Translate

Άρης Βελουχιώτης - Ο ιστορικός λόγος του στη Λαμία - 22 Οκτώβρη 1944

 


Aris

ΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

Άρης Βελουχιώτης

Στις 19 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Λαμία. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ, καταφτάνουν στην πόλη. Στις 29 Οκτωβρίου και με αφορμή την επέτειο του ΟΧΙ, συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της πόλης, πανηγυρική συγκέντρωση του ΕΑΜ με παμφθιωτική λαϊκή παρουσία. Ο Άρης εκφωνεί από το περίφημο μπαλκόνι τον παρακάτω λόγο.

Γιατί αγωνίστηκα.

Αδέλφια, Έλληνες και Ελληνίδες της Λαμίας και της περιοχής της!
Από μέρους του Γενικού Στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ, σας φέρω τους πιο θερμούς χαιρετισμούς.
Όπως βλέπετε, πρόκειται «να βγάλω λόγο». Μα ο λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ ούτε πως θα σας φτιάξω γεφύρια ή ποτάμια, όπως σας υποσχόντουσαν πως θα σας φέρουν οι παλιοί κομματάρχες. Ούτε και θα σας τάξω λαγούς με πετραχήλια. Δεν επιδιώκω ν' αποσπάσω επαίνους για τη ρητορική μου δεινότητα. Επιδιώκω απλώς ν' ακούσετε αυτά που θα σας πω. Προσέξτε. Θ' αρχίσω σαν τα παραμύθια:

Η αθάνατη ελληνική φυλή.

Κάποτε η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε ένα πολιτισμό, οπού επί 2 1/2 χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ' όλο τον κόσμο. Κανένας σοφός η άσοφος δεν μπορεί μέχρι σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν δεν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι λευτερώθηκε.
Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», αναμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή.
Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη.
Αυτό κάνεις δεν το ήθελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες, ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. Οι ξένοι δεν το θέλανε, γιατί φοβισμένοι από τη γαλλική επανάσταση, χτυπούσαν όλες τις εξεγέρσεις και δημιούργησαν γι' αυτό μεταξύ τους την Ιερή Συμμαχία. Οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες γιατί τα είχανε καλά με τους Τούρκους και ξεζουμίζανε το λαό.

Η αντίδραση ουρλιάζει.

Μα ο ελληνικός λαός δεν θάτανε αυτός ο λαός, ο λαός δηλαδή της χώρας της λευτεριάς και του πολιτισμού, αλλά λαός ζούγκλας, αν δεν έβγαζε μέσα από τα σπλάχνα του τους αρχηγούς εκείνους, που θα οδηγούσανε στη λευτεριά του. Όπως βλέπετε, λοιπόν, όλοι - ξένοι και ντόπιοι - πάλεψαν για να μην ξεσηκωθεί ο λαός κι αποχτήσει τη λευτεριά του.
Μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς δε σταμάτησαν οι αγώνες. Μικροί ή μεγάλοι. Ένοπλοι ή όχι. Κι ύστερα μέσα απ' αυτό το λαό ξεπήδησε ο μεγάλος βάρδος της επανάστασης, πού ύμνησε με τα τραγούδια του την ιδέα της εξέγερσης του έθνους, ο πρόδρομος της Φιλικής Εταιρίας: ο Ρήγας. Η αντίδραση τον σκότωσε, πριν προλάβει να φέρει σε πέρας τις αρχές του. Μα ο σπόρος που έσπειρε βλάστησε σύντομα.
Σε λίγο, η Φιλική Εταιρία έγινε κι αγκάλιασε χιλιάδες Έλληνες.
Ας ούρλιαζε η αντίδραση. Ας υπόγραφε άτιμα χαρτιά, σαν αυτό πού υπογράφηκε στη διάσκεψη της Βιέννης στα 1815, κάτω από το όποιο έβαλε την υπογραφή του κι ο πολύς Γιάννης Καποδίστριας και που διαλάμβανε, ότι όχι μόνο δε θα ευνοηθεί και επιτραπεί ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα, μα και θα πνιγεί στο αίμα αν ξεσπάσει.
Ο Γιάννης Καποδίστριας, που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά σαν μεγάλο και τρανό, με προτομές και πορτραίτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας. Μα ότι έκανε, δεν το έκανε σαν Καποδίστριας, μα σαν εκπρόσωπος όλης της ελληνικής αντίδρασης. Ας ούρλιαζε λοιπόν, μαζί με τη διεθνή και η ντόπια αντίδραση. Κι ας υπογράφανε άτιμα χαρτιά.

Ο λαός προχωρεί.

Τίποτα δεν ήτανε ικανό να συγκρατήσει τη φλόγα για τη λευτεριά, που έκαιγε μέσα στις καρδιές του λαού μας. Έτσι, στα 1821, ύστερα από κόπους και θυσίες και χάρη στον ενθουσιασμό και τη φλόγα του Παπαφλέσσα, που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, ακόμα και την ψευτιά, κηρύσσοντας την εξέγερση, ξεσηκώθηκε πρώτος ο Μοριάς. Από δω, από το Μοριά, άρχισε η επανάσταση του 1821.
Στο άκουσμα της εξέγερσης όλοι οι ισχυροί της γης, ξένοι και ντόπιοι, τρόμαξαν. Οι κοτζαμπάσηδες, όμως, βλέποντας ότι δεν τους ήτανε δυνατό να συγκρατήσουν το λαό και φοβούμενοι την οργή του, αναγκάστηκαν να κόψουν τη συνεργασία τους με τους καταχτητές και για να ευνουχίσουν το λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα, πήρανε όλοι μέρος στην επανάσταση κι έτσι αυτή πήρε χαραχτήρα πανεθνικό.
Οι τρανοί της γης τρόμαξαν και, χρησιμοποιώντας όλα τα τερτίπια, προσπάθησαν να πνίξουν την επανάσταση. Μα γελάστηκαν. Επί 7 ολόκληρα χρόνια πάλεψαν οι προπάτορες μας, παρά το γεγονός ότι η ελληνική αντίδραση, δυο φορές, το 1823 και 1825, οργάνωσε τον εμφύλιο πόλεμο για να σπάσει ακριβώς τους αγώνες αυτούς. Έτσι οι πρόγονοι μας ανάγκασαν όλους τους εχθρούς μας να γλύψουν εκεί που έφτυσαν και ν' αναγνωρίσουν τους αγώνες μας και την ανεξαρτησία μας.
Κανείς δεν πίστευε προηγούμενα σ' αυτό το θαύμα, που συντελέστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις και τα μέσα του λαού. Άλλοι περίμεναν να τους έλθει η λευτεριά από τη Ρωσία κι άλλοι από τη μεγαλοψυχία των βασιλιάδων της Ευρώπης. Μα η επανάσταση απόδειξε, ότι αυτή μόνη της χάρισε τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τα παραμύθια του φιλελληνισμού, χάρη στον οποίο αποκτήσαμε δήθεν τη λευτεριά μας, εφευρέθηκαν μόνο και μόνο για να γίνει πιστευτό, ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε, όχι από τις ίδιες της τις δυνάμεις, μα από τους ξένους. Υπήρξαν βέβαια φιλέλληνες, που αγωνίστηκαν, πολέμησαν κι έχυσαν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τιμή και δόξα σ' αυτούς κι αιώνια ας είναι η ευγνωμοσύνη του έθνους. Μα αυτοί υπήρξαν μεμονωμένα άτομα μονάχα. Η θεωρία του οργανωμένου φιλελληνισμού είναι καθαρό παραμύθι.
Με την επικράτηση της επανάστασης αμέσως οι δικοί μας κοτζαμπάσηδες επιβλήθηκαν πάνω στη χώρα μας. Η αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει το λαϊκό χαραχτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα. Και στο τέλος το πέτυχε. Η αρχή έγινε κολλώντας στο σβέρκο της πατρίδας μας αυτόν που σας είπα πρωτύτερα:
Τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης Καποδίστριας από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους άρχισε την καταστροφή της χώρας μας, κι ένας άλλος Γιάννης, ο Μεταξάς, έβαλε σ' αυτήν το καπάκι.

Πώς μας επιβλήθηκαν οι βασιλιάδες.

Ο λαός νόμιζε, ότι μια που πέτυχε πια η επανάσταση, θα επακολουθούσαν τα χρόνια της ευτυχίας του, ότι όλη η ανθρωπότητα θάτανε στο πλευρό της χώρας μας και πως η χώρα μας, για μια ακόμα φορά, θα βρισκότανε σε θέση να ξαναπάρει, όπως και παλιότερα, ολόκληρη την ανθρωπότητα από το χέρι και να της δείξει καινούργιους δρόμους πολιτισμού και προόδου. Μα στη θέση αυτών η ντόπια και ξένη αντίδραση επιβλήθηκαν και φέρανε τον Καποδίστρια, τη Βαυαρική δυναστεία με τον Όθωνα.
Χρόνια και χρόνια απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτισμό και μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία. Έτσι η Ελλάδα που υπήρξε κάποτε η πηγή των φώτων και του πολιτισμού, κατάντησε να βρίσκεται στο πιο χαμηλό επίπεδο οικονομικής, κοινωνικής και εκπολιτιστικής ανάπτυξης, όχι μόνο έναντι των λαών της Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων.

Η προδοσία του αλβανικού έπους.

Η ουσία αυτού βρίσκεται στο γεγονός, ότι αντίδραση σκεφτόταν μόνο πώς να εκμεταλλευτεί, να βασανίσει, και να ξεζουμίσει το λαό, οργανώνοντας κινήματα κάθε τόσο και καλλιεργώντας τις φαγωμάρες, προπαγανδίζοντας και πείθοντας το λαό ότι είναι απαραίτητο να ζει φτωχός και κακομοιριασμένος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πιάνοντας μια λέξη του Κολοκοτρώνη, που ονόμασε κάποτε τη χώρα μας Ψωροκώσταινα, κατάφερε να πείσει το λαό ότι το ελληνικό κράτος δε μπορεί να ορθοποδήσει μόνο του κι ότι θα έπρεπε να μας κυβερνήσουν οι ξένοι, ονομάζοντας γι αυτό και τα πολιτικά κόμματα ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά. Σ' αυτό το σημείο μας φέρανε οι κορυφές που διοικούσαν τον τόπο μας. Κάποτε φτάσαμε και στη δημοκρατία. Μα αυτό έμοιαζε με την παροιμία που έλεγε ο λαός: Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Μυρίστηκαν οι έξυπνοι ψητό από τη μοναρχία και βρίσκοντας ότι «έφταιγε» η δημοκρατία για τη δυστυχία του λαού, ξαναφέρανε το βασιλιά. Και τότε άρχισαν πιο ξετσίπωτα ακόμα να ξεζουμίζουν και να καταπιέζουν το λαό. Και για να μπορούν να πνίγουν τις κραυγές του, βάλανε στο κεφάλι μας το Μεταξά, που ήτανε πάντα πράχτορας του ΙΙ γραφείου του γερμανικού επιτελείου, από τον καιρό που σπούδαζε στη στρατιωτική σχολή της Γερμανίας.
Έτσι, ύστερα από 120 χρόνια, ξαναπέσαμε πάλι στη σκλαβιά, γιατί έτσι κακά μας κυβερνήσανε στο διάστημα αυτό.
Σ' αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε, όταν ξέσπασε η πολεμική λαίλαπα και η σύγκρουση μεταξύ των κολοσσών. Μα κανένας απ' αυτούς δε σκέφτηκε ελληνικά και να δει πώς θα ξέφευγε η χώρα μας τη λαίλαπα αυτή. Με την επίγνωση ότι η χώρα μας θα τραβούσε στην καταστροφή μπήκανε στον πόλεμο.
Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, πού μας αποδείχνουν, ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουνε μόνο τρεις τουφεκιές στο Αλβανικό μέτωπο κι ύστερα να μας παραδώσουν στους φασίστες. Υπάρχουν ντοκουμέντα που μας πείθουν ότι το Νοέμβρη προς το Δεκέμβρη του 1940 μπορούσαμε να πετάξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα. Μα αυτοί συγκρατούσαν το στρατό μέχρι που να λύσει το στρατιωτικό της πρόβλημα, η Γερμανία στην Ευρώπη κι ύστερα να δικαιολογηθούν ότι δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με δυο κολοσσούς. Δεν πίστευαν στις δόξες του στρατού μας, στο θάρρος, στην τόλμη, στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό του, που πολεμούσε με φλόγα ενάντια στο φασισμό, νηστικός και ξυπόλυτος πάνω στα βουνό της Αλβανίας με τη βοήθεια όλου του ελληνικού λάου. Αυτοί δεν πίστευαν σ' αυτά και περιμένανε πως θα καμφθεί. Γι' αυτό το έπος της Αλβανίας είναι ολοκληρωτικά έργο του λαού. Είναι έργο του λαού που το πραγματοποίησε με το μένος που είχε ενάντια στο φασισμό και το ζυγό του Μεταξά, με θυσίες και ηρωισμούς.
Έτσι, μας ξαναδέσανε στη σκλαβιά.
Μα ο λαός μας δεν ήτανε σε θέση να συνεχίσει το έργο του αυτό. Όσο φλογερά κι αν ήτανε τα στήθη του, η φλόγα αυτή δεν θα άντεχε στα σιδερόφρακτα μεγαθήρια των φασιστών, μια που είχε μέσα του και την προδοσία των ηγετών του. Έτσι αναγκάστηκε να υποκύψει, μα όχι σαν ηττημένος. Γιατί αυτή η συνθηκολόγηση που έκαναν, υπογράφηκε πριν ακόμα πολεμήσει ο στρατός μας. Αυτή δεν ήτανε ήττα του λαού μας, μα ήττα και χρεοκοπία των καθεστώτων που μεσολάβησαν από το 1821-1941. Γι αυτό κι ο λαός μας τιμωρεί σήμερα την ήττα αυτή και θα την τιμωρήσει αργότερα πιο σκληρά ακόμα.
Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε. Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί, ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε.
Τι μπορούσαμε να περιμένουμε απ' αυτούς που φορούσαν τα κλακ και τα μπακαλιαράκια; Τι μπορούσαν να μας πούνε αυτοί; Το μόνο που βρίσκανε να μας λένε ήτανε:
Ησυχία, παιδιά, και τάξη. Κάναμε κυβέρνηση, ησυχάστε. Αυτό όμως θέλανε κι οι Γερμανοί. Μα τα λόγια αυτά τα εκστομίζανε οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται Έλληνες.
Κι όμως, δε θα συμβιβάζονταν με τη λογική και τη ράτσα μας, αν δε βγαίναν πάλι τα στοιχεία αυτά που θα κρατούσανε ψηλά την τιμή του έθνους μας, μέσα από το λαό μας.

Στο δρόμο του αντάρτικου.

Μια μαυρίλα πλάκωνε τον ελληνικό ορίζοντα. Κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η αύριο και πώς θα ξεφεύγαμε από τη σιδερένια τανάλια που μας έσφιγγε. Κείνοι που ένιωθαν βρίσκονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια. Κι εδώ πρέπει να στιγματιστεί μια άλλη ατιμία των ανθρώπων της 4ης Αυγούστου, που φεύγοντας, τους παράδωσε στα χέρια των καταχτητών.
Μια άλλη μερίδα πού ένιωθε, ασχολούνταν με τις μαύρες και άσπρες αγορές. Έτσι, όλο το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, απ' αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία και μέσα τους υπήρχε μια ζεστή ελληνική καρδιά κι έτρεχε στις φλέβες τους πραγματικό ελληνικό αίμα. Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του Έθνους. Αυτοί που δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕAM.
Βέβαια, ποιος θάτανε κείνος που μπορούσε να πιστέψει τότε. Ότι αυτή η φούχτα των ανθρώπων θα έφερνε στη χώρα μας τη μεγαλόπρεπη αυτή νίκη. Μα η υφή, η ψυχοσύνθεση, το σκαρί των ανθρώπων αυτών ήτανε τέτοιο. Παρά τις φυλακές, τους κατατρεγμούς, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις ομαδικές εκτελέσεις και την τρομοκρατία, οι άνθρωποι αυτοί οδηγούσαν ηρωικά και θαρραλέα τις μάζες στον δρόμο της λευτεριάς.
Ξέρετε όλοι πως άρχισε το κίνημα αυτό και δε σταματώ στις λεπτομέρειες του. Όταν έχουμε τη μέρα της εθνικής ανεξαρτησίας μας, πού γιορτάζουμε στις 25 Μάρτη, χαιρόμαστε, τραγουδάμε και κλαίμε από τη συγκίνηση. Μα από δω και πέρα θα έχουμε δυο εθνικές γιορτές: την 25η Μάρτη και την 27η Σεπτέμβρη επέτειο της δημιουργίας του ΕΑΜ, που αποτέλεσε τη βάση της σημερινής μας απελευθέρωσης.

Αυτό πρέπει να το νιώσουμε.

Στα προηγούμενα χρόνια πολλοί περνούσανε από την πλατεία του Διάκου, μα κανείς δεν ένιωθε τον παλμό που περιείχε το τραγούδι, που μας δίδασκε στο σχολείο ο παλιός καθηγητής μας Λάσκαρης: Σας ευλογεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι;
Κανείς δεν ένιωθε, ότι έπρεπε να φύγει μακριά από τα μικροσυμφέροντα του και να παλέψει για τη λευτεριά. Μα η χούφτα αυτή των ανθρώπων, που σας μίλησα πιο πάνω, ρίχτηκε ολόψυχα στον αγώνα.
Η αντίδραση στο άκουσμα της χρησιμοποίησε όλα τα μέσα κι έθεσε σε ενέργεια όλες τις ατιμίες για να τη σαμποτάρει. Μα όλα αυτά στάθηκαν ανίκανα να σπάσουν τον αγώνα της. Αντίθετα, αυτή ρίζωνε κάθε μέρα και πιο πολύ κι ανέπτυσσε τη δράση της. Κι επειδή δεν είχε σκοπό να καταπιαστεί με χαρτοπόλεμο έβγαλε στο βουνό το αντάρτικο.
Θυμάμαι όταν το χειμώνα του 1941 ήλθα εδώ σαν «μαυραγορίτης» για να βάλω μπροστά τη δουλειά. Σας γνώριζα όλους, μα κανείς από σας δεν ήξερε τι επεδίωκα εγώ. Τότε μαζί με το Γ. Φράγκο και Γ. Γιαταγάνα βγάλαμε το πρώτο διάγγελμα του ΕΑΜ. Πολλοί νομίζανε τότες, ότι αυτό ήτανε μόνο ντόρος και τίποτα άλλο.
Όταν λέγαμε ότι σε λίγο θα σφυρίζει το μάλιγχερ και θα κροταλίζει ξερά το πολυβόλο στις βουνοκορφές και τα φαράγγια μας κι οι Γερμανοί και Ιταλοί θα φεύγουν ντροπιασμένοι, ίσως πολλοί να λέγανε πως αυτά δεν ήτανε παρά ηχηρές φράσεις.
Μα ύστερα από 2 1/2 μήνες άρχισε πραγματικά να λαλεί το ντουφέκι. Και τι δεν είπανε τότε! Όπως και στα 1821 όλη η αντίδραση συνωμότησε εναντίον μας και στην αρχή δεν έλεγε τίποτα για το αντάρτικο, κάνοντας το ίδιο πού κάνει και η στρουθοκάμηλος, όταν κρύβει το κεφάλι της, ενώ όλο της το σώμα φαίνεται. Έτσι κι αυτοί, νομίζανε, ότι αν δε λέγανε τίποτα για το αντάρτικο και το αγνοούσαν, δε θα ξαναβροντούσε το καριοφίλι. Μα μπορούσε να σταματήσει αυτό; Κάθε μέρα κοκκίνιζαν τα βουνά και τα φαράγγια από το αίμα.
Κι όταν είδαν ότι το αντάρτικο μεγάλωνε, παρά τη σιωπή τους, τότε κι αυτοί άλλαξαν τρόπο για να μας πολεμήσουν. Μας ονόμασαν πλιατσικολόγους, κατσικοκλέφτες, ληστοσυμμορίτες κλπ. Ακόμα βρέθηκαν άνθρωποι να μας αποκηρύξουν με την υπογραφή τους γιατί σκοτώσαμε τον προδότη και εκβιαστή Μαραθέα. Αυτοί οι κύριοι ήτανε κυριολεκτικά ηλίθιοι.
Δεν ξέρανε ούτε το ατομικό τους συμφέρον. Νόμισαν, πως αν μας αποκήρυσσαν θα σταματούσε κι ο αγώνας μας κι ότι δεν θα είμαστε κάποτε ικανοί να τους σφίξουμε το λαιμό και να τους πνίξουμε.
Ας είναι. Τέτοιοι ηλίθιοι ήτανε και τέτοιες ηλιθιότητες λέγανε. Ας κάνουν τώρα τα ψηλά τους καπέλα κλωσοφωλιές.

Η ύπαιθρος αναπνέει.

Μα ήτανε δυνατό να πιάσει αυτό; Οι χωριάτες είχανε δει για πρώτη φορά το θαύμα ν' αφήνουν τα πράματα τους έξω χωρίς να τους τα πειράζει κανείς.
Η ζωοκλοπή είχε καταργηθεί στην ύπαιθρο και η ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας ποτέ δεν ήτανε σ' αυτό το σημείο. Ήτανε θαύμα αυτό; Όχι. Αλλά για πρώτη φορά το χωριό γνώρισε την εξουσία, η οποία βγήκε για να χτυπήσει την εσχάτη προδοσία, το έγκλημα, τη ζωοκλοπή κλπ. και να εμπεδώσει την ασφάλεια.
Κι όταν χτυπήσαμε τα εγκλήματα αυτά και πατάξαμε την προδοσία, αυτοί σαν δεσποινίδες της αριστοκρατίας, που δε βλέπουν γύρω τους τη δυστυχία και την κακομοιριά πού βασιλεύει, αλλά συγκινούνται από ένα άρρωστο γατάκι, έμπηξαν τις φωνές και μας κατηγόρησαν ότι σκοτώνουμε. Επί Μεταξά βιάστηκαν γυναίκες, υπέστησαν μαρτύρια χιλιάδες άνθρωποι, σκοτώθηκαν και γκρεμίστηκαν από τα μπαλκόνια της Ασφάλειας γέροι, έγιναν τόσα εγκλήματα, μα κανείς απ' αυτούς δεν είπε τίποτα. Μα τώρα φωνάζουνε ότι ο Άρης σφάζει.
Ναι, σφάξαμε κι είμαστε έτοιμοι να ξανασφάξουμε, αν χρειαστεί. Ποιους όμως σφάξαμε; Εμείς είμαστε πιο πονόψυχοι απ' αυτούς. Απόδειξη είναι ότι εμείς είμαστε κείνοι που τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Σφάξαμε κείνους που πρόδιδαν στους καταχτητές τους Έλληνες, κείνους που κλέβανε το λαό και διαπράττανε εγκλήματα.
Κι είναι κυριολεκτικά ηλίθιοι κείνοι πού τους πήρε ο πόνος γι' αυτούς, που τόσο δικαιολογημένα χτυπήσαμε, για να παίρνουν το μέρος τους ή είναι ολοκληρωτικά συνένοχοι τους. Μα ούτε και το κόλπο αυτό έπιασε.

Το αντάρτικο σώζει το λαό.

Τότε όμως αυτοί, σαν καλοί ζαχαροπλάστες που ήτανε, κατασκευάσανε ένα νέο χρυσό χάπι:
-Ναι, φωνάζανε. δεν υπάρχει αντίρρηση, ότι οι αντάρτες διεξάγουν εθνικό αγώνα. Μα το ζήτημα αυτό θα λυθεί από τους ισχυρούς. Τι μας χρειάζονται, λοιπόν, οι αγώνες κι οι σκοτωμοί, αφού τα ζητήματα μας θα τα λύσουνε άλλοι;
Λυτό το σύνθημα έπιανε. Είχανε όμως δίκιο; Ασφαλώς όχι!
Γιατί δεν είχανε δίκιο;
Στα 1941-42 το ΕΑΜ δεν ήτανε ακόμα ισχυρό. Γι' αυτό δεν είχε αρχίσει ο αγώνας να παίρνει μαζικό χαραχτήρα. Ούτε κι αντάρτικη δράση υπήρχε. Κι όμως. Στα 1941-42 πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, που επακολούθησαν απ' αυτήν, 300.000 άνθρωποι μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρα τους. Και θα πέθαιναν αργότερα ακόμα περισσότεροι, αν το ΕΑΜ δεν κινητοποιούσε με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια και απεργίες το λαό και δεν τον εμψύχωνε: 1. Να επιβληθεί το σταμάτημα της αρπαγής της παραγωγής μας από μέρους των κατακτητών. 2. Να επιβληθεί σ' αυτούς ν' αφήσουν το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να αναλάβει την τροφοδοσία του λαού μας. 3. Να προσέξουν την κατάσταση της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Αν το αντάρτικο δε σταματούσε τις φάλαγγες των Γερμανών που κλέβανε την παραγωγή της χώρας μας και δεν καταργούσε τη συγκέντρωση της παραγωγής που τη βάζανε στο χέρι οι καταχτητές, αν δε γίνονταν όλα αυτά, τότε τα θύματα από την πείνα και τις αρρώστιες θα ήταν πολύ περισσότερα. Όλες οι χιλιάδες των θυμάτων, που πέσανε για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού μας, ποτέ δε φθάνουν τα θύματα της πείνας και των ασθενειών.
Πότε ακούστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας να πραγματοποιείται η απελευθέρωση μέσω της μπαγαποντιάς; Ποτέ. Η λευτεριά δεν κερδίζεται με ξόρκια, αλλά με αγώνες και θύματα!
Μα κι αν το θέλαμε, δεν είχαμε αυτό το δικαίωμα. Το δικαίωμα δηλαδή να κηλιδώσουμε την ιστορία της πατρίδας μας. Αυτό θα ήτανε ασέβεια στη μνήμη των ηρωικών μας προγόνων.
Μα ούτε είχαμε το δικαίωμα να κολλήσουμε μια ατιμωτική σφραγίδα, μια σφραγίδα αίσχους, στο κούτελο των επερχομένων γενεών, των παιδιών μας και των εγγονιών μας, ότι κατάγονται από γενιά ευνούχων, που δέχονται να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια από τον ατιμωτικότερο των θανάτων, από την πείνα, παρά να πεθαίνουν με το όπλο στο χέρι, παλεύοντας για τη λευτεριά.
Τι θα έπρεπε να προτιμούσαμε; Το πρώτο ή το δεύτερο; Όχι! Χίλιες φορές όχι!
Καλύτερα να γινότανε το παν ένα μπουρλότο, παρά να υποταχθούμε στους καταχτητές.
Αυτό ο λαός μας το κατάλαβε, τους μούντζωσε κι έδωσε αυτά τα γενναία παλικάρια, πούναι τώρα στεφανωμένα με δόξες, με δάφνες και με νίκες.

Η αντίδραση συνωμοτεί.

Τότε κι αυτοί αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν βιολί κι αποφάσισαν να βγάλουν στο βουνό δικές τους ανταρτοομάδες.
Μα γιατί αυτό; Το ΕAM είχε δηλώσει ότι δεν είχε μονοπώλιο τον αντάρτικο αγώνα. Γι' αυτό και τους κάλεσε να σχηματιστούν κοινές ανταρτοομάδες. Αν είχανε την πρόθεση να παλέψουν ενάντια στους καταχτητές, θα το κάνανε. Τότε όμως, ισχυρίζονται, ότι η χωρογραφία της Ελλάδας και η πυκνότητα της κατοχής δεν επέτρεπε την ύπαρξη ανταρτοομάδων.
Όταν όμως είδανε εμάς, όταν λευτερώσαμε την ύπαιθρο, τότε κι αυτοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν αντάρτικο.
Τι θα περίμενε κανείς άπ' αυτούς αρχή αρχή; Ποια κραυγή, έστω και τυπικά, να βγει από το στόμα τους; Φυσικά, "Κάτω οι καταχτητές" !
Μα την θέση τους τη γνωστοποίησαν από την αρχή. Η πρώτη κραυγή τους ήτανε:

"Κάτω το ΕΑΜ!"

Μα εμείς και πάλι τους καλέσαμε για να ενωθούμε. Αυτοί όμως αρνήθηκαν, γιατί δεν θέλανε να υποβληθούν σε κόπους και μόχθους για να πολεμήσουν τον καταχτητή. Γιατί αυτοί δεν ήτανε εντολοδόχοι του ελληνικού λαού, μα της αντίδρασης από το φόβο της λαοκρατίας που ζητούσαν να πολεμήσουν.
Στο τέλος μας κήρυξαν κι ανοιχτά τον πόλεμο, ένοπλα, συνεργαζόμενοι με τους καταχτητές.
Θα είμαστε ασυνεπείς στον αγώνα μας και προδότες του λαού μας, αν σιχαινόμαστε τα αίματα. Γι' αυτό, σαν εντολοδόχοι του λαού, συντρίψαμε τους συνεργάτες αυτούς των καταχτητών, τους πολέμιους του εθνικού μας αγώνα.

Ο ΕΛΑΣ στο πλευρό των συμμάχων.

Ύστερα απ' αυτό χρησιμοποίησαν το κόλπο: Μας κατηγόρησαν, ότι δε βοηθάμε το συμμαχικό αγώνα, αλλά θα υπακούσουμε μόνο στους Ρώσους. Κι απειλούσαν ότι όταν θάρθουν οι σύμμαχοι εδώ, θα μας κανονίσουν. Αυτοί, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, απειλούσανε ότι θα μας χτυπήσουν οι σύμμαχοι!
Αυτοί που στα 1941 πρόδωσαν το συμμαχικό αγώνα. Αυτοί που μαγάρισαν τις Θερμοπύλες και τους Τριακόσιους μας κι άφησαν τους συμμάχους Άγγλους να μάχονται μόνοι τους εκεί, ενώ αυτοί είχαν παραδώσει την Ελλάδα με τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, μας κατηγορούσαν ότι δεν ενισχύουμε τον
συμμαχικό αγώνα κι έβαζαν στο μυαλό των συμμάχων την άτιμη σκέψη, ότι δήθεν θα μας χτυπούσαν ερχόμενοι εδώ.

Ο Γοργοπόταμος.

Μα σε λίγο τους ήλθε το πρώτο χαστούκι! Η πρώτη ομάδα των Άγγλων αλεξιπτωτιστών έπεφτε, όχι σ' αυτούς, μα στον Άρη, πάνω στη Γκιώνα. Και μαζί μ' αυτούς τραβήξαμε κι ανατινάξαμε το Γοργοπόταμο. Ο αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής, στρατηγός Ουίλσον, δήλωνε ανοιχτά, ότι οι επιτυχίες των συμμάχων στην Αφρική οφείλονται κατά 80% στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, γιατί αυτή εμπόδισε την αποστολή γερμανικών ενισχύσεων και εφοδιασμού. Μα να κι ένα τελευταίο: Στην Πελοπόννησο προτείναμε στους τσολιάδες να καταθέσουν τα όπλα κι εμείς θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Μα οι Άγγλοι το απέρριψαν αυτό και συνέλαβαν όλους τους τσολιάδες, τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους παραπέμπουν να δικαστούν από τα στρατοδικεία.
Στο κάτω-κάτω, να τώρα οι Άγγλοι μπροστά σας. Διαβαίνουν τους δρόμους της Λαμίας και πάνε να χτυπήσουν τους Γερμανούς μαζί με μας. Μαζί τους θα πολεμήσουμε εμείς κι όχι αυτοί, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού.
Μα τα κατακάθια αυτά βρήκανε νέο τροπάρι: Μας κατηγορούν ότι είμαστε όλοι κομμουνιστές και ισχυρίζονται, ότι το ΕΑΜ. και ο ΕΛΑΣ είναι σκεπασμένες κομμουνιστικές οργανώσεις. Μα αυτή η κατηγορία μπορεί ν' αποτελέσει ντροπή ή έπαινο;

Αγωνιζόμαστε για την Δημοκρατία.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δε βαδίζει τώρα για τον κομμουνισμό. Το ΚΚΕ έχει βέβαια στο πρόγραμμα του σαν τελική του επιδίωξη τον κομμουνισμό. Μα όχι για τώρα. Τον κομμουνισμό θα τον επιβάλλετε σεις, ο λαός κι όχι το ΚΚΕ. Κι είμαι βέβαιος ότι πολλοί από τους μορφωμένους μας, που δεν τον θέλουν σήμερα, θα ψηφίσουν τότε για να επικρατήσει ο κομμουνισμός.
Σήμερα, όμως, το ΚΚΕ. δεν επιδιώκει παρά μόνο μια δημοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος.
Μα ας πούμε, ότι το ΚΚΕ. θα εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Λένε ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησιές και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές να χαλάσουν τις εκκλησιές, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα;
Οι εκκλησιές μας φταίνε ή τα καράβια του Εμπειρίκου; Γιατί λοιπόν να κάψουμε τις εκκλησιές;

Ποιος χτυπά τη θρησκεία;

Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη.
Μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αυτοί που εμφανίζονται σαν προστάτες της εκκλησίας, γκρεμίσανε μαζί με τους Γερμανούς και γδέρνουνε παπάδες.
Ο κομμουνισμός, λένε, θα καταργήσει την θρησκεία. Μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράμα αδύνατο, έστω κι αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλανε να την καταργήσουν. Η θρησκευτική συνείδηση δεν καταργείται με απλές διαταγές. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο πράμα, αυτό θα έμοιαζε με την διαταγή πού έβγαλε κάποτε ένας αστυνόμος στην Ανάφη, με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων!
Το τι θα γίνει στο πολύ μακρινό μέλλον, το πώς θα σκέπτονται οι άνθρωποι τότε, είναι άλλο πρόβλημα. Και κανένας πολιτικός δε μπορεί να βγάλει νόμο για το τι θα πρέπει να γίνει ύστερα από 200 η 500 χρόνια. Ούτε λοιπόν κι εμείς θα βγάλουμε τέτοιο νόμο. Μας ενδιαφέρει το πώς θα προκόψει ο λαός μας σήμερα κι όχι το τι φιλοσοφικές πεποιθήσεις θα έχει ύστερα από 500 χρόνια.
Συνεπώς καταλαβαίνετε τώρα, ότι αυτοί που διαδίδουν αυτές τις συκοφαντίες επιδιώκουν άλλους σκοπούς, προσπαθώντας με το μέσο αυτό της συκοφαντίας να εξαπατήσουν το λαό και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους πάνω του. Αν μάλιστα εξετάσουμε βαθύτερα το πράμα αυτό, θα δούμε ότι αυτοί είναι άθρησκοι, γιατί σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ίχνος θρησκευτικής συνείδησης κι ο μόνος που λατρεύουν είναι ο Θεός Μαμμωνάς, ο Θεός του χρήματος…

Θα συσπειρώσουμε την οικογένεια.

Κατηγορούν τους κομμουνιστές, ότι αυτοί θα διαλύσουν επίσης την οικογένεια. Λες κι εμείς κατεβήκαμε από τον ουρανό και δε γεννηθήκαμε από σπίτια ή φυτρώσαμε μόνοι μας σαν τα μανιτάρια. Η οικογένεια δημιουργήθηκε από ορισμένες οικονομικές συνθήκες. Σε μια ορισμένη ανάπτυξη της κοινωνίας δημιουργήθηκε η ανάγκη της οικογένειας, γιατί έτσι θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι ανάγκες της ζωής.
Χρειάζονταν να δουλεύουν όλοι: ο πατέρας και τα παιδιά στα χτήματα, οι γυναίκες στον αργαλειό και το σπίτι, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό θ' αντιμετωπίζονταν οι βιοτικές ανάγκες τους.
Αυτού του είδους οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, πλησίαζαν όπως βλέπετε, πιο στενά τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους. Σήμερα όμως τι γίνεται; Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες αναγκάζουν όχι πια το στενό πλησίασμα της οικογένειας, αλλά αντίθετα την απομάκρυνση της.
Να ένα παράδειγμα: Ένας άντρας παντρεύεται, μα την επομένη του γάμου του φεύγει στην Αμερική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής του και της γυναίκας του. Ποιος διαλύει στην περίπτωση αυτήν την οικογένεια; Οι κομμουνιστές ή οι οικονομικές συνθήκες πού δημιούργησε η κεφαλαιοκρατία;
Κι εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέλουμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι πού τη διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμα της. Θα δώσουμε στο λαό τα οικονομικά μέσα για να μπορεί να μη σκορπάει την οικογένεια του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.
Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;
Όταν έξαφνα στα 1929-31 το κράτος ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης πού μάστιζε τότε τη χώρα μας να κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες ομολογιούχοι αρνήθηκαν. Να λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους! Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα. Αυτοί λοιπόν οι ίδιοι που μας κατηγορούν ότι επιδιώκουμε την κατάργηση των συνόρων και την διάλυση του κράτους, αυτοί τα ξεπουλάνε αυτά στην πρώτη ευκαιρία.

Όταν οι άτιμοι μιλάνε για τιμή.

Μας κατηγορούν επίσης, ότι εμείς επιβουλευόμαστε την τιμή. Βλέπετε, όλοι αυτοί οι «ηθικοί», που όταν περπατάνε μπερδεύουνται τα κεφάλια τους στα σύρματα, μιλάνε για τιμή!
Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής. Με αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε.
Πάρτε ένα παράδειγμα, απ' αυτό που γίνεται στα χωριά: Ο χωριάτης καπνίζει τον καπνό που παράγει ο ίδιος. Μα τον πείσανε ότι αυτός είναι λαθραίος. Κι ο ίδιος ο χωρικός σου λέει ότι καπνίζει λαθραίο καπνό. Λες και δεν τον έσπειρε αυτός στον τόπο μας, αλλά τον έφερε από την Αμερική. Όπως βλέπετε λοιπόν κι ο ίδιος ο χωριάτης το πίστεψε, πως ο καπνός του είναι «λαθραίος».
Η αντίδραση δεν σταματά σε τίποτα μπροστά προκειμένου να εξαπατήσει το λαό, χρησιμοποιώντας γι αυτό όλα τα μέσα, όλη τη συκοφαντία και το ψέμα. Μα αυτές οι συκοφαντίες στην ύπαιθρο, όπου μας είδανε και μας νιώσανε, έγιναν συντρίμμια. Στις πόλεις θα γίνει κι αυτού το ίδιο.
Σε λίγες μέρες θα δείτε κι εσείς μόνοι σας την πραγματικότητα. Γιατί ο δικός μας σκοπός είναι ένας: Πώς θα ζήσει καλύτερα ο λαός μας!
Όταν είταν εδώ ο κατακτητής, αυτοί θέλανε τότε την τάξη. Εμείς θέλαμε την αταξία για να κάνουμε ανυπόφορη τη ζωή του κατακτητή. Τώρα αυτοί θέλουνε την αταξία. Μα εμείς θέλουμε την τάξη. Αυτοί είναι οι οργανωτές του εμφυλίου πολέμου για να εκμεταλλεύονται το λαό μας. Αυτοί είναι οι λύκοι, που προσπαθούν να κατασπαράξουν το κοπάδι, εμάς, εσάς, όλους μας, το λαό δηλαδή.

Τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας.

Ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ υποσχέθηκαν στο λαό την πάλη ενάντια στον κατακτητή και την απελευθέρωση της χώρας μας. Αυτές τις υποσχέσεις τις τηρήσαμε. Εμείς δεν δημιουργήσαμε κυβερνητικό τύπο. Αυτός δημιουργήθηκε μόνος του από το λαό. Από τον Οκτώβρη του 1942 μόνος του ο λαός τράβηξε στις εκλογές της αυτοδιοίκησης του.
Ο θεσμός αυτός της αυτοδιοίκησης, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην Ευρυτανία, αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας του από το χωριό μέχρι την Π.Ε.Ε.Α. αργότερα.
Εμείς είμαστε υπέρ της ενότητας και χάρη στις προσπάθειες τις δικές μας οφείλεται κατά 9 5% η δημιουργία της εθνικής κυβερνήσεως, κάτω από την οποία αγωνιζόμαστε σήμερα. Μέχρι τη Λάρισα η πατρίδα μας είναι τώρα ελεύθερη. Και γρήγορα θ' απελευθερώσουμε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Έτσι και η δεύτερη μας υπόσχεση τείνει να πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά.

Η πάλη μας για τη λαοκρατία.

Μα εμείς υποσχεθήκαμε στο λαό και κάτι άλλο: Ότι δεν θ' αφήσουμε το όπλο από το χέρι μας αν δεν πετύχουμε και τη διπλή λευτεριά: τη λαοκρατία. Για αυτό θα παλέψουμε για να εκτελέσουμε κι αυτή την υπόσχεση μας, αφιερώνοντας και θυσιάζοντας την ζωή μας ακόμα για τη λαοκρατική λύση του ελληνικού προβλήματος.
Ο ΕΛΑΣ στα χέρια πρώτα της Κ.Ε. του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ αργότερα αποτέλεσε το δυνατό όπλο της διατήρησης του λαού μας στη ζωή. Τον μοχλό της γρηγορότερης απελευθέρωσης μας. Τώρα, στα χέρια της εθνικής μας κυβέρνησης, που αποτελείται απ' όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις και που υπόσχεται στο πρόγραμμα της λαοκρατικές λύσεις, θ' αποτελέσει την εγγύηση, ότι θα συνεχίσουμε τον πόλεμο μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού κι ότι θα εξασφαλισθούν οι ως τώρα κατακτήσεις του λαού μας και θα κερδηθούν και νέες.
Φωνάζατε πολύ για την θανατική καταδίκη των προδοτών, των συνεργατών του καταχτητή και των εκμεταλλευτών της δυστυχίας τού λαού στα χρόνια της κατοχής. Όταν εμείς δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους δικάσουμε, τους εκτελούσαμε. Αργότερα τους δικάζαμε σε στρατοδικεία. Τώρα, όσους έχουμε συλλάβει θα τους παραδώσουμε στην δικαιοσύνη. Υπάρχει η νόμιμη πια κυβέρνηση και αυτή θα αποφασίζει για όλα. Μη φωνάζετε λοιπόν. Αυτοί θα δικασθούν και θα καταδικασθούν. Μα δεν θάχει και μεγάλη σημασία.
Τεράστια σημασία θάχει αν καταδικάσετε και θανατώσετε εσείς, ο κυρίαρχος λαός, το καθεστώς που γεννάει τέτοια καθάρματα.
Μεθαύριο θα τραβήξουμε στις εκλογές. Το πρώτο ράπισμα πρέπει να δοθεί στο δημοψήφισμα, με την οριστική καταδίκη του φιλοβασιλισμού και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.
Αλλά γιατί στρεφόμαστε με τόση μανία ενάντια στο βασιλιά;
1.Γιατί αυτός πρώτα-πρώτα δεν είναι ούτε Έλληνας. 2.Γιατί μας τον φέρανε με το ψεύτικο δημοψήφισμα του 1935. 3.Γιατί είναι επίορκος. Καταπάτησε το Σύνταγμα του 1911 κι έβαλε δικτάτορα τον πεμπτοφαλαγγίτη Γιάννη Μεταξά. 4. Γιατί άφησε όλους τους ανίκανους και πεμπτοφαλαγγίτες στρατηγούς και υπουργούς να προδώσουν τον πόλεμο της Αλβανίας και να υποδουλώσουν την πατρίδα μας. 5. Τέλος, γιατί στην εθνική μας συμφορά του 1941, αντί να καθίσει εδώ και να θυσιαστεί σαν άλλος Κόδρος των Αθηνών, μας εγκατέλειψε.
Αν ήτανε καλός έπρεπε να καθίσει εδώ κι αντί να βγει στο κλαρί ο Άρης και δεν ξέρω ποιος άλλος, να βγει αυτός να οργανώσει τον αγώνα και να είναι τώρα δικαιωματικά βασιλιάς μας και αρχηγός μας. Με τη στάση του ο ίδιος παραιτήθηκε ουσιαστικά και τυπικά του δικαιώματος επί του θρόνου της Ελλάδος.
Αυτά βέβαια γι' αυτόν προσωπικά κι ανεξάρτητα από την πεποίθηση μας πώς δεν χρειάζεται κανένας θρόνος, μα δημοκρατία για να προκόψει η Ελλάδα μας.

Σεβόμαστε τη λαϊκή θέληση.

Το δεύτερο ράπισμα πρέπει να δοθεί στις εκλογές, που θα καθορίσουν το πολίτευμα της χώρας μας. Εμάς, η μόνη μας φιλοδοξία είναι να είμαστε υπηρέτες του λαού. Γι' αυτό θα σεβαστούμε την ετυμηγορία σας, όποια κι αν είναι αυτή.
Μα έχουμε αυτές τις απαιτήσεις: Να ψηφίσει ο λαός ανεπηρέαστα και να σεβασθούν το λαό.
Αν αυτά δεν εκτελεστούν, τότε σας υποσχόμαστε ότι πάλι θα ξαναβγούμε στο βουνό. Μα είμαι βέβαιος ότι αυτά δεν θα συμβούν. Γιατί ο λαός μας χειραφετήθηκε πια. Δοκιμάσθηκε και ξύπνησε. Θ' ακολουθήσει τους δρόμους που του δείχνουμε και που μοναδικά τον συμφέρουν.
Με την πεποίθηση αυτή, τελειώνοντας, σας καλώ να φωνάξουμε:

Ζήτω ο κυρίαρχος λαός μας!


Πηγή: Ριζοσπάστης

Ο Γκράμσι και η Ρωσική Επανάσταση



Πριν ογδόντα χρόνια, στις 27 Απριλίου 1937, πέθανε ο Αντόνιο Γκράμσι, έχοντας περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωής έγκλειστος σε φασιστική φυλακή. Η συμβολή του στη διανόηση αναγνωρίστηκε μετά θάνατον, όταν δημοσιεύτηκαν τα «Τετράδια Φυλακής». Ωστόσο, η συμβολή του στην πολιτική ξεκίνησε κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν φοιτητής της Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Τορίνο. Ακόμα και αυτά τα πρώτα του άρθρα στο σοσιαλιστικό Τύπο αμφισβήτησαν όχι μόνο τον πόλεμο, αλλά την ιταλική, φιλελεύθερη, εθνικιστική και καθολική κουλτούρα.

Η διεθνής δυναμική της επανάστασης
Στις αρχές του 1917, ο Γκράμσι εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Η κραυγή του λαού» (Il Grido del Popolo) και συνεργάστηκε με το κεντρικό όργανο του σοσιαλιστικού κόμματος «Εμπρός!» (Avanti!). Η ιταλική δημοσιογραφική κάλυψη τους πρώτους μήνες της εργατικής επανάστασης του Φεβρουαρίου 1917 ήταν ελλιπής. Περιοριζόταν στην αναπαραγωγή άρθρων από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία του Λονδίνου και του Παρισιού. Στο «Εμπρός!» δημοσιεύτηκαν άρθρα με την υπογραφή «Τζούνιορ», ψευδώνυμο του Βασίλι Βασίλιεβιτς Σουτσόμλιν, ρώσου εξόριστου σοσιαλεπαναστάτη.
Για να ενημερωθούν αξιόπιστα οι ιταλοί Σοσιαλιστές, η ηγεσία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, έστειλε τον βουλευτή Οντίνο Μοργκάρι, ο οποίος ήταν στη Χάγη, στην Πετρούπολη, προκειμένου να έρθει σε επαφή με τους επαναστάτες. Το ταξίδι, όμως, απέτυχε και ο Μοργκάρι γύρισε τον Ιούλιο στην Ιταλία. Στις 20 Απριλίου, το «Εμπρός!» δημοσίευσε σχόλιο του Γκράμσι, για το αποτυχημένο ταξίδι του «κόκκινου πρεσβευτή», όπως αποκάλεσε τον βουλευτή. Ο ενθουσιασμός του για τα γεγονότα στη Ρωσία ήταν διάχυτος. Ο Γκράμσι εκτίμησε πως η δυνητική δύναμη της ιταλικής εργατικής τάξης να αντιμετωπίσει τον πόλεμο συνδεόταν άμεσα με τη δύναμη του ρωσικού προλεταριάτου. Πίστευε πως η ρωσική επανάσταση θα αλλάξει ριζικά όλες τις διεθνείς σχέσεις.

Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό
Ο παγκόσμιος πόλεμος ήταν στο απώγειό του και η στρατιωτική κινητοποίηση επηρέαζε βαθιά τον ιταλικό λαό. Οι φίλοι και σύντροφοι του Γκράμσι, Άντζελο Τάσκα, Ουμπέρτο Τερατσίνι και Παλμίρο Τολιάτι στάλθηκαν στο μέτωπο. Επειδή, ο Γκράμσι είχε απαλλαγεί της στράτευσης εξαιτίας της ασταθούς υγείας του, η δημοσιογραφία έγινε το δικό του «μέτωπο». Σε άρθρο του για τον Μοργκάρι, ο Γκράμσι παράθεσε δήλωση των ρώσων σοσιαλεπαναστατών, που είχε δημοσιευτεί αρχικά στην Κοριέρε ντε λα Σέρα, και καλούσε τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη να ανακαλέσουν τη στρατιωτική επιθετικότητα και να υιοθετήσουν μόνο αμυντικούς ελιγμούς απέναντι στη γερμανική επίθεση. Πρόκειται για τη θέση του «επαναστατικού αμυντισμού», η οποία υιοθετήθηκε από την ευρεία πλειοψηφία στο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ, τον Απρίλιο. Το «Εμπρός!», λίγες μέρες αργότερα, θα αναδημοσιεύσει την απόφαση του συνεδρίου, με μετάφραση του Τζούνιορ.
Ωστόσο, όσο κατέφταναν φρέσκιες ειδήσεις για όσα συνέβαιναν στη Ρωσία, ο Γκράμσι ανέπτυξε τη δική του ανάγνωση επ’ αυτών. Στα τέλη του Απριλίου του 1917, δημοσίευσε στην «Κραυγή του λαού» ένα άρθρο με τον τίτλο «Σημειώσεις για τη ρωσική επανάσταση». Σε αντίθεση με την πλειονότητα των Σοσιαλιστών, που προσέγγιζαν τα γεγονότα της Ρωσίας, ως μια νέα γαλλική επανάσταση, ο Γκράμσι έκανε λόγο για μια «προλεταριακή πράξη», που μπορεί να οδηγήσει στο σοσιαλισμό.
Για τον Γκράμσι, η ρωσική επανάσταση διέφερε σημαντικά από το γιακωβίνικο μοντέλο, που την αντιλαμβανόταν ως «αστική επανάσταση». Προσεγγίζοντας τα γεγονότα στην Πετρούπολη, ο Γκράμσι ανέπτυξε ένα πολιτικό πρόγραμμα του μέλλοντος. Προκειμένου να έχει πνοή το κίνημα, ώστε να οδηγηθούμε σε εργατική επανάσταση, οι ρώσοι σοσιαλιστές πρέπει να σπάσουν τους δεσμούς τους με το γιακωβίνικο μοντέλο, το οποίο προσδιορίζεται από τη συστηματική χρήση βίας και την ελάχιστη πολιτιστική δραστηριότητα.

Η αέναη επαναστατική διαδικασία
Τους επόμενους μήνες του 1917, ο Γκράμσι γρήγορα ταυτίστηκε με τους Μπολσεβίκους, θέση που διαμόρφωσε τη συμπόρευσή του με τα πιο ριζοσπαστικά και αντιπολεμικά τμήματα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σε ένα άρθρο του στις 28 Ιουλίου με τον τίτλο «Οι ρώσοι μαξιμαλιστές», ο Γκράμσι δήλωσε την πλήρη στήριξή του στον Λένιν και στις «μαξιμαλιστικές» πολιτικές. Αυτές, κατά τη γνώμη του, αντιπροσώπευαν «τη συνέχιση της επανάστασης, τη δυναμική της επανάστασης και επομένως, την ίδια την επανάσταση». Οι μαξιμαλιστές ήταν η ενσάρκωση της «ιδέας του ορίου στο σοσιαλισμό», χωρίς καμία δέσμευση με το παρελθόν.
Ο Γκράμσι επέμενε πως η επανάσταση δεν μπορούσε να διακοπεί και θα έπρεπε να υπερβεί τον αστικό κόσμο. Για τον δημοσιογράφο της «Κραυγής του λαού», ο μεγαλύτερος κίνδυνος όλων των επαναστάσεων, και ιδιαίτερα της ρωσικής, ήταν η επικράτηση της αντίληψης ότι αυτές ολοκλήρωσαν το σκοπό τους. Οι μαξιμαλιστές αντιτίθενται σε αυτή τη διακοπή και γι’ αυτό το λόγο είναι «ο τελευταίος λογικός κρίκος της επαναστατικής διαδικασίας». Στη σκέψη του Γκράμσι, η επαναστατική διαδικασία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με μια κίνηση, όπου οι πιο δυναμικοί και αποφασισμένοι μπορούν να κινητοποιήσουν τους πιο αδύναμους και μπερδεμένους.
Στις 5 Αυγούστου, έφτασε στο Τορίνο μια ρωσική αντιπροσωπεία των Σοβιέτ, ανάμεσά τους οι Τζόσεφ Γκόλντεμπεργκ και Αλεξάντρ Σμιρνόφ. Το ταξίδι είχε εγκριθεί από την ιταλική κυβέρνηση, που ήλπιζε πως η νέα ρωσική κυβέρνηση θα εμπλεκόταν στον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Μετά τη συνάντηση με τους ρώσους αντιπροσώπους, οι ιταλοί σοσιαλιστές εξέφρασαν το σκεπτικισμό τους με τις ιδέες που ακόμα επικρατούσαν στα ρωσικά σοβιέτ. Την 11η Αυγούστου, ο συντάκτης της «Κραυγής του λαού» αναρωτήθηκε: «Όταν ακούμε τους αντιπροσώπους των ρώσικων σοβιέτ να υπερασπίζονται τη συνέχιση του πολέμου στο όνομα της επανάστασης, αναρωτιόμαστε με ανυπομονησία, αυτό δεν θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε ή ακόμα και ότι ευχόμαστε να συμβεί αυτό, προκειμένου να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της ρώσικης καπιταλιστικής κυριαρχίας ενάντια στην προλεταριακή πρόοδο;»

Η αυθόρμητη εξέγερση στο Τορίνο
Παρά ταύτα, η επίσκεψη των ρώσων αντιπροσώπων ήταν μια ευκαιρία προπαγάνδισης της επανάστασης και οι ιταλοί σοσιαλιστές την άδραξαν. Η αντιπροσωπεία, αφού έκανε στάσεις στη Ρώμη, τη Φλωρεντία, τη Μπολόνια και το Μιλάνο, κατέληξε στο Τορίνο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία της «Κραυγής του λαού»,  για να χαιρετίσουν τη ρωσική επανάσταση. Αυτή ήταν και η πρώτη διαδήλωση στην πόλη από την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου. Ο Τζατσίντο Μενότι Σεράτι, τότε ηγέτης της μαξιμαλιστικής τάσης του κόμματος και σταθερά ενάντιος στον πόλεμο, έκανε το διερμηνέα του Γκόλντεμπεργκ, ο οποίος μίλησε από το μπαλκόνι της εφημερίδας. Όταν ολοκληρώθηκε η ομιλία του αντιπροσώπου, ο Σεράτι φώναξε «Ζήτω η ιταλική επανάσταση» και το πλήθος ανταπάντησε «Ζήτω η ρωσική επανάσταση! Ζήτω ο Λένιν!»
Ο Γκράμσι αποτύπωσε με ενθουσιασμό την ομιλία των ρώσων αντιπροσώπων. Ο ίδιος χαρακτήρισε τη συγκέντρωση ως μια «πραγματική συνάντηση αλληλεγγύης των προλεταριακών και σοσιαλιστικών δυνάμεων στη ρώσικη επανάσταση». Τις επόμενες μέρες, θα συναντηθούν και πάλι στους δρόμους του Τορίνο.
Το ξημέρωμα της 22ης Αυγούστου είχε σωθεί το ψωμί στο Τορίνο, εξαιτίας της μακρόχρονης κρίσης προμηθειών που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Το μεσημέρι οι εργάτες έσβησαν τις μηχανές των εργοστασίων της πόλης. Στις 5 μ.μ., με όλα σχεδόν τα εργοστάσια κλειστά, το πλήθος άρχισε να διαδηλώνει στους δρόμους της πόλης, λεηλατώντας φούρνους και αποθήκες. Η αυθόρμητη εξέγερση, αφού δεν προηγήθηκε κάλεσμα από κανέναν, εξαπλώθηκε σε όλη την πόλη. Η αποκατάσταση της έλλειψης ψωμιού δεν ανέκοψε το κίνημα, που σύντομα πήρε πολιτικό χαρακτήρα.
Το επόμενο απόγευμα, η εξουσία της πόλης εκχωρήθηκε στο στρατό, ο οποίος απέκτησε τον έλεγχο του κέντρου του Τορίνο. Οι λεηλασίες και το χτίσιμο οδοφραγμάτων συνέχισε στα περίχωρα της πόλης. Στο σοσιαλιστικό προπύργιο Μπόργκο Σαν Πάολο, οι διαδηλωτές λεηλάτησαν και έκαψαν την εκκλησία του Σαν Μπερναντίνο. Η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους. Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν στις 24 Αυγούστου. Το πρωί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να φτάσουν στο κέντρο της πόλης. Λίγες ώρες αργότερα, ήρθαν αντιμέτωποι με τα τεθωρακισμένα και τα πολυβόλα. Στο τέλος, η καταστροφή μετρούσε 24 νεκρούς και 1.500 κρατουμένους. Η απεργία συνεχίστηκε και το επόμενο πρωί, χωρίς ωστόσο οδοφράγματα. Τότε, συνελήφθησαν δύο ντουζίνες σοσιαλιστές ηγέτες. Η αυθόρμητη εξέγερση έφτασε στο τέλος της.

Ξυπνούν συνειδήσεις
Η «Κραυγή του λαού» εκείνες τις μέρες δεν κυκλοφόρησε. Ανέστειλε την έκδοσή της μέχρι την 1η Σεπτέμβρη, αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του Γκράμσι, ο οποίος αντικατέστησε την σοσιαλίστρια ηγέτιδα Μαρία Γκιουντίτσε, που είχε συλληφθεί. Η κρατική λογοκρισία απαγόρευσε οποιαδήποτε αναφορά στην εξέγερση. Ο Γκράμσι πήρε την πρωτοβουλία να αναφερθεί στον Λένιν: «Ο Κερένσκι εκπροσωπεί την ιστορική μοίρα, όμως ο Λένιν εκπροσωπεί την πραγμάτωση του σοσιαλισμού, και είμαστε ολόθερμα μαζί του». Αναφερόταν στις μέρες του Ιουλίου στη Ρωσία και την πολιτική δίωξη των Μπολσεβίκων που ακολούθησαν και ανάγκασαν τον Λένιν να διαφύγει στη Φινλανδία.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου, όταν τα στρατεύματα υπό την ηγεσία του στρατηγού Λαβρ Κορνίλοφ προέλασαν κατά της Πετρούπολης για να αποκαταστήσουν την τάξη ενάντια στην επανάσταση, ο Γκράμσι αναφέρθηκε για μια ακόμα φορά στην «επανάσταση που ξυπνά συνειδήσεις». Και στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Λένιν χαρακτηρίζεται και πάλι ως «αγκιτάτορας των συνειδήσεων, η αφύπνιση των κοιμώμενων ψυχών». Οι πληροφορίες που έφταναν στην Ιταλία ήταν ακόμα συγκεχυμένες και φιλτραρισμένες από τις μεταφράσεις του Τζούνιορ στο «Εμπρός!». Ο Γκράμσι και πάλι χαρακτήρισε τον σοσιαλεπαναστάτη Βίκτορ Τσερνόφ ως «τον άνθρωπο που έχει ένα διαμορφωμένο πρόγραμμα δράσης, το οποίο είναι ολότελα σοσιαλιστικό, αποκλείει τη συνεργασία και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την αστική τάξη, γιατί υπονομεύει την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας, επειδή εν τέλει αποτελεί την απαρχή της σοσιαλιστικής επανάστασης».

Η επιρροή της επανάστασης στο PCI
Ο Λένιν και οι «μαξιμαλιστικές πολιτικές του», κατά τον Γκράμσι, εκπροσωπούσαν «τη συνέχιση της επανάστασης, τη δυναμική της επανάστασης και επομένως, την ίδια την επανάσταση»
Εν τω μεταξύ, η πολιτική κρίση στην Ιταλία συνεχίστηκε. Αφού ηττήθηκε ο ιταλικός στρατός στη μάχη του Καπορέτο, στις 12 Νοεμβρίου, η κοινοβουλευτική ομάδα των Σοσιαλιστών, υπό την ηγεσία των Φιλίππο Τουράτι και Κλαούντιο Τρέβες, υιοθέτησε μια καθαρά εθνικιστική θέση μιλώντας στο όνομα του «έθνους» και απομακρυνόμενη από την «ουδετερότητα» των προηγούμενων ετών. Σε άρθρο τους οι Τουράτι και Τρέβες στο περιοδικό «Κρίτικα Σοσιάλε»,  χαρακτήρισαν αναγκαία την υπεράσπιση της πατρίδας από το προλεταριάτο, αυτή την επικίνδυνη στιγμή.
Η αδιάλλακτη επαναστατική φράξια του κόμματος, από την άλλη, αυτοοργανώθηκε, επίσης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση. Τον Νοέμβριο, οι ηγέτες της φράξιας συγκάλεσαν μυστική συνάντηση στη Φλωρεντία για να συζητήσουν «τον μελλοντικό προσανατολισμό του κόμματός μας». Ο Γκράμσι, που είχε αρχίσει να έχει σημαίνοντα ρόλο στην κομματική οργάνωση του Τορίνο, συμμετείχε στη συνάντηση ως αντιπρόσωπος. Σε αυτή, συντάχθηκε με εκείνους, όπως ο Αμαντέο Μπορντίγκα, που πίστευαν ότι είναι απαραίτητη μια μαχητική στάση, ενώ ο Σερράτι και άλλοι τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης της ουδέτερης τακτικής. Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με την επιβεβαίωση των αρχών του επαναστατικού διεθνισμού και της εναντίωσης στον πόλεμο, χωρίς όμως να υπάρχει πρακτική γραμμή για το τι πρέπει να γίνει.
Ο Γκράμσι προσέγγισε τα γεγονότα του Αυγούστου στο Τορίνο, υπό το πρίσμα της ρωσικής επανάστασης. Επιστρέφοντας από τη συνάντηση ήταν πλέον πεπεισμένος ότι η ιστορική συγκυρία απαιτεί δράση. Παρακινούμενος από την αισιοδοξία του απόηχου της κατάληψης της εξουσίας στη Ρωσία από τους Μπολσεβίκους, έγραψε στο άρθρο του Δεκεμβρίου με τον τίτλο «Η επανάσταση ενάντια στο «Κεφάλαιο»»: «Η επανάσταση των Μπολσεβίκων αποτελεί σαφή συνέχεια της γενικής επανάστασης του ρωσικού λαού».

Για μια σοσιαλιστική επανάσταση
Αφού απετράπη η επανάσταση από το να λιμνάσει, οι παρτιζάνοι του Λένιν κατέλαβαν την εξουσία προκειμένου να εγκαθιδρύσουν «τη δική τους δικτατορία» και να επεξεργαστούν «τις σοσιαλιστικές θέσεις που θα πρέπει να υιοθετήσει η επανάσταση για να εξελιχθεί αρμονικά». Το 1917, ο Γκράμσι δεν είχε σαφή εικόνα των πολιτικών διαφορών μεταξύ των ρώσων επαναστατών. Πέραν τούτου, ο πυρήνας των ιδεών του για μια σοσιαλιστική επανάσταση στηριζόταν στην θεώρηση ότι θα  ήταν ένα συνεχές κίνημα «χωρίς βίαιες συγκρούσεις».
Με τη βαθιά και ακαταμάχητη πολιτιστική της δύναμη, η επανάσταση των Μπολσεβίκων «στηριζόταν κυρίως σε ιδεολογίες, παρά σε γεγονότα». Γι’ αυτό η επανάσταση δεν μπορούσε να ερμηνευτεί «με το γράμμα [του κειμένου] του Μαρξ». Στη Ρωσία, συνέχισε ο Γκράμσι, το Κεφάλαιο ήταν «το βιβλίο της μπουρζουαζίας ως επί το πλείστον και όχι των εργατών». Ο Γκράμσι αναφερόταν στον πρόλογο του Μαρξ του 1867, όπου ισχυριζόταν ότι οι καπιταλιστικές χώρες έδειχναν το δρόμο στις λιγότερο αναπτυγμένες, τα «φυσικά στάδια» της προόδου που δεν μπορούσαν να παραληφθούν.
Στη βάση αυτού του κειμένου, οι Μενσεβίκοι έκαναν τη δική τους ανάγνωση περί κοινωνικής ανάπτυξης στη Ρωσία, η οποία αντικατόπριζε την ανάγκη για το μετασχηματισμό της μπουρζουαζίας και τη θεμελίωση μιας πλήρως αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας, προκειμένου ο σοσιαλισμός να καταστεί έστω μια πιθανότητα. Ωστόσο, οι επαναστάτες, υπό την ηγεσία του Λένιν, σύμφωνα με τον Γκράμσι, «δεν είναι μαρξιστές», με την αυστηρή έννοια του όρου, που σημαίνει ότι ενώ δεν απαρνούνται το «σκεπτικό» του Μαρξ, θα «απαρνιούνται μερικές διαπιστώσεις του Κεφαλαίου», όπως και το να το δουν ως «μια εξωτερική διδασκαλία που βρίθει δογματικών και αμφισβητήσιμων διαπιστώσεων».

Η συλλογική λαϊκή βούληση
Κατά τον Γκράμσι, η υπόθεση του Μαρξ για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, όπως αναφέρεται στο Κεφάλαιο, θα άρμοζε σε καταστάσεις ομαλής ανάπτυξης, όπου η διαμόρφωση μιας «λαϊκής συλλογικής βούλησης» προκύπτει μέσω «μιας μακράς σειράς διαδοχικών ταξικών εμπειριών». Ο πόλεμος, ωστόσο, επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία με απρόβλεπτο τρόπο και μέσα σε μόλις τρία χρόνια οι ρώσοι εργάτες είχαν βιώσει αυτές τις επιδράσεις με έντονο τρόπο: «Το υψηλό κόστος ζωής, η πείνα, ο θάνατος από την ασιτία μπορούσαν να αποδεκατίσουν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων σε μία στιγμή. [Αντίθετα], μετά την πρώτη επανάσταση, η βούληση όλων, πρώτα μηχανικά, και ύστερα  πνευματικά κατέληξε σε ομοφωνία.»
Αυτή η συλλογική λαϊκή βούληση προωθήθηκε από τη σοσιαλιστική προπαγάνδα. Ανάγκασε, έτσι, τους ρώσους εργάτες, σε αυτή την εξαιρετική συγκυρία, να ζήσουν σε μια στιγμή ολόκληρη την ιστορία του προλεταριάτου. Οι εργάτες αναγνώρισαν τις προσπάθειες των προγόνων τους για αποδέσμευση από «τα δεσμά της δουλικότητας» και γρήγορα ανέπτυξαν μια «νέα συνείδηση» και έγιναν έτσι «αυτόπτες μάρτυρες του μελλοντικού κόσμου». Επιπλέον, την εποχή όπου ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν διεθνώς σε χώρες, όπως η Αγγλία, το ρωσικό προλεταριάτο θα μπορούσε με εξαιρετική ταχύτητα να επιτύχει οικονομική ωρίμανση, απαραίτητη συνθήκη για τον κολεκτιβισμό.
Παρότι το 1917 οι θέσεις των Μπολσεβίκων δεν ήταν ευρέως διαδεδομένες, ο νέος εκδότης της «Κραυγής του λαού» ανέπτυξε τη δική του θεωρία, που πλησιάζει τη θεωρία περί διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Ο Γκράμσι είδε στον Λένιν και του Μπολσεβίκους την ενσάρκωση ενός προγράμματος ανανεωτικής και αδιάκοπης επανάστασης. Μια τέτοια επανάσταση ονειρευόταν και για την Ιταλία.

Στην καρδιά και το μυαλό του Γκράμσι
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γκράμσι πέθανε ως κρατούμενος του ιταλικού φασισμού. Επιχειρώντας μια αναδρομή μπορούμε να πιστέψουμε ότι αυτή η τραγική μοίρα θα οδηγούσε τον Γκράμσι στην αμφισβήτηση των μεγάλων προσδοκιών που είδε στον Οκτώβρη. Είτε ακόμα ότι τα Τετράδια Φυλακής ήταν ο δικός του τρόπος αναζήτησης «νέων δρόμων», πιο μετριοπαθών ή διαπραγματεύσιμων μορφών αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.
Δεν εγκατέλειψε ποτέ. Στα κείμενά του από τη φυλακή, ο Γκράμσι ανέπτυξε μια θεωρία της πολιτικής, όπου η ισχύς και η συναίνεση δεν είναι διαχωρισμένες και στην οποία το κράτος προσλαμβάνεται ως το ιστορικό αποτέλεσμα διαδοχικών διαδικασιών που σπάνια παράγουν ευνοϊκές συνθήκες για τα υποτελή στρώματα. Έγραψε για την ανάγκη να διαχυθεί ο αγώνας σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής, όπως και για τους κινδύνους της ηγεμονικού συμβιβασμού και του πολιτικού «μετασχηματισμού». Επέμεινε στο ρόλο –σχεδόν πάντα επιβλαβής- των διανοουμένων στη δημόσια ζωή και στη σημασία της εξέλιξης του μαρξισμού σε μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία- φιλοσοφία της πράξης.
Ως εκ τούτου, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Γκράμσι στα χρόνια του εγκλεισμού του εγκατέλειψε τη ρωσική επανάσταση ως προγραμματική και ιστορική αναφορά για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η ρωσική επανάσταση παρέμεινε ζωντανή στο μυαλό και την καρδιά του Γκράμσι, μέχρι το θάνατό του, τον Απρίλιο του 1937.



Μισώ την πρωτοχρονιά, του Αντόνιο Γκράμσι

Avanti!, 1η Ιανουαρίου 1916, στήλη «Sotto la Mole» του Αντόνιο Γκράμσι
Κάθε πρωί, καθώς ξυπνώ άλλη μια φορά κάτω από το πέπλο του ουρανού, νιώθω πως για μένα είναι πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος.
Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών.
Λένε πως η χρονολογία είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας -αυτό το παραδεχόμαστε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες, τις οποίες κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, που έχουν περιπαίξει την ιστορία. Κι αυτές είναι πρωτοχρονιές. Η πρωτοχρονιά της ρωμαϊκής ιστορίας ή του μεσαίωνα ή της νεωτερικότητας. Κι έχουν γίνει τόσο διαπεραστικές και τόσο απολιθωτικές που, κι εμείς οι ίδιοι εκπλησσόμαστε καμιά φορά αναλογιζόμενοι ότι η ζωή στην Ιταλία άρχισε το 752, κι ότι το 1490 ή το 1492 είναι σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μια νέα ζωή. Κι έτσι η ημερομηνία γίνεται ένα εμπόδιο, ένα παραπέτασμα που εμποδίζει να δούμε ότι η ζωή συνεχίζει να εκτυλίσσεται με το ίδιο, αμετάβλητο, βασικό μοτίβο, χωρίς απότομες μεταβολές, με τον ίδιο τρόπο που στον κινηματογράφο σκίζεται το φιλμ κι έχουμε ένα διάλειμμα εκτυφλωτικού φωτός.
Γι΄ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά΄ ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.
Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θά΄ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες. Καμία μέρα ξεφαντώματος με συλλογικές στιχοπλοκές, που τις ανταλλάσσω με ξένους που δεν με ενδιαφέρουν. Επειδή ξεφάντωναν οι πρόγονοι των προγόνων μας κτλ πρέπει κι εμείς να αισθανόμαστε την ανάγκη του ξεφαντώματος. Όλα αυτά μου φέρνουν αναγούλα.

Βλαντιμίρ Λένιν - Σοσιαλισμός και θρησκεία

Όλη η σύγχρονη κοινωνία είναι θεμελιωμένη πάνω στην εκμετάλλευση των τεράστιων μαζών της εργατικής τάξης από μια μηδαμινή μειοψηφία του πληθυσμού, που ανήκει στις τάξεις των γαιοκτημόνων και των κεφαλαιοκρατών. Η κοινωνία αυτή είναι δουλοκτητική, γιατί οι "ελεύθεροι" εργάτες, που όλη τους τη ζωή δουλεύουν στο κεφάλαιο, "έχουν δικαίωμα" μόνο σε τόσα μέσα ύπαρξης όσα είναι απαραίτητα για τη συντήρηση δούλων που παράγουν κέρδος, για την εξασφάλιση και την διαιώνιση της κεφαλαιοκρατικής δουλείας.
Η οικονομική καταπίεση των εργατών προκαλεί και γεννάει αναπόφευκτα κάθε είδους πολιτική καταπίεση, κοινωνική ταπείνωση, εξαγρίωση και συσκότιση της πνευματικής και ηθικής ζωής των μαζών. Οι εργάτες μπορούν να πετύχουν περισσότερη είτε λιγότερη πολιτική ελευθερία με σκοπό τη διεξαγωγή του αγώνα για την οικονομική τους απελευθέρωση, καμμιά όμως ελευθερία δε θα τους απαλλάξει από την αθλιότητα, την ανεργία και την καταπίεση, όσο δε θα έχει αποτιναχτεί η εξουσία του κεφαλαίου. Η θρησκεία είναι μια από τις μορφές πνευματικής καταπίεσης, που παντού και πάντοτε βάραινε τις λαικές μάζες, τις τσακισμένες από την αιώνια δουλειά για τους άλλους, την ανέχεια και τη μοναξιά. Η αδυναμία των τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς και η αδυναμία του αγρίου στην πάλη με τη φύση γεννάει την πίστη στους θεούς, στους διαβόλους, στα θαύματα κτλ. Σ'αυτόν που σ'όλη του τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Και σ'εκείνους που ζουν από ξένη εργασία η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η θρησκεία είναι ένα είδος πνευματικού αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη μορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για μια κάπως ανθρώπινη ζωή.
Ο δούλος όμως που ένιωσε τη δουλεία του και ξεσηκώθηκε στην πάλη για την απελευθέρωση του παύει κιόλας κατά το ήμισυ να είναι δούλος. Ο σύγχρονος συνειδητός εργάτης, διαπαιδαγωγημένος από τη μεγάλη εργοστασιακή βιομηχανία, φωτισμένος από τη ζωή της πόλης, αποτινάζει με περιφρόνηση τις θρησκευτικές προλήψεις, αφήνει τον ουρανό στη διάθεση των παπάδων και των αστών υποκριτών, κατακτώντας μια καλύτερη ζωή εδώ στη γη. Το σύγχρονο προλεταριάτο τάσσεται με το μέρος του σοσιαλισμού, που επιστρατεύει την επιστήμη στην πάλη ενάντια στη θρησκευτική θολούρα και λυτρώνει τον εργάτη από την πίστη στη μετά θάνατον ζωή, συσπειρώνοντάς τον στην πραγματική πάλη για μια καλύτερη επίγεια ζωή.
Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχθεί ατομική υπόθεση. Με τα λόγια αυτά καθιερώθηκε να εκφράζεται συνήθως η στάση των σοσιαλιστών απέναντι στη θρησκεία. Μα η σημασία αυτών των λέξεων πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια, για να μην μπορούν να προκαλούν κανενός είδους παρανοήσεις. Η θρησκεία πρέπει να είναι ατομική υπόθεση για το κράτος, αυτό ζητάμε εμείς, σε καμμιά περίπτωση όμως δεν μπορούμε να θεωρούμε τη θρησκεία ατομική υπόθεση για το Κόμμα μας. Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμμία δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Μόνο με την ολοκληρωτική εφαρμογή αυτών των διεκδικήσεων μπορεί να μπει τέρμα στο επαίσχυντο και καταραμένο εκείνο παρελθόν, τότε που η εκκλησία βρισκόταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από το κράτος, ενώ οι ρώσοι πολίτες βρίσκονταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από την επίσημη εκκλησία, τότε που υπήρχαν και εφαρμόζονταν μεσαιωνικοί ιεροεξεταστικοί νόμοι (που διατηρούνται μέχρι σήμερα στους ποινικούς κώδικες και κανόνες), νόμοι που πρόβλεπαν διωγμούς για την πίστη ή για την απιστία, που ασκούσαν βία στη συνείδηση του ανθρώπου, που συνέδεαν τις δημόσιες θεσούλες και τα δημόσια έσοδα με τη διάδοση κάθε λογής πνευματικού οπίου που διοχετεύει η εκκλησία του κράτους. Ολκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος - αυτή τη διεκδίκηση προβάλλει το σοσιαλ ιστικό προλεταριάτο στο σημερινό κράτος και στη σημερινή εκκλησία.
Η ρωσική επανάσταση πρέπει να πραγματοποιήσει αυτήν τη διεκδίκηση σαν απαραίτητο συστατικό μέρος της πολιτικής ελευθερίας. Η ρωσική επανάσταση, από την άποψη αυτή, βρίσκεται σε εξαιρετικά ευνοικές συνθήκες, γιατί η αηδιαστική ρουτίνα της αστυνομικο-δουλοπαροικιακής απολυταρχίας προκάλεσε δυσαρέσκεια, αναβρασμό και αγανάκτηση ακόμα και μέσα στον κλήρο. Όσο κακομοιριασμένος, όσο αμόρφωτος και αν είναι ο ρωσικός ορθόδοξος κλήρος, ωστόσο και αυτός ακόμα ξύπνησε με τον πάταγο που προξένησε της παλιάς μεσαιωνικής τάξης πραγμάτων στην Ρωσία. Ακόμα και ο κλήρος αυτός προσχωρεί στη διεκδίκηση της ελευθερίας, διαμαρτύρεται ενάντια στη ρουτίνα και στη γραφειοκρατική αυθαιρεσία, ενάντια στον αστυνομικό χαφιεδισμό που επιβλήθηκε στους "λειτουργούς του υψίστου". Εμείς οι σοσιαλιστές πρέπει να υποστηρίξουμε αυτό το κίνημα, ολοκληρώνοντας τις διεκδικήσεις των τίμιων και ειλικρινών ανθρώπων του κλήρου, να τους παρουσιάσουμε τα ίδια τους τα λόγια για ελευθερία και να τους ζητήσουμε να κόψουν αποφασιστικά κάθε δεσμό ανάμεσα στη θρησκεία και στην αστυνομία. Είτε είσθε ειλικρινείς, και τότε πρέπει να υποστηρίζετε τον ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία, να υποστηρίζετε την πλήρη και χωρίς όρους ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση. Είτε δεν παραδέχεστε αυτές τις συνεπείς διεκδικήσεις της ελευθερίας, και τότε σημαίνει πως είστε ακόμα αιχμάλωτοι των παραδόσεων της ιερής εξέτασης, τότε σημαίνει πως εξακολουθείτε να κολλάτε στις δημόσιες θεσούλες και στο δημόσιο κορβανά, τότε σημαίνει πως δεν πιστεύετε στην πνευματική δύναμη του όπλου σας, πως εξακολουθείτε να δωροδοκείστε από την κρατική εξουσία. Στην περίπτωση αυτή οι συνειδητοί εργάτες όλης της Ρωσίας σας κηρύττουν αμείλικτο πόλεμο.
Για το κόμμα του σοσιαλιστικού προλεταριάτου η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση. Το κόμμα μας είναι ένωση συνειδητών, πρωτοπόρων αγωνιστών για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Μια τέτοια ένωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να στέκει αδιάφορη απέναντι στην έλλειψη συνειδητότητας, στην καθυστέρηση ή στο σκοταδισμό με τη μορφή θρησκευτικών δοξασιών. Απαιτούμε ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος για να καταπολεμούμε τη θρησκευτική θολούρα με καθαρά ιδεολογικά, και μόνο ιδεολογικά όπλα, με τον τύπο μας, με το λόγο μας. Άλλωστε εμείς συγκροτήσαμε την ένωση μας, το ΣΔΕΚΡ, για να διεξάγουμε ανάμεσα στ'άλλα, έναν τέτοιο ακριβώς αγώνα ενάντια σε κάθε θρησκευτική αποβλάκωση των εργατών. Για μας η ιδεολογική πάλη δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά υπόθεση όλου του κόμματος, όλου του προλεταριάτου.
Αφού είναι έτσι, τότε γιατί δεν δηλώνουμε στο πρόγραμμα μας πως είμαστε άθεοι; γιατί δεν απαγορεύουμε στους χριστιανούς και σ'εκείνους που πιστεύουν στο θεό να μπάινουν στο κόμμα μας;
Η απάντηση σ'αυτό το ερώτημα θα εξηγήσει την πολύ σοβαρή διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην αστικοδημοκρατική και στη σοσιαλδημοκρατική τοποθέτηση του ζητήματος της θρησκείας.
Ολόκληρο το πρόγραμμα μας είναι θεμελιωμένο πάνω σε επιστημονική και, συνάμα, στην υλιστική ακριβώς κοσμοθεωρία. Γι'αυτό η εξήγηση του προγράμματος μας συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και την εξήγηση για τις πραγματικές ιστορικές και οικονομικές ρίζες της θρησκευτικής θολούρας. Η προπαγάνδα μας συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και την προπαγάνδα του αθεϊσμού. Η έκδοση της αντίστοιχης επιστημονικής φιλολογίας, που ως σήμερα την απαγόρευε αυστηρά και την καταδίωκε η απολυταρχική-δουλοπαροικιακή κρατική εξουσία, πρέπει ν'αποτελέσει τώρα έναν από τους τομείς της κομματικής μας δουλειάς. Τώρα θα βρεθούμε ίσως στην ανάγκη ν'ακολουθήσουμε τη συμβουλή που έδωσε κάποτε ο Ένγκελς στους γερμανούς σοσιαλιστές: μετάφραση και μαζική διάδοση της γαλλικής διαφωτιστικής και αθεϊστικής φιλολογίας του XVIII αιώνα.
Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να ξεπέφτουμε σε αφηρημένη, σε ιδεαλιστική τοποθέτηση του θρησκευτικού ζητήματος, ξεκινώντας "από το λόγο" και όχι από την ταξική πάλη, τοποθέτηση που κάνουν συχνά οι ριζοσπάστες δημοκράτες της αστικής τάξης. Θα ήταν ανοησία να νομίζουμε πως, σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην απεριόριστη καταπίεση και αποκτήνωση των εργατικών μαζών, είναι δυνατόν να διαλύσουμε τις θρησκευτικές προλήψεις με καθαρά προπαγανδιστικά μέσα. Θα ήταν αστική στενοκεφαλιά να ξεχνάμε πως η θρησκευτική καταπίεση της ανθρωπότητας είναι απλώς προιόν και αντανάκλαση της οικονομικής καταπίεσης στους κόλπους της κοινωνίας. Με κανενός είδους φυλλάδες και με κανενός είδους κήρυγμα δεν μπορείς να διαφωτίσεις το προλεταριάτο, αν δεν το διαφωτίσει η ίδια η πάλη του ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του καπιταλισμού. Η ενότητα αυτής της πάλης, πάλης πραγματικά επαναστατικής, που διεξάγει η καταπιεζόμενη τάξη για τη δημηουργία ενός επίγειου παραδείσου, είναι σπουδαιότερη για μας από την ενότητα γνωμών των προλεταρίων για τον επουράνιο παράδεισο.
Να γιατί δε μιλάμε, και δεν πρέπει να μιλάμε στο πρόγραμμα μας για τον αθεϊσμό μας. Να γιατί δεν απαγορεύουμε και δεν πρέπει να απαγορεύουμε στους προλεταρίους που έχουν διατηρήσει τούτα ή εκείνα τα υπολείμματα των παλαιών προλήψεων να πλησιάσουν στο κόμμα μας. Εμείς θα προπαγανδίζουμε πάντοτε την επιστημονική κοσμοθεωρία. Μας είναι απαραίτητο να καταπολεμούμε την ασυνέπεια οποιωνδήποτε "χριστιανών", αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως πρέπει να προωθούμε το θρησκευτικό ζήτημα στην πρώτη σειρά, γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η σειρά του, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να επιτρέπουμε το κομμάτιασμα των δυνάμεων της πραγματικά επαναστατικής, οικονομικής και πολιτικής πάλης για τριτεύουσες απόψεις και φαντασιοπληξίες, που χάνουν γρήγορα κάθε πολιτική σημασία, πετιούνται γρήγορα στην αποθήκη αχρήστων από την ίδια την πορεία της οικονομικής εξέλιξης.
Η αντιδραστική αστική τάξη φρόντιζε παντού, και τώρα αρχίζει να φροντίζει και στην χώρα μας, ν'ανάψει τη θρησκευτική έχθρα για να τραβήξει προς τα κει την προσοχή των μαζών, αποσπώντας την από τα πραγματικώς σοβαρά και θεμελιακά οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, τα οποία λύνει τώρα πρακτικά το πανρωσικό προλεταριάτο που ενώνεται στην επαναστατική του πάλη. Η αντιδραστική αυτή πολιτική του κατατεμαχισμού των προλεταριακών δυνάμεων, που σήμερα εκδηλώνεται κυρίως με τη μορφή των πογκρόμ στα οποία προβαίνουν οι μαυροεκατονταρχίτες, ίσως να καταλήξει αύριο σε τίποτα πιο εκλεπτυσμένες μορφές. Εμείς, εν πάση περιπτώσει, θα της αντιτάξουμε το ήρεμο, το σταθερό και υπομονητικό, το απαλλαγμένο από κάθε συδαύλιση διαφωνιών δευτερεύουσας σημασίας κήρυγμα της προλεταριακής αλληλεγγύης και της επιστημονικής κοσμοθεωρίας.
Το επαναστατικό προλεταριάτο θα κατορθώσει ώστε η θρησκεία να γίνει πραγματικά ατομική υπόθεση για το κράτος. Και μέσα σ'αυτό το ξεκαθαρισμένο από την μεσαιωνική μούχλα πολιτικό καθεστώς το προλεταριάτο θ'αρχίσει μια πλατιά, ανοιχτή πάλη για την εξάλειψη της οικονομικής δουλείας, που είναι η αληθινή πηγή της θρησκευτικής αποβλάκωσης της ανθρωπότητας.
Ν. Λένιν
3 Δεκεμβρίου 1905

Καρλ Μαρξ - Φρήντριχ Ενγκελς: Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος



Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο πάπας και ο τσάρος, ο Μέτερνιχ κι ο Γκιζό, γάλλοι ριζοσπάστες και γερμανοί αστυνομικοί.
Ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει κατηγορηθεί σαν κομμουνιστικό από τους αντιπάλους του που κυβερνούν, ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αντέκρουσε με την κατηγορία του κομμουνισμού τους πιο προοδευτικούς αντιπολιτευόμενους, καθώς και τους αντιδραστικούς αντιπάλους του;
Δυο πράγματα βγαίνουν απ' το γεγονός αυτό: Ο κομμουνισμός αναγνωρίζεται πια απ' όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σαν μια δύναμη.
Είναι καιρός πια οι κομμουνιστές να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ' όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς τους, τις επιδιώξεις τους και ν' αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του κομμουνιστικού φαντάσματος ένα Μανιφέστο του ίδιου του κόμματος.Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο κομμουνιστές από τις πιο διαφορετικές εθνότητες και συντάξανε το παρακάτω Μανιφέστο που δημοσιεύεται στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, φλαμανδική και δανική γλώσσα.


https://www.academia.edu/6573906/Marx_Karl-Engels_Friedrich_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%86%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D_%CE%9A%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82

Ένγκελς: Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους - 1884.


Σε ένα παλιό ανέκδοτο χειρόγραφο, που το επεξεργαστήκαμε ο Μαρξ κι εγώ το 1846, βρίσκω τα παρακάτω: «Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα για την τεκνοποίηση»*. Και σήμερα μπορώ να προσθέσω: Η πρώτη ταξική αντίθεση, που εμφανίζεται στην ιστορία, συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα στη μονογαμία και η πρώτη ταξική καταπίεση με την καταπίεση του γυναικείου φύλου από το ανδρικό. Η μονογαμία ήταν μια μεγάλη ιστορική πρόοδος, ταυτόχρονα όμως, πλάι στη δουλεία και τον ατομικό πλούτο, εγκαινίασε την εποχή που διατηρείται μέχρι σήμερα και όπου κάθε πρόοδος είναι μαζί και μια σχετική οπισθοδρόμηση, όπου η ευημερία και η ανάπτυξη του ενός επιβάλλεται με τον πόνο και την απώθηση του άλλου. Η μονογαμία είναι η κυτταρική μορφή της πολιτισμένης κοινωνίας, στην οποία μπορούμε ήδη να μελετήσουμε τη φύση των αντιθέσεων και αντιφάσεων που αναπτύσσονται ολόπλευρα μέσα της. [...]
Με την εμφάνιση των διαφορών στην ιδιοκτησία, στην ανώτερη κιόλας βαθμίδα της βαρβαρότητας, εμφανίζεται σποραδικά η μισθωτή εργασία πλάι στην εργασία των δούλων και σύγχρονα, σαν το αναγκαίο συνακόλουθό της, η επαγγελματική πορνεία ελεύθερων γυναικών δίπλα στην αναγκαστική έκδοση της δούλης. Έτσι η κληρονομιά που άφησε ο ομαδικός γάμος στον πολιτισμό έχει δύο όψεις, όπως και κάθε προϊόν του πολιτισμού έχει δύο όψεις, είναι διφορούμενο, διασπασμένο, αντιφατικό: εδώ η μονογαμία, εκεί ο εταιρισμός μαζί με την πιο ακραία μορφή του, την πορνεία. Ο εταιρισμός είναι λοιπόν ένας κοινωνικός θεσμός όπως κάθε άλλος: συνεχίζει την παλιά σεξουαλική ελευθερία — προς όφελος των ανδρών. Στην πραγματικότητα οι κυρίαρχες τάξεις όχι μόνον τον ανέχονται αλλά και συμμετέχουν πρόθυμα σ’ αυτόν ενώ τον καταδικάζουν μόνο φραστικά. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η καταδίκη δεν αφορά καθόλου τους άνδρες που συμμετέχουν αλλά μόνο τις γυναίκες: αυτές προγράφονται και εξοστρακίζονται, για να διακηρυχτεί έτσι για άλλη μια φορά σαν θεμελιακός νόμος της κοινωνίας η απόλυτη κυριαρχία των ανδρών πάνω στο γυναικείο φύλο.
Έτσι όμως αναπτύσσεται μια δεύτερη αντίθεση μέσα στην ίδια τη μονογαμία. Δίπλα στο σύζυγο, που ομορφαίνει με τον εταιρισμό την ύπαρξή του, βρίσκεται η παραμελημένη σύζυγος. Και δεν μπορεί κανείς να έχει τη μία πλευρά της αντίθεσης χωρίς την άλλη, ακριβώς όπως δεν μπορεί να έχει στο χέρι ένα ολόκληρο μήλο αφού έχει φάει το μισό. Παρ’ όλα αυτά έτσι φαίνεται να ήταν η άποψη των ανδρών, μέχρι που τους έβαλαν μυαλό οι γυναίκες τους. Με τη μονογαμία εμφανίζονται μόνιμα δύο νέες κοινωνικές φυσιογνωμίες, που ήταν άγνωστες προηγούμενα: Ο μόνιμος εραστής της γυναίκας και ο απατημένος σύζυγος. Οι άνδρες είχαν νικήσει τις γυναίκες, αλλά οι ηττημένες ανέλαβαν μεγαλόψυχα να στεφανώσουν τους νικητές. Πλάι στη μονογαμία και τον εταιρισμό η μοιχεία έγινε ένας αναπότρεπτος κοινωνικός θεσμός- απαγορευμένος, σκληρά τιμωρούμενος, αλλά που δεν μπορούσε να καταπιεστεί. Η βεβαιότητα για την πατρότητα των παιδιών στηριζόταν, όπως και προηγούμενα, το πολύ σε κάποια ηθική πεποίθηση.[...)
Η νέα μονογαμία που αναπτύχθηκε πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου μέσω της ανάμιξης των λαών, έντυσε την ανδρική κυριαρχία με πιο ήπιες μορφές και έδοσε στις γυναίκες, τουλάχιστον εξωτερικά, μια πολύ πιο τιμημένη και ελεύθερη θέση, τέτια που ποτέ προηγούμενα δεν γνώρισε η κλασική αρχαιότητα. Έτσι δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί από τη μονογαμία — μέσα σ’ αυτή, δίπλα της και εναντίον της, κατά περίπτωση — η πιο μεγάλη ηθική πρόοδος, την οποία χρωστάμε σ’ αυτή: ο νεότερος ατομικός σεξουαλικός έρωτας, που ήταν άγνωστος σε ολόκληρο τον προηγούμενο κόσμο.[...)
Αν όμως απ’ όλες τις γνωστές μορφές της οικογένειας, η μονογαμία ήταν η μορφή με την οποία μόνο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ο νεότερος σεξουαλικός έρωτας, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλειστικά μ’ αυτήν ή κυρίως μόνο μέσω αυτής, αναπτύχθηκε σαν αγάπη μεταξύ των συζύγων.
Ολόκληρη η φύση της σταθερής μονογαμίας κάτω από την ανδρική κυριαρχία το απέκλειε. Σε όλες τις ιστορικά δραστήριες, δηλαδή σε όλες τις κυρίαρχες τάξεις, η σύναψη γάμου παρέμεινε αυτό που ήταν από την εποχή του ζευγαρωτού γάμου: μια υπόθεση συναλλαγής, που την ταχτοποιούσαν οι γονείς. Και η πρώτη μορφή του σεξουαλικού έρωτα σαν πάθος, που εμφανίστηκε ιστορικά, σαν πάθος που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο (τουλάχιστον των κυρίαρχων τάξεων), σαν ανώτερη μορφή του γενετήσιου ένστικτου — πράγμα που αποτελεί ακριβώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του — αυτή η πρώτη μορφή του, ο ιπποτικός έρωτας του Μεσαίωνα, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση συζυγική αγάπη. Αντίθετα, στην κλασική μορφή του, στους Προβηγκιανούς, κατευθύνεται με ανοιχτά πανιά προς τη μοιχεία, και οι ποιητές του την εξυμνούν.
• Βλ. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς. Η γερμανική ιδεολογία. Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1979, τόμ. Ι,σελ. 77.

Φρίντριχ Ένγκελς - Για την εξουσία



Ένας αριθμός Σοσιαλιστών έχει εσχάτως εξαπολύσει μια συστηματική εκστρατεία ενάντια σε αυτό που αποκαλούν αρχή της εξουσίας. Επαρκεί να τους πούμε ότι αυτή ή εκείνη η πράξη είναι εξουσιαστική για να την καταδικάσουν. Αυτή τη συνοπτική διαδικασία κριτικής της εξουσίας την έχουν καταχραστεί τόσο, ώστε είναι πλέον απαραίτητο να δούμε το θέμα πιο συγκεκριμένα.
Η εξουσία με την έννοια που χρησιμοποιείται η λέξη εδώ σημαίνει: η επιβολή της θέλησης ενός άλλου πάνω στην δίκη μας· επιπρόσθετα η εξουσία προϋποθέτει την υποταγή. Τώρα, μιας και αυτές οι δύο λέξεις ακούγονται κάπως άσχημες, και η σχέση που αντιπροσωπεύουν είναι δυσμενής για το υποταγμένο μέρος, το ζήτημα είναι να εξακριβώσουμε αν υπάρχει τρόπος να απαλλαγούμε από αυτήν· αν. με δοσμένες τις συνθήκες της υπάρχουσας κοινωνίας, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο η εξουσία δεν θα έχει κανένα σκοπό και κατά συνέπεια θα πρέπει να εξαφανιστεί.
Εξετάζοντας τις οικονομικές, βιομηχανικές και αγροτικές συνθήκες που διαμορφώνουν την βάση της σημερινής αστικής κοινωνίας βρίσκουμε ότι τείνουν ολοένα και περισσότερο να αντικαθιστούν τη μεμονωμένη πράξη με τη συνδυασμένη πράξη ατόμων. Η σύγχρονη βιομηχανία. με τα μεγάλα εργοστάσια όπου εκατοντάδες εργάτες επιβλέπουν πολύπλοκες μηχανές κινούμενες με ατμό, έχει ξεπεράσει τα μικρά εργαστήρια των μεμονωμένων παραγωγών, τα κάρα και οι άμαξες των λεωφόρων έχουν αντικατασταθεί από τα σιδηροδρομικά τραίνα, όπως και οι μικρές βάρκες και φελούκες από ατμόπλοια. Ακόμα και η γεωργία υποκύπτει αυξανόμενα στην κυριαρχία της μηχανής και του ατμού που αργά αλλά αμείλικτα βάζουν στην θέση του μικρού ιδιοκτήτη μεγάλους καπιταλιστές, οι οποίοι με τη βοήθεια μισθωτών εργατών καλλιεργούν μεγάλες εκτάσεις γης.
Παντού η συνδυασμένη δράση, η περιπλοκή διαδικασιών που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, εκτοπίζει την ανεξάρτητη δράση από μεμονωμένα άτομα. Αλλά οποιοσδήποτε μιλά για συνδυασμένη δράση μιλά για οργάνωση. Είναι δυνατόν να έχεις οργάνωση χωρίς εξουσία;
Υποθέτοντας ότι μια κοινωνική επανάσταση ανέτρεπε τους καπιταλιστές που τώρα ασκούν την εξουσία τους πάνω στην παραγωγή και διανομή του πλούτου. Υποθέτοντας, για να υιοθετήσουμε πλήρως την θέση των αντιεξουσιαστών, ότι η γη και τα εργαλεία της εργασίας έχουν γίνει συλλογική ιδιοκτησία των εργατών που τα χρησιμοποιούν. Τότε η εξουσία θα εξαφανιζόταν ή θα άλλαζε μόνο μορφή; Για να δούμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο. Το βαμβάκι πρέπει να περάσει τουλάχιστον από 6 διαδοχικές διαδικασίες προτού καταλήξει στην μορφή της κλωστής και αυτές οι διαδικασίες λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο σε διαφορετικά δωμάτια. Επιπλέον, τον να κρατηθούν σε λειτουργία οι μηχανές απαιτεί έναν μηχανικό που θα επιβλέπει την ατμομηχανή, τεχνικούς να κάνουν τις τρέχουσες επιδιορθώσεις και πολλούς άλλους εργάτες που η δουλειά τους θα είναι να μεταφέρουν τα προϊόντα από ένα δωμάτιο στο άλλο κοκ. Όλοι αυτοί οι εργάτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, είναι υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν και να τελειώσουν την δουλειά τους στις ώρες που καθορίζονται από την εξουσία του ατμού που ποσώς τον ενδιαφέρει για την προσωπική ανθρώπινη αυτονομία. Οι εργάτες πρέπει ως εκ τούτου να φτάσουν πρώτα σε μια κατανόηση όσο αφορά τις κατάλληλες ώρες εργασίας και εφόσον αυτές οι ώρες ορισθούν οφείλουν να τηρούνται από όλους χωρίς καμιά εξαίρεση.
Όσο συγκεκριμένα ζητήματα ανακύπτουν σε κάθε αίθουσα ανά πάσα στιγμή σε σχέση με τον τρόπο παραγωγής, διανομής του υλικού κτλ., πρέπει να λύνονται με την απόφαση ενός εκπρόσωπου τοποθετημένου επικεφαλής σε κάθε κλάδο εργασίας ή αν είναι δυνατόν με μια ψηφοφορία με όρους πλειοψηφίας. Η θέληση του ατόμου θα πρέπει πάντα να υποτάσσεται σε αυτήν την απόφαση που σημαίνει ότι τα ζητήματα του τρόπου παραγωγής θα λύνονται με εξουσιαστικό τρόπο. Η αυτόματη μηχανή του μεγάλου εργοστασίου είναι πολύ πιο δεσποτική από όσο ήταν οι μικροί καπιταλιστές που απασχολούν εργάτες. Τουλάχιστον σε σχέση με τις ώρες εργασίας θα μπορούσε κανείς να γράψει στην πύλη αυτών των εργοστασίων: Lasciate ogni autonomia, voi che entrate! [“Άφησε, εσύ που μπαίνεις, κάθε αυτονομία πίσω σου!”].
Αν ο άνθρωπος με τη γνώση του και το εφευρετικό του πνεύμα έχει καθυποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, οι τελευταίες παίρνουν εκδίκηση υποβάλλοντάς τον, όσο τις χρησιμοποιεί, σε έναν αληθινό δεσποτισμό ανεξάρτητο από κάθε κοινωνική οργάνωση. Το να θέλεις να καταργήσεις την εξουσία στη μεγάλη βιομηχανία είναι ισοδύναμο με το να θέλεις να καταργήσεις τη βιομηχανία καθεαυτή, να καταργήσεις τον μηχανοκίνητο αργαλειό για να γυρίσεις στην ανέμη.
Ας πάρουμε άλλο ένα παράδειγμα, τον σιδηρόδρομο. Εδώ και πάλι η συνεργασία ενός άπειρου αριθμού ατόμων είναι απολύτως απαραίτητη και αυτή η συνεργασία πρέπει να ασκείται σε ακριβείς καθορισμένες ώρες έτσι ώστε να μην γίνουν ατυχήματα. Εδώ πάλι η κύρια συνθήκη της δουλειάς είναι μια κυρίαρχη θέληση που καθορίζει όλα τα υφιστάμενα ζητήματα, είτε είναι η θέληση ενός εκπροσώπου είτε μιας επιτροπής υπεύθυνης για την εκτέλεση των αποφάσεων μιας πλειοψηφίας ενδιαφερόμενων ατόμων. Όποια και αν είναι η περίπτωση υπάρχει μια πολύ ισχυρή εξουσία. Επιπλέον τι θα γινόταν με το πρώτο τραίνο που θα αναχωρούσε αν η εξουσία των υπαλλήλων πάνω στους επιβάτες καταργηθεί;
Αλλά η αναγκαιότητα της εξουσίας, και δεσποτικής μάλιστα, δεν θα μπορούσε να βρεθεί περισσότερο φανερά από ό,τι σε ένα καράβι εν πλω. Εκεί σε συνθήκες κινδύνου, οι ζωές όλων στηρίζονται στην ακαριαία και απόλυτη πειθαρχία στη θέληση του ενός.
Όταν υπέβαλα αυτά τα επιχειρήματα στους πιο λυσσαλέους αντιεξουσιαστές, η μόνη απάντηση που μπορούσαν να δώσουν ήταν η ακόλουθη: Ναι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι εξουσία που παραχωρούμε σε διαμεσολαβητές μας, αλλά σε μια επιτροπή εμπιστοσύνης. Αυτοί οι κύριοι νομίζουν ότι με το να αλλάζουν τα ονόματα των πραγμάτων αλλάζουν και τα πράγματα τα ίδια. Έτσι κοροϊδεύουν τον κόσμο αυτοί οι βαθυστόχαστα διανοητές.
Είδαμε λοιπόν, ότι από τη μια, κάποια εξουσία, ανεξαρτήτως πόσο διαμεσολαβημένη, και από την άλλη μια κάποια υποταγή είναι πράγματα που, ανεξαρτήτως όλων των κοινωνικών οργανώσεων, επιβάλλονται πάνω μας μαζί με τις υλικές συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγουμε και διανέμουμε τα προϊόντα.
Είδαμε, εξάλλου, ότι οι υλικές συνθήκες παραγωγής και διανομής αναπόφευκτα αναπτύσσονται με τη μεγάλη βιομηχανία και τη μεγάλης κλίμακας γεωργία και αυξανόμενα τείνουν να μεγεθύνουν το εύρος αυτής της εξουσίας. Συνεπώς είναι παράλογο να θεωρείς ότι η αρχή της εξουσίας είναι απόλυτα κακή και η αρχή της αυτονομίας απόλυτα καλή. Η εξουσία και η αυτονομία είναι σχετικά πράγματα που οι σφαίρες τους κυμαίνονται μαζί με τις διάφορες φάσεις ανάπτυξης της κοινωνίας. Αν οι οπαδοί της αυτονομίας περιορίζονταν στο να πουν ότι η μελλοντική κοινωνική οργάνωση θα περιορίσει την εξουσία αποκλειστικά μέσα στα όρια που οι συνθήκες παραγωγής την καθιστούν αναπόφευκτη, θα μπορούσαμε να κατανοηθούμε μεταξύ μας, αλλά είναι τυφλοί σε όλα τα στοιχεία που την κάνουν απαραίτητη και με πάθος πολεμάνε την ίδια την πραγματικότητα.
Γιατί οι αντιεξουσιαστές δεν περιορίζονται να ωρύονται ενάντια στην πολιτική εξουσία, το κράτος; Όλοι οι Σοσιαλιστές συμφωνούν ότι το πολιτικό κράτος και μαζί με αυτό η πολιτική εξουσία θα εξαφανιστούν ως αποτέλεσμα της επικείμενης κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή, οι δημόσιες υποθέσεις θα χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα και θα μεταμορφωθούν σε απλές διοικητικές λειτουργίες επίβλεψης στα πραγματικά συμφέροντα της κοινωνίας. Αλλά οι αντιεξουσιαστές απαιτούν το πολιτικό κράτος να καταργηθεί με ένα χτύπημα, ακόμη και πριν οι κοινωνικές συνθήκες που το γέννησαν έχουν καταστραφεί. Απαιτούν η πρώτη πράξη της κοινωνικής επανάστασης να είναι η κατάργηση της εξουσίας. Αυτοί οι κύριοι έχουν δει ποτέ τους μια επανάσταση; Η επανάσταση είναι σίγουρα το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει· είναι η πράξη όπου μια μερίδα του πληθυσμού επιβάλλει την θέληση της στην άλλη μερίδα, με τουφέκια, ξιφολόγχες και κανόνια – εξουσιαστικά μέσα, αν υπάρχουν τέτοια· και αν η νικήτρια μερίδα δεν θέλει ο αγώνας της να είναι μάταιος, θα πρέπει να διατηρήσει την εξουσία της μέσω του τρόμου που τα όπλα της εμπνέουν στους αντιδραστικούς. Θα είχε κρατήσει η Παρισινή Κομμούνα έστω μια μέρα αν δεν είχε χρησιμοποιήσει την εξουσία του οπλισμένου λαού ενάντια στην αστική τάξη; Μήπως αντίθετα θα πρέπει να την κατακρίνουμε που δεν την χρησιμοποίησε τόσο ελεύθερα όσο χρειαζόταν;
Κατά συνέπεια, συμβαίνει ένα από τα δύο: είτε οι αντιεξουσιαστές δεν ξέρουν γιατί μιλάνε, στην οποία περίπτωση σπέρνουν μόνο σύγχυση· είτε όντως ξέρουν και σε αυτήν την περίπτωση προδίδουν το προλεταριακό κίνημα. Όπως και να έχει εξυπηρετούν την αντίδραση.

Φρίντριχ Ένγκελς - Για τον ιστορικό υλισμό


Αγαπητέ κ. Μέρινγκ,
Μόλις σήμερα έχω επιτέλους την ευκαιρία να σας ευχαριστήσω για τo “Lessing-Legende”(1) που είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε. Δεν ήθελα να σας απαντήσω απλά με μια τυπική βεβαίωση ότι παρέλαβα το βιβλίο, αλλά και να σας πω ταυτόχρονα κάτι γι’ αυτό – για το περιεχόμενό του. Γι’ αυτό καθυστέρησα.
Θα αρχίσω από το τέλος – από το παράρτημα, «Über den historischen Materialismus» όπου έχετε περιγράψει, υπέροχα και πειστικά για τον κάθε απροκατάληπτο, τα απαραίτητα. Αν έχω κάτι να αντιτείνω είναι ότι μου αποδίδετε περισσότερο έπαινο απ’ ό,τι μου αξίζει, έστω κι αν συμπεριλάβω το κάθε τι που ίσως θα είχα –με τον καιρό– ανακαλύψει μονάχος, αλλά που ο Μαρξ, με τη γοργότερή του ματιά και την πλατύτερη εποπτεία του το ανακάλυπτε πολύ πιο γρήγορα. Όταν κανείς έχει την καλή τύχη, να συνεργάζεται σαράντα ολόκληρα χρόνια μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Μαρξ, συνήθως δεν απολαμβάνει σε αυτό το διάστημα της ζωής του την αναγνώριση που νομίζει ότι του αξίζει. Όταν όμως πεθάνει ο μεγαλύτερος, εύκολα υπερεκτιμούν τον κατώτερο – κι αυτό ακριβώς μου φαίνεται να συμβαίνει τώρα με έμενα. Η ιστορία τελικά θα τα τακτοποιήσει όλα αυτά, μα ως τότε θα έχει κανείς αισίως φύγει από τη μέση και δε θα ξέρει πια τίποτε για οτιδήποτε.
Κατά τα άλλα, λείπει μόνο ένα ακόμη σημείο, που ο Μαρξ και εγώ αποτύχαμε να τονίσουμε επαρκώς στα έργα μας, και που σχετικά μ’ αυτό μας βαρύνει όλους το ίδιο φταίξιμο. Συγκεκριμένα όλοι μας δώσαμε, και έπρεπε να δώσουμε, πρώτα τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραγωγή των πολιτικών, νομικών και άλλων ιδεολογικών παραστάσεων και των πράξεων που καθορίζονται απ’ αυτές τις παραστάσεις από τα οικονομικά θεμελιακά γεγονότα. Κάνοντάς το αυτό αμελήσαμε για χάρη του περιεχομένου το ζήτημα της μορφής: με ποιο τρόπο γεννιούνται αυτές οι παραστάσεις κλπ. Αυτό έδωσε στους αντιπάλους μας ευπρόσδεκτη αφορμή για παρανοήσεις, ή για διαστρεβλώσεις. Χτυπητό παράδειγμα γι’ αυτό είναι ο Πάουλ Μπαρτ(2).
Η ιδεολογία είναι μια διαδικασία, που γίνεται βέβαια από τον λεγόμενο στοχαστή συνειδητά, μα με ψεύτικη συνείδηση. Οι καθαυτό κινητήριες δυνάμεις που τον υποκινούν, του μένουν άγνωστες. Διαφορετικά δε θα ήταν ιδεολογική διαδικασία. Φαντάζεται λοιπόν ψεύτικες ή φαινομενικές κινητήριες δυνάμεις. Επειδή είναι διαδικασία σκέψης αντλεί τόσο το περιεχόμενό της, όσο και τη μορφή της από την καθαρή σκέψη, είτε τη δική του, είτε τη σκέψη των προκατόχων του. Εργάζεται μονάχα με υλικό ιδεών, που το αποδέχεται ανεξέταστα σαν προϊόν της σκέψης και δεν εξετάζει παραπέρα να βρει μια πιο μακρινή, ανεξάρτητη από τη σκέψη καταγωγή του· μάλιστα αυτό του είναι αυτονόητο γιατί κάθε πράξη του φαίνεται ότι σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στη σκέψη, επειδή γίνεται μέσω της σκέψης. Ο ιστορικός ιδεολόγος (το ιστορικός το παίρνουμε εδώ απλώς περιληπτικά για το πολιτικός, νομικός, φιλοσοφικός, θεολογικός, κοντολογίς για όλους τους τομείς που ανήκουν στην κοινωνία κι όχι μόνο στη φύση) – ο ιστορικός ιδεολόγος διαθέτει λοιπόν σε κάθε επιστημονικό τομέα ένα υλικό που έχει διαμορφωθεί αυτοτελώς από τη σκέψη προηγούμενων γενεών και που πέρασε ένα δικό του αυτοτελή τρόπο ανάπτυξης στον εγκέφαλο αυτών των διαδοχικών γενεών. Ασφαλώς, εξωτερικά γεγονότα που ανήκουν στον έναν ή τον άλλον τομέα, μπορεί να έχουν ασκήσει μια συγκαθοριστική επιρροή σ’ αυτή την εξέλιξη, τα γεγονότα αυτά όμως, σύμφωνα με τη σιωπηρή προϋπόθεση, είναι κι αυτά πάλι απλοί καρποί μιας διαδικασίας σκέψης, κι έτσι εξακολουθούμε να μένουμε πάντα στην περιοχή της καθαρής σκέψης που, όπως φαίνεται, έχει χωνέψει καλά, ακόμα και τα πιο σκληρά γεγονότα.
Αυτή η φαινομενικότητα μιας αυτοτελούς ιστορίας των μορφών της κρατικής συγκρότησης, των συστημάτων δικαίου, των ιδεολογικών παραστάσεων σε κάθε ειδικό τομέα, είναι που πάνω απ’ όλα ξεγελά τους περισσότερους ανθρώπους. Αν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος “υπερνικούν” την επίσημη καθολική θρησκεία, ή ο Χέγκελ “υπερνικά” τον Φίχτε και τον Καντ, ή ο Ρουσσώ “υπερνικά” έμμεσα με το δημοκρατικό του “Κοινωνικό Συμβόλαιο” τον συνταγματικό Μοντεσκιέ, αυτό είναι μια διαδικασία που μένει μέσα στα όρια της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής επιστήμης, που αντιπροσωπεύει ένα σταθμό στην ιστορία αυτών των τομέων της σκέψης και δεν βγαίνει καθόλου έξω από την περιοχή της σκέψης. Και αφότου προστέθηκε σ’ αυτά η αστική αυταπάτη για την αιωνιότητα και την απόλυτη τελειότητα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, θεωρείται ακόμα και η υπερνίκηση των εμποροκρατών από τους φυσιοκράτες και τον Α. Σμιθ σαν απλή νίκη της σκέψης, όχι σαν αντανάκλαση στη σκέψη αλλαγμένων οικονομικών γεγονότων αλλά σαν η σωστή κατανόηση, που επιτεύχθηκε επιτέλους, των πραγματικών συνθηκών που υπάρχουν παντού και πάντα. Αν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος(3) και ο Φίλιππος Αύγουστος(4) αντί να μπλεχτούν σε σταυροφορίες είχαν εισαγάγει την ελευθερία του εμπορίου, θα γλιτώναμε πεντακόσια χρόνια αθλιότητας και κουταμάρας.
Την πλευρά αυτή του ζητήματος, που εδώ μόνο να τη θίξω μπορώ, την έχουμε νομίζω όλοι μας παραμελήσει περισσότερο απ’ ό,τι επιτρέπεται. Είναι η παλιά ιστορία: στην αρχή παραμελείται πάντα η μορφή για χάρη του περιεχομένου. Όπως είπαμε κι εγώ το έκανα αυτό και το λάθος μού χτυπούσε στα μάτια πάντα μόνο κατόπιν εορτής. Γι’ αυτό λοιπόν δε θέλω καθόλου να σας μεμφθώ γι’ αυτό –απεναντίας, σαν παλιότερος συνένοχος δεν έχω καθόλου αυτό το δικαίωμα– θα ήθελα όμως να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε τούτο το σημείο για το μέλλον.
Με αυτό συνδέεται επίσης και η ανόητη αντίληψη των ιδεολόγων ότι επειδή αρνιόμαστε ότι οι διάφορες ιδεολογικές σφαίρες, που παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία, έχουν αυτοτελή ιστορική εξέλιξη, τους αρνιόμαστε και κάθε ιστορική δράση. Στη βάση βρίσκεται εδώ, η κοινή αντιδιαλεκτική αντίληψη για την αιτία και το αποτέλεσμα σαν πόλους που αντιπαρατίθενται άκαμπτα ο ένας στον άλλο καθώς και το γεγονός ότι ξεχνούν την αλληλεπίδραση. Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά κι αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτια του. Όπως λ.χ. ο Μπαρτ σχετικά με τους παπάδες και τη θρησκεία στη σ. 475 του βιβλίου σας. Χάρηκα πολύ που βάλατε στη θέση του αυτόν τον τύπο, που είναι πιο ρηχός απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Κι αυτόν τον άνθρωπο τον κάνουν καθηγητή της ιστορίας στη Λειψία! Ε, τότε ο γέρο-Βάχσμουτ(5), ήταν ολότελα διαφορετικός άνθρωπος, γιατί παρότι ήταν κι αυτός στενοκέφαλος, είχε ωστόσο πολύ μεγάλη αίσθηση για τα γεγονότα.
Κατά τα άλλα μπορώ μόνο να επαναλάβω για το βιβλίο, ό,τι έχω κιόλας πει επανειλημμένα για τα άρθρα, όταν δημοσιεύονταν στη Neue Zeit: είναι η καλύτερη περιγραφή που υπάρχει για τη γέννηση του πρωσικού κράτους, μάλιστα, μπορώ να πω η μόνη καλή, που στα περισσότερα ζητήματα αναπτύσσει ως τις λεπτομέρειες σωστά τις συνάφειες. Λυπάται μόνον κανείς που δε μπορέσατε να περιλάβετε μια και καλή ολόκληρη την παραπέρα εξέλιξη ως τον Βίσμαρκ, και δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει ότι θα το κάνετε αυτό άλλη φορά και ότι θα δώσετε μια γενική συνεκτική εικόνα από τον εκλέκτορα Φρειδερίκο Γουλιέλμο ως τον γέρο-Γουλιέλμο. Γιατί έχετε κάνει ήδη τις προκαταρκτικές μελέτες και, τουλάχιστον στην ουσία τους, τις τελειώσατε σχεδόν. Αυτή η δουλειά έτσι ή αλλιώς πρέπει βέβαια κάποτε να γίνει προτού σωριαστεί η παλιοκαρότσα. Η διάλυση των μοναρχο-πατριωτικών θρύλων, αν και δεν αποτελεί οπωσδήποτε μια αναγκαία προϋπόθεση για να παραμεριστεί η μοναρχία, που συγκαλύπτει την ταξική κυριαρχία (αφού μια καθαρή αστική Δημοκρατία [Republik] στη Γερμανία έχει ξεπεραστεί πριν ακόμα πραγματοποιηθεί), είναι ωστόσο ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μοχλούς για να γίνει αυτό.
Τότε θα έχετε και περισσότερο χώρο και ευκαιρία να περιγράψετε την πρωσική τοπική ιστορία σαν κομμάτι της γερμανικής γενικής αθλιότητας. Αυτό είναι ακριβώς το σημείο που αποκλίνω πού και πού από την άποψή σας, ιδιαίτερα από την άποψη σχετικά με τις αιτίες του διαμελισμού της Γερμανίας και της αποτυχίας της γερμανικής αστικής επανάστασης στη διάρκεια του 16ου αιώνα. Αν καταφέρω να επεξεργαστώ ξανά την ιστορική εισαγωγή στο έργο μου Ο Πόλεμος των Χωρικών(6), πράγμα που, όπως ελπίζω, θα γίνει τον ερχόμενο χειμώνα, τότε θα μπορέσω να αναπτύξω εκεί τα σχετικά σημεία. Όχι ότι θεωρώ σαν μη σωστά τα σημεία που αναφέρετε εσείς, αλλά βάζω πλάι σ’ αυτά κι άλλα και τα ταξινομώ κάπως διαφορετικά.
Στη μελέτη της γερμανικής ιστορίας –που είναι, αλήθεια, μια μοναδική συνεχής αθλιότητα– βρήκα πάντα ότι μονάχα η σύγκριση με τις αντίστοιχες γαλλικές εποχές μας δίνει μια σωστή αίσθηση του μέτρου, γιατί εκεί συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που γίνεται σε μας. Εκεί έχουμε τη συγκρότηση του εθνικού κράτους από τα σκόρπια μέρη του φεουδαρχικού κράτους, ακριβώς τον καιρό που σημειώνεται σε μας η κύρια παρακμή(7). Εκεί έχουμε μια σπάνια αντικειμενική λογική σ’ όλη την πορεία της διαδικασίας, ενώ σε εμάς έχουμε μια ολοένα και πιο άγονη διάλυση. Εκεί το Μεσαίωνα ο Άγγλος κατακτητής με την ανάμιξή του υπέρ της προβηγκιανής εθνότητας(8) ενάντια στη βορειο-γαλλική εθνότητα αντιπροσωπεύει την ξένη επέμβαση. Οι πόλεμοι με τους Άγγλους(9) αντιπροσωπεύουν, σα να λέμε, τον τριακονταετή πόλεμο(10), που τελειώνει όμως με το διώξιμο της ξένης επέμβασης και την καθυπόταξη του νότου στο βορρά. Ύστερα ακολουθεί ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας με τον βουργουνδό υποτελή(11), που στηρίζεται στις κτήσεις του στο εξωτερικό(12) –που παίζει το ρόλο του Βρανδεμβούργου - Πρωσίας– ένας αγώνας που όμως τελειώνει με τη νίκη της κεντρικής εξουσίας και κάνει οριστική τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Ακριβώς τη στιγμή αυτή(13) καταρρέει σε μας ολότελα το εθνικό κράτος (στο βαθμό που μπορεί κανείς να ονομάσει εθνικό κράτος το “γερμανικό βασίλειο” μέσα στα πλαίσια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και αρχίζει η λεηλασία των γερμανικών περιοχών σε μεγάλη κλίμακα. Είναι μια σύγκριση που ντροπιάζει στον ανώτατο βαθμό το Γερμανό, που γι’ αυτό όμως είναι πιο διδακτική, και από τότε που οι εργάτες μας ξαναβάλανε τη Γερμανία στην πρώτη γραμμή της ιστορικής κίνησης, μπορούμε κάπως πιο εύκολα να καταπίνουμε το αίσχος του παρελθόντος.
Εντελώς χαρακτηριστικό για τη γερμανική εξέλιξη είναι ακόμα το γεγονός ότι και τα δύο μερικά κράτη, που τελικά μοίρασαν μεταξύ τους όλη τη Γερμανία, δεν ήταν καθαρά γερμανικά, αλλά ήταν αποικίες πάνω σε κατακτημένο σλαβικό έδαφος: η Αυστρία ήταν βαυαρική(14) και το Βρανδεμβούργο σαξονική αποικία(15), καθώς και το γεγονός ότι απόκτησαν δύναμη στη Γερμανία μόνο χάρη στο ότι στηρίζονταν σε ξένες, όχι γερμανικές κτήσεις: η Αυστρία στην Ουγγαρία (για να μην πούμε για τη Βοημία), και το Βρανδεμβούργο στην Πρωσία(16). Στα δυτικά σύνορα που απειλούνταν περισσότερο δεν έγινε κάτι τέτοιο, στα βόρεια σύνορα άφησαν τους Δανούς να υπερασπίζουν τη Γερμανία από τους Δανούς, και στο νότο είχαν τόσο λίγα να προστατεύσουν, που οι συνοριακοί φρουροί, οι Ελβετοί, μπόρεσαν μάλιστα να αποσπαστούν οι ίδιοι από τη Γερμανία!
Ωστόσο έπιασα να μιλώ για κάθε λογής αλλότρια ζητήματα – ας χρησιμέψει τουλάχιστον αυτή η φλυαρία σαν απόδειξη για το πόσο ευεργετική επίδραση είχε πάνω μου η εργασία σας.
Και πάλι σας στέλνω τις εγκάρδιες ευχαριστίες και τους χαιρετισμούς μου.


ημειώσεις
1. Ο Μύθος του Λέσινγκ, η Καταγωγή της Κουλτούρας της Γερμανικής Mεσαίας Τάξης.
2. Ο Π. Μπαρτ (1858-1922), Γερμανός κοινωνιολόγος, έγραψε μια μελέτη με τον τίτλο: Η Φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ και οι Εγελιανοί μέχρι τον Μαρξ και τον Χάρτμαν (1890).
3. Ριχάρδος Α΄, γνωστός και ως Λεοντόκαρδος (1157-1199), βασιλιάς της Αγγλίας, βασικός διοικητής στρατευμάτων στην τρίτη Σταυροφορία.
4. Φίλιππος Β΄, γνωστός και ως Αύγουστος (1165-1223), βασιλιάς της Γαλλίας, συμμετείχε στην Τρίτη Σταυροφορία.
5. E. Wachsmuth (1784-1866), Γερμανός ιστορικός, καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Λάιμπνιτς.
6. Αναφορά στο έργο του Ένγκελς Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία. Σε αυτό του το έργο, ο Ένγκελς ασχολήθηκε με τη γερμανική αγροτική επανάσταση του 1525 με πρωταγωνιστή τον Τόμας Μίντσερ.
7. Από το 1350 ως το 1450 επικράτησε γενικευμένη αναρχία στη Γερμανία, J. Coffin, R. Stacey, R. Lerner, St. Mecham, Western Civilizations, εκδ. W. W. Norton & Company, σελ. 401.
8. Ο Ένγκελς αναφέρεται στην εθνότητα του νότιου τρίτου της Γαλλίας όπου ομιλούνταν η Οξιτανική γλώσσα ή διάλεκτος. Πριν καθιερωθεί ο όρος Οξιτανική, στις αρχές του 20ού αιώνα, χρησιμοποιούνταν ευρέως ο όρος Προβηγκιανή για να περιγράψει αυτή τη γλώσσα/διάλεκτο. Η σύγχρονη επίσημη γαλλική γλώσσα βασίζεται στη γλώσσα που ομιλούνταν στη Βόρεια Γαλλία, ενώ παρεμφερής γλώσσα της Οξιτανικής της Νότιας Γαλλίας είναι η Καταλανική. Αναφορές για την προβηγκιανή ποίηση των τρουβαδούρων ως μια από τις πρώτες μορφές εξύμνησης του σεξουαλικού έρωτα θα κάνει ο Ένγκελς και στο Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους, εκδ. ΣΕ, σελ. 64, αλλά και ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του θα κάνει λόγο για μια ξεχωριστή αισθητική κουλτούρα. Η αντίθεση της Βόρειας με τη Νότια Γαλλία εκτός από γλωσσικό υπόβαθρο είχε πάρει και θρησκευτικό. Το θρησκευτικό κίνημα των Καθαρών ή Αλβιγήνων στη νότια Οξιτανική περιοχή της Γαλλίας προκάλεσε μια Σταυροφορία (1209-1229) από τη Βόρεια Γαλλία με τη στήριξη του Πάπα και του Αγίου Δομίνικου. Η λήξη της σταυροφορίας σήμανε την καταστολή των “αιρετικών” Οξιτανών με το νεοεμφανιζόμενο διαβόητο θεσμό της Ιεράς Εξέτασης που με τη σειρά της προκάλεσε εξεγέρσεις των Καθαρών. Ο Καθαρός κόμης της Οξιτανικής Τουλούζης Ρεϊμόνδος ο 7ος (με γενεαλογικές αγγλικές σχέσεις) το 1242 σύναψε μια ανεπιτυχή συμμαχία με τον Ερρίκο τον 3ο της Αγγλίας και το βαρόνο της Γασκώνης (νοτιοδυτική επαρχία της Γαλλίας φόρου υποτελής στο αγγλικό στέμμα) για να ανατρέψει τους Ρωμαιοκαθολικούς βορειο-Γάλλους.
9. Ο Εκατονταετής Πόλεμος (1337-1453) ήταν μια σειρά πολέμων μεταξύ των βασιλείων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ξεκίνησε ως φεουδαρχικός πόλεμος αλλά κατέληξε ως εθνικός οδηγώντας με τη νίκη της Γαλλίας στην εμφάνιση μιας ισχυρής εθνικής μοναρχίας στη Γαλλία. Ο Ένγκελς αντιπαραβάλλει τη διάλυση της εθνικής συνοχής στη Γερμανία με την ισχυροποίηση και συγκρότηση της εθνικής ενότητας στη Γαλλία στην ίδια περίοδο. Το γερμανικό έθνος βγαίνει διαιρεμένο ενώ το γαλλικό έχει αποκτήσει μια συγκεντρωτική κρατική υπόσταση.
10. Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648): Ευρωπαϊκός πόλεμος που διεξήχθη κυρίως στο έδαφος της Γερμανίας. Είχε θρησκευτικό υπόβαθρο στην εναντίωση Προτεσταντών και Καθολικών αλλά αποτελέσματα καθαρά πολιτικού χαρακτήρα. Ενεπλάκησαν οι προτεσταντικές δυνάμεις της Δανίας, της Σουηδίας, των προτεσταντών Γερμανών, Ολλανδών και Βοημών ενάντια στην Αψβουργική Ισπανία και Αυστρία. Η καθολική Γαλλία πήρε το μέρος των πρώτων για να αποτρέψει μια παντοδυναμία της δυναστείας των Αψβούργων. Η λήξη του πολέμου με τη συνθήκη της Βεστφαλίας σήμανε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Προτεσταντικής Εκκλησίας, την ενίσχυση της Σουηδικής Αυτοκρατορίας, την πτώση της Ισπανίας ως ηγέτιδας δύναμης και την άνοδο της Δημοκρατίας των Ενωμένων Επτά Επαρχιών των Κάτω Χωρών, πρώην υποτελούς της Ισπανίας, ως του πρώτου κράτους του εμπορικού καπιταλισμού, την καθιέρωση του πολιτικού διαμελισμού, οικονομικής και πληθυσμιακής καθίζησης του γερμανικού έθνους, την ανάδειξη της Γαλλίας ως κυρίαρχης δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη για τους επόμενους δυο αιώνες.
11. Οι πόλεμοι της Βουργουνδίας (1474-1477) ήταν διαμάχες μεταξύ του Δουκάτου της Βουργουνδίας και του βασιλείου της Γαλλίας στις οποίες ενεπλάκη στο πλευρό του τελευταίου η Ελβετική Συνομοσπονδία. Το Δουκάτο της Βουργουνδίας υπήρξε σύμμαχος της Αγγλίας στον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1453), είχε μάλιστα συλλάβει και παραδώσει στους Άγγλους τη μνημειώδη μορφή του γαλλικού εθνικισμού, την Ιωάννα της Λωραίνης, το 1431.
12. Ενωμένες με τη Βουργουνδία, οι Κάτω Χώρες αύξησαν τον δυναμισμό τους και ενίσχυσαν τη θέση τους στον ανταγωνισμό με την Ιταλία. Η ακμή των πόλεων των Κάτω Χωρών με την αναπτυγμένη υφαντουργία τους, καθώς και των λιμανιών της Βόρειας Θάλασσας, η ανάπτυξη των συναλλαγών στις αγορές όπου συνέκλιναν οι χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόμοι από την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία και η προσοδοφόρα παραγωγή παστής ρέγκας, ήταν οι βάσεις πάνω στις οποίες οι μεγάλοι δούκες στήριξαν την ευημερία τους.
13. Ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του γράφει: «Μετά την πτώση των Χοενστάουφεν, μια γενική βαρβαρότητα επικράτησε στη Γερμανία, που διαιρέθηκε σε πολλά κέντρα δεσποτισμού», εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 407. Ο Οίκος των Χοενστάουφεν βασίλευσε από το 1138 ως το 1254 μ. Χ.
14. Στην επιστολή του προς τον Αυστριακό Β. Άντλερ, 11/10/1893, ο Ένγκελς αναφερόμενος στην Αυστρία γράφει, εύστοχα, για μια «...πρόσμιξη Κελτών, Σλάβων και Γερμανών όπου το τελευταίο στοιχείο επικρατεί». K. Marx και F. Engels, Collected Works, τόμ. 50, σελ. 201, εκδ. International Publishers, Νέα Υόρκη.
15. Το Βρανδεμβούργο είναι βορειοανατολικό κρατίδιο στο οποίο περιλαμβάνεται και το κρατίδιο-πόλη του Βερολίνου. Ανατολικό του σύνορο είναι ο ποταμός Όντερ (σημερινό σύνορο μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας) και δυτικό ο ποταμός Έλβας. Από τον 7ο αιώνα μ. Χ. είχαν εγκατασταθεί παγανιστικές σλαβικές φυλές (Πολάβοι, Βελέτοι κ.ά.) καθώς οι γερμανικές φυλές είχαν μεταναστεύσει δυτικά. Στις αρχές του 10ου αιώνα οι χριστιανοί πλέον Γερμανοί Σάξονες διεκδικούν την περιοχή και την κατακτούν. Το 983 μ. Χ. όμως οι Σλάβοι εξεγείρονται και οι Γερμανοί χάνουν τον έλεγχο της περιοχής. Κατά τον 12ο-13ο αιώνα μ. Χ. επανακτούν τον πλήρη έλεγχο οι Γερμανοί και οι Πολάβοι υποτάσσονται και εκγερμανίζονται. Τότε σημειώνεται μαζικός γερμανικός αποικισμός (π.χ. το Βερολίνο ιδρύθηκε μόλις στα τέλη του 12ου αιώνα μ. Χ). Οι Σλάβοι αφομοιώθηκαν σε συνδυασμό με τον εκχριστιανισμό τους. Η Πολαβική γλώσσα επιβίωσε όμως ως τον 18ο αιώνα.
16. Ο ιθαγενής πληθυσμός της Πρωσίας ομιλούσε μια βαλτική γλώσσα η εκγερμανοποίηση της οποίας έγινε με την επιτυχή έκβαση της Πρωσικής Σταυροφορίας το 1230 μ.Χ. μέχρι το 1300 μ.Χ. από τους Τεύτονες Ιππότες.

Γράφτηκε: Επιστολή του Φρίντριχ Ένγκελς στον Φραντς Μέρινγκ, 14 Ιούλη 1893
Πηγή: Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 13, σελ. 46-50.
Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ και τη Μαρξιστική Σκέψη.