Από τα βάθη της αρχαιότητας οι λαοί όλου του κόσμου εξέφρασαν το θρησκευτικό συναίσθημα, πίστεψαν και πιστεύουν στο θείο. Στην Ελλάδα το θείο εκφράστηκε μέσω των θεών που λογίζονταν ως μακάρια και άφθαρτα όντα, δηλαδή αθάνατες κι ευτυχισμένες υπάρξεις. Οι Θεοί κατά την κοινή αντίληψη της εποχής του Επίκουρου είχαν παρεμβατικότητα στη φύση και τη ζωή των ανθρώπων, καθόριζαν τα συμβαινόμενα καλά και κακά, τίθονταν ευνοϊκά προς κάποιους ενώ κάποιους άλλους τους τιμωρούσαν ή απλά δεν τους ευνοούσαν. Ακόμη και σήμερα δε θα λέγαμε ότι έχουν αλλάξει πολλά από τα προαναφερόμενα. Από που όμως προέκυψε αυτή η αντίληψη για το θείο; Από την ανθρώπινη αδυναμία κατά πρώτον της εξήγησης των φυσικών φαινομένων και γενικότερα της φύσης του σύμπαντος κόσμου, και κατά δεύτερον από την επιθυμία κάποιων ανθρώπων να υποτάξουν τους υπόλοιπους στηριζόμενοι στον φόβο αυτόν.
Ο Επίκουρος που με την μελέτη της φύσης, την φυσιολογία δηλαδή, εξήγησε τα φυσικά φαινόμενα και τα απέδωσε εκεί που πραγματικά ανήκουν δηλαδή στις μηχανικές και χημικές ιδιότητες των ατόμων, έφτασε σε τέτοια ακλόνητα συμπεράσματα βασιζόμενος στα κριτήρια της αληθείας, ώστε κατέρριψε την τότε και τώρα κρατούσα δυστυχώς άποψη για τον φόβο του Θεού όπως πολύ όμορφα μας περιγράφει ο Λουκρήτιος στο De rerum natura .
Η αφοβία αυτή δε, ενισχύεται με την επικούρεια άποψη και βεβαιότητα για τη θνητότητα της ψυχής που αναγκαστικά οδηγεί στην μη ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής, όπου η ψυχή τιμωρείται ή επιβραβεύεται από τον Θεό, μια άποψη που επικράτησε κυρίως στα ελληνιστικά χρόνια και μετέπειτα και συνεχίζει βέβαια έως σήμερα. Και λέω κυρίως ελληνιστικά χρόνια διότι τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική αντίληψη ήταν ότι η ψυχή μετά θάνατον περιφέρονταν ως σκιά στον κάτω κόσμο δίχως συνείδηση και δίχως επιβράβευση ή τιμωρία. Από τότε όμως που επικράτησε η άλλη άποψη βάρυνε τις ψυχές εν ζωή με έντονο φόβο, διότι ο άνθρωπος πια δεν έχει να ανησυχεί μόνον για τα τρέχοντα μιας πεπερασμένης ζωής, αλλά και για αυτά τα πράγματα σε μια κατάσταση αθανασίας που περιέχεται κατά κάποιους η ψυχή.
Ο Επίκουρος λοιπόν στην επιστολή προς Ηρόδοτο καταρρίπτει τον φόβο του Θεού για τη μεταθάνατο ζωή με την επιβεβαίωση της θνητότητας της ψυχής τα άτομα της οποίας διαλύονται και σκορπίζονται όπως ακριβώς τα άτομα του σώματος με τον θάνατο και και την την ουκ αντιμαρτύρηση του αντιθέτου.
Τι γίνεται όμως με τον εν λόγω φόβο εν ζωή;
Ο Διογένης Οινοανδέας τετρακόσια χρόνια μετά τον Επίκουρο έλεγε ότι “τα αγάλματα των Θεών πρέπει να τα κατασκευάζουμε (με πρόσωπα) χαρούμενα και γελαστά για να μπορούμε να τους ανταποδίδουμε το χαμόγελο και όχι να τους φοβόμαστε”.
Μας λέει λοιπόν ο Επίκουρος ότι “το μακάριο και το άφθαρτο ούτε το ίδιο έχει έγνοιες ούτε σε άλλον προκαλλεί. Έτσι δεν περιέχει ούτε θυμούς ούτε συμπάθειες γιατί αυτά ανήκουν στον αδύναμο”. “Mην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και μη οικείο προς τη μακαριότητά του”. “Διότι οι ασχολίες , οι φροντίδες , οι χάρες και η οργή(του θείου) δεν συμφωνούν με τη μακαριότητα, αλλά συμβαίνουν λόγω αδυναμίας , του φόβου και της εξάρτησης από τους άλλους”.
Ασεβής εν τέλη κατά τον Επίκουρο είναι αυτός που προσάπτει στο μακάριο και άφθαρτο ον ότι προκαλεί μέγιστες βλάβες και ότι είναι αιτία κακών ή ότι είναι πηγή ωφελειών προς κάποιους, διότι πολύ απλά έτσι χάνει την θεία ουσία του. Συνεπώς το μακάριο και άφθαρτο δηλαδή ο Θεός, δεν ασχολείται με τίποτε άλλο εκτός του εαυτού του, διότι κάτι τέτοιο πολύ απλά θα υποβίβαζε την ιδιότητά του.Εφόσον το μακάριο δεν ασχολείται με τίποτε άλλο εκτός του εαυτού του, δεν υφίσταται θεϊκός προακαθορισμός, θεία πρόνοια, ειμαρμένη, πεπρωμένο και άρα δεν υφίσταται σίγουρη πρόβλεψη για μελλοντικές καταστάσεις δηλαδή η μαντική.
Τι είναι όμως αυτό που τρέπει τα πάντα να συμβαίνουν; Τα πάντα στον σύμπαντα κόσμο άρα και στον άνθρωπο συμβαίνουν από τρεις αιτίες κατά τον Επίκουρο. Είτε από ανάγκη, είτε από τύχη είτε από προαίρεση δηλαδή από επιλογή, δίχως θεία παρέμβαση και προκαθορισμό. Ο Θεός λοιπόν δεν είναι για φόβο. “ΑΦΟΒΟΝ Ο ΘΕΟΣ”. Έτσι ξεκινά η τετραφάρμακος και δεν είναι τυχαίο αυτό. Ο Επίκουρος, ο μέγας διαφωτιστής και ανθρωπιστής φιλόσοφος κατανόησε ότι για να διάγει ο άνθρωπος έναν ευδαίμονα βίο, θα πρέπει να παραμερίσει τους αστήριχτους φόβους που τον κατατρέχουν.
Από που όμως προέκυψαν οι δοξασίες που είναι τόσο αταίριαστες με τη φύση του θείου; Ενώ λοιπόν κατά τον Επίκουρο οι Θεοί υπάρχουν μιας και η γνώση που έχουμε γι αυτούς είναι εναργής, δεν συμβαίνει το ίδιο για την γνώμη που έχουμε γι αυτούς. Αυτό συμβαίνει διότι ενώ η φύσις ενέγραψε την έννοιά τους στο πνεύμα των ανθρώπων (δηλαδή η παράσταση του Θεού έχει αποτυπωθεί στο νου των ανθρώπων) δηλαδή υπάρχει καθολική συγκατάθεση περί τούτου, οι ίδιοι οι άνθρωποι στην συνέχεια προσάπτουν φαντασιακώς αλλοιώσεις και προσδίδουν άλλες ιδιότητες πέραν της μακαριότητητος και αφθαρσίας των.
Έτσι δίχως να έχουν οι Θεοί την ευθύνη, οι πολλοί άνθρωποι από μόνοι τους τους προσδίδουν την εξουσία των φαινομένων φυσικών και ηθικών. Έτσι λοιπόν καταλήγει ο Επίκουρος ότι οι Θεοί δεν είναι όπως τους πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε ότι πρεσβεύει ο πολύ κόσμος γι αυτούς.
Έτσι λοιπόν ο Επίκουρος έρχεται μέσα από τις επιτομικές επιστολές του που ευτυχώς μας έχουν διασωθεί μέσω του Διογένη Λαέρτιου και διαφωτίζει το θέμα εκφράζοντας προς τους Θεούς μια πραγματικά ευσεβή άποψη που όμως δεν είναι κοινά αποδεκτή.
Παρόλο την ευσέβεια του Επίκουρου, οι σχετικές απόψεις του αλλά και των επικουρείων που ακολούθησαν μέχρι τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, ξεσήκωσαν πλήθος διαμαρτυρίες από τους αντιπάλους της σχολής και στοιχειοθέτησαν κατηγορίες περί αθεΐας. Αυτές είχαν να κάνουν κυρίως με την θέση της μη παρεμβατικότητας των θεών στα ανθρώπινα και φυσικά τεκταινόμενα, δηλαδή την απουσία της θείας πρόνοιας και της επιβράβευσης ή τιμωρίας των αγαθών ή κακών πράξεων εν ζωή ή και μεταθανάτια. Έτσι ο Ρωμαίος Κικέρων είπε ότι “ο Επίκουρος στην πραγματικότητα αρνείται τους Θεούς”.
Ο στωικός Ποσειδώνιος ισχυρίστηκε πολύ αργότερα ότι ο Επίκουρος ήταν ένας κόλακας που προσπάθησε να καλύψει τον αθεϊσμό του με μια λειψή θεολογία. Είναι ο ίδιος που λασπολογούσε τον Επίκουρο με φαιδρές εκφράσεις σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο. Όμως σύμφωνα με τις πηγές βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης των επικουρείων να γίνεται προσπάθεια αντίκρουσης των κατηγοριών περί αθεΐας. Εκτός του Επίκουρου, ο Φιλόδημος διακόσια χρόνια μετά, έγραψε το Περί Ευσέβειας όπου εξετάζει σχετικά θέματα. Ο Διογένης Οινοανδέας τετρακόσια χρόνια μετά τον Επίκουρο απολίθωνε στην Μεγάλη Επιγραφή το παρακάτω:
«…και τους καλύτερους τους κατατρέχουν ως άθεους και γι αυτό θα δηλώσω ότι δεν είμαστε εμείς (οι επικούρειοι) που αναιρούμε τους Θεούς, αλλά άλλοι…».
Είναι σημαντικό το να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα που είπαν ή δεν είπαν ο Επίκουρος και οι υπόλοιποι φιλόσοφοί μας, αλλά το κυριότερο είναι το να μην εισάγουμε έννοιες που ποτέ δεν υποστηρίχθηκαν από αυτούς και μάλιστα στο όνομά τους, για να καλύψουμε προσωπικές μας πεποιθήσεις, που βεβαίως είναι σεβαστές ως τέτοιες. Με τον τρόπο αυτό η επικούρεια φιλοσοφία προστατεύεται και δε κινδυνεύει να αλλοιωθεί ως προς την ουσία της. Και βέβαια, όπως γράφει ο Eric Anderson στο βιβλίο του «Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ τον 21ο ΑΙΩΝΑ», «οι αναθεωρήσεις είναι πάντα αναγκαίες, αλλά ως επί το πλείστον, η προσαρμογή του επικουρισμού στον 21ο αιώνα είναι μια διαδικασία διερεύνησης ή περιορισμού των αρχαίων απόψεων – πάντα σε συμφωνία με τα πρόσφατα δεδομένα – και όχι ανατροπής τους».
Ευτυχώς όμως από τύχη αγαθή εκτός των επιστολών του Επίκουρου η ηφαιστειακή τέφρα του Βεζούβιου προστάτεψε έναν μεγάλο αριθμό επικούρειων έργων που σε συνδυασμό με σχετικές αναφορές σε έργα άλλων συγγραφέων της αρχαιότητας μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες επί του θέματος. Κι αυτό διότι τα εκτεταμένα έργα του Επίκουρου επί του θέματος τα Περί Ευσεβείας και Περί Θεών δεν έχουν φτάσει έως εμάς αυτούσια.
Ας εξετάσουμε στα πλαίσια αυτά την επικούρεια άποψη για τη φύση των θεών.
Ο Επίκουρος ως φιλόσοφος όφειλε και προχώρησε στην αναζήτηση της φύσης των Θεών. Χρησιμοποίησε γι αυτό τα κριτήρια της αλήθειας, εντάσσοντας την έρευνά του στον τομέα της φυσιολογίας. Θα αναφερθώ στα βασικά σημεία επ' αυτού του θέματος.
Οι Θεοί δεν γίνονται αντιληπτοί μέσω του αισθητηριακού περιβάλλοντος αφού κανείς δεν έχει πιάσει ή ακούσει ή γευθεί κλπ Θεό, αλλά μέσω της νοήσεως, «λόγω θεωρητοί» όπως ακριβώς είπε ο Επίκουρος, μέσω της επιβολής της διανοίας που είναι ένα από τα τέσσερα επικούρεια κριτήρια αληθείας. Ότι γίνεται αντιληπτό μέσω της ενοράσεως είναι υπαρκτό και ιδιαίτερα εφόσον είναι καθολικό, είναι εναργές. Οι Θεοί είναι όντα ενσώματα, διότι μόνον το κενό είναι μη ενσώματο. Όμως το γεγονός ότι δεν μπορούμε να τους αντιληφθούμε με τις αισθήσεις οδηγεί τον Επίκουρο στο συμπέρασμα ότι οι Θεοί αποτελούνται από λεπτότερα αιθέρια θα λέγαμε άτομα τα οποία όμως οπωσδήποτε έχουν υλική υπόσταση. Την υλική αυτή υπόσταση είναι που αντιλαμβανόμαστε μέσω της νοήσεως με τη μορφή απορρεουσών ειδώλων από εκείνους προς εμάς.
Ο Επίκουρος αντιλαμβάνεται τους Θεούς ως ανθρωπόμορφους διότι έτσι τους αντιλαμβάνονται και τους αναπαριστούν οι άνθρωποι. Εξάλλου η μακαριότητα και η αφθαρσία απαιτεί την κάλλιστη εμφάνιση και απεικόνισή τους.Η τοποθεσία που εκδηλώνουν την ύπαρξή τους είναι τα μετακόσμια διότι αν ήταν οπουδήποτε αλλού θα παρέμβαιναν στην λειτουργία του κόσμου κάτι όμως που δεν επιμαρτυρείται από κανένα φαινόμενο. Τα μετακόσμια κατά τον Επίκουρο είναι το διάστημα μεταξύ των κόσμων, ένας χώρος αρκετά κενός όχι όμως τεράστιος και εντελώς κενός.
Ο Επίκουρος τοποθετήθηκε αναφορικά με την συμπεριφορά των ανθρώπων προς το Θείο, εντός του πλαισίου περί των προτιμήσεων και αποφυγών για το ηδέως ζην. Στο σημείο αυτό αξίζει να εξετάσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής του. Είναι γνωστό ότι ο φιλόσοφος μετά τον οριστικό του επαναπατρισμό, απόκτησε οικία στο Δήμο Μελίτης, δίπλα στο λόφο των Νυμφών (αστεροσκοπείου). Ο Κήπος η σχολή του, βρίσκονταν λίγο παραδίπλα ανάμεσα στο Δίπυλο και στην Ακαδημία. Ο Παρθενών και η Πρόμαχος Αθηνά προσέφεραν τη θέα τους και στα δυο αυτά σημεία. Αλλά η πόλη δεν ανήκε μόνον στην Θεά της. Ανήκε πρωτίστως στους πολίτες, τους Αθηναίους Πολίτες που τιμούσαν την πόλη τους μέσω της λατρείας της πολιούχου Θεάς και των άλλων Θεών και Θεοτήτων. Η τιμή στους Θεούς γίνονταν τόσο μέσω της έκφρασης της λαϊκής λατρείας, οικιακής και μαζικής αλλά και της πολιτειακής, μέσω των οικιακών τελετών και των πάνδημων εορτών όπως των Ανθεστηρίων, των Διονυσίων κα. Ο κάθε οίκος είχε τον βωμό του και τα ιερά των Θεών όπως και τα αγάλματα αυτών βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλη την Αττική. Με την κορύφωση της κλασικής περιόδου οι Θεοί δεν περιορίστηκαν στον μύθο αλλά σφιχτοαγκαλιάστηκαν με την πόλη.
Η λαϊκή θρησκεία όπως εκφράζονταν στις παραδοσιακές εορτές αλλά κυρίως στον οίκο, έμενε αναλλοίωτη στην πορεία της ιστορίας. Η πολιτειακή είχε τις διαδρομές της αναλόγως της πολιτικής κατάστασης της εποχής.Υπό αυτό το πρίσμα βλέπουμε τις παρακάτω επικούρειες απόψεις που έχουν να κάνουν με την συμπεριφορά των ανθρώπων προς το Θείο.Ο Φιλόδημος στο έργο του Περί Ευσεβείας αναφέρει τα εξής:
“Το ότι οι Θεοί της Πόλης πρέπει να τιμούνται, δεν ήταν κάτι που απλώς δίδασκε ο Επίκουρος αλλά είναι φανερό από τη διαγωγή του πως τηρούσε πιστά όλες τις παραδοσιακές εορτές και θυσίες”.
Ο Φιλόδημος στο ίδιο έργο μας παραθέτει ένα γράμμα του Επίκουρου που λέει τα εξής:
“Όσο για εμάς ας θυσιάζουμε ευσεβώς και όπως αρμόζει τις κατάλληλες μέρες και ας εκτελούμε όλες τις άλλες πράξεις λατρείας σύμφωνα με τα έθιμα, χωρίς να αφήνουμε την κρίση μας σχετικά με τις ανώτατες και πιο σεπτές υπάρξεις να επηρεάζεται με τις συνηθισμένες αντιλήψεις. Επιπλέον, ας τηρούμε τα έθιμα για τον λόγο που ανέφερα γιατί έτσι μπορούμε να ζήσουμε σε συμφωνία με τη φύση”.
Ο Φιλόδημος αναφέρει πάλι στο Περί Ευσεβείας ότι σε επιστολή του προς τον Φύρσονα ο ίδιος ο Επίκουρος αναφέρει ότι συμμετείχε με το λαό στην εορτή των Χοών (η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων) και πως είχε μυηθεί στα αστικά μυστήρια. Και συνεχίζει με το ότι “ο Επίκουρος λέει ότι η προσευχή ταιριάζει στη Σοφία. Όχι επειδή στεναχωριούνται οι Θεοί εάν δεν προσευχηθούμε αλλά λόγω της σαφούς αντίληψης ότι είναι φύσεις ανώτερες σε δύναμη και σπουδαιότητα”.
“Ο Σοφός απευθύνει προσευχές στους Θεούς, θαυμάζει τη φύση και την κατάστασή τους , αγωνίζεται να τους πλησιάσει, λαχταρά να τους αγγίξει και να ζήσει με αυτούς...”
Ο βιογράφος του Επίκουρου Διογένης Λαέρτιος αναφέρει για τον Επίκουρο ότι “Ο σεβασμός του προς τους Θεούς και η φιλία του προς την πατρίδα, δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν”.Αυτά λοιπόν μας είπε ο μεγάλος φιλόσοφος Επίκουρος περί Θεών και Ευσεβείας.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η επικούρεια θεολογία για το μακάριο και άφθαρτο ον, το Θεό μας λέει ότι:
Δεν προκαλεί το κακό ούτε στον εαυτό του ούτε σε άλλους.
Δεν προκαθορίζει.
Δεν τιμωρεί.
Δεν δωροδοκείται με ανταλλάγματα.
Είναι πρότυπο για τον μακάριο και ατάραχο βίο των ανθρώπων, ο Διογένης Οινοανδέας έλεγε κάποτε για τους επικούρειους «…όσο ζούμε, χαιρόμαστε ομοίως με τους Θεούς»
Είναι λοιπόν άφοβον.
Φθάνοντας στο σήμερα του 21ου αιώνα, σ’ αυτό το διαμορφωμένο περιβάλλον και με αυτές τις ιδιαίτερες και όχι ευχάριστες συνθήκες που βιώνουμε καθημερινά, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η επικούρεια φιλοσοφία με τις ξεκάθαρες έννοιες και αντιλήψεις, δείχνει αισιόδοξα τον δρόμο για την βίωση μιας τέτοιας ζωής, ώστε και το σώμα μας να μην υποφέρει και η ψυχή μας να μην είναι ταραγμένη.
Άφοβον ο Θεός.
Oμιλία του Κου Τάκη Παναγιωτόπουλου, στο 1ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Επικούρειας Φιλοσοφίας, 12-13 Φεβρουαρίου 2011, Γέρακας Αττικής.