Από την πλευρά του ρόλου της προσωπικότητας στην ιστορία, σί­γουρα ο Στάλιν επέδρασε στο χαρα­κτήρα της πραγματοποίησης αυτών των διαδικασιών (διώξεων). Λόγω της προσωπικότητας του τα κατα­σταλτικά μέτρα ενισχύθηκαν περισ­σότερο απ’ ό,τι απαιτούσαν οι περι­στάσεις. Η γραφειοκρατία ενισχύ­θηκε σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο θα μπορούσε να συμβεί υπό την ηγεσία μιας άλλης προσωπικότητας. Πιστεύω, όμως, ότι και μια άλλη προσωπικότητα στη θέση του θα ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει με ανάλογο τρόπο. Ωστόσο, τα βασικά καθήκοντα που έμπαιναν μπροστά στη χώρα (ανάπτυξη της βιομηχα­νίας, της βιομηχανικής παραγωγής και της παραγωγής αγροτικών προϊ­όντων) είχαν εκπληρωθεί πριν απ’ τον πόλεμο. Και στο στρατιωτικό τομέα η χώρα είχε, κατά βάση, προε­τοιμαστεί για τον πόλεμο, γεγονός που της επέτρεψε στη συνέχεια, σε εμπόλεμη κατάσταση, να ενεργοποιήσει μια βιομηχανία η οποία ως προς την παραγωγή εξοπλισμών ξε­πέρασε αυτή που είχε στη διάθεση του ο αντίπαλος.

Μετά τον πόλεμο η γραφειοκρατικοποίηση προχώρησε με αρκετά γρήγορους ρυθμούς. Ο ογκώδης γραφειοκρατικός μηχανισμός λει­τούργησε με το νόμο της αδράνειας, μια δύναμη που δεν μπορεί να εξα­φανιστεί από μόνη της. Όταν η απο­ξένωση από τους διοικούμενους έχει φτάσει σε προχωρημένα στάδια, δεν μπορεί να επανασυνδεθεί μ’ αυτούς από μόνος του. Ο διοικητι­κός μηχανισμός προπολεμικά και κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε ήδη γραφειοκρατικοποιηθεί σε ορι­σμένο βαθμό, αλλά συνολικά διευθε­τούσε καθήκοντα ζωτικής σημασίας για τη χώρα. Κι αυτό σημαίνει από μόνο του ότι δεν ήταν γραφειοκρα­τικός. Πρέπει να δούμε την αντιφα­τικότητα της κατάστασης. Δείτε, π.χ., τις σοβιετικές κινηματογραφι­κές ταινίες (κυρίως τα πολεμικά κι­νηματογραφικά χρονικά) της επο­χής εκείνης. Παρατηρήστε το πα­ρουσιαστικό των κομματικών στε­λεχών, το ντύσιμο τους, τη συμπερι­φορά τους, τις συνήθειες τους. θα διαπιστώσετε ότι, παρά το ότι ήταν υποχρεωμένα να γραφειοκρατικοποιηθούν, παρά το ότι η διαδικασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη, παρέμε­ναν βασικά «σαρξ εκ της σαρκός» του λαού. Ήταν, υπό μια έννοια, αποκομμένοι απ’ το λαό, σαν υπάλ­ληλοι που εκτελούσαν κάποιες λει­τουργίες καταναγκασμού. Όμως, ως προς τον τρόπο ζωής τους και τις συνήθειες τους διατηρούσαν όλους τους δεσμούς τους με τους εργάτες και τους αγρότες (προσωπικούς, συγγενικούς κ.ά.). Κι αυτό, γιατί μόλις είχαν αναδειχθεί από το εργα­τικό και αγροτικό τους περιβάλλον. Ήταν υποχρεωμένα να καταναγκά­ζουν σαν κρατικά στελέχη. Κατα­νάγκαζαν, όμως, τους δικούς τους ανθρώπους.

Ο Λ. Ντ. Τρότσκι έκανε κριτική στον Στάλιν. Ο Στάλιν πήρε ένα μέ­ρος από το πρόγραμμα του Τρότσκι. Αν ο Τρότσκι έμενε στη χώρα έχο­ντας την εξουσία, θα ήταν αναγκα­σμένος, για να κρατήσει τη σοβιετι­κή εξουσία, να ενεργήσει με παρεμ­φερή τρόπο με αυτόν του Στάλιν. Γιατί εκείνη την περίοδο συνθήκες για την παγκόσμια επανάσταση δεν υπήρχαν.

Σχετικά με τον Τρότσκι αλλά και τον ίδιο τον Λένιν -σε αντιδιαστολή με τον Μαρξ-, θέλω να σημειώσω ότι δεν κατανόησαν σε επαρκή βαθ­μό την ουσία του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Ακόμη κι ο Λένιν όταν επιχειρούσε να αντιπαλέψει τη γρα­φειοκρατία, σχεδίαζε πράγματα που δεν εξάλειφαν τη γραφειοκρατία. Τα μέτρα που πρότεινε μπορούσαν να καθυστερήσουν για κάποιο διάστη­μα την αποξένωση της γραφειοκρατίας αλλά, τελικά, η γραφειοκρατία θα έπαιρνε το επάνω χέρι. Η γραφει­οκρατία είναι προς το παρόν φαινό­μενο που δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Πρέπει να έχουμε σοβαρή επίγνωση αυτού του γεγονότος. Να γνωρί­ζουμε τα αίτια εμφάνισης και ύπαρ­ξης, τις συνθήκες και τους τρόπους άρσης της γραφειοκρατίας, ώστε να την καταπολεμούμε με επιτυχία. Δεν μπορούμε να βάλουμε ανέφικτους στόχους να την εξαλείψουμε, εδώ και τώρα. Χρειάζεται να προσπα­θούμε να τη θέτουμε, κατά κάποιον τρόπο, σε υπηρεσία. Να λάβουμε διάφορα μέτρα ώστε να μην αποκτά υπερβολική αυτοτέλεια. Μόνο αυτό μπορούμε να κάνουμε…

Αντιπαραθέτουν, συχνά, στη γρα­φειοκρατία την εργατική αυτοδιοί­κηση – αυτοδιαχείριση. Ευελπιστούν να καταργήσουν τη γραφειοκρατία με την εργατική αυτοδιαχείριση στα ξεχωριστά εργοστάσια – επιχειρή­σεις. Αυτό, τελικά, θα οδηγήσει σε τέτοιον κολλεκτιβίστικο εγωισμό, που θα τα διαλύσει όλα. Θα γκρεμί­σει την ενότητα της παραγωγής. Πρέπει να ξέρουμε ποιοι άνθρωποι θα εφαρμόσουν την αυτοδιαχείριση. Κάποιοι ξεκινούν από εξιδανι­κευμένες αντιλήψεις για τους εργά­τες. Ας εξηγήσουν γιατί οι Ρώσοι ερ­γάτες είναι υπέρ του καπιταλισμού, γιατί υποστηρίζουν την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων; Με ποιον τρόπο οι σημερινοί Ρώσοι εργάτες θα αυτοδιαχειριστούν και θα εφαρμόσουν το σοσιαλισμό; Αν ο εργάτης εργάζεται ακόμη, χάριν του μισθού, τότε θα έχει ιδιοτελείς τάσεις. Πριν ακόμα απ’ την «περεστρόικα», είχα­με στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία της «Πράβντα», περίπου 500.000 «κουβαλητές» (ανθρώπους που έκλεβαν αντικείμενα απ’ το χώ­ρο εργασίας τους -σ.τ.μ.). Μπορούν να ισχυριστούν ότι η γραφειοκρατία τους οδήγησε σ’ αυτή την κατάστα­ση. Και το γεγονός ότι οι άνθρωποι εργάζονται χάριν του μισθού και όχι επειδή η εργασία έχει γίνει ανά­γκη τους, κι αυτό στη δολιότητα της γραφειοκρατίας οφείλεται;

Σε τέτοιες συνθήκες το διοικητικό σύστημα (που αναπόφευκτα είναι σε ορισμένο βαθμό γραφειοκρατικό) παίζει το ρόλο ενός συνδετικού ιστού των αποκομμένων εγωιστι­κών συμφερόντων, συμπεριλαμβα­νομένων και των συλλογικών εγωι­στικών συμφερόντων ξεχωριστών ομάδων. Γι’ αυτό αντιτίθεται σε κά­θε ξεχωριστό εγωιστικό συμφέρον, αν και, ταυτόχρονα, είναι αποξενω­μένο από τα συμφέροντα των διοι­κούντων. Τονίζω και πάλι ότι οι κοινωνικές διαδικασίες είναι αντι­φατικές. Κι όμως, τα κομμουνιστι­κά κόμματα τις προσεγγίζουν εξαι­ρετικά απλουστευτικά. Χρειάζεται βαθιά θεωρητική κατανόηση τους, αλλιώς οποιαδήποτε επίδραση πά­νω τους θα είναι ανέφικτη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Δυο λόγια για το φαι­νόμενο Ζιρινόφσκι…

Β. Β.: Έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ιδιότυπη συγκυρία στη χώρα μας. Το ιδιόμορφο φαινόμενο Ζιρινόφσκι προσιδιάζει σ’ αυτή τη συγκυρία. Ο ίδιος ο Ζιρινόφσκι νο­μίζω ότι αδιαφορεί πλήρως για τα πάντα εκτός από την προσωπική του εξουσία, θα κάνει οτιδήποτε, θα συμπαραταχθεί με οποιοδήποτε μπλοκ, με μοναδικό στόχο την προε­δρία. Αν κρίνει ότι τον συμφέρει, θα πάει και με τους κομμουνιστές. Αυ­τό, βέβαια, αφορά την προσωπικό­τητα του και όχι την άποψη των κοι­νωνικών στρωμάτων που εκπροσω­πεί. Δε διαθέτει προς το παρόν στα­θερή κοινωνική βάση. Αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, τον υποστηρίζει κά­ποιο μέρος της λεγόμενης αστικής τάξης. Υποστηρίζεται κι απ’ έξω, κυρίως απ’ τους Αμερικανούς. Πρό­κειται για δημαγωγό που εμφανί­στηκε στο προσκήνιο με μια αποφα­σιστική πολεμική στην υπάρχουσα εξουσία. Μόλις, όμως, αναρριχήθη­κε, ήρθε σε συμφωνία με τον Γέλτσιν. Βασίζεται σε κάποιες δια­θέσεις της στιγμής αρκετά πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού, τις οποίες ξέρει να εκμεταλλεύεται.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες είναι οι θεωρητι­κές αντιλήψεις των κομμουνιστικών κομμάτων για το σοσιαλισμό;

Β. Β.: Σε γενικές γραμμές, έχω εν μέ­ρει αναφερθεί σ’ αυτό το ζήτημα. Αν πάρουμε για παράδειγμα το ΠΚΚ (μπ) και το ΚΕΚΡ, θα δούμε ότι τα προγράμματα τους είναι μια επανά­ληψη του παρελθόντος.

Το ΠΚΚ (μπ) προσανατολίζεται περισσότερο στον Στάλιν, το ΚΕΡΚ περισσότεροο στον Λένιν. ΓΓ αυτό οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτά ση­μαίνει ταυτόχρονα αναφορά σ’ αυτό που υπήρξε. Και τα δύο όμως κόμματα θέτουν κομμουνιστικούς στόχους. Είναι και τα δυο αναμφι­σβήτητα κομμουνιστικά.

Το ΚΚΡΟ, όπως ανέφερα ήδη, πε­ρικλείει τρεις τάσεις. Το περιεχόμε­νο του προγράμματος του θα εξαρ­τηθεί από το ποια τάση θα νικήσει. Όσο αυτές οι τάσεις συνυπάρχουν στο πλαίσιο ενός κόμματος, το πρό­γραμμα του θα είναι, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, εκλεκτικιστικό. Διακηρύσσονται κομμουνιστικοί στόχοι και «αγώνας για το σοσιαλι­σμό και τον κομμουνισμό». Παράλ­ληλα, όμως, είναι εναντίον της επα­νάστασης και υπέρ του ειρηνικού -εξελικτικού δρόμου… Είναι ενάντια στη δικτατορία της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, το ΚΚΡΟ αναπτύσσει σοσιαλδημοκρατική δραστηριότητα.

Η ΕΚΚ-ΚΚΣΕ είναι κάτι ενδιά­μεσο στο ΚΚΡΟ και το ΚΕΚΡ. Όμως και η ΕΚΚ-ΚΚΣΕ επίσης δεν είναι ομοιογενές κόμμα, θέτει κι αυτή κομμουνιστικούς στόχους…

Ωστόσο, θα ήθελα να πω -κι αυτό αφορά όλα τα κόμματα- ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Γιατί συχνά με καλές προθέσεις είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς βλέπετε τη συνερ­γασία κομμουνιστών και πατριωτών; Πόσο επικίνδυνη είναι; Χρειάζεται αυτή η συνεργασία από την άποψη των αντικειμενικών στόχων του κομμουνιστικού κινήματος;

Β. Β.: Από την άποψη των στρατηγι­κών στόχων, το κομμουνιστικό κί­νημα οφείλει να διαχωρίσει σαφώς τις θέσεις του από τον κρατικό πα­τριωτισμό. Εδώ θεμιτές μπορεί να είναι μόνο ορισμένες συμφωνίες για συγκεκριμένες ενέργειες. Τα κομ­μουνιστικά κόμματα, όμως, πρέπει να διατηρούν την ανεξαρτησία τους και θα πρέπει να διαδραματίζουν τον αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτές τις συνεργασίες. Έχω τη γνώμη ότι σή­μερα σε ορισμένο βαθμό οι κομ­μουνιστές υποχωρούν από τις αρχές τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ΚΚΡΟ, Και υποχωρεί όχι μόνο σε σχέση με τις συνεργασίες του με τους εθνικιστές, αλλά και με όσους βρίσκονται στις γραμμές του. Όπως σωστά τόνιζε ο Λένιν, η καλύτερη πολιτική είναι αυτή που διέπεται από αρχές. Οι κομμουνιστές πρέπει να έχουν τέτοια πολιτική, που να μη σπέρνει πλάνες στη συνείδηση των μαζών. Έτσι ώστε οι μάζες με σαφή­νεια να βλέπουν σε τι διαφέρουν οι κομμουνιστές από όλους τους άλ­λους.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η Ρωσία σήμερα προ­σπαθεί να προασπίσει κάποια συμφέροντα της στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Προσπαθεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στη Γιουγκοσλαβία. Πολλοί στη Δύση μιλούν για ρωσικό ιμπεριαλισμό. Είναι αυτό σωστό, κατά τη γνώμη σας; Είναι ή, έστω, μπορεί να γίνει η Ρωσία ιμπεριαλιστική χώρα;

Β. Β.: Η υπαρκτή δύναμη της Ρω­σίας, κατά τα φαινόμενα, δεν είναι σήμερα και τόσο μεγάλη. Η Ρωσία προβάλλει δευτερεύουσα και βοηθη­τική δύναμη. Ακριβέστερα, όχι η Ρωσία, αλλά ο πρόεδρος και η κυ­βέρνηση. Κι αυτοί δε διαθέτουν τό­σες δυνατότητες για την άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής, ακόμα κι αν το ήθελαν. Δεν αρκεί η επι­θυμία για την άσκηση ιμπεριαλιστι­κής πολιτικής. Προφανώς τέτοιες επιθυμίες υπάρχουν, μόνο που οι δυνατότητες για την εκπλήρωση τους δεν περισσεύουν… Βέβαια, ο Γέλτσιν προσπάθησε να διατηρήσει ένα «πρόσωπο». Οι Αμερικανοί, όμως, χωρίς ενδοιασμό έπληξαν αυτό το «πρόσωπο». Μετά τη συμφωνία του Τσούρκιν με τους Σέρβους, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ βομβάρδισαν τις σερβικές θέσεις. Μπορεί να διεξάγει ιμπεριαλιστική πολιτική κάποια τριτοκοσμική χώ­ρα; Η Ρωσία σ’ αυτή την κατάσταση κατρακυλά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς βλέπετε το «σοσιαλισμό της αγοράς» στην γκορμπατσοφική, αλλά και στην κι­νέζικη εκδοχή του;

Β. Β.: Το ζήτημα των εμπορευματι­κών και χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από την ανάπτυξη των παραγωγι­κών δυνάμεων της χώρας στην οποία νίκησε η σοσιαλιστική επανά­σταση. Ο Μαρξ απέδειξε προ πολλού ότι η υπέρβαση των εμπορευμα­τικών και χρηματικών σχέσεων εί­ναι εφικτή στο βαθμό που αναπτύσ­σεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής. Στο βαθμό που δεν έχει επιτευχθεί ο κοινωνικός χαρακτή­ρας της παραγωγής στις δυνάμεις παραγωγής, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα διατηρούνται οι σχέσεις της αγο­ράς.

Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις νικούν όταν αρχίζει να διαδραματί­ζει αποφασιστικό ρόλο ο κοινωνι­κός χαρακτήρας της παραγωγής και, αφού νικήσουν, έπεται ότι -τότε- δε θα πρέπει να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή η οικονομία της αγοράς. Στην περίπτωση που, λόγω κάποιων εξωτερικών συνθη­κών, η σοσιαλιστική επανάσταση νί­κησε σε μια χώρα στην οποία δεν υφίστανται οι (αναγκαίοι γι’ αυτό) όροι, βαθμιαία υπερτερούν οι εμπο­ρευματικές και χρηματιστικές σχέ­σεις. Και ο σοσιαλισμός θα εξαλει­φθεί. Πιθανόν, μάλιστα, και να μην ανακύψει σε μια τέτοια χώρα.

Το σε ποιο βαθμό θα διατηρού­νται οι εμπορευματικές και χρημα­τικές σχέσεις έχει να κάνει με το σε ποιο βαθμό έχει αναπτυχθεί ο κοι­νωνικός χαρακτήρας της παραγω­γής. Αυτό δεν εξαρτάται από τις προθέσεις του ενός ή του άλλου κόμματος, αλλά από τις αντικειμε­νικές νομοτέλειες. Καθήκον του κόμματος είναι η κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η γκορμπατσοφική εκδοχή κάθε άλλο παρά σοσιαλισμός είναι. Η λέξη «σοσιαλισμός» λειτουργεί μόνο ως προκάλυμμα για κάτι που στην πραγματικότητα είναι καπιταλι­σμός.

Σχετικά με ττην Κίνα… η κινέζικη εκδοχή είναι πράγματι σοσιαλισμός, αν και παρέχει ένα ευρύ πεδίο για τις εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις. Οι παραγωγικές δυνάμεις στην Κίνα βρίσκονταν σε πολύ χα­μηλότερο επίπεδο ανάπτυξης απ’ ό,τι στη χώρα μας. Συνεπώς, είτε το θέλουν είτε όχι οι Κινέζοι κομ­μουνιστές, οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις εκ των πραγμά­των θα διαδραματίζουν μεγάλο ρό­λο κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμη­ση. Στην περίπτωση που επιδίωκαν να συντρίψουν τις εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις, θα σήμαινε στήριξη της εξουσίας για μακρό χρονικό διάστημα στις λόγχες. Είναι, όμως, αδύνατο να στηριχθεί και να κρατηθεί μια τεράστια χώρα στις λόγχες. Γι’ αυτό, όταν πραγμα­τοποιείται σοσιαλιστική επανάστα­ση σε χώρες όπως η Κίνα, με ασθενώς αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις, για την εξουδετέρωση των αρνητικών συνεπειών χρειάζεται, προπαντός, μια πολύ γρήγορη ανά­πτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά για να γίνει αυτό, η Κινέζικη Δημοκρατία χρειάζεται τη βοήθεια (τεχνολογική κ.ά.) των πιο αναπτυγ­μένων σοσιαλιστικών χωρών. Βέβαια, η Κίνα είναι ένα τεράστιο κρά­τος, που ακόμα και η ΕΣΣΔ δε θα μπορούσε να επωμισθεί ένα τέτοιο βάρος.

Το πιθανότερο είναι και η Κίνα να έχει την τύχη της Σοβιετικής Ένωσης, θα ήθελα, εδώ, να αναφέ­ρω την αντίληψη μου για την ύπαρ­ξη των πρώιμων και των ώριμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Αυτό δεν είναι κάτι παράξενο ή μια απόκλιση της ιστορικής πορείας. Στη μετάβαση από ένα κοινωνικο­-οικονομικό σύστημα σ’ ένα άλλο, εί­χαμε πάντα επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις. Αυτό συνέβη, π.χ., σε όλες τις αστικές επαναστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μετάβαση στον κομμουνισμό. Μόνο που, επει­δή ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο ενιαίος, η κλίμακα της αντεπανάστασης είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως θα έπρεπε να μιλήσουμε για το άκαιρο αυτών των σοσιαλιστικών επαναστάσεων;

Β. Β.: Αν μιλήσουμε απλώς και μό­νο αναλογικά, θα έπρεπε να χαρα­κτηρίσουμε άκαιρες και τις αστικές επαναστάσεις όταν κατέληξαν σε αντεπαναστάσεις. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο και για τις πρώιμες σοσιαλιστικές επανα­στάσεις; Στη Ρωσία διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση. Οι αντι­φάσεις του παγκόσμιου καπιταλι­σμού και ιμπεριαλισμού οδήγησαν στην αναγκαιότητα της σοσιαλιστι­κής επανάστασης. Λόγω των αντι­φάσεων της ανάπτυξης, η επανάστα­ση δεν μπορούσε να ξεσπάσει στις χώρες που ζούσαν σε βάρος άλλων χωρών. Ξέσπασε στον αδύναμο κρί­κο του ιμπεριαλισμού, στις καθυ­στερημένες – εκμεταλλευόμενες χώ­ρες. Η αστική τάξη των αναπτυγ­μένων χωρών μπορούσε να εξαγο­ράσει την εργατική τάξη, μια και διέθετε τεράστιους πόρους από την εκμετάλλευση των αποικιών και από άλλες πηγές άντλησης υπερκέρδους.

Οι λενινιστικές θέσεις για την ανισομερή ανάπτυξη του ιμπεριαλι­σμού δεν μπορεί να αμφισβητηθούν. Αυτό σημαίνει ότι η επανάσταση θα εκδηλωθεί σε χώρες με σχετικά μέσο ή ασθενές επίπεδο ανάπτυξης. Η διαδικασία της ανάπτυξης είναι πά­ντοτε αντιφατική. Είναι αντιφατική η ανάπτυξη της ιστορίας. Εμφανί­στηκαν προϋποθέσεις για τη σοσια­λιστική επανάσταση, αλλά αυτή πρωτοπραγματοποιήθηκε σε χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης και με πολλά φεουδαρχικά κατάλοιπα.

Όταν μιλάμε για πρώιμες σοσια­λιστικές επαναστάσεις, δεν σημαίνει ότι δεχόμαστε τη θέση των μενσεβίκων, οι οποίοι πίστευαν ότι η επα­νάσταση δε χρειάζεται. Το ζήτημα δεν είναι αν θέλει κανείς ή όχι την επανάσταση, αλλά αν διαμορφώθη­καν αντικειμενικές προϋποθέσεις γι’ αυτή. Οι μπολσεβίκοι αυτή ακριβώς τη δυνατότητα πραγματοποίη­σαν. Επαναλαμβάνω, η θέση αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη σοσιαλ­δημοκρατική και μενσεβίκικη ερμη­νεία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μια διευκρίνιση για την Κίνα. Η σημερινή ηγεσία ισχυρί­ζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις γίνο­νται για να διορθωθούν τα λάθη της προηγουμένης ηγεσίας, η οποία δεν λάμβανε υπόψη της την ιδιαιτερότη­τα της χώρας (το επίπεδο ανά­πτυξης των παραγωγικών δυνάμε­ων)…

Β. Β.: Απ’ τη σκοπιά των συνεπών κομμουνιστικών θέσεων, στην Κίνα υπάρχει απόκλιση προς την οικονο­μία της αγοράς. Η κατάσταση είναι περίπλοκη και αντιφατική. Πρέπει να διακρίνουμε τον πρώιμο απ’ τον ύστερο σοσιαλισμό, τις πρώιμες από τις υστέρες σοσιαλιστικές επα­ναστάσεις.

Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις των πρώιμων σοσιαλιστικών επα­ναστάσεων ανακύπτουν με την εμ­φάνιση της μεγάλης βιομηχανίας, με την έναρξη της μετάβασης στην πα­ραγωγή με μηχανές. Οι προϋποθέ­σεις αυτές ωριμάζουν με την επί­τευξη κυριαρχίας της παραγωγής με μηχανές στην εθνική οικονομία. Έτσι, υπερτερεί ο κοινωνικός χαρα­κτήρας της παραγωγής. (Ο κοινωνι­κός χαρακτήρας της εργασίας είναι τεχνική αναγκαιότητα για τη μεγάλη βιομηχανία.) Αυτό σημαίνει ότι, με αυτό το επίπεδο ανάπτυξης των πα­ραγωγικών δυνάμεων, αντίστοιχη είναι και η κυριαρχία της κοινωνι­κής μορφής ιδιοκτησίας. Όσο λιγό­τερο αναπτυγμένη είναι η μεγάλη βιομηχανία τόσο χαμηλότερος είναι ο βαθμός διαμόρφωσης των προ­ϋποθέσεων για μια πρώιμη σοσιαλι­στική επανάσταση και για τον πρώι­μο σοσιαλισσμό. Οι δυνατότητες θα είναι, τότε, περισσότερες για ατομι­κή ιδιοκτησία και όχι για κοινωνι­κή.

Όσο λιγότερο αναπτυγμένες είναι οι παραγωγικές δυνάμεις μιας χώ­ρας (που νίκησε η σοσιαλιστική επα­νάσταση) τόσο περισσότερο απαι­τείται η χρήση μέτρων κρατικού πει­θαναγκασμού. Μου έρχονται στο νου τα λόγια του Φρ. Ένγκελς, που επισήμαινε ότι, αν οι κομμουνιστές πάρουν την εξουσία εκεί όπου δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη οι απα­ραίτητες προϋποθέσεις, δε θα φα­νούν μόνο ανόητοι, αλλά και θα αυτοεξευτελιστοΰν, πράγμα πολύ χειρότερο.

Ας συγκρίνουμε τα μέτρα κρατι­κού πειθαναγκασμού στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και στην Καμπότζη. Ο βαθμός χρήσης τέτοιων μέτρων κα­τά την απόπειρα σοσιαλιστικής οι­κοδόμησης είναι αντιστρόφως ανά­λογος του επιπέδου ανάπτυξης της χώρας. Στην Καμπότζη, που ήταν πολύ ισχυρές οι κοινοτικές δομές, για να υλοποιήσουν κάποιες σοσιαλιστικές ιδέες εξόντωσαν πλήθος λαού.

Υπάρχει η εξής νομοτέλεια, συ­μπερασματικά: όσο πιο ασθενές εί­ναι το επίπεδο ανάπτυξης των πα­ραγωγικών δυνάμεων τόσο πιο ανα­γκαίος είναι ο πειθαναγκασμός για τη διατήρηση του κομμουνιστικού προσανατολισμού των μετασχημα­τισμών της κοινωνίας. Όμως, όσο περισσότερο χρησιμοποιείται ο πει­θαναγκασμός τόσο πιο πολύ δυσφη­μείται η κομμουνιστική ιδέα, τόσο πιο πολύ αποκλίνουμε από την οδό μέσω της οποίας μπορεί να πραγμα­τοποιηθεί. Φυσικά, οι συνέπειες αποδεικνύονται μη κομμουνιστικές.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας των παραγωγικών δυνάμεων κατά την περίοδο των πρώιμων σοσιαλιστι­κών επαναστάσεων, κατά την περίο­δο του πρώιμου σοσιαλισμού, δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένος, ώστε να είναι εφικτή η πλήρης εξάλειψη των εμπορευματικών και χρηματι­κών σχέσεων από την κοινωνία. Αλλά οι εμπορευματικές και χρημα­τικές σχέσεις αντιφάσκουν με τις κομμουνιστικές σχέσεις. Η αντίφα­ση αυτή μεγαλώνει όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται οι εμπορευματι­κές και χρηματικές σχέσεις, γεγονός που ενισχύει και μεγεθύνει την απει­λή της καπιταλιστικής παλινόρθω­σης.

Οι κομμουνιστές της Κίνας δρουν σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις αντικειμενικές συνθήκες της χώρας τους. Ο πρώιμος σοσιαλισμός ανέ­κυψε στην Κίνα σε συνθήκες λιγότε­ρο αναπτυγμένων, απ’ ό,τι στην ΕΣΣΔ, παραγωγικών δυνάμεων. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να χρησιμοποιη­θούν οι εμπορευματικές και χρημα­τικές σχέσεις σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στην ΕΣΣΔ. Επίσης, και λό­γω αυτής της αναγκαιότητας, ο κίν­δυνος της καπιταλιστικής παλινόρ­θωσης γίνεται απειλητικότερος. Αν σε μας η αστική αντεπανάσταση αναπτύχθηκε νομοτελειακά, το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς. Οι Κινέζοι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι να βαδίζουν πάνω από τον γκρεμό σε μια πολύ στενή γέφυρα, που διαρκώς στενεύει περισσότερο…

Είναι άλλο πράγμα αν κάποιες χώρες προσανατολίζονται προς την Κίνα. Η Κούβα είναι αναπόφευκτο να κάνει κάτι τέτοιο. Αν και μετά τον Κάστρο δεν μπορούμε να φα­νταστούμε τι θα γίνει στην Κούβα. Ακόμη και τώρα με δυσκολία κρατι­ούνται στην εξουσία, αν πάνε με το κινέζικο μοντέλο, πολύ γρήγορα θα τη χάσουν.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μέχρι ποιο βαθμό έχει προχωρήσει η καπιταλιστική παλινόρθωση στη Ρωσία;

Β. Β.: θα αναφερθώ, σύντομα, στη γενικότερη πορεία της αστικής αντεπανάστασης. Αυτή άρχισε το 1985. Μέχρι τότε προετοιμάζονταν οι προϋποθέσεις της. Τον Αύγουστο του 1991, η αντεπανάσταση κατέλαβε την πολιτική εξουσία, αλλά όχι πλήρως, δεδομένου ότι διατηρούνταν το κρατικό-πολιτειακό σύστημα που ανταποκρινόταν στο σοσιαλιστικό καθεστώς, δηλαδή η εξουσία των σοβιέτ. Μέχρι το φθινόπωρο του 1993 είχαμε την αντιπαράθεση δύο διαφορετικών ως προς τη φύση τους εξουσιών: της αστικής και της σοσιαλιστικής. Πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι στα σοβιέτ υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν καμιά σχέση με το σοσιαλισμό, π.χ. ο Χασμπουλάτοφ.

Το ζητούμενο, όμως, για την αντεπανάσταση ήταν να τσακίσει το σύστημα των σοβιέτ, που απ’ τη φύση του ανταποκρίνεται περισσότερο στη σοσιαλιστική κοινωνία. Για τους ηγέτες της αντεπανάστασης σημασία δεν είχε ποιος ήταν επικεφαλής του Ανώτατου Σοβιέτ. Κατανόησαν ότι χωρίς να γκρεμίσουν αυτό το πολιτικό σύστημα, δε θα ήταν σε θέση να προχωρήσουν τις οικονομικές αλλαγές, την οικονομική αντεπανάσταση. Εδώ φάνηκε ότι η ταξική πάλη κάθε άλλο παρά εξαφανίστηκε. Φάνηκε, επίσης, ότι στην πορεία αυτής της αντιπαράθεσης, οι ηγέτες της αντεπανάστασης ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο, ακόμη και τη φυσική εξόντωση όλων των πολιτικών τους αντιπάλων. Σ’ αυτή τη φάση δεν είχαν περιθώρια αργοπορίας ή κωλυσιεργίας.

Όταν τον Αύγουστο του 1991 κατέλαβαν την πολιτική εξουσία, άρχισαν τον οικονομικό μετασχηματισμό. Κυρίως, όμως, στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δηλαδή στις τιμές, στα δημοσιονομικά κ.λπ. Έγιναν, φυσικά, απόπειρες αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας. Στη διάρκεια των δύο χρόνων οι αλλαγές στη μορφή ιδιοκτησίας προχώρησαν με μεγάλες δυσκολίες. Ιδιαίτερα στην αγροτική οικονομία η αποτυχία ήταν πλήρης. Ούτε στη βιομηχανία τα κατάφεραν.

Τώρα που έχουν καταστρέψει το σύστημα των σοβιέτ στο σύνολο του, βρισκόμαστε σ’ ένα νέο στάδιο της αντεπανάστασης. Πριν αναφερθούμε στο νέο στάδιο, θα ήθελα να πω ότι δεν μπόρεσαν να διαλύσουν πλήρως και μέχρι τη βάση του το σύστημα των σοβιέτ. Υπολείμματα αυτού του συστήματος υπάρχουν ακόμη σε διάφορες περιοχές και με διάφορες μορφές. Φυσικά, θα επιχειρήσουν την ολοσχερή καταστροφή του. Στον πολιτικό τομέα μπορούμε να πούμε πως η αντεπανάσταση πέτυχε τους βασικούς της στόχους.

Σχετικά τώρα με το νέο στάδιο… Η προσοχή επικεντρώνεται στον οικονομικό τομέα. Η ίδια η πορεία των γεγονότων, οι αντικειμενικές συνθήκες αναγκάζουν τους αντεπαναστάτες, εάν θέλουν να διατηρήσουν το αστικό καθεστώς, να προχωρήσουν σε αλλαγές στην παραγωγή. Μέχρι τα μέσα του Ιούνη (σ.σ. του 1994) θα προσπαθήσουν να ολοκληρώσουν τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, στην πράξη, από τα χέρια του λαού στα χέρια ελαχίστων, θα προσπαθήσουν, ταυτόχρονα, να μετασχηματίσουν την παραγωγή στον καπιταλιστικό δρόμο. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα έχουμε μεταξύ άλλων και την προσπάθεια να κηρυχθούν πτωχεύσεις των λεγόμενων προβληματικών επιχειρήσεων. Αν αρχίσουν κάτι τέτοιο, θα έχουμε σωρεία πτωχεύσεων. Αυτή είναι η επιδίωξη του Τσουμπάις. Ο Γέλτσιν έχει, όπως φαίνεται, κάποιες επιφυλάξεις, γιατί η αλυσιδωτή αντίδραση των πτωχεύσεων θα έχει βαρύτατες επιπτώσεις. θα οδηγήσει σε απεργίες και διαμαρτυρίες που μπορεί να αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα και να μετεξελιχτούν σε πολιτικές. Βέβαια, υπάρχει και το ερώτημα: Τι είδους πολιτικές κινητοποιήσεις; Αφού αποδείχτηκε το αρκετά χαμηλό επίπεδο της συνείδησης του κόσμου, πιθανόν τα πολιτικά συνθήματα να ζητούν την αντικατάσταση της παρούσας κυβέρνησης από κάποια άλλη ή την αντικατάσταση μόνο μερικών προσώπων. Μπορεί, π.χ., να επανέλθει ο Ρουτσκόι… όπως λέει κι ο λαός, «τι Γιάννης τι Γιαννάκης», αν κρίνουμε από τι ουσιαστικά πρεσβεύει ο Ρουτσκόι και όχι από τις δημαγωγίες του.

Στην κυρίαρχη ελίτ υπάρχουν κάποιοι που είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν αποφασιστικά. Υπάρχουν και ορισμένοι που είναι επιφυλακτικοί, φοβούμενοι την κοινω νική αναταραχή και τυχόν απότομη πολιτική αποσταθεροποίηση. Ούτως ή άλλως, δεν έχουν πολλά περιθώρια επιλογής. Η ίδια η κατάσταση τους πιέζει για καπιταλιστικοποίηση της παραγωγής στο βιομηχανικό τομέα. Οι πιο «ριζοσπάστες» απ’ αυτούς ίσως προτείνουν αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στον αγροτικό τομέα με αγοραπωλησίες της γης. Η αντεπανάσταση, λοιπόν, βρί σκεται σήμερα στο επίπεδο της μετάβασης από τις αλλαγές στον πολιτικό τομέα και στη σφαίρα της κυκλοφορίας, στις αλλαγές στη σφαίρα της παραγωγής. Απ’ τη στιγμή που η παραγωγή παραμένει αμετάβλητη, η αντεπανάσταση δε θα αισθάνεται ήσυχη, γιατί το πολιτικό καθεστώς δε θα έχει σταθερή βάση. Η αλλαγή των σχέσεων παραγωγής απαιτεί δικτατορία ή κατακερματισμό της Ρωσίας σε πληθώρα μικρών μορφωμάτων. Αυτή η δεύτερη προοπτική δεν ταιριάζει και πολύ στον Γέλτσιν. Όσο αυτός βρίσκεται στην εξουσία, δε θα δεχτεί οικειοθελώς κάτι τέτοιο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι πολιτικές δυνάμεις και τα κόμματα ποιες κοινωνικές δυνάμεις εκφράζουν;

Β. Β.: Η διάταξη και ο συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων παρουσιάζουν στη χώρα μας τεράστια ιδιομορφία. Ίσως πουθενά μέχρι σήμερα στον κόσμο δεν υπήρχε τέτοια διάταξη κοινωνικών δυνάμεων. Μόνο κάποιες αναλογίες μπορούμε να παρατηρήσουμε.

Κατ’ αρχήν, οι δυνάμεις της αστικής αντεπανάστασης… Ένα μεγάλο μέρος τους διαμορφωνόταν αρκετό καιρό πριν από την περεστρόικα. Οι δυνάμεις αυτές συνδέονται στενά με τη σκιώδη οικονομία, την παραοικονομία (όπως την αποκαλούσαν τότε). Αυτό που σήμερα λέμε εγκληματική οικονομία.

Μετά το 1985, πόσο μάλλον μετά το 1991, η «οικονομία» αυτή νομιμοποιήθηκε. Μετά το 1991 είχε πλέον κυριαρχήσει η συγχώνευση του κρατικού μηχανισμού με την παραοικονομία. Απ’ τη στιγμή που η οικονομία αναπτυσσόταν παράνομα, μέσα από εγκληματικές δραστηριότητες, συνδεόταν στενά με τον κόσμο του εγκλήματος. Υπήρχαν, π.χ., ολόκληρα τμήματα επιχειρήσεων είτε και ολόκληρες επιχειρήσεις που δούλευαν για την παραοικονομία, για τον εαυτό τους και όχι για το σχέδιο (πλάνο). Σήμερα, το βασικό στήριγμα της αντεπανάστασης στο εσωτερικό της χώρας είναι η παραοικονομία, που έχει βγει από τη σκιά και έχει συνενωθεί με το διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό ή καλύτερα με τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες – αξιωματούχους.

Θεωρώ λάθος την εκτίμηση πως δεν υπάρχει κοινωνική βάση στήριξης του Γέλτσιν. Κι αυτό μπορείτε να το διαπιστώσετε σε κάθε βήμα. Απαγγέλθηκαν, π.χ., κατηγορίες εναντίον ανώτερων κρατικών αξιωματούχων για διαφθορά (εναντίον του Σουμέικο και άλλων). Δεν έγινε τίποτα. Κανείς δεν είχε ούτε και έχει την πρόθεση να διερευνήσει αυτές τις υποθέσεις. Οι δυνάμεις στις οποίες βασιζόταν η αστική αντεπανάσταση υπήρχαν και δε διαμορφώθηκαν στη διάρκεια ενός χρόνου, ούτε καν στη διάρκεια μιας δεκαετίας.

Σχετικά με το λαό που βρίσκεται σε κατάσταση εξαθλίωσης… Η πλειοψηφία του αδιαφορεί για την πολιτική.

Σε ποιες δυνάμεις στηρίζονται, λοιπόν, τα κόμματα; Υπάρχουν κόμματα που βασίζονται σε κρατικούς αξιωματούχους και μαφιόζους, οι οποίοι έχουν πλουτίσει από την παραοικονομία. Τα κόμματα αυτά προσπαθούν να αποκτήσουν σχέσεις με τις δυτικές αγορές και, αντίστοιχα, να βρουν διασυνδέσεις με τις δυτικές πολιτικές δομές.

Το κόμμα «Επιλογή της Ρωσίας», που μοιάζει περισσότερο με κίνημα, παρά με οργανωμένο κόμμα (αυτό ισχύει για όλα τα ρωσικά κόμματα), στηρίζεται -προφανώς- στην κομπραδόρικη μπουρζουαζία και στους διεφθαρμένους τέως κρατικούς υπαλλήλους.

Υπάρχουν κόμματα που στηρίζονται στη μόλις εμφανιζόμενη και υπό διαμόρφωση εθνική αστική τάξη ή στα στρώματα που ελπίζουν να γίνουν εθνική αστική τάξη. Στη Ρωσία η εθνική αστική τάξη διαμορφώνεται, κυρίως, ως αστική τάξη της αισχροκέρδειας. Δεν είναι -ακόμη- αστική τάξη με την πλήρη έννοια του όρου. Ο Ρουτσκόι βασίζεται κυρίως σ’ αυτές τις δυνάμεις.

Το σώμα των διευθυντικών στελεχών (επιχειρήσεων) δεν έχει γίνει ακόμη αστική τάξη. Κι είναι αμφί­βολο αν θα μπορέσει ποτέ να γίνει. Αυτό θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες. Ανάμεσα τους, πάντως, υπάρχουν τέτοιες διαθέσεις και καταβάλλονται αντίστοιχες προσπάθειες ανέλιξης. Βλέπετε, οι πολιτικοί προσανατολισμοί δεν εξαρτώνται μόνο από τι είναι και τι πρεσβεύει ο άνθρωπος στη δεδομένη στιγμή, αλλά και από τις προσδοκίες του απ’ αυτό που θέλει να γίνει.

Υπάρχουν σήμερα κόμματα που βασίζονται σε δυνάμεις συσπειρωμένες όχι τόσο πάνω σε οικονομικά συμφέροντα όσο σε παραδόσεις, συνήθειες, κατάλοιπα του παρελθόντος. Στις αναμνήσεις, π.χ., ότι κάποιοι ή οι προγονοί τους ήταν, κάποτε, αριστοκράτες, ευγενείς ή κουλάκοι. Υπάρχουν αρκετά μοναρχικά κόμματα τα οποία δεν εκφράζουν σημερινά οικονομικά συμφέροντα, αλλά εκφράζουν περισσότερο αναμνήσεις για το παρελθόν και παλιές συνήθειες ζωής. Η κοινωνική τους βάση δεν είναι αμελητέα. Οι δυνάμεις αυτές, σε ένα βαθμό, μπορούν και στηρίζονται στους κοζάκους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ’ όλη τη Νότια Ρωσία και το κίνημα τους είναι, ήδη, οργανωμένο σε ημιστρατιωτική βάση. Πρόκειται για κόμματα ανοιχτά αντιδραστικού χαρακτήρα.

Υπάρχουν και τα μέτωπα, που απαρτίζονται από περισσότερα του ενός πολιτικά κόμματα. Τέτοιο είναι το «Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας». Βασίζεται στους μοναρχικούς αλλά και σε εθνικιστικές δυνάμεις. Οι περισσότερες απ’ αυτές συνδέονται με την προεπαναστατική Ρωσία ή με τη διαμόρφωση εθνικής αστικής τάξης. Ή, επίσης, βασίζονται στις εθνικές προκαταλήψεις πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Ο Β. Ι. Λένιν έλεγε ότι οι εθνικές προκαταλήψεις είναι οι πλέον βαθιές και εγωιστικές. Τα πραγματικά, όμως, συμφέροντα αυτού του κόσμου δεν έχουν τίποτα κοινό με τα συμφέροντα των μοναρχικών και της νεοεμφανιζόμενης εθνικής αστικής τάξης. Τα κόμματα κομμουνιστικού προσανατολισμού είναι ολιγάριθμα και χωρίς μαζική κοινωνική βάση. Το πιο μαζικό απ’ αυτά είναι το ΚΚΡΟ (το οποίο μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να ονομάζουμε ακόμα κομμουνιστικό). Σ’ αυτό υπάρχουν τρεις τάσεις: α. κομμουνιστική, β. σοσιαλδημοκρατική και γ. «εθνικο-κρατική». Οι προγραμματικές του διακηρύξεις συμπίπτουν με τα συμμφέροντα των μεσαίων και κατώτερων στελεχών του τέως ΚΚΣΕ και με τα συμφέροντα μεσαίων στρωμάτων της διανόησης. Το ότι είναι σχετικά μεγάλο οφείλεται στο γεγονός πως οι βετεράνοι, οι ηλικιωμένοι το θεωρούν διάδοχο του ΚΚΣΕ. Το ΚΚΡΟ απαρτίζεται κυρίως από ηλικιωμένους, η συμμετοχή της νεολαίας είναι ελάχιστη. Στους ηλικιωμένους είναι βαθιά η αντίληψη περί του ΚΚΣΕ ως μοναδικού κόμματος.

Στ’ αριστερά του ΚΚΡΟ βρίσκεται το ΚΕΚΡ (Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας). Στο Β’ Συνέδριο του Κινήματος «Εργαζόμενη Ρωσία» (σ.σ. διεξήχθη στις 23.4.94), πυρήνας του οποίου είναι το ΚΕΚΡ, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι το ΚΕΚΡ αγκαλιάζει περισσότερους νεολαίους απ’ το ΚΚΡΟ. Το ΚΕΚΡ είναι το μεγαλύτερο απ’ τα πραγματικά κομμουνιστικά κόμματα. Σ’ αυτό υπερτερούν οι μεσαίοι υπάλληλοι, τα κατώτερα στρώματα του παλιού κομματικού μηχανισμού και τα κατώτερα στρώματα της διανόησης. Υπάρχει κι ένα μικρό μέρος εργατών. Ο νυν α’ γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ, Β. Α. Τιούλκιν, ήταν γραμματέας κομματικής επιτροπής. Εδώ, λοιπόν, έχουμε στρώματα τα οποία βρίσκονται σε κατώτερη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας απ’ αυτά του ΚΚΡΟ.

Σχετικά με το Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων -ΠΚΚ (μπ)- της Μίνα Αντρέγεβνα, είναι μια οργάνωση πιο αριστερά από το ΚΕΚΡ. Δεν θα ήθελα να πω τίποτα κακό για το κόμμα αυτό, όμως το «αριστερότερο» δεν ταυτίζεται πάντα με το καλύτερο. Είναι ένα μικρό κόμμα, που συσπειρώνει μέλη που διατηρούν τις σταλινικές τους πεποιθήσεις. Η ταυτότητα των μελών του ποικίλλει και είναι από διάφορα κοινωνικά στρώματα.

Η Ένωση Κομμουνιστικών Κομμάτων-ΚΚΣΕ (ΕΚΚ-ΚΚΣΕ) είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ ΚΚΡΟ και ΚΕΚΡ απ’ την άποψη της κοινωνικής του βάσης.

Κανένα απ’ τα υπάρχοντα κομμουνιστικά κόμματα δεν έχει μια σαφή, καθ’ όλα προσδιορισμένη, ταξική βάση. Δεν είναι στην ουσία ταξικά κόμματα. Πάντως, παρά τις ασθενείς τους δυνάμεις, αυτά τα κόμματα παίζουν σήμερα έναν ιδι αίτερα σημαντικό ρόλο. Πολύ μεγάλο ρόλο παίζει, π.χ., το ΚΕΚΡ που συνδέεται με το Κίνημα «Εργαζόμενη Ρωσία». Η «Εργαζόμενη Ρωσία» διατηρεί το μαχητικό πνεύμα των ανθρώπων που αντιτίθενται στο παρόν καθεστώς. Για τον ηγέτη της, Β. Ι. Ανπίλοφ, υπάρχουν πολλές γνώμες, θα ήθελα, όμως, να ση μειώσω ότι ο Ανπίλοφ παίζει κολοσσιαίο ρόλο στην υπόθεση της αντίστασης στις καπιταλιστικές με ταρρυθμίσεις που προωθούνται.


Πηγή: https://kokkinhshmaia.wordpress.com/

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

John Ross: Η δημοκρατία και οι πολιτικές στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερες από τη Δύση

Σημείωση του συντάκτη:  Σε έναν διάλογο για τη δημοκρατία στο Πεκίνο την περασμένη Πέμπτη, διπλωμάτες, μελετητές και ειδικοί συζήτησαν διάφο...