Translate

Για το ρεαλισμό, του Μπέρτολτ Μπρεχτ

 



Να στραφούμε στο λαό και να μιλήσουμε τη γλώσσα του

 

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Για το ρεαλισμό


Commun✮rios

Σήμερα σε αυτό το άρθρο, παρουσιάζουμε κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ για το ρεαλισμό. Ο Μπρεχτ μιλά για το ρεαλισμό, έχοντας πάντα στη συνείδησή του του το λαό, τα βάσανά του, τις ανάγκες του. Λέει συγκεκριμένα: «Ενάντια στην αυξανόμενη βαρβαρότητα υπάρχει μόνο ένας σύμμαχος: ο λαός που τόσο πολύ υποφέρει απ' αυτήν. Μόνο από το λαό μπορεί να περιμένει κανείς κάτι. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι πρέπει να στραφούμε στο λαό και πιο αναγκαίο από ποτέ να μιλήσουμε τη γλώσσα του.

Ετσι, τα συνθήματα λαϊκότητα και ρεαλισμός συσχετίζονται με τρόπο φυσικό. Είναι προς το συμφέρον του λαού, των πλατιών εργαζόμενων μαζών να παίρνουν από τη λογοτεχνία πιστές στην πραγματικότητα απεικονίσεις της ζωής, και οι απεικονίσεις αυτές εξυπηρετούν πραγματικά το λαό, τις πλατιές εργαζόμενες μάζες, γι' αυτόν το λόγο πρέπει απαραίτητα να είναι κατανοητές και αποδοτικές, άρα λαϊκές».

Παρουσιάζεται, επίσης, ένα κείμενό του για τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς. Εχει τη σημασία του, γιατί ο Μπρεχτ δεν κάνει απλά διαπιστώσεις αλλά δίνει, πάλι από τη σκοπιά του λαού απάντηση στο ερώτημα που βάζει. Ποιο ερώτημα βάζει; «Κάποτε αναρωτήθηκα γιατί ορισμένα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς έχουν κάτι που δεν είναι ικανοποιητικό, παρ' όλο που περιέχουν τόσα αξιοσπούδαστα πράγματα». Και να πώς απαντά: «Η στιγμή της συνθηκολόγησης, της υποχώρησης, η ουτοπιστική και ιδεαλιστική στιγμή, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στα δοκίμια του Λούκατς και την οποία σίγουρα θα ξεπεράσει, είναι αυτό που κάνει τις αξιοσπούδαστες εργασίες του μη ικανοποιητικές, είναι αυτό που δίνει την εντύπωση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η απόλαυση κι όχι ο αγώνας, η διέξοδος κι όχι η προέλαση».

***

Για το ρεαλισμό

Δεν έχω την εντύπωση ότι θα χειριζόμασταν το θέμα μας ιδιαίτερα καλά, το θέμα του ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Οι αδυναμίες των κύριων εξπρεσιονιστικών έργων δεν υποδείχθηκαν μόνο από ρεαλιστές. Η έννοια του ρεαλισμού εμφανίστηκε πολύ περιορισμένα, σχεδόν είχε κανείς την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια λογοτεχνική μόδα με κανόνες που βγήκαν από μερικά αυθαίρετα διαλεγμένα έργα. Είναι σαν να πατάμε μερικά εξπρεσιονιστικά έργα σ' ένα μπρούντζινο βαρέλι και ν' απολαμβάνουμε το χυμό έχοντας την έκφραση της δυσαρέσκειας, και να συνεχίζουμε να τα πατάμε και πάει λέγοντας. Ετσι, θα ενεργούμε συνέχεια μόνο με τους χυμούς. Προχωρώντας όμως μ' αυτόν τον τρόπο σημαίνει πως δεν προχωρούμε και πολύ ρεαλιστικά. Τότε αυτό που λέγεται ρεαλισμός δημιουργεί εξαιτίας της αδεξιότητας των ερμηνευτών του μια ιδιαίτερα αυθαίρετη εντύπωση, τα μέτρα είναι εξαιρετικά αμφίβολης φύσης, βγαλμένα από τη ζωή, μ' όλες τις αποχρώσεις, πλατιά και τα λοιπά, και τα λοιπά. Και αναρωτιέται κανείς συνεχώς μήπως δεν εννοούμε το ρεαλισμό μόνο όπως ο Τολστόι ή ακριβώς όπως ο Μπαλζάκ ή αν τον εννοούμε απλά και μόνο σαν κάτι το ονομαστό. Ο ρεαλισμός αντιπαρατάσσεται στο φορμαλισμό σαν να ήταν μια πιστή και έντιμη απόδοση του περιεχομένου. Το ξέρετε ήδη. Παραθέτει κανείς, όπως ανέφερα, μερικά ονομαστά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα, τα επαινεί με τον έπαινο που τους αξίζει απόλυτα και βγάζει απ' αυτά το ρεαλισμό. Το να απαιτούμε έναν τέτοιο ρεαλισμό από ζωντανούς συγγραφείς είναι σαν ν' απαιτούμε από έναν άντρα να έχει 75 εκατοστά πλάτη, ένα μέτρο γενειάδα και φωτεινά μάτια, και κανείς να μην του λέει από πού μπορεί να τ' αγοράσει. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μ' αυτόν τον τρόπο σ' ένα τόσο σημαντικό θέμα. Είμαστε πραγματικά σε θέση να διατυπώσουμε έναν πολύ πιο γενναιόδωρο, πιο παραγωγικό και πιο πνευματώδη ορισμό του ρεαλισμού.

Αποτελέσματα της συζήτησης για το ρεαλισμό στη λογοτεχνία

Η μεγάλη συζήτηση για το ρεαλισμό στη λογοτεχνία, η οποία, ξεκινώντας από τη Σοβιετική Ενωση, προκάλεσε ένα διεθνές κίνημα, μου φαίνεται πως επεξεργάστηκε τα επόμενα τουλάχιστον σημεία:

1. Οι μυθιστοριογράφοι που αντικαθιστούν την περιγραφή του ανθρώπου με μια περιγραφή των ψυχικών του αντιδράσεων, βυθίζοντάς τον, έτσι, σ' ένα απλό πλέγμα ψυχικών αντιδράσεων, δεν δικαιώνουν την πραγματικότητα. Ούτε ο κόσμος ούτε ο άνθρωπος μπορούν να γίνουν ορατοί (αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουμε κι έχει περιγραφεί), όταν περιγράφεται μόνο η αντανάκλαση του κόσμου στην ανθρώπινη ψυχή ή μόνο η ανθρώπινη ψυχή όταν αντανακλά τον κόσμο. Ο άνθρωπος πρέπει να περιγράφεται στις αντιδράσεις του και στις ενέργειές του.

2. Οι μυθιστοριογράφοι που περιγράφουν μόνο τον απανθρωπισμό που φέρνει ο καπιταλισμός, δηλαδή που παρουσιάζουν τον άνθρωπο σαν ψυχικά ερημωμένο, δε δικαιώνουν την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός δεν απανθρωποιεί μόνο, αλλά και δημιουργεί ανθρωπιά, και συγκεκριμένα με τον ενεργό αγώνα ενάντια στον απανθρωπισμό. Ακόμα και σήμερα, ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή, δεν λειτουργεί μόνο σαν κομμάτι ενός μηχανήματος. Ακόμα και από κοινωνική άποψη δεν έχει περιγραφεί αρκετά, όταν περιγράφεται μόνο σαν πολιτικός παράγοντας.

Λαϊκότητα και ρεαλισμός1


Αν θέλει κανείς να δώσει συνθήματα για σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία, πρέπει να πάρει υπόψη του πως ό,τι έχει την αξίωση να ονομαστεί λογοτεχνία μπορεί να τυπωθεί αποκλειστικά στο εξωτερικό και να διαβαστεί σχεδόν αποκλειστικά στο εξωτερικό. Ετσι, το σύνθημα λαϊκότητα αποκτά για τη λογοτεχνία μια ιδιαίτερη νότα. Ο συγγραφέας πρέπει να γράψει για ένα λαό που δε ζει μαζί του. Ωστόσο, παρατηρώντας από πιο κοντά, βλέπουμε ότι η απόσταση μεταξύ του συγγραφέα και του λαού δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θα νόμιζε κανείς. Τώρα δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται και παλιότερα δεν ήταν τόσο μικρή όσο φαινόταν. Η αισθητική που κυριαρχεί, η τιμή των βιβλίων και η αστυνομία δημιουργούσαν πάντοτε μια σημαντική απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και το λαό. Παρ' όλα αυτά δεν θα ήταν σωστό, θα ήταν δηλαδή μη ρεαλιστικό, να θεωρήσουμε την αύξηση της απόστασης μόνο σαν «εξωτερική». Ασφαλώς χρειάζονται ιδιαίτερες προσπάθειες για να μπορεί κανείς σήμερα να γράφει λαϊκά. Από την άλλη πλευρά, αυτό έχει γίνει πιο εύκολο, πιο εύκολο και πιο επείγον. Ο λαός έχει χωριστεί πιο καθαρά από το ανώτερο στρώμα, αποχώρησαν απ' αυτόν οι καταπιεστές κι οι εκμεταλλευτές του και μπλέχτηκαν σε έναν αθέατο πια αιματηρό αγώνα. Εχει γίνει πιο εύκολο να παίρνει κανείς θέση. Ανάμεσα στο «κοινό», έχει ξεσπάσει, θα λέγαμε, μια ανοιχτή μάχη.

Ακόμα και την απαίτηση για ένα ρεαλιστικό τρόπο γραφής δεν μπορεί κανείς πια σήμερα εύκολα να την αγνοήσει. Απόκτησε κάτι το αυτονόητο. Τα κυρίαρχα στρώματα χρησιμοποιούν το ψέμα πιο απροκάλυπτα απ' ό,τι άλλοτε, και το ψέμα είναι πιο χοντρό. Το να λέει κανείς την αλήθεια παρουσιάζεται σαν ένα όλο και πιο επείγον καθήκον. Τα βάσανα μεγάλωσαν, όπως και το πλήθος αυτών που υποφέρουν. Μπροστά στα μεγάλα βάσανα των μαζών, η αντιμετώπιση των μικροδυσκολιών και των δυσκολιών των μικρών ομάδων μοιάζει γελοία και μάλιστα άξια περιφρόνησης.

Ενάντια στην αυξανόμενη βαρβαρότητα υπάρχει μόνο ένας σύμμαχος: Ο λαός που τόσο πολύ υποφέρει απ' αυτήν. Μόνο από το λαό μπορεί να περιμένει κανείς κάτι. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να στραφούμε στο λαό και πιο αναγκαίο από ποτέ να μιλήσουμε τη γλώσσα του.

Ετσι, τα συνθήματα λαϊκότητα και ρεαλισμός συσχετίζονται με τρόπο φυσικό. Είναι προς το συμφέρον του λαού, των πλατιών εργαζόμενων μαζών να παίρνουν από τη λογοτεχνία πιστές στην πραγματικότητα απεικονίσεις της ζωής, και οι απεικονίσεις αυτές εξυπηρετούν πραγματικά το λαό, τις πλατιές εργαζόμενες μάζες, γι' αυτόν το λόγο πρέπει απαραίτητα να είναι κατανοητές και αποδοτικές, άρα λαϊκές. Παρ' όλα αυτά, πρέπει πρώτα να ξεκαθαριστούν πλήρως οι έννοιες αυτές, πριν να διατυπώσουμε αρχές στις οποίες εφαρμόζονται και συγχωνεύονται. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτές οι έννοιες είναι εντελώς ξεκάθαρες, ότι δεν έχουν ιστορία, ότι δεν είναι, στρατευμένες και σαφείς. («Ολοι ξέρουμε, βέβαια, τι εννοούμε, ας μην είμαστε λεπτολόγοι».) Η ίδια η έννοια λαϊκότητα δεν είναι και πολύ λαϊκή. Δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Πρέπει να παρατηρήσουμε με προσοχή μια ολόκληρη σειρά από «-ότητες». Ας σκεφτούμε μόνο τη χρησιμότητα, τη μεγαλειότητα, την αγιότητα και ξέρουμε ότι και η λαϊκότητα έχει έναν πολύ ιδιαίτερο, ιερό, πανηγυρικό και ύποπτο ήχο, που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να παραβλέψουμε. Δεν επιτρέπεται να τον παραβλέψουμε, γιατί χρειαζόμαστε απαραίτητα την έννοια λαϊκός.

Είναι ακριβώς οι λεγόμενες ποιητικές διατυπώσεις, όπου «ο λαός» παρουσιάζεται ιδιαίτερα δεισιδαίμονας ή καλύτερα αυτός που γεννάει δεισιδαιμονίες. Εκεί ο λαός έχει τις αμετάβλητες ιδιότητές του, τις καθαγιασμένες παραδόσεις του, τις μορφές τέχνης του, τα ήθη και τα έθιμά του, τη θρησκευτικότητά του, τους προπατορικούς εχθρούς του, τις ακατανίκητες δυνάμεις του, και τα λοιπά και τα λοιπά. Εκεί εμφανίζεται μια αξιοσημείωτη ενότητα βασανιστών και βασανιζόμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, ψευτών κι εξαπατημένων, και σίγουρα δεν πρόκειται απλά για τους πολλούς «μικρούς» εργαζόμενους ανθρώπους σε αντίθεση με τους ανώτερους.

Η ιστορία των πολλών παραποιήσεων που έπαθε η έννοια λαϊκότητα είναι μεγάλη και μπερδεμένη, είναι ιστορία των ταξικών αγώνων. Εδώ δε θέλουμε να προχωρήσουμε σε ανάλυση, θέλουμε μόνο να υπογραμμίσουμε το γεγονός της παραποίησης, όταν λέμε ότι χρειαζόμαστε λαϊκή τέχνη, εννοώντας μ' αυτό τέχνη για τις πλατιές λαϊκές μάζες, για τους πολλούς που καταπιέζονται από τους λίγους, «για τους ίδιους τους λαούς», για τη μάζα αυτών που παράγουν, που τόσον καιρό στάθηκε το αντικείμενο της πολιτικής και που πρέπει να γίνει το υποκείμενο της πολιτικής. Πρέπει να θυμηθούμε ότι ισχυροί θεσμοί κράτησαν για πολύ καιρό το λαό αυτό μακριά από την πλήρη ανάπτυξη, ότι με διάφορες συμβάσεις φιμώθηκε τεχνητά και βίαια και ότι η έννοια λαϊκός χαρακτηρίστηκε έννοια στατική, χωρίς ιστορία και χωρίς εξέλιξη. Εμείς όμως δεν έχουμε καμιά σχέση μ' αυτήν την πλευρά της έννοιας και, για να εκφραστώ καλύτερα, πρέπει να την καταπολεμήσουμε.

Ο δικός μας ορισμός του λαϊκού αφορά το λαό, που όχι μόνο συμμετέχει πλήρως στην ανάπτυξη, αλλά στην ουσία τη σφετερίζεται, την εκβιάζει, την καθορίζει. Εχουμε μπροστά στα μάτια μας ένα λαό που γράφει Ιστορία, που αλλάζει τον κόσμο και τον εαυτό του. Εχουμε μπροστά στα μάτια μας έναν αγωνιστή λαό, επομένως και μια αγωνιστική έννοια του λαϊκού.

Λαϊκό σημαίνει: Αυτό που είναι κατανοητό στις πλατιές μάζες, αυτό που παίρνει και εμπλουτίζει τον τρόπο της έκφρασής τους /αυτό που υιοθετεί, εδραιώνει και διορθώνει τις απόψεις τους/ αυτό που αντιπροσωπεύει το πιο προοδευτικό τμήμα του λαού, ώστε να μπορεί ν' αναλάβει την αρχηγία και μ' αυτόν τον τρόπο να γίνει κατανοητό και στα άλλα τμήματα του λαού /αυτό που συνδέεται με τις παραδόσεις και τις συνεχίζει/ αυτό που μεταβιβάζει στο τμήμα του λαού που επιδιώκει την αρχηγία τα επιτεύγματα του τμήματος εκείνου που διοικεί τώρα.

Και τώρα ερχόμαστε στην έννοια ρεαλισμός. Κι αυτήν την έννοια ακόμα, που είναι παλιά, που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς και για πολλούς σκοπούς, θα πρέπει, πριν τη χρησιμοποιήσουμε, να την ξεκαθαρίσουμε. Κι αυτό είναι αναγκαίο, γιατί η αποδοχή της κληρονομιάς από το λαό πρέπει να γίνει με μια πράξη απαλλοτρίωσης. Δεν μπορεί κανείς να παραλάβει τα λογοτεχνικά έργα όπως τα εργοστάσια και τους λογοτεχνικούς τρόπους έκφρασης όπως τις συνταγές παραγωγής. Και ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής, που γι' αυτόν η λογοτεχνία παρουσιάζει πολλά και διαφορετικά παραδείγματα, διαμορφώνεται από τον τρόπο, από το πώς, πότε και για ποια τάξη χρησιμοποιήθηκε, διαμορφώνεται μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια. Το λαό που αγωνίζεται ν' αλλάξει την πραγματικότητα, δεν επιτρέπεται να τον αγκιστρώνουμε σε κανόνες διήγησης που έχουν «δοκιμαστεί», σε σεβαστά πρότυπα της λογοτεχνίας, σε αιώνιους αισθητικούς νόμους. Δεν πρέπει ν' αφαιρέσουμε το ρεαλισμό από ορισμένα υπάρχοντα έργα, αλλά θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα, παλιά και νέα, δοκιμασμένα και μη, που προέρχονται από την τέχνη ή από αλλού, για να μπορέσουμε να δώσουμε με μαεστρία την πραγματικότητα στα χέρια των ανθρώπων. Θα αποφύγουμε να χαρακτηρίσουμε ρεαλιστική μια μόνο συγκεκριμένη, ιστορική μορφή μυθιστορήματος μιας συγκεκριμένης εποχής, για παράδειγμα της εποχής του Μπαλζάκ ή του Τολστόι, θέτοντας έτσι για το ρεαλισμό μόνο μορφικά, μόνο λογοτεχνικά κριτήρια. Δεν θα μιλήσουμε για ρεαλιστικό τρόπο γραφής μόνο όταν μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να τα μυρίσει, να τα γευτεί και να τα αισθανθεί «όλα», όταν υπάρχει «ατμόσφαιρα» κι όταν η πλοκή των έργων εξελίσσεται με τέτοιον τρόπο ώστε να παρουσιάζονται ψυχικά τα άτομα. Η δική μας έννοια για το ρεαλισμό πρέπει να είναι πλατιά και πολιτική, κυρίαρχη απέναντι στις συμβατικότητες.

Ρεαλιστικό2 σημαίνει: Αυτό που ξεσκεπάζει το πλέγμα της κοινωνικής αιτιότητας /αυτό που αποκαλύπτει τις κυρίαρχες απόψεις σαν απόψεις των κυρίαρχων/ αυτό που γράφει από την πλευρά της τάξης εκείνης, η οποία για τις χειρότερες αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη κοινωνία, έχει έτοιμες τις πιο πλατιές λύσεις /αυτό που τονίζει τη στιγμή της ανάπτυξης/ αυτό που είναι συγκεκριμένο και καθιστά δυνατή την αφαίρεση.

Αυτά είναι τεράστιες υποδείξεις και μπορούν ακόμη να συμπληρωθούν. Κι εμείς θα επιτρέψουμε στον καλλιτέχνη να βάλει σ' αυτό τη φαντασία του, την πρωτοτυπία, το χιούμορ και την ευρηματικότητά του. Δε θα κολλήσουμε σε υπερβολικά λεπτομερειακά λογοτεχνικά πρότυπα, δε θα υποχρεώσουμε τον καλλιτέχνη να χρησιμοποιήσει υπερβολικά συγκεκριμένες παραλλαγές της διήγησης.

Θα διαπιστώσουμε ότι ο λεγόμενος σενσουαλιστικός τρόπος γραφής (όπου μπορεί κανείς να μυρίσει, να γευτεί, να αισθανθεί τα πάντα) δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με το ρεαλιστικό τρόπο γραφής, αντίθετα, θ' αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν έργα που έχουν γραφτεί, με τον σενσουαλιστικό τρόπο και δεν είναι ρεαλιστικά και ότι υπάρχουν ρεαλιστικά έργα που δεν έχουν γραφτεί με τον σενσουαλιστικό τρόπο. Θα πρέπει να ερευνήσουμε προσεκτικά αν πραγματικά πλάθουμε την πλοκή με τον καλύτερο τρόπο, όταν επιδιώκουμε σαν τελικό αποτέλεσμα την ψυχική παρουσίαση των προσώπων. Ισως οι αναγνώστες μας να μη θεωρήσουν ότι τους δίνεται το κλειδί για τα γεγονότα, όταν, έχοντας παραπλανηθεί από τα πολλά τεχνάσματα, συμμετέχουν απλά και μόνο στις ψυχικές συγκινήσεις των ηρώων των βιβλίων μας. Υιοθετώντας τις μορφές του Μπαλζάκ και του Τολστόι, χωρίς να τις έχουμε εξετάσει σε βάθος, ίσως να κουράζαμε κι εμείς, όπως συχνά κι αυτοί οι συγγραφείς, τους αναγνώστες μας, το λαό. Ο ρεαλισμός δεν είναι απλά ζήτημα μορφής. Αντιγράφοντας τον τρόπο γραφής αυτών των ρεαλιστών, δεν θα ήμασταν πια ρεαλιστές.

Γιατί ο καιρός κυλά, κι αν δεν κυλούσε θα την είχαν άσχημα αυτοί που δεν κάθονται σε χρυσά τραπέζια. Οι μέθοδοι φθείρονται, τα ερεθίσματα αποτυχαίνουν. Καινούργια προβλήματα εμφανίζονται και απαιτούν καινούργια μέσα. Η πραγματικότητα αλλάζει. Για να την παρουσιάσουμε πρέπει ν' αλλάξουμε τον τρόπο της παρουσίασης. Τίποτα δε γίνεται από το τίποτα, το καινούργιο βγαίνει από το παλιό, αλλά γι' αυτό ακριβώς είναι καινούργιο.

Οι καταπιεστές δε δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις εποχές. Δεν μπορούν πάντα να συλλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν τόσες πολλές μέθοδοι να ξεφύγει κανείς από την ανάκριση. Τους δρόμους των εκστρατειών τους τους ονομάζουν αυτοκινητόδρομους. Τα τανκς τους βάφονται για να μοιάζουν με τους θάμνους του Μάκντουφ. Οι πράκτορές τους επιδεικνύουν τους ρόζους στα χέρια τους σαν να ήταν εργάτες. Οχι, χρειάζεται εφευρετικότητα για να μετατρέψει κανείς τον κυνηγό σε θήραμα. Ο,τι ήταν χθες λαϊκό, σήμερα δεν είναι πια, γιατί ο λαός δεν είναι σήμερα όπως ήταν χθες.

Ο καθένας που δεν είναι δέσμιος τυπικών προκαταλήψεων ξέρει ότι μπορεί κανείς με πολλούς τρόπους ν' αποσιωπήσει την αλήθεια και με πολλούς τρόπους πρέπει να την πει. Οτι μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση για τις απάνθρωπες συνθήκες με διάφορους τρόπους, με την απευθείας εξιστόρηση με παθιασμένο και με αντικειμενικό τρόπο, με τη διήγηση μύθων και παραβολών, με ανέκδοτα, με την υπερβολή και τη μετριοπάθεια. Στο θέατρο η πραγματικότητα μπορεί ν' αποδοθεί και πραγματικά και φανταστικά. Μπορεί οι ηθοποιοί να μη βάφονται καθόλου (ή πολύ λίγο) και να παρουσιάζονται «εντελώς φυσικοί», και παρ' όλα αυτά μπορεί όλα να είναι μια πλάνη, και μπορούν πάλι να φοράνε αλλόκοτες μάσκες και να παρουσιάζουν την αλήθεια. Δεν υπάρχει λόγος να μαλώνουμε γι' αυτό: Τα μέσα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το σκοπό. Ο λαός καταλαβαίνει ότι πρέπει να τα εξετάζει ανάλογα με το σκοπό. Τα μεγάλα θεατρικά πειράματα του Πισκάτορ (και τα δικά μου), με τα οποία καταστρέφονταν αδιάκοπα οι συμβατικές μορφές, βρήκαν το μεγάλο τους στήριγμα στα πιο προοδευτικά στελέχη της εργατικής τάξης. Οι εργάτες τα έκριναν όλα σύμφωνα με το ποσοστό της αλήθειας, χαιρέτιζαν κάθε νεοτερισμό που προωθούσε την παρουσίαση της αλήθειας, της πραγματικής κοινωνικής ταραχής, αρνούνταν όλα εκείνα που φαίνονταν να είναι χωρίς σοβαρότητα, που έμοιαζαν με μηχανισμό που λειτουργεί αυτόβουλα, δηλαδή που δεν εκπλήρωσε ακόμη το σκοπό του ή που δεν τον εκπληρώνει πια. Τα επιχειρήματα των εργατών ποτέ δεν ήταν λογοτεχνικά ή θεατροαισθητικά. Δεν μπορούμε να αναμίξουμε το θέατρο με τον κινηματογράφο, αυτό δεν ακούστηκε ποτέ εδώ. Αν το φιλμ δεν χρησιμοποιηθεί σωστά, το πολύ πολύ θα σήμαινε ότι: Το φιλμ στο σημείο αυτό είναι περιττό, αποσπά την προσοχή. Χοροί εργατών αναφωνούσαν πολύπλοκους ρυθμικούς στίχους («Αν υπήρχε ρίμα, θα 'πεφτε σαν το νερό και τίποτα δεν θα 'μενε ορθό») και τραγουδούσαν δύσκολες (ασυνήθιστες) συνθέσεις του Αϊσλερ («Εχουν δύναμη μέσα τους»). Εμείς όμως έπρεπε να μεταβάλουμε ορισμένους στίχους που το νόημά τους δεν ήταν σαφές ή ήταν λάθος. Αν στα εμβατήρια, που είχαν ομοιοκαταληξία για να μπορεί κανείς να τα μαθαίνει γρηγορότερα και είχαν απλό ρυθμό για να «περνάνε» καλύτερα, υπήρχαν ορισμένες λεπτομέρειες (ανωμαλίες, περιπλοκές), τότε λέγανε: «Υπάρχει ένα μικρό γύρισμα, είναι διασκεδαστικό». Θέματα που είχαν λήξει, ασήμαντα, συνηθισμένα, θέματα που δεν προβλημάτιζαν πια κανέναν, δεν τ' αγαπούσαν καθόλου («Δεν βγαίνει τίποτα»). Αν χρειαζόταν κανείς κάποια αισθητική, μπορούσε να τη βρει εδώ. Δεν ξεχνώ ποτέ πώς με κοίταζε ένας εργάτης, όταν, στην πρότασή του να προσθέσω κάτι σ' ένα χορικό για τη Σοβιετική Ενωση («Σ' αυτό το σημείο πρέπει να μπει κι αυτό, διαφορετικά τι νόημα έχει;»), του απάντησα ότι αυτό θα τίναζε στον αέρα την καλλιτεχνική μορφή: έγειρε το κεφάλι του στο πλάι χαμογελώντας. Ολόκληρη η αισθητική κατέρρευσε μ' αυτό το ευγενικό χαμόγελο. Οι εργάτες δεν φοβούνταν να μας διδάξουν και δεν φοβούνταν και οι ίδιοι να μάθουν.

Μιλώ από πείρα όταν λέω: Ποτέ δεν πρέπει να φοβάται κανείς να εμφανιστεί μπροστά στο προλεταριάτο μιλώντας για τολμηρά, ασυνήθιστα πράγματα, όταν αυτά έχουν να κάνουν με την αλήθεια του. Θα υπάρχουν πάντοτε μορφωμένοι άνθρωποι, γνώστες της τέχνης που θα ανακατεύονται λέγοντας: «Αυτό δεν το καταλαβαίνει ο λαός». Ομως ο λαός παραμερίζει ανυπόμονα αυτούς τους ανθρώπους και συνεννοείται απευθείας με τους καλλιτέχνες. Υπάρχει ένα εξαιρετικό υλικό, φτιαγμένο για κλίκες, για να σχηματίζονται κλίκες, η διακοσιοστή παραλλαγή του παλιού καπέλου, το πάστωμα του παλιού κομματιού κρέατος που ήδη έχει αρχίσει να σαπίζει: Το προλεταριάτο το απορρίπτει («Εχουν σκοτούρες αυτοί») κουνώντας με δυσπιστία, ουσιαστικά με επιείκεια το κεφάλι. Αυτό που δε θέλει δεν είναι το αλάτι, αλλά το σάπιο κρέας. Οχι η διακοσιοστή παραλλαγή, αλλά το παλιό καπέλο. Οταν οι ίδιοι έγραφαν στίχους και θέατρο ήταν συναρπαστικά πρωτότυποι. Η λεγόμενη τέχνη «Αγκιτπρόπ», για την οποία δεν έσμιξαν τα καλύτερα φρύδια, στάθηκε πηγή σύγχρονων καλλιτεχνικών μέσων και τρόπων έκφρασης. Σ' αυτήν παρουσιάστηκαν εξαιρετικά στοιχεία γνήσια λαϊκών εποχών της τέχνης, που είχαν ξεχαστεί εδώ και πολύ καιρό, στοιχεία κομμένα τολμηρά στα μέτρα των νέων κοινωνικών στόχων. Τολμηρές περικοπές και περιλήψεις, όμορφες απλοποιήσεις. υπήρχε συχνά καταπληκτική κομψότητα και σύντομη και περιεκτική κατασκευή κι ακόμη ένα ατρόμητο βλέμμα για το σύμπλεγμα. Μερικά πράγματα είναι ίσως πρωτόγονα, όμως ο πρωτογονισμός τους δεν είχε ποτέ τη μορφή εκείνη του πρωτογονισμού από την οποία υπέφεραν οι φαινομενικά τόσο διαφοροποιημένες απεικονίσεις της ψυχής της αστικής τέχνης. Δεν κάνουμε καλά ν' απορρίπτουμε, λόγω μερικών ατυχών συνθέσεων, το στιλ μιας παρουσίασης που προσπαθεί (και συχνά με επιτυχία) να επεξεργαστεί το ουσιώδες και να καταστήσει δυνατή την αφαίρεση. Το οξύ μάτι των εργατών διαπέρασε την επιφάνεια των νατουραλιστικών απεικονίσεων της πραγματικότητας. Οταν στο «Ο αμαξάς Χένσελ» οι εργάτες έλεγαν για τον ψυχικό διαμελισμό πως: «Δεν θέλουμε να τα ξέρουμε όλα με τόση ακρίβεια», πίσω από τα λόγια τους αυτά κρυβόταν η επιθυμία να τους παρουσιαστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι πραγματικές κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις που δρούσαν κάτω από την επιφάνεια του δίχως άλλο ορατού. Και για ν' αναφέρουμε δικές μας εμπειρίες: δεν σκανδαλίστηκαν από τις φανταστικές περιβολές, από το φαινομενικά μη πραγματικό περίγυρο της «Οπερας της πεντάρας». Δεν ήταν στενόμυαλοι, μισούσαν τη στενότητα (τα σπίτια τους ήταν στενά). Αυτοί ήταν γενναιόδωροι, οι επιχειρηματίες ήταν οι φιλάργυροι. Θεώρησαν περιττά μερικά πράγματα για τα οποία οι καλλιτέχνες ισχυρίζονταν πως ήταν απαραίτητα γι' αυτούς, αλλά εδώ στάθηκαν γενναιόδωροι. Δεν τάχθηκαν ενάντια στην αφθονία, τάχθηκαν ενάντια στο περιττό. Στο βόδι που αλώνιζε δεν έδεναν το στόμα, κοίταζαν μόνο να αλωνίζει. Δεν πίστευαν μόνο σε «μία» μέθοδο. Ηξεραν πως είχαν ανάγκη από πολλές μεθόδους για να πετύχουν το σκοπό τους.

Τα κριτήρια για τη λαϊκότητα και το ρεαλισμό πρέπει κανείς να τα διαλέγει τόσο με γενναιοδωρία όσο και με προσοχή, και δεν πρέπει να τα αντλεί από τα υπάρχοντα ρεαλιστικά και λαϊκά έργα, όπως συχνά συμβαίνει. Αν ενεργούσε κανείς μ' αυτόν τον τρόπο, θα αποκτούσε φορμαλιστικά κριτήρια, καθώς και λαϊκότητα και ρεαλισμό μόνο σύμφωνα με τη μορφή.

Δεν μπορεί κανείς να διαπιστώσει αν ένα έργο είναι ρεαλιστικό ή όχι όταν εξετάζει μόνο αν μοιάζει ή όχι με τα υπάρχοντα ρεαλιστικά λεγόμενα έργα ή με αυτά που ονομάζονται ρεαλιστικά για την εποχή τους. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει κανείς να συγκρίνει την περιγραφή της ζωής με την ίδια τη ζωή που περιγράφεται (κι όχι με κάποια άλλη περιγραφή). Κι ακόμη, όσον αφορά τη λαϊκότητα, υπάρχει ένας καθαρά φορμαλιστικός τρόπος να ενεργήσει κανείς, από τον οποίο πρέπει να φυλάγεται. Το γεγονός ότι ένα έργο είναι κατανοητό δεν σημαίνει ότι αυτό ισχύει, όταν το έργο αυτό έχει γραφτεί με τον ίδιο τρόπο που έχουν γραφτεί άλλα έργα που έγιναν κατανοητά. Ακόμη και τα έργα που έγιναν κατανοητά δεν έχουν γραφτεί όπως τα έργα που γράφτηκαν πριν απ' αυτά. Κάτι έγινε για να μπορέσουν να γίνουν κατανοητά. Ετσι θα πρέπει κι εμείς να κάνουμε κάτι για να γίνουν κατανοητά τα καινούργια έργα. Δεν υπάρχει μόνο το είμαι λαϊκός, αλλά και το γίνομαι λαϊκός.

Αν θέλουμε να έχουμε μια ζωντανή, αγωνιστική λογοτεχνία που να πληρεί την πραγματικότητα και να πληρείται απόλυτα απ' αυτήν, μια λογοτεχνία αληθινά λαϊκή, πρέπει να συμβαδίζουμε με την ορμητική εξέλιξη της πραγματικότητας. Οι μεγάλες εργαζόμενες λαϊκές μάζες είναι ήδη έτοιμες για εξέγερση. Το αποδεικνύει η δραστηριότητα και η κτηνωδία των εχθρών τους.

1938

Για τη λαϊκότητα και το ρεαλισμό

1. Η στροφή στο λαό

Ενα τμήμα της λογοτεχνίας της εξορίας (της απόδρασης, της καταδίωξης, των διακρίσεων) συνεχίζει ν' απευθύνεται στην αστική τάξη. Καταγγέλλει την εξόντωση των ανθρωπιστικών ιδανικών, αναφέρεται στη βαρβαρότητα για τη βαρβαρότητα. Αναφέρει πού και πού ότι τα απάνθρωπα μέτρα συνδέονται με ορισμένα κέρδη και μάλιστα με τα συμφέροντα μιας ορισμένης κάστας. Δε διαπιστώνει, όμως, ότι η εξόντωση των ανθρωπιστικών ιδεωδών εξυπηρετεί τη διατήρηση των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Με αφέλεια προσπαθεί να πείσει την αστική τάξη ότι αυτές οι σχέσεις ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να διατηρηθούν κ.ά. χωρίς αυτά τα απάνθρωπα μέτρα, με περισσότερη καλοσύνη, ελευθερία, ανθρωπιά. Ισως ο λαός να έβρισκε κάπως κωμικές αυτού του είδους τις αφέλειες. Θα πίστευε, αν παραβρισκόταν σε μια συζήτηση μ' αυτό το θέμα, πόση καταπίεση θα χρειαζόταν για να διατηρηθεί η εκμετάλλευση. Αν αυτό γίνεται χωρίς πόλεμο ή μόνο με τον πόλεμο. Μ' έναν πόλεμο ανθρωπιστικό ή μη. Και τα λοιπά και τα λοιπά. Οσο το σύνθημα «Ζήτω ο ανθρωπισμός!» δεν συμπληρώνεται από το σύνθημα «Ενάντια στις αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας!», η στροφή της λογοτεχνίας προς το λαό δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί.

2. Η χρονική στιγμή

Και τελικά, για να δώσουμε στην κρίση μας μια συγκεκριμένη αρχή πρέπει βέβαια ν' αναφέρουμε και πότε συνέβη. Η τοποθέτηση ορισμένων πινάκων στους εσωτερικούς τοίχους πλοίων μπορεί να 'ναι κάτι πολύ τρελό αν γίνει σε μια χρονική στιγμή που το πλοίο έχει αρχίσει ήδη να βυθίζεται, όπως στην περίπτωση μιας ναυμαχίας. Στην πραγματικότητα συναντούμε, για να συνεχίσουμε με την εικόνα αυτή, καλλιτέχνες που ασχολούνται με το να επινοούν και να δημιουργούν πίνακες τη στιγμή που το πλοίο βυθίζεται.

3. Να απευθυνόμαστε σε όλους

Δεν πρέπει να έχει κανείς την απαίτηση τα καλλιτεχνικά έργα να γίνονται αμέσως κατανοητά σε όσους τα βλέπουν, αν θέλει να υπάρχει λογοτεχνία για το λαό. Ο λαός μπορεί με πολλούς τρόπους να γίνει κύριος των λογοτεχνικών έργων, κατά ομάδες κι ακόμη κατά μικρές ομάδες που κατανοούν γρήγορα και μεταδίδουν αυτά που κατάλαβαν, ή με το να στέκεται σ' ορισμένα σημεία των έργων αυτών, που τα κατανοεί αμέσως, και ξεκινώντας απ' αυτά να φτάνει να εξηγεί με συμπεράσματα αυτό που αρχικά ήταν ακατανόητο. Το να γράφει κανείς για μικρές ομάδες δεν σημαίνει ότι περιφρονεί το λαό. Το θέμα είναι αν οι ομάδες αυτές εξυπηρετούν από την πλευρά τους τα συμφέροντα του λαού, ή αν τα υπονομεύουν. Η υπονόμευση των συμφερόντων του λαού υπάρχει ήδη στο προσκήνιο, όταν τέτοιου είδους κύκλοι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για τη διατήρησή τους κι όταν επιδιώκονται μονοπώλια (πράγμα που διευκολύνουν και οι συγγραφείς). Το ρεύμα πρέπει να πλημμυρίσει, θα λέγαμε, τα σημεία συγκέντρωσης.

4. Λαϊκό από πάνω προς τα κάτω

Αναμφίβολα η έννοια αυτή έχει κάτι το αλαζονικό. Η λέξη, κατά κάποιο τρόπο, λέγεται από πάνω προς τα κάτω. Δείχνει να περιέχει μια απαίτηση για τη μέγιστη δυνατή απλοποίηση. Πρέπει κάτι να γίνει για το λαό, τέρμα με το χαβιάρι! Κάτι που να καταλαβαίνει ο λαός που έτσι κι αλλιώς αργεί να καταλάβει. Ο λαός είναι κάτι που έχει μείνει πίσω. Πρέπει όλα να του δίνονται στο χέρι, όπως έχει συνηθίσει. Μαθαίνει δύσκολα, δεν πλησιάζει εύκολα το καινούργιο. Ο Δανός προλετάριος ποιητής Χένρι Γιουλ Αντερσεν έγραψε ένα ποίημα για τις συνήθειες που είναι σαν τις αλυσίδες των σκλάβων. Δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτή την έννοια του λαϊκού, από πάνω προς τα κάτω. Η λαϊκή γραφή δεν είναι πρόβλημα μορφής.

5. Οι ποιητές, φερέφωνα τον λαού

Ο λαός, που χρησιμοποιεί σαν φερέφωνά του μερικούς από τους ποιητές, απαιτεί να μεταφέρουν τα λόγια του, αλλά να μην τ' αλλάζουν. Απαιτεί να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά του, ολόκληρο το γιγαντιαίο πλέγμα των συμφερόντων του, από τα πιο φανερά, υπαρξιακά, μέχρι τα πιο κρυφά. Ενδιαφέρεται για τη μορφή του μυθιστορήματος τόσο λίγο και τόσο πολύ όσο και για τη μορφή του πολιτεύματος. Δεν πρόκειται για συντηρητισμό. Η συνέχιση της παράδοσης δεν είναι γι' αυτόν κάτι το ιερό, πότε - πότε γίνεται και με τρόπο ανίερο.

13 του Αυγούστου 1953

Για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό

Για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό δε θα 'πρεπε κανείς να μαθαίνει απλά και μόνο από τα έργα που υπάρχουν ή από τους τρόπους των παραστάσεων. Το κριτήριο δε θα έπρεπε να είναι αν ένα έργο ή μια παράσταση μοιάζει με άλλα έργα ή παραστάσεις που καταλογίζονται στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αλλά αν το έργο είναι σοσιαλιστικό και ρεαλιστικό.

1

Η ρεαλιστική τέχνη είναι αγωνιστική τέχνη. Καταπολεμά τις λαθεμένες αντιλήψεις για την πραγματικότητα και τις ενέργειες εκείνες που αντιτίθενται στα πραγματικά συμφέροντα της ανθρωπότητας. Καθιστά δυνατές τις σωστές απόψεις και δυναμώνει τις παραγωγικές ενέργειες.

2

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες τονίζουν το λογικό στοιχείο, το «γήινο» με την πλατιά έννοια, το τυπικό (ιστορικά σημαντικό).

3

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες τονίζουν τη στιγμή της γέννησης και της φθοράς. Σε όλα τους τα έργα σκέφτονται ιστορικά.

4

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες παρουσιάζουν τις αντιφάσεις στους ανθρώπους και στις σχέσεις μεταξύ τους και δείχνουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται αυτές οι αντιφάσεις.

5

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες ενδιαφέρονται για τις αλλαγές στους ανθρώπους και στις σχέσεις μεταξύ τους, για τις σταθερές και για τις αλματώδεις αλλαγές στις οποίες μεταβάλλονται οι σταθερές.

6

Οι ρεαλιστές καλλιτέχνες παρουσιάζουν τη δύναμη των ιδεών και τα υλικά θεμέλια των ιδεών.

7

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες είναι ανθρώπινοι, αυτό σημαίνει πως αισθάνονται φιλικά απέναντι στους ανθρώπους και πως παρουσιάζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δυναμώνουν τα σοσιαλιστικά κίνητρα. Δυναμώνουν με την πρακτική επισκόπηση στον κοινωνικό μηχανισμό και με το να γίνεται η ώθηση απόλαυση.

8

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες δεν παίρνουν ρεαλιστική θέση μόνο απέναντι στα θέματά τους, αλλά και απέναντι στο κοινό τους.

9

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες παίρνουν υπόψη τους το βαθμό μόρφωσης και την τάξη στην οποία ανήκει το κοινό τους, καθώς και την κατάσταση που βρίσκονται οι ταξικοί αγώνες.

10

Οι σοσιαλιστές - ρεαλιστές καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα από τη σκοπιά του εργαζόμενου πληθυσμού και των διανοουμένων που συνδέονται μαζί του, οι οποίοι είναι υπέρ του σοσιαλισμού.

Σοσιαλιστικός ρεαλισμός στο θέατρο

1

Σοσιαλιστικός ρεαλισμός σημαίνει μια πιστή στην πραγματικότητα απόδοση της συμβίωσης των ανθρώπων από τη σοσιαλιστική σκοπιά με τα μέσα της τέχνης. Η απόδοση γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνεται αποδεκτή η εξέταση του κοινωνικού μηχανισμού και να προκαλούνται σοσιαλιστικές ωθήσεις. Στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό το μεγαλύτερο μέρος της ευχαρίστησης που κάθε τέχνη πρέπει να εξασφαλίζει, είναι η ευχαρίστηση που προσφέρει η δυνατότητα καθοδήγησης της τύχης των ανθρώπων μέσω της κοινωνίας.

2

Το σοσιαλιστικό - ρεαλιστικό έργο τέχνης αποκαλύπτει τους διαλεκτικούς νόμους κίνησης του κοινωνικού μηχανισμού, των οποίων η γνώση διευκολύνει το χειρισμό της τύχης των ανθρώπων. Προσφέρει ευχαρίστηση στην ανακάλυψη και παρατήρησή τους.

3

Το σοσιαλιστικό - ρεαλιστικό έργο τέχνης παρουσιάζει χαρακτήρες και γεγονότα σαν κάτι το ιστορικό, το μεταβαλλόμενο και το αντιφατικό. Αυτό σημαίνει μια μεγάλη απότομη μεταβολή. Είναι απαραίτητο να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για νέα μέσα παρουσίασης.

4

Το σοσιαλιστικό - ρεαλιστικό έργο τέχνης ξεκινά από τις απόψεις της προλεταριακής τάξης και απευθύνεται σε όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Τους δείχνει την κοσμοθεωρία και τους σκοπούς της προλεταριακής τάξης, που ετοιμάζεται ν' ανεβάσει την παραγωγικότητα των ανθρώπων σε ανήκουστη μέχρι τώρα έκταση με μια νέα διαμόρφωση της κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση.

5

Η σοσιαλιστική - ρεαλιστική απόδοση παλιών κλασικών έργων ξεκινά από την αντίληψη ότι η ανθρωπότητα διαφύλαξε τα έργα εκείνα που διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά τις προόδους της για έναν όλο και πιο ισχυρό, πιο ευαίσθητο και πιο τολμηρό ανθρωπισμό. Η απόδοση τονίζει, λοιπόν, τις προοδευτικές ιδέες των κλασικών έργων.

Σημειώσεις:

1. Λαϊκότητα και ρεαλισμός. Η πραγματεία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1958 στο τεύχος 4 του περιοδικού «Ζιν Ουντ Φορμ», του Βερολίνου. Το κείμενο που δίνεται εδώ παίρνει υπόψη του μερικές χειρόγραφες διορθώσεις του Μπρεχτ οι οποίες έγιναν γνωστές λίγο αργότερα.

2. Το περιοδικό «Ντας Βορτ» χρωστά ιδιαίτερα στον Γκ. Λούκατς μερικές σημαντικά αξιόλογες πραγματείες που φωτίζουν την έννοια του ρεαλισμού αν και, κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός που δίνουν είναι κάπως πολύ στενός.

Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς1


Κάποτε αναρωτήθηκα γιατί ορισμένα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς έχουν κάτι που δεν είναι ικανοποιητικό, παρ' όλο που περιέχουν τόσα αξιοσπούδαστα πράγματα. Ο Λούκατς ξεκινά από μια υγιή αρχή, κι όμως κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εντύπωση ότι είναι κάπως ξένος προς την πραγματικότητα. Εξετάζει την πτώση του αστικού μυθιστορήματος από τα ύψη εκείνα που είχε κυριεύσει, όταν η αστική τάξη ήταν ακόμη προοδευτική. Μεταχειρίζεται ευγενικά τους σύγχρονους μυθιστορηματογράφους, στο μέτρο που αυτοί ακολουθούν τους κλασικούς του αστικού μυθιστορήματος, δηλαδή γράφουν τουλάχιστον ρεαλιστικά από την άποψη της μορφής. Ομως, δεν μπορεί να μη δει κι εδώ ακόμη την πτώση. Του είναι εντελώς αδύνατο να βρει σ' αυτούς ένα ρεαλισμό που να είναι εφάμιλλος με το ρεαλισμό των κλασικών σε βάθος, έκταση και επιθετικότητα. Αλλωστε, πώς θα μπορούσαν να υψωθούν πάνω από την ίδια τους την τάξη; Κι ακόμη υπάρχει, πρέπει να υπάρχει, και αποσύνθεση της μυθιστορηματικής τεχνικής. Δε σημαίνει πως υπάρχει μειωμένη τεχνική επιδεξιότητα, η τεχνική όμως αποκτά κάτι το παράξενα τεχνικό, κάτι το αυταρχικό, αν θέλετε. Ακόμη και στο ρεαλιστικό τρόπο δόμησης πάνω σε κλασικά πρότυπα εισχωρούν κάποια φορμαλιστικά στοιχεία. Υπάρχουν μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Ακόμη και οι συγγραφείς που διαπιστώνουν και καταπολεμούν την εκμετάλλευση, τη βαρβαρότητα και τη μηχανοποίηση του ανθρώπου μέσα από τον καπιταλισμό, δείχνουν να παίρνουν μέρος σ' αυτή την πράξη της εκμετάλλευσης, ενώ στις εξιστορήσεις τους φαίνονται να τον εξυψώνουν ελάχιστα, να τον κυνηγούν παθιασμένα μέσα από τα γεγονότα και να αντιμετωπίζουν την εσωτερική του ζωή σαν quantite negligeable [αμελητέα ποσότητα] και τα λοιπά. Κι αυτοί γίνονται ορθολογιστές, ας πούμε. Συμμετέχουν στις «προόδους» της φυσικής. Εγκαταλείπουν την αυστηρή αιτιότητα και προχωρούν στη στατιστική, εγκαταλείποντας το μεμονωμένο άνθρωπο, ακολουθώντας αυστηρά τη σχέση αιτίου και αιτιατού και μιλούν μόνο για μεγαλύτερες μονάδες. Και μάλιστα, με τον τρόπο τους, έχουν τον παράγοντα αβεβαιότητας του Σρέντινγκερ. Αφαιρούν από τον παρατηρητή την αυθεντία και την αξιοπιστία και κινητοποιούν τον αναγνώστη ενάντια στον εαυτό του, παρουσιάζοντας μόνο υποκειμενικές μαρτυρίες που χαρακτηρίζουν απλά αυτούς που τις αναφέρουν (Ζιντ, Τζόις, Ντέμπλιν). Μπορεί κανείς ν' ακολουθήσει τον Λούκατς σ' όλες αυτές τις παρατηρήσεις και να υπογράψει τη διαμαρτυρία του. Τώρα όμως ερχόμαστε στο θετικό, εποικοδομητικό, αξιωματικό μέρος της αντίληψης του Λούκατς. Με μια και μόνο κίνηση του χεριού του καθαρίζει απ' το τραπέζι την «απάνθρωπη» τεχνική. Γυρίζει πίσω στους προγόνους, εξορκίζει τους εκφυλισμένους απογόνους να προσπαθήσουν να τους φτάσουν. Οι συγγραφείς βρίσκονται λοιπόν μπροστά σ' έναν άνθρωπο που έχει χάσει τις ανθρώπινες ιδιότητές του; Σ' έναν άνθρωπο με κατεστραμμένο εσωτερικό κόσμο; Σ' έναν άνθρωπο που σ' όλη του τη ζωή θα καταδιώκεται με πάθος; Μειώθηκαν οι λογικές του ικανότητες; Πώς φαίνονται τώρα πια ασύνδετα τα πράγματα που συνδέονταν μεταξύ τους; Ετσι οι συγγραφείς πρέπει να μείνουν πιστοί στους παλιούς δασκάλους, να παραγάγουν πλούσια πνευματική ζωή, να σταματήσουν το ρυθμό των γεγονότων με την αργή διήγηση, να τοποθετήσουν και πάλι με την τέχνη τους τον άνθρωπο στο κέντρο των γεγονότων και τα λοιπά και τα λοιπά. Και οι κανονισμοί για την πραγματοποίηση γίνονται ψίθυροι. Είναι φανερό ότι οι προτάσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Κανένας άνθρωπος που θεωρεί τη βασική αντίληψη του Λούκατς σωστή, δε θα παραξενευτεί γι' αυτό. Δεν υπάρχει λοιπόν διέξοδος; Υπάρχει μία. Τη δείχνει η νέα ανερχόμενη τάξη. Δεν είναι παλινδρόμηση. Δε συνδέεται με το καλό παλιό, αλλά με το κακό νέο. Δεν πρόκειται για την κατάργηση της τεχνικής, αλλά για την τελειοποίησή της. Ο άνθρωπος δεν ξαναγίνεται άνθρωπος με το να διαχωριστεί από τη μάζα, αλλά με το να επανενταχθεί σ ' αυτήν. Η μάζα αποτινάσσει την κατάσταση της έλλειψης των ανθρώπινων ιδιοτήτων, κι έτσι ο άνθρωπος ξαναγίνεται άνθρωπος (όχι αυτός που ήταν πριν). Σ ' αυτόν το δρόμο πρέπει να βαδίσει η λογοτεχνία στην εποχή μας, όπου οι μάζες αρχίζουν να οδηγούνται σ' ό,τι πιο αξιόλογο και ανθρώπινο υπάρχει, όπου οι μάζες κινητοποιούν τους ανθρώπους ενάντια στην απανθρωποποίηση που φέρνει ο καπιταλισμός στη φασιστική του φάση. Η στιγμή της συνθηκολόγησης, της υποχώρησης, η ουτοπιστική και ιδεαλιστική στιγμή, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στα δοκίμια του Λούκατς και την οποία σίγουρα θα ξεπεράσει, είναι αυτό που κάνει τις αξιοσπούδαστες εργασίες του μη ικανοποιητικές, είναι αυτό που δίνει την εντύπωση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η απόλαυση κι όχι ο αγώνας, η διέξοδος κι όχι η προέλαση.

Σημείωση:

1. Τα δοκίμια του Γκέοργκ Λούκατς. Στο περιοδικό «Ιντερνατσιονάλε Λιτερατούρ» δημοσιεύτηκαν από τον Γκέοργκ Λούκατς, εκτός από το άρθρο, που ήδη αναφέρθηκε, για τον εξπρεσιονισμό, μεταξύ άλλων και πραγματείες: «Διήγηση ή περιγραφή; Για τη συζήτηση πάνω στο νατουραλισμό και το φορμαλισμό» (τεύχος 11 και 12/1936), «Ο λέων Τολστόι και η ανάπτυξη του ρεαλισμού» (τεύχος 10 και 11/1938), «Αλληλογραφία ανάμεσα στην Αννα Ζέγκερς και τον Γκέοργκ Λούκατς» (τεύχος 5/1939), «Συγγραφείς και κριτικοί» (τεύχος 9 και 10/1939), «Λαϊκό βήμα ή γραφειοκράτης;» (τεύχος 1,2 και 3/1940). Στο περιοδικό «Ντας Βορτ» δημοσιεύτηκαν του Λούκατς: «Πνευματική φυσιογνωμία των καλλιτεχνικών μορφών» (τεύχος 4/1936), «Ο φασιστικοποιημένος και ο πραγματικός Μπίχνερ» (τεύχος 2/1937), «Η πτώση του αστικού ρεαλισμού» (τεύχος 6/1937), «Το ιδανικό του αρμονικού ανθρώπου στην αστική αισθητική» (τεύχος 4/1938), «Πρόκειται για το ρεαλισμό» (τεύχος 6/1938), «Η νεότητα του Βασιλιά Ερρίκου του 4ου» (τεύχος 8/1938), «Ο πληβείος ουμανισμός στην αισθητική του Τολστόι» (τεύχος 9/1938). Οι πραγματείες του Λούκατς, αφού κατά ένα μέρος δέχτηκαν επεξεργασία, εκδόθηκαν το 1955 στις εκδόσεις «Αουφμπαου» του Βερολίνου στο συνοπτικό τόμο «Προβλήματα ρεαλισμού». Ενα μέρος των εργασιών είχε ήδη εκδοθεί το 1948 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο με τίτλο «Δοκίμια για το ρεαλισμό» 

Πηγή: Ριζοσπάστης

Walter Benjamin Μοίρα και χαρακτήρας (1919)


                                     Walter Benjamin
                                   Μοίρα και χαρακτήρας (1919)




"Ο νόμος δεν καταδικάζει σε τιμωρία, αλλά σε ενοχή. Η μοίρα είναι το πλαίσιο ενοχής για τους ζωντανούς.

Αν, συνεπώς μπορούμε να φτάσουμε σε μια έννοια της μοίρας, θα πρέπει να την διακρίνουμε ξεκάθαρα από αυτή του χαρακτήρα, πράγμα που με τη σειρά του δεν μπορεί να επιτευχθεί ωσότου η δεύτερη έννοια να έχει οριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Στη βάση αυτού του ορισμού, οι δύο έννοιες θα καταστούν εντελώς αποκλίνουσες· εκεί όπου υπάρχει χαρακτήρας είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρχει μοίρα, και ο χαρακτήρας δεν θα βρίσκεται στην περιοχή που ορίζει η μοίρα. 

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να προσέξουμε ώστε να αποδώσουμε και τις δύο έννοιες σε σφαίρες στις οποίες δεν θα σφετερίζονται την βαθμίδα υψηλότερων σφαιρών και εννοιών, όπως συμβαίνει στην καθομιλουμένη. Διότι ο χαρακτήρας τοποθετείται συνήθως σε ηθικά συμφραζόμενα, ενώ η μοίρα [τοποθετείται] σε θρησκευτικά συμφραζόμενα. Θα πρέπει να εξορίσουμε τις έννοιες αυτές και από τις δύο περιοχές, αποκαλύπτοντας το σφάλμα της τοποθέτησής τους εκεί. 

Το σφάλμα αυτό πηγάζει, σε ό,τι αφορά την έννοια της μοίρας, μέσω της σύνδεσής της με αυτή της ενοχής. Έτσι, για να αναφερθούμε σε μια αντιπροσωπευτική περίπτωση, η κακοτυχία που επιβάλλεται απ’ τη μοίρα γίνεται αντιληπτή ως ανταπόκριση του Θεού ή των θεών σε κάποια θρησκευτική παράβαση. Δημιουργούνται όμως αμφιβολίες σχετικά με αυτή την εικασία από το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία παράλληλη σχέση της έννοιας της μοίρας με την έννοια που αναπόφευκτα συνοδεύει αυτή της ενοχής στην σφαίρα της ηθικής:

την αθωότητα. 

Στην αρχαιοελληνική εξέλιξη της ιδέας της μοίρας, η ευτυχία που προσφέρεται στον άνθρωπο γίνεται αντιληπτή όχι ως ανταμοιβή για την αθώα συμπεριφορά στη ζωή, αλλά ως πειρασμός για την διάπραξη της χειρότερης παράβασης, της ύβρεως. Συνεπώς, δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην μοίρα και την αθωότητα. Και –αυτό το ερώτημα πηγαίνει ακόμα βαθύτερα– έχει μήπως η μοίρα κάποια σχέση με την καλή τύχη, με την ευτυχία; Είναι η ευτυχία εγγενής κατηγορία της μοίρας, όπως χωρίς αμφιβολία είναι η κακοτυχία; Η ευτυχία είναι μάλλον αυτό το οποίο απελευθερώνει τον ευτυχή άνθρωπο από την εμπλοκή των Μοιρών και από το δίχτυ της δικής του μοίρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χέλντερλιν αποκαλεί τους ευδαίμονες Θεούς “χωρίς μοίρα”. 

Η ευτυχία και η ευδαιμονία λοιπόν δεν ανήκουν στη σφαίρα της μοίρας περισσότερο από όσο ανήκει η αθωότητα. Αλλά μια τάξη της οποίας οι μόνες εγγενείς έννοιες είναι αυτές της κακοτυχίας και της ενοχής, μια τάξη μέσα στην οποία δεν υπάρχει κανένα αντιληπτό μονοπάτι για την χειραφέτηση (διότι, στον βαθμό που κάτι είναι μοίρα είναι επίσης κακοτυχία και ενοχή) — μια τέτοια τάξη δεν μπορεί να είναι θρησκευτικού χαρακτήρα, άσχετα από το πόσο η παρεξηγημένη έννοια της ενοχής φαίνεται να δείχνει το αντίθετο. Πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί μια άλλη σφαίρα, στην οποία η κακοτυχία και η ενοχή και μόνο να έχουν βάρος, μια ζυγαριά όπου η ευδαιμονία και η αθωότητα θα αποδεικνύονται υπερβολικά ελαφριές και θα αιωρούνται στον αέρα. Αυτή η ζυγαριά είναι η ζυγαριά του νόμου. Οι νόμοι της μοίρας –κακοτυχία και ενοχή– εξυψώνονται από τον νόμο σε μέτρα του ατόμου· θα ήταν σφάλμα να νομίζουμε ότι το μόνο που υπάρχει στο νομικό πλαίσιο αναφοράς είναι η ενοχή· μπορεί να αποδειχθεί ότι κάθε νομική ενοχή δεν είναι παρά κακοτυχία. 

Λόγω σφάλματος, εξαιτίας της σύγχυσής της με την σφαίρα της δικαιοσύνης, η τάξη του νόμου –που δεν είναι παρά υπόλειμμα του δαιμονικού σταδίου της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν οι νομικές διατάξεις δεν καθόριζαν απλώς τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά επίσης την σχέση τους με τούς θεούς– συντηρείται πολύ μετά από το χρονικό σημείο της επικράτησης πάνω στους δαίμονες. Δεν ήταν στον νόμο αλλά στην τραγωδία που το κεφάλι της ευφυίας υψώθηκε για πρώτη φορά από την ομίχλη της ενοχής, γιατί στην τραγωδία παραβιάζεται η δαιμονική μοίρα. Αυτό όμως δεν γίνεται επειδή η ατέρμονη ειδωλολατρική αλυσίδα ενοχής και εξιλέωσης ξεπερνιέται από την αγνότητα του ανθρώπου που έχει εξιλεωθεί για τα αμαρτήματά του, και που συμφιλιώνεται με τον καθαρό θεό.

 Μάλλον, στην τραγωδία ο ειδωλολατρικός άνθρωπος γίνεται ενσυνείδητος για το γεγονός ότι είναι καλύτερος από τον θεό του, αλλά αυτή του η συνειδητοποίηση του κλέβει τη μιλιά, παραμένει άρρητη. Χωρίς να διακηρύξει τον εαυτό της, ψάχνει κρυφά να συγκεντρώσει δυνάμεις. Δεν μετρά δίκαια την ενοχή και την εξιλέωση στη ζυγαριά, αλλά τις συνυφαίνει αδιάκριτα. Δεν τίθεται ζήτημα της αποκατάστασης της “ηθικής τάξης του κόσμου”· μάλλον, ο ηθικός ήρωας, ακόμα σιωπηλός, ακόμα ανήλικος –ως τέτοιος αποκαλείται ήρωας– προσπαθεί να εξυψώσει τον εαυτό του ταρακουνώντας τον βασανισμένο κόσμο. Το παράδοξο της γέννεσης της ευφυίας στην ηθική βουβαμάρα, στην ηθική νηπιακότητα, είναι το Υψηλό στην τραγωδία. Είναι μάλλον η βάση κάθε Υψηλού, στο οποίο εμφανίζεται η ευφυία και όχι ο Θεός. -Η μοίρα αποκαλύπτεται, συνεπώς, στην οπτική της ζωής, ως καταδικασμένη, ως το να έχεις ουσιαστικά πρώτα καταδικαστεί και μετά καταστεί ένοχος. 

Ο Γκαίτε εκφράζει και τις δύο φάσεις συνοπτικά στη φράση “ο φτωχός που τον άφησες να γίνει ένοχος”. Ο νόμος δεν καταδικάζει σε τιμωρία, αλλά σε ενοχή. Η μοίρα είναι το πλαίσιο ενοχής για τους ζωντανούς."

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ JACQUES DERRIDA


                                        ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ 
                                    JACQUES DERRIDA





Στο "Πλάτωνος φαρμακεία"η λέξη "φάρμακον" έχει μια σειρά σημασιών και το παιχνίδι αυτής της αλυσίδας είναι συστηματικό. O συγγραφέας αναφέρεται κατα κόρον, στο τέλος της μακροσκελής φιλοσοφικής συζήτησης στο "Πλάτωνος φαίδρο", που ο Πλάτωνας επεκτείνεται αλληγορικά στο μύθο του Θεύθ και παρακάτω τον συγχέει με τον αιγυπτιακό θεό Θώθ, ως τον θεό της γραφής! Αρχικά ως υποδεέστερου του λόγου (parole)και της δυναμικής που έχει ο προφορικός λόγος μειδιώντας θα έλεγε κανείς έναντι αυτού και το παράδειγμα αντλείται απο το σημείο που ο Φαιδρος (ως μαθητής του Σωκράτη) κρύβει κατω απο τα ρούχα του, το βιβλίο που δεν έχει αποστηθίσει, ως φάρμακο απέναντι στην δύναμη του προφορικού λόγου του Σωκράτη .
Οι σημασίες , οι αλληγορίες διάχυτες και πάρα πολλές ! 
Στην πορεία της ανάγνωσης αυτού του καταπληκτικού βιβλίου, στο κεφάλαιο:

 Ο Φάρμακος 

Tο φάρμακο (γραφή), παίρνει την υπόσταση που του αξίζει , ως ίαμα αλλά και δηλητήριο, στη μίξη ουσιών που το καθιστούν ως τέτοιο, την αναλογία, ναρκωτικό ή γιατρικό ευεξίας, ως αντίδοτο στο δάγκωμα της οχιάς, την Σωκρατική ειρωνεία που καταρρίπτει ένα φάρμακο φέρνοντάς το σε επαφή με ενα άλλο φάρμακο, ταυτοχρόνως ή διαδοχικά, το σωκρατικό φάρμακο που απολιθώνει και αφυπνίζει, αναισθητοποιεί και ευαισθητοποιεί, καθησυχάζει και αγχώνει. Πλήθος ακόμα σημασιών, δηλώνουν την πολυδιάστατη, αλληγορική μα πάντα ορθολογική και διαλεκτική σκέψη του Πλάτωνα...

Ο Φαραμακέας 

Ο φαρμακέας στο πρόσωπο του Σωκράτη ! Το φάρμακο ως το τέλειο φίλτρο και την γνώση ως επιστήμη !Το φάρμακο ως "αυτό που αφορά σε ένα πλήγμα από δαίμονα ή που χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσον εναντίον παρόμοιου πλήγματος , με δεδομένη την πολύ διαδεδομένη λαϊκή πίστη ότι οι αρρώστιες οφείλονται στά πλήγματα του δαίμονα και θεραπεύονται με όμοιο τρόπο"...

Συστατικά: Το ψιμύθιο, το φάντασμα, την γιορτή  

Ο θαυματοποιός, ο τεχνικός της οφθαλμαπάτης, ο ζωγράφος, ο συγγραφέας, ο φαρμακεύς...

Η κληρονομιά του φαρμάκου: Η οικογενειακή σκηνή 

Οταν πάλι στην σκηνή με τον Φαίδρο, ο Σωκράτης θα δηλώσει το "αδελφόν γνήσιον" λόγου και γραφής, ως μια συνειδητοποιημένη κατάσταση που από την γνώση γράφεται στην ψυχή του ανθρώπου που μαθαίνει. Εκείνου που είναι ικανός να υπερασπιστεί τον εαυτό του {δυνατός μέν άμυναι εαυτώ), που ξέρει να μιλά, αλλά και να σωπαίνει μπροστά σε αυτόν που πρέπει... 

Στον καπαπληκτικό επίλογο: 

Το παιχνίδι: Από το φάρμακο στο γράμμα και απο την τύφλωση στο αναπλήρωμα 

Εκεί που ο Πλάτων βουλώνει τ' αυτιά του, γιά να ακούει καλύτερα τον εαυτό του να μιλάει, για να βλέπει καλύτερα και να αναλύει καλύτερα. Να διακρίνει, μεταξύ δύο επαναλήψεων. Αναζητώντας τον χρυσό, γιατί χρειάζονται πολλές επαναλήψεις, συνεχή μαθήματα, για πολλά χρόνια, και είναι ζήτημα αν, με μεγάλες προσπάθειες, κατορθώσει κανείς να τα καθαρίσει, όπως καθαρίζεται ο χρυσός ...

" Ελπίζω ότι αυτό δεν θα χαθεί. Γρήγορα, ενα αντίγραφο . . .γραφίτης . . . καρμπόν . . . ξαναδιάβασε αυτό το γράμμα . . . κάψ'το...."





Η Δομή της Ανθρώπινης Ψυχής και η Μορφή του Πολιτεύματος κατά τον Πλάτωνα

Η Δομή της Ανθρώπινης Ψυχής και η Μορφή του Πολιτεύματος κατά τον Πλάτωνα


Αναστασία Δημητρακοπούλου, Δρ. Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών


1.1 Διάκριση της ανθρώπινης ψυχής 

Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι το ήθος της πολιτείας επηρεάζεται κατά τρόπο άμεσο από το ήθος των πολιτών της, δηλαδή η εξατομίκευση των επιθυμιών των πολιτών έχουν άμεσο αντίκτυπο στην δόμηση των αξιών του πολιτεύματος, πράγμα που σημαίνει ότι, όταν οι πόλεις εμφανίζουν φαινόμενα νοσηρών καταστάσεων τότε οι ψυχές των πολιτών ασθενούν.

Ο Πλάτων διακρίνει την ψυχή σε τρία μέρη· το επιθυμητικό, το οποίο κατευθύνει στην απόλαυση και στις ηδονές, το λογιστικό και το θυμοειδές, το οποίο εμφανίζεται ως αρωγός της λογικής. Στην τριμερή διάκριση της ψυχής αντιστοιχούν οι τρεις τάξεις των πολιτών, αλλά και η πολιτεία θα αναπτυχθεί σε τρία στάδια. Τα πολιτεύματα, όμως, μεταβάλλονται και μάλιστα, ακολουθώντας μία συγκεκριμένη σειρά, εκκινώντας με βάση τον βαθμό, που υπολείπονται από το ιδεώδες, πράγμα με το οποίο διαφωνεί ο Αριστοτέλης. Ως εκ τούτου, κάθετί που γεννιέται υπόκειται στην φθορά, το ίδιο θα συμβεί και στην πόλη των φιλοσόφων, η οποία θα διαλυθεί. Η διατάραξη της αρμονικής σχέσεως των τριών μερών της ψυχής επιφέρει την πτώση του άριστου πολιτεύματος στο επίπεδο του τιμοκρατικού· η πρώτη μεταβολή αναπόφευκτα θα επιφέρει και την δεύτερη. Το θυμοειδές, το οποίο είναι το μεσαίο στοιχείο μεταξύ του λογιστικού και του επιθυμητικού εξουσιάζει τον τιμοκρατικό άνθρωπο. Τα γνωρίσματα του οποίου είναι τα ακόλουθα: η φιλοδοξία, η αυτοπεποίθηση, η ανεπαρκής μόρφωση, η δουλοπρέπεια, η χρήση της βίας προς τους πολίτες και η επιθυμία των υλικών αγαθών.

Ο ολιγαρχικός άνθρωπος εξουσιάζεται από το επιθυμητικό, υποκρίνεται τον ενάρετο πολίτη, αλλά η απαιδευσία του τον καθιστά πλεονέκτη· δεν δύναται να διακρίνει την κατοχή και την εξοικονόμηση χρημάτων από τις αφύσικες επιθυμίες και φθάνει στο σημείο να καταχραστεί την περιουσία ανθρώπου που επιτροπεύει. Η ακόρεστη επιθυμία των ολιγαρχικών για τον πλούτο και η μη θεσμοθέτηση νόμων, οι οποίοι θέτουν φραγμούς στην αλόγιστη απόκτησή του, προκαλούν αύξηση των πτωχών πολιτών, την επικράτηση του χρηματισμού και της τοκογλυφίας, γεγονότα που προξενούν κοινωνικές αναταραχές. Η αλληλουχία των γεγονότων είναι η ακόλουθη: οι πλούσιοι μεγεθύνουν τον πλούτο τους και τονίζουν τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, η φτώχεια αυξάνεται, εν συνεχεία αναπτύσσεται η ταξική συνείδηση, ακολούθως η ταξική πάλη και πλέον οι συνθήκες για την εκδήλωση της επανάστασης είναι ώριμες. Η ανωτέρω κατάσταση επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και κατ’ επέκτασιν στην σταθερότητα του πολιτεύματος. Ο Πλάτων θεωρεί ότι η υπέρμετρη αύξηση του πλούτου μίας ομάδος και γενικώς η ανακατανομή του πλούτου προκαλεί ή δυνητικά προκαλεί πολιτικές αλλαγές. Η προσέγγιση του ζητήματος δεν είναι οικονομική, αλλά ψυχολογική και στην οποία το στοιχείο της επιθυμίας προσδιορίζει την ψυχολογική βάση της οικονομικής ζωής.

Πολίτες με αλόγιστες επιθυμίες και πλεονεκτική συμπεριφορά υπάρχουν και στο δημοκρατικό πολίτευμα και προκαλούν βλαβερή δράση, γεγονός που οδηγεί στην φθορά του πολιτεύματος σε τυραννικό. Ο δημοκρατικός τύπος ανθρώπου είναι ο γιος ενός πλούσιου ολιγαρχικού, ο οποίος αρέσκεται να ζει στην πολυτέλεια και την ηδονή. Οι δαπανηρές επιθυμίες κυριαρχούν στην ψυχή του και ζει ξοδεύοντας χρήματα σε απολαύσεις. Ο τρόπος βίος του είναι αρκετά ασταθής, διότι πότε ζει στην ασωτία και πότε ασκητικά, ενώ ασχολείται με την φιλοσοφία και τα δημόσια πράγματα. Οι τρείς τάξεις εμπλέκονται σε επαναστατικές δραστηριότητες, όπου ο δημαγωγός αναδεικνύεται ως φίλος του λαού και υποκινεί το λαό εναντίον των τάξεων που έχουν χρήματα. Ο δημαγωγός μετατρέπεται σε τύραννος και αισθάνεται φόβο για τους ανδρείους, τους συνετούς ή τους πλούσιους, τους οποίους αφανίζει. Και ο τύραννος διακατέχεται από επιθυμίες, οι οποίες δεν είναι μόνο περιττές, όπως των προηγουμένων, αλλά και παράνομες, λόγω της μη υποταγής του στον νόμο και της υπακοής του στον λογικό. Εκ των ανωτέρω αντιλαμβανόμαστε ότι η μετατροπή των πολιτευμάτων, κατά τον Πλάτωνα, ακολουθεί την ανωτέρω πορεία και η αναφορά του στα γνωρίσματα των αντίστοιχων τύπων των πολιτών που κυριαρχούν εντός του πολιτεύματος αποτυπώνουν και τις αιτίες της μεταβολής του εκάστοτε πολιτεύματος.

1.2 Η ανακύκληση των πολιτευμάτων κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα αναφορικώς με την σειρά μεταλλαγής των πολιτευμάτων, θεωρώντας ότι η ολιγαρχία δεν μετατρέπεται πάντοτε σε δημοκρατία ή η δημοκρατία σε τυραννία. Επιπλέον, τον κατηγορεί ότι δεν λέγει σε ποιο πολίτευμα μεταβάλλεται η τυραννία, εάν μετατρέπεται και τους λόγους για τους οποίους μεταβάλλεται. Κατά την γνώμη του, αυτό συμβαίνει, επειδή και ο ίδιος δεν ήξερε την απάντηση, ως εκ τούτου απεφάσισε να μην αναλύσει το ζήτημα. Μάλιστα, θέτει το ακόλουθο ερώτημα: Δεδομένου ότι ο Πλάτων θεωρεί ότι όλα μεταβάλλονται, πώς είναι δυνατόν να μεταβάλλεται το άριστο πολίτευμα; Διερωτάται για την ορθότητα της προτάσεως του δασκάλου του ότι ο μοναδικός λόγος οποιασδήποτε μεταβολής είναι ο χρόνος· υποστηρίζει ότι την μεταβολή δεν την υφίσταται, όσα άρχισαν να υπάρχουν ταυτοχρόνως, αλλά και όσα δημιουργήθηκαν την παραμονή της μεταβολής. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι μόνον ο χρόνος δεν δημιουργεί τις μεταβολές, αλλά ο Πλάτων θέτει κάποιες παραμέτρους αναφορικώς με τους κυβερνήτες της πόλεως. Ιδιαιτέρως, ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τις αιτίες της μεταβολής του άριστου πολιτεύματος, δηλαδή ότι στο σύμπαν δεν μένει τίποτα αμετάβλητο. Παρ’ όλο που και ο ίδιος εκφράζει την ίδια αντίληψη σε απόσπασμα του έργου του Περ Ορανο  282 b 8, όπως και στο έργο Περ Γενέσεως και Φθορς, όπου αποδέχεται την γένεση και την φθορά των όντων όχι, όμως, με την έννοια της ρυθμικής κυκλικής κινήσεως. Συμφωνεί με την άποψη του Πλάτωνος ότι δημιουργούνται εκ φύσεως φαύλοι άνθρωποι, τους οποίους η παιδεία δεν δύναται να τους καταστήσει σπουδαίους, αλλά απορρίπτει το γεγονός να συμβεί εντός της ιδεώδους πολιτείας. Στο σημείο αυτό ο φιλόσοφος δεν έχει λάβει υπόψιν την αναφορά του Πλάτωνος ότι στην ιδεώδη πολιτεία δεν έχουν τηρηθεί βασικές αρχές του ευγονισμού, διάσταση την οποία και ο ίδιος αναφέρει ως σημαντική. Όσον αφορά το ζήτημα της ανακύκλησης των πολιτευμάτων, ο Πλάτων το αντιμετωπίζει εξαρχής από φιλοσοφική σκοπιά, ενώ ο Αριστοτέλης από κοινωνιολογική, δεδομένου ότι έχει μελετήσει τα πολιτεύματα της εποχής του και οι κρίσεις του έχουν διαμορφωθεί, κατά κύριο λόγο, βάσει της συγκεκριμένης έρευνας. Δια της εμπειρίας και της παρατηρήσεως διατυπώνει υποθέσεις· απόδειξη αποτελεί η συχνή χρήση της λέξεως “ίσως” στα αντίστοιχα αποσπάσματα, ως πρός το ζήτημα της κινητικότητα στο χώρο της πολιτικής. Γι’ αυτό εξάλλου δεν υιοθετεί μία συγκεκριμένη πρόταση, αλλά εκφράζει διαφορετικές ιδέες στο έργο του. Κατ’ αυτόν, οι βασικοί λόγοι της μεταβολής των πολιτευμάτων είναι οι οικονομικοί και οι ηθικοί, δηλαδή οι αλλαγές, οι οποίες πραγματοποιούνται στο θέμα της αρετής και της κακίας. Ο Αριστοτέλης επιχειρεί να ερμηνεύσει το πολιτικό φαινόμενο με αναφορές, κυρίως, σε κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους. Οι διαστάσεις αυτές δικαιολογούν τις πρακτικές ασκήσεως της εξουσίας, καθώς και την ύπαρξη των θεσμών που τίθενται, ούτως ώστε να θεμελιωθεί το πολιτικό σύστημα. Στην θεωρία για τις μεταβολές των πολιτευμάτων ο φιλόσοφος πολιτικοποιεί τις οικονομικές και τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς και τις σχέσεις άρχοντος και αρχομένου. Η πολιτική συνυφαίνεται με τις κοινωνικές και τις οικονομικές συνθήκες του βίου των πολιτών και κυρίως με την κυριαρχία των δυνατών και τις παθογένειες, οι οποίες απορρέουν από την διαλεκτική σχέση του κυρίαρχου και του κυριαρχούμενου. Η αναζήτηση των αιτιών των επαναστάσεων και ακολούθως των πολιτικών ανατροπών ερμηνεύονται, αποσκοπώντας στην επίτευξη της πολιτικής σταθερότητος.

Το ζήτημα της ανακύκλησης των πολιτευμάτων απασχολεί και τους σύγχρονους σχολιαστές. Ο Δεσποτόπουλος παρατηρεί ότι: «παρασύρεται σε λογικό σφάλμα, όποιος για να εξηγήσει την δήθεν μετάβαση από την τυραννίδα στην άριστη πολιτεία προβάλλει την εναντιότητα μεταξύ της αρίστης πολιτείας και της τυραννίδος, τελευταίας στη σειρά των ημαρτημένων πολιτειών. Αφού είτε η λογική είτε η οντολογική σχέση εναντιότητας μεταξύ τους προϋποθέτει να ευρίσκεται η μια στο ίδιο λογικό είτε οντολογικό επίπεδο με την άλλη».

Ο Πλάτων, εν αντιθέσει προς τον Αριστοτέλη, θεωρεί ως αναπόφευκτο τον εκφυλισμό των πολιτευμάτων και τον μετασχηματισμό τους σε υποδεέστερο. Η αιτία της φθοράς δεν οφείλεται σε παράμετρο, η οποία σχετίζεται άμεσα με το πολίτευμα, αλλά ευρίσκεται εντός του πολιτεύματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξηγείται τόσο η πτώση των πολιτευμάτων όσο και η επαναφορά στο ιδεώδες. Η αναζήτηση ιστορικών γεγονότων στην προκειμένη περίπτωση είναι ανεδαφική. Θεωρούμε ότι ο φιλόσοφος αποσκοπεί στην συνειδησιακή εγρήγορση των πολιτών, ούτως ώστε να φροντίζουν για την αρμονία της ψυχής τους και την ευδαιμονία της πόλεώς τους. Η αποδοχή από τον Πλάτωνα της διαλεκτικής σχέσεως μεταξύ του πολίτου και της πόλεως θέτει σαφώς τα όρια κινήσεως των ανθρώπων και στην σχέση αυτή το δίκαιο δεν αποτελεί μία κανονιστική παράμετρο, αλλά ενέχει συνειδησιακή διάσταση.

Κατά τον Πλάτωνα, η πολιτεία σχηματίζεται σε κάποιο σημείο της γενικής του σύμπαντος ανακύκλησης και παρακμάζει συμπαρασυρομένη από τη γενική φορά αυτού. Η αιτία της καταστροφής της συνίσταται στο ότι οι άρχοντες δεν κάνουν τις συζεύξεις τις εποχές που πρέπει, πράγμα που σημαίνει ότι δεν δύνανται να κατανοήσουν την σημασία που έχει ο χρόνος εντός του γενικού πλαισίου της ροής του κοσμικού γεγονότος· οι συζεύξεις πρέπει να γίνονται σε χρόνους που οι αριθμητικές τιμές να είναι σε αρμονικό λόγο με τις αριθμητικές σχέσεις που δίδει η πρώτη αρμονία. Συνεπώς, οι άρχοντες πρέπει να ξέρουν αστρονομία και μαθηματικά, ούτως ώστε να διευθετούν τα θέματα του γάμου στον καιρό που πρέπει. Η γέννηση των παιδιών σε ακατάλληλη κατά τον ευγονισμό στιγμή επιφέρει ως συνέπεια την αδυναμία της ορθής ανατροφής αυτών και την παρεκτροπή της πόλεως από την πορεία της. Η μελέτη της φθοράς των πολιτευμάτων δεικνύει με ξεκάθαρο τρόπο την τραγικότητα της ανθρώπινης ψυχής και της καταπτώσεώς της στην αδικία, η οποία πολλές φορές δεν ευθύνεται τόσο η ίδια, δηλαδή οι απλοί πολίτες, αλλά οι κυβερνήτες. Η έκπτωση της ψυχής δεν σταματά, αλλά συνεχίζεται με ολοένα γοργούς ρυθμούς, διότι ο φαύλος πολίτης αποστρέφεται την συναναστροφή με τον ενάρετο, ενώ προσκολλάται περισσότερο στους κακούς. Τα φαινόμενα της πολιτειακής παθολογίας συνάδουν με τις ελλείψεις και τις δυσχέρειες στο χώρο της παιδείας. Η παιδεία διαμορφώνει τους πολίτες και γαλουχεί τους μελλοντικούς κυβερνήτες, βεβαίως, πρόκειται για μία διαδικασία, τα αποτελέσματα της οποίας δεν είναι άμεσα εμφανή, αλλά γίνονται αντιληπτά σε μάκρος χρόνου και δυστυχώς οι συνέπειες είναι καταστροφικές για τους πολίτες και την πόλη στην περίπτωση των λανθασμένων ενεργειών. Η προσέγγιση των πολιτειακών μορφών του Πλάτωνος ως παθολογία του ανθρώπινου χαρακτήρος δηλώνει εμφαντικώς ότι το πολίτευμα προσδιορίζεται από το ήθος των πολιτών, αλλά συγχρόνως και η ίδια η πολιτεία διαμορφώνει τους χαρακτήρες των πολιτών.

Ο Πλάτων δεν απαντά άμεσα, εάν η πολιτειακή αλλαγή διαγράφει κύκλο και αν η τυραννία μετατρέπεται στο ιδεώδες κράτος. Τα αποσπάσματα της Πολιτείας και των Νόμων προς αυτήν την κατεύθυνση συντείνουν· η μνεία του για την μετατροπή των ηγεμόνων σε φιλοσόφους φανερώνουν ότι έχει κατά νου μία αλλαγή από την τυραννία στο ιδεώδες κράτος. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται στην σύμπτωση και την έννοια της παιδείας, στοιχεία, που θα αποτελέσουν την απαρχή της δημιουργίας των φιλοσόφων, οι οποίοι θα οδηγήσουν τους πολίτες στην άναντη πορεία προς την θέαση του Αγαθού. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι ένας νέος τύραννος αποτελεί την καλύτερη βάση για την μεταβολή του πολιτεύματος προς το βέλτιστο. Εκ νέου αναφέρεται στην παιδεία του τυράννου, αλλά, κυρίως, στην έννοια της τύχης και της συμπτώσεως, κάνοντας λόγο για τη γέννηση ενός τυράννου με άριστη φύση και την συνάντησή του μ’ έναν άριστο νομοθέτη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barker E., Ο Πολιτικός Στοχασμός στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Κ. Κολιόπουλος, εκδ. Ποιότητα.
  • Betech B., «Cosmological Ethics in the Timaeus and Early Stoicism», στο Oxford Studies Ancient Philosophy, Vol. XXIV, επιμ. D. Sedley, Summer 2003, σσ. 273-302.
  • Blackburn S., Πλάτωνος Πολιτεία, μτφρ. Δ.-Μ. Βούβαλη, Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα 2007.
  • Bormann K., Πλάτων, μτφρ. Ι. Καλογεράκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2006.
  • Βουδούρη Κ., Ψυχή και Πολιτεία, Διατριβή επί Διδακτορία, Αθήνα 1970.
  • Γεωργούλη K., Πλάτωνος Πολιτεία, εκδ. Σιδέρη, έκδ. 3η, Αθήνα.
  • Δεσποτόπουλου Κ. Ι., Φιλοσοφία τουΠλάτωνος, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1997.
  • Johansen T., «Body, Soul and Tripartion in Plato’s Timaeus», στο Oxford Studies Ancient Philosophy, επιμ. D. Sedley, Vol. XX, Winter 2000, σσ. 87-112.
  • Κάλφα Β., Πλάτων-Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995.
  • Κοντογιώργη Γ., Η Θεωρία τωνΕπαναστάσεων στον Αριστοτέλη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1982.
  • Μανωλόπουλος Λ., Πόλις Φλεγμαίνουσα και Πόλις Υγιής, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995.
  • Matthen M., «The Holistic Presuppositions of Aristotle’s Cosmology», στο Oxford Studies Ancient Philosophy, Vol. XX, επιμ. D. Sedley, Summer 2001, σσ. 171-200.
  • Θ. Μαυρόπουλους Θ., Πλάτων –Φαίδων, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη
  • Robinson T. M., «Αριστοτέλης, ο Τίμαιος και η Σύγχρονη Κοσμολογία», σσ. 398-410, τόμ. II, στον τόμο Αριστοτέλης, επιμ. Δ.Ζ. Ανδριόπουλος, Παπαδήμα, Αθήνα 2003.
  • Γ. Πλάγγεση, «Η Θεωρία της Μεταβολής των Πολιτευμάτων και το Ιδεώδες της Άριστης Πολιτείας στα Πολιτικά του Αριστοτέλη», στον περιοδικό Φιλοσοφεῖν, Ιούνιος 2012 (6), σσ. 142-162..
  • Σημαιοφορίδης Η., «Το Πρόβλημα της Ανακύκλησης των Πολιτευμάτων στον Αριστοτέλη», σσ. 79-88. Στον τόμο Αριστοτέλης, επιμ. Δ.Ζ. Ανδριόπουλος, Παπαδήμα, Αθήνα 2003.
  • Ψυχοπαίδη Κ., Ο Φιλόσοφος, Ο Πολιτικός, Ο Τύραννος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1999.

H φιλοσοφική θεωρία της αποδόμησης Jacques Derrida (1930-2004)

H φιλοσοφική θεωρία της αποδόμησης 

Jacques Derrida (1930-2004)

● τι είναι – τι δεν είναι η αποδομηση
● κεντρισμος
● φωνο-κεντρισμος
● λογο-κεντρισμος
● φαλλο-λογο-κεντρισμος
● δια-φωρα (differ-ance)
● κειμενικοτητα 
● αναγνωση
● μεταφραση
● γραφη





τι δεν είναι η αποδομηση απο-δομηση ≠ καταστροφη (de-construction ≠ construction)

 απο-δομηση ≠ αναλυση Διότι η ιδια η αναλυση αυτή είναι φιλοσοφημα που υποκειται σε αποδομηση


απο-δομηση ≠ θεωρία
● Διότι δεν οριζει το νοημα, για να μας πει που θα το βρουμε (Culler 1983) 
● Διότι δεν προβαλλει εικονα καποιας επιθυμητης καταστασης πραγματων (Bennington 1989)
● Αντιθετα καταδεικνυει τις δυσκολιες της οποιασδηποτε θεωριας, που θα οριζε το νοημα με έναν μονοσημαντο τρόπο:
● που αποσκοπει ο συγγραφεας (τι λεει και τι θελει να πει) 
● τι καθοριζουν οι συνθηκες 
● ποιες είναι οι εμπειριες του αναγνωστη (Culler 1983



τι είναι απο-δομηση απο-δομηση = un-doing Un-doing = απο-γιγνεσθαι, απο-διαρθρωση, απο-σταθεροποιηση, απο-συναρμολογηση, απο-συνθεση (Johnson 1981). Un-doing ως κριτικο απογιγνεσθαι των ιεραρχικων αντιθεσεων, απο τις οποιες εξαρταται η θεωρια Un-doing ως αποσυναρμολογηση μιας δομης δεν ειναι μια υποχωρηση σε καποιο απλο στοιχειο, σε καποια μη αναλυσιμη αρχη (Derrida 1983).



Απο-δομηση δεν ειναι κριτική με τη γενικη καντιανη έννοια: 
● Διότι η στιγμη του «κρινειν», της αποφασης της επιλογης και διακρισης, είναι φιλοσοφημα που υποκειται σε αποδομηση 
● Διότι ολο το οπλοστασιο της υπερβατικης κριτικης είναι ενα απο τα ουσιαστικα 'θεματα' η 'αντικειμενα' της αποδομησης" (Derrida 1983)



Aποδομηση ειναι μια μορφη αυτου που απο καιρο ονομαζοταν κριτικη. Αρκει να θεωρησουμε ότι μια κριτικη οποιουδηποτε θεωρητικου συστηματος: (Johnson 1981)

● Δεν ειναι μια εξεταση των ατελειων η των μειονεκτηματων του. 

● Δεν ασκειται για να βελτιωσει το συστημα. 

● Ειναι η αναλυση που εστιαζεται στα πεδια πιθανοτητων του συστηματος 

● Ειναι ενα διαβασμα μπρος πισω των πραγματων, που φαινονται φυσικα, αυταποδεικτα η παγκοσμια, για να δειξει ότι: 
● εχουν την ιστορια τους, τους λογους για να ειναι αυτα που είναι, με τον τροπο που ειναι, 
● επιδρουν σε οσα τα ακολουθουν και 
● το σημειο εκκινησης τους δεν ειναι ενα δεδομενο με φυσικό τροπο, αλλα μια πολιτισμικη κατασκευη συνηθως τυφλη στον εαυτο της





Το κεντρο 

Ο J. Derrida: 

ερευνα: "τον νομο που κυβερνα την επιθυμια για το κεντρο στη συγκροτηση της δομης" 

καταληγει ότι: "το κεντρο δεν εχει φυσικο τοπο” 

διευκρινιζει ότι: «δεν εχω πει οτι δεν υπαρχει κεντρο και οτι θα μπορουσαμε να ζησουμε χωρις το κεντρο»

 πιστευει ότι: «το κεντρο ειναι μια λειτουργια, δεν ειναι μια κατασταση του ειναι, μια πραγματικοτητα, αλλα μια λειτουργια. Kαι οτι αυτη η λειτουργια ειναι απολυτως αναποφεκτη». 

(Derrida 1966 [1989] )



Το κεντρο “
………Aντιθετα, το 'κεντρο' ως μια εννοια, με τον κλασικο τροπο σκεψης, ειναι μια κατασκευη η οποια ερχεται στην επιφανεια απο τα προνομια καποιων σημαινοντων εις βαρος αλλων σημαινοντων και για λογους για τους οποιους ευθυνονται αυτοι που παρεχουν τα προνομια..."

 (Rethuven 1990)



Το κεντρο 

Eιδικοτερα ο Derrida ασκει κριτικη στο εργο του Claude Levi - Strauss, του θεωρητικου του δομισμου (structuralism) στο πεδιο της Aνθρωπολογιας: "O δομισμος του Levi - Strauss βασιζεται στην σιωπηρη υποθεση που ειναι κοινη σε ολες τις αντιληψεις για τη δομη, οτι υπαρχει μια αντιθεση αναμεσα στην ιδια τη 'δομη' και σε ενα 'κεντρο', το οποιο δεν υπαρχει μονο για προσανατολισμο, ισορροπια και οργανωση της δομης, αλλα πανω απο ολα για να διασφαλιζει οτι η οργανωτικη αρχη της δομης θα περιοριζε αυτο που θα μπορουσε να ονομαζεται το ελευθερο παιχνιδι». 

O δομισμος 

● κανει το πρώτο βημα για τη ρηξη και η διακοπη, κατα την οποια για πρωτη φορα εγινε συνειδητη η αναγκαιοτητα του 'ελευθερου παιχνιδιου' των δομων.... 

● απετυχε όμως να διερευνησει την επιθυμια για το κεντρο στη συγκροτηση της δομης" 

(Con Davis and Schleifer 1989, 230) 



Κεντρισμος (centering) = Κινηση προς το κέντρο 

Τρεις τυποι κεντρωσης, δηλαδή κινησης προς το κέντρο: 

● φωνο-κεντρισμος στη γλωσσολογια 
● λογο-κεντρισμος στη φιλοσοφια 
● φαλλο-λογο-κεντρισμος στην ψυχαναλυση



Φωνο-κεντρισμος 

Kατα τον "φωνοκεντρισμο" παρεχονται προνομια στην φωνη με τετοιον τροπο ωστε παγιωνεται η αυταπατη, οτι ο προφορικος λογος (αγορευση) ειναι πιο φυσικος, πιο αμεσος και πιο αυθορμητος απο τον γραπτο.

 O Derrida επιχειρηματολογει εναντιον αυτης της αποψης αποδιδοντας την οτι οφειλεται σε λαθος του δυτικου πολιτισμου, ο οποιος υποθετει οτι ο γραπτος λογος εξαρταται παρασιτικα απο τον προφορικο λογο, ενω ισχυει το αντιθετο: ο προφορικος λογος εξαρταται απο τον γραπτο. O γραπτος αυτος λογος σε οποιαδηποτε περιπτωση επιβαλλεται να διδασκεται, ενω μερικοι πολιτισμοι καταφεραν επιτυχως να επιβιωσουν παρολον οτι τον αγνοουσαν. 

Δεν εννοει βεβαια τον γραπτο λογο που εμεις χρησιμοποιουμε με πεννες και μολυβια, αλλα τον φωνημικο γραπτο λογο, κατα τον οποιο γραφεται ο λογος για μας πριν να μιλησουμε. Aυτην την δραστηριοτητα της φωνημικης διαφοροποιησης που ξεκινα απο τον λογο, ο Derrida ονομαζει "arche-writing" (αρχη-γραφη). 


Λογο-κεντρισμος 

Kατα τον "λογοκεντρισμο" δινεται η απαντηση στο προηγουμενο ερωτημα, γιατι πριμοδοτειται ο προφορικος λογος εναντι του γραπτου λογου, οχι απο την γλωσσολογια, αλλα απο την φιλοσοφια.

 O Derrida υποστηριζει ότι: ολοκληρη η κριτικη βασιζεται σε συγκεκριμενες φιλοσοφικες αρχες, οι οποιες ειναι απαραιτητα ιεραρχικες δυικες αντιθεσεις, οπως: προφορικος λογος-γραπτος λογος, παρουσια-απουσια, ειναι-τιποτε, καλο-κακο, ζωη-θανατος, φυση-πολιτισμος, ομοιοτητα-διαφορα, ανδρας-γυναικα... 

H αποψη του Derrida συνοψιζεται στα εξης: "Σε μια παραδοσιακη φιλοσοφικη αντιθεση δεν υπαρχει ειρηνικη συνυπαρξη των αντιθετικων εννοιων αλλα μια βιαιη ιεραρχια: H μια απο τις εννοιες κυριαρχει στην αλλη (αξιολογικα, λογικα, κτλ), κατεχει την εξουσιαστικη θεση. H αποδομηση της αντιθεσης ειναι μετα απο ολα αυτα σε μια δεδομενη στιγμη, η αντιστροφη της ιεραρχιας" 

(Derrida 1972 [1981]) 


Aν τις κυτταξουμε ομως προσεκτικα διαπιστωνουμε ο,τι και η Johnson, δηλαδη: 

"η απουσια ειναι η ελλειψη παρουσιας, το κακο ειναι η αποτυχια του καλου, ... οτι δηλαδη στην πραγματικοτητα δεν ειναι αντιθετες εννοιες, αλλα οτι τοποθετουνται σε μια ιεραρχια κατα την οποια η μια θεωρειται προτιμητεα απεναντι της αλλης επειδη ειτε ειναι καλυτερη ειτε ερχεται πρωτη με οποιοδηποτε τροπο

(Johnson 1981) 

Aυτες οι αντιθεσεις, διατηρουμενες μεσα στις δομες του λογοκεντρισμου, καθιστουν το ενα συστατικο της αντιθεσης ως εννοια κλειδι, σε συσχετισμο με την οποια η αλλη οριζεται αρνητικα. 

(Culler 1989


Φαλλο-λογο-κεντρισμος 

"Φαλλο-κεντρισμος" ειναι ορος ψυχαναλυτικος ο οποιος αναφερεται στον φαλλο, που ταυτιζεται με: το σημαινον ή 
το συμβολο αυτου που επιθυμει κανεις, αλλα στερειται, και μαλιστα ανεξαρτητα απο το συγκεκριμενο του φυλο, ανδρικο η γυναικειο.

 Διότι για τον J.Lacan (Lacan 1956, 187), του οποιου τα γραπτα αποτελουν τη βαση για την προσφατη συζητηση που διεξαγεται αναμεσα σε φεμινισμο και ψυχαναλυση: “ο φαλλος ειναι το κατα φυλο ουδετερο σημαινον της επιθυμιας" 

(Forrester 1981). 



Aναλυτικα γραπτα κειμενα που επιχειρουν να ουδετεροποιησουν την αντιθεση ανδρας-γυναικα ειναι εξαιρετικα ενδιαφεροντα, αλλα οπως υποστηριζει ο Culler: "H ιεραρχια των δυικων αντιθετων παντοτε ανασυνθετει τον εαυτο της και για αυτο ενα κινημα που διεκδικει την κυριαρχια του καταπιεσμενου ορου ειναι στρατηγικα αναποφευκτο" 

(Culler 1989)




differ-ance = δια-φωρά 

Είναι νεολογισμος τον οποιο προτείνει ο Derrida από τα ρηματα: 
differ=διαφερω 
defer=αναβαλλω 

Διαφωρα είναι μια σύνθετη εννοια, η οποία αναφερεται στη διαδικασία παραγωγης διαφορας και αναβολης 
● Η αισθηση του «διαφερειν» (differing) και του «διαφωνειν» 
● Η διαδικασια της αναβολης (deferral) της μεταβιβασης 

Το a και το ω της λεξης «διαφωρα» = «differance» 
Δειχνει την αναποφασιστικοτητα σε σχεση με την ενεργητικοτητα και παθητικοτητα, η οποια δεν μπορει να κυριαρχηθει και να οργανωθει από αυτην την αντιθεση. 

Culler “On deconstruction



δια-φωρά = differ-ance


«differ-ance» = «διαφ-ωρα» Είναι το συστηματικο παιχνιδι των διαφορών (differences) (ή των ιχνων των διαφορων) του «spacing», δηλαδή της χωροποιησης, δια μεσου των οποιων τα στοιχεια συσχετιζονται μεταξυ τους.

 Culler “On deconstruction”


«spacing» 

Είναι η παραγωγη, 
η οποία είναι ταυτοχρονα ενεργητικη και παθητικη των διαστηματων, χωρις τα οποια οι πληρεις οροι δεν θα μπορουσαν να παραγουν νοημα, να λειτουργησουν 



Διαφωρα είναι η «μη παρουσια» Διαφωρα είναι η δομή και η κινηση, η όποια δεν μπορεί να γινει αντιληπτη στη βάση της αντιθεσης παρουσια-απουσια. 

Η αποδομηση θετει το ερώτημα, γιατι η εννοια της «παρουσιας» ελκυει τόσο πολύ και όχι η εννοια της «μη παρουσιας» 

Η διαφωρα διεισδυει σε ολοκληρη τη φιλοσοφια διότι: «Αυτό που αναβαλλει την παρουσια είναι η βάση πανω στην όποια η παρουσια ανακοινωνεται ή καθισταται επιθυμητη ως προς αυτό που αναπαριστα, δηλαδή το «σημειο», δηλαδή το «ιχνος» της. Ολοκληρη η φιλοσοφια κατασκευαζεται ως ένα συστημα μέσα από τη γλωσσα. 

Η διαφωρα είναι ουσιαστικη εννοια μέσα στη γλωσσα διότι παραγει «αυτό που η μεταφυσικη ονομαζει ‘σημειο’ (σημαινον, σημαινομενο)»



κειμενικοτητα 

● αναγνωση

● μεταφραση 

● γραφη




Ως κείμενο 
δεν εκλαμβάνεται μόνο το αποτέλεσμα της γραπτής ή προφορικής διατύπωσης προτάσεων με λογική ροή, αλλά «κάθε σύστημα σημείων, ιχνών, αναφορών, για παράδειγμα η αντίληψη είναι ένα κείμενο» 

(Bennington 1989, 84). 

Ως ανάγνωση 
εκλαμβάνεται «η απόπειρα τόσο για την αποκάλυψη ότι η λογική της γλώσσας του κειμένου αντιβαίνει προς τη λογική, που επικαλείται ο συγγραφέας του, όσο και για την ανάδυση των υποδορίων προκαταλήψεων και αντιφάσεων, που αναπόφευκτα εντοπίζονται στο κείμενο…….. H ανάγνωση είναι μια επανεγγραφη………..".

 (Jefferson, Robey 1986) 

Ως μετάφραση 
νοειται εκεινη η διαδικασία κατα την οποία ο-η μεταφραστης-τρια καλειται να ξεχωρισει τη σκέψη ενός κειμένου σε μια γλωσσα (και την πραγματικοτητα την οποία επικαλείται) και να εκφρασει την ιδια σκέψη σε μια άλλη γλωσσα. 

(Derrida 1974)



H σχεση του Derrida με την πολιτικη


● "Σημερα υπαρχει ενας τροπος να ειναι κανεις απολιτικος ο οποιος συνισταται ουσιαστικα στην διαιωνιση 'εξαντλημενων προγραμματων' και στην παγιδευση του λογου μεσα σε 'κωδικες' η 'ρητορικες' που υπακουουν σε τελετουργιες κατεστημενες και εκ των προτερων ουδετεροποιημενες" 

(Derrida 1993).

● "Tα προβληματα της φιλοσοφιας θετουν τελικα ζητηματα πολιτικης και ηθικης ευθυνης ενω στην ουσια της η ιδεα της αποδομησης παραμενει αρρηκτα συναρμονισμενη με την επιθυμια του εκδημοκρατισμου" 

(Derrida 1993)



Βιβλιογραφια

 Bennington G. (1989) "Deconstruction is not what you think", in Papadakis et al., Deconstruction. London: Academy. Con Davis R., Schleifer R. (1989) Contemporary Literary Criticism. NY: Longman. Culler J. (1989) On Deconstruction. London: Routledge. Johnson B. (transl.) (1981) "Introduction" in Derrida J. Dissemination. Chicago: The University of Chicago Press. Derrida J. (1981) Positions. Bass A. (transl.), London: The Athlone Press. Derrida J. (1991) "Letter to a Japanese Friend", in Kamuf P. A Derrida Reader: Between the Blindes. NY NY: Harvester. Derrida J. (1966) "Structure, Sign and Play in the Discourse of the Human Sciences", in Con Davis R., Schleifer R. (1989) Contemporary Literary Criticism. NY:Longman. Forrester J. (1981) "Philology and the phallus" in MacCabe C. (ed), The talking cure. London. Foucault M. ([1966] 1986) Oι λεξεις και τα πραγματα. Aθηνα: Γνωση. Jefferson A., Robey D. (1986) Modern Literary Theory. London: B.T. Batsford. Lacan J. (1956) The Language of the Self. Baltimore. Norris Chr. (1985) Deconstruction. Theory and Practice. NY NY: Methuen. Papadakis A., Cook C., Benjamin A. (1989) Deconstruction. London: Academy. Ruthven K.K. (1990) Feminst Literary Studies. Cambridge: Cambridge University Press. Tεντοκαλη B., Χατζησαββα Δ. (1998) Θεωριες της αποδομησης του χωρου και του φυλου, (2Θ1.21) Τομος Α’ και Β’, Tμημα Aρχιτεκτονων, Aριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης, Θεσσαλονικη.


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ - ΑΝΤΟΡΝΟ, ΛΟΒΕΝΤΑΛ, ΜΑΡΚΟΥΖΕ, ΧΟΡΚΧΑΪΜΕΡ




"Είναι η εποχή όπου η καταπίεση σημαίνει ελευθερία, η κατανάλωση δύναμη, ο έλεγχος ασφάλεια, ο φόβος σύνεση, η απάτη πολιτική,η υστερία χαρά. Κι είναι τόσο κοινά αποδεκτές οι έννοιες που έχουν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη κάθε κοινωνικής αντιπολίτευσης και την απόρριψη κάθε μορφής αντίστασης. "Ο άνθρωπος σήμερα είναι ίσως περισσότερο ανίκανος από ποτέ να επιδράσει πάνω στον ίδιο του τον μηχανισμό". Όπως παρατήρησε ο Μπένζαμιν, είναι η εποχή που η αποχαύνωση της ανθρωπότητας βρίσκεται σε τέτοιο βαθμό που θα βιώσει την ίδια της την καταστροφή ως μια ύψιστη αισθητική απόλαυση ."







https://docplayer.gr/6257108-Tehni-maziki-koyltoyra.html?fbclid=IwAR0eEARrZGq022KJJjTHSqLfZbQVWngr3AQErF27RLZOzZLfcexu53uPSzg