Translate

Ο ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ





Το όνομα του Στάλιν, που σχεδόν 30 χρόνια ήταν στο τιμόνι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ακόμη και σήμερα αποτελεί θερμό σημείο της ιδεολογικής διαπάλης. Ο Ι. Στάλιν έπαιξε διαπρεπή ρόλο στη δημιουργία της μεγάλης χώρας σε δυσκολότατη περίοδο, από άποψη εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τις υπηρεσίες του ακόμα και ο εχθρός του σοσιαλισμού Ουίνστον Τσώρτσιλ τις όρισε με την περιεκτική διατύπωση: «ο Στάλιν πήρε τη Ρωσία με ξύλινο αλέτρι και την άφησε με ατομική βόμβα».

Aκόμα και σοβαροί αστοί ιστορικοί δεν αποφεύγουν την εκτίμηση της σταλινικής περιόδου στην ΕΣΣΔ. Ετσι, ο Ν. Βερτ, ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του «Ιστορία του Σοβιετικού κράτους», το ονόμασε «Νικηφόρος σταλινισμός». Στη δραστηριότητα του Στάλιν αφιερώνει ολόκληρα κεφάλαια ένας άλλος αστός ιστορικός ο Τζ. Χόσκινς στο βιβλίο του «Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης».

Στην περίοδο παλινόρθωσης του καπιταλισμού εμφανίστηκε σε τεράστια ποσότητα πληρωμένη ρεβιζιονιστική-προσαρμοστική αντισταλινική βιβλιογραφία, ανάλογη με τα γραπτά του Ντ. Βολκογκόνοφ, γεμάτη από κακίες και ψεύδη για το Στάλιν. Ομως και αυτού του είδους η «προσοχή» άθελά της τονίζει το ρόλο του μεγάλου ανθρώπου, αν και η ψευδοεπιστημονική μαυρίλα αυτού του είδους έχει σαν σκοπό μόνο τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

Το μέγεθος της προσωπικότητας και ο ρόλος του Στάλιν, τα αποτελέσματα όσων έγιναν υπό την καθοδήγησή του μας επιτρέπουν να μη δίνουμε προσοχή σε όλα τα ψέματα των σημερινών ιστορικών «σοφών». Ομως, ταυτόχρονα, αυτός ο ρόλος δεν επιτρέπει και τον εξωραϊσμό της ιστορικής πραγματικότητας ή τα κενά λόγια. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να δούμε τις άκρως σύνθετες συνθήκες της δραστηριότητάς του, όταν -χωρίς να υπάρχουν ιστορικά ανάλογα- ήταν αναγκαίο να εξευρεθούν οι δρόμοι επίλυσης, από πρώτη ματιά, ανεπίλυτων αντιφάσεων.

Εννοείται, πως μια προσωπικότητα τέτιου μεγέθους, όπως ο Στάλιν, δεν εμφανίζεται από μόνη της, ούτε με «θεϊκό διορισμό», αλλά σαν ιστορική αναγκαιότητα, σαν προσωπικότητα που εκφράζει το ριζικό συμφέρον της κοινωνικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη περίοδο και εκπληρώνει τη δραστηριότητά της, όχι από διαίσθηση, αλλά υπολογίζοντας τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, το πραγματικό κοινωνικό περιβάλλον, από κοινού με τους συναγωνιστές του, σε επαφή με πλήθος ειδικών και λοιπά. Πολύ περισσότερο που ο μαρξισμός ορίζει σαν κινητήρια δύναμη του ιστορικού προτσές τα συμφέροντα και την ενέργεια των μαζών, χωρίς να αρνείται το ρόλο της προσωπικότητας σε αυτό το προτσές.

Ανάμεσα στις διάφορες πλευρές της δημιουργικής δραστηριότητας του Στάλιν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο ρόλος του στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης. Σήμερα το ενδιαφέρον σε αυτή την πλευρά της πολύπλευρης δραστηριότητάς του μπορεί να έχει σχέση με το γεγονός ότι το 1999 συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την έκδοση του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας, το οποίο για πρώτη φορά περιείχε τμήμα για το «Σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής». Ακριβώς σε αυτό το τελευταίο βρισκόταν η ιδιαιτερότητα αυτού του εγχειριδίου (αν και εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας προετοιμάστηκαν και προηγούμενα από διάφορα ιδρύματα), όπως επίσης ότι το προτσές επεξεργασίας του εγχειριδίου έγινε υπό την καθοδήγηση του Κόμματος και σημαντικό στάδιο γι' αυτό αποτέλεσε η αντιπροσωπευτική οικονομική συζήτηση, που διοργανώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΣΕ το Νοέμβρη του 1951, όπου συζητήθηκε η μακέτα του εγχειριδίου. Ο Στάλιν με μεγάλη προσοχή παρακολουθούσε την πορεία της έκδοσης, διαβάζοντας τα χειρόγραφα, συζητώντας με τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου και του καθοδηγητή της κολεκτίβας των συγγραφέων της μακέτας του εγχειριδίου ακαδημαϊκό Κ. Β. Οστροβιτιάνοβ) και ανταποκρίθηκε στην πορεία της συζήτησης με την έκδοση της μπροσούρας «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952).

Λόγος γίνεται για πολύ περισσότερο απ' ό,τι απλά η δημιουργία εγχειριδίου, γι' αυτό και αυτή η συζήτηση, σαν βασικό στάδιο της γενικής συζήτησης 1936-1954, είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα μάλιστα και από την άποψη της ιστορίας της παγκόσμιας οικονομικής σκέψης, και για την κατανόηση της ιστορικής κατάστασης της περιόδου εγκαθίδρυσης της πρώτης στον κόσμο σοσιαλιστικής κοινωνίας και από αυτή την άποψη, και για το πώς οι διαμορφωθείσες τότε θεωρητικές θέσεις εκφράστηκαν αργότερα στην πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Σωστή και μια τέτια μικρογραφία της ανάλυσης, που θα μπορούσε να οριστεί σαν ανάλυση του σταλινικού σταδίου ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας με τον συνυπολογισμό της τεράστιας επιρροής της δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρητικής του Ι. Στάλιν, σε όλες τις πλευρές της ζωής της σοβιετικής κοινωνίας στις δεκαετίες '30 με αρχές της δεκαετίας του '50.

Τα υλικά της συζήτησης έχουν ενδιαφέρον και για τον ορισμό των προγραμματικών προσανατολισμών κατά την αποκατάσταση της σοσιαλιστικής πολιτικής για την κοινωνική ανάπτυξη.

1. ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ, Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΕΝΗ ΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ. ΤΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΧΑΝ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΦΕΡΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΗ ΔΟΥΛΙΑ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΕΠΙΤΡΟΠΑΤΟ ΤΩΝ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝ) ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΑΜΙΓΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΥΠΟΛΕΙΠΟΤΑΝ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ Β. Ι. ΛΕΝΙΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Ν. ΜΠΟΥΧΑΡΙΝ, Ε. ΠΡΕΟΜΠΡΑΖΕΝΣΚΙ, Λ. ΚΡΑΣΙΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ. ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΙΝΑΝ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ, ΣΤΟ ΒΑΘΜΟ ΠΟΥ ΕΔΡΑΙΩΝΟΤΑΝ ΣΑΝ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

Τα οικονομικά και για την ακρίβεια τα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα ορθώνονταν καθημερινά μπροστά του, αν και ο αναμφισβήτητος ρόλος του στην επίλυσή τους δεν ήταν πάντα ειδικά ντοκουμενταρισμένος. Με αυτή την έννοια επισημαίνουμε την τεράστια και σύνθετη εργασία για την οργάνωση του νέου οικονομικού μηχανισμού και πρώτα από όλα στη δημιουργία του άγνωστου στον κόσμο μοχλού διεύθυνσης, του λαϊκο-οικονομικού σχεδιασμού. Ως το 1925, το ΓΚΟΣΠΛΑΝ, σύμφωνα με μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σ. Γκ. Στρουμίλιν, επεξεργαζόταν μόνο τα προγράμματα ξεχωριστών κλάδων. Το οικονομικό έτος 1925-1926 είχαν επεξεργαστεί δείκτες ελέγχου που εξέφραζαν την ιδέα του ολοκληρωμένου ενιαίου σχεδίου (για ένα έτος). Στις αρχές του 1926 εμφανίστηκε ένα πρόχειρο πενταετές σχέδιο, που η ιδέα του στηριζόταν στις κατευθύνσεις του 14ου Συνεδρίου του Κόμματος. Η διαδικασία δημιουργίας του σχεδίου ήταν διαδικασία οξείας διαπάλης μεταξύ των επεξεργαστών του (μεταξύ των οποίων ήταν και αστοί οικονομολόγοι). Και όλη η διαδικασία επεξεργασίας του σχεδιαστικού εργαλείου διεξαγόταν σε συνθήκες οξείας πάλης. Ηταν διαμάχες για τους κατευθυντήριους σκοπούς, για τους ρυθμούς ανάπτυξης, για την εκβιομηχάνιση και ακόμα διαμάχη για το «πεντάχρονο ή δίχρονο». Εξωτερικά φαινόταν πως ο Στάλιν δε συμμετείχε σε αυτή τη διαμάχη. Ομως, αφού οι αποφάσεις παίρνονταν στο Κόμμα, ο Στάλιν βρισκόταν στο κέντρο αυτών των εργασιών. Το 15ο Συνέδριο του Κόμματος (Δεκέμβρης 1927) επικύρωσε τις κατευθύνσεις για τη διαμόρφωση του σχεδίου και από αυτό το σημείο ξεκίνησε νέα ποιοτικά ζώνη για το σχεδιασμό. Και ήδη το πρώτο πεντάχρονο εξασφάλισε οικονομικό άλμα της ΕΣΣΔ και εν μέρει «έκλεισε» το πρόβλημα της ανεργίας.

Για άλλη μια φορά πρέπει να επισημάνουμε ότι όλες αυτές οι επιτυχίες στο σχεδιασμό (συμπεριλαμβανομένης και της αξιοζήλευτης ταχύτητας στην επεξεργασία του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου) δεν υλοποιήθηκαν βεβαίως χωρίς το Στάλιν, που ήταν επικεφαλής του Κόμματος. Είχε την άποψή του για την πλειοψηφία των ζητημάτων. Και για παράδειγμα, στην Ολομέλεια της Μοσχοβίτικης Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπ) [ΜΕ ΠΚΚ (μπ)], το 1928, με στοιχεία τοποθετήθηκε ενάντια στην πρόταση του Ρίκοφ να επεξεργαστούν, παράλληλα με το πεντάχρονο σχέδιο της λαϊκής οικονομίας, και δίχρονο σχέδιο ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας.

Ως μια από τις ιδιαίτερα βασικές κοινωνικο-οικονομικές θέσεις του Στάλιν, που είχαν επαναστατική σημασία για την ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΣΣΔ, πρέπει να καταμετρήσουμε και τη θέση του, το 1929, για την αποφασιστική στροφή της αγροτικής παραγωγής στη σοσιαλιστικοποίηση του χωριού.

Μεταξύ της πληθώρας των προβλημάτων για την αποκατάσταση της οικονομίας και την οικοδόμηση του νέου καθεστώτος το πρόβλημα του χωριού ήταν κύριο, αφού η αγροτιά αποτελούσε την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας και παρέμενε και μετά την επανάσταση ιδιωτικός «τομέας», στα χέρια της οποίας βρισκόταν η εξασφάλιση της χώρας με τρόφιμα.

Ο αγροτικός συνεταιρισμός (ακόμα και οι κομμούνες) εμφανίστηκε στην αρχή σαν αυθόρμητο από τα κάτω και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε σαν στρατηγική γραμμή (κατ' αρχάς σαν σύνθημα). Τα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ ήταν χρόνια ειρήνης, επιστροφής των ανδρών στο χωριό, χρόνια ολόπλευρης βοήθειας προς τους αγρότες από το προλεταριακό κράτος με την αγορά γι' αυτούς αρότρων και με τη γρήγορη αποκατάσταση της βιομηχανίας. Αυτά τα γεγονότα, σε συνδυασμό με τις σχετικά καλές καιρικές συνθήκες, οδήγησαν σε ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Μερικώς ξεπεράστηκε η πείνα από τη μειωμένη σοδειά του 1921. Ομως ταυτόχρονα, άρχισαν να ενισχύονται και οι κουλάκοι και η ανθρωποφάγα εξουσία τους στο χωριό. Και το κύριο ήταν ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε προοπτική, κάτι που στην πράξη εμφανίστηκε αρκετά σύντομα.

Ο γενικός θεωρητικός δρόμος για τους συνεταιρισμούς στην αγροτική οικονομία ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρος υπό το φως του λενινιστικού άρθρου «Για τους συνεταιρισμούς». Στα επόμενα 4-5 χρόνια οι συνεταιρισμοί ακολούθησαν φυσικούς, αργούς ρυθμούς. Στα μέσα του 1928 είχαν συνεταιριστικοποιηθεί το 1,7% των αγροτικών νοικοκυριών. Σε ένα κολχόζ αντιστοιχούσαν 13 νοικοκυριά. Τα 15 χιλιάδες κολχόζ και τα χίλια πεντακόσια σοβχόζ παρέμειναν σταγόνα στον ωκεανό ανάμεσα σε 25 εκατομμύρια ατομικά νοικοκυριά. Σαν αποτέλεσμα η χώρα βρέθηκε στα όρια της κρίσης[1].

Ο Στάλιν στην οξεία ενδοκομματική διαπάλη πήρε τη μοναδικά σωστή απόφαση και δυναμικά έστρεψε το τιμόνι στην πλευρά της σοσιαλιστικοποίησης του χωριού (δεν ήταν μόνο η συνεταιριστικοποίηση, αλλά και η οικοδόμηση εργοστασίων τεχνολογίας της αγροτικής οικονομίας, η οργάνωση μηχανοτρακτερικών σταθμών (ΜΤΣ), η οργάνωση προμηθειών και η αποθήκευση προϊόντων αγροτικής οικονομίας).

Θεωρητικά ήταν καθαρό ότι τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις ανάγκες, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αγροτεχνολογική πρόοδο. Ομως οι αλλαγές τραβούσαν σε μάκρος λόγω της δυσκολίας του ζητήματος και η αναγκαιότητά τους ολοφάνερα αυξανόταν. Ετσι για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του στατιστικού δελτίου της Μόσχας και του Κυβερνείου της Μόσχας το 1927 (εκδόθηκε το 1928), στο Κυβερνείο της Μόσχας από το 28,5% των αγροτικών νοικοκυριών είχαν ζώα εργασίας μόνο 18,6% (το 1917 είχαν 45,1%) και αγελάδες (το 1917 το 32%). Κατά μέσο όρο ένα νοικοκυριό είχε 2 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης και το 30% των νοικοκυριών είχαν από 0,1 έως ένα εκτάριο. Η παραγωγή σίκαλης ανά εκτάριο ήταν 8,4 μετρικούς στατήρες, της πατάτας ήταν 6,6 τόνοι. Τα υποδειχθέντα 30% των νοικοκυριών ήταν φυσικά «αυτοτρεφόμενα», τα οποία δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τις πόλεις.

Η παραγωγή στα μικρά αγροτικά νοικοκυριά, αν και ήταν απελευθερωμένη από το ζυγό των τσιφλικάδων, δεν είχε προοπτικές και οι ελλείψεις σε ψωμί έμπαιναν σαν εμπόδιο για την εκβιομηχάνιση, για την εξασφάλιση της αναγκαίας αύξησης του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία και την οικοδόμηση. Εκείνη την περίοδο η αργοπορημένη σοσιαλιστικοποίηση του χωριού οδήγησε στη λεγόμενη «κρίση των προμηθειών σε ψωμί» του 1927-1928. Απαιτείτο να βγουν τα σωστά συμπεράσματα, τα οποία αργοπορούσαν λόγω της διαφορετικής εκτίμησης των αιτιών της κρίσης. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν μια κρίση της ιδιωτικής χρήσης της γης και της οικιακής οικονομίας. Αύξηση της εμπορικότητας (του περισσεύματος, πάνω από την κατανάλωση του χωριού) δεν έγινε, μια και το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών το κατανάλωναν οι ίδιοι οι αγρότες για να «αυτοτραφούν». Το μικρό νοικοκυριό δεν έδινε προοπτικές και στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Το σιτάρι του εμπορίου, όσο υπήρχε, έμενε στα χέρια των κουλάκων προσανατολισμένο μόνο για κέρδος (από εδώ και η άνοδος των τιμών). Ο μηχανισμός προμηθειών σε ψωμί ήταν αναγκασμένος να ψάξει για «έκτακτα μέτρα», αλλά η απειλή της πείνας για την ανθηρή πόλη (βιομηχανία) αυξήθηκε και η πολιτική πίεση των κουλάκων που κρατούσαν το ψωμί ενισχύθηκε.

Η επιλογή του Στάλιν (και των συνεργατών του) υπέρ της επιτάχυνσης της σοσιαλιστικοποίησης του χωριού ήταν αντικειμενικά προσδιορισμένη και τεκμηριωμένη (όπως μας έδειξαν και τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου και η αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων διατροφής στην ΕΣΣΔ, που προπορευότανε σε πολλούς δείκτες ακόμα και από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες), χωρίς να παραβλέπουμε ότι η δυσκολότατη διαδικασία συνεταιριστικοποίησης, σαν αποτέλεσμα της απαραίτητης βιασύνης, δεν μπορούσε να μη συνοδευτεί από λάθη και ατοπήματα. Μπορούμε να σημειώσουμε ότι η πρόοδος στην αγροτική οικονομία που ακολούθησε, στην οποία ώθηση έδωσε η σοσιαλιστικοποίηση, θα μπορούσε να ήταν ακόμα ψηλότερα εάν δεν υπήρχαν οι τεράστιες απώλειες του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου και ακόμα και το ότι τα μέσα για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας δεν παραδίνονταν εξ ολοκλήρου. Στην ΕΣΣΔ, παρά τη τεράστια βοήθεια στην αγροτική παραγωγή, υπήρχαν σημαντικά λιγότερα τρακτέρ και κομπάιν ανά εκτάριο αγροτικού νοικοκυριού, λιγότερα λιπάσματα από ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Η γνώση της οικονομίας, των μηχανισμών λειτουργίας της, οι ιδιαιτερότητές της στην ΕΣΣΔ, καθώς και οι προτεραιότητες της σοσιαλιστικής πολιτικής επέτρεψαν στον Ι. Στάλιν να παίρνει τεκμηριωμένες θέσεις, ακόμα ίσως και για στενά, ειδικά ζητήματα. Ο γηραιός Λαϊκός Επίτροπος Οικονομικών Α. Γκ. Ζβεριόβ θυμόταν αργότερα ένα τέτιο επεισόδιο. Γινόταν λόγος για τη λεγόμενη «πιστωτική μεταρρύθμιση», σχέδιο της οποίας παρουσίασε στο Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων η Κρατική Τράπεζα (πρόεδρος ήταν εκείνο το καιρό ο Ν. Α. Μπουλγκάνιν). Σύμφωνα με αυτό προτεινόταν, εν μέρει, να εισαχθεί το βραχυπρόθεσμο εμπορικό δάνειο και οι συναλλαγματικές. Οι τέτιου είδους πράξεις των επιχειρήσεων ήταν αναγκασμένες να προσπερνούν το Λαϊκό Επιτροπάτο των Οικονομικών, το οποίο μέσω του προϋπολογισμού διενεργούσε τον έλεγχο της διαδικασίας για τη γενική -σε κρατικό επίπεδο- συσσώρευση αποθεμάτων και στη συνέχεια για τη σκόπιμη κατανομή τους. Στην προτεινόμενη «μεταρρύθμιση», για την τεκμηρίωση της οποίας προσκλήθηκαν ειδικοί επιστήμονες από την πιστωτικο-οικονομική επιστήμη και η οποία είχε τη στήριξη μερικών μελών του Πολιτικού Γραφείου, ορθωνόταν η αυτοτέλεια των οικονομικών πράξεων στην κυκλοφορία και στη περίπτωση που δεν επαρκούσαν τα μέσα κυκλοφορίας θα έπρεπε να «βαρύνεται» ο προϋπολογισμός παραπάνω από το σχέδιο. Στην συνεδρίαση του γραφείου του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων στις αρχές του 1941 την πλειοψηφία των ειδικών ερωτήσεων τις έκανε ο Στάλιν και στη συνέχεια τοποθετήθηκε και με γνώση του ζητήματος έδειξε ότι η «πιστωτική μεταρρύθμιση» δε θα εξυπηρετήσει την ενίσχυση της οικονομίας του σοσιαλισμού και ότι μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εμφάνιση χρηματιστηρίων. Η συγκεντροποίηση θα αδυνάτιζε με την εμφάνιση του χάους των συναλλαγματικών. Στο σύνολό της η «μεταρρύθμιση» δεν πραγματοποιήθηκε αν και μεμονωμένες προτάσεις της Κρατικής Τράπεζας (ειδικά για την τραπεζική πίστωση) έγιναν αποδεκτές.

Με ξεκάθαρες μαρξιστικές θέσεις προσέγγιζε ο Στάλιν και τις τοποθετήσεις στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης. Και γι' αυτό οι εκτιμήσεις είναι συχνά πιστότερες από ό,τι των ειδικών-πρακτικιστών, οι οποίοι φαίνεται ότι μόνο ανάγνωση έκαναν την οικονομία. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι την ίδια χρονική περίοδο ο Στάλιν εργαζόταν στο πραγματικά υπάρχον επιστημονικό-κατηγορικό επίπεδο.

Ετσι είναι φυσικό, ότι στο έργο του 1938 ο Στάλιν δίνει προσοχή στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας. Επισημαίνουμε ότι το ζήτημα της βάσης των σχέσεων παραγωγής είναι λίγο περιορισμένο, όπως και σε άλλους σοβιετικούς συγγραφείς. Εξετάζεται μόνο η «ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής». Κατ' αυτό τον τρόπο εμφανίστηκε σαν νομική «παρέκκλιση» στην κατανόηση της βάσης του καθεστώτος των σχέσεων. Τότε -και πολύ αργότερα- σαν βάση, σαν βασική σχέση της σοσιαλιστικής οικονομίας ήταν αποδεκτή η παλλαϊκή (στην πράξη-κρατική) ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Αυτό τότε ήταν μια παράδοση[2] που την αποδέχτηκε και ο Στάλιν. Αξίζει να δώσουμε προσοχή σε αυτό το σημείο, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο μεθοδολογικό «αμάρτημα» δεν είναι κάτι που προέρχεται από το Στάλιν, αλλά ήταν κοινά αποδεκτή θέση, η οποία διατηρείται και μέχρι σήμερα. Ο Στάλιν βρισκόταν στο περιβάλλον της γενικής αντίληψης της εποχής του.

Μεταξύ των άλλων, ακόμη και ο Κ. Μαρξ στην κριτική του Προυντόν (υπενθυμίζουμε τον αφορισμό του Προυντόν: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή») υπεδείκνυε τη μη «κατανόηση της βασικής σχέσης, η οποία συνενώνει όλες τις μορφές της αστικής παραγωγής». Η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι η βασικότατη ποιότητα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, όμως παρ' όλα αυτά, σαν ιδιαίτερη βάση του καπιταλισμού ο Μαρξ έβλεπε τη σχέση «κεφάλαιο-μισθωτή εργασία». Σε άλλες περιπτώσεις οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού έγραφαν για το ρόλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας: «Η σχέση μεταξύ κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το κοινωνικό μας σύστημα». Υπάρχουν και πολλές άλλες υποδείξεις των κλασικών[3] εκ των οποίων συνάγεται ότι, τουλάχιστον 1) η ιδιοκτησία δε ανάγεται στην κατοχή μέσων παραγωγής, 2) πάντα υπάρχει μια μορφή ιδιοκτησίας που προσδιορίζει το δεδομένο σύστημα.

Από εδώ μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένου και του αβάσιμου «της περεστροϊκής διατύπωσης» -για «πολύμορφες μορφές ιδιοκτησίας»- που απέκρυπτε την παλινόρθωση του καπιταλισμού, την αντεπανάσταση. Ακόμα και στα τελευταία σοβιετικά εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας δεν ήταν εμφανές αυτό το ζήτημα. Πολύ περισσότερο δεν ήταν ξεκάθαρο στη συζήτηση του 1951, όταν στην αγροτική συνεταιριστική ιδιοκτησία δε διαφαινόταν η τάση συγχώνευσης με την παλλαϊκή, όπως αυτή εμφανίστηκε μετά από 20 χρόνια.

Αυτή η μεθοδολογική ανακρίβεια στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης το Νοέμβρη του 1951 επέτρεψε να εμφανιστούν μερικές ασάφειες στη θέση για τις εμπορευματο-χρηματικές μορφές. Στο οικονομικό καθεστώς, στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του, σαν να μεταφερόταν η νομοθετικά κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα θέση για τις δύο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, της κρατικής και κολχόζνικης-συνεταιριστικής. Η διατύπωση αυτών των δύο μορφών δικαίου ήταν υπαρκτή, όπως και η διατύπωση κάθε άλλου δικαίου. Ομως, από οικονομικής πλευράς κάθε τρόπος παραγωγής έχει μία κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας, δηλαδή μορφή σύνδεσης των παραγόντων της παραγωγής. Για το σοσιαλισμό (κομμουνισμό) αυτό είναι η παλλαϊκή ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής, που έχει τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας.

2. Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΑΡΚΕΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ, ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΩΝ, ΑΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕ ΑΡΚΕΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. ΕΓΙΝΕ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΨΗΛΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ. ΣΤΙΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ-ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ. ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΑΘΜΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΣΑΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΜΑΡΞΙΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗ Μ. ΤΟΥΓΚΑΝ-ΜΠΑΡΑΝΟΦΣΚΙ, ΤΟΥ ΜΕΝΣΕΒΙΚΟΥ Π. ΜΑΣΛΟΦ, ΤΟΥ ΑΣΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ Λ. ΓΙΟΥΡΟΦΣΚΙ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '20 ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΣΕ ΑΥΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΘΗΚΕ Η «ΠΑΡΑΔΟΣΗ» ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ. ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΝΕΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΙΧΑΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» (Ή ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ)

Εγινε συζήτηση για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία είχε η συζήτηση για τους ρυθμιστές της σοβιετικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα η συζήτηση αυτή ήταν για τον οικονομικό μηχανισμό της σοσιαλιστικής οικονομίας (ή συντομότερα ακόμη για τη μεταβατική οικονομία) και ταυτόχρονα ήταν η πρώτη συζήτηση για τη χρησιμοποίηση των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών. Σύμφωνα με αυτή οι ρυθμιστές κατανοούνταν με διαφορετικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης για τους δύο ρυθμιστές με τη μορφή «σχέδιο και αγορά».

Σε αυτό το φόντο και με τον υπολογισμό της ανακήρυξης του τέλους της μεταβατικής περιόδου (οικοδόμηση του σοσιαλισμού κατά βάση) εμφανίστηκε η πρακτική και η ιδεολογική αναγκαιότητα για τη συστηματοποίηση των επεξεργασιών για την οικονομία του σοσιαλισμού, για την επεξεργασία της θεωρίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού.

Εννοείται, πως στην εξεταζόμενη περίοδο, στη βάση των θεωρητικών επεξεργασιών των ειδικών, που στέκονταν στην πλευρά της σοσιαλιστικής προόδου, βρισκόταν η θεωρία του μαρξισμού και που αναπτύχθηκε πρώτ' απ' όλους από το Β. Ι. Λένιν. Ομως ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε χωρίς αντικείμενο να «περιγράψει» το μελλοντικό οικονομικό σύστημα, περιοριζόμενος στον ορισμό των βασικών αντικειμενικών χαρακτηριστικών της ιστορικής του προοδευτικότητας. Δεν «προέτρεξε» μακριά μπροστά και ο Β. Ι. Λένιν. Επίσης, η μεθοδολογία της μαρξιστικής θεωρίας μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να προσεγγιστεί με διαφορετική σημασία. Στην πράξη υπήρχε επίσης η εμπειρία της μεταβατικής περιόδου στο σοσιαλισμό, που απαιτούσε θεωρητική περίσκεψη με συμπεράσματα για το μέλλον.

Στην ΚΕ του ΚΚΣΕ έφταναν ζητήματα και προτάσεις για την συστηματοποίηση των οικονομικών γνώσεων. Εφταναν από τα κάτω και εν μέρει από τους διδάσκοντες (από εδώ και το ζήτημα «για το εγχειρίδιο»). Πραγματικά, η διασπορά απόψεων και προσεγγίσεων στον τομέα των οικονομικο-θεωρητικών γνώσεων ήταν όχι απλά μεγάλη, αλλά ακουμπούσε και τέτια θεμελιακά σημεία όπως η ύπαρξη νομοτελειών στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Τέτοιες ήταν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις στην επεξεργασία των θεωρητικών προβλημάτων, που κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '30 πήραν τη μορφή του ζητήματος για τη δημιουργία εγχειριδίου (Βλ. Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) «Για την ανασυγκρότηση της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας» του 1936).

Είναι ολοφάνερο ότι αρχικά το καθήκον δε φαινόταν και τόσο δύσκολο. Φαινόταν πως μέσα σε δύο μήνες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν δύο εγχειρίδια: ένα εκλαϊκευμένο υπό την καθοδήγηση του Α. Α. Λεόντιεφ (σύμφωνα με κάποια δεδομένα το έγραψε μόνος του) και ένα από τους επαγγελματίες υπό την καθοδήγηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ. Μετά επήλθε επαναπροσδιορισμός του ζητήματος και στα 1938 προσκόμισαν στο Στάλιν την εκδοχή (στη συνέχεια συνήθως τις ονόμαζαν «μακέτες») του εγχειριδίου με την ονομασία «Πολιτική Οικονομία. Σύντομη διδασκαλία», υπό τη σύνταξη των Λ. Λεόντιεφ και Α. Στέτσκι.

Η εκδοχή του εγχειριδίου που έφθασε στα χέρια του Στάλιν το 1938 (και μου φαίνεται και σε άλλους που γνωρίστηκαν με το κείμενο) δεν του άρεσε και πάρθηκε η απόφαση να συνεχιστεί η επεξεργασία της μακέτας υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ. Τον Απρίλη του 1940 ήταν έτοιμη νέα εκδοχή της μακέτας, η οποία απεστάλει σε μερικούς επιστήμονες οικονομολόγους (μέρος των οποίων αργότερα μπήκαν στη κολλεκτίβα των συγγραφέων: Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, Α. Ι. Πασκόφ, Γκ. Ι. Κοσιατσένκο). Ο Στάλιν σε κάποια σημεία διόρθωνε ο ίδιος, κάνοντας συμπληρώσεις. Το Δεκέμβρη του 1940 εμφανίστηκε η διορθωμένη εκδοχή (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Α. Ι. Πασκόφ, συζητήθηκε η μακέτα που την έκανε μόνος του ο Λ. Λεόντιεφ), η οποία έγινε αντικείμενο συζήτησης κατά τη συνάντηση με το Στάλιν (συμμετείχαν οι Β. Μ. Μολότοφ και Ν. Α. Βοζνεσένσκι) με την κολλεκτίβα των συγγραφέων και μια σειρά άλλους προσκεκλημένους ειδικούς. Ολόκληρη η μακέτα κατακρίθηκε[4].

Οπως βλέπουμε, η εργασία γινόταν συλλογικά με την προσωπική συμμετοχή του Στάλιν. Ο πόλεμος, βεβαίως, διέκοψε αυτή την εργασία. Ομως το 1943 στο περιοδικό «Υπό τη σημαία του μαρξισμού» (Νο 7-8, 1943) εμφανίστηκε το άρθρο της σύνταξης «Μερικά ζητήματα της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας», όπου ήταν ολοφάνερος ο υπολογισμός των παρατηρήσεων του Στάλιν, που έγιναν το 1941 (τη συγγραφή του άρθρου ο Λ. Λεόντιεφ την κατέγραφε στον εαυτό του, αν και μετά τη συζήτηση στο γραφείο του Στάλιν φαίνεται ότι δεν ήταν ήδη στην κολλεκτίβα των συγγραφέων[5], της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ). Οι υποδείξεις και παρατηρήσεις του Στάλιν στη συζήτηση, στην πραγματικότητα αποτελούσαν ήδη άμεση συμμετοχή του στη θεωρητική εργασία των οικονομικών προβλημάτων. Πριν από αυτό δε συμμετείχε άμεσα στις διάφορες οικονομικές συζητήσεις που δημοσιεύτηκαν στον τύπο στις δεκαετίες του '20 και του '30. Μετά από αυτή τη συζήτηση, μαζί με όλες τις άλλες διευκρινίσεις, η ερμηνεία των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών στο σοσιαλισμό απέκτησε νέα μορφή. «Ως το 1941 εμείς, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι, όπως είναι γνωστό, με επιμονή επιβεβαιώναμε ότι το εμπόρευμά μας δεν είναι εμπόρευμα, τα χρήματά μας δεν είναι χρήματα και ότι ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δε λειτουργεί. Μας διόρθωσαν», έτσι χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ο Α. Ι. Πασκόφ στο βιβλίο του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού»[6].

Κατά τη γνώμη μου, ο κυριότερος νεωτερισμός του άρθρου της σύνταξης του περιοδικού «Υπό τη σημαία του μαρξισμού», που υπενθυμίσαμε παραπάνω, ήταν η αναγνώριση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί στο σοσιαλισμό, όμως σαν «μεταμορφωμένος νόμος», σαν «νόμος σε μεταμορφωμένη μορφή». Στην πραγματικότητα ο μεταμορφωμένος αυτός νόμος της αξίας ερμηνευόταν από υπολογιστική άποψη (υπολογισμός των εξόδων, των δαπανών) και όχι βεβαίως ως ρυθμιστής της παραγωγής. Πολύ περισσότερο η αναγνώριση του νόμου της αξίας ως υπαρκτού (αναγνώριση με την παραπομπή ότι τυχόν άρνησή του «βρίσκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τις πολυάριθμες (!) υποδείξεις των κλασικών» και με παραπομπές για τη συμβολή στη θεωρία που έγινε από τον Ι. Στάλιν, ο οποίος έδωσε το ότι «δεν μπορούσε να προβλεφτεί όχι μόνο από το Μαρξ αλλά ακόμη και από το Λένιν»), κρίνοντας από το κείμενο του άρθρου, ακόμη δε σήμαινε αναγνώριση της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό (σε κάθε περίπτωση, γι' αυτό δεν ειπώθηκε τίποτε). Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ζήτημα για το συγγραφέα (τους συγγραφείς) αυτού του άρθρου δεν ήταν ξεκάθαρο.

Σε ποιο βαθμό η θέση για τη λειτουργία του μεταμορφωμένου νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό άλλαζε τις παλιότερες αντιλήψεις σε αυτό το ζήτημα; Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές περιεκτικά (όχι ως προς την ορολογία) ήταν πολύ λίγο ουσιαστικές (αν και η εισαγωγή της λέξης «νόμος» επιβεβαίωνε την αντικειμενικότητα των αντίστοιχων μορφών). Αυτό μπορούμε να το δούμε για παράδειγμα στον Ν. Α. Βοζνεσένσκι: «Ο περισσότερο στοιχειώδης νόμος των δαπανών παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων είναι ο μεταμορφωμένος στη σοβιετική οικονομία νόμος της αξίας ... ο νόμος αυτός σημαίνει την αναγκαιότητα να εισαχθεί ο χρηματικός και όχι απλά ο φυσικός υπολογισμός και η σχεδιασμένη δαπάνη παραγωγής, δηλαδή τα έξοδα της κοινωνικής εργασίας στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος»[7].

Μετά τον πόλεμο ο Στάλιν και πάλι παρότρυνε την εργασία πάνω στο εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, το 1946 υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ έγινε νέα επεξεργασία του και η ΚΕ του Κόμματος απέστειλε το κείμενο για γνώμη σε περισσότερους από 40 οικονομολόγους. Ομως δεν επιτεύχθηκε συμφωνία και το 1947 στην ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) δημιουργήθηκε πλατιά επιτροπή, όχι μόνο από οικονομολόγους. Σε αυτή συμμετείχαν και φιλόσοφοι, και ιστορικοί. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, εμφανίστηκαν δύο εκδοχές του εγχειριδίου (σύμφωνα με μαρτυρίες του Μ. Ντζιμπούτι, η εκδοχή του 1950 ήταν μια), όμως ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου είδε δύο-τρεις ανώνυμες μακέτες εκείνου του καιρού, φτιαγμένες τυπογραφικά. Φαίνεται ότι ήταν ενδιάμεσες εκδοχές.

Το Φεβρουάριο του 1950 έγινε συνεδρίαση των συγγραφέων στο γραφείο του Στάλιν. Αποτέλεσμα αυτής της συνεδρίασης ήταν να δημιουργηθεί επιτροπή, στη σύνθεση της οποίας ήταν οι Γ. Μ. Μάλενκοφ, Λ. Α. Λεόντιεφ, Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ και Π. Φ. Γιουντίν. Αργότερα η επιτροπή διευρύνθηκε.

Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, η κατάσταση συζητήθηκε και πάλι με τους συγγραφείς στο γραφείο του Στάλιν τον Απρίλιο του 1950. Ο Στάλιν έκανε την παρατήρηση: «Είναι κακό ότι στην επιτροπή δεν υπάρχει αντιπαράθεση ούτε λογομαχία για θεωρητικά ζητήματα». Και ανακοίνωσε ότι με το που θα είναι έτοιμο το εγχειρίδιο «θα το θέσουμε στην κρίση της κοινής γνώμης». Μιλώντας διαφορετικά, ο Στάλιν προσέγγιζε την εργασία για το εγχειρίδιο με μεγάλη υπευθυνότητα και βεβαίως δεν έτεινε να πάρει όλη την ευθύνη.

Τον Ιούλιο του 1951 το κείμενο του εγχειριδίου ήταν έτοιμο και το απέστειλαν σε περίπου 250 επιστήμονες, καθηγητές, κομματικούς και οικονομικούς εργαζόμενους με συνοδευτική επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Κατόπιν ανάθεσης της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ), ομάδα σοβιετικών οικονομολόγων (σ.σ. Λάπτεφ Ι. Ντ., Λεόντιεφ Λ. Α., Οστροβιτιάνοφ Κ. Β., Πάσκοφ, Α. Ι., Σεπίλοφ Ι. Ντ., Γιουντίν Π. Φ.) προετοίμασε το εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας (σχέδιο).

Η ΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στη δημιουργία ολοκληρωμένης διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας. Τέτια μαθήματα είναι ουσιαστικά αναγκαία για να βελτιωθεί η υπόθεση της μαρξιστικο-λενινιστικής διαπαιδαγώγησης της σοβιετικής διανόησης και να βοηθηθούν τα στελέχη μας επιτυχώς να λύνουν τα πρακτικά καθήκοντα...

Εχοντας υπόψη ότι το προετοιμασμένο κείμενο χρειάζεται σοβαρές βελτιώσεις, η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) θεωρεί απαραίτητο να πραγματοποιήσει με το παρουσιαζόμενο εγχειρίδιο ελεύθερη συζήτηση... Αποστέλοντάς σας αντίγραφο της μακέτας του εγχειριδίου η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) σας προσκαλεί να λάβετε μέρος στη συζήτηση που θα πραγματοποιηθεί στη Μόσχα...».

Η συζήτηση ξεκίνησε στις 10 Νοέμβρη 1951 στο κτίριο της ΚΕ του Κόμματος (στο πανώ που υπήρχε στην αίθουσα ήταν γραμμένο: «Η επιστήμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να προχωρήσει χωρίς πάλη των απόψεων, χωρίς ελευθερία της κριτικής»). Η συζήτηση διήρκεσε με διαλείμματα ως τις 8 Δεκέμβρη. Εγιναν 21 συνεδριάσεις σε Ολομέλεια, επίσης γίνονταν συνεδριάσεις σε τρία τμήματα. Στις συνεδριάσεις παρευρίσκονταν ως 240 άτομα και μίλησαν συνολικά 119 άτομα. Προήδρευσαν της συζήτησης ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ (μίλησε εισηγητικά καλώντας σε ελεύθερη συζήτηση και συγκεκριμένες προτάσεις στο σχέδιο-κειμένου του εγχειριδίου) και ο Μ. Α. Σουσλώφ. Τα υλικά της συζήτησης απετέλεσαν 38 τόμους τα οποία δυστυχώς δε δημοσιεύτηκαν (εκτός από την ομιλία στη συζήτηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ που δημοσιεύτηκε στη «Συλλογή έργων» του), αν και αυτό το ζήτημα το έθεσε ο συγγραφέας του παρόντος πολλές φορές στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Μεταξύ των άλλων, αυτά τα υλικά περιέχουν πολλά διδακτικά.

Η συζήτηση ήταν πραγματικά ανοικτή και οξεία, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στο Στάλιν ή όταν εμφανίστηκαν και αιχμές για ανεπαρκείς συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, όμως ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ δεν αντιδρούσε σε αυτό. Από πλευράς περιεχομένου στη συζήτηση μπήκαν πληθώρα θεωρητικών, μεθοδολογικών και πρακτικών ζητημάτων. Τα βασικότερα από αυτά φωτίζονται επαρκώς στην «Παγκόσμια ιστορία οικονομικής σκέψης» (τ. 6).

Με την ολοκλήρωση της συζήτησης το Φλεβάρη του 1952, ο Στάλιν έγραψε την εργασία «Παρατηρήσεις στα οικονομικά ζητήματα, που σχετίζονται με τη συζήτηση του Νοέμβρη του 1951». Αρχικά ο Στάλιν δε σκόπευε να τη δημοσιεύσει, αλλά μάλλον να την απευθύνει στην κολεκτίβα των συγγραφέων και έχοντας υπόψη τις προετοιμαζόμενες -είναι ολοφάνερο, με εντολή του- μετά τη συζήτηση «Πληροφορίες για τα ζητήματα διαμάχης» και τις «Προτάσεις για τη βελτίωση της Πολιτικής Οικονομίας». Πιθανόν, αυτές οι «Παρατηρήσεις» να εξυπηρέτησαν την προετοιμασία της συνάντησης με τους συμμετέχοντες στη συζήτηση το Φλεβάρη του 1952. Το γεγονός της συνεδρίασης της 15ης Φλεβάρη 1952 επιβεβαιώνεται στην προαναφερθείσα «Παγκόσμια ιστορία της οικονομικής σκέψης». Γι' αυτή τη συνάντηση έγραψε ο Ντ. Βαλαβόι στο βιβλίο «Η οικονομία σε ανθρώπινη διάσταση» (1988), αναφέροντας μια σειρά από απαντήσεις του Στάλιν στα ζητήματα που τέθηκαν. Στο Στάλιν προσωπικά απεστάλησαν επιστολές με κριτική στη μακέτα του εγχειριδίου ή με την παράκληση να ξεκαθαρίσει κάποια ζητήματα. Σαν αποτέλεσμα, από ό,τι φαίνεται, ο Στάλιν άλλαξε την αρχική του σκέψη και το Νοέμβρη του 1952 οι «Παρατηρήσεις» μαζί με τις απαντήσεις του Στάλιν δημοσιεύτηκαν με τον κοινό τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».

3. ΤΕΤΟΙΑ ΗΤΑΝ, ΣΕ ΣΥΝΤΟΜΙΑ, Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, ΤΟ 1954 ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ. Η ΙΔΙΑ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΟΡΘΩΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΚΛΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕ ΒΡΗΚΑΝ ΟΛΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥΣ, ΟΜΩΣ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΑΝ ΤΑ «ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΠΟΝΟΥΣΕ» Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

Βεβαίως, το ίδιο το εγχειρίδιο είναι ένα εγχειρίδιο, είναι το ελάχιστο των απαραίτητων μαρτυριών το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί, να «γεμίσει», να εμβαθυνθεί με τη δημιουργική αυτοτελή εργασία αυτών οι οποίοι επιθυμούν να ασχοληθούν με τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας. Αυτή η υπόθεση στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα δεν τέθηκε στην πράξη με τον καλύτερο πάντα τρόπο. Αν και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την ικανότητα για θεωρητική σκέψη δεν τη διαθέτει ο καθένας, ακόμα -και αυτό δεν είναι παράδοξο- και εργαζόμενοι στο χώρο της επιστήμης.

Επίσης, εννοείται ότι το εγχειρίδιο, που δημιουργήθηκε με την ενεργητική συμμετοχή του Στάλιν, έκφραζε το επίπεδο της θεωρητικής σκέψης της οικονομίας του σοσιαλισμού το οποίο υπήρχε στη («θυελλώδικη») δεκαετία του '40. Και οι όποιες σημερινές απαιτήσεις μας προς αυτό θα πρέπει να γίνονται με υπολογισμό εκείνων των καιρών και εκείνης της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Στη μετασταλινική περίοδο, μετά την ομιλία του Χρουτσιόφ στο τέλος του 20ού Συνεδρίου και ιδιαίτερα με την υπόσκαψη του σοσιαλισμού από τη γκορμπατσοφική περεστρόικα η σημασία της εργασίας που έγινε τότε εκχυδαΐστηκε και διασύρθηκε. Ο ίδιος ο Στάλιν ζωγραφίστηκε με τα μελανότερα χρώματα του «τυράννου» από τους εχθρούς του σοσιαλισμού. Ο αποστάτης στρατηγός Ντ. Βολκογκόνοφ είχε το θράσος να δηλώσει στην εφημερίδα «Τρούντ» της 19ης Ιουλίου του 1988: «Ο Στάλιν δεν ήξερε πολιτική οικονομία, αν και έγραψε τα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (μάλιστα η εργασία δεν έγινε από αυτόν)». Το θρασύ, κατά παραγγελία ψεύδος του Βολκογκόνοφ δε χρειάζεται να το ανασκευάσουμε. Σε τέτια αναποδογυρίσματα δεν είναι ο μοναδικός. Βρέθηκαν και πολλοί άλλοι που στόχευσαν να αμαυρώσουν το νεκρό γίγαντα, να αλλοιώσουν την αλήθεια γι' αυτόν και τους ηρωικούς καιρούς, για το σοσιαλισμό σαν ιστορικό ρήγμα στο μέλλον. Η προσαγόρευση με το προσωνύμιο «δικτάτωρ» εμφανίζει την ιδεολογική φτήνια και ξεσκεπάζεται εν μέρει και από το γεγονός της ενεργούς συμμετοχής του Στάλιν στη θεωρητική επεξεργασία των ζητημάτων της πολιτικής οικονομίας (όπως και πολλών άλλων) και από την ελεύθερη, δημιουργική ατμόσφαιρα της οικονομικής συζήτησης που οργανώθηκε με εντολή του. Και -αντιθέτως- από ό,τι φάνηκε, δεν ήταν ακίνδυνο για την ανάπτυξη της οικονομίας και όλης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού το ότι μεταξύ όλων των επόμενων καθοδηγητών του Κόμματος δε βρέθηκε άνθρωπος με ικανότητα στη θεωρία, στην πολιτική οικονομία ιδιαίτερα.

Αξίζει ιδιαίτερα να τονίσουμε, ότι ο Ι. Στάλιν, στην πράξη υπερασπίστηκε στις νέες συνθήκες τις λενινιστικές θέσεις για την αναγκαιότητα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σαν επιστήμη, μια που συνεχίζουν να υπάρχουν απόψεις που ανασύρουν τον ισχυρισμό του Μπουχάριν για το «θάνατο» αυτής της επιστήμης, λόγω της «διαφάνειας» των οικονομικών σχέσεων στο σοσιαλισμό και του κυρίαρχου ρόλου της οικονομικής πολιτικής. Μέχρι τη δημιουργία της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας χρησιμοποιήθηκε η διδασκαλία της «θεωρίας της σοβιετικής οικονομίας» ή της «οικονομικής πολιτικής». Είναι ολοφάνερο ότι λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Στάλιν, ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ μπόρεσε να δηλώσει στη συνεδρίαση του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ το 1944: «Δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την πολιτική οικονομία με την οικονομική πολιτική και γενικά με την ιδεολογία». Η ίδια η αναγνώριση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού προώθησε την πρακτική αναγκαιότητα για την ανάπτυξη της λογικής των οικονομικών κατηγοριών του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από το κατά πόσο έγινε κατορθωτό να διαχωριστεί η επιστημονική ανάλυση από την τρέχουσα οικονομική πολιτική. Κατ' αυτό τον τρόπο, η θεωρητική πολιτική οικονομία σαν επιστήμη έλαβε το στάτους της αντικειμενικότητας, της πρωταρχικής βάσης της οικονομικής πολιτικής, της πυξίδας, αν και -όπως έλεγε ο Λένιν- το να λύσεις το ίδιο και το αυτό ζήτημα θεωρητικά και πρακτικά είναι διαφορετικά πράγματα. Το πρόβλημα της ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού διατηρεί τη σημασία του και σήμερα, στους «αισχρούς καιρούς», όταν η πολιτική οικονομία σαν είδος φιλοσοφίας των οικονομικών αντιλήψεων έχει καταστραφεί και ιδιαίτερα για τον ορθό προσανατολισμό στη επίλυση των προβλημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μετά την αναπόφευκτη χρεοκοπία των αντεπανάστασης.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι οικονομικοί νόμοι είναι νόμοι που εκφράζουν τις γενικές τάσεις κίνησης των οικονομικών σχέσεων. Ομως σε οποιοδήποτε τέτιο νόμο, όπως και στην ίδια τη σχέση, η υπαρκτή σχέση αιτίου-αποτελέσματος, το οποίο εκφράζει ο νόμος, ενυπάρχουν αντιφάσεις που δεν του επιτρέπουν να ερμηνευτούν οι απαιτήσεις του τυπικά και ωφελιμιστικά. Με τον οικονομικό νόμο, σαν νόμο για την κοινωνική ζωή, σχετίζεται και η σκέψη του Μαρξ για τις «κατηγορίες»: «Οι οικονομικές κατηγορίες αντιπροσωπεύουν μόνο θεωρητικές εκφράσεις, αφαιρέσεις των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής»[8]. Εκτός από αυτό, ο νόμος σαν τέτιος εμφανίζεται στην πραγματική ζωή όχι με «γυμνή μορφή», αλλά με τη εικόνα των διαφόρων οικονομικών μορφών. Γι' αυτό είναι αδύνατο να «υπολογιστεί» ο οικονομικός νόμος σε κάποια μεγέθη. Οι οικονομικοί νόμοι «δεν έχουν άλλη πραγματικότητα, εκτός από το πώς θα προσεγγιστούν, σε τάση, κατά μέσον, όχι όμως στην άμεση πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί η δράση τους διασταυρώνεται ταυτοχρόνως με τη δράση και άλλων νόμων, εν μέρει και σαν αποτέλεσμα της φύσης τους σαν έννοιες»[9]. Είναι άλλη υπόθεση όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης των νομοτελειών, για παράδειγμα, για τις αξιακές μορφές της κίνησης του συνολικού προϊόντος και των μερών του. Εδώ είναι δυνατό να βρεθεί ποσοτική εξάρτηση. Η γνώση του νόμου δίνει γνώση της γενικής κατεύθυνσης (ανάγκες) της ανάπτυξης αλλά, φυσικά, η πρακτική δραστηριότητα απαιτεί κατανόηση της «διασταύρωσης» των νόμων και υπολογισμό όλης της ακρίβειας της στιγμής (δεν ξεχνάμε ότι υπάρχει ολόκληρο σύστημα οικονομικών επιστημών, για τις οποίες η πολιτική οικονομία αποτελεί μεθοδολογική βάση).

Ο Στάλιν βεβαίως και είχε «Δική του ματιά στο σοσιαλισμό», όμως η «Δική του ματιά» δεν είναι οπωσδήποτε και θεωρητικά συστηματοποιημένη αντίληψη. Και σύμφωνα με αυτό, είναι ολοφάνερο ότι δεν ήταν οριστικά πεισμένος για όλες τις θέσεις και γι' αυτό δεν περιοριζόταν στις συμβουλές των «κορυφαίων», των «πλησιεστέρων» οικονομολόγων και αποφάσισε να κάνει πλατιά συζήτηση για να γνωρίσει όλο το φάσμα των απόψεων. Εννοείται ότι θα έπρεπε να προσδιοριστεί σε όλη την ποικιλομορφία των απόψεων και ο Στάλιν μπορούσε να το κάνει αυτό επαγγελματικά. Αντίθετα, η επόμενη κομματική καθοδήγηση για τους οικονομικούς νεωτερισμούς συνήθως καλούσε τον «πλησιέστερο κύκλο» και σαν αποτέλεσμα εμφανιζόταν κάτι που έφερνε κακό, κάτι σαν την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965.

4. ΑΞΙΖΕΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗΣ ΕΠΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΣΥΖΗΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ (ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ), ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΣΕ ΑΥΤΟ, ΩΣ ΤΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ, ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΑ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ».

Η πρωταρχική δυσκολία του προβλήματος βρισκόταν στο ότι οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού επιβεβαίωναν ότι ο σοσιαλισμός καταστρέφει την εμπορευματική παραγωγή. Η σοσιαλιστική παραγωγή είναι η πρώτη φάση της άμεσης κοινωνικής παραγωγής, η οποία σύμφωνα με τους Μαρξ-Ενγκελς-Λένιν, οδηγεί στην απονέκρωση της εμπορευματικής παραγωγής. Κατ' αυτό το μαρξιστικο-λενινιστικό συμπέρασμα στηριζόταν σε συστημική ανάλυση, με αφετηρία τις ριζικές αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Ακόμα και ο Μαρξ και ο Λένιν, αναλύοντας την εξεταζόμενη καπιταλιστική παραγωγή, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήδη στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή καταστρέφεται στο βαθμό ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης[10]. Και ξαφνικά (!) σαν τάχα -στην πρακτική- κάτι δεν ήταν έτσι.

Εάν κατανοήσουμε τη διαδικασία πρωτόγονα δογματικά φαίνεται ότι τάχα, αφού υπάρχει σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν χρήματα, εμπόριο, πίστη κλπ. Στη μεταβατική περίοδο με την ποικιλομορφία των μορφών ιδιοκτησίας, με την τεράστια μάζα των ιδιωτικών αγροτικών νοικοκυριών η απόκλιση μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας ακόμα κάπως «απαλυνόταν». Ομως, πώς θα είναι περαιτέρω, όταν μετά από τα μέσα της δεκαετίας του '30 ήταν δυνατό να καθορισθεί η δημιουργία των βάσεων του σοσιαλιστικού καθεστώτος; Η κατάσταση της θεωρητικής «ανησυχίας» θα έπρεπε σε αυτό το σημείο να ενισχυθεί.

Ιστορικά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να αναλυθεί όλη η θεωρητική βιβλιογραφία εκείνης της περιόδου γι' αυτό το πρόβλημα (αυτή η ανάλυση έγινε από εμάς τις δεκαετίες '60 - '70) όμως, περιοριζόμενοι στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, σημειώνουμε μόνο την ουσία του «αιωρούμενου» προβλήματος και το άλυτό του στην εξεταζόμενη περίοδο. Τι υπάρχει και τι θα γίνει στην άμεση προοπτική με τον οικονομικό μηχανισμό (και γίνεται λόγος ακριβώς γι' αυτό) του σοσιαλισμού; Τέτιο ήταν το ζήτημα σε συνθήκες που τα χρήματα και οι χρηματικοί λογαριασμοί διατηρούνταν. Αλλιώς, μήπως αυτό σημαίνει την ύπαρξη εμπορευματικής παραγωγής; Σημαίνει άραγε τη διατήρηση της εμπορικής σχέσης «παραγωγής-κατανάλωσης», που εμφανίστηκε στους προηγούμενους αιώνες;

Οπως είδαμε και παραπάνω η πρωταρχική λύση ακόμη δεν είχε φτάσει ως την αναγνώριση της «εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό. Στη διάρκεια της προετοιμασίας του εγχειριδίου αυτό μετατράπηκε στη μορφή αναγνώρισης του «νόμου της αξίας σε μεταμορφωμένη μορφή». Στη συνέχεια βλέπουμε ολοφάνερη αναζήτηση άλλης θεωρητικής λύσης. Το αποτέλεσμα της συζήτησης και της δημοσίευσης της εργασίας του Στάλιν ήταν η απόρριψη της θέσης για το «μετασχηματισμό» του νόμου της αξίας (αν και θα λέγαμε ότι η τροποποίηση του νόμου γενικά είναι ιστορικά γνωστό φαινόμενο) και καθιερώθηκε η θέση για την ύπαρξη στο σοσιαλισμό «εμπορευματικής παραγωγής ιδιαιτέρου είδους». Ως προς το περιεχόμενό της η εξειδίκευση αυτής της εμπορευματικής παραγωγής δεν ήταν και τόσο σαφής έστω για το λόγο ότι η ενέργεια του νόμου της αξίας αναγνωριζόταν «περιορισμένη» και δε διατηρούσε τη λειτουργία του ρυθμιστή των αναλογιών.

Κρίνοντας την εργασία του Στάλιν δεν μπορούμε να πούμε ότι γίνεται λόγος για εμπορευματική παραγωγή σαν τέτια. Μάλλον, ο όρος «εμπορευματική παραγωγή ιδιαιτέρου είδους», που αναφερόταν μόνο στα «αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης» (στην εργασία σαν «εμπορεύματα» αναγνωρίζονται αρχικά τα προϊόντα της διατομεακής ανταλλαγής του κρατικού και του κολχόζνικου τομέα και στη συνέχεια διακηρύχτηκε ότι η εμπορευματική παραγωγή περιορίζεται μόνο στα αντικείμενα της προσωπικής κατανάλωσης), σήμαινε κάτι ανάλογο με εκείνο που ο Μαρξ στα «Οικονομικά Χειρόγραφα» του 1857-1858 ταξινομούσε σαν «απλή εμπορευματική κυκλοφορία». Μιλούσε μάλιστα για τον «τυπικό χαρακτήρα» της απλής κυκλοφορίας, όταν η ύπαρξη της κυκλοφορίας είναι «καθαρά φαινομενική»»[11]. Σ' εμάς, όμως, σε αυτή την περίπτωση ο όρος εμπορευματική παραγωγή σε σχέση με το σοσιαλισμό «εισήχθη», έλαβε το «δικαίωμα πόρευσης», αλλά όμως στην πραγματικότητα στο κείμενο της εργασίας του Ι. Β. Στάλιν λόγος γίνεται -στην καλύτερη περίπτωση- μόνο για την εμπορευματική κυκλοφορία.

Την αιτία της διατήρησης της «εμπορευματικής παραγωγής ιδιαιτέρου είδους» εδώ την έβλεπαν στην ανεπάρκεια της κοινωνικοποίησης και ακριβώς στην ύπαρξη των δύο τομέων οικονομίας (αν και η διατήρηση των φεουδαρχικών νοικοκυριών στα πλαίσια των αναπτυσσομένων καπιταλιστικών κοινωνιών θα λέγαμε ότι ποτέ δεν προκαλούσε αλλαγή του χαρακτηρισμού του ίδιου του καπιταλισμού) - γι' αυτό τα μέσα παραγωγής εξετάζονται σαν μη εμπορεύματα! Πολύ περισσότερο, που η επεξήγηση από το Στάλιν των κατηγοριών «εμπόρευμα», «χρήμα» κλπ. στο σοσιαλισμό, περιείχε άμεση υπόδειξη ότι από τις «παλαιές» εμπορευματικές κατηγορίες στοσοσιαλισμό διατηρήθηκε «κατά κύριο τρόπο» η μορφή, το εξωτερικό περίβλημα. Με άλλα λόγια, εδώ στην πραγματικότητα, με τον όρο «εμπορευματική παραγωγή ιδιαιτέρου είδους» κατανοείτο κάποιο άλλο φαινόμενο, φαινόμενο με άλλο περιεχόμενο το οποίο μόνο ονομαζόταν με τον παλιό όρο. Ιδιαίτερα, η παραπομπή στο ότι ο Β. Ι. Λένιν ανακήρυξε την αναγκαιότητα για ολόπλευρη ανάπτυξη της εμπορικής κυκλοφορίας ήταν αβάσιμη, εάν λάβουμε υπόψη ότι ο Β. Ι. Λένιν αρκετά επακριβώς διαχώριζε την εμπορευματική παραγωγή από τις άλλες εμπορευματο-χρηματικές μορφές, ιδιαίτερα από την εμπορευματική κυκλοφορία.

Κατ' αυτόν τον τρόπο στη θεωρία για το συγκεκριμένο ζήτημα διατηρήθηκε λογική διττότητα και ίσως γι' αυτό μετά το Στάλιν στα κομματικά ντοκουμέντα χρησιμοποιείτο όχι ο όρος «εμπορευματική παραγωγή», αλλά ο περισσότερο απροσδιόριστος «εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις».

Η θεωρητική ανακρίβεια εκείνων των χρόνων (και αργότερα!) σε σημαντικό βαθμό καθοριζόταν από τις γενικές, ελλιπείς επεξεργασίες στην πολιτική οικονομία, στα μεθοδολογικά της εργαλεία. Αυτό ιδιαίτερα αφορούσε την ερμηνεία της ιδιοκτησίας σαν βάση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Σαν αποτέλεσμα -εμείς εδώ δεν εξετάζουμε το πρόβλημα της ιδιοκτησίας αναλυτικότερα[12]- οι σχέσεις ιδιοκτησίας στην πράξη έλαβαν την εξήγηση μόνο σαν δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Από εδώ πηγάζει και η μη κατανόηση της κυρίαρχης μορφής ιδιοκτησίας ανεξάρτητα από την πολυμορφία των νομικών μορφών. Ο νόμος της αξίας είναι νόμος της εμπορευματικής παραγωγής και η ίδια η εμπορευματική παραγωγή - είναι ο μηχανισμός συνένωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης στις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας και του αναπτυγμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Μεθοδολογικά δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της εμπορευματικής παραγωγής και της εμπορευματο-χρηματικής κυκλοφορίας, αν και η τελευταία εμφανίστηκε ιστορικά νωρίτερα από την πρώτη. Δεν υπήρχε και ακριβής κατανόηση των αντιθέσεων της οικονομικής αυτοτέλειας των επιχειρήσεων. Ολες αυτές οι «αδυναμίες» διατηρήθηκαν μέχρι και τη δεκαετία του '80, για μεγάλο διάστημα μετά το θάνατο του Στάλιν και είναι αδύνατο να «επιρριφθούν» στο Στάλιν.

Γίνονται αντιληπτές ως αναξιόπιστες και οι σημερινές ερμηνείες των απόψεων του Στάλιν από μερικούς ερμηνευτές του από τις γραμμές των κομμουνιστών. Ετσι, ο Β. Τρουσκόφ στην εφημερίδα της ΜΕ του ΚΚΡΟ «Πράβδα της Μόσχας» (Νο 145,1999) επιβεβαιώνει, ότι «ο Ι. Στάλιν το 1952 σημείωνε τον εμπορευματικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων». «Ο χαρακτήρας των οικονομικών σχέσεων», αυτή είναι η σοβαρή «απειλή» και είναι χρήσιμη σε αυτό το κείμενο για να επιχειρηματολογήσει τη νέα εκτίμησή του, ότι το ένδοξο σοσιαλιστικό παρελθόν ήταν «μη σοσιαλισμός». Αλλά ο Ι. Στάλιν δεν ανακήρυξε κανέναν «μη σοσιαλισμό» και βέβαια από το κείμενο της εργασίας του Στάλιν θέση για εμπορευματικό χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων του σοσιαλισμού δεν προκύπτει. Είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι σύμφωνα με το Στάλιν, η «σφαίρα δράσης» της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό «είναι περιορισμένη στα αντικείμενα της προσωπικής κατανάλωσης», «τα μέσα παραγωγής στο καθεστώς μας είναι αδύνατο να τα εντάξουμε στην κατηγορία του εμπορεύματος». Πολύ περισσότερο που ο Στάλιν έγραφε ότι «από τις παλιές κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρήθηκε σε μας, κατά κύριο τρόπο, η μορφή, το εξωτερικό περίβλημα»! Ετσι ο Στάλιν ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, από ό,τι πολλοί θεωρητικοί της εποχής του, αλλά και μετά από αυτόν, συμπεριλαμβανομένων και των ακαδημαϊκών.

Εδώ μιλάμε όχι για τη λογική των κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού η οποία υπήρχε τότε, αλλά μόνο για τις θέσεις του Στάλιν. Γίνεται λόγος μόνο για το ότι η «διατήρηση των μορφών, του εξωτερικού περιβλήματος» στο Στάλιν δεν μπορεί να προσάπτεται στο αξίωμα του χαρακτήρα της παραγωγής. Ο Στάλιν κάτι τέτιο δε «σημείωνε». Ομως στον Β. Τρουσκόφ αυτό αποτελεί θέση: για κάποιο λόγο του φαίνεται ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε κάποιο «ενιαίο εργοστάσιο επιστρατευμένου τύπου», στο οποίο ξεχωριστά εργοστάσια «αλληλοενεργούν σύμφωνα με τους νόμους των εμπορευματικών σχέσεων». Κάτι τέτιο προσπαθούσαν να κάνουν με την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, όμως εξ ολοκλήρου και στην πράξη η αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας οριζόταν από το ό,τι, ως προς το χαρακτήρα της, δεν ήταν εμπορευματική. Στη μεταρρύθμιση του 1965 εννοείται πως δεν έφταιγε ο Στάλιν, όπως και για τον εισαχθέντα προσανατολισμό των εργοστασίων στο κέρδος και -πολύ περισσότερο- σε αυτό που οδήγησε μετά από 20 χρόνια. Μπορούμε υποθετικά να λυπηθούμε για το ότι η λογική της «μορφής, του εξωτερικού περιβλήματος» δεν είχε αναπτυχθεί τότε από το Στάλιν (και τους άλλους θεωρητικούς), όπως δεν είχε, για παράδειγμα, αποκαλυφθεί η θέση του Λένιν για την αντιφατικότητα της ιδιοσυντήρησης. Ομως αυτό δεν έγινε ούτε και 40 χρόνια μετά το Στάλιν, και ποιον να κατηγορήσουμε εδώ; Βεβαίως αυτούς που συνέταξαν τη μεταρρύθμιση...

Σε κάθε περίπτωση, στη σύντομη εργασία του Στάλιν υπάρχει υπεύθυνη κατανόηση της πρωταρχικής σημασίας της λαϊκο-οικονομικής αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με το τοπικο-ιδιοσυντηρησιακό. Ο Β. Τρουσκόφ εδώ ολοφάνερα οπισθοδρομεί, ακόμα και με τη χρησιμοποίηση αστικής ετικέτας για τον πραγματικό σοσιαλισμό σαν «επιστρατευμένη οικονομία». Αυτό είναι ήδη «αλά» Γκαϊντάρ. Μεταξύ των άλλων, ακριβώς αυτός ο προσανατολισμός στην κοινωνικο-οικονομική («λαϊκο-οικονομική») αποτελεσματικότητα, με διάλυση του μηχανισμού της εμπορευματικής παραγωγής, εξασφάλισε όλες τις ιστορικές επιτυχίες της σοβιετικής οικονομίας, όσο και αν την καταρρακώνουν σήμερα.

Η ανακρίβεια των διατυπώσεων στο συγκεκριμένο πρόβλημα δεν προερχόταν μόνο εξ «αιτίας» του Στάλιν. Οι οικονομολόγοι που έντονα αντιπαρατέθηκαν στην πορεία της συζήτησης δεν μπόρεσαν να προτείνουν θεωρητικό ρήγμα, ενώ οι ίδιοι, 30 χρόνια μετά το Στάλιν, επέδειξαν κάτι το σχεδόν ανόητο, ακόμα και στην ερμηνεία των απόψεων του Μαρξ. Για παράδειγμα ο παραπάνω αναφερθείς Λ. Λεόντιεφ το 1968, στις σελίδες του περιοδικού «Ζητήματα ιστορίας του ΚΚΣΕ» (Νο 1, 1968) έδοσε με μιας δύο αντιτιθέμενες θέσεις: 1) «Οι θεμελιωτές του μαρξισμού θεωρούσαν την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας, ιδιάζοντες στην καπιταλιστική παραγωγή, ιστορικά πεπερασμένο φαινόμενο, που με την εξάλειψη του καπιταλισμού θα εξαφανιστεί» και 2) ο Μαρξ «εξετάζει την εξέλιξη της εμπορευματικής παραγωγής σε διάφορα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλισμού»! Και τέτιο μπέρδεμα, ακόμη και στην κατανόηση του Μάρξ, δόθηκε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ! Είναι ολοφάνερο γιατί το περιοδικό, φοβούμενο το κύμα των αντιδράσεων, την ίδια χρονιά έκλεισε τη συζήτηση γενικά! Εδώ παρεμπιπτόντως να θυμηθούμε, ότι στις επόμενες δεκαετίες στις κορυφές του Κόμματος, όπως φαίνεται, δεν υπήρχε άνθρωπος ικανός ή κάποιος που να επιθυμεί να ασχοληθεί με τα βασικότερα ζητήματα της οικονομικής θεωρίας.

Δυστυχώς σήμερα συναντάμε αναπάντεχα την κριτική στον Ι. Στάλιν από «δεξιά», από την πλευρά του ΚΚΡΟ. Ετσι, στις θέσεις του Ι. Στάλιν για τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις στράφηκαν οι Β. Μπουντάριν και Γ. Φόκιν στη μπροσούρα «Διδάγματα του παρελθόντος και ανίχνευση του παρόντος» (1998). Τους άρεσε για κάποιο λόγο ότι ο Στάλιν «αναγνώρισε» ότι «στη σοβιετική κοινωνία ιδιάζουν η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας» (σελ. 22). Ομως οι συγγραφείς θεωρούν ότι εδώ «τον μεγαλύτερο θεωρητικό του μαρξισμού», παρ' όλα αυτά, «τον ξεγέλασαν τόσο η επιστημονική διορατικότητα, όσο και ο υγιής πρακτικισμός». Στη συνέχεια θα πούμε για τη «διορατικότητα», αλλά ο «πρακτικισμός» του Στάλιν ήταν αρκετά ανεπτυγμένος αν και, σε διαχωρισμό από τους επικριτές του, όχι με την έννοια της περιοριστικής καθημερινότητας της απλής εμφάνισης των πραγμάτων. Στο Β. Μπουντάριν δεν αρέσει ότι ο Στάλιν χρησιμοποιώντας τον όρο «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό», παρ' όλα αυτά αναγνώριζε ότι το προϊόν στο εσωτερικό του κρατικού τομέα είναι «εμπόρευμα όχι στην ουσία, αλλά στη μορφή» και έγραψε για την «υπολογιστική» σημασία των χρηματικών κατηγοριών, οι οποίες είναι απαραίτητες «για τον υπολογισμό, για τους λογαριασμούς, για τον προσδιορισμό της εισοδηματικότητας ή της ελλειμματικότητας των εργοστασίων, για τον έλεγχό τους». Στο Β. Μπουντάριν δεν αρέσει η παρατήρηση του Στάλιν: «Ομως αυτή είναι η τυπική πλευρά της υπόθεσης». Μεταξύ των άλλων, η θέση του Ι. Στάλιν καθορίστηκε από την κατανόηση της ουσίας της πρακτικής και -δυστυχώς- για πολύ καιρό μετά το Στάλιν δεν είχε μεθοδολογική τεκμηρίωση. Ο γενικευμένος λογαριασμός των δαπανών ανά μονάδα του προϊόντος παρέμενε αναγκαίος και έλαβε την παλιά συνήθη μορφή των χρημάτων, όμως σε οποιεσδήποτε ποσότητές τους αυτό δε δημιουργούσε αγοραία προνόμια. Το φαινόμενο βέβαια ήταν άλλο: Σαν τάχα το κάθε εργοστάσιο από μόνο του εξορύσσει το μετάλλευμα, το κάρβουνο, λιώνει το ατσάλι, φτιάχνει τρακτέρ... Και ολόγυρα συνήθης αγορά-πώληση. Ομως, κατ' ουσίαν, στον κατασκευαστή τρακτέρ από τα πριν του είχε δοθεί η ποσότητα των τρακτέρ και με τον ίδιο τρόπο και όλα τα μεγέθη της αλυσίδας, ως το τρακτέρ. Εάν στην αλυσίδα υπήρχε αδύνατος κρίκος, τότε του έδιναν τα μέσα («χρήματα») για διεύρυνση, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του δυνατότητες. Πίσω από το φαινόμενο της εμπορευματικής κίνησης βρισκόταν η φυσική κίνηση.

Ο Β. Μπουντάριν (μεταξύ των άλλων, δεν είναι ο πρώτος) εγείρει αξιώσεις σε δύο θέσεις του Στάλιν: 1) «Στον τομέα της οικονομικής κυκλοφορίας μέσα στη χώρα τα μέσα παραγωγής χάνουν την ιδιότητα του εμπορεύματος, παύουν να είναι εμπορεύματα και βγαίνουν από τα όρια της σφαίρας δράσης του νόμου της αξίας, διατηρώντας μονάχα το εξωτερικό περίβλημα των εμπορευμάτων». Αυτό φέρνει σε αμηχανία το Μπουντάριν. 2) Οι ονομαζόμενες παλιές (εμπορευματικές) κατηγορίες αλλάζουν έτσι, ώστε «το παλιό δεν καταργείται απλώς πέρα για πέρα, αλλά αλλάζει τη φύση του σύμφωνα με το καινούργιο, διατηρώντας μόνο την μορφή του και το καινούργιο δεν καταργεί απλώς το παλιό, αλλά διεισδύει μέσα στο παλιό, αλλάζει τη φύση του, τις λειτουργίες του, χωρίς να καταστρέφει τη μορφή του, αλλά χρησιμοποιώντας την για την ανάπτυξη του καινούργιου». Στο Μπουντάριν ούτε και αυτό αρέσει. Ομως, στο έργο του Στάλιν στην πραγματικότητα υπάρχει ευφυέστατη διορατικότητα στην κατανόηση της διαλεκτικής εξέλιξης, η οποία ήταν μόνο σκοτεινιασμένη με λόγια για «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό» (κάτι που φαίνεται ότι ήταν δύσκολο να αποφευχθεί με την τότε απομόνωση των κολχόζ). Η σύγχυση του Μπουτάριν βαθαίνει από το γεγονός της θεώρησης του ότι και η κρατική επιχείρηση είναι «οικονομικά απομονωμένη» (Από ποιον; Από το κράτος; Από το λαό;). Συγχέει τη «σχετική αυτοτέλεια» των κρίκων της ενιαίας οικονομίας με την «απομόνωση» που χαρακτηρίζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η κυκλοφορία των μέσων της κρατικής επιχείρησης δεν ήταν απομονωμένη από το γενικό οικονομικό επίπεδο. Για παράδειγμα τα μέσα για τους μισθούς ή τις πιστώσεις ή τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς η επιχείρηση τα λάμβανε ανεξάρτητα από την τρέχουσα κατάσταση των λογαριασμών της.

Από μεθοδολογική άποψη, το δυστύχημα για τον προαναφερθέντα συγγραφέα και τους ομοίους του, βρίσκεται στο ότι δε διαχωρίζουν τις οικονομικές μορφές υλοποίησης του περιεχομένου της δοσμένης παραγωγής (για παράδειγμα, ο προγραμματισμός σαν μορφή εξασφάλισης της αναλογικότητας) από τις μορφές του δοσμένου περιεχομένου, από τις δανεικές, μεταμορφωμένες μορφές. Ενας τέτιος διαχωρισμός αυτών των μορφών περιγράφεται με σαφήνεια από το Μαρξ. Ο Μαρξ γράφει επίσης για «ανορθολογικές μορφές» και σημειώνει ότι «η έρευνα του μυστικού» αυτών των μορφών είναι «ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας»[13].

Με άλλα λόγια είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η διαλεκτική της ύπαρξης των διαφόρων μορφών στο οικονομικό σύστημα και αυτό το μεθοδολογικό σημείο είναι βασικό για την εξασφάλιση αξιοπιστίας της επιστημονικής γνώσης. Το πρόβλημα των μετασχηματισμένων (και ανορθολογικών) μορφών είχε τεθεί (παλιότερα στη σοβιετική βιβλιογραφία ήταν μόνο υποθέσεις) στη δική μας βιβλιογραφία μόνο στη δεκαετία του '80[14].

Το πρόβλημα αυτών των μορφών, όπως βλέπουμε, τέθηκε στην πολιτική οικονομία αρκετά αργά, αν και στη φιλοσοφία κάπως νωρίτερα διατυπώθηκε το ότι η έννοια της «μετασχηματισμένης μορφής» εισήχθηκε στη φιλοσοφική ορολογία από τον Κ. Μαρξ (Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5). Ομως εδώ δε γινόταν λόγος για τις εμπορευματικο-χρηματικές μορφές στο σοσιαλισμό. Το ζήτημα «να αναγεννήσουμε, να νικήσουμε, να υποτάξουμε» τις παλιές μορφές, το έθεσε ο Β. Ι. Λένιν[15] μόνο σε γενικό πλάνο. Πώς και τι πρέπει να κάνουμε ήταν ζήτημα για επόμενες επεξεργασίες.

Από καθαρά πρακτική άποψη, η διάλυση της εμπορευματικής οικονομίας εξασφάλιζε την εξοικονομικότητα της σοσιαλιστικής οικονομικής διαχείρισης σαν ενιαίου λαϊκο-οικονομικού μηχανισμού[16], αν και οι ανορθολογικές μορφές γεννούσαν αντιθέσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να λυθούν στο έδαφος του σοσιαλισμού. Αυτό το ζήτημα αρκετά ολοκληρωμένα διατυπώθηκε στην εργασία του Μ. Β. Ποπόφ «Η σχεδιοποιημένη επίλυση των αντιθέσεων της ανάπτυξης του σοσιαλισμού» (1986). Και αντιθέτως, η αναγέννηση της εμπορευματικής παραγωγής με τον ιδιάζοντα σε αυτή μηχανισμό της αγοράς, μέσα σε 2-3 χρόνια οδήγησε τη χώρα σε κρίση (επίσημα το 1990) και στη συνέχεια στη διάλυση του σοβιετικού κράτους, σε πρωτοφανή πτώση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου. Οι αποστάτες τύπου Γκορμπατσόφ ούτε κατανοούσαν καν το σύγχρονο μηχανισμό στις παλιές καπιταλιστικές χώρες και με την υποβολή ξένων συμβούλων βιαστικά εμφύτευσαν τον εμπορευματικό μηχανισμό της εποχής του Ανταμ Σμιθ. Η κρίση της πτώσης έγινε συνεχής, τράβηξε μαζί της λες με σχοινί και την επιστημονική σφαίρα, τη σφαίρα του πολιτισμού, της ψυχαγωγίας, της μόρφωσης. Τις βάσεις των κοινωνικο-οικονομικών γνώσεων με ορμητικότητα τις κατάπιε η ασέβεια, οι σοσιαλοσοφιστίες, ο κομπογιαννιτισμός, η μυθολογία των παλιών θρησκευτικών πίστεων, η εξύμνηση του ατομισμού σαν ηθική επιλογή της εμπορευματικής παραγωγής και της επιθετικότητας της αγοράς.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η τοποθέτηση του Στάλιν στα πλαίσια του προβλήματος της «εμπορευματικής παραγωγής», που δεν ήταν κατανοητή από τον Μπουντάριν (και από πολλούς σοβιετικούς οικονομολόγους πριν από αυτόν!), περιείχε ασυνήθιστη προοπτική για την κατανόηση της σοσιαλιστικής πραγματικότητας, αν και στη διάθεση του Στάλιν δεν υπήρχαν πολλές από τις εργασίες του Μαρξ που εκδόθηκαν αργότερα. Δυστυχώς, στη σοβιετική οικονομική θεωρία κυριάρχησε στη συνέχεια η δογματική-αναθεωρητική γραμμή, η οποία μετέτρεψε σε φετίχ - τον όρο «εμπορευματική παραγωγή» - σε πρακτική στρατηγικής αναγέννησης αυτής της παραγωγής. Και η συζήτηση των «εμπορευματιστών» και «μη εμπορευματιστών» που διήρκεσε πάνω από 30 χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, οδήγησε -το λιγότερο- στη νίκη κατ' αρχάς της τυπολατρείας και στη συνέχεια της αναθεώρησης που καταπόντισε τη χώρα. Εμπορευματική παραγωγή πλέον δεν υπήρχε, διατηρήθηκαν μόνο οι μεταμορφωμένες μορφές (κάτι σαν απομιμήσεις), όμως η θεωρία τράβηξε την πρακτική προς τα πίσω, την ωθούσε πέρα από τις ανάγκες.

Η απαραίτητη εργασία για μια διερμήνευση σε βάθος των χρηματικών μορφών σαν «μεταμορφωμένες ή ανορθολογικές» (δηλαδή μη σχετιζόμενες με το νόμο της αξίας) δεν ακούμπησε σχεδόν καθόλου την επίσημη πολιτική οικονομία, ακόμα και 40 χρόνια μετά το Στάλιν. Και εδώ βεβαίως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε το Στάλιν, ο οποίος είχε μια βασική διόραση, η οποία και αγνοήθηκε από τη μεταγενέστερη επιστήμη. Σε αυτό βεβαίως φταίνε και οι κορυφαίοι παράγοντες της οικονομικής επιστήμης και οι μεταγενέστεροι καθοδηγητές του Κόμματος, οι οποίοι μη έχοντας το επίπεδο του Στάλιν (συμπεριλαμβανομένου και του θεωρητικού) επέτρεψαν να νικήσουν οι αντιλήψεις του «σοσιαλισμού με αγορά» (αγορά-μηχανισμός της εμπορευματικής παραγωγής), επέτρεψαν την ήττα του σοσιαλισμού.

Σταδιακά, σε όλες τις εποχές του επιστημονικο-οικονομικού δυναμικού συναθροίστηκαν άνθρωποι με αντισοσιαλιστικό προσανατολισμό, με αγοραίο προσανατολισμό. Αυτό έγινε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του '80 και στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (εξαιρουμένου ίσως του ακαδημαϊκού Α. Μ. Ρουμιάντσεφ). Αργότερα, η πλειοψηφία από αυτούς αποκόπηκε τελείως από το μαρξισμό. Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας επικεφαλής έδρας και μάλιστα διευθυντής της Οικονομικής Σχολής έγινε ο αρκετά ευέλικτος επιχειρηματίας σε ζητήματα επιστήμης Γ. Χ. Ποπόφ, ο οποίος αργότερα αποδείχτηκε «σοσιαλδημοκράτης». Στο «Πλεχάνοφ» επικεφαλής έδρας ήταν ο Ρ. Ι. Χασμπουλάτοφ, «δημοκράτης», ο οποίος από έδρας τον Ιούλη του 1993 αναγνώρισε: «Εγώ πάντα ήμουν οπαδός των μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Δηλαδή όχι στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Είναι κατανοητό ότι η υπόθεση δεν αφορά απλά αυτά τα πρόσωπα, τους οποίους το λιγότερο που μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε είναι διπρόσωπους και υπονομευτές. Στο περιοδικό «Κομμουνίστ» μπορούσαν να δουλεύουν αντιδραστικοί αντικομμουνιστές, οι Ο. Λάτσις και Ε. Γκαϊντάρ. Ομως είναι λογικό το ερώτημα: Πού ήταν οι ιδεολόγοι του ΚΚΣΕ;

Η μετασταλινική περίοδος της οικονομικο-θεωρητικής κατάστασης αξίζει ιδιαίτερης ανάλυσης, όμως κλείνοντας μπορούμε να συμπληρώσουμε μόνο ότι ακριβώς ο μη εμπορευματικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής εξασφάλισε όλα τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, τη μεγαλύτερη (σε σύγκριση με τον καπιταλισμό) εξοικονόμηση πόρων στην παραγωγή, τη δυνατότητα η ΕΣΣΔ να γίνει μία από τις δύο υπερδυνάμεις, την αυξανόμενη ισχύ και επιρροή της στα τέλη της δεκαετίας του '70, την οποία υπολόγιζαν τα παγκόσμια κέντρα του ιμπεριαλισμού. Η ιδεολογική επανάπαυση και η επιλογή πρακτόρων επιρροής με σάπιες αντιλήψεις περί αστικής δημοκρατίας και «σοσιαλισμού της αγοράς» έπαιξε θλιβερό ρόλο στο ότι ο σοσιαλισμός προσωρινώς, έχασε...

Παρ' όλα αυτά, από τα αναφερθέντα προκύπτει η ανάγκη αναγέννησης των μαρξιστικο-λενινιστικών θεωρητικών ερευνών (συμπεριλαμβανομένων και συζητήσεων) στις οποίες -κατά την άποψή μας- δε δίνεται προς το παρόν η απαιτούμενη προσοχή στο σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα, γεγονός που αρνητικά εκφράζεται και στα κομματικά προγράμματα, και στην ετοιμότητα να τεθεί η γραμμή αναγέννησης της οικονομίας του σοσιαλισμού στο μέλλον, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.

Το παρόν άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή», τεύχος 1/2000. Είναι ένα από τα τελευταία άρθρα του Αλμπερτ Μιχάιλοβιτς Εριόμιν, γνωστού σοβιετικού οικονομολόγου - μαρξιστή, που απεβίωσε στις 5 Μάρτη του 2000. Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί από τη «Σύγχρονη Εποχή» το βιβλίο του «Η Διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ», Αθήνα 1994.

[1] Βλέπε πιο αναλυτικά Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της καπιταλιστικοποίησης». 1977, κεφ. ΙΙ.1.

[2] Πιο αναλυτικά γι' αυτό βλέπε: Εριόμιν Α. Ι. «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και της βασικής σχέσης της οικονομίας του σοσιαλισμού», Καζάν, 1980.

[3] Πιο αναλυτικά γι' αυτό βλέπε: Εριόμιν Α. Ι.: «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και της βασικής σχέσης της οικονομίας του σοσιαλισμού», Καζάν, 1980, σελ. 61-107. Εριόμιν Α. Ι.: «Η ιδιοκτησία - βάση όλου του κοινωνικού καθεστώτος» (στο βιβλίο: Εναλλακτικά - επιλογή δρόμου, «Μισλ», 1990, σελ. 146-178. Εριόμιν Α. Ι.: «Η ανάπτυξη του συμπλέγματος σχέσεων των σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας», Ινστιτούτο Οικονομίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1984, σελ. 5-32).

[4] Ιστορικά σημεία αυτής της διαδικασίας εξετάστηκαν στη βιβλιογραφία. Βλ. εν μέρει:
«Παγκόσμια ιστορία των οικονομικών εννοιών», τ. 6, βιβλίο 1, Μόσχα, «Μισλ», 1997.
«Ιστορία της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού», Λένινγκραντ, Εκδόσεις: Κρατικό Πανεπιστήμιο Λένινγκραντ, 1983.
Ντζιμπούτι Μ. Τσ. «Επιστημονικό σύστημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού: προβλήματα μορφοποίησης», Τυφλίδα, 1989.
Οπένκιν Λ.: Στάλιν. «Τελευταία πρόγνωση του μέλλοντος», «Ζητήματα Ιστορίας του ΚΚΣΕ», 1991, Νο 7.

[5] Σε αυτό το ζήτημα υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην «Παγκόσμια Ιστορία της οικονομικής σκέψης» (στον προαναφερθέντα τόμο, στη σελ. 16) και στο άρθρο του Λ. Οπένκιν. Σύμφωνα με την «Παγκόσμια Ιστορία ...», του Ιανουαρίου του 1946, δημιουργήθηκε κολλεκτίβα συγγραφέων (χωρίς τον Λεόντιεφ) υπό την καθοδήγηση του Οστροβιτιάνοφ. Σύμφωνα με τον Οπένκιν, ο Λεόντιεφ καθοδηγούσε την παραπέρα επεξεργασία και το 1946, ενώ στην κολλεκτίβα των συγγραφέων βρισκόταν και το 1947 (βλ. σελ. 116-117).

[6] Βλ. Πασκόφ Α. Ι: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού», Μόσχα, «Ναούκα», 1970, σελ. 211.

[7] Βοζνεσένσκι Ν. «Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ στην περίοδο του Πατριωτικού πολέμου», ΓκΙΠΛ, σελ. 145-146, 175.

[8] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 39, σελ. 139.

[9] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 39, σελ. 355.

[10] Βλέπε γι' αυτό αναλυτικότερα στο βιβλίο: «Θεωρητικά προβλήματα της σχεδιασμένης οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής», υπό την εποπτεία του Α. Μ. Εριόμιν, Μόσχα, Ινστιτούτο Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1973.

[11] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 46, τμήμα ΙΙ, σελ. 460-461.

[12] Βλέπε για παράδειγμα: Εριόμιν Α. Μ.: «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και βασικής σχέσης στην οικονομία» - Καζάν, 1980. Εριόμιν Α. Μ.: «Η ιδιοκτησία - βάση της οικονομίας» στο βιβλίο: Εκλογή-επιλογή δρόμου - «Μισλ», 1990. Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού» - ΙΖΜ, Νο 2, 1997.

[13] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 48, σελ. 457-458.

[14] Βλ. άρθρο μας στη συλλογή «Πολιτικοοικονομικές πλευρές του ενιαίου λαϊκοοικονομικού συμπλέγματος» -Ινστιτούτο Οικονομίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1982, το άρθρο του Β. Περβούσιν στο περιοδικό «Οικονομικές Επιστήμες», Νο 2, 1982, το άρθρο μας στο περιοδικό «Οικονομικές Επιστήμες», Νο 3, 1985 και άλλα.

[15] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, ρωσική έκδοση, τ. 44, σελ. 227.

[16] Βλ. γι' αυτό: Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού», 1997, κεφ. ΙΙ.2.

ΚΟΜΕΠ : Τεύχος: 2000 Τεύχος 6

του Α. Μ. Εριόμιν

«Επιχείρηση Al-Aqsa Flood» Ημέρα 72: Ισραηλινές δυνάμεις σκοτώνουν Παλαιστίνιους στην εκκλησία, η UNRWA προειδοποιεί για μαζική φυγή στην Αίγυπτο

 



Απο: MUSTAFA ABU SNEINEH


Θύματα

  • 18.800+ νεκροί* και περισσότεροι από 51.000 τραυματίες στη Λωρίδα της Γάζας.
  • 297 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ
  • Το Ισραήλ αναθεωρεί τον εκτιμώμενο αριθμό των νεκρών στις 7 Οκτωβρίου από 1.400 σε 1.147.
  • 450 Ισραηλινοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τις 7 Οκτωβρίου και τουλάχιστον 1.682 τραυματίστηκαν.

*Αυτός ο αριθμός επιβεβαιώθηκε από το Υπουργείο Υγείας της Γάζας στις 16 Δεκεμβρίου. Λόγω βλαβών στα δίκτυα επικοινωνίας εντός της Λωρίδας της Γάζας, το Υπουργείο Υγείας στη Γάζα δεν μπόρεσε να ενημερώνει τακτικά και με ακρίβεια τους απολογισμούς του από τα μέσα Νοεμβρίου. Ορισμένες οργανώσεις για τα δικαιώματα ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε 20.000.


Βασικές Εξελίξεις

  • Ισραηλινά τανκς και ελεύθεροι σκοπευτές περικυκλώνουν την καθολική εκκλησία της Αγίας Οικογένειας στη βόρεια Γάζα, πυρά εναντίον Παλαιστινίων, σκοτώνοντας μητέρα και κόρη που βρίσκονταν μέσα.
  • Οι ισραηλινές δυνάμεις βομβαρδίζουν την YMCA στη Γάζα, η οποία φιλοξενεί 300 εκτοπισμένους, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας αρκετούς Παλαιστίνιους.
  • Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει τον «πόλεμο μέχρι τη νίκη, παρά τη διεθνή πίεση», υπερηφανεύεται για την αποτροπή δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους.
  • Οι Παλαιστίνιες γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν το 70 τοις εκατό των θυμάτων στη Λωρίδα της Γάζας, χιλιάδες εξακολουθούν να αγνοούνται κάτω από τα ερείπια.
  • Ο διευθυντής της UNRWA λέει ότι ο βομβαρδισμός του Ισραήλ δημιούργησε μια πραγματικότητα στο έδαφος «η οποία στην πραγματικότητα θα απωθήσει όλο και περισσότερους Παλαιστίνιους από τη Γάζα».
  • Το Υπουργείο Υγείας της Παλαιστινιακής Αρχής λέει ότι το Ισραήλ σκότωσε 505 Παλαιστίνιους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ από τον Ιανουάριο, 111 εκ των οποίων παιδιά.
  • Η PA Η Επιτροπή Υποθέσεων Κρατουμένων και Πρώην Κρατουμένων λέει ότι οι γυναίκες κρατούμενες από τη Γάζα που κρατούνται στις φυλακές Damoun αντιμετωπίζουν καθημερινή τιμωρία, συμπεριλαμβανομένου ξυλοδαρμού και σωματικής έρευνας.
  • Ισραηλινοί πύραυλοι drone βομβαρδίζουν το σπίτι του Mahmoud Samer Jaber και τη συνοικία Al-Manshiya στον προσφυγικό καταυλισμό Nour Shams στο Tulkarem.

Οι ισραηλινές δυνάμεις σκοτώνουν δύο Παλαιστίνιους μέσα σε καθολική εκκλησία στη Γάζα

Οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν δύο Παλαιστίνιους με σφαίρες ελεύθερου σκοπευτή το Σάββατο στη συνοικία Al-Zaytoun και τραυμάτισαν άλλους επτά ενώ βρίσκονταν καταφύγιο μέσα στην εκκλησία της Αγίας Οικογένειας στη Γάζα.

Ισραηλινά τανκς περικύκλωσαν την καθολική ενορία και πυροβόλησαν εναντίον Παλαιστινίων που κινούνταν μέσα στην αυλή της, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Wafa. Ισραηλινά πυρά σκότωσαν τη Nahida Khalil Boulos Anton και την κόρη της, Samar Kamal Anton, μέσα στο συγκρότημα της εκκλησίας, όπου 600 εκτοπισμένοι, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι Χριστιανοί, βρήκαν καταφύγιο από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς.

Οι ισραηλινές δυνάμεις στοχεύουν να εκδιώξουν Παλαιστίνιους από την ενορία της Αγίας Οικογένειας και την Κυριακή βομβάρδισαν τη Χριστιανική Ένωση Νέων Ανδρών (YMCA) στη Γάζα, η οποία φιλοξενεί 300 εκτοπισμένους, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας αρκετούς Παλαιστίνιους.

Το Λατινικό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων καταδίκασε την επίθεση στην Καθολική Εκκλησία. «Η Nahida και η κόρη της Samar πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν καθώς πήγαιναν στο Μοναστήρι της Αδελφής», ανέφερε σε ανακοίνωσή της. «Η μία σκοτώθηκε καθώς προσπαθούσε να μεταφέρει την άλλη σε ασφαλές μέρος. Άλλοι επτά άνθρωποι πυροβολήθηκαν και τραυματίστηκαν καθώς προσπαθούσαν να προστατεύσουν άλλους μέσα στο συγκρότημα της εκκλησίας.»

«Δεν δόθηκε καμία προειδοποίηση, δεν υπήρξε καμία ενημέρωση. Πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ μέσα στις εγκαταστάσεις της ενορίας, όπου δεν υπάρχουν εμπόλεμοι», προστίθεται στην ανακοίνωση.

Το Πατριαρχείο είπε ότι ένας ισραηλινός πύραυλος κατέστρεψε την ηλεκτρική γεννήτρια και τη δεξαμενή καυσίμου της μονής, όπου στεγάζονται 54 άτομα με αναπηρία.

Το περιστατικό προκάλεσε ευρεία καταδίκη και περιγράφηκε ως "άλογη επίθεση." Στις 19 Οκτωβρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία στο κέντρο της πόλης της Γάζας, όπου στεγάζονταν εκατοντάδες Παλαιστίνιοι, σκοτώνοντας 18 άτομα.

Ο Νετανιάχου του Ισραήλ είναι περήφανος που μπλοκάρει το παλαιστινιακό κράτος

Τουλάχιστον 19.000 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης στη Λωρίδα της Γάζας τον Οκτώβριο. Αν και ορισμένοι δυτικοί ηγέτες ζητούν τώρα μια «βιώσιμη κατάπαυση του πυρός» στη Γάζα, οι υπουργοί πολέμου του Ισραήλ φαίνεται να είναι ανένδοτοι στο να συνεχίσουν να χτυπούν τη Λωρίδα της Γάζας. απαρουσιάζοντας τη στρατιωτική τους εκστρατεία ως τον «δεύτερο πόλεμο της ανεξαρτησίας».

Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου είπε το Σάββατο σε τηλεοπτική ομιλία του ότι «αυτόν τον πόλεμο πρέπει να τον συνεχίσουμε μέχρι τη νίκη, παρά τις διεθνείς πιέσεις και παρά το αφόρητα βαρύ τίμημα που μας επιβάλλει ο πόλεμος στην πτώση των αγαπημένων μας γιων και θυγατέρων.»

Μέχρι το πρωί της Κυριακής, 450 Ισραηλινοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, οι περισσότεροι από τους οποίους κατά τη διάρκεια μαχών και ένοπλων συγκρούσεων με Παλαιστίνιους μαχητές, από τις 7 Οκτωβρίου. Οι παλαιστινιακές ομάδες αντίστασης κρατούν ακόμη 130 Ισραηλινούς αιχμάλωτους.

Ο τυχαίος πυροβολισμός και η δολοφονία τριών Ισραηλινών αιχμαλώτων από τον ισραηλινό στρατό στη Λωρίδα της Γάζας προκάλεσε τεράστια αμηχανία στην κυβέρνηση και στον Νετανιάχου, ο οποίος είπε ότι «σοκαρίστηκε» όταν άκουσε την είδηση.

«Ήταν μόλις ένα βήμα μακριά από την ελευθερία, άγγιξαν πραγματικά τη λύτρωση και τότε συνέβη η καταστροφή. Μου ράγισε την καρδιά. Έσπασε την καρδιά ολόκληρου του έθνους», είπε.

Ο Νετανιάχου πρόσθεσε επίσης: «Είμαι πολύ περήφανος που απέτρεψα τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους».

Η πολιτική του καριέρα διακυβεύεται καθώς η δημοτικότητα του Likud Party έπεσε κατακόρυφα και οι διαδηλώσεις που ζητούσαν την παραίτησή του επέστρεψαν στους δρόμους της Τηλ. Aviv. 

Στη Γάζα, οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν το 70 τοις εκατό των θυμάτων

Το Υπουργείο Υγείας της Παλαιστινιακής Αρχής (PA) δήλωσε το βράδυ του Σαββάτου ότι 18.800 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν στην ισραηλινή επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας και σχεδόν 51.000 τραυματίστηκαν από τις 7 Οκτωβρίου. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν το 70% των θυμάτων, ενώ χιλιάδες εξακολουθούν να αγνοούνται στα ερείπια.

Το υπουργείο πρόσθεσε ότι λειτουργούν 11 ιατρικές εγκαταστάσεις από τις συνολικά 36 που λειτουργούσαν στη Λωρίδα της Γάζας. Τρεις από αυτές τις επιχειρησιακές εγκαταστάσεις βρίσκονται στη βόρεια Γάζα.

Η Wafa ανέφερε το πρωί της Κυριακής ότι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές σε σπίτια στη Jabalia σκότωσαν τουλάχιστον 35 άτομα.

Ο βομβαρδισμός του Ισραήλ στην οικογένεια Σιχάμπ στη Τζαμπαλία σκότωσε 24 άτομα και τραυμάτισε άλλους 90. Μια άλλη βομβιστική επίθεση στο σπίτι της οικογένειας Khalla στην πόλη άφησε πίσω του 11 νεκρούς. Οι παλαιστινιακές ομάδες διάσωσης ανέσυραν 23 πτώματα μαρτύρων που ήταν θαμμένα στα ερείπια, μετά τον ισραηλινό βομβαρδισμό στην περιοχή Al-Nazla στη Jabalia.

Στην Παλιά Πόλη της Γάζας, μια αεροπορική επιδρομή σκότωσε 20 άτομα, ενώ οι ισραηλινές δυνάμεις παραμένουν σταθμευμένες στην Πλατεία Παλαιστίνης στο κέντρο της πόλης, κοντά στο Αραβικό Νοσοκομείο Al-Ahli και το Μεγάλο Τζαμί Ομάρι, τα οποία και τα δύο ήταν στόχοι καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. 

Στη συνοικία Al-Zaytoun, ισραηλινοί βομβαρδισμοί και επιθέσεις drone σκότωσαν εννέα μέλη των οικογενειών Al-Amarin και Hamouda στη νοτιοανατολική πόλη της Γάζας.

Οι ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν επίσης τις γειτονιές Al-Nasr, Tel Al-Hawa, Sheikh Radwan και Beit Lahia στη βόρεια Γάζα. Παλαιστίνιοι έθαψαν 20 μέλη της οικογένειας Σάλεμ σε ένα αυτοσχέδιο νεκροταφείο αφού ένα ισραηλινό F-16 βομβάρδισε και ισοπέδωσε το τετραώροφο σπίτι τους στην πόλη της Γάζας,   ανέφερε η Wafa  .

Στη Beit Lahia, βομβάρδισε το σπίτι της οικογένειας Al-Barawi, σκοτώνοντας δύο άτομα και τραυματίζοντας δεκάδες.

Στα νότια της Γάζας, οι ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν και επιτέθηκαν στις πόλεις Khuzaa, Al-Qarara, Sheikh Nasser και την περιοχή Al-Satar Al-Gharbi και εξαπέλυσαν τέσσερις αεροπορικές επιδρομές στον προσφυγικό καταυλισμό Yebna, κοντά στη Ράφα στα σύνορα με την Αίγυπτο. 

Τα πολεμικά αεροσκάφη του Ισραήλ βομβάρδισαν επίσης τον καταυλισμό Dier Al-Balah στο κέντρο της Γάζας, σκοτώνοντας 12 ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες. Στο Khan Yunis, νότια της Λωρίδας της Γάζας, το πυροβολικό του Ισραήλ βομβάρδισε την αυλή του νοσοκομείου Nasser, τραυματίζοντας δύο Παλαιστίνιους το πρωί της Κυριακής.

Αξιωματούχος του ΟΗΕ: «Ο πειρασμός να φύγουμε από αυτή την γήινη κόλαση είναι πολύ ισχυρός»

Ο Philippe Lazzarini, ο γενικός διευθυντής της υπηρεσίας προσφύγων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους (UNRWA) είπε ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι στη Ράφα, μια πόλη όπου ζούσαν σχεδόν 200.000 άνθρωποι πριν από τις 7 Οκτωβρίου.

Η UNRWA βλέπει επίσης μια «κατακόρυφη αύξηση» ασθενειών όπως η διάρροια και η εμφάνιση ηπατικής λοίμωξης από ηπατίτιδα.

«Πολλές δερματικές ασθένειες επίσης, λόγω των φρικτών συνθηκών υγιεινής, καθώς πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα ρούχα τους για εβδομάδες», είπε.

Ο Lazzarini προειδοποίησε κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχ’ωρησε στο The New Statesman ότι οι ανθρωπιστικές οργανώσεις τρέχουν ενάντια στον χρόνο καθώς το Ισραήλ συνεχίζει να εμποδίζει την είδοσο επαρκών ιατρικών και ανθρωπιστικών προμηθειεών στη Γάζα.

«Όσο περισσότερο περιμένουμε τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα πεθαίνουν, όχι μόνο λόγω των στρατιωτικών βομβαρδισμών αλλά και λόγω των επιπτώσεων της πολιορκίας. Αυτός είναι ένας αγώνας ενάντια στον χρόνο», είπε ο Lazzarini.

Πρόσθεσε ότι οι βομβαρδισμοί του Ισραήλ δημιούργησαν μια πραγματικότητα στο έδαφος «η οποία στην πραγματικότητα θα απωθήσει όλο και περισσότερους Παλαιστίνιους από τη Γάζα».

Εξήγησε ότι η παλαιστινιακή μεσαία τάξη «μπορεί να θέλει να δώσει στα παιδιά της ένα μέλλον. Έχουμε ήδη δει ότι οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να επιστρέψουν στο βορρά και ωθούνται συνεχώς πιο νότια».

«Ο πειρασμός να φύγουμε από αυτή την κόλαση στη Γη είναι πολύ δυνατός», είπε. «Μπορεί να φτάσουμε σε ένα οριακό σημείο και οι άνθρωποι θα δοκιμάσουν τις ευκαιρίες τους. [ΣΗΜ. Στο να παραβιάσουν τα σύνορα]. Μπορεί να μην είναι μια σκόπιμη πολιτική, αλλά δημιουργείται μια πραγματικότητα στο έδαφος» [ΣΗΜ. Προφανώς και είναι σκοπιμότατη πολιτική εκδίωξης όλων των Παλαιστινίων από τη Γάζα].

Το Σάββατο, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο διαδήλωσαν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τη Λωρίδα της Γάζας της Παλαιστίνης και ζητώντας κατάπαυση του πυρός. Στις αμερικανικές πόλεις Σικάγο, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελος και Χιούστον, μεταξύ άλλων, διαδηλωτές κάλεσαν την αμερικανική κυβέρνηση να σταματήσει να εξοπλίζει το Ισραήλ και να πιέσει για άμεση διακοπή των βομβαρδισμών του Ισραήλ στη Γάζα.

Οι ισραηλινές δυνάμεις σκοτώνουν εννέα Παλαιστίνιους μέσα σε 24 ώρες στη Δυτική Όχθη

Το υπουργείο Υγείας της Παλαιστινιακής Αρχής ανακοίνωσε την Κυριακή ότι 505 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από Ισραηλινούς στρατιώτες ή εποίκους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ από τον Ιανουάριο, εκ των οποίων 111 είναι παιδιά.

Ωστόσο, από τις 7 Οκτωβρίου, η ισραηλινή κατοχή έχει σκοτώσει 297 Παλαιστίνιους, 70 εκ των οποίων είναι παιδιά.

Μέχρι το πρωί της Κυριακής, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν εννέα Παλαιστίνιους και τραυμάτισαν δεκάδες στη Ναμπλούς, το Τουλκαρέμ και τη Χεβρώνα. 

Οι ισραηλινές δυνάμεις εξαπέλυσαν βαριά στρατιωτική επιδρομή στην πόλη Τουλκαρέμ και τον προσφυγικό καταυλισμό Νουρ Σαμς, σκοτώνοντας πέντε Παλαιστίνιους, που ταυτοποιούνται ως Τζιχάντ Χατέμ Αμαρνέ, 23 ετών, Ουαλίντ Αμπντέλ Ραζάκ Ασάαντ Ζαχρά, 22, Ασάαντ Φάθι Ασάαντ Ζαχρά, 33, Μαχμούντ Σαμέρ Τζαμπέρ, 22 ετών , και Ghaith Yasser Shehadeh, 25.

Η Wafa ανέφερε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν τον καταυλισμό Nour Shams τα ξημερώματα της Κυριακής και μετέτρεψαν την περιοχή σε στρατιωτική ζώνη, εμποδίζοντας την είσοδο ασθενοφόρων στον καταυλισμό.

Ισραηλινοί πύραυλοι drone βομβάρδισαν το σπίτι του Mahmoud Samer Jaber και τη συνοικία Al-Manshiya στο στρατόπεδο Nour Shams. Οι ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν επίσης σε πολλά σπίτια και συνέλαβαν δεκάδες άτομα ενώ τοποθέτησαν ελεύθερους σκοπευτές σε στέγες σπιτιών που ανήκουν στις οικογένειες Al-Batta και Al-Saida στον καταυλισμό.

Το βράδυ του Σαββάτου, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν τον Aziz Abd al-Rahim Aziz Ekhailil, 20 ετών, με σφαίρες στην κοιλιά στην πόλη Beit Ummar, νότια της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης.

Στον προσφυγικό καταυλισμό Deir Ammar, δυτικά της Ραμάλα, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν τον 16χρονο Atallah Ziad Badha με πραγματικές σφαίρες όταν ξέσπασαν συγκρούσεις το βράδυ του Σαββάτου. 

Τρεις Παλαιστίνιοι τραυματίστηκαν στην κοιλιά, το στήθος και το πόδι, όταν οι ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στον καταυλισμό, ανέφερε η Wafa. Οι ισραηλινές δυνάμεις συνέλαβαν επίσης δεκάδες Παλαιστίνιους κατά τη διάρκεια της νύχτας από τις πόλεις NablusAl-Aroub στο στρατόπεδο προσφύγων στη Χεβρώνα και στο στρατόπεδο Al-Jalazoun στη Ραμάλα.

Η Επιτροπή Κρατουμένων και Υποθέσεων Πρώην Κρατουμένων της Παλαιστινιακής Αρχής δήλωσε την Κυριακή ότι οι γυναίκες κρατούμενες από τη Λωρίδα της Γάζας που κρατούνται στις φυλακές Damoun αντιμετωπίζουν σκληρή καταστολή, συμπεριλαμβανομένων ξυλοδαρμών και σωματικής έρευνας, σε καθημερινή βάση.

Η Επιτροπή κατέγραψε την περίπτωση μιας 80χρονης γυναίκας από τη Γάζα που συνελήφθη από τις ισραηλινές δυνάμεις.

«Περπατούσε με δεκανίκι και χωρίς κάλυμμα στο κεφάλι της. Το σώμα και τα ρούχα της ήταν γεμάτα αίματα και δεν ήξερε τίποτα. Φαινόταν ότι έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ», είπε ο δικηγόρος της στην Επιτροπή.

«Όλες οι κρατούμενες γυναίκες από τη Λωρίδα της Γάζας έφτασαν στη φυλακή, με την υγεία τους να βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, από κάθε άποψη, σωματική και ψυχολογική», πρόσθεσε η Η Επιτροπή .


Πηγή: mondoweiss.net

HUEY P. NEWTON - REVOLUTIONARY SUICIDE - Introduction by Fredrika Newton

 




The Assassination of Fred Hampton - How the FBI and the Chicago Police Murdered a Black Panther - Jeffrey Haas

 





*

Μια μοναδική συνέντευξη του Roger Waters στον Πάνο Χαρίτο

«Το Ισραηλ διαπράττει γενοκτονία απέναντι στους Παλαιστίνιους. Δεν μπορούν να βγάλουν από το μυαλό μας τις εικόνες με τα νεκρά παιδιά στην Παλαιστινη. Τα σιωνιστικά λόμπι προσπαθούν να μου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Αλλά δεν μπορούν να με σταματήσουν. 

Ένα μήνυμα έχω. Αντισταθείτε»



 





Πηγή: Kontra news

Η επικούρεια άποψη περί θεών

 




Από τα βάθη της αρχαιότητας οι λαοί όλου του κόσμου εξέφρασαν το θρησκευτικό συναίσθημα, πίστεψαν και πιστεύουν στο θείο. Στην Ελλάδα το θείο εκφράστηκε μέσω των θεών που λογίζονταν ως μακάρια και άφθαρτα όντα, δηλαδή αθάνατες κι ευτυχισμένες υπάρξεις. Οι Θεοί κατά την κοινή αντίληψη της εποχής του Επίκουρου είχαν παρεμβατικότητα στη φύση και τη ζωή των ανθρώπων, καθόριζαν τα συμβαινόμενα καλά και κακά, τίθονταν ευνοϊκά προς κάποιους ενώ κάποιους άλλους τους τιμωρούσαν ή απλά δεν τους ευνοούσαν. Ακόμη και σήμερα δε θα λέγαμε ότι έχουν αλλάξει πολλά από τα προαναφερόμενα. Από που όμως προέκυψε αυτή η αντίληψη για το θείο; Από την ανθρώπινη αδυναμία κατά πρώτον της εξήγησης των φυσικών φαινομένων και γενικότερα της φύσης του σύμπαντος κόσμου, και κατά δεύτερον από την επιθυμία κάποιων ανθρώπων να υποτάξουν τους υπόλοιπους στηριζόμενοι στον φόβο αυτόν.

Ο Επίκουρος που με την μελέτη της φύσης, την φυσιολογία δηλαδή, εξήγησε τα φυσικά φαινόμενα και τα απέδωσε εκεί που πραγματικά ανήκουν δηλαδή στις μηχανικές και χημικές ιδιότητες των ατόμων, έφτασε σε τέτοια ακλόνητα συμπεράσματα βασιζόμενος στα κριτήρια της αληθείας, ώστε κατέρριψε την τότε και τώρα κρατούσα δυστυχώς άποψη για τον φόβο του Θεού όπως πολύ όμορφα μας περιγράφει ο Λουκρήτιος στο De rerum natura .

Η αφοβία αυτή δε, ενισχύεται με την επικούρεια άποψη και βεβαιότητα για τη θνητότητα της ψυχής που αναγκαστικά οδηγεί στην μη ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής, όπου η ψυχή τιμωρείται ή επιβραβεύεται από τον Θεό, μια άποψη που επικράτησε κυρίως στα ελληνιστικά χρόνια και μετέπειτα και συνεχίζει βέβαια έως σήμερα. Και λέω κυρίως ελληνιστικά χρόνια διότι τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική αντίληψη ήταν ότι η ψυχή μετά θάνατον περιφέρονταν ως σκιά στον κάτω κόσμο δίχως συνείδηση και δίχως επιβράβευση ή τιμωρία. Από τότε όμως που επικράτησε η άλλη άποψη βάρυνε τις ψυχές εν ζωή με έντονο φόβο, διότι ο άνθρωπος πια δεν έχει να ανησυχεί μόνον για τα τρέχοντα μιας πεπερασμένης ζωής, αλλά και για αυτά τα πράγματα σε μια κατάσταση αθανασίας που περιέχεται κατά κάποιους η ψυχή.

Ο Επίκουρος λοιπόν στην επιστολή προς Ηρόδοτο καταρρίπτει τον φόβο του Θεού για τη μεταθάνατο ζωή με την επιβεβαίωση της θνητότητας της ψυχής τα άτομα της οποίας διαλύονται και σκορπίζονται όπως ακριβώς τα άτομα του σώματος με τον θάνατο και και την την ουκ αντιμαρτύρηση του αντιθέτου.
Τι γίνεται όμως με τον εν λόγω φόβο εν ζωή;

Ο Διογένης Οινοανδέας τετρακόσια χρόνια μετά τον Επίκουρο έλεγε ότι “τα αγάλματα των Θεών πρέπει να τα κατασκευάζουμε (με πρόσωπα) χαρούμενα και γελαστά για να μπορούμε να τους ανταποδίδουμε το χαμόγελο και όχι να τους φοβόμαστε”.

Μας λέει λοιπόν ο Επίκουρος ότι “το μακάριο και το άφθαρτο ούτε το ίδιο έχει έγνοιες ούτε σε άλλον προκαλλεί. Έτσι δεν περιέχει ούτε θυμούς ούτε συμπάθειες γιατί αυτά ανήκουν στον αδύναμο”. “Mην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και μη οικείο προς τη μακαριότητά του”. “Διότι οι ασχολίες , οι φροντίδες , οι χάρες και η οργή(του θείου) δεν συμφωνούν με τη μακαριότητα, αλλά συμβαίνουν λόγω αδυναμίας , του φόβου και της εξάρτησης από τους άλλους”.

Ασεβής εν τέλη κατά τον Επίκουρο είναι αυτός που προσάπτει στο μακάριο και άφθαρτο ον ότι προκαλεί μέγιστες βλάβες και ότι είναι αιτία κακών ή ότι είναι πηγή ωφελειών προς κάποιους, διότι πολύ απλά έτσι χάνει την θεία ουσία του. Συνεπώς το μακάριο και άφθαρτο δηλαδή ο Θεός, δεν ασχολείται με τίποτε άλλο εκτός του εαυτού του, διότι κάτι τέτοιο πολύ απλά θα υποβίβαζε την ιδιότητά του.Εφόσον το μακάριο δεν ασχολείται με τίποτε άλλο εκτός του εαυτού του, δεν υφίσταται θεϊκός προακαθορισμός, θεία πρόνοια, ειμαρμένη, πεπρωμένο και άρα δεν υφίσταται σίγουρη πρόβλεψη για μελλοντικές καταστάσεις δηλαδή η μαντική.

Τι είναι όμως αυτό που τρέπει τα πάντα να συμβαίνουν; Τα πάντα στον σύμπαντα κόσμο άρα και στον άνθρωπο συμβαίνουν από τρεις αιτίες κατά τον Επίκουρο. Είτε από ανάγκη, είτε από τύχη είτε από προαίρεση δηλαδή από επιλογή, δίχως θεία παρέμβαση και προκαθορισμό. Ο Θεός λοιπόν δεν είναι για φόβο. “ΑΦΟΒΟΝ Ο ΘΕΟΣ”. Έτσι ξεκινά η τετραφάρμακος και δεν είναι τυχαίο αυτό. Ο Επίκουρος, ο μέγας διαφωτιστής και ανθρωπιστής φιλόσοφος κατανόησε ότι για να διάγει ο άνθρωπος έναν ευδαίμονα βίο, θα πρέπει να παραμερίσει τους αστήριχτους φόβους που τον κατατρέχουν.

Από που όμως προέκυψαν οι δοξασίες που είναι τόσο αταίριαστες με τη φύση του θείου; Ενώ λοιπόν κατά τον Επίκουρο οι Θεοί υπάρχουν μιας και η γνώση που έχουμε γι αυτούς είναι εναργής, δεν συμβαίνει το ίδιο για την γνώμη που έχουμε γι αυτούς. Αυτό συμβαίνει διότι ενώ η φύσις ενέγραψε την έννοιά τους στο πνεύμα των ανθρώπων (δηλαδή η παράσταση του Θεού έχει αποτυπωθεί στο νου των ανθρώπων) δηλαδή υπάρχει καθολική συγκατάθεση περί τούτου, οι ίδιοι οι άνθρωποι στην συνέχεια προσάπτουν φαντασιακώς αλλοιώσεις και προσδίδουν άλλες ιδιότητες πέραν της μακαριότητητος και αφθαρσίας των.
Έτσι δίχως να έχουν οι Θεοί την ευθύνη, οι πολλοί άνθρωποι από μόνοι τους τους προσδίδουν την εξουσία των φαινομένων φυσικών και ηθικών. Έτσι λοιπόν καταλήγει ο Επίκουρος ότι οι Θεοί δεν είναι όπως τους πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε ότι πρεσβεύει ο πολύ κόσμος γι αυτούς.

Έτσι λοιπόν ο Επίκουρος έρχεται μέσα από τις επιτομικές επιστολές του που ευτυχώς μας έχουν διασωθεί μέσω του Διογένη Λαέρτιου και διαφωτίζει το θέμα εκφράζοντας προς τους Θεούς μια πραγματικά ευσεβή άποψη που όμως δεν είναι κοινά αποδεκτή.

Παρόλο την ευσέβεια του Επίκουρου, οι σχετικές απόψεις του αλλά και των επικουρείων που ακολούθησαν μέχρι τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, ξεσήκωσαν πλήθος διαμαρτυρίες από τους αντιπάλους της σχολής και στοιχειοθέτησαν κατηγορίες περί αθεΐας. Αυτές είχαν να κάνουν κυρίως με την θέση της μη παρεμβατικότητας των θεών στα ανθρώπινα και φυσικά τεκταινόμενα, δηλαδή την απουσία της θείας πρόνοιας και της επιβράβευσης ή τιμωρίας των αγαθών ή κακών πράξεων εν ζωή ή και μεταθανάτια. Έτσι ο Ρωμαίος Κικέρων είπε ότι “ο Επίκουρος στην πραγματικότητα αρνείται τους Θεούς”.

Ο στωικός Ποσειδώνιος ισχυρίστηκε πολύ αργότερα ότι ο Επίκουρος ήταν ένας κόλακας που προσπάθησε να καλύψει τον αθεϊσμό του με μια λειψή θεολογία. Είναι ο ίδιος που λασπολογούσε τον Επίκουρο με φαιδρές εκφράσεις σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο. Όμως σύμφωνα με τις πηγές βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης των επικουρείων να γίνεται προσπάθεια αντίκρουσης των κατηγοριών περί αθεΐας. Εκτός του Επίκουρου, ο Φιλόδημος διακόσια χρόνια μετά, έγραψε το Περί Ευσέβειας όπου εξετάζει σχετικά θέματα. Ο Διογένης Οινοανδέας τετρακόσια χρόνια μετά τον Επίκουρο απολίθωνε στην Μεγάλη Επιγραφή το παρακάτω:

«…και τους καλύτερους τους κατατρέχουν ως άθεους και γι αυτό θα δηλώσω ότι δεν είμαστε εμείς (οι επικούρειοι) που αναιρούμε τους Θεούς, αλλά άλλοι…».

Είναι σημαντικό το να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα που είπαν ή δεν είπαν ο Επίκουρος και οι υπόλοιποι φιλόσοφοί μας, αλλά το κυριότερο είναι το να μην εισάγουμε έννοιες που ποτέ δεν υποστηρίχθηκαν από αυτούς και μάλιστα στο όνομά τους, για να καλύψουμε προσωπικές μας πεποιθήσεις, που βεβαίως είναι σεβαστές ως τέτοιες. Με τον τρόπο αυτό η επικούρεια φιλοσοφία προστατεύεται και δε κινδυνεύει να αλλοιωθεί ως προς την ουσία της. Και βέβαια, όπως γράφει ο Eric Anderson στο βιβλίο του «Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ τον 21ο ΑΙΩΝΑ», «οι αναθεωρήσεις είναι πάντα αναγκαίες, αλλά ως επί το πλείστον, η προσαρμογή του επικουρισμού στον 21ο αιώνα είναι μια διαδικασία διερεύνησης ή περιορισμού των αρχαίων απόψεων – πάντα σε συμφωνία με τα πρόσφατα δεδομένα – και όχι ανατροπής τους».

Ευτυχώς όμως από τύχη αγαθή εκτός των επιστολών του Επίκουρου η ηφαιστειακή τέφρα του Βεζούβιου προστάτεψε έναν μεγάλο αριθμό επικούρειων έργων που σε συνδυασμό με σχετικές αναφορές σε έργα άλλων συγγραφέων της αρχαιότητας μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες επί του θέματος. Κι αυτό διότι τα εκτεταμένα έργα του Επίκουρου επί του θέματος τα Περί Ευσεβείας και Περί Θεών δεν έχουν φτάσει έως εμάς αυτούσια.

Ας εξετάσουμε στα πλαίσια αυτά την επικούρεια άποψη για τη φύση των θεών.
Ο Επίκουρος ως φιλόσοφος όφειλε και προχώρησε στην αναζήτηση της φύσης των Θεών. Χρησιμοποίησε γι αυτό τα κριτήρια της αλήθειας, εντάσσοντας την έρευνά του στον τομέα της φυσιολογίας. Θα αναφερθώ στα βασικά σημεία επ' αυτού του θέματος.

Οι Θεοί δεν γίνονται αντιληπτοί μέσω του αισθητηριακού περιβάλλοντος αφού κανείς δεν έχει πιάσει ή ακούσει ή γευθεί κλπ Θεό, αλλά μέσω της νοήσεως, «λόγω θεωρητοί» όπως ακριβώς είπε ο Επίκουρος, μέσω της επιβολής της διανοίας που είναι ένα από τα τέσσερα επικούρεια κριτήρια αληθείας. Ότι γίνεται αντιληπτό μέσω της ενοράσεως είναι υπαρκτό και ιδιαίτερα εφόσον είναι καθολικό, είναι εναργές. Οι Θεοί είναι όντα ενσώματα, διότι μόνον το κενό είναι μη ενσώματο. Όμως το γεγονός ότι δεν μπορούμε να τους αντιληφθούμε με τις αισθήσεις οδηγεί τον Επίκουρο στο συμπέρασμα ότι οι Θεοί αποτελούνται από λεπτότερα αιθέρια θα λέγαμε άτομα τα οποία όμως οπωσδήποτε έχουν υλική υπόσταση. Την υλική αυτή υπόσταση είναι που αντιλαμβανόμαστε μέσω της νοήσεως με τη μορφή απορρεουσών ειδώλων από εκείνους προς εμάς.

Ο Επίκουρος αντιλαμβάνεται τους Θεούς ως ανθρωπόμορφους διότι έτσι τους αντιλαμβάνονται και τους αναπαριστούν οι άνθρωποι. Εξάλλου η μακαριότητα και η αφθαρσία απαιτεί την κάλλιστη εμφάνιση και απεικόνισή τους.Η τοποθεσία που εκδηλώνουν την ύπαρξή τους είναι τα μετακόσμια διότι αν ήταν οπουδήποτε αλλού θα παρέμβαιναν στην λειτουργία του κόσμου κάτι όμως που δεν επιμαρτυρείται από κανένα φαινόμενο. Τα μετακόσμια κατά τον Επίκουρο είναι το διάστημα μεταξύ των κόσμων, ένας χώρος αρκετά κενός όχι όμως τεράστιος και εντελώς κενός.

Ο Επίκουρος τοποθετήθηκε αναφορικά με την συμπεριφορά των ανθρώπων προς το Θείο, εντός του πλαισίου περί των προτιμήσεων και αποφυγών για το ηδέως ζην. Στο σημείο αυτό αξίζει να εξετάσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής του. Είναι γνωστό ότι ο φιλόσοφος μετά τον οριστικό του επαναπατρισμό, απόκτησε οικία στο Δήμο Μελίτης, δίπλα στο λόφο των Νυμφών (αστεροσκοπείου). Ο Κήπος η σχολή του, βρίσκονταν λίγο παραδίπλα ανάμεσα στο Δίπυλο και στην Ακαδημία. Ο Παρθενών και η Πρόμαχος Αθηνά προσέφεραν τη θέα τους και στα δυο αυτά σημεία. Αλλά η πόλη δεν ανήκε μόνον στην Θεά της. Ανήκε πρωτίστως στους πολίτες, τους Αθηναίους Πολίτες που τιμούσαν την πόλη τους μέσω της λατρείας της πολιούχου Θεάς και των άλλων Θεών και Θεοτήτων. Η τιμή στους Θεούς γίνονταν τόσο μέσω της έκφρασης της λαϊκής λατρείας, οικιακής και μαζικής αλλά και της πολιτειακής, μέσω των οικιακών τελετών και των πάνδημων εορτών όπως των Ανθεστηρίων, των Διονυσίων κα. Ο κάθε οίκος είχε τον βωμό του και τα ιερά των Θεών όπως και τα αγάλματα αυτών βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλη την Αττική. Με την κορύφωση της κλασικής περιόδου οι Θεοί δεν περιορίστηκαν στον μύθο αλλά σφιχτοαγκαλιάστηκαν με την πόλη.

Η λαϊκή θρησκεία όπως εκφράζονταν στις παραδοσιακές εορτές αλλά κυρίως στον οίκο, έμενε αναλλοίωτη στην πορεία της ιστορίας. Η πολιτειακή είχε τις διαδρομές της αναλόγως της πολιτικής κατάστασης της εποχής.Υπό αυτό το πρίσμα βλέπουμε τις παρακάτω επικούρειες απόψεις που έχουν να κάνουν με την συμπεριφορά των ανθρώπων προς το Θείο.Ο Φιλόδημος στο έργο του Περί Ευσεβείας αναφέρει τα εξής:

Το ότι οι Θεοί της Πόλης πρέπει να τιμούνται, δεν ήταν κάτι που απλώς δίδασκε ο Επίκουρος αλλά είναι φανερό από τη διαγωγή του πως τηρούσε πιστά όλες τις παραδοσιακές εορτές και θυσίες”.

Ο Φιλόδημος στο ίδιο έργο μας παραθέτει ένα γράμμα του Επίκουρου που λέει τα εξής:

Όσο για εμάς ας θυσιάζουμε ευσεβώς και όπως αρμόζει τις κατάλληλες μέρες και ας εκτελούμε όλες τις άλλες πράξεις λατρείας σύμφωνα με τα έθιμα, χωρίς να αφήνουμε την κρίση μας σχετικά με τις ανώτατες και πιο σεπτές υπάρξεις να επηρεάζεται με τις συνηθισμένες αντιλήψεις. Επιπλέον, ας τηρούμε τα έθιμα για τον λόγο που ανέφερα γιατί έτσι μπορούμε να ζήσουμε σε συμφωνία με τη φύση”.

Ο Φιλόδημος αναφέρει πάλι στο Περί Ευσεβείας ότι σε επιστολή του προς τον Φύρσονα ο ίδιος ο Επίκουρος αναφέρει ότι συμμετείχε με το λαό στην εορτή των Χοών (η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων) και πως είχε μυηθεί στα αστικά μυστήρια. Και συνεχίζει με το ότι “ο Επίκουρος λέει ότι η προσευχή ταιριάζει στη Σοφία. Όχι επειδή στεναχωριούνται οι Θεοί εάν δεν προσευχηθούμε αλλά λόγω της σαφούς αντίληψης ότι είναι φύσεις ανώτερες σε δύναμη και σπουδαιότητα”.
Ο Σοφός απευθύνει προσευχές στους Θεούς, θαυμάζει τη φύση και την κατάστασή τους , αγωνίζεται να τους πλησιάσει, λαχταρά να τους αγγίξει και να ζήσει με αυτούς...”

Ο βιογράφος του Επίκουρου Διογένης Λαέρτιος αναφέρει για τον Επίκουρο ότι “Ο σεβασμός του προς τους Θεούς και η φιλία του προς την πατρίδα, δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν”.Αυτά λοιπόν μας είπε ο μεγάλος φιλόσοφος Επίκουρος περί Θεών και Ευσεβείας.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η επικούρεια θεολογία για το μακάριο και άφθαρτο ον, το Θεό μας λέει ότι:

Δεν προκαλεί το κακό ούτε στον εαυτό του ούτε σε άλλους.
Δεν προκαθορίζει.
Δεν τιμωρεί.
Δεν δωροδοκείται με ανταλλάγματα.

Είναι πρότυπο για τον μακάριο και ατάραχο βίο των ανθρώπων, ο Διογένης Οινοανδέας έλεγε κάποτε για τους επικούρειους «…όσο ζούμε, χαιρόμαστε ομοίως με τους Θεούς»

Είναι λοιπόν άφοβον.

Φθάνοντας στο σήμερα του 21ου αιώνα, σ’ αυτό το διαμορφωμένο περιβάλλον και με αυτές τις ιδιαίτερες και όχι ευχάριστες συνθήκες που βιώνουμε καθημερινά, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η επικούρεια φιλοσοφία με τις ξεκάθαρες έννοιες και αντιλήψεις, δείχνει αισιόδοξα τον δρόμο για την βίωση μιας τέτοιας ζωής, ώστε και το σώμα μας να μην υποφέρει και η ψυχή μας να μην είναι ταραγμένη.

Άφοβον ο Θεός.

Oμιλία του Κου Τάκη Παναγιωτόπουλου, στο 1ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Επικούρειας Φιλοσοφίας, 12-13 Φεβρουαρίου 2011, Γέρακας Αττικής.