Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου
του Φρίντριχ Ένγκελς
Η εργασία είναι η πηγή κάθε πλούτου, λένε οι οικονομολόγοι. Και είναι τέτοια –πλάι στη φύση που της παρέχει το υλικό που η εργασία το μετατρέπει σε πλούτο. Μα είναι άπειρα περισσότερο απ’ αυτό. Είναι ο πρώτος βασικός όρος κάθε ανθρώπινης ζωής, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που με μια ορισμένη έννοια πρέπει να πούμε: αυτή δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο.
Πριν από πολλές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, στο διάστημα ενός ακαθόριστου ακόμα τμήματος εκείνης της περιόδου της γης, που οι γεωλόγοι την ονομάζουν τριτογενή, ίσως κατά το τέλος της, ζούσε κάπου στη διακεκαυμένη ζώνη της υδρογείου –πιθανόν σε μια μεγάλη ήπειρο που είναι σήμερα καταποντισμένη στο βυθό του Ινδικού Ωκεανού– ένα γένος ανθρωπόμορφων πιθήκων με εξαιρετικά υψηλή ανάπτυξη. Ο Δαρβίνος μας έδωσε μια κατά προσέγγιση περιγραφή αυτών των προγόνων μας. Ήταν πέρα για πέρα τριχωτοί, είχαν γένια και μυτερά αφτιά και ζούσαν κατά αγέλες πάνω σε δέντρα.
Στην αρχή, ίσως κάτω από την επίδραση του τρόπου της ζωής τους, που στο σκαρφάλωμα καθορίζει άλλες ασχολίες για τα χέρια και άλλες για τα πόδια, άρχισαν αυτοί οι πίθηκοι να ξεσυνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη βοήθεια των χεριών όταν περπατούσαν σε ομαλό έδαφος και να αποκτούν όλο και πιο όρθιο βάδισμα. Έτσι έγινε το αποφασιστικό βήμα για το πέρασμα του πιθήκου στον άνθρωπο.
Όλοι οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι που ζουν ακόμα μπορεί να στέκονται όρθιοι και να προχωρούν μόνο με τα δυό πόδια. Μα μόνο στην ανάγκη και εξαιρετικά αδέξια. Το φυσικό τους βάδισμα γίνεται σε μισοόρθια στάση και περικλείνει τη χρήση των χεριών. Οι περισσότεροι στηρίζουν στο έδαφος τους κονδύλους των μεσαίων φαλάγγων του χεριού και περνούν το κορμί με συμμαζωγμένα τα πόδια ανάμεσα από τα μακριά μπράτσα, όπως ο παράλυτος που βαδίζει με πατερίτσες. Γενικά στους πίθηκους μπορούμε ακόμα και τώρα να παρατηρήσουμε όλες τις μεταβατικές βαθμίδες από το βάδισμα με τα τέσσερα ως το βάδισμα με τα δυό πόδια. Μα σε κανέναν απ’ αυτούς το βάδισμα με τα δυό πόδια δεν έγινε κάτι περισσότερο από μέσο όπου προσφεύγουν σε ώρα ανάγκης.
Αν το όρθιο βάδισμα έμελλε στους τριχωτούς προγόνους μας να γίνει πρώτα κανόνας και με τον καιρό ανάγκη, αυτό προϋποθέτει ότι στο μεταξύ όλο και πιο πολύ λάχαιναν στα χέρια διαφορετικές απασχολήσεις. Και στους πίθηκους επικρατεί κιόλας ένας ορισμένος καταμερισμός στη χρήση των χεριών και των ποδιών. Το χέρι, όπως αναφέραμε κιόλας, το χρησιμοποιούν στο σκαρφάλωμα με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι χρησιμοποιούν το πόδι. Χρησιμεύει κατά προτίμηση στο κόψιμο και στο κράτημα της τροφής, όπως το κάνουν κιόλας με τα μπροστινά πόδια τους μερικά κατώτερα θηλαστικά. Με το χέρι πολλοί πίθηκοι χτίζουν φωλιές στα δέντρα ή ακόμα, όπως ο χιμπαντζής, σκεπές ανάμεσα στα κλαδιά για προφύλαξη από την κακοκαιρία. Με το χέρι πιάνουν ρόπαλα για να αμυνθούν από εχθρούς ή τους βομβαρδίζουν με καρπούς και πέτρες. Με το χέρι εκτελούν στην αιχμαλωσία μια σειρά απλές πράξεις που τις μαθαίνουν από τους ανθρώπους. Όμως ακριβώς εδώ φαίνεται πόσο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στο ανεξέλικτο χέρι, ακόμα και του πιο ανθρωπόμορφου πιθήκου και στο ανθρώπινο χέρι που τελειοποιήθηκε με την εργασία χιλιάδων αιώνων. Ο αριθμός και η γενική διάταξη που έχουν τα κόκαλα και οι μύες συμφωνούν και στους δύο, μα το χέρι και του πιο πρωτόγονου άγριου μπορεί να εκτελεί εκατοντάδες πράξεις, που κανένα χέρι πιθήκου δε μπορεί να τις μιμηθεί. Κανένα χέρι πιθήκου δεν κατασκεύασε ποτέ ούτε και το πιο πρωτόγονο πέτρινο μαχαίρι.
Γι’ αυτό στην αρχή μπορούσαν να είναι μόνο πολύ απλές οι πράξεις που μ’ αυτές στο πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο, στο διάβα πολλών χιλιετηρίδων οι πρόγονοί μας έμαθαν να προσαρμόζουν βαθμιαία το χέρι τους. Οι κατώτεροι άγριοι, ακόμα κι εκείνοι για τους οποίους μπορούμε να υποθέσουμε ένα ξανακύλισμα σε μια περισσότερο ζωώδη κατάσταση με σύγχρονο σωματικό εκφυλισμό, βρίσκονται πάντα ακόμα πολύ ψηλότερα από εκείνα τα μεταβατικά πλάσματα. Ώσπου το ανθρώπινο χέρι επεξεργαστεί και κάνει μαχαίρι το πρώτο χαλίκι, θα πέρασαν χρονικά διαστήματα, που απέναντί τους μας φαίνεται ασήμαντος ο γνωστός μας ιστορικός χρόνος. Μα το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει: το χέρι είχε ελευθερωθεί και μπορούσε τώρα να αποκτάει όλο και νέες επιδεξιότητες, και η μεγαλύτερη ευκαμψία που αποκτιόταν έτσι κληρονομιόταν και μεγάλωνε από γενιά σε γενιά.
Έτσι το χέρι δεν είναι μόνο το όργανο της εργασίας, είναι και το προϊόν της. Μονάχα με την εργασία, με την προσαρμογή ολοένα σε νέες πράξεις, με την κληροδότηση της ειδικής διαμόρφωσης των μυών, των συνδέσμων και σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, και των κοκάλων που αποκτήθηκε έτσι, καθώς και με την ολοένα ανανεωμένη χρησιμοποίηση αυτής της κληρονομημένης τελειοποίησης σε όλο και πιο πολύπλοκες πράξεις, το ανθρώπινο χέρι απόκτησε εκείνο τον υψηλό βαθμό τελειότητας που μπόρεσε να δημιουργήσει θαύματα σαν τους πίνακες του Ραφαήλ, τα αγάλματα του Τόρβαλντσεν, τη μουσική του Παγκανίνι.
Μα το χέρι δεν ήταν μονάχο του. Ήταν απλώς μέλος ενός ολόκληρου, εξαιρετικά σύνθετου οργανισμού. Και ό,τι ωφελούσε το χέρι, ωφελούσε και όλο το σώμα που στην υπηρεσία του δούλευε –και μάλιστα με διπλό τρόπο.
Πρώτα σαν συνέπεια του νόμου του συσχετισμού της ανάπτυξης, όπως τον ονόμασε ο Δαρβίνος. Σύμφωνα μ’ αυτό το νόμο ορισμένες μορφές ξεχωριστών μερών ενός οργανικού όντος συνδέονται πάντα με ορισμένες μορφές άλλων μερών, που φαινομενικά δεν έχουν καμιά απόλυτα σχέση με εκείνα. Έτσι όλα τα ζώα που έχουν κόκκινα αιμοσφαίρια χωρίς κυτταρικό πυρήνα και που το πίσω μέρος του κεφαλιού τους συνδέεται με τη σπονδυλική στήλη με δυο αρθρικές αποφύσεις (κονδύλους), έχουν χωρίς εξαίρεση και γαλακτοφόρους αδένες για το θήλασμα των νεογνών. Έτσι στα θηλαστικά οι χωρισμένες οπλές συνδέονται κανονικά με το πολλαπλό στομάχι για τον αναμηρυκασμό. Οι αλλαγές ορισμένων μορφών φέρνουν μαζί τους αλλαγές στη μορφή άλλων μερών του σώματος, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε τον μεταξύ τους δεσμό. Οι ολότελα άσπρες γάτες με γαλανά μάτια είναι πάντα ή σχεδόν πάντα κουφές. Η βαθμιαία τελειοποίηση του ανθρώπινου χεριού και η διαμόρφωση του ποδιού, που συμβάδιζε μαζί της, για το όρθιο βάδισμα, αναμφίβολα έχει αντεπιδράσει επίσης, με βάση το νόμο του συσχετισμού, σε άλλα μέρη του οργανισμού. Ωστόσο τούτη την επίδραση την έχουν ακόμα ελάχιστα ερευνήσει, έτσι που εδώ δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να την διαπιστώσουμε γενικά.
Πολύ σημαντικότερη είναι η άμεση, που μπορεί ν’ αποδειχτεί, αντεπίδραση της εξέλιξης του χεριού στον υπόλοιπο οργανισμό. Όπως είπαμε κιόλας, οι πιθηκίσιοι μας πρόγονοι ήταν κοινωνικοί. Είναι ολοφάνερα αδύνατο να συμπεράνουμε την καταγωγή του ανθρώπου, του πιο κοινωνικού απ’ όλα τα ζώα, από έναν ακοινώνητο άμεσο πρόγονο. Η κυριαρχία πάνω στη φύση που άρχιζε με τη διαμόρφωση του χεριού, πλάταινε με κάθε νέα πρόοδο τον ορίζοντα του ανθρώπου. Στα αντικείμενα της φύσης ανακάλυπτε αδιάκοπα νέες, άγνωστες έως τότε ιδιότητες. Από την άλλη μεριά η διαμόρφωση της εργασίας συντελούσε αναγκαστικά στο να φέρνει πιο κοντά μεταξύ τους τα μέλη της κοινωνίας, πληθαίνοντας τις περιπτώσεις αμοιβαίας υποστήριξης, κοινής συνεργασίας και ξεκαθάριζε στη συνείδηση τη χρησιμότητα αυτής της συνεργασίας για τον καθένα. Κοντολογίς οι διαμορφωνόμενοι άνθρωποι κατάληξαν στο ότι είχαν κάτι να πουν ο ένας στον άλλον. Η ανάγκη δημιούργησε το όργανό της: ο ανεξέλικτος λάρυγγας του πίθηκου μετασχηματιζόταν αργά, μα σίγουρα, με λυγίσματα για ολοένα ανώτερα λυγίσματα της φωνής και τα όργανα του στόματος έμαθαν σιγά σιγά να προφέρουν το ένα έναρθρο γράμμα ύστερα από το άλλο.
Η σύγκριση με τα ζώα αποδείχνει ότι η εξήγηση αυτή για τη γένεση της γλώσσας από τη δουλειά και με τη δουλειά είναι η μόνη σωστή. Τα λιγοστά που έχουν να μεταδώσουν το ένα στο άλλο ακόμα και τα πιο εξελιγμένα ζώα, μπορούν να τα μεταδώσουν και χωρίς έναρθρη γλώσσα. Στη φυσική κατάσταση κανένα ζώο δεν το νιώθει έλλειψη που δε μπορεί να μιλάει ή να καταλαβαίνει την ανθρώπινη γλώσσα. Ολότελα διαφορετικά είναι τα πράγματα όταν τα έχουν εξημερώσει οι άνθρωποι. Ο σκύλος και το άλογο απόκτησαν στη συναναστροφή τους με τους ανθρώπους τόσο καλό αυτί για την έναρθρη γλώσσα, που εύκολα μαθαίνουν να καταλαβαίνουν κάθε γλώσσα τόσο, όσο φτάνει ο κύκλος των παραστάσεών τους. Επίσης απόκτησαν ακόμα την ικανότητα για αισθήματα σαν την αφοσίωση στους ανθρώπους, την ευγνωμοσύνη κλπ., που πριν τους ήταν ξένα. Κι όποιος έχει συναναστραφεί πολύ με τέτοια ζώα δε θα μπορεί να μην έχει αποκτήσει την πεποίθηση ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου τώρα νιώθουν σαν έλλειψη την ανικανότητα να μιλούν. Και η έλλειψη αυτή δυστυχώς δε μπορεί πια να διορθωθεί, γιατί τα φωνητικά τους όργανα έχουν ειδικευτεί πάρα πολύ προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Όπου όμως υπάρχει το κατάλληλο όργανο, εκεί χάνεται κι αυτή η ανικανότητα μέσα σε ορισμένα όρια. Τα όργανα του στόματος των πουλιών διαφέρουν σίγουρα ριζικά από τα όργανα του στόματος του ανθρώπου, κι όμως τα πουλιά είναι τα μόνα ζώα που μαθαίνουν να μιλούν. Και το πουλί με την αποκρουστικότερη φωνή, ο παπαγάλος, μιλάει καλύτερα. Ας μην πει κανείς ότι δεν καταλαβαίνει τι λέει. Βέβαια επαναλαμβάνει φλυαρώντας ώρες ολόκληρες όλο το λεκτικό του θησαυρό μόνο και μόνο γιατί νιώθει ευχαρίστηση όταν μιλάει και όταν παραβρίσκονται άνθρωποι. Όσο φτάνει όμως ο κύκλος των παραστάσεών του μπορεί να μάθει να καταλαβαίνει τι λέει. Αν μάθουμε σ’ έναν παπαγάλο βρισιές, έτσι που να αποκτήσει μια παράσταση για τη σημασία τους (μια από τις κύριες διασκεδάσεις των ναυτών που γυρίζουν από θερμές χώρες), και τον ερεθίσουμε, θα δούμε σύντομα ότι ξέρει να αξιοποιεί τις βρισιές του το ίδιο σωστά όπως μια βερολινέζα μανάβισσα. Το ίδιο γίνεται όταν ζητιανεύει λιχουδιές.
Πρώτα η εργασία, ύστερα και μαζί της η έναρθρη γλώσσα –αυτά είναι τα δυό κυριότερα κίνητρα που με την επίδρασή τους ο εγκέφαλος του πιθήκου μετατράπηκε σιγά σιγά στον εγκέφαλο του ανθρώπου, που παρ’ όλη την ομοιότητά του με τον εγκέφαλο του πίθηκου είναι πολύ μεγαλύτερος και τελειότερος. Με την παραπέρα όμως διαμόρφωση του εγκέφαλου συμβάδιζε χέρι με χέρι η παραπέρα διαμόρφωση των πιο κοντινών εργαλείων του, των αισθητήριων οργάνων του. Όπως η γλώσσα στη βαθμιαία της διαμόρφωση συνοδεύεται αναγκαστικά από μια αντίστοιχη τελειοποίηση του οργάνου της ακοής, έτσι και η διαμόρφωση του εγκέφαλου γενικά συνοδεύεται από τη διαμόρφωση όλων των αισθήσεων. Ο αετός βλέπει πολύ πιο μακριά από τον άνθρωπο, μα του ανθρώπου το μάτι βλέπει πολύ περισσότερα πράγματα στα αντικείμενα από το μάτι του αετού. Ο σκύλος έχει πολύ πιο λεπτή όσφρηση από τον άνθρωπο, μα δε διακρίνει ούτε το εκατοστό από τις μυρωδιές που για τον άνθρωπο αποτελούν ορισμένα σημάδια διαφόρων πραγμάτων. Και η αφή, που στον πίθηκο μόλις υπάρχει στην πιο πρωτόγονή της αρχή, διαμορφώθηκε μονάχα με την εργασία μαζί με την εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπινου χεριού.
Η ανάπτυξη του εγκέφαλου και των αισθήσεων που τον εξυπηρετούν, της συνείδησης που όλο και ξελαγαρίζει, της ικανότητας αφαίρεσης και συμπερασμού, αντεπιδρούσε πάνω στην εργασία και στη γλώσσα και έδινε και στις δύο διαρκώς νέα ώθηση για παραπέρα ανάπτυξη. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη δεν ολοκληρώθηκε όταν ο άνθρωπος ξεχώρισε οριστικά από τον πίθηκο, μα από τότε στο σύνολό της προχώρησε τεράστια σε διάφορους λαούς και διάφορους καιρούς σε διαφορετικό βαθμό και κατεύθυνση αν και κοβότανε που και που η ανάπτυξη από τοπικές και πρόσκαιρες πισωδρομήσεις. Και την ανάπτυξη αυτή από τη μια μεριά την προωθούσε γερά και από την άλλη την οδηγούσε προς περισσότερο καθορισμένες κατευθύνσεις ένα καινούργιο στοιχείο που προστίθεται με την εμφάνιση του έτοιμου ανθρώπου –η κοινωνία.
Εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια –που για την ιστορία της γης δεν έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι έχει ένα δευτερόλεπτο στην ανθρώπινη ζωή[1]– θα πέρασαν σίγουρα, προτού από την αγέλη των πιθήκων που σκαρφάλωναν στα δένδρα γεννηθεί η ανθρώπινη κοινωνία. Όμως στο τέλος παρουσιάστηκε. Και τι βρίσκουμε πάλι σε χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στην αγέλη των πιθήκων και στην ανθρώπινη κοινωνία; Την εργασία. Η αγέλη των πιθήκων περιοριζόταν να τρώει όλη την τροφή της περιοχής της, που καθοριζόταν από τη γεωγραφική της θέση ή από την αντίσταση που κάνανε γειτονικές αγέλες. Έκανε πορείες και αγώνες για να αποκτήσει νέα περιοχή με τροφή, μα ήταν ανίκανη να βγάλει από την περιοχή της περισσότερη τροφή απ’ ό,τι πρόσφερε μόνη της η φύση, εκτός από το γεγονός ότι λίπαινε την περιοχή ασυνείδητα με τα απορίμματά της. Μόλις είχαν καταληφθεί όλες οι περιοχές που ήταν δυνατό να δίνουν τροφή δε μπορούσε πια να αυξαίνει ο πληθυσμός των πιθήκων. Ο αριθμός των ζώων το πολύ πολύ μπορούσε να μένει ο ίδιος. Μα όλα τα ζώα σπαταλούν σε μεγάλο βαθμό την τροφή και θανατώνουν στη γέννησή της την επιβλάστηση. Ο λύκος δε λυπάται, σαν τον κυνηγό, την αγριόγιδα που τον άλλο χρόνο θα του δώσει τα κατσικάκια. Τα γίδια στην Ελλάδα που τρώνε τους νεαρούς θάμνους πριν καλοφυτρώσουν, γυμνώσανε όλα τα βουνά της χώρας. Αυτή η «ληστρική οικονομία» των ζώων παίζει σπουδαίο ρόλο στο βαθμιαίο μετασχηματισμό των ειδών, γιατί τα αναγκάζει να συνηθίζουν άλλη τροφή από εκείνη που είναι μαθημένα. Έτσι το αίμα τους αποκτά άλλη χημική σύνθεση και όλη η σωματική διάπλαση σιγά-σιγά γίνεται άλλη, ενώ τα άλλοτε σταθεροποιημένα είδη σβήνουν. Δε μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτή η ληστρική οικονομία έχει συντελέσει πολύ στην εξανθρώπιση των προγόνων μας. Σε μια ράτσα πιθήκων που σε αντίληψη και ικανότητα προσαρμογής ξεπερνούσε πολύ όλες τις άλλες, έπρεπε αυτή η ληστρική οικονομία να καταλήξει στο ότι για τροφή χρησιμοποιούσανε ολοένα και περισσότερα φυτά, στο ότι τρώγανε διαρκώς περισσότερα μέρη από τα φυτά διατροφής, στο ότι η τροφή γινόταν όλο και πιο ποικίλη και μαζί της ποικίλανε και τα στοιχεία που μπαίνανε στο σώμα, οι χημικοί όροι της εξανθρώπισης. Αυτά όλα όμως δεν ήταν ακόμα καθαυτό εργασία. Η εργασία αρχίζει με την κατασκευή εργαλείων. Και ποια είναι τα πιο παλιά εργαλεία που βρίσκουμε; Αν κρίνουμε από τα αντικείμενα που βρέθηκαν και που μας τα κληροδότησαν οι προϊστορικοί άνθρωποι και από τον τρόπο ζωής των πρώτων ιστορικών λαών, καθώς και των πιο πρωτόγονων τωρινών αγρίων, τα πιο παλιά εργαλεία, είναι εργαλεία κυνηγιού και ψαρικής. Τα πρώτα είναι συγχρόνως και όπλα. Το κυνήγι και το ψάρεμα όμως προϋποθέτουν το πέρασμα από τη σκέτη φυτική τροφή στη διατροφή μαζί και με κρέας. Κι έχουμε εδώ πάλι ένα ουσιαστικό βήμα προς την εξανθρώπιση. Το κρέας σαν τροφή περιείχε σε έτοιμη σχεδόν κατάσταση τα κυριότερα συστατικά που χρειάζεται το σώμα για την ανταλλαγή της ύλης του. Συντόμεψε με τη χώνεψη το χρόνο των υπόλοιπων φυτικών λειτουργιών, που αντιστοιχούν στη φυτική ζωή, και κέρδισε έτσι περισσότερο καιρό, περισσότερο υλικό και περισσότερη όρεξη για τη δράση της καθαυτό ζωώδικης (animalischen) ζωής. Κι όσο περισσότερο ο διαμορφωνόμενος άνθρωπος απομακρυνόταν από το φυτό, τόσο περισσότερο σηκωνόταν ψηλότερα από το ζώο. Όπως η συνήθεια στη φυτική τροφή πλάι στο κρέας έχει κάνει τους αγριόγατους και τα άγρια σκυλιά υπηρέτες του ανθρώπου, έτσι και η συνήθεια στην κρεατοφαγία πλάι στη φυτική τροφή συντέλεσε ουσιαστικά στο να δώσει σημαντική δύναμη και ανεξαρτησία στο διαμορφωνόμενο άνθρωπο. Ουσιαστικότερη όμως ήταν η επίδραση της κρεατοφαγίας στον εγκέφαλο, που τώρα τα αναγκαία συστατικά για τη διατροφή του και την ανάπτυξή του τού έρχονταν πολύ πιο άφθονα από πριν και που έτσι μπορούσε από γενιά σε γενιά να διαμορφώνεται γρηγορότερα και τελειότερα. Ας μας συμπαθούν οι κύριοι χορτοφάγοι, ο άνθρωπος δε μπορούσε να γίνει άνθρωπος χωρίς την κρεατοφαγία και αν ακόμα η κρεατοφαγία οδήγησε κάποτε όλους τους γνωστούς μας λαούς στην ανθρωποφαγία (οι πρόγονοι των βερολινέζων, οι Βελετάμποι, ή Βίλτσοι, τρώγανε τους γονείς τους ακόμα και στον 10ο αιώνα), αυτό πια τώρα δε μας θίγει.
Η κρεατοφαγία οδήγησε σε δυό νέες προόδους αποφασιστικής σημασίας: στη χρησιμοποίηση της φωτιάς και στο ημέρωμα ζώων. Η πρώτη συντόμεψε ακόμα περισσότερο τη λειτουργία της χώνεψης, μια κι έφερε την τροφή σα να λέμε μισοχωνεμένη στο στόμα. Η δεύτερη έκανε αφθονότερη την τροφή από κρέας, μια και δίπλα στο κυνήγι άνοιξε μια νέα κανονική πηγή απ’ όπου αντλούσαν κρέατα και έδωσε, χώρια απ’ αυτό, με το γάλα και τα προϊόντα του, ένα νέο μέσο τροφής τουλάχιστο ισάξιο με το κρέας σε μίγμα συστατικών. Έτσι και τα δυό έγιναν άμεσα νέα μέσα χειραφέτησης για τον άνθρωπο. Θα μας ξεμάκραινε εδώ πάρα πολύ αν μπαίναμε λεπτομερειακά στα έμμεσά τους αποτελέσματα, όσο μεγάλη σημασία κι αν είχαν αυτά για την ανάπτυξη των ανθρώπων και της κοινωνίας.
Όπως ο άνθρωπος έμαθε να τρώει όλα τα φαγώσιμα, έτσι έμαθε επίσης να ζει στο κάθε κλίμα. Ξάπλωσε σ’ όλη την κατοικήσιμη γη, αυτός, το μόνο ζώο που είχε μέσα του την παντοδυναμία να το κάνει αυτό. Τα άλλα ζώα που συνήθισαν σ’ όλα τα κλίματα, δεν το έμαθαν αυτό μονάχα τους, μα μόνο ακολουθώντας τον άνθρωπο: κατοικίδια ζώα και ζωύφια. Και το πέρασμα από το ομοιόμορφο θερμό κλίμα της αρχικής πατρίδας σε ψυχρότερες περιοχές, όπου ο χρόνος μοιραζόταν σε χειμώνα και καλοκαίρι, δημιούργησαν νέες ανάγκες: κατοικία και ντύσιμο για προστασία από το κρύο και την υγρασία, νέα πεδία εργασίας και έτσι νέες απασχολήσεις, που όλο περισσότερο απομάκρυναν τον άνθρωπο από το ζώο.
Με τη συνεργασία του χεριού, των οργάνων της ομιλίας και του εγκέφαλου όχι μόνο στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, μα και στην κοινωνία, έγιναν ικανοί οι άνθρωποι να εκτελούν όλο πιο σύνθετες λειτουργίες, να βάζουν στον εαυτό τους και να φτάνουν όλο και ανώτερους σκοπούς. Η ίδια η εργασία γινόταν από γενιά σε γενιά διαφορετικότερη, τελειότερη, ποιο πολύπλευρη. Στο κυνήγι και στην κτηνοτροφία προστέθηκαν η γεωργία, σ’ αυτήν το κλώσιμο και η υφαντουργία, η επεξεργασία των μετάλλων, η αγγειοπλαστική, η ναυσιπλοΐα. Πλάι στο εμπόριο και στη χειροτεχνία ήρθε τέλος η τέχνη και η επιστήμη, από τις φυλές έγιναν έθνη και κράτη. Το δίκαιο και η πολιτική αναπτύχθηκαν και μαζί τους αναπτύχθηκε το φανταστικό είδωλο των ανθρώπινων πραγμάτων στο ανθρώπινο κεφάλι: η θρησκεία. Μπροστά σε όλα αυτά τα δημιουργήματα, που πρώτα παρουσιάζονταν σαν προϊόντα του κεφαλιού και που φαίνονταν να κυριαρχούν πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα ταπεινά δημιουργήματα του εργαζόμενου χεριού πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, και τόσο περισσότερο μάλιστα, όσο το κεφάλι που σχεδίαζε την εργασία σε μια πολύ πρώιμη ακόμα βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας (λ.χ. στην απλή κιόλας οικογένεια) μπορούσε να βάζει άλλα χέρια κι όχι τα δικά του να εκτελούν τη σχεδιασμένη δουλειά. Στο κεφάλι, στην εξέλιξη και στη δράση του εγκέφαλου καταλόγισαν όλες τις κατακτήσεις του πολιτισμού που προχωρούσε γρήγορα. Οι άνθρωποι συνήθισαν να εξηγούν τις πράξεις τους από τη σκέψη τους, αντί να τις εξηγούν από τις ανάγκες τους (που βέβαια αντανακλώνται στο κεφάλι, γίνονται συνείδηση) – και έτσι δημιουργήθηκε με τον καιρό η ιδεαλιστική εκείνη αντίληψη για τον κόσμο που ιδίως από τη δύση του αρχαίου κόσμου και εδώ κυριάρχησε στα κεφάλια. Και κυριαρχεί και τώρα τόσο, που κι αυτοί οι υλιστές φυσιοδίφες της δαρβινικής σχολής δεν μπορούν ακόμα να αποκτήσουν καθαρή αντίληψη για την καταγωγή του ανθρώπου, γιατί κάτω από εκείνη την ιδεολογική επίδραση δε βλέπουν το ρόλο που έπαιξε εδώ η εργασία.
Όπως είπαμε, και τα ζώα με τη δράση τους αλλάζουν επίσης την εξωτερική φύση, αν και όχι στο βαθμό που το κάνει ο άνθρωπος. Κι αυτές οι αλλαγές που προκαλούνται από τα ζώα στο περιβάλλον τους, επιδρούν όπως είδαμε ξανά στους πρωταίτιους και τους αλλάζουν. Γιατί στη φύση δε γίνεται τίποτα μονωμένο. Το καθετί επιδρά στο άλλο και αντίστροφα. Και είναι συνήθως η λησμοσύνη αυτής της ολόπλευρης κίνησης και αλληλεπίδρασης που εμποδίζει τους φυσιοδίφες μας να βλέπουν καθαρά και τα πιο απλά πράγματα. Είδαμε πως τα γίδια εμποδίζουν την αναδάσωση της Ελλάδας. Στην Αγία Ελένη τα γίδια και τα γουρούνια, που τα αμόλησαν εκεί οι πρώτοι θαλασσοπόροι, τα κατάφεραν να εξαφανίσουν σχεδόν ολότελα την παλιά βλάστηση του νησιού και ετοίμασαν έτσι το έδαφος για να μπορέσουν να διαδοθούν τα φυτά που έφεραν κατοπινοί ποντοπόροι και έποικοι. Αν όμως τα ζώα ασκούν μόνιμη επίδραση στο περιβάλλον τους, αυτό γίνεται χωρίς πρόθεση και για τα ίδια αυτά τα ζώα είναι κάτι το συμπτωματικό. Όσο περισσότερο όμως οι άνθρωποι απομακρύνονται από το ζώο, τόσο περισσότερο η επίδρασή τους πάνω στη φύση παίρνει χαρακτήρα προμελετημένης, σχεδιασμένης πράξης, που επιδιώκει ορισμένους από τα πριν γνωστούς σκοπούς. Το ζώο καταστρέφει τη βλάστηση μιας λουρίδας γης χωρίς να ξέρει τι κάνει. Ο άνθρωπος την καταστρέφει για να σπείρει καρπό στο λευτερωμένο έδαφος ή για να φυτέψει δέντρα και κλήματα, που ξέρει ότι θα του αποδώσουν πολλαπλάσια το σπόρο. Μεταφέρει χρήσιμα φυτά και οικιακά ζώα από τη μια χώρα στην άλλη και αλλάζει έτσι τη βλάστηση και τη ζωή των ζώων ολόκληρων ηπείρων. Κάτι παραπάνω. Με τεχνητό εξευγενισμό τα φυτά και τα ζώα αλλάζουν από το χέρι του ανθρώπου σε τρόπο που δεν τα αναγνωρίζεις πια. Μάταια ψάχνουν ακόμα να βρουν τα άγρια φυτά απ’ όπου κατάγονται τα είδη των σιτηρών μας. Είναι πάντα ακόμα συζητήσιμο από ποιο άγριο ζώο κατάγονται τα σκυλιά μας, που τα ίδια είναι τόσο διαφορετικά αναμεταξύ τους, ή οι εξίσου πολυάριθμες ράτσες των αλόγων μας.
Είναι πάντως αυτονόητο, ότι δεν μας κατεβαίνει η ιδέα να αμφισβητήσουμε στα ζώα την ικανότητα σχεδιασμένου τρόπου δράσης που τον έχουν σκεφτεί από τα πριν. Αντίθετα. Ο σχεδιασμένος τρόπος δράσης υπάρχει σαν σπέρμα σχεδόν παντού όπου υπάρχει και αντιδρά πρωτόπλασμα, ζωντανό λεύκωμα, δηλ. εκτελεί ορισμένες, έστω ακόμα και απλούστατες κινήσεις σαν συνέπεια ορισμένων ερεθισμών από τα έξω. Τέτοια αντίδραση γίνεται όπου δεν υπάρχει ακόμα καθόλου κύτταρο, δεν μιλούμε καν για νευρικό κύτταρο. Ο τρόπος που τα εντομοφάγα φυτά πιάνουν τη λεία τους φαίνεται επίσης από ορισμένη άποψη σαν σχεδιασμένος, αν και είναι τελείως ασυνείδητος. Στα ζώα αναπτύσσεται η ικανότητα συνειδητής, σχεδιασμένης δράσης σε σχέση με την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και στα θηλαστικά φτάνει κιόλας σε υψηλή βαθμίδα. Στο αγγλικό κυνήγι-παγάνα της αλεπούς μπορεί κανείς καθημερινά να παρατηρεί με πόση ακρίβεια ξέρει η αλεπού να χρησιμοποιεί την καλή γνώση της του τόπου για να ξεφύγει από τους διώκτες της, και πόσο καλά γνωρίζει και χρησιμοποιεί όλα τα εδαφικά πλεονεκτήματα που διακόπτουν τη συνέχεια από τα ίχνη της. Στα κατοικίδια ζώα που με τη συναναστροφή των ανθρώπων αναπτύχθηκαν περισσότερο, μπορεί κανείς καθημερινά να παρατηρεί πονηριές που βρίσκονται ακριβώς στην ίδια βαθμίδα με τις πονηριές των παιδιών μας. Γιατί, όπως η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου σπέρματος στα σπλάχνα της μάνας είναι μόνο μια συντομευμένη επανάληψη της εκατομμυριόχρονης ιστορίας της σωματικής εξέλιξης των ζωικών μας προγόνων, αρχίζοντας από το σκουλήκι, έτσι και η πνευματική εξέλιξη του παιδιού είναι μια ακόμα πιο συντομευμένη επανάληψη της διανοητικής εξέλιξης των ίδιων προγόνων, τουλάχιστον των νεότερων. Μα όλη η σχεδιασμένη δράση όλων των ζώων δεν τα κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα της θέλησής της πάνω στη γη. Αυτό μπόρεσε να το κάνει μόνον ο άνθρωπος.
Κοντολογίς το ζώο χρησιμοποιεί μονάχα την εξωτερική φύση και της προκαλεί αλλαγές απλώς με την παρουσία του. Ο άνθρωπος με τις αλλαγές του την κάνει να εξυπηρετεί τους σκοπούς του, κυριαρχεί πάνω της. Κι αυτή είναι η τελευταία ουσιαστική διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα, και πάλι η εργασία προκαλεί αυτή τη διαφορά[2].
Ας μην κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ με τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Για κάθε τέτοια νίκη μάς εκδικείται η φύση. Η καθεμιά απ’ αυτές τις νίκες έχει βέβαια σε πρώτη γραμμή τις συνέπειες που λογαριάζαμε, μα σε δεύτερη και τρίτη γραμμή έχει εντελώς άλλα, απρόβλεπτα αποτελέσματα, που πάρα πολύ συχνά αναιρούν πάλι εκείνες τις πρώτες συνέπειες. Οι άνθρωποι που ξερίζωναν τα δάση στη Μεσοποταμία, στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και αλλού για ν’ αποκτήσουν καλλιεργήσιμη γη, δε φανταζόντουσαν ότι έτσι βάζανε το θεμέλιο για τη σημερινή ερήμωση των χωρών εκείνων, γιατί μαζί με τα δάση τους αφαιρούσαν και τα κέντρα συγκέντρωσης και διατήρησης της υγρασίας. Όταν οι ιταλοί των Άλπεων υλοτομούσαν ανελέητα τα δάση των ελάτων της νότιας πλαγιάς, που τόσο στοργικά τα φρόντιζαν στη βορινή πλαγιά, δεν φανταζόντουσαν ότι έτσι κόβανε τη ρίζα της βουνίσιας κτηνοτροφίας στην περιοχή τους. Ακόμα λιγότερο φαντάζονταν ότι έτσι αποτραβούσαν το νερό από τις ορεινές τους πηγές για το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς για να μπορούν οι πηγές αυτές να ξεχύνουν στους κάμπους τόσο πιο μανιασμένα ρεύματα την εποχή των βροχών. Εκείνοι που διάδωσαν την πατάτα στην Ευρώπη δεν ξέρανε πως μαζί με τους αμυλώδεις κονδύλους της διάδιδαν και τις χοιράδες. Κι έτσι κάθε βήμα μας θυμίζει ότι καθόλου δεν κυριαρχούμε πάνω στη φύση, όπως ο κατακτητής κυριαρχεί σ’ έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που βρίσκεται έξω από τη φύση –μα ότι με τη σάρκα, τα κόκαλα και τον εγκέφαλό μας ανήκουμε σ’ αυτήν και βρισκόμαστε μέσα της, και ότι όλη η κυριαρχία μας πάνω της είναι ότι σε σύγκριση με όλα τα άλλα πλάσματα έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να γνωρίζουμε τους νόμους της και να τους εφαρμόζουμε σωστά.
Και πραγματικά, καθημερινά μαθαίνουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους νόμους της και τα κοντινότερα και απώτερα αποτελέσματα των επεμβάσεών μας στην πατροπαράδοτη πορεία της φύσης. Ιδίως ύστερα από την τεράστια πρόοδο της φυσικής επιστήμης στον αιώνα μας όλο και περισσότερο θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και τα απώτερα φυσικά αποτελέσματα τουλάχιστο των συνηθέστερων παραγωγικών μας πράξεων και έτσι να τις εξουσιάζουμε. Όσο περισσότερο όμως θα γίνεται αυτό, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι όχι μόνο θα νιώθουν, μα και θα ξέρουν ότι αποτελούν ένα με τη φύση και τόσο πιο αδύνατη θα γίνεται η παράλογη και αφύσικη αντίληψη ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, στον άνθρωπο και στη φύση, στην ψυχή και στο σώμα, αντίληψη που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από την παρακμή της κλασικής αρχαιότητας και εδώ και που πήρε την ανώτατη διαμόρφωσή της στο χριστιανισμό.
Αν όμως χρειάστηκε εργασία χιλιετηρίδων ώσπου να μάθουμε κάπως να υπολογίζουμε τα απώτερα φυσικά αποτελέσματα των πράξεών μας που αποβλέπουν στην παραγωγή, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αυτό σχετικά με τα πιο απώτερα κοινωνικά αποτελέσματα αυτών των πράξεων. Αναφέραμε την πατάτα και σαν συνέπειά της τη διάδοση των χοιράδων. Μα τι είναι οι χοιράδες απέναντι στα αποτελέσματα που είχε για το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών ολόκληρων χωρών ο περιορισμός του εργάτη στην πατατοφαγία; Τι είναι οι χοιράδες απέναντι στο λιμό που το 1847 εξαπλώθηκε στην Ιρλανδία σαν συνέπεια της αρρώστιας της πατάτας που έστειλε ένα εκατομμύριο πατατοφάγους και σχεδόν μόνο πατατοφάγους ιρλανδούς στον τάφο, ενώ άλλα δύο εκατομμύρια τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν πέρα από τον ωκεανό; Όταν οι άραβες έμαθαν να αποστάζουν το οινόπνευμα, δε φανταζόντουσαν ούτε στον ύπνο τους ότι δημιούργησαν ένα από τα κύρια όργανα που θα εξαφάνιζε από τον κόσμο τους αυτόχθονες κατοίκους της Αμερικής που τότε δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί. Κι όταν μετά ο Κολόμβος ανακάλυψε τούτη την Αμερική, δεν ήξερε ότι ξυπνούσε σε νέα ζωή τη δουλεία που από καιρό είχε ξεπεραστεί στην Ευρώπη και ότι έβαζε τις βάσεις για το εμπόριο των μαύρων. Οι άνθρωποι που τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα εργάζονταν για να φτιάξουν την ατμομηχανή δεν φαντάζονταν ότι ετοίμαζαν το εργαλείο που περισσότερο από κάθε άλλο θα επαναστατικοποιούσε τις κοινωνικές συνθήκες όλου του κόσμου και ιδίως της Ευρώπης, με τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια της μειοψηφίας και την ακτημοσύνη για την τεράστια πλειοψηφία, το εργαλείο που πρώτα θα έδινε στην αστική τάξη την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία, ύστερα όμως θα δημιουργούσε έναν ταξικό αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο που μπορεί να τελειώσει μονάχα με το γκρέμισμα της αστικής τάξης και την κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων. Μα και σ’ αυτό τον τομέα μαθαίνουμε σιγά-σιγά με πολύχρονη, συχνά σκληρή πείρα και με συσχέτιση και έρευνα του ιστορικού υλικού να αποκτάμε σαφή γνώση για τα έμμεσα, απώτερα κοινωνικά αποτελέσματα της παραγωγικής μας δραστηριότητας και έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να εξουσιάζουμε και να ρυθμίζουμε αυτά τα αποτελέσματα.
Για να κάνουμε όμως αυτή τη ρύθμιση χρειάζεται κάτι περισσότερο από την απλή γνώση. Χρειάζεται μια πλέρια ανατροπή, του έως τα τώρα τρόπου μας παραγωγής και μαζί του ολάκερου του τωρινού μας κοινωνικού συστήματος.
Όλοι οι έως τα τώρα τρόποι παραγωγής επιδίωκαν μόνο να πετύχουν το κοντινότερο, το πιο άμεσο χρήσιμο αποτέλεσμα της δουλειάς. Παραμελούσαν εντελώς τις συνέπειες που παρουσιάζονται μόλις αργότερα και δρουν με τη βαθμιαία επανάληψη και συσσώρευση. Η αρχική κοινή ιδιοκτησία στη γη από τη μια μεριά αντιστοιχούσε σε μια κατάσταση ανάπτυξης των ανθρώπων που περιόριζε τον ορίζοντά τους γενικά στα πιο κοντινά τους, και από την άλλη προϋπόθετε κάποιο πλεόνασμα διαθέσιμης γης, που άφηνε κάποιο περιθώριο για τις ενδεχόμενες κακές συνέπειες αυτής της πρωτόγονης οικονομίας. Αν εξαντλούνταν αυτό το περίσσευμα γης, τότε ξέπεφτε και η κοινή ιδιοκτησία. Όλες όμως οι ανώτερες μορφές παραγωγής που ακολούθησαν, οδήγησαν στο χωρισμό του πληθυσμού σε διάφορες τάξεις και έτσι στην αντίθεση ανάμεσα στις κυρίαρχες και στις καταπιεζόμενες τάξεις. Έτσι όμως το συμφέρον της κυρίαρχης τάξης έγινε το κινητήριο στοιχείο της παραγωγής, εφόσον δεν περιοριζόταν στα στοιχειωδέστερα μέσα διατήρησης των καταπιεζόμενων. Πληρέστερα πραγματώθηκε αυτό στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής που επικρατεί τώρα στη Δυτική Ευρώπη. Οι ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες που εξουσιάζουν την παραγωγή και την ανταλλαγή μπορούν να νοιάζονται μόνο για το πιο άμεσο χρήσιμο αποτέλεσμα των πράξεών τους. Μάλιστα ακόμα και αυτό το χρήσιμο αποτέλεσμα –εφόσον πρόκειται για τη χρησιμότητα του παραγόμενου ή ανταλλασσόμενου αντικείμενου– μπαίνει ολότελα σε δεύτερη μοίρα. Το κέρδος που θα επιτευχθεί με την πούληση γίνεται το μόνο κίνητρο.
* * *
Η κοινωνική επιστήμη της αστικής τάξης, η κλασική πολιτική οικονομία, ασχολείται κυρίως με τα άμεσα επιδιωκόμενα κοινωνικά αποτελέσματα των ανθρώπινων πράξεων που αποβλέπουν στην παραγωγή και την ανταλλαγή. Αυτό ανταποκρίνεται ολότελα στην κοινωνική οργάνωση, που η κλασική πολιτική οικονομία αποτελεί τη θεωρητική της έκφραση. Εκεί όπου ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες παράγουν και ανταλλάσσουν για άμεσο κέρδος, μπορούν να παίρνονται υπόψη σε πρώτη γραμμή μόνο τα κοντινότερα, αμεσότατα αποτελέσματα. Όταν ο ξεχωριστός εργοστασιάρχης ή έμπορος πουλήσει το παραγόμενο ή αγορασμένο εμπόρευμα με το συνηθισμένο κερδάκι, είναι ευχαριστημένος και δε τον νοιάζει τι γίνονται κατοπινά το εμπόρευμα και οι αγοραστές του. Το ίδιο συμβαίνει με τα φυσικά αποτελέσματα των ίδιων πράξεων. Τι τους ένοιαζε τους ισπανούς ιδιοκτήτες φυτειών στην Κούβα όταν καίγανε τα δάση στους γκρεμούς και με τη στάχτη τους εξασφάλιζαν λίπασμα αρκετό για μια γενιά εξαιρετικά αποδοτικά καφεόδεντρα –τι τους ένοιαζε ότι κατοπινά οι τροπικές καταρρακτώδεις βροχές θα κατέβαζαν το ανυπεράσπιστο τώρα χώμα και θα άφηναν πίσω τους μόνο γυμνά βράχια; Απέναντι στη φύση, όπως και στην κοινωνία, με τον σημερινό τρόπο παραγωγής λογαριάζεται κυρίως το πρώτο, χειροπιαστό αποτέλεσμα. Κι ύστερα παραξενεύονται ακόμα γιατί τα απώτερα επακόλουθα των πράξεων που έτειναν σ’ αυτό το αποτέλεσμα είναι ολότελα διαφορετικά, συνήθως ολότελα αντίθετα –ότι η αρμονία της ζήτησης και της προσφοράς μετατρέπεται στο διαμετρικά αντίθετό της, όπως το δείχνει η πορεία κάθε δεκάχρονου βιομηχανικού κύκλου, που ένα μικρό προοίμιό του γνώρισε και η Γερμανία με το «κραχ»[3], -ότι η ατομική ιδιοκτησία που στηρίζεται στην προσωπική εργασία εξελίσσεται παραπέρα με αναγκαιότητα σε ακτημοσύνη των εργατών, ενώ όλη η ιδιοκτησία όλο και περισσότερο συγκεντρώνεται στα χέρια μη εργαζομένων – ότι[4] (σ.σ. Εδώ δυστυχώς σταματάει το χειρόγραφο! Ο Ένγκελς δε το τελείωσε ποτέ)_____________
[1] Μια αυθεντία πρώτης γραμμής απ’ αυτή την άποψη, ο σερ Ου. Θόμσον υπολόγισε ότι δεν μπορούν να έχουν περάσει πολύ περισσότερο από εκατό εκατομμύρια χρόνια, από την εποχή που η γη είχε ψυχθεί αρκετά για να μπορούν να ζουν πάνω της φυτά και ζώα (Σημείωση του Ένγκελς)
[2] Εδώ ο Ένγκελς σημειώνει με το μολύβι στο περιθώριο: «εξευγενισμός» (σημ. σύντ.).
[3] Ο Ένγκελς εννοεί την οικονομική κρίση του 1873-74 (σημ. σύντ.).
[4] Εδώ σταματάει το χειρόγραφο (σημ. σύντ.)._____________
Γράφτηκε από τον Φρίντριχ Ένγκελς
στα 1876.Πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Νόιε Τσάι»το 1896. | Σύμφωνα με το χειρόγραφο |
Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στα διαλεχτά έργα των Μαρξ - Ένγκελς, που επιμελήθηκε το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν (τόμος 1ος, Κρατικό Εκδοτικό Πολιτικής Φιλολογίας, Μόσχα 1948).