Translate

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ - Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ




ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ 1884


Τα παρακάτω κεφάλαια αποτελούν ως ένα βαθμό την εκτέλεση μιας διαθήκης. Ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ είχε σκοπό να εκθέσει τα συμπεράσματα των ερευνών του Μόργκαν σε σχέση με τα αποτελέσματα της δικής του -μέσα σε ορισμένα όρια μπορώ να πω της δικής μας-υλιστικής έρευνας της ιστορίας κι έτσι πια να εξηγήσει όλη τους τη σημασία. Γιατί ο Μόργκαν ανακάλυψε ξανά στην Αμερική, με δικό του τρόπο, την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, που την είχε ανακαλύψει πριν 40 χρόνια ο Μαρξ, και όταν έκανε τη σύγκριση της βαρβαρότητας και του πολιτισμού, η αντίληψη αυτή τον οδήγησε στα κύριά της σημεία στα ίδια συμπεράσματα με τον Μαρξ. Και όπως οι ειδικοί οικονομολόγοι στη Γερμανία αποσιωπούσαν επίμονα το Κεφάλαιο με τον ίδιο ζήλο που χρόνια συνέχεια το αντέγραφαν, έτσι ακριβώς μεταχειρίστηκαν και την Ancient society* ) του Μόργκαν οι εκπρόσωποι της «προϊστορικής» επιστήμης στην Αγγλία. Η δική μου εργασία μονάχα ελάχιστα μπορεί ν' αντικαταστήσει εκείνο που δεν αξιώθηκε να κάνει ο αείμνηστος φίλος μου. Όμως στις λεπτομερειακές περιλήψεις του από τον Μόργκαν βρίσκω κριτικές του παρατηρήσεις που τις παραθέτω εδώ όσο γίνεται.

Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, το καθοριστικό στοιχείο στην ιστορία είναι σε τελική ανάλυση: η παραγωγή και η αναπαραγωγή της άμεσης ζωής. Αυτή όμως με τη σειρά της έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια μεριά, η παραγωγή των μέσων συντήρησης, αντικειμένων για τη διατροφή, το ντύσιμο, την κατοικία και των εργαλείων που χρειάζονται γι' αυτά. Από την άλλη μεριά, η παραγωγή των ίδιων των ανθρώπων, η αναπαραγωγή του είδους. Οι κοινωνικοί θεσμοί όπου ζουν οι άνθρωποι μιας ορισμένης ιστορικής εποχής και μιας ορισμένης χώρας, καθορίζονται και από τα δυο είδη της παραγωγής: από τη βαθμίδα ανάπτυξης, από τη μια μεριά, της εργασίας και, από την άλλη, της οικογένειας. Όσο λιγότερο αναπτυγμένη είναι ακόμα η εργασία, όσο πιο περιορισμένη η ποσότητα των προϊόντων της, επομένως και ο πλούτος της κοινωνίας, τόσο επικρατέστερα φαίνεται να κυριαρχείται η κοινωνική οργάνωση από τους συγγενικούς δεσμούς, Μέσα σ' αυτή τη διάρθρωση της κοινωνίας που στηρίζεται στους συγγενικούς δεσμούς αναπτύσσεται ωστόσο όλο και περισσότερο η παραγωγικότητα της εργασίας. Μαζί της αναπτύσσονται και η ατομική ιδιοκτησία και η ανταλλαγή, οι διαφορές του πλούτου, η δυνατότητα αξιοποίησης ξένης εργατικής δύναμης και επομένως η βάση για ταξικές αντιθέσεις: καινούργια κοινωνικά στοιχεία, που γενιές ολόκληρες προσπαθούν να προσαρμόσουν το παλιό κοινωνικό καθεστώς στις νέες συνθήκες, ώσπου τελικά το ασυμβίβαστο και των δυο προκαλεί μια πλήρη ανατροπή. Η παλιά κοινωνία, που βασίζεται σε συγγενικές ενώσεις, τινάζεται στον αέρα με τη σύγκρουση των νέων αναπτυγμένων κοινωνικών τάξεων. Στη θέση της μπαίνει μια καινούργια κοινωνία, οργανωμένη σε κράτος, που οι κατώτερες ενότητές του δεν είναι πια συγγενικές ενώσεις, αλλά τοπικές ενώσεις, μια κοινωνία, όπου το οικογενειακό καθεστώς κυριαρχείται ολότελα από το καθεστώς της ιδιοκτησίας και όπου αναπτύσσονται τώρα ελεύθερα εκείνες οι ταξικές αντιθέσεις και εκείνοι οι ταξικοί αγώνες, που αποτελούν το περιεχόμενο όλης της ως τώρα γραφτής ιστορίας.

Η μεγάλη υπηρεσία του Μόργκαν είναι ότι ανακάλυψε και αποκατέστησε στις κύριες γραμμές αυτό το προϊστορικό θεμέλιο της γραφτής μας ιστορίας και ότι στις συγγενικές ενώσεις των βορειοαμερικανών Ινδιάνων βρήκε το κλειδί που μας λύνει τα σπουδαιότερα, άλυτα ως τώρα αινίγματα της αρχαιότατης ελληνικής, ρωμαϊκής και γερμανικής ιστορίας. Το σύγγραμμά του όμως δεν είναι έργο μιας ημέρας, Κάπου σαράντα χρόνια πάλεψε με το υλικό του, ώσπου το εξουσίασε πέρα για πέρα. Γι' αυτό όμως και το βιβλίο του είναι από τα λίγα έργα του καιρού μας που άφησαν εποχή.

Στην παρουσίαση που ακολουθεί, ο αναγνώστης γενικά θα διακρίνει εύκολα τι είναι του Μόργκαν και τι πρόσθεσα εγώ. Στα ιστορικά μέρη για την Ελλάδα και τη Ρώμη δεν περιορίστηκα στα στοιχεία του Μόργκαν, αλλά πρόσθεσα ό,τι είχα στη διάθεσή μου. Τα μέρη για τους Κέλτες και τους Γερμανούς ανήκουν κυρίως σ' εμένα. Ο Μόργκαν εδώ διέθετε πηγές σχεδόν μονάχα από δεύτερο χέρι και για τις γερμανικές συνθήκες -εκτός από τον Τάκιτο-μονάχα τις κακές φιλελεύθερες παραποιήσεις του κυρίου Φρίμαν. τις οικονομικές εξηγήσεις, που για το σκοπό του Μόργκαν αρκούσαν, μα που για το δικό μου είναι απόλυτα ανεπαρκείς, τις επεξεργάστηκα όλες ξανά. Και τέλος είμαι φυσικά υπεύθυνος για όλα τα συμπεράσματα, όπου δεν αναφέρεται ρητά ο Μόργκαν.

Σύμφωνα με την τέταρτη έκδοση.

Γράφτηκε απ' τον Φρίντριχ Ένγκελς για την πρώτη έκδοση του έργου του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Ζυρίχη 1884

Marx-Engels-Werke, τόμο 21,σελ. 27-29.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ 1891

Οι παλιότερες μεγάλες εκδόσεις αυτού του έργου εξαντλήθηκαν εδώ και μισό χρόνο σχεδόν, και ο εκδότης από καιρό κιόλας μου ζήτησε να φροντίσω για μια νέα έκδοση. Πιο επείγουσες δουλειές μ' εμπόδισαν ως τώρα να το κάνω. Από τότε που βγήκε η πρώτη έκδοση πέρασαν εφτά χρόνια, όπου η γνώση των πρωτόγονων μορφών της οικογένειας σημείωσε σημαντικές προόδους. Έπρεπε λοιπόν εδώ να γίνουν με επιμέλεια διορθώσεις και συμπληρώσεις. Και μάλιστα τόσο περισσότερο που η προβλεπόμενη στερεοτυπία του τωρινού κειμένου θα μου στερήσει τη δυνατότητα για ένα διάστημα να κάνω παραπέρα αλλαγές.

Θεώρησα λοιπόν με φροντίδα ολόκληρο το κείμενο και έκανα μια σειρά προσθήκες, ελπίζοντας έτσι πως πήρα υπόψη μου, όπως αρμόζει, τη σημερινή κατάσταση της επιστήμης. Ακόμα, δίνω παρακάτω στον πρόλογο αυτό μια σύντομη επισκόπηση για την εξέλιξη της ιστορίας της οικογένειας από τον Μπάχοφεν ως τον Μόργκαν. Και το κάνω αυτό κυρίως γιατί η αγγλική προϊστορική σχολή, με τη σοβινιστική χροιά της, εξακολουθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για ν' αποσιωπήσει τελείως την ανατροπή που έγινε με τις ανακαλύψεις του Μόργκαν στις αντιλήψεις για την πρωτόγονη ιστορία, ενώ ταυτόχρονα δεν ενοχλείται καθόλου να οικειοποιείται συμπεράσματα του Μόργκαν. Κι αλλού ακολουθούν, πού και πού μάλιστα με το παραπάνω, αυτό το αγγλικό παράδειγμα.

Η εργασία μου μεταφράστηκε σε διάφορες ξένες γλώσσες. Πρώτα στα ιταλικά: L 'origine della famiglia, della proprieta privata e dello stato, Versione riveduta dall' autore, di Pasquale Martignetti, Benevento 1885. Ύστερα στα ρουμάνικα: «Originea familiei, proprietǎtii Private șί a statului», Traducere de Joan Nădejde στο περιοδικό του Ιασίου Contemporanul, Σεπτέμβρης 1885-Μάης 1886. Επίσης στα δανικά: «Familjens, Privatejendommens og Statens Οprindelse», Dansk, af Forfatteren gennemgaaet Udgave, Βesørget af Gerson Τrier, Κøbenhavn, 1888. Μια γαλλική μετάφραση του Ανρί Ραβέ, που έχει γίνει από αυτή τη γερμανική έκδοση, βρίσκεται στα πιεστήρια. *

* Frédéric Engels. L’origine de /a famille, de /a propriété privée et de /' état. Traduction française par Henri Rave, Paris 1893 (σημ. γερμ. σύντ.).

                                                                              ***

Ως τις αρχές της δεκαετίας 1860-1870, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για ιστορία της οικογένειας. Η ιστορική επιστήμη στον τομέα αυτό βρισκόταν ακόμα ολότελα κάτω από την επίδραση των πέντε βιβλίων του Μωυσή. Την πατριαρχική μορφή της οικογένειας, που στα βιβλία αυτά περιγράφεται πιο λεπτομερειακά από οπουδήποτε αλλού, δεν τη θεωρούσαν μονάχα ασυζήτητα σαν την πιο παλιά μορφή της, αλλά επίσης -ύστερα από αφαίρεση της πολυγαμίας-την ταύτιζαν με τη σημερινή αστική οικογένεια, έτσι που ουσιαστικά η οικογένεια δεν πέρασε δήθεν απολύτως καμιά ιστορική εξέλιξη. Το πολύ-πολύ παραδέχονταν ότι στην πρωτόγονη εποχή μπορεί να υπήρξε μια περίοδος σεξουαλικής ακαταστασίας. Βέβαια, εκτός από τη μονογαμία γνώριζαν την ανατολίτικη πολυγαμία και την ινδοθιβετιανή πολυανδρία. Αυτές όμως οι τρεις μορφές δεν μπορούσαν να μπουν σε μια ιστορική σειρά και φιγουράριζαν ασύνδετα η μια πλάι στην άλλη. Το γεγονός ότι σε ορισμένους λαούς της παλιάς ιστορίας, καθώς και σε ορισμένους άγριους που υπάρχουν ακόμα, η καταγωγή δεν λογαριαζόταν από τον πατέρα, αλλά από τη μητέρα, επομένως θεωρείτο ότι ισχύει μονάχα η γυναικεία γραμμή, το ότι σε πολλούς σημερινούς λαούς απαγορεύεται ο γάμος μέσα σε ορισμένες μεγαλύτερες ομάδες, που τότε δεν τις είχαν εξετάσει πιο επισταμένα και το ότι βρίσκεται αυτό το έθιμο σε όλα τα μέρη του κόσμου -αυτά τα γεγονότα ήταν βέβαια γνωστά και συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερο τέτοια παραδείγματα. Όμως δεν ήξεραν τι να τα κάνουν και ακόμα και ο Ε. Β. Tylor στο έργο του Researches into the Early History of Mankind and the Development of Civilization, (1865) τα αναφέρει σαν απλές «παράξενες συνήθειες», πλάι στην απαγόρευση που ισχύει σε μερικούς άγριους να μην αγγίζουν καιόμενα ξύλα με σιδερένιο εργαλείο και άλλες παρόμοιες θρησκευτικές σαχλαμάρες.
Η ιστορία της οικογένειας χρονολογείται από το 1861, από τότε που εκδόθηκε το Μητρικό δίκαιο του Μπάχοφεν. Σ' αυτό ο συγγραφέας διατυπώνει τους εξής ισχυρισμούς:
1) Ότι οι άνθρωποι στην αρχή ζούσαν έχοντας σεξουαλικές σχέσεις χωρίς περιορισμούς, που τις χαρακτηρίζει με τη λαθεμένη έκφραση ε ται ρι σμός.
2) Ότι αυτού του είδους οι σχέσεις αποκλείουν κάθε σίγουρη πατρότητα, ότι επομένως και η καταγωγή μπορούσε να λογαριάζεται μονάχα από τη γυναικεία γραμμή -σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο-και ότι αρχικά αυτό συνέβαινε σε όλους τους λαούς της αρχαιότητας.
3) Ότι για το λόγο αυτό εκτιμούσαν και σέβονταν σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες που σαν μητέρες ήταν οι μοναδικά σίγουροι γνωστοί γονείς της νεότερης γενιάς, βαθμό που κατά την αντίληψη του Μπάχοφεν, έφτανε ως την πλήρη κυριαρχία των γυναικών (γυναικοκρατία).
4) Ότι το πέρασμα στη μονογαμία, όπου η γυναίκα ανήκε αποκλειστικά σ' έναν άντρα, περιέκλεινε την παράβαση μιας παμπάλαιας θρησκευτικής εντολής (δηλαδή πραγματικά την παράβαση του από παράδοση δικαιώματος των υπόλοιπων αντρών πάνω στην ίδια γυναίκα), μια παράβαση που έπρεπε να εξιλεωθεί ή να εξαγοραστεί η ανοχή της με μια χρονικά περιορισμένη έκδοση της γυναίκας.
Τις αποδείξεις γι' αυτές τις θέσεις τις βρίσκει ο Μπάχοφεν σε πολυάριθμα χωρία της παλιάς κλασικής φιλολογίας που συγκέντρωσε μ' εξαιρετική επιμέλεια. Σύμφωνα μ' αυτόν, η εξέλιξη από τον «εταιρισμό» στη μονογαμία και από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο γίνεται, ειδικά στους Έλληνες, σαν συνέπεια μιας παραπέρα εξέλιξης των θρησκευτικών παραστάσεων, μιας εισδοχής νέων θεοτήτων που αντιπροσωπεύουν το νέο τρόπο αντίληψης, στο παλιό πατροπαράδοτο πάνθεο, που εκπροσωπούσε τις παλιές αντιλήψεις, έτσι που οι πρώτες όλο και περισσότερο παραγκωνίζουν το δεύτερο. Σύμφωνα με τον Μπάχοφεν, λοιπόν, δεν είναι η εξέλιξη των πραγματικών όρων ζωής των ανθρώπων, αλλά η θρησκευτική ανταύγεια αυτών των όρων ζωής στα κεφάλια των ίδιων των ανθρώπων, που προκάλεσε τις ιστορικές αλλαγές στην αμοιβαία κοινωνική θέση του άντρα και της γυναίκας. Σύμφωνα μ' αυτά, ο Μπάχοφεν παρουσιάζει την Ορέστεια του Αισχύλου σαν τη δραματική περιγραφή του αγώνα ανάμεσα στο μητρικό δίκαιο που έδυε και στο πατρικό δίκαιο που στην ηρωική εποχή ανάτελλε και νικούσε. Η Κλυταιμνήστρα για χάρη του εραστή της, Αίγισθου, σκότωσε τον άντρα της, τον Αγαμέμνονα που γύρισε από τον τρωικό πόλεμο. Ο Ορέστης, όμως, που ήταν γιος της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα, εκδικείται το φόνο του πατέρα, σκοτώνοντας τη μητέρα του. Γι' αυτό τον καταδιώκουν οι Ερινύες, οι δαιμονικές υπερασπίστριες του μητρικού δικαίου, που θεωρεί τη μητροκτονία σαν το πιο βαρύ, το πιο ανεξιλέωτο έγκλημα. Όμως, ο Απόλλωνας, που με το χρησμό του έσπρωξε τον Ορέστη σ' αυτή την πράξη, και η Αθηνά, που την καλούν για δικαστή --οι δυο θεοί που εκπροσωπούν εδώ το καινούργιο καθεστώς του πατρικού δικαίου-τον προστατεύουν. Η Αθηνά ακούει και τις δυο πλευρές. Όλο το διαφιλονικούμενο ζήτημα συνοψίζεται σύντομα στη συζήτηση που γίνεται τώρα ανάμεσα στον Ορέστη και τις Ερινύες. Ο Ορέστης επικαλείται ότι η Κλυταιμνήστρα έκανε διπλό έγκλημα: σκοτώνοντας τον άντρα της σκότωσε μαζί και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες καταδιώκουν αυτόν κι όχι εκείνη, που είναι πολύ πιο φταίχτρα; Η απάντηση είναι χτυπητή:

                                                       «Ούκ ήν όμαιμος φωτός όν κατέκτανεν.» *

Ο φόνος ενός ανθρώπου που δεν συγγενεύει με αίμα, ακόμα κι αν είναι ο άντρας της φόνισσας, εξιλεώνεται, δεν ενδιαφέρει τις Ερινύες. Δουλειά τους είναι μονάχα να καταδιώκουν το φόνο ανάμεσα στους συγγενείς από αίμα κι εδώ, σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, το πιο βαρύ και το πιο ανεξιλέωτο είναι η μητροκτονία. Τώρα εμφανίζεται ο Απόλλωνας σαν συνήγορος του Ορέστη. Η Αθηνά βάζει τους αρεοπαγίτες -τους αθηναίους δικαστές-να ψηφίσουν. Οι ψήφοι είναι ίσοι για την αθώωση και την καταδίκη. Τότε η Αθηνά, σαν προεδρεύουσα, δίνει την ψήφο της υπέρ του Ορέστη και τον αθωώνει. Το πατρικό δίκαιο νίκησε το μητρικό δίκαιο. Οι «θεοί της νέας γενιάς», όπως τους χαρακτηρίζουν οι ίδιες οι Ερινύες, νικούν τις Ερινύες που πείθονται στο τέλος να αναλάβουν ένα νέο αξίωμα στην υπηρεσία του νέου καθεστώτος.
Αυτή η καινούργια, αλλά απόλυτα σωστή ερμηνεία της Ορέστειας είναι ένα από τα ωραιότερα και καλύτερα μέρη όλου του βιβλίου, αποδείχνει όμως ταυτόχρονα ότι ο Μπάχοφεν πιστεύει τουλάχιστον στις Ερινύες, στον Απόλλωνα και στην Αθηνά, όσο και ο Αισχύλος στην εποχή του. Πιστεύει ακριβώς ότι στην ελληνική ηρωική εποχή έκαναν το θαύμα να γκρεμίσουν το μητρικό δίκαιο με το πατρικό δίκαιο. Είναι φανερό ότι μια τέτοιου είδους αντίληψη, που θεωρεί τη θρησκεία αποφασιστικό μοχλό της παγκόσμιας ιστορίας, τελικά θα πρέπει να καταλήγει σε καθαρό μυστικισμό. Είναι λοιπόν άχαρη, δεν είναι καθόλου αποδοτική δουλειά, πάντα να διαβάζει κανείς τους χοντρούς τόμους του Μπάχοφεν. Όμως, όλα αυτά δεν μειώνουν την αξία του, ανοίγει νέους δρόμους. Αυτός πρώτος αντικατέστησε τη φράση για μια άγνωστη αρχική κατάσταση απεριόριστων σεξουαλικών σχέσεων με την απόδειξη ότι η παλιά κλασική φιλολογία μας δείχνει ένα σωρό ίχνη, σύμφωνα με τα οποία πριν από τη μονογαμία υπήρχε πραγματικά στους Έλληνες και τους Ασιάτες μια κατάσταση όπου, όχι μονάχα ένας άντρας είχε σεξουαλικές σχέσεις με περισσότερες γυναίκες, αλλά και μια γυναίκα είχε σεξουαλικές σχέσεις με περισσότερους άντρες, χωρίς αυτό να προσκρούει στα έθιμα. Ότι αυτό το έθιμο δεν εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει πίσω του ίχνη, με τη μορφή μιας περιορισμένης έκδοσης, με την οποία οι γυναίκες έπρεπε να εξαγοράσουν το δικαίωμα στη μονογαμία. Ότι γι' αυτό αρχικά η καταγωγή μπορούσε να λογαριάζεται μονάχα σε γυναικεία γραμμή, από μητέρα σε μητέρα. Ότι αυτή η μοναδική ισχύς της γυναικείας γραμμής διατηρήθηκε ακόμα για πολύ και στην εποχή της μονογαμίας με την εξασφαλισμένη ή πάντως την αναγνωρισμένη πατρότητα και ότι αυτή η αρχική θέση των μητέρων, σαν των μοναδικών σίγουρων γονιών των παιδιών τους, εξα-


* «Δεν ήταν από αίμα συγγενής της ο άντρας. που σκότωσε.» Ο 605ος στίχος των «Ευμενίδων» του Αισχύλου. που αποτελεί την τελευταία τραγωδία της τριλογίας του Ορέστεια (σημ. τ. μετ.)


σφάλιζε σ' αυτές, και μαζί μ' αυτές στις γυναίκες γενικά, μια ανώτερη κοινωνική θέση που δεν την ξαναπέκτησαν ποτέ από τότε. Αυτούς τους κανόνες ο Μπάχοφεν βέβαια δεν τους διατύπωσε έτσι καθαρά -σ' αυτό τον εμπόδιζε η μυστικιστική του αντίληψη. Όμως τους έχει αποδείξει, κι αυτό το 1861 σήμαινε σωστή επανάσταση. Ο χοντρός τόμος του Μπάχοφεν ήταν γραμμένος στα γερμανικά, δηλαδή στη γλώσσα του έθνους που τότε ενδιαφερόταν λιγότερο απ' όλα για την προϊστορία της σημερινής οικογένειας. Γι' αυτό έμεινε άγνωστος. Ο άμεσός του διάδοχος στον ίδιον τομέα εμφανίστηκε το 1865, χωρίς ποτέ να έχει ακούσει για τον Μπάχοφεν.
Ο διάδοχος αυτός ήταν ο Τζ. Φ, Μακ Λέναν, το κατευθείαν αντίθετο του προκατόχου του. Στη θέση του μεγαλοφυή μυστικιστή έχουμε εδώ τον ξερό νομικό. Στη θέση της υπέρμετρης ποιητικής φαντασίας, τους ευλογοφανείς συνδυασμούς του δικηγόρου που αγορεύει, Ο Μακ Λέναν βρίσκει σε πολλούς άγριους, βάρβαρους, ακόμα και πολιτισμένους λαούς της παλιάς και της νέας εποχής, μια μορφή συνοικεσίου, όπου ο γαμπρός, μονάχος ή με τους φίλους του, πρέπει φαινομενικά ν' αρπάζει με τη βία τη νύφη από τους συγγενείς της. Αυτό το έθιμο θα πρέπει να είναι υπόλειμμα ενός προηγούμενου εθίμου, όπου οι άντρες μιας φυλής άρπαζαν πραγματικά τις γυναίκες τους με τη βία από άλλες φυλές. Πώς εμφανίστηκε τώρα αυτός ο «ληστρικός γάμος»; Όσο καιρό οι άντρες έβρισκαν αρκετές γυναίκες στη δική τους φυλή, δεν υπήρχε απολύτως καμιά αφορμή γι' αυτό τον τρόπο γάμου. Βρίσκουμε όμως τώρα επίσης συχνά ότι σε μη αναπτυγμένους λαούς υπάρχουν ορισμένες ομάδες (που γύρω στο 1865 τις συνταύτιζαν συχνά ακόμα με τις ίδιες τις φυλές), όπου απαγορεύεται ο γάμος μέσα σ' αυτές, έτσι που οι άντρες να είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν τις γυναίκες τους και οι γυναίκες τους άντρες τους έξω από την ομάδα, ενώ σε άλλες υπάρχει το έθιμο οι άντρες μιας ορισμένης ομάδας να είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν τις γυναίκες τους μονάχα μέσα από τη δική τους ομάδα. Ο Μακ Λέναν ονομάζει τις πρώτες εξωγαμικές, τις δεύτερες ενδογαμικές και δημιουργεί χωρίς περιστροφές μια άκαμπτη αντίθεση ανάμεσα σε εξωγαμικές και ενδογαμικές «φυλές». Και παρά το γεγονός ότι η δική του έρευνα για την εξωγαμία του φέρνει μπροστά στη μύτη του το γεγονός ότι αυτή η αντίθεση σε' πολλές, αν όχι στις περισσότερες ή ακόμα και σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει μονάχα στη φαντασία του, ωστόσο την κάνει βάση ολόκληρης της θεωρίας του. Οι εξωγαμικές φυλές μπορούν έτσι να παίρνουν τις γυναίκες τους μονάχα από άλλες φυλές και, στην αδιάκοπη κατάσταση πολέμου ανάμεσα στις φυλές που αντιστοιχεί στην εποχή της αγριότητας, αυτό μπορούσε να γίνει μονάχα με την αρπαγή.

Και ο Μακ Λέναν ρωτάει στη συνέχεια: Από πού προέρχεται αυτό το έθιμο της εξωγαμίας; Η αντίληψη της συγγένειας εξ αίματος και της αιμομιξίας δεν μπορούσαν να έχουν καμιά σχέση μ' αυτήν, αυτές ήταν φαινόμενα που αναπτύχθηκαν μόλις πολύ αργότερα. Ίσως όμως αυτό να οφείλεται στο πολύ διαδεδομένο στους άγριους έθιμο, να σκοτώνουν τα κορίτσια αμέσως μόλις γεννηθούν. Έτσι δημιουργείται ένα πλεόνασμα από άντρες σε κάθε ξεχωριστή φυλή, που αναγκαία άμεση  συνέπειά του είναι πολλοί άντρες να κατέχουν από κοινού μια γυναίκα: δηλαδή η πολυανδρία. Η συνέπεια πάλι ήταν ότι ήξεραν ποια ήταν η μητέρα ενός παιδιού, όχι όμως ποιος ήταν ο πατέρας, γι' αυτό και η συγγένεια λογαριάζεται μονάχα από τη γυναικεία γραμμή κι αποκλείεται η αντρική. Αυτό ήταν το μητρικό δίκαιο. Και μια δεύτερη συνέπεια της έλλειψης γυναικών μέσα στη φυλή -μια έλλειψη που τη μετρίαζε, αλλά δεν την εξαφάνιζε η πολυανδρία-ήταν ακριβώς η συστηματική βίαιη απαγωγή γυναικών από ξένες φυλές.

«Επειδή η εξωγαμία και η πολυανδρία πηγάζουν από την ίδια αιτία -την έλλειψη ισαριθμίας ανάμεσα στα δυο φύλα-πρέπει να θεωρούμε ότι όλες σι εξωγαμικές φυλές αρχικά ήταν πολυανδρικές. Και γι' αυτό πρέπει να θεωρούμε αδιαμφισβήτητο ότι ανάμεσα στις εξωγαμικές φυλές το πρώτο σύστημα συγγένειας ήταν εκείνο που γνωρίζει δεσμούς αίματος μονάχα από τη μητρική πλευρά.» (Mc Lennan, «Studies in Ancient History», 1886, Primitive Marriage, σελ. 124).

Η υπηρεσία που πρόσφερε ο Μακ Λέναν είναι ότι τράβηξε την προσοχή στη γενική διάδοση και τη μεγάλη σημασία αυτού που ονομάζει εξωγαμία. Καθόλου δεν ανακάλυψε την ύπαρξη των εξωγαμικών ομάδων και ακόμα σε καμιά περίπτωση δεν τις κατάλαβε. Εκτός από προηγούμενες, μεμονωμένες σημειώσεις πολλών παρατηρητών -που ήταν οι πηγές του Μακ Λέναν -ο Λάθαμ (Descriptive Ethnology, 1859) είχε περιγράψει σωστά και με ακρίβεια το θεσμό αυτό στους ινδούς Μαγκάρ* και είπε ότι είναι γενικά διαδεδομένος και τον βρίσκουμε σε όλες τις ηπείρους. Το σημείο αυτό από το έργο του Λάθαμ το αναφέρει και ο ίδιος ο Μακ Λέναν. Και ο δικός μας ο Μόργκαν από το 1847, στα γράμματά του για τους Ιροκέζους (στην Αμερικάνικη Επιθεώρηση /American Review) και το 1851 στην Κοινωνία των Ιροκουά, τον αποδείχνει και τον περιγράφει σωστά, ενώ, όπως θα δούμε, το δικηγορικό μυαλό του Μακ Λέναν δημιούργησε εδώ μια πολύ μεγαλύτερη σύγχυση απ' ό,τι η μυστικιστική φαντασία του Μπάχοφεν στον τομέα του μητρικού δικαίου. Μια παραπέρα υπηρεσία που πρόσφερε ο Μακ Λέναν είναι ότι αναγνώρισε τη γενεαλογική σειρά σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο σαν το αρχικό, αν και, όπως αναγνωρίζει αργότερα, τον πρόλαβε εδώ ο Μπάχοφεν. Μα και εδώ δεν βλέπει καθαρά, μιλάει διαρκώς για «συγγένεια μονάχα σε γυναικεία γραμμή» (kinship through females only) και χρησιμοποιεί αδιάκοπα αυτή τη σωστή για μια προηγούμενη βαθμίδα έκφραση και σε κατοπινές βαθμίδες ανάπτυξης, όπου παρά το γεγονός ότι η καταγωγή και η κληρονομιά λογαριάζονται ακόμα αποκλειστικά σύμφωνα με τη γυναικεία γραμμή, αναγνωρίζεται όμως και εκφράζεται η συγγένεια και από την αντρική πλευρά. Είναι η στενοκεφαλιά του νομικού, που δημιουργεί μια σταθερή νομική έκφραση και εξακολουθεί να την εφαρμόζει αμετάβλητη σε καταστάσεις που στο μεταξύ την έκαναν ανεφάρμοστη.

* Παλιά φυλή, που σήμερα αποτελεί εθνότητα του δυτικού Νεπάλ (σημ. γερμ. σύντ.).

Παρ' όλη της την ευλογοφάνεια, φαίνεται ωστόσο ότι η θεωρία του Μακ Λέναν δεν έμοιαζε ούτε και στον ίδιο της το συγγραφέα αρκετά γερά θεμελιωμένη. Τουλάχιστον του κάνει εντύπωση ότι είναι «αξιοπαρατήρητο πως η μορφή της (φαινομενικής) αρπαγής γυναικών είναι πιο χαρακτηριστική και εκφράζεται πιο καλά ακριβώς στους λαούς εκείνους όπου επικρατεί η αντρική συγγένεια (θέλει να πει η καταγωγή σε αντρική γραμμή)» (σελ. 140). Και ακόμα: «Είναι περίεργο γεγονός ότι, απ' όσα ξέρουμε, η παιδοκτονία δεν ασκείται συστηματικά πουθενά εκεί όπου υπάρχουν πλάι-πλάι η εξωγαμία και η αρχαιότατη μορφή συγγένειας» (σελ. 146). Και τα δυο γεγονότα χτυπούν κατάμουτρα τον τρόπο της εξήγησής του και δεν έχει να αντιπαραθέσει σ' αυτά παρά μονάχα καινούργιες, πιο μπερδεμένες υποθέσεις.
Παρ' όλα αυτά, στην Αγγλία η θεωρία του επιδοκιμάστηκε πολύ και βρήκε μεγάλη απήχηση: Ο Μακ Λέναν περνούσε εδώ γενικά για ιδρυτής της ιστορίας της οικογένειας και για πρώτη αυθεντία στο πεδίο αυτό. Η αντίθεσή του ανάμεσα στις εξωγαμικές και τις ενδογαμικές «φυλές», παρά τις όποιες εξαιρέσεις και τροποποιήσεις που διαπιστώνονταν, έμεινε ωστόσο η αναγνωρισμένη βάση της κυρίαρχης αντίληψης και έγινε η παρωπίδα, που έκανε αδύνατη κάθε ελεύθερη εξέταση του ερευνώμενου πεδίου και επομένως έκανε επίσης αδύνατη κάθε αποφασιστική πρόοδο. Στην υπερεκτίμηση του Μακ Λέναν στην Αγγλία, που συνηθίζεται κατά το αγγλικό πρότυπο και αλλού, έχουμε καθήκον ν' αντιπαραθέσουμε το γεγονός ότι με την καθαρά παρεξηγημένη αντίθεσή του ανάμεσα στις εξωγαμικές και τις ενδογαμικές «φυλές» περισσότερο έβλαψε παρά ωφέλησε με τις έρευνές του.
Στο μεταξύ, έρχονταν στο φως όλο και περισσότερα γεγονότα που δεν ταίριαζαν στο κομψό του πλαίσιο. Ο Μακ Λέναν γνώριζε μονάχα τρεις μορφές του γάμου: πολυγαμία, πολυανδρία και μονογαμία. Από τη στιγμή όμως που στράφηκε η προσοχή σ' αυτό το σημείο, βρίσκονταν όλο και περισσότερες αποδείξεις για το ότι σε ανεξέλικτους λαούς υπήρχαν μορφές γάμου, όπου μια σειρά άντρες κατείχαν από κοινού μια σειρά γυναίκες. Κι ο Λόμποκ (The Origin of Civilization, 1870) παραδέχτηκε αυτό τον ομαδικό γάμο (Communal marriage) σαν ιστορικό γεγονός.
Αμέσως μετά, το 1871, εμφανίστηκε ο Μόργκαν με νέο και από πολλές απόψεις αποφασιστικό υλικό. Είχε πειστεί ότι το ιδιόμορφο σύστημα συγγένειας που ισχύει στους Ιροκέζους είναι κοινό σε όλους τους αυτόχθονες κατοίκους των Ηνωμένων Πολιτειών, δηλαδή απλώνεται σε μια ολόκληρη ήπειρο, αν και αντιφάσκει άμεσα με τους βαθμούς συγγένειας όπως προκύπτουν πραγματικά από το σύστημα γάμου που ισχύει εκεί. Παρακίνησε λοιπόν την αμερικάνικη ομοσπονδιακή κυβέρνηση να συγκεντρώσει πληροφορίες, με βάση ερωτηματολόγια και πίνακες που διατύπωσε ο ίδιος, για τα συστήματα συγγένειας των υπόλοιπων λαών και από τις απαντήσεις βρήκε
1) ότι το αμερικανοϊνδιάνικο σύστημα συγγένειας ισχύει σε πολλές φυλές και στην Ασία και με κάπως παραλλαγμένη μορφή στην Αφρική και στην Αυστραλία,
2) ότι εξηγείται πέρα για πέρα από μια μορφή ομαδικού γάμου που αρχίζει να εξαφανίζεται στη Χαβάη και σ' άλλα αυστραλιανά νησιά,
3) ότι όμως στα ίδια νησιά, πλάι σ' αυτή τη μορφή γάμου, ισχύει ένα σύστημα συγγένειας που μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με μια ακόμα πιο πρωτόγονη και σήμερα εξαφανισμένη μορφή του ομαδικού γάμου.
 Τις πληροφορίες που συγκέντρωσε μαζί με τα συμπεράσματά του τα δημοσίευσε το 1871 στο βιβλίο του Systems of Consanguinity and Affinity και έφερε έτσι τη συζήτηση σ' ένα άπειρα πιο ευρύ πεδίο. Ξεκινώντας από τα συστήματα συγγένειας οικοδομούσε ξανά τις αντίστοιχες σ' αυτά μορφές οικογένειας, ανοίγοντας έτσι έναν καινούργιο δρόμο έρευνας και μια ανασκόπηση που έφτανε ακόμα πιο πίσω στην προϊστορία της ανθρωπότητας. Με την επικράτηση αυτής της μεθόδου διαλυόταν σαν καπνός το χαριτωμένο κατασκεύασμα του Μακ Λέναν.
 Ο Μακ Λέναν υπεράσπισε τη θεωρία του στη νέα έκδοση του Primitive Marriage (“Studies in Ancient History”, 1875). Ενώ ο ίδιος σκαρώνει μια εξαιρετικά τεχνητή ιστορία της οικογένειας αποκλειστικά οπό υποθέσεις, ζητάει οπό τον Λόμποκ και τον Μόργκαν όχι μόνο αποδείξεις για τον κάθε τους ισχυρισμό, αλλά επιδείξεις με την ακαταμάχητη εκείνη ακρίβεια, που μονάχα σ' ένα σκοτσέζικο δικαστήριο γίνονται δεκτές. Κι αυτό το κάνει ο ίδιος άνθρωπος, που από τη στενή σχέση ανάμεσα στον αδερφό της μητέρας και το γιο της αδερφής στους Γερμανούς (Tacitus, Germania, c. 20), οπό την πληροφορία του Καίσαρα, ότι οι Βρετανοί ανά δέκα ή δώδεκα έχουν κοινές τις γυναίκες τους και από όλες τις άλλες πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για κοινοκτημοσύνη των γυναικών στους βαρβάρους, βγάζει αδίστακτα το συμπέρασμα ότι σ' όλους αυτούς τους λαούς κυριαρχούσε η πολυανδρία! Θαρρεί κανείς ότι ακούει έναν εισαγγελέα, που για την τακτοποίηση της περίπτωσής του επιτρέπει στον εαυτό του κάθε ελευθερία, ενώ οπό το συνήγορο απαιτεί όμως την πιο τυπική, νομικά ισχυρή απόδειξη για την κάθε του λέξη.
Ισχυρίζεται ότι ο ομαδικός γάμος είναι καθαρή φαντασία, και έτσι πέφτει πολύ πιο πίσω από τον Μπάχοφεν. Τα συστήματα συγγένειας του Μόργκαν είναι τάχα απλοί κανόνες κοινωνικής ευγένειας, κι αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι οι Ινδιάνοι προσφωνούν αδερφό ή πατέρα και τον ξένο, το λευκό. Είναι σαν να θέλαμε να υποστηρίξουμε ότι οι χαρακτηρισμοί πατέρας, μητέρα, αδερφός, αδερφή είναι απλές προσφωνήσεις χωρίς νόημα, επειδή τους καθολικούς παπάδες και τις ηγουμένισσες τους προσφωνούν πατέρα και μητέρα, ενώ οι καλόγεροι και οι καλόγριες, ακόμα και οι μασόνοι και οι άγγλοι σύντροφοι ενός επαγγελματικού σωματείου, προσφωνούνται μεταξύ τους σε επίσημες συνεδριάσεις με τις λέξεις αδερφέ και αδερφή. Κοντολογίς, η υπεράσπιση του Μακ Λέναν ήταν φοβερά αδύναμη.
Έμενε ωστόσο ακόμα ένα σημείο, που δεν το είχαν πιάσει. Η αντίθεση ανάμεσα στις εξωγαμικές και τις ενδογαμικές «φυλές», πάνω στην οποία στηριζόταν όλο του το σύστημα, δεν ήταν μονάχα ακλόνητη, αλλά την αναγνώριζαν κιόλας σαν άξονα όλης της ιστορίας της οικογένειας. Παραδέχονταν ότι η προσπάθεια του Μακ Λέναν να εξηγήσει αυτή την αντίθεση είναι ανεπαρκής και αντιφάσκει με τα γεγονότα που ο ίδιος απαρίθμησε. Όμως, η αντίθεση η ίδια, η ύπαρξη δυο αλληλοαποκλειόμενων ειδών από αυτοτελείς και ανεξάρτητες φυλές, όπου το ένα είδος έπαιρνε τις γυναίκες του μέσα από τη φυλή, ενώ αυτό απαγορευόταν απόλυτα στο άλλο είδος -αυτά ίσχυαν σαν αδιαφιλονίκητο ευαγγέλιο. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε, για παράδειγμα, το Origines de la famille του Ζιρό-Τελόν (1874) και ακόμα το Origin of Civilization του Λόμποκ (4η έκδοση, 1882).

Από το σημείο αυτό πιάνεται το κύριο έργο του Μόργκαν: Ancient society (1877), το έργο που έχει σαν βάση της τούτη η εργασία. Αυτό που το 1871 ακόμα ο Μόργκαν το διαισθανόταν θολά μόνο, αναπτύσσεται εδώ με πλήρη συνείδηση. Η ενδογαμία και εξωγαμία δεν αποτελούν καμιά αντίθεση. Εξωγαμικές «φυλές» δεν βρέθηκαν ως τώρα πουθενά. Όμως, τον καιρό που επικρατούσε ακόμα ο ομαδικός γάμος -και κατά πάσαν πιθανότητα κάποτε επικρατούσε παντού-η φυλή διακλαδωνόταν σε μια σειρά συγγενικές εξ αίματος ομάδες από τη μητρική πλευρά, στα γένη, που μέσα τους απαγορευόταν αυστηρά ο γάμος, έτσι ώστε οι άντρες ενός γένους μπορούσαν βέβαια να παίρνουν τις γυναίκες τους μέσα από τη φυλή, και κατά κανόνα τις παίρνανε απ' αυτή, έπρεπε όμως να τις παίρνουν έξω από το γένος τους. Έτσι ώστε αν το γένος ήταν αυστηρά εξωγαμικό, η φυλή που περιελάμβανε το σύνολο των γενών, ήταν άλλο τόσο αυστηρά ενδογαμική. Έτσι ξεκαθαρίστηκε οριστικά και το τελευταίο υπόλειμμα του κατασκευάσματος του Μακ Λέναν.

Ο Μόργκαν όμως δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Το γένος των Ινδιάνων της Αμερικής του χρησίμεψε ακόμα για να κάνει τη δεύτερη αποφασιστική πρόοδο στο πεδίο που ερευνούσε. Στο γένος αυτό που ήταν οργανωμένο σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, ανακάλυψε την αρχική μορφή απ' όπου αργότερα αναπτύχθηκε το γένος που ήταν οργανωμένο σύμφωνα με το πατρικό δίκαιο, το γένος όπως το βρίσκουμε στους αρχαίους πολιτισμένους λαούς. Το ελληνικό και ρωμαϊκό γένος, που αποτελούσε αίνιγμα για όλους τους ως τότε ιστοριογράφους, είχε εξηγηθεί με το ινδιάνικο και έτσι είχε βρεθεί μια καινούργια βάση για όλη την πρωτόγονη ιστορία.

Αυτή η εκ νέου ανακάλυψη του αρχικού μητριαρχικού γένους σαν πρώτης βαθμίδας του πατριαρχικού γένους των πολιτισμένων λαών, έχει για την προϊστορία την ίδια σημασία που έχει η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου για τη βιολογία και η θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ για την πολιτική οικονομία. Έδωσε τη δυνατότητα στον Μόργκαν να σκιαγραφήσει για πρώτη φορά την ιστορία της οικογένειας, όπου έχουν διατυπωθεί στις γενικές τους γραμμές και όσο το επιτρέπει το γνωστό σήμερα υλικό, τουλάχιστον οι κλασικές της βαθμίδες ανάπτυξης. Είναι φανερό για όλους ότι έτσι αρχίζει μια νέα εποχή στην επεξεργασία της προϊστορίας. Το μητριαρχικό γένος έγινε ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται όλη αυτή η επιστήμη. Από τον καιρό που ανακαλύφθηκε, ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση και για ποιο αντικείμενο πρέπει να ερευνούμε και πώς πρέπει να ταξινομούμε τα αποτελέσματα της έρευνας. Και επομένως γίνονται τώρα στον τομέα αυτό πολύ πιο γρήγορες πρόοδοι απ' ό,τι γινόταν πριν εκδοθεί το βιβλίο του Μόργκαν.

Οι ανακαλύψεις του Μόργκαν έχουν τώρα αναγνωριστεί γενικά, ή μάλλον τις έχουν ιδιοποιηθεί οι ερευνητές της προϊστορίας, ακόμα και στην Αγγλία. Όμως, σχεδόν σε κανέναν δεν βρίσκουμε την ανοιχτή ομολογία ότι στον Μόργκαν χρωστάμε τούτη την επανάσταση στις αντιλήψεις. Στην Αγγλία αποσιώπησαν, όσο ήταν δυνατό, το βιβλίο του και με τον ίδιο ξεμπέρδεψαν με συγκαταβατικούς επαίνους για τις προηγούμενες εργασίες του. Ενώ ξεσκαλίζουν με επιμέλεια τις λεπτομέρειες της περιγραφής του, αποσιωπούν επίμονα τις πραγματικά μεγάλες ανακαλύψεις του. Η πρώτη έκδοση του Ancient society έχει εξαντληθεί. Στην Αμερική δεν υπάρχει για παρόμοια πράγματα αξιόλογη κατανάλωση. Στην Αγγλία φαίνεται πως έπνιξαν συστηματικά το βιβλίο και η μοναδική έκδοση αυτού του έργου, που άφησε εποχή, η έκδοση που κυκλοφορεί ακόμα στα βιβλιοπωλεία, είναι η γερμανική μετάφραση.

Γιατί αυτή η επιφύλαξη, στην οποία είναι δύσκολο να μη δούμε μια συνωμοσία σιωπής, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη τις τόσες περικοπές που αναφέρονται απλούστατα για λόγους ευγένειας και τις άλλες εκδηλώσεις συναδελφικότητας από τους αναγνωρισμένους μας ερευνητές της προϊστορίας; Μήπως γιατί ο Μόργκαν είναι Αμερικανός και είναι πολύ σκληρό για τους άγγλους ερευνητές της προϊστορίας το γεγονός ότι, παρά την εξαιρετικά αξιέπαινη επιμέλειά τους στη συλλογή του υλικού, είναι υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε δυο μεγαλοφυείς ξένους, στον Μπάχοφεν και στον Μόργκαν, για τις απόψεις που ισχύουν γενικά στην τακτοποίηση και ταξινόμηση αυτού του υλικού, με δυο λόγια για τις ιδέες τους; Το Γερμανό θα μπορούσαν ακόμα να τον ανεχθούν, τον Αμερικανό, όμως; Απέναντι στον Αμερικανό ο κάθε Άγγλος γίνεται πατριώτης, είδα τέτοια διασκεδαστικά παραδείγματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. * Και σαν να μην έφταναν αυτά, προστέθηκε και το ότι ο Μακ Λέναν ήταν, σαν να λέμε, ο επίσημα αναγνωρισμένος ιδρυτής και αρχηγός της αγγλικής προϊστορικής σχολής. Ανάμεσα στους ερευνητές της προϊστορίας θεωρείτο σαν τρόπος καλής συμπεριφοράς να μιλάνε με το μεγαλύτερο σεβασμό για το τεχνητό του ιστορικό κατασκεύασμα, που από την παιδοκτονία οδηγεί στη μητριαρχική οικογένεια μέσω της πολυανδρίας και του ληστρικού γάμου. Θεωρείτο απρεπής αιρετικός όποιος είχε και την παραμικρή αμφιβολία για το ότι υπάρχουν «φυλές» εξωγαμικές και ενδογαμικές, που αλληλοαποκλείονται απόλυτα. Επομένως, ο Μόργκαν έκανε ένα είδος ιεροσυλίας διαλύοντας σαν καπνό όλα αυ-

* Ο Ένγκελς, μαζί με τον Έντουαρντ Άβελινγκ, την Ελεανόρ Μαρξ-Άβελινγκ και τον Καρλ Σέρλεμερ, επισκέφτηκαν τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1888 τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Για τις εντυπώσεις του Ένγκελς από το ταξίδι αυτό βλέπε Marx-Engels-Werke, τόμο 21, σελ. 466-468 (σημ. γερμ. σύντ.).

τά τα αγιασμένα δόγματα. Και τα διέλυσε μάλιστα μ' έναν τρόπο που έφτασε να εκφράσει τις απόψεις του για να γίνουν αμέσως ολοφάνερες. Έτσι που οι θαυμαστές του Μακ Λέναν, που ως τώρα τρίκλιζαν απελπισμένα ανάμεσα στην εξωγαμία και στην ενδογαμία, αναγκάστηκαν να χτυπήσουν το κεφάλι τους με τις γροθιές τους και να φωνάξουν: Πώς μπορούσαμε να ήμαστε τόσο κουτοί και να μην το βρούμε αυτό μονάχοι μας τόσον καιρό!

Κι αν δεν έφταναν αυτά τα εγκλήματα για ν' απαγορεύουν στην επίσημη σχολή κάθε άλλη μεταχείρισή του εκτός από ένα χλιαρό παραμέρισμά του, ο Μόργκαν έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι, όχι μονάχα γιατί κριτίκαρε τον πολιτισμό, την κοινωνία της εμπορευματικής παραγωγής, τη βασική μορφή της σημερινής μας κοινωνίας μ' έναν τρόπο που θυμίζει τον Φουριέ, αλλά και γιατί μιλάει ακόμα για μελλοντικό μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας με λόγια που θα μπορούσε να είχε πει ο Καρλ Μαρξ, Του άξιζε, λοιπόν, που ο Μακ Λέναν τον κατηγορεί αγανακτισμένος ότι «η ιστορική μέθοδος του είναι απόλυτη αντιπαθητική» και που ο καθηγητής κύριος Ζιρό-Τελόν στη Γενεύη το επιβεβαιώνει αυτό ακόμα και το 1884. Αν και ήταν ο ίδιος ο κύριος Ζιρό-Τελόν που το 1874 (Origines de la famille) στριφογύριζε ακόμα αμήχανος μέσα στο λαβύρινθο της εξωγαμίας του Μακ Λέναν, απ' όπου χρειάστηκε να τον απελευθερώσει ο Μόργκαν!

Για τις υπόλοιπες προόδους που χρωστάει η προϊστορία στον Μόργκαν, δεν χρειάζεται να επεκταθώ εδώ. Στην εργασία μου βρίσκεται ό,τι χρειάζεται γι' αυτές. Τα δεκατέσσερα χρόνια που πέρασαν από την έκδοση του κύριου έργου του Μόργκαν, πλούτισαν πολύ το υλικό μας για την ιστορία των πρωτόγονων κοινωνιών των ανθρώπων. Στους ανθρωπολόγους, στους ταξιδιώτες και στους επαγγελματίες ερευνητές της προϊστορίας προστέθηκαν οι μελετητές της συγκριτικής νομολογίας που, από τη μια μεριά, έφεραν νέο υλικό και, από την άλλη, νέες απόψεις. Έτσι κλονίστηκαν ή και αχρηστεύτηκαν μερικές από τις μεμονωμένες υποθέσεις του Μόργκαν. Όμως, πουθενά το νέο υλικό που συγκεντρώθηκε δεν μπόρεσε ν' αντικαταστήσει με νέες, τις μεγάλες του κύριες απόψεις. Η τάξη που έβαλε ο Μόργκαν στην προϊστορία ισχύει, στις κύριες γραμμές της, ακόμα και σήμερα. Μάλιστα, μπορεί να πει κανείς, την αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο στον ίδιο βαθμό που κρατούν μυστικό το γεγονός ότι αυτός είναι ο αρχικός δημιουργός αυτής της μεγάλης προόδου.*

* Στο ταξίδι μου, όταν γύριζα από τη Νέα Υόρκη, το Σεπτέμβρη του 1888, συνάντησα έναν πρώην βουλευτή του Κογκρέσου της εκλογικής περιφέρειας του Ρότσεστερ, που είχε γνωρίσει τον Λούις Μόργκαν. Δεν ήξερε δυστυχώς να μου διηγηθεί πολλά γι' αυτόν. Ο Μόργκαν έζησε στο Ρότσεστερ σαν ιδιώτης κι ασχολιόταν μονάχα με τις μελέτες του. Ο αδερφός του ήταν συνταγματάρχης, διορισμένος στην Ουάσιγκτον στο υπουργείο Στρατιωτικών. Με τη μεσολάβηση του αδερφού του κατάφερε να ενδιαφερθεί η κυβέρνηση για τις έρευνές του και να εκδώσει μερικά από τα έργα του με έξοδα του

http://www.antitetradia.gr/portal/images/klasika_keimena/The.Origin.of.the.Family..in.gr.pdf.

ERICH FROMM - ΝΑ ΕΧΕΙΣ Ή ΝΑ ΕΙΣΑΙ;


                                                                                     Μετάφραση
                                                                         ΕΛΕΝΗ ΤΖΕΛΕΠΟΓΛΟΥ           

Πρόλογος 

Αυτό το βιβλίο ακολουθεί δύο γραμμές που υπήρχαν στα προηγούμενα έργα μου. Πρώτ' απ' όλα, επεκτείνει την ανάπτυξη της δουλειάς μου πάνω στη ριζοσπαστική ανθρωπιστική ψυχανάλυση, έχοντας σαν επίκεντρο την ανάλυση του εγωισμού και του αλτρουισμού, σαν τους δύο βασικούς χαρακτηρολογικούς προσανατολισμούς. Το τρίτο μέρος του βιβλίου αναπτύσσει παραπέρα ένα θέμα που με απασχόλησε στην Υγιή Κοινωνία και στην Επανάσταση της Ελπίδας: την κρίση της σύγχρονης κοινωνίας και τις δυνατότητες που υπάρχουν για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης. Δε μπόρεσα ν' αποφύγω ορισμένες επαναλήψεις σκέψεων που έχω εκφράσει παλιότερα, αλλά ελπίζω ότι η νέα οπτική γωνία που χαρακτηρίζει αυτό το βιβλίο και οι πιο εκτεταμένες αναλύσεις του θ' ανταμείψουν ακόμα και τους αναγνώστες που έχουν διαβάσει τα προηγούμενα έργα μου.

Στην πραγματικότητα, ο τίτλος αυτού του βιβλίου μοιάζει πολύ με δυο παλιότερους τίτλους. Είναι και Έχει (Being and Having) του Gabriel Marcel, και Έχει και Είναι (Haben und Sein) του Balthasar Staehelin. Και τα τρία αυτά βιβλία κινούνται μέσα στο ουμανιστικό πνεύμα, αλλά προσεγγίζουν το θέμα από σκοπιές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Ο Marcel προσεγγίζει το θέμα από θεολογική και φιλοσοφική σκοπιά. Το βιβλίο του Staehelin είναι μια εποικοδομητική δουλειά πάνω στον υλισμό της σύγχρονης επιστήμης και μια αξιόλογη συνεισφορά στη Wirklichkeitsanalyse (ορθολογιστική ανάλυση), και ασχολείται με μια εμπειρική ψυχολογική και κοινωνική ανάλυση των δύο τρόπων ύπαρξης. Μπορώ να συστήσω τα βιβλία τον Marcel και τον Staehelin στους αναγνώστες που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι αυτό το θέμα. (Δεν ήξερα μέχρι πρόσφατα ότι είχε μεταφραστεί στα αγγλικά το βιβλίο τον Marcel και το διάβασα σε μια περίφημη αγγλική μετάφραση που έκανε για μένα η Beverley Hughes).

Για να κάνω το βιβλίο πιο ευανάγνωστο, περιόρισα τις υποσημειώσεις στο ελάχιστο, τόσο σε αριθμό όσο και σε έκταση. Μερικές αναφορές σε βιβλία υπάρχουν σε παρενθέσεις μέσα στο κείμενο, αλλά οι ακριβείς αναφορές βρίσκονται στη Βιβλιογραφία.

Ένα άλλο σημείο που θα 'θελα να ξεκαθαρίσω είναι η χρήση τον γένους στις λέξεις «άνθρωπος» και «αυτός». Πιστεύω ότι έχω αποφύγει κάθε «αρσενικό προσανατολισμό» στη γλώσσα, κι ευχαριστώ τη Marion Odomirok που με έπεισε ότι η χρήση της γλώσσας μ' αυτό τον τρόπο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι νόμιζα. Στο μόνο σημείο που δε μπορέσαμε να συμφωνήσουμε ήταν η αντιμετώπιση του φύλου στη γλώσσα: δηλαδή, συγκεκριμένα στη λέξη «man», που χρησιμοποιείται σαν όρος αναφοράς στο είδος τον Homo Sapiens. Η χρήση της λέξης «man» μ' αυτή την έννοια και χωρίς τη διαφοροποίηση του φύλου έχει μια παλιά παράδοση στην ανθρωπιστική σκέψη και δεν πιστεύω πώς μπορούμε να διαγράψουμε μια λέξη που προσδιορίζει καθαρά το χαρακτήρα του ανθρώπινου είδους. Στη γερμανική γλώσσα δεν υπάρχει τέτοια δυσκολία: χρησιμοποιούμε τη λέξη «Mensch» για ν' αναφερθούμε σ' ένα μη διαφοροποιημένο, σε σχέση με το φύλο του, πλάσμα. Αλλά ακόμα και στην αγγλική γλώσσα, η λέξη «man» χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως η γερμανική «Mensch», υποδηλώνοντας το ανθρώπινο πλάσμα ή την ανθρώπινη φυλή. Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναδώσουμε στη λέξη «man» τη χωρίς φύλο σημασία της, παρά να χρησιμοποιούμε αδέξια λεκτικά υποκατάστατα. Σ' αυτό το βιβλίο γράφω τη λέξη «Man» με κεφαλαίο, για να ξεκαθαρίσω ότι χρησιμοποιώ τον ορό χωρίς να διαφοροποιώ το φύλο.

Τέλος απομένει να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους διάφορους ανθρώπους που βοήθησαν στη διαμόρφωση τόσο τον περιεχομένου όσο και της μορφής αυτού του βιβλίου.

Πρώτα πρώτα, θα 'θελα να ευχαριστήσω τον Rainer Funk που με βοήθησε πολύ περισσότερο απ' ό,τι περίμενα: μέσα από εκτεταμένες συζητήσεις μπόρεσα να κατανοήσω μερικά λεπτά σημεία της χριστιανικής θεολογίας. Μου υπέδειξε πλήθος βιβλίων που αναφέρονται στον τομέα της θεολογίας. Διάβασε πολλές φορές το χειρόγραφο, και οι εξαιρετικά εποικοδομητικές του υποδείξεις και η κριτική του με βοήθησαν σημαντικά να το εμπλουτίσω και να περιορίσω ορισμένα λάθη. Χρωστώ, επίσης, ευγνωμοσύνη στη Marion Odomirok για τη συμβολή της στη βελτίωση αυτού τον βιβλίου με την προσεγμένη της έκδοση. Ευχαριστώ ακόμα τη Joan Hughes που με υπομονή και συνέπεια δακτυλογράφησε επανειλημμένα τις πολυάριθμες παραλλαγές τον χειρογράφου κι έκανε πολύτιμες υποδείξεις για το ύφος και τη γλώσσα. Τέλος, ευχαριστώ την Annis Fromm, που διάβασε το χειρόγραφο στις διάφορες παραλλαγές του, κάνοντας πάντα αξιόλογες παρατηρήσεις και προτάσεις.

E.F.

Νέα Υόρκη Ιούνιος

1976


https://pernoampariza.files.wordpress.com/2013/12/ceadcf81ceb9cf87-cf86cf81cebfcebc-cebdceb1-ceadcf87ceb5ceb9cf82-ceae-cebdceb1-ceb5ceafcf83ceb1ceb9.pdf
.

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

«Η αισθητική είναι η επιστήμη του αισθήματος» 
                                                                                                    Γκαίτε




Ο Όρος «Αισθητική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό Αλεξάντρ Μπάουμγκαρντεν, «Αισθητική» (1750—1758), ο οποίος με το έργο του αυτό συνέβαλε στο να αναγνωριστεί η αισθητική σαν ένας ξεχωριστός φιλοσοφικός κλάδος που θα ασχολείται με τη φύση της ομορφιάς και της τέχνης. Ο όρος «αισθητική» παράγεται από την «αίσθηση», την εμπειρία που προέρχεται από το «αισθάνομαι», αντιλαμβάνομαι, είναι η αίσθηση που προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων.
Η  αισθητική είχε κιόλας αρχίσει να αναπτύσσεται από τα αρχαία χρόνια στις πλούσιες χώρες της μεσογείου, της αρχαίας Ανατολής μέχρι και την  αρχαία Κίνα. Την πιο πλήρη όμως ολοκλήρωσης  της η Αισθητική, τη γνώρισε στην αρχαία Ελλάδα που ήταν η μήτρα πολιτικών  γεγονότων και σκέψης, μέσα σε συνεχείς αγώνες για ανάπτυξη, στην τέχνη, την λογοτεχνία, στα δρώμενα όλων των ελληνικών πόλεων – κρατών, κι ακόμη, οι πλατιές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις των Ελλήνων με τους λαούς της Ανατολής. Αυτός ήταν  λόγος  που πήρε τις κατευθύνσεις από την αρχαία Ελλάδα.
Η ελληνική αισθητική σκέψη πρόβαλε σαν προσπάθεια να ερμηνευθεί θεωρητικά η καλλιτεχνική πρακτική της εποχής της. Η αρχαία ελληνική τέχνη από την εποχή που εμφανίστηκαν οι πρώτες αισθητικές αντιλήψεις, κατάφερε και ανέβηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο που στις πολυποίκιλες φιλοσοφικές – αισθητικές θεωρίες της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν τα σπέρματα για όλους σχεδόν τους μέχρι σήμερα τύπους όλων των κοσμοθεωριών.
Το βασικό περιεχόμενο της εξέλιξης της φιλοσοφικής – αισθητικής σκέψης στην αρχαία Ελλάδα ήταν  κατ ουσία, ο αγώνας ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό. Ο αγώνας αυτός σε τελευταία ανάλυση αντανακλούσε την πάλη ανάμεσα στις προοδευτικές και τις συντηρητικές δυνάμεις της αρχαίας κοινωνίας. Οι θιασώτες του παλιού (παραδοσιακού) απέναντι σε κάθε μορφή νεοτερισμού. Η στασιμότητα απέναντι σε όποια αλλαγή.


ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ

Από τους πρώτους που ξέρουμε πως διατύπωσαν μια σειρά θέσεις πάνω στα προβλήματα της τέχνης στην αρχαία ‘Ελλάδα ήταν οι πυθαγόρειοι. Από την κοσμοθεωρία τους οι πυθαγόρειοι ήταν ιδεαλιστές. Είχαν διακηρύξει ότι η ουσία στα πράγματα αποτελεί αριθμό, και γι’ αυτό η γνώση του κόσμου ταυτίζεται με τη γνώση των αριθμών που τον κατευθύνουν. Αυτές τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις τους τις χρησιμοποίησαν ως αφετηρίες για τις αισθητικές τους θεωρίες.
Οι Πυθαγόρειοι μέτραγαν ότι η αρμονία των αριθμών είναι αντικειμενική νομοτέλεια που κατευθύνει όλα τα φαινόμενα της ζωής. Και αυτή η αριθμητικά μετρητή αντικειμενική νομοτέλεια, κατά τη γνώμη των πυθαγορείων, βρίσκεται και στη βάση των αισθητικών φαινομένων. Ξέχωρη σημασία είχανε οι εργασίες των πυθαγορείων πάνω στη μουσική. Αυτοί οι οποίοι πρώτοι διατύπωσαν τη σκέψη ότι η ιδιομορφία του μουσικού τόνου εξαρτάται από το μήκος της χορδής που ηχεί. Πάνω σ’ αυτό ανέπτυξαν τη διδασκαλία για τις μαθηματικές βάσεις των μουσικών διαστημάτων.
Μα τη διδασκαλία τους για την αρμονία σαν «συμφωνία ασυμφωνούντος» οι πυθαγόρειοι θεμελίωσαν τη διαλεκτική ερμηνεία της ομορφιάς αν και βασίστηκαν στην χρησιμοποίηση των αντιθέσεων.


ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Πολύ πιο βαθιά το πρόβλημα της αντίθεσης όσον αναφορά τις κατηγορίες της Αισθητικής το έλυσε ο θεμελιωτής της διαλεκτικής Ηράκλειτος ο Έφέσιος (γύρω στα 530 — 470 π.χ). Ο Ηράκλειτος παίρνει για πρώτη αρχή σε καθετί που υπάρχει το «αιώνια ζωντανό πυρ». Στον κόσμο βασιλεύει αυστηρή νομοτέλεια, κι ωστόσο σ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα το αμετάβλητο — το παν ρέει κι αλλάζει. Αντίθετα προς τους πυθαγόρειους ο Ηράκλειτος τονίζει όχι τη συμφιλίωση των αντιθέσεων, αλλά τον αγώνα μεταξύ τους. Η ομορφιά κατά τον Ηράκλειτο είναι ιδιότητα του πραγματικού κόσμου. Κι ωστόσο, η ομορφιά είναι ιδιότητα σχετική. Η σχετικότητα αυτή προσδιορίζεται από το ότι οι υπάρξεις ανήκουν σε διαφορετικά γένη. Ο πιο ωραίος πίθηκος είναι άσχημος σε σύγκριση με το γένος των ανθρώπων.
Ο Ηράκλειτος, όπως και οι πυθαγόρειοι θεωρεί ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση, ωστόσο αυτή τη βάση δεν τη βλέπει στις αριθμητικές σχέσεις, αλλά στις ποιότητες των υλικών πραγμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ηράκλειτος ξεπερνάει τους πυθαγόρειους όχι μονάχα γιατί δίνει πιο βαθιά, διαλεκτική εξήγηση στην αρμονία και την ομορφιά, άλλα και γιατί, σ’ αυτόν, ο ίδιος ο κόσμος αποτιμάται ως υλικός. Δεν είναι φτιαγμένος από θεούς, άλλα υπάρχει αιώνια στην μορφή αέναου γίγνεσθαι. Έτσι, η ομορφιά έχει υλική βάση και αναπτύσσεται σαν ιδιότητα των πραγμάτων.


ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Από την πλουσιότατη συγγραφική κληρονομιά – που δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα – ενός από τους πιο βαθείς στοχαστές της αρχαιότητας, που θεμελίωσε τον ατομικό υλισμό, ο Δημόκριτος (460 π.χ.) πολύ λίγα έφτασαν μέχρι σε μας. Από τα αποσπάσματα όμως που σώθηκαν από το έργο του μπορούμε να σχηματίσουμε μια εντύπωση για τις αισθητικές του αντιλήψεις.
Ο Δημόκριτος ξεκινάει από το ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση στον υλικό κόσμο. Η ουσία της Ομορφιάς κατά το Δημόκριτο βρίσκεται στην κανονική διάταξη, στη συμμετρία, στην αρμονία των μερών, στης σωστές μαθηματικές σχέσεις.Τη μουσική τη θεωρούσε ως τη ανώτερη των τεχνών . Και βεβαίωνε ότι αυτή «δεν τη γέννησε η ανάγκη, αλλά την έφερε στον κόσμο η πολυτέλεια με την εξέλιξη της».
Όπως βλέπουμε, εδώ ο Δημόκριτος πλησιάζει στο πρόβλημα για τις κοινωνικές αιτίες στην ανάπτυξη της τέχνης. Τον Δημόκριτο τον απασχολεί επίσης και το πρόβλημα για τη φύση της έμπνευσης, που τη θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Ο Σωκράτης (469 — 399 π.χ.) στις αισθητικές του αποφάνσεις απομακρύνεται από τον υλισμό. Στις γενικές φιλοσοφικές αντιλήψεις του ο Σωκράτης είναι φανατικός ιδεαλιστής. Τα φυσικά προβλήματα για το Σωκράτη μένουν σε δεύτερο πλάνο. Η προσοχή του  συγκεντρώνεται γύρω στα προβλήματα της ηθικής. Ο άνθρωπος, κατά το Σωκράτη, είναι τόσο ηθικός όσο γνωρίζει τι είναι η αρετή, δηλαδή κατά πόσο αντιλαμβάνεται σε τι συνίσταται το ωραίο και το καλό. Άρα, το ακέριο ηθικό και το ακέριο ωραίο, κατά το Σωκράτη, ταυτίζονται. Για τη γνώση μπορούν να έχουν αξιώσεις μόνο «ευγενείς άνθρωποι» (καλός κάγαθός). Όσο για τον επαγγελματία και τον αγρότη, μιας τοις % είναι τέτοιας λογής οι απασχολήσεις τους δεν μπορούν να είναι καλλιεργημένοι, και γι’ αυτό αποδείχνονται ανίκανοι να νιώσουν την αρετή και την ομορφιά. «Έτσι, ξεκάθαρα προβάλλονται τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά στην ηθική του Σωκράτη.
Την κατηγορία του ωραίου ο Σωκράτης τη συνδέει με τη σκοπιμότητα, δηλαδή με την ωφελιμότητα για την επιτυχία ορισμένου σκοπού. Με αυτό για βάση, το ωραίο κατά το Σωκράτη είναι σχετικό: «Το καθετί είναι καλό και ωραίο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται καλά, και, αντίθετα είναι κακό και άσχημο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται κακά».
Η τέχνη κατά το Σωκράτη είναι μίμηση της φύσης. Βασικός σκοπός της απεικόνισης στην τέχνη πρέπει να είναι α ωραίος πνευματικά και σωματικά άνθρωπος. Αν και η γλυπτική και η ζωγραφική απεικονίζουν τον άνθρωπο εξωτερικά, πρέπει να μη περιορίζονται μονάχα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Κατά το Σωκράτη όχι μονάχα η ποίηση, αλλά κ’ η γλυπτική μπορεί να εκφράσει «καταστάσεις της ψυχής». Και κάτι περισσότερο: και εδώ το «σωματικό» πρέπει να είναι υποταγμένο στο «πνευματικό».



Από αντικειμενικά ιδεαλιστικές θέσεις ανάπτυξε την αισθητική και ο μαθητής του Σωκράτη Πλάτων (427 — 347 π.χ.) .
Κεντρικός στόχος του Πλάτωνα είναι το πρόβλημα του ωραίου. Στο διάλογο του «’Ιππιας Μείζων» ο Πλάτων απορρίπτει τις αντιλήψεις που εκείνο τον καιρό υπήρχανε για το ωραίο. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ωραίο δεν είναι εκείνο που «μοιάζει», ωραίο, δεν είναι ούτε το «χρήσιμο», ούτε το «ωφέλιμο η το ευχάριστο στην δράση και την ακοή.
Το ωραίο, κατά τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, αλλά στον κόσμο των ιδεών. Σε τούτο τον κόσμο, που είναι προσιτός με την αισθητηριακή αντίληψη, βασιλεύει η πολυμορφία. Εδώ όλα αλλάζουν και περνούν. Ενώ το ωραίο, γενικά, το ωραίο σαν ιδέα ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται. Υπάρχει έξω από τόπο και χρόνο, και του είναι ξένη η κίνηση κ’ η αλλαγή. Αυτό, θαρρείς και είναι αντίθετο στην ομορφιά των αισθητών πραγμάτων, τα οπαία δεν είναι πηγή ομορφιάς. Και μιας κ’ η ομορφιά έχει υπεραισθητό χαρακτήρα, λέει ο Πλάτων, γι’ αυτό δεν είναι προσιτή με τα αισθήματα, μα με το νου. Όντας «ομοιόμορφο με τον εαυτό του», το ωραίο βρίσκεται στο με τη νόηση μονάχα προσιτό βασίλειο των υπερκόσμιων ιδεών.  Όπως βλέπουμε, η έννοια της ομορφιάς στον Πλάτωνα αναπτύχθηκε  σε μυστικιστικά ιδεαλιστικό πλάνο.
Με τον ίδιο τρόπο ο Πλάτων ερμηνεύει και τα προβλήματα του δημιουργικού σχεδίου. Πριν απ’ όλα, αντιθέτει με οξύτατη την καλλιτεχνική έμπνευση στην γνωστική λειτουργία. Η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι εξωλογική, αντιορθολογική, ο καλλιτέχνης δημιουργεί σε κατάσταση επιφοίτησης κ’ ενατένισης. ‘Υπονοείται ότι με τέτοιας λογής ερμηνεία της δημιουργικής λειτουργίας περισσεύει κάθε ανάγκη να μελετηθεί η καλλιτεχνική παράδοση, να αποκτηθούν επιδεξιοσύνη κ’ ικανότητες, μιας και ο καλλιτέχνης σαν «θεόπνευστος» είναι μόνο όργανο που διαμέσου του αποκαλύπτεται η ενέργεια των μυστικιστικών δυνάμεων της θεότητας. Στη θεωρία του για την έμπνευση ο Πλάτων αγκαλιάζει μια από τις πραγματικές πλευρές της τέχνης — τη δύναμη της μεταδοτικότητάς της. Άλλα αυτή η πλευρά της τέχνης στον Πλάτωνα γίνεται πέρα για πέρα μυστικιστική.
Ο Πλάτων είναι Οπαδός της θεωρίας της μίμησης, την όποια και ερμηνεύει ιδεαλιστικά. Ο καλλιτέχνης αναπαράγει αισθητά πράγματα. Άλλα τα πράγματα στην ουσία τους δεν είναι παρά ανταύγειες των Ιδεών. Σ’ αυτή την περίπτωση οι απεικονίσεις του καλλιτέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από αντιγραφές αντιγραφών, μιμήσεις μιμήσεων, σκιές σκιών. Σαν δευτερεύον αντικαθρέφτισμα, σαν αντικαθρέφτισμα από άλλο αντικαθρέφτισμα, η τέχνη, κατά τον Πλάτωνα δεν έχει γνωστική άξια. Πέρα από αυτό, η τέχνη είναι απατηλή, ψεύτικη και παρεμποδίζει τη γνώση του πραγματικά αληθινού κόσμου.
Και ποιός είναι ο ζηλωτής της καλλιτεχνικής παραγωγής; Σ’ αυτό το ερώτημα ο Πλάτων διατυπώνει ξεκάθαρα την αριστοκρατική άποψη. Η Μούσα, λέει, πρέπει να παρέχει «την ευαρέσκεια της όχι στους πρώτους τυχόντες, αλλά στους πιο εξαιρετικούς και σε κείνους που έχουν αρκετά διαπαιδαγωγηθεί».


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Η ιδεαλιστική Αισθητική του Πλάτωνα, όπως και η φιλοσοφία του στο σύνολό της, δέχτηκε την εξονυχιστική κριτική του μαθητή του Αριστοτέλη (384 -— 322 π.χ.). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης και η κοσμοθεωρία του ταλαντεύονταν ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, κλίνοντας σε τελευταία ανάλυση προς τον ιδεαλισμό.
Το κυριότερο αισθητικό έργο του Αριστοτέλη είναι το «Περί ποιητικής». Σ αυτό γενικεύει την καλλιτεχνική πρακτική του καιρού του και κάπως κωδικοποιεί τους κανόνες της δημιουργίας. Στο «Περί ποιητικής» αναφέρεται στον Όμηρο, στους δραματουργούς — Σοφοκλή, Ευριπίδη, στους καλλιτέχνες — Πολύγνωτο, Ζεύξη κ.α. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει καλά το ελληνικό δράμα, το έπος, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το θέατρο, τη ζωγραφική. Αντίθετα προς τον Πλάτωνα που κατά προτίμηση κλίνει στη θεωρητική ερμηνεία των αισθητικών προβλημάτων, ο Αριστοτέλης προτιμάει και ξεκινάει από συγκεκριμένα γεγονότα. Το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη δεν είναι μονάχα το πιο σπουδαίο θεωρητικό ντοκουμέντο, αλλά και αυθεντικό τεκμήριο για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης.
Ο Αριστοτέλης, το ίδιο όπως κ’ οι προγενέστεροι του, αναζητεί τον αντικειμενικό νόμο του ωραίου. Όμως αντίθετα από τον Πλάτωνα, αυτός τον αναζητεί όχι στον υπεραισθητό, αλλά στον πραγματικό κόσμο. Για τον Αριστοτέλη η ομορφιά είναι αντικειμενικά υπαρκτή ποιότητα, ιδιότητα που έχουν τα ίδια τα αντικείμενα, τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης προβάλλει και συστηματοποιεί τα γνωρίσματα του ωραίου και δημιουργεί κανονιστική Αισθητική.
Και ποια είναι κατά τον Αριστοτέλη τα γνωρίσματα του ωραίου; Σχετικά με αυτό στα «Μεταφυσικά» του λέει το παρακάτω: «. . .τα σπουδαιότερα γνωρίσματα του ωραίου είναι: συμμετρία [στο χώρο], αναλογία και ενάργεια. . .» Στο «Περί ποιητικής» κοντά σ’ αυτά τα γνωρίσματα του ωραίου ο Αριστοτέλης προσθέτει και τα ακεραιότητα και ενότητα στην πολυμορφία. Πιο πέρα Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προσδιορίσει τη σχέση της ομορφιάς με το καλό. Στα «Μεταφυσικά» του παρατηρεί ότι το καλό πάντοτε εκφράζεται σε κίνηση, ενώ το ωραίο μπορεί να υπάρχει και σε ακίνητα πράγματα. Πάνω σ’ αυτό διακρίνει ομορφιά ηρεμίας και ομορφιά κίνησης.
Όπως βλέπουμε, ο Αριστοτέλης πριν απ’ όλα ενδιαφέρεται για τα τυπικά γνωρίσματα της ομορφιάς. ‘Ωστόσο τη βάση της ομορφιάς τη βλέπει στις ιδιότητες και στις σχέσεις των πραγματικών αντικειμένων. Έτσι ερμηνεύοντας  το πρόβλημα του ωραίου ο Αριστοτέλης βασικά, στέκει σε υλιστικές θέσεις.
Επίσης, στην πραγματεία του πάνω στη θεωρία της μίμησης ο Αριστοτέλης απομακρύνεται πολύ από τον Πλάτωνα. Σχετικά με αυτό, ο! παρακάτω παρατηρήσεις του Αριστοτέλη αποκτούν ξέχωρη σημασία: «Πρώτα – πρώτα, η μίμηση είναι έμφυτη στους ανθρώπους από την παιδική ηλικία, κι ότι τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα είναι πως μπορούν πιο εύκολα από αυτά να μιμηθούν, κάτι που τους δίνει την ικανότητα να αποχτήσουν τις πρώτες γνώσεις. Έπειτα, τα προϊόντα της μίμησης προσφέρουν σε όλους ευχαρίστηση . Μ’ αυτό ο Αριστοτέλης προσπαθεί να εξηγήσει την ευχαρίστηση που νιώθουν οι άνθρωποι βλέποντας τα έργα τέχνης. Αυτή η ευχαρίστηση, κατά τη γνώμη του, βασίζεται στη χαρά της «γνώσης». Την πηγή των αισθητικών ευχαριστήσεων δεν την βλέπει στον κόσμο των ιδεών η σε άλλες ουρανοκατέβατες υπερκόσμιες υπάρξεις αλλά στο πραγματικό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη γνώση. Η τέχνη κατά τον Αριστοτέλη είναι μια από τις μορφές της γνωστικής δραστηριότητας των ανθρώπων.
Η τέτοιας λογής ερμηνεία της μίμησης έδωσε στο φιλόσοφο τη δυνατότητα να διατυπώσει με εκπληκτική βαθύτητα το πρόβλημα για την καλλιτεχνική αλήθεια. Ο Αριστοτέλης δε ζητάει από την τέχνη απόλυτη ομοιότητα στα πράγματα και τα φαινόμενα που αναπαράγει. Η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και τον ποιητή δεν περιέχεται στο ότι ο ένας γράφοντας χρησιμοποιεί στίχους κι ο άλλος όχι. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι «δ πρώτος μιλάει για πράγματα που συνέβησαν στην πραγματικότητα, ενώ ο άλλος γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί».
Ο ιστορικός μιλάει για το μοναδικό, ο ποιητής για το γενικό. Γι’ αυτό η ποίηση είναι «πιο φιλοσοφική και πιο σπουδαία από την ιστορία». Πιο πέρα ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι μπορεί η απεικόνιση να γίνει με ακρίβεια, αν με αυτό εξασφαλίζεται μεγαλύτερη εκφραστικότητα στο έργο τέχνης.
Συγκριτικά, στην εποχή του Αριστοτέλη τα είδη και γένη της τέχνης είχανε καθοριστεί με ακρίβεια κ’ έφτασαν σε υψηλή στάθμη εξέλιξης. Είχε συγκεντρωθεί αρκετό υλικό σε στοιχεία για να τεθεί το πρόβλημα της ταξινόμησης των τεχνών. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την τέχνη κατά το αντικείμενο, τη μέθοδο και τα μέσα μίμησης. Διερευνά λεπτομερειακά ιδιαίτερα τη δομή της τραγωδίας. Η θεωρία του για την τραγωδία είχε μεγάλη επίδραση στη μεταγενέστερη εξέλιξη της αισθητικής και της καλλιτεχνικής πρακτικής.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη πάνω στη διαδικασία  της δημιουργίας. Στην Αισθητική του Αριστοτέλη αυτό η διαδικασία χάνει το μυστικιστικό της χαρακτήρα. Η διαδικασία δημιουργίας των έργων τέχνης καθώς και η αφομοίωση τους κατά τον Αριστοτέλη είναι διανοητικές λειτουργίες. Κατά την άποψη του η διαδικασία της δημιουργίας είναι προσιτό στην νόηση και επιδέχεται έλεγχο, από αυτό ξεκάνει η προσπάθεια του Αριστοτέλη να διατυπώσει καθορισμένα αξιώματα, κανόνες κι αρχές. Από αυτή την αντίληψη για τη διαδικασία της δημιουργίας γίνεται ολότελα φυσικό το ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί όχι μόνο να σπουδάζεται η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και η αισθητική κρίση.
Σημαντική θέση στα έργα του Αριστοτέλη παίρνει το πρόβλημα για τον παιδαγωγικό ρόλο της Τέχνης. Η τέχνη, κατά τη γνώμη του, δεν έχει ανεξάρτητο κύρος. Συνδέεται με την ηθική ζωή των ανθρώπων και είναι υποταγμένη στα προβλήματα «τελειοποίησης στην αρετή». Τα έργα τέχνης εξευγενίζουν τον άνθρωπο, γιατί με μέσο τον εξαγνισμό («κάθαρση») της ψυχής τον ελευθερώνουν από τ’ αρνητικά του πάθη. Το ότι ο Αριστοτέλης υπόδειξε το δεσμό της τέχνης με την ηθική δραστηριότητα των ανθρώπων στάθηκε μεγάλη προσφορά του. Ωστόσο πρέπει να μνημονευθεί ότι για τον Αριστοτέλη το ηθικό ιδανικό είναι «θεωρητική λειτουργία του νου» που δεν επιδιώκει κανένα πρακτικό σκοπό. Στο έργο του Αριστοτέλη η αρχαία Ελληνική αισθητική σκέψη έφτασε στο κατακόρυφο της.


ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ

Την παραπέρα ανάπτυξη τους οι αισθητικές ιδέες την πήρανε στην αρχαία Ρώμη. Με βάση την υλιστική αντίληψη για τον κόσμο, μερικά από τα αισθητικά προβλήματα εξετάζονται από το Ρωμαίο ατομιστή Λουκρήτιο (99 — 55 πχ.) .
Στο ποίημα «Για τη φύση των πραγμάτων» εξετάζει την ιδέα για το αναλλοίωτο των νόμων της φύσης που είναι ανεξάρτητοι από τις επεμβάσεις των θεών. Επιβεβαιώνει την αρχή της αιωνιότητας και αφθαρσίας της ύλης, ακολουθώντας τον Επίκουρο διατυπώνει την ατομική θεωρία. Κατά την γνώμη του Λουκρήτιου η τέχνη επήγασε από τη «χρεία», δηλαδή από τις ανάγκες του ανθρώπου. Η τέχνη μιμείται τα διάφορα φαινόμενα της φύσης. Η τέχνη δεν προσφέρει μόνο «ηδονή», άλλα έχει και ωφελιμιστική αποστολή. Λόγου χάρη χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διάδοση γνώσεων.
Ο Λουκρήτιος δεν είναι μόνο φιλόσοφος, άλλα και εξαίρετος ποιητής, «ακμαίος, θαρραλέος, ελικώνιος κυρίαρχος του κόσμου» (χαρακτήρισε ο Μαρξ). Το ποίημά του διακρίνεται τόσο για το βάθος των ιδεών που αυτός αναπτύσσει, όσο και για τη θαυμάσια ποιητική φόρμα.


Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

Έτσι φθάσαμε στην ύστερη κλασική εποχή όπου και στη Ρώμη, την Ελλάδα, πολύ περισσότερο στη Μικρά Ασία, τη Συρία και Αίγυπτο, όπου,  ακόμη και το πιο άκριτο ανακάτωμα από τις πιο χυδαίες προκαταλήψεις των λαών γινόταν αποδεχτό ανεξέλεγκτα, και συμπληρώνονταν από θεοσεβούμενη απάτη και απερίφραστο τσαρλατανιά. Ήταν η εποχή όπου την πιο σημαντική θέση την κατείχαν τα θαύματα, οι εκστάσεις, τα οράματα, τα φαντάσματα, οι προφητείες, η τεχνητή κατασκευή χρυσού, ο Καβαλισμός και κάθε λογής ανοησίες. Είναι η εποχή της αποσύνθεσης της αρχαίας αισθητικής σκέψης του κάλους και του αντικειμενικά ωραίου, που θα το καταπιεί ο επερχόμενος χριστιανισμός που ήδη άρχισε να απλώνεται σαν αρρώστια στα σπλάχνα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.


ΠΛΩΤΙΝΟΣ

Στο όνομα αυτής της επερχόμενης λαίλαπας, ενέδωσε και η  φιλοσοφία της παρακμής, αυτό έγινε αργότερα φανερό με τον  εξ  Αιγύπτου Πλωτίνο (204 — 270 μ.χ) , διάσημο εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού που έγινε  γέφυρα των θρήσκων εθνικών στο πέρασμα τους από τον Πλατωνισμό στο Χριστιανισμό.
Τον κόσμο ο Πλωτίνος τον σκέφτεται ως εκπόρευση (απορροή) από το θεϊκό πλεόνασμα. Η πρωταρχική τελειότητα, απορρέοντας, σιγά – σιγά όλο και γίνεται πιο ατελής. Κατά τη γνώμη του Πλωτίνου, σκοπός του άνθρωπου είναι να ξαναγυρίσει στο θεό, κάτι που πραγματοποιείται με τον ασκητισμό και την έκσταση. Μόνο σε κατάσταση κατάνυξης και έκστασης πλησιάζουμε στο θεό.
Με τέτοιας λογής μυστικιστική διαδικασία ο Πλωτίνος ερμηνεύει και το πρόβλημα του ωραίου. Κατά τη γνώμη του τα πράγματα είναι ωραία«διαμέσου της επικοινωνίας προς την ιδέα». Η ομορφιά που γίνεται αντιληπτή με τα αισθήματα είναι κατώτερο είδος ωραίου. Όσο πιο πολύ η ψυχή ελευθερώνεται από το σωματικό, τόσο γίνεται πιο ωραία. Το αγαθό στέκει στη κορυφή του χορού των πραγμάτων. Είναι η ανώτατη, η πρώτη ομορφιά. Η ενατένιση αυτής της ομορφιάς δεσπόζει πάνω από το καθετί – πάνω από τα ωραία σώματα. Για χάρη της πρέπει να απαρνιέται κανείς βασίλεια και εξουσίες. Τα ωραία σώματα δεν είναι παρά ίχνη, εικόνες, σκιές, αναλαμπές της ανώτατης ομορφιάς. Για ν’ αντικρίσεις την ανώτατη ομορφιά πρέπει πρώτα να γλυτώσεις την ψυχή από το σωματικό ρύπο
Το κήρυγμα για ασκητισμό, ή αποστροφή απέναντι στον αισθητό κόσμο, η απάρνηση του νου κ’ η προβολή σε πρώτο πλάνο του μυστικιστικού ρεμβασμού, η θέα της ανώτατης ομορφιάς στο θεό — όλες αυτές οι κατευθύνσεις της αισθητικής του Πλωτίνου ξεπερνάνε τις θεολογικές δοξασίες του σκοταδιστικού μεσαίωνα.
(Για μερικά από αυτά τα μαργαριτάρια του, ακόμα ο ίδιος ο Πλάτων θα τραβούσε τα μαλλιά του!!!)
Η «φιλοσοφία» του εγκρίθηκε πλήρως από τους πατέρες της εκκλησίας Αμβρόσιο και  Αυγουστίνο.

Η προοδευτική ελληνορωμαϊκή αισθητική σκέψη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην παραπέρα ανάπτυξη της αισθητικής. Είχανε κιόλας τεθεί πολλά από τα πιο σπουδαία προβλήματα για την ουσία της τέχνης και για την κοινωνική της αποστολή.
Η θεωρία της «μίμησης» τόνιζε την ουσία της τεχνικής δραστηριότητας σαν αληθινό αντικαθρέφτισμα,  τη μειονεκτικότητα της τέχνης σε σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο. Είχε πλατιά αναπτυχθεί η ιδέα ότι η τέχνη έχει μορφωτική σημασία και δεσμούς με την πολιτική ζωή της κοινωνίας. Τα προβλήματα για τα είδη και τα γένη, το περιεχόμενο και η φόρμα στα έργα τέχνης καλλιεργούνται σε κάθε τους πλευρά. Επίσης είχανε διατυπωθεί βαθυστόχαστες κρίσεις για την ουσία της αισθητικής αφομοίωσης της πραγματικότητας γενικά.
.

Σωκράτης – Πλάτων – Πλωτίνος περί τέχνης.

Του Βασίλη Ραφαηλίδη


Ο Σωκράτης πίστευε πως το καλό συμπίπτει με το αγαθό, ενώ και τα δύο συμπίπτουν με το ωφέλιμο. Μ’άλλα λόγια για τον Σωκράτη η αισθητική – το καλό – και η ηθική – το αγαθό – είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της ωφελιμότητας.

Αυτή η σωκρατική άποψη είναι συζητήσιμη ως προς το δεύτερο σκέλος της, της ωφελιμότητας τόσο του καλού όσο και του αγαθού, όμως ως προς το πρώτο σκέλος, της σύμπτωσης του καλού και του αγαθού, δλδ της αισθητικής και της ηθικής, ο Σωκράτης γίνεται ο μακρινός πρόγονος του Νίτσε, που πρεσβεύει πως η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος.

Αντίθετα από τον δάσκαλό του, ο Πλάτων όχι μόνο δεν υπολήπτεται την τέχνη και τους καλλιτέχνες, αλλά τους εξορίζει κιόλας από την Πολιτεία του. Και τούτο διότι η τέχνη δεν πραγματώνει τις Ιδέες, τα υπεραισθητά αρχέτυπα απ’τα οποία εκρέει ο κόσμος, και που συνιστούν τη μόνη αλήθεια, αλλά αναπαριστά φυσικά ή τεχνητά αντικείμενα, που είναι μια εξασθενημένη ανάκλαση των Ιδεών. Συνεπώς το έργο τέχνης είναι μίμηση μιμήσεως: μίμηση πραγμάτων τα οποία με τη σειρά τους είναι μίμηση ιδεών.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η τέχνη κατά τον Πλάτωνα δεν μετέχει στην ανώτερη ιδιότητα της ψυχής, το λογικόν, δηλαδή τη διάνοια. Και ως εκ τούτου διαφθείρει το λογιστικόν, τον νου.

Παραταύτα ο Πλάτων δεν περιφρονεί την τέχνη. Απλώς δεν θέλει να τη βάλει μπροστά απ΄τη φιλοσοφική σκέψη. Και μάλλον έχει δίκιο.

Με αυτή τη προϋπόθεση, ότι δηλαδή η τέχνη είναι κατώτερη της φιλοσοφίας ως μίμηση μιμήσεως, τη μελετάει με προσοχή και αποφαίνεται πως το καλόν, η τέχνη όπως θα λέγαμε εμείς, αποχτά την πλήρη του σημασία όταν συνάπτεται με τη σκέψη. Ο Πλάτων βέβαια δεν θα μπορούσε να ξέρει πως το στοχαστικό μυθιστόρημα θα ήταν εκείνο που θα πραγμάτωνε τελικά τις αποδεκτές απο αυτόν απόψεις περί τέχνης. Διότι το στοχαστικό μυθιστόρημα ελάχιστα απέχει απο την «καθαρή» φιλοσοφική σκέψη. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να ξέραμε την άποψη του Πλάτωνα για τον Δρ Φάουστους του Τόμας Μαν, τους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπρόχ, το Σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου του Μαρσέλ Προύστ, τον Οδυσσέα του Τζέημς Τζόυς.

Ωστόσο ο Πλάτων κάπου έχει δίκιο. Υπάρχει κάτι το αποβλακωτικό στην αστόχαστη τέχνη, κάτι που επιτείνει και δυναμώνει την προϋπάρχουσα βλακεία. Ένα σαχλό τραγουδάκι δεν προσθέτει τίποτα ούτε στην ευαισθησία μας ούτε στη νόησή μας, και τα στιχάκια αυτού που προτείνει εαυτόν για ποιητή, διότι έτσι θέλει, κάνουν καλό μόνο στον ίδιο.

Πλωτίνος

Κατά τον Πλωτίνο (204-269 μ.Χ.), τον εξ Αιγύπτου φιλόσοφο που έγινε η γέφυρα για το πέρασμα απο τον πλατωνισμό στον χριστιανισμό και που είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του νεοπλατωνισμού, καλό (με την αισθητική έννοια) είναι αυτό που έχει σχήμα και κακό αυτό που δεν έχει σχήμα.

Κατά τον Πλωτίνο, το κάλλος ενός μαρμάρινου αγάλματος δεν προέρχεται απ’το ότι είναι μάρμαρο κατ’ουσίαν, αλλά απο τη μορφή που έδωσε σ’αυτό το μάρμαρο ο γλύπτης. Κυρίως, όμως, καλό (πάντα με την αισθητική έννοια) είναι κατά τον Πλωτίνο αυτό που επικοινωνεί με το θείον. Ο Φειδίας δεν έπλασε τη μορφή του Δία διότι τον είδε αλλά διότι επικοινώνησε μυστικά μαζί του και τον παρέστησε σα να είχε αποκαλυφθεί, τούτος ο αθάνατος, στα θνητά του μάτια.


Βέβαια, κατά τον Πλωτίνο η φύση μιμείται την Ιδέα. Αλλά η τέχνη δεν είναι μίμηση μιμήσεως, όπως λέει ο Πλάτων. Διότι, εκτός απ’το να μιμείται τη φύση που είναι μίμηση της Ιδέας, το έργο τέχνης επικοινωνεί απ’ευθείας με την Ιδέα λόγω της ικανότητας του καλλιτέχνη να επικοινωνεί απ’ευθείας με την ιδέα της θεότητας.

Στις ιδεαλιστικές περί τέχνης απόψεις δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα απο την εποχή του Πλωτίνου. Και σήμερα ο καλλιτέχνης φαντάζει λιγάκι σα μάγος. Και σήμερα ο αγιογράφος πιστεύει πως δεν ζωγραφίζει με το χέρι του, αλλά ότι ο Θεός χρησιμοποιεί το χέρι του για να κάνει δι’αυτού ορατή την παρουσία του στην εικόνα. Γι’αυτό άλλωστε η αγιογραφία ονομάζεται «αχειροποίητος». Οι χριστιανοί πιστεύουν πως πρόκειται για εικόνα που δεν την κατασκεύασε ανθρώπινο χέρι. Αυτή την πονηριά σοφίστηκαν οι εικονολάτρες για να αποστομώσουν τους εικονοκλάστες και να δικαιολογήσουν την ειδωλολατρεία τους.
Κατά τον Πλωτίνο λοιπόν, που δεν είναι Έλληνας αλλά που είχε επηρεαστεί απόλυτα απ’το ελληνικό πνεύμα, κυρίως απ’τον Πλάτωνα, ο Θεός είναι μια προέκταση στο άπειρο του Είναι και του Νοείν, απ’όπου δι’εκροής δημιουργείται το σύνολο των όντων. Ο άνθρωπος, πριν ακόμα πεθάνει, μπορεί να φύγει απο το σώμα του με την έκσταση – τη στάση εκτός δηλαδή του υλικού σώματος και συνεπώς του υλικού κόσμου – κι έτσι να πλησιάσει τη θεότητα.
Ο Πλάτων θα τραβούσε τα μαλλιά του αν άκουγε τον Πλωτίνο να μιλάει έτσι. Ο νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου δεν είναι πλατωνισμός. Γιατί ο πλατωνισμός δε δέχεται τούτα τα σούρτα φέρτα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Πάντως, η συγγένεια του νεοπλατωνισμού με τον χριστιανισμό είναι προφανής. Άλλωστε, την εποχή του Πλωτίνου ο χριστιανισμός είχε ήδη ηλικία δύο αιώνων. Προσθέστε εδώ και τον παραδοσιακό αιγυπτιακό μυστικισμό του αιγύπτιου Πλωτίνου και θα καταλάβετε καλύτερα τη σύγχρονη περί τέχνης ιδεαλιστική άποψη, που αντιλαμβάνεται τον καλλιτέχνη κάπως σαν ιερέα.
.

Εφιάλτης ο γιος του Σοφωνίδου - Ο λαϊκός επαναστάτης



Η πορεία προς τη Δημοκρατίας
Η μεταρρύθμιση του Δράκοντα


                                                                    Η μεταρρύθμιση του Σόλωνα







               Η επανάσταση του Εφιάλτη και η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας (Μέρος Β΄)

                   
                                                              Η μεταρρύθμιση τοτ Κλεισθένη



                                                       Το καθεστώς ισονομίας και ισηγορίας


                                                        Το πραξικόπημα του Αρείου Πάγου



                                                                 Στα ερείπια της Δημοκρατίας



                                                       Τα όρια της εξουσίας των πολιτών