Translate

Αποµνηµονεύµατα του Μακρυγιάννη - Το πλήρες κείµενο


Το νεκρικό προσωπείο του Μακρυγιάννη. Φωτογραφία από βιβλίο της Ευθυμίας Παπασπύρου «Ιστορικά Προσωπεία» Συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου,2010.


Μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασµένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.


ΠρόλογοςCommun✮rios

Ο Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματα στις 26 Φεβρουαρίου του 1829 στο Άργος όπου είχε οριστεί “Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου”. Η συγγραφή συνεχίστηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν στην Αθήνα.Το έργο του έφτασε χρονολογικά έως το 1850. Ωστόσο, γύρω στο 1840, οι Αρχές υποψιάστηκαν ότι κατέγραφε γεγονότα τα οποία δεν ήθελαν να δοθούν στη δημοσιότητα. Η εξέλιξη αυτή τον υποχρέωσε να σταματήσει το γράψιμο και να κρύψει τα χειρόγραφά του σε ασφαλές μέρος.

Το χειρόγραφο των Απομνημονευμάτων βρήκε ο Γιάννης Βλαχογιάννης το 1901, μέσα σε έναν τενεκέ, στο υπόγειο του σπιτιού του Κίτσου Μακρυγιάννη, γιου του Γιάννη Μακρυγιάννη. Αν και τα Απομνημονεύματα δημοσιεύτηκαν το 1907, έγιναν γνωστά και αναδείχθηκαν μέσα από τη γενιά του '30 και ιδιαίτερα τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Το χειρόγραφο αποτελείται από 460 σελίδες· δεν έχουν τόνους και σημεία στίξης, γι' αυτό και ο Γιάννης Βλαχογιάννης κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει να αποδώσει με συνέπεια το περιεχόμενό τους.

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στη βιβλιογραφία του είδους, καθώς δεν αποτελούν απλώς παράθεση πολιτικών και ιστορικών γεγονότων. Πρόκειται για κατάθεση ψυχής. Ο συγγραφέας τους και αφηγητής έζησε ως πρωταγωνιστής σε μια εποχή που ο κόσμος γύρω του διαμορφωνόταν μέσα από αιματηρούς αγώνες, έντονους ανταγωνισμούς και σκληρά πάθη. Μέσα από την αφήγηση του Μακρυγιάννη, αποκαλύπτεται ο απέραντος πόθος του για ελευθερία και ανεξαρτησία. Η ανιδιοτελής παρουσία του, σε όλες τις φάσεις του Αγώνα, αποτελεί τρανή απόδειξη για το ότι ο λόγος του στηρίζεται στην αγνότητα της ψυχής του.

 





Ο Μάνος Κατράκης απαγγέλλει από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη! Από τον σπάνιο δίσκο 33 στρ: "1821 είτε θάνατος είτε ελευθερία" μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο ιστορικής αξίας... Με τη μουσική επένδυση του Νίκου Μαμαγκάκη... Εισαγωγή και σχόλια του Ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη ... Επετειακός Δίσκος του 1971 που είχε διανείμει η Esso Pappas (σημερινή ΕΚΟ) για τα 150 χρόνια της Επανάστασης του 1821...Πρώτο μέρος... Για εκπαιδευτική χρήση... Σας το παρουσιάζουμε ως εργασία αναπλάσεως βίντεο...



Οι θεσμοί της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα 1841-1944

του Προκόπη Παπαστράτη


Σε μία φτωχή χώρα στα Βαλκάνια, όπως η Ελλάδα την περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά στην πραγματικότητα σε όλες τις φτωχές χώρες, η κεντρική εξουσία στην πρωτεύουσα σπάνια είναι ικανή ή ενδιαφέρεται να αντιμετωπίσει τοπικά προβλήματα σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές.  Αυτό ισχύει και για τα  χωριά στην ορεινή περιοχή της Ευρυτανίας.  Σε ένα από αυτά τα χωριά, το Καροπλέσι, ιδρύεται η «Φιλοπρόοδος Ένωσης Καροπλεσίου» το καλοκαίρι του 1933. Σκοπός του σωματείου είναι να επιλύσει τις ντόπιες αγροτικές διαφορές (βοσκοτόπια, ζωοκλοπές ξυλεία, ποτιστικά δικαιώματα, αγροτικοί δρόμοι, κλπ) που έχουν καταστρεπτικές συνέπειες στις σχέσεις των χωριανών οι οποίοι καταφεύγουν στα δικαστήρια, 15 ώρες πεζοπορία,  ξοδεύοντας χρόνο και χρήμα. Έτσι συστήνεται «Η Συμβιβαστική Επιτροπή Καροπλεσίου» που γρήγορα εξελίσσεται σε παραδειγματικό  «Λαϊκό Δικαστήριο» με μεγάλη επιτυχία. Αυτή η προσπάθεια υιοθετείται  και από τα γειτονικά χωριά με αποτέλεσμα να αντιδράσουν οι δικηγόροι ζητώντας από τον εισαγγελέα να διατάξει τη διάλυση τους.  Η Δικτατορία του Μεταξά διαλύει το 1937 αυτά τα λαϊκά δικαστήρια μετά από επιτυχημένη τετραετή λειτουργία τους.[1]

Η Κατοχή που ακολουθεί δημιουργεί  νέες καταστάσεις με την αναχώρηση των κρατικών λειτουργών για τα μεγάλα αστικά κέντρα. Με αυτές τις συνθήκες, οι ζωοκλοπές και ληστείες ξαναεμφανίστηκαν, παραδοσιακές συνήθειες στις αγροτικές περιοχές που είχαν τα τελευταία χρόνια εξαφανιστεί.

Η αντίδραση είναι γρήγορη.  Η πρώτη επιτροπή ιδρύεται τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του 1941 και αρχίζει τη δράση της στην ίδια περιοχή όπου λειτούργησε επί 4 χρόνια  η «Φιλοπρόοδος Ένωσης» Καροπλεσίου. Ονομάζεται «Επιτροπή Επίλυσης Προβλημάτων  του χωριού της Κόριτσας-Κτημενίων» και χρησιμοποιώντας την εμπειρία της Φιλοπρόοδου Ένωσης επεκτείνει τις εξουσίες της για να καλύψει όλες τις δραστηριότητες που συμβάλλουν  στη καλύτερη ποιότητα ζωής του χωριού.  Δεν είναι σύμπτωση, ότι ο Γιώργος Μπέϊκος, τοπικός δημοσιογράφος και κομμουνιστής αλλά και ιδρυτικό μέλος της κίνησης για λαϊκή αυτοδιοίκηση στη δεκαετία του 1930, είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της νέας προσπάθειας.  Οι βασικές ιδέες δοκιμάστηκαν με επιτυχία όταν η Ελλάδα ήταν δημοκρατία αλλά τώρα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές και επικίνδυνες και συγχρόνως αποτελούν και πρόκληση.  Η Επιτροπή του Χωριού συντάσσει ένα Ιδιωτικό Συμφωνητικό που υπογράφεται από τον ανδρικό πληθυσμό.  Σύμφωνα με αυτό η Επιτροπή αναλαμβάνει όλες τις λειτουργίες του Δημοτικού Συμβουλίου. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το πρώτο βήμα να αντικατασταθεί η μέχρι τώρα δομή της κρατικής διοίκησης.  Είναι το πρότυπο που εφαρμόζεται βαθμιδόν σε όλες τις περιοχές της απελευθερωμένης Ελλάδας.  Ο Γ.Μπέϊκος προτείνει, και γίνεται δεκτό, να υπογράψουν εκτός από όλους του άνδρες και οι χήρες του χωριού ως κεφαλές της οικογένειας, υποστηρίζοντας  ότι οι γυναίκες αυτές είχαν επωμιστεί  όλα τα οικονομικά βάρη, για να στηρίξουν την οικογένεια τους και συνεισέφεραν εξ ίσου στα έξοδα του χωριού.[2]



Ένα χρόνο αργότερα, στις αρχές Δεκεμβρίου 1942,  το θέμα της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης παίρνει μία πιο συγκεκριμένη μορφή.  Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει.  Το καλοκαίρι του 1941 δεν υπήρχε οργανωμένη Αντίσταση.  Μικρές ομάδες οπλισμένων ανδρών, που είχαν επιστρέψει στα χωριά τους με τα όπλα τους, μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Απρίλιο του 1941, δρούσαν κυρίως στη Μακεδονία χωρίς όμως μεγάλη αποτελεσματικότητα.  Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου το 1942 σηματοδοτεί τις νέες συνθήκες και δημιουργεί πρόσθετες ευθύνες στις κύριες αντιστασιακές οργανώσεις.  Το ζήτημα της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης παύει να είναι αποτέλεσμα τοπικής πρωτοβουλίας και αποκτά νέες διαστάσεις.  Καθώς το κίνημα της Αντίστασης εδραιώνει την παρουσία του στην ύπαιθρο, η αυτοδιοίκηση γίνεται αναπόσπαστο μέρος του απελευθερωτικού αγώνα και βαθμιαία οι ίδιοι νόμοι και κανονισμοί θα εφαρμοστούν σε όλες τις απελευθερωμένες περιοχές.


Το ΕΑΜ δραστηριοποιείται έντονα σ’ αυτόν τον τομέα.  Έτσι λοιπόν   η αυτοδιοίκηση αρχίζει να λειτουργεί ξανά, από  τις ίδιες περιοχές που είχε προσπαθήσει να λειτουργήσει το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1941.  Οι ίδιοι άνθρωποι δείχνοντας  μία θαυμαστή επιμονή συγκροτούν τον πυρήνα αυτής της νέας προσπάθειας, στηρίζοντας παράλληλα  τους πολιτικούς καθοδηγητές του ΕΑΜ της περιοχής.  Δύο έγγραφα  συντάσσονται στις αρχές Δεκεμβρίου του 1942 και περιλαμβάνουν ένα εισαγωγικό υπόμνημα για την ανάγκη ύπαρξης τοπικής αυτοδιοίκησης και το βασικό νομικό κείμενο με τίτλο «Εντολές», με οκτώ άρθρα.  Το πρώτο άρθρο διακηρύσσει  ότι η Γενική Συνέλευση όλων των ενηλίκων κατοίκων εκλέγει τα όργανα που θα ασκήσουν την Λαϊκή Εξουσία.  Αυτά τα όργανα ήταν, η Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και το Λαϊκό Δικαστήριο. Η συμμετοχή σ΄αυτές είναι υποχρεωτική, τιμητική και χωρίς αμοιβή.  Η Επιτροπή έχει τέσσερεις υποεπιτροπές: την Επισιτιστική, τη Σχολική, την Εκκλησιαστική, και της Λαϊκής Ασφάλειας., υπεύθυνες για όλα τα προβλήματα του χωριού. Η Γενική Συνέλευση έχει την  εξουσία να ανακαλεί  όλα τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης και να επανεκλέγει νέα. Οι συντάκτες  αυτών των «Εντολών» ενεργοί κομμουνιστές οι ίδιοι, πιστεύουν ότι η δικαιοσύνη είναι ταξική δικαιοσύνη. Αυτή η πεποίθηση είναι ενσωματωμένη στο δεύτερο άρθρο που διακηρύσσει ότι «Η Δικαιοσύνη είναι στην πραγματικότητα Λαϊκή Δικαιοσύνη».  Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Λαϊκής Αυτοδιοίκησης είναι επίσης και Πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου.


Τον Εισαγγελέα αντικαθιστά ο Λαϊκός Επίτροπος που «εισάγει την υπόθεση και εκφέρει τη γνώμη του αιτιολογών αυτήν περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου αλλά ουχί περί της ποινής»[3]. Ο Λαϊκός Επίτροπος δεν έχει ψήφο και λειτουργεί περισσότερο σαν σύμβουλος παρά ως εισαγγελέας. Τη θέση του  Λαϊκού Επιτρόπου κατέχει ο πολιτικός υπεύθυνος του ΕΑΜ για το χωριό.  Είναι φανερό ότι το ΕΑΜ θέλει να παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα και να επηρεάζει όποια απόφαση θεωρεί ότι είναι απαραίτητο.  Ο μάρτυρας που εξετάζεται ορκίζεται στο Ευαγγέλιο. Το Λαϊκό Δικαστήριο πριν εκδώσει απόφαση  ζητάει από τους διάδικους να συμβιβαστούν, ακολουθώντας έτσι μία μακροχρόνια παράδοση στις αγροτικές περιοχές.   Στα Λαϊκά δικαστήρια οι ποινές που επιβάλλονται με βάση τις «Εντολές» είναι η αποζημίωση και το πρόστιμο, όλα σε είδος.  Το Λαϊκό Δικαστήριο δικάζει όλες τις υποθέσεις εκτός από διαζύγια, ζωοκλοπές, κατασκοπεία και στρατιωτικά αδικήματα που αρμόδια είναι τα Ανταρτοδικεία.   Εναντίον των αποφάσεων του Λαϊκού Δικαστηρίου μπορεί να γίνει έφεση στο Τομεακό Δικαστήριο που συγκροτείται από τους προέδρους των Λαϊκών Δικαστηρίων των χωριών.


Το 1943 αυτός ο θεσμός με την εισαγωγή των νέων νομικών κειμένων των «Εντολών» γίνεται περισσότερο  ακριβής και λεπτομερής. Έχει  δοκιμαστεί στην πράξη και γίνεται ευρύτερα αποδεκτός. Αυτά τα νομικά κείμενα με την ονομασία «Κώδικας Ποσειδών»  αποτελούν το θεμέλιο λίθο των νόμων και κανονισμών των Λαϊκών Δικαστηρίων. Ως την άνοιξη αυτός ο θεσμός έχει επεκταθεί σε περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας και της Κεντρικής Ελλάδας. Τον Αύγουστο ένας νέος «Κώδικας Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης» αντικαθιστά τους παλαιότερους και εφαρμόζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ελλάδα.  Εισάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το δικαίωμα ψήφου για όλους τους άνδρες και τις γυναίκες από την ηλικία των 17 ετών. Επίσης θεσπίζει ότι η συνεργασία με τον εχθρό και η κερδοσκοπία αποτελούσαν εγκληματικές πράξεις. Η νομοθεσία αυτή εφαρμόζεται στις περιοχές όπου έχει δικαιοδοσία το ΕΑΜ. Μερικές μέρες όμως αργότερα το Κοινό Στρατηγείο Ανταρτών όπου συμμετέχουν η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή, το ΕΑΜ, το ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ εκδίδουν την Απόφαση 6 που περιέχει 15 άρθρα για τη Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη.[4]  Για πρώτη φορά οι κύριες  Αντιστασιακές Οργανώσεις συμφωνούν να εφαρμόσουν τις ίδιες νομοθετικές διατάξεις στις περιοχές τους, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας.  Στο πλαίσιο αυτό οι θεσμοί της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης εφαρμόστηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως π.χ. στην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας[5].   Στη Λακωνία από τις αρχές του β’ εξαμήνου του 1943 εφαρμόστηκε «Κώδικας Λαϊκής Δικαιοσύνης»  με 15 άρθρα δικονομικού και ουσιαστικού περιεχομένου, προέβλεπε και Αναθεωρητικά δικαστήρια β’ βαθμού.  Πριν από την εμφάνιση αυτού του Κώδικα λειτούργησαν πρωτοβάθμια Λαϊκά Δικαστήρια,  πενταμελής «Διοικητικαί Επιτροπαί» [6].


υποσημειώσεις:


[1] Τσουπαρόπουλος Θ .Οι Λαοκρατικοί Θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης, Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα  1989  σ.21-24

 [2] Μπεϊκός Γ., Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα,  τόμος Ι, Αθήνα Θεμέλιο 1979, σ.174-179

[3] Τσουπαρόπουλος Θ., σ.27

[4] Δ.Ζέπου, Λαϊκη Δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό Κατοχήν Ελλάδος, Αθήναι 1945

 σ.5-7 Εξακολουθεί να είναι η περισσότερο εμπεριστατωμένη μελέτη για το θέμα αυτό.  Επανεκδόθηκε από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης το 1986.

[5


] Χρ..Κωνσταντινόπουλος, Η εφαρμογή των θεσμών της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης στη Γορτυνία (1943-1944) . Οδυσσέας, Αθήνα 1995

[6] Ζέπου Δ., σ. 3-4

⃰  ομ. καθηγητής Ιστορίας

 υ.γ. η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μέρος της ανακοίνωσης «Οι θεσμοί της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα 1841-1944»  στη διημερίδα: Λαϊκές Εξουσίες και Δομές Αυτο-οργάνωσης: η έμπρακτη διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνίας. Τα ιστορικά παραδείγματα, που πραγματοποιήθηκε στη Λιβαδειά στις 18- 20/3/2016




«Κώδικας Ποσειδών»: Mία ιστορική έρευνα για τα πρωτοποριακά Ευρυτανικά Σοβιέτ!



Ιστορία «Κώδικας Ποσειδών»


Αλιεύσαμε από τον Ευρυτάνα ιχνηλάτη το παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο

Δεκέμβριος 1942… 

Είναι καταχείμωνο, 4 Δεκέμβρη 1942. Στο σπίτι του μπάρμπα Δημήτρη Μπέικου στο συνοικισμό Κορίτσα του χωριού Κλειτσός Ευρυτανίας, συναντώνται 5 νέοι αντιστασιακοί αγωνιστές -οι οποίοι συναποτελούν μια τοπική κομμουνιστική επιτροπή- και συζητούν διεξοδικά γύρω από ένα αναμμένο τζάκι που τροφοδοτεί συνεχώς με ξύλα η κυρά του σπιτιού η αξέχαστη λεβεντόγρια Δημήτραινα! Οι παριστάμενοι είναι: ο γραμματέας και δικηγόρος Γεωργούλας Μπέικος από τον Κλειτσό, ο τελειόφοιτος της Νομικής Δημήτρης Τραχανής από τη Φουρνά, ο φιλόλογος Κώστας Ράγκος από τη Βράχα, ο δάσκαλος Στέφανος Θάνος από το Σαραντάπορο και ο καταρτισμένος αγρότης Βασίλης Μαλούκας από τη Μολόχα. Αντικείμενο της συζήτησης των πέντε συντρόφων είναι το πώς και με ποια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης θα μπορούσαν να αυτοδιοικηθούν οι πρώτες, απελευθερωμένες από το αντάρτικο, περιοχές και οι αυτόνομες από το κατοχικό κράτος ευρυτανικές αγροτικές κοινότητες.

Είναι η εποχή που τα ορεινά ευρυτανικά χωριά πάλλονται στους ρυθμούς του θρυλικού ΕΛΑΣ που ανδρώνεται μέρα με τη μέρα στα περήφανα βουνά μας στέλνοντας από τη μια το λυτρωτικό μήνυμα της λευτεριάς από το φασίστα καταχτητή και τους δωσίλογους συνεργάτες του και από την άλλη την ελπίδα και το όραμα της οικοδόμησης μιας νέας δίκαιης κοινωνίας με ισότητα και προκοπή! Μέσω της επαναστατικής δράσης του ΕΛΑΣ δημιουργούνται μέρα με τη μέρα εκτενείς απελευθερωμένες ζώνες! Στις 11 του Οχτώβρη 1942 στο κεφαλοχώρι Φουρνά Ευρυτανίας μπαίνει ένας αντάρτικος σχηματισμός 32 ΕΛΑΣιτών κρατώντας μια σημαία δεμένη σε ένα πλατανόξυλο! Επικεφαλής είναι ο Άρης Βελουχιώτης! Οι ένοπλοι μαχητές κατάργησαν αμέσως τις κακόφημες διορισμένες κατοχικές αρχές (σ.σ. έκαψαν τα αρχεία του σταθμού χωροφυλακής, έπαυσαν το αγρονομείο και την κρατική δικαστική έδρα – εκτός του δασαρχείου). Στις 14/10 στη διπλανή Βράχα εκλέγεται νέο κοινοτικό απελευθερωτικό συμβούλιο! Στη συνέχεια οι αντάρτες επιστρέφουν στον Κλειτσό όπου στις πλατιές συσκέψεις που ακολουθούν συζητούν μαζί με τους λαϊκούς αγωνιστές τη συνολικότερη αναγκαιότητα της αυτοδιοίκησης μετά το κενό εξουσίας που προέκυψε με την κατάλυση των παλιών αρχών. Το σημαντικό αυτό έργο θα έπρεπε να το επωμισθούν οι ίδιοι οι ντόπιοι καθώς δεν ήταν εφικτό να το αναλάβουν οι συνεχώς μετακινούμενες αντάρτικες ομάδες οι οποίες αφενός είχαν το πρώτιστο καθήκον του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου και αφετέρου δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε περιοχής. Οι συνθήκες είναι ώριμες για το «μεγάλο άλμα προς τα εμπρός»!   

Ένας θαλασσινός κώδικας στα βουνά!
Άμεσος στόχος των πρωτοπόρων αντιστασιακών αγωνιστών ήταν να δημιουργηθεί ένας νέο θεσμικό πλαίσιο Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης που ασφαλώς δεν θα είχε καμία σχέση ούτε με την προπολεμική μεταξική καταπιεστική κρατική δομή αλλά ούτε βέβαια με την κατοχική ναζιστική πραγματικότητα του σαπισμένου δωσίλογου κράτους, αλλά αντίθετα θα έθετε σε κίνηση την αυτενέργεια των αγροτικών πληθυσμών πάνω σε μία αμεσοδημοκρατική βάση ώστε οι ίδιοι οι κάτοικοι να ρυθμίζουν συλλογικά τη ζωή και τις ανάγκες τους.  

Προϋπήρχε και κάποια σχετική εμπειρία: Προπολεμικά (1934-1937) λειτούργησε η «Συμβιβαστική Επιτροπή» στο χωριό Καροπλέσι αλλά και στη Μαυρομάτα (1935), όπου οι κάτοικοι διευθετούσαν τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις δίχως προσφυγές στα κρατικά αστικά δικαστήρια. Επίσης υπήρξε και μία ανάλογη απόπειρα του ίδιου του Μπέικου τον Αύγουστο του 1941 με την 7μελή «Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών» του Κλειτσού.  
Τελικά το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου 1942 ο Γεωργούλας Μπέικος με τους προαναφερθέντες συντρόφους του ολοκληρώνουν τη σύνταξη του κειμένου. Οι «Εντολαί δια την Λαϊκήν Αυτοδιοίκησιν και την Λαϊκήν Δικαιοσύνην» και η συνακόλουθη ερμηνευτική «Εγκύκλιος» είναι έτοιμες! Πρόκειται για το πρώτο νομοθέτημα της ΕΑΜικής περιόδου που επί της ουσίας θα αποτελέσει το προοίμιο του μεγάλου οράματος της Λαοκρατικής Ελλάδας! Γνωστό και ως «Κώδικας Ποσειδών» θεσμοθέτησε το νέο δίκαιο λαϊκό νόμο! Με… θαλασσινό κωδικό αν και φτιάχτηκε στα βουνά της Ευρυτανίας!!!

«Σύντροφοι! Αυτός ο Νόμος μας είναι η Τρίαινα του Ποσειδώνα. Αναποδογυρίζει τα βαλτόνερα της Αντίδρασης. Τούτος ο Νόμος είναι ο Ποσειδώνας! Χτυπάει, στο βυθό η σαπίλα! Και τα κάτου, τα κρυμμένα καθάρια νερά, στην επιφάνεια και στον Ήλιο! Στο φως το Κύμα. Φως η Λευτεριά, ο Λαός το κύμα»!!!
Με αυτή την… ποιητική εισήγηση του Γ. Μπέικου έγινε ομόφωνα αποδεκτή η συγκεκριμένη ονομασία.

Η χάρτα της Λαοκρατίας!
«Λευτεριά δίχως την εξουσία των απελευτερωμένων είναι κούφια λέξη, δεν γίνεται δεν υπάρχει τέτοια λευτεριά. Παλλαϊκός ο αγώνας; Παλλαϊκή η λευτεριά. Παλλαϊκή η λευτεριά;  – παλλαϊκή χρωστάει να είναι και η Εξουσία που θα την κατοχυρώνει και θα την αναπτύχνει» (Γ. Μπέικος)

Η επιδίωξη του Γεωργούλα Μπέικου και των συναγωνιστών του ήταν ο λαοκρατικός κώδικας να είναι καταρχάς λειτουργικός δηλ. λιτός, απλός και κατανοητός στους ορεσίβιους πληθυσμούς, αλλά το κυριότερο να ωθεί όλο τον κόσμο στη συμμετοχή και στις αποφάσεις στα κοινά! 

https://1.bp.blogspot.com/-SK4ZMkE1EyQ/UqRpMV--aRI/AAAAAAAAG60/J9LiU-t6W8o/s1600/222.jpg

8 άρθρα αποτελούσαν τον ιστορικό «κώδικα Ποσειδώνα». Περιεκτικά θα αναφερθούμε στα κομβικά σημεία του. Καταρχάς, όσον αφορά τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση: Ανώτατο και αδιαμφισβήτητο Αποφασιστικό Όργανο είναι η Γενική Συνέλευση των κατοίκων η οποία συγκαλείται μια φορά το μήνα και ενδιάμεσα εκτάκτως αν κριθεί απαραίτητο! Η Γενική Συνέλευση κάθε κοινότητας αποτελείται από όλους τους ενήλικες άνω των 18 ετών και εκλέγει με ψηφοφορία την πενταμελή ΕΛΑ ( Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης). Η θέση στην ΕΛΑ είναι άμισθη και τιμητική, τα δε μέλη της υπόκεινται πλήρως στη λαϊκή θέληση. Η Γενική Συνέλευση των κατοίκων έχει πάντα τον πρώτο λόγο: σε αυτή απολογείται δημόσια η Επιτροπή και είναι η Συνέλευση αυτή που εγκρίνει ή ακυρώνει τις αποφάσεις της. Επίσης η Συνέλευση έχει τη δικαιοδοσία να καθαιρεί μέλη ή και ολόκληρη την Επιτροπή και εν συνεχεία να εκλέγει άλλη. Επιπλέον θεσπίζονται τριμελείς εξειδικευμένες λαϊκές υποεπιτροπές (σχολική, επισιτιστική, λαϊκής ασφάλειας, εκκλησιαστική) οι οποίες και αυτές λογοδοτούν άμεσα στη Συνέλευση. 

https://4.bp.blogspot.com/-DJI7LCjpfa8/UqRmlgP5yFI/AAAAAAAAG6o/6OPmqVX986c/s1600/DSC02514.jpg

Αναφορικά με τη Δικαστική εξουσία: αυτή ασκείται από το εκλεγμένο Λαϊκό Δικαστήριο το οποίο αποτελούν τα προαναφερθέντα αιρετά μέλη της Επιτροπής Λαϊκής Αυτοδιοίκησης ή ο πρόεδρος αυτής με 4 λαϊκούς δικαστές εκλεγμένους από τη Συνέλευση των κατοίκων. Κατοχυρώνεται και o θεσμός του “λαϊκού επιτρόπου” o οποίος είναι ο υπεύθυνος του ΕΑΜ (με γνωμοδοτική μόνο αρμοδιότητα, άνευ ψήφου). Το Λαϊκό Δικαστήριο συνεδριάζει δωρεάν και δημόσια με πρώτο πάντοτε μέλημά του την επίτευξη συμβιβαστικής λύσης μεταξύ των αντίδικων (“να δώσουν τα χέρια”) ώστε κατ’ αυτό τον τρόπο να εκλείψουν εν καιρώ οι αντιπαραθέσεις, να επουλωθούν τα χρόνια μίση στα χωριά και να σφυρηλατηθεί μια νέα λαϊκή ενότητα. Δεν υφίστανται δικηγόροι ούτε δικαστικά έξοδα ακόμη και για τον καταδικασθέντα! Αν παρά τις προσπάθειες ο συμβιβασμός δεν επιτυγχάνονταν τότε προχωρούσε η δικάσιμος και αν κάποιος κρίνονταν ένοχος τότε επιβάλλονταν ποινές συνετισμού οι οποίες δεν ήταν σε άχρηστα κατοχικά χρήματα αλλά σε είδος (π.χ. καλαμπόκι, σιτηρά κλπ). Δεν προβλέπονταν προσωποκράτηση! Το Λαϊκό Δικαστήριο εκδίκαζε σχεδόν όλες τις υποθέσεις του χωριού εξαιρουμένων αυτών της προδοσίας, της κατασκοπείας και της ληστείας που φυσικά μέσα στις δεδομένες πολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, αποτελούσαν δικαιοδοσία των Ανταρτοδικείων. Για την ιστορία πρώτος πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου ήταν ο Φώτης Δημητρακάκης, ένας αξιόλογος σεβαστός γέροντας με ευθυκρισία και σοφία.   

Οι πρόεδροι των ΕΛΑ ενός δήμου ή γεωγραφικού διαμερίσματος συγκροτούν την Τομεακή Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοικήσεως η οποία εκλέγει τον επικεφαλής εκ των μελών της και η οποία, σημειωτέον, δεν έχει δικαίωμα επέμβασης στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των χωριών. Αντίστοιχα οι πρόεδροι των Λαϊκών Δικαστηρίων συγκροτούν το Τομεακό Λαϊκό Δικαστήριο. Προβλέπεται και η Ένωση Κοινοτήτων του νομού.
Σύμφωνα με τον ίδιο το Γ. Μπέικο, ταυτόχρονα με τον απελευθερωτικό αγώνα από το φασιστικό ζυγό πραγματώνονταν και η κοινωνική επανάσταση. Μάλιστα στο προαναφερθέν δίτομο έργο του ο Γ. Μπέικος τονίζει: 
«Οι Επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης (Σοβιέτ) αποτελούν στο χωριό το όργανο της λαϊκής Εξουσίας. Την αρχή της κυβέρνησης του χωριού. Ο λαός όλου του χωριού συναγμένος σε Γενική Συνέλευση συνιστά το μοναδικό και αναντικατάστατο φορέα και εκφραστή της Εξουσίας του»!
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο:«Σαν χωριό, πάρ’ τα όλα! Είσαι η Λαϊκή Εξουσία!-δηλαδή η Λευτεριά σου  α κ έ ρ ι α  κι η παλλαϊκή σου Δημοκρατία. Τράβα μπρος!»

https://2.bp.blogspot.com/-dvAGRP_0cWA/UqRpcO2XV5I/AAAAAAAAG68/NPFIr_DXVf0/s1600/53056.jpg

Αυτός ο εμπνευσμένος αγωνιστής, ο πανέξυπνος μορφωμένος άνθρωπος («ξουράφι Καρπενησιώτικο» τον είχε χαρακτηρίσει ο Χ. Φλωράκης) που διετέλεσε και γραμματέας διαφώτισης της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, θα πληρώσει τη συμβολή του στη λαϊκή υπόθεση με βασανιστήρια και βαριές πολύχρονες φυλακίσεις κι εξορίες από το εκδικητικό μεταπολεμικό κράτος (1946-1959).

https://1.bp.blogspot.com/-U1MIv-DeFa4/UqS8MVe44uI/AAAAAAAAG8Q/Mhid1JVtlfM/s1600/%C2%AB%CE%9A%CF%8E%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%82+%CE%A0%CE%BF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CF%8E%CE%BD%C2%BB+14+%CE%9C%CF%80%CE%AD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%82+%CE%92.jpg

Λίγο μετά την αποφυλάκισή του θα βρεθεί στη Σοβιετική Ένωση (1961) όπου θα συναντήσει μετά από 16 ολόκληρα χρόνια τη λατρεμένη του γυναίκα, την ανταρτοπούλα του ΔΣΕ Μαρία Μπέικου και περίφημη εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας. Ο Γεωργούλας θα εργαστεί στη ΣΕ ως ξένος ανταποκριτής της εφημερίδας “Αυγή” μέχρι το θάνατό του το 1975. Η Μαρία θα επιστρέψει αργότερα στην Ελλάδα ως σύγχρονη Ηλέκτρα αγκαλιά με τη στάχτη του πολυαγαπημένου της Γ. Μπέικου.

https://2.bp.blogspot.com/-VR7CKXX5mdE/UqS747nnmII/AAAAAAAAG8M/wUp1wjWmSpI/s1600/%25C2%25AB%25CE%259A%25CF%258E%25CE%25B4%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2582+%25CE%25A0%25CE%25BF%25CF%2583%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B4%25CF%258E%25CE%25BD%25C2%25BB+15+%25CE%259C%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B1+%25CE%259C%25CF%2580%25CE%25AD%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2585.jpg

Ο πρωτοποριακός «κώδικας Ποσειδώνας» θα αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί αργότερα (Απρίλης 1943) η περίφημη «Εγκύκλιος 4» της  Περιφερειακής Επιτροπής Φθιώτιδας/Φωκίδας/Ευρυτανίας του ΕΑΜ, αλλά και του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, της Κυβέρνησης του Βουνού και των Κορυσχάδων που με τη σειρά τους θα καθιερώσουν και θα επεκτείνουν τους θεσμούς Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης στις απελευθερωμένες περιοχές, αν και ο Γεωργούλας Μπέικος στην κριτική του θέτει το ζήτημα ότι υπήρξε μια μερική υποβάθμιση κάποιων σημείων του αρχικού κώδικα στις μετέπειτα θεσμοθετήσεις. 

Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι οι εξεγερμένοι αγροτικοί ευρυτανικοί πληθυσμοί θα πλαισιώσουν με μαζικότητα και πρωτοφανή ενθουσιασμό τη νέα ριζοσπαστική πραγματικότητα του «Κώδικα Ποσειδώνα». Ο κόσμος νιώθει ότι ασκεί πλέον τη δική του εξουσία, ότι είναι ο ίδιος αφέντης στον τόπο του και κυρίαρχος στη ζωή του που μέχρι πρότινος ήταν έρμαιο στα χέρια του εκμεταλλευτικού συστήματος και των παραδοσιακών φορέων του. Η νέα επαναστατική αμεσοδημοκρατική διαδικασία -που συνίσταται στο συλλογικό αποφασιστικό ρόλο των ανοιχτών γενικών συνελεύσεων και ειδικά στη δυνατότητα να ανακαλούνται άμεσα και οποτεδήποτε οι άμισθοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι από τους ίδιους τους ψηφοφόρους τους- συσπειρώνει, εμπνέει, ξεσηκώνει το λαό και δείχνει το φωτεινό δρόμο για την αυθεντική Λαϊκή Εξουσία!



«Με όραμα κι αποκοτιά…»!
Ο Μήτσος Τραχανής, εκ των συντελεστών του «Κώδικα Ποσειδώνα», θα δηλώσει πολλά χρόνια αργότερα: «Μαζί με την ανάταση που έφερε στο λαό, το ΕΑΜικό κίνημα ανέδειξε και τις καλύτερες αρετές του λαού μας, αφού δημιούργησε ένα καινούργιο τύπο συνειδητού πολίτη. Ένα νέο κοινωνικό άνθρωπο που ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό τοποθετώντας το ατομικό του συμφέρον μέσα στο συλλογικό»!


Και ο Γεωργούλας Μπέικος με τον ποιητικό λόγο του: «Και μα την αλήθεια, τι οραματισμοί ήσανε κι εκείνοι και ποιος αγωνιστικός ρομαντισμός! Ποια όνειρα και τι ελπίδες και ποια φτερανοίγματα αετίσια… Κι αν δεν ευτυχήσανε να μετουσιωθούνε σε πραγματικότητα, όμως πόσο ψυχορμητική δύναμη δε σταθήκανε! Ε, χωρίς όνειρο και όραμα, δίχως φαντασία κι αποκοτιά, αν με το νου και την καρδιά ανεμόσκαλες δε στήνεις ποτέ γραφτό δε σου είναι να πατήσεις τον Ήλιο…»

πηγή: eyrytixn.blogspot.com



Μετά από 40 χρόνια η λογοκριμένη ταινία της ΥΕΝΕΔ “Ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων”



Το 1977 η αείμνηστη Λίλα Κουρκουλάκου σκηνοθέτησε για λογαριασμό της ΥΕΝΕΔ ένα οδοιπορικό αναφορικά με τα επιστημονικά επιτεύγματα του Δ-ρα Άρη Πουλιανού και των συνεργατών του στο σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής.



Το έργο της διεθνούς φήμης σκηνοθέτιδας είχε προγραμματιστεί να προβαλλόταν πριν και κατά τη διάρκεια των εργασιών του 3ου Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ανθρωπολογίας τον Σεπτέμβριο του 1982, αλλά η προβολή του απαγορεύτηκε.

Σχετικά με το θέμα ο τύπος της εποχής έγραψε:
Ελευθεροτυπία 30-3-1981: Η ΥΕΝΕΔ φοβήθηκε τον “Αρχάνθρωπο”.
Ριζοσπάστης 25-9-1982: Απαράδεκτη η απαγόρευση της ταινίας του “Αρχανθρώπου” .
Το Έθνος 28-9-1982: Ματαιώθηκε για δεύτερη φορά η προβολή του “Αρχανθρώπου”.



Η ταινία αποτελεί ένα μοναδικό ντοκουμέντο καθώς περιλαμβάνει συνέντευξη του Άρη Πουλιανού, κατοίκων του χωριού, καθώς και εργαζομένων επιστημόνων και μη στο σπήλαιο κατά την διάρκεια των ανασκαφών.


Παρακολουθήστε το βίντεο



Το ιστορικό

Σεπτέμβριος 1960.

Σε σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής ένας χωριανός βρήκε τυχαία ένα ανθρώπινο κρανίο. Το κρανίο αυτό έμελλε να γίνει το μήλο της έριδος που θα πυροδοτούσε μία πολύχρονη και σφοδρή διαμάχη μεταξύ του κράτους, των ερευνητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του ανθρωπολόγου Άρη Πουλιανού.

Τα Πετράλωνα είναι ένα μικρό ημιορεινό χωριό κοντά στο πρώτο «πόδι» της Χαλκιδικής. Τον Μάιο του 1959, ένας βοσκός από την περιοχή, ο Φίλιππος Χαντζαρίδης, παρατήρησε μία ασυνήθιστη ρωγμή στο έδαφος. Πιστεύοντας ότι επρόκειτο για μία υπόγεια πηγή νερού, φώναξε τους συγχωριανούς του για να σκάψουν. Βέβαια, πολύ γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι αυτό που είχαν ανακαλύψει στην πραγματικότητα ήταν ένα μεγάλο σπήλαιο. Ενάμιση χρόνο αργότερα, ο Χρήστος Σαρηγιαννίδης, ένας από τους πρώτους που είχε μπει στη σπηλιά όταν ανακαλύφθηκε, εντόπισε ανάμεσα στους σταλαγμίτες ένα κρανίο. Ο νεαρός άντρας έσπευσε να ειδοποιήσει τις αρχές. Στο σημείο γρήγορα κατέφτασαν και ερευνητές, οι οποίοι διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι το εύρημα ήταν παλαιολιθικό.


Το κρανίο αρχικά μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από εκεί, η μελέτη του ανατέθηκε στον γερμανό καθηγητή Μπράιντιγκερ, ο οποίος παρουσίασε τα πορίσματά του στο 7ο Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογίας στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1964. Κατά τον Μπράιντιγκερ, το κρανίο πιθανότατα είχε πέσει στη σπηλιά από κάποια ρωγμή και η ηλικία του δεν ξεπερνούσε τα 70.000 χρόνια. Παρόλα αυτά, ήταν ένα εύρημα ύψιστης σημασίας. Μέχρι τότε, ο ελλαδικός χώρος θεωρούταν «ανθρωπολογικά νεκρός», καθώς ποτέ δεν είχαν εντοπιστεί άλλα παλαιοντολογικά απολιθώματα. Επιπλέον, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι η Ελλάδα είχε αρχίσει να κατοικείται από ινδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς μόλις λίγες χιλιάδες χρόνια πριν. Κυριαρχούσε , δηλαδή, η πεποίθηση ότι οι Έλληνες δεν αποτελούσαν αυτόχθονο φύλο.

Παρών στο συνέδριο της Μόσχας ήταν κι ένας έλληνας ανθρωπολόγος. Ο Άρης Πουλιανός, γεννημένος στην Ικαρία, είχε από χρόνια φύγει στο εξωτερικό για να ειδικευτεί στο αντικείμενο της ανθρωπολογίας. Μετά τον εμφύλιο, στον οποίο είχε συμμετάσχει και πολεμήσει στο πλευρό του ΔΣΕ, μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε βιολογία.
Ύστερα, πήγε στη Μόσχα προκειμένου να ειδικευτεί στο μεγάλο του πάθος, τη μελέτη της ανθρώπινης εξέλιξης. Όταν έμαθε για το ιστορικό εύρημα κι άκουσε προσεκτικά τη μελέτη του γερμανού συναδέλφου του, τον πλημμύρισε η επιθυμία να δει με τα μάτια του το σπήλαιο και να το ερευνήσει με τις δικές του μεθόδους. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1965 άφησε πίσω του τη ρωσική πρωτεύουσα και βρέθηκε στα Πετράλωνα.


Ο «αρχάνθρωπος των Πετραλώνων»


Αρχικά, ο Πουλιανός, με τη βοήθεια των κατοίκων, κατέβηκε με φανάρια στο σπήλαιο. Παρατήρησε τους σταλακτίτες, τους σταλαγμίτες, τη δομή και τα τοιχώματά του. Η θεωρία που ανέπτυξε ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του Γερμανού. Ήταν πεπεισμένος ότι το κρανίο ανήκε σε άνθρωπο που κατοικούσε στη σπηλιά εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν. Έμενε να το επιβεβαιώσει μελετώντας και το ίδιο το απολίθωμα.

Πήγε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου του έδωσαν την άδεια να διεξαγάγει τις μελέτες του. Το πόρισμα που έβγαλε ήταν μια μεγάλη ανατροπή. Ο Πετραλώνειος άνθρωπος ήταν τουλάχιστον 700 χιλιάδων ετών και διέθετε αναπτυγμένη νοημοσύνη και έναρθρο λόγο. Αυτό φάνηκε από το μέγεθος του εγκεφάλου του, την ύπαρξη οστέινων και λίθινων εργαλείων στη σπηλιά-καταφύγιο, αλλά και από τη χρήση φωτιάς. Όταν πέθανε ήταν περίπου 30 με 35 ετών –ηλικιωμένος για τα δεδομένα της εποχής– και είχε ύψος 1,50. Πιθανότατα είχε καταφύγει στο σπήλαιο για να προστατευτεί από κάποιον μεγάλο παγετώνα της περιόδου.

Η ηλικιακή εκτίμηση των επτακοσίων χιλιάδων χρόνων από τον θάνατό του ταίριαζε και με τα 34 στρώματα των τοιχωμάτων του σπηλαίου. Το ενδέκατο, όπου εντοπίστηκε το κρανίο, τοποθετήθηκε χρονικά από τον Πουλιανό στην Κρήνεια Περίοδο, δηλαδή περίπου επτακόσιες πενήντα χιλιάδες χρόνια πριν. Επιπλέον, η στάχτη που υπήρχε ανάμεσα στους σταλαγμίτες χρονολογήθηκε στο ένα εκατομμύριο χρόνια, γεγονός που αποδείκνυε με σιγουριά την ανθρώπινη παρουσία στο σημείο την περίοδο εκείνη.


Ο Πουλιανός ονόμασε τον Πετραλώνειο άνθρωπο, «Αρχάνθρωπο».

Εάν οι εκτιμήσεις του έλληνα επιστήμονα ήταν σωστές, τότε επρόκειτο για τον αρχαιότερο ευρωπαιοειδή πρόγονο που είχε βρεθεί ως τότε, αλλά και τον πρώτο homo sapiens παγκοσμίως. Αυτό θα κατέρριπτε τη θεωρία περί αφρικανοκεντρικής προέλευσης του ανθρώπινου είδους. Άλλωστε, και τα χαρακτηριστικά ακόμα του αρχανθρώπου διέφεραν πολύ από αυτά των Αφρικανών «συγχρόνων» του. Επρόκειτο ξεκάθαρα για αυτόχθονα πρόγονο της καυκάσιας φυλής. Για να ενισχύσει τη θεωρία του, ο Πουλιανός κάλεσε διακεκριμένους επιστήμονες από την Ιαπωνία και την Αμερική. Ο ιάπωνας καθηγητής Μοτόζι Ικέγια, κορυφαίος πυρηνικός φυσικός, επισκέφθηκε το σπήλαιο πέντε φορές και για να εφαρμόσει την πρωτοποριακή μέθοδο του παλαιομαγνητισμού. Εν τέλει επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του Πουλιανού.

Η αντιδικία με το ελληνικό κράτος

Ο Άρης Πουλιανός, κατέχοντας τη θέση του επικεφαλής της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος, διενήργησε τις έρευνές του σε βάθος πολλών ετών. Έχοντας εξασφαλίσει την άδεια από το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) έκανε ανασκαφές στο σπήλαιο, μελέτησε διεξοδικά τα πετρώματα και επένδυσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του προκειμένου να το κάνει επισκέψιμο. Το φωταγώγησε, διαμόρφωσε το «μαυσωλείο», όπως ονόμαζε τον χώρο που βρέθηκε το κρανίο, με ομοιώματα των παλαιολιθικών κατοίκων του και χρηματοδότησε τη δημιουργία ενός μικρού μουσείου όπου θα εκθέτονταν όλα τα ευρήματα.


Η αμφισβήτηση

Ωστόσο, υπήρχαν αντιρρήσεις για τις ανακοινώσεις του ανθρωπολόγου. Αρχικά, οι γεωλόγοι του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έχοντας κάνει χρήση της χημικής μεθόδου της ισολευκίνης των οστών, ήταν πεπεισμένοι ότι η ηλικία του Αρχανθρώπου δεν ξεπερνούσε τα 200 χιλιάδες χρόνια. Αμφισβητούσαν τις τεχνικές του Πουλιανού και χαρακτήριζαν την ενασχόλησή του με το σπήλαιο ως αντιδεοντολογική. Άλλωστε, όταν του χορηγήθηκε για πρώτη φορά άδεια για να μελετήσει το σπήλαιο το 1968, οι έρευνες του πανεπιστημίου είχαν ήδη κλείσει οκτώ χρόνια.

Η αντιπαράθεση έφτασε μέχρι τα δικαστήρια. Αρχικά, ο Πουλιανός κατέθεσε μήνυση εναντίον πέντε προσώπων για συκοφαντική δυσφήμιση. Τα πρόσωπα αυτά ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννης Μελέντης, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλης Δερμιτζάκης, ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Γρηγόρης Παπαδόπουλος, ο δημοσιογράφος Θανάσης Αντωνόπουλος και ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας Θεόδωρος Σκούρας. Σύμφωνα με τον Πουλιανό, είχε θιχτεί δημόσια η επιστημονική του υπόληψη, αλλά και η προσωπικότητά του. Ωστόσο, η διαμάχη έληξε με τη δικαστική ήττα του επιστήμονα.

Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1983, ο Πουλιανός και η ομάδα του εκδιώχθηκαν δια της βίας από το σπήλαιο των Πετραλώνων. Παράλληλα, το Υπουργείο Πολιτισμού εμπόδισε την περαιτέρω ανανέωση της άδειας της Ανθρωπολογικής Εταιρείας για ανασκαφές και μελέτες. Το χάσμα των επιστημονικών απόψεων μεταξύ του Πουλιανού και της αντιμαχόμενης ομάδας παλαιοντολόγων έμοιαζε αγεφύρωτο και όσο περνούσε ο καιρός το σπήλαιο κινδύνευε να μετατραπεί σε «πεδίο μάχης». Ο επιστήμονας απεγνωσμένος, βλέποντας να τίθεται σε κίνδυνο η σκληρή δουλειά σχεδόν δύο δεκαετιών, κατέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ακολούθησαν πολυετείς και πολυδάπανοι δικαστικοί αγώνες του ίδιου εναντίον της πολιτείας. Εν τέλει, δικαιώθηκε 14 χρόνια αργότερα.


Μόλις το 1997 επιτράπηκε στον Πουλιανό να μπει και πάλι στο σπήλαιο. Ο 73χρονος πλέον άντρας, κατήγγειλε ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που είχαν αναλάβει τη σπηλιά είχαν εξαφανίσει πολλά από τα ευρήματα. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν και κάποια ανθρώπινα οστά που πιθανολογούσε ότι ανήκαν στον Αρχάνθρωπο. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι αυτό γινόταν σκόπιμα και εν γνώσει της ελληνικής κυβέρνησης. Ακολούθησε νέα δικαστική διαμάχη και το 2011 το σπήλαιο και το μουσείο πέρασαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού.



Το σπήλαιο σήμερα

Τελικά, στον Πουλιανό δεν επιτράπηκε να ξαναπλησιάσει το σπήλαιο με την ιδιότητα του ερευνητή. Πλέον το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε καν στο μουσείο που ίδρυσε ο ίδιος. Οι απόψεις του έχουν απορριφθεί πλήρως από το ελληνικό κράτος και στις επίσημες ιστοσελίδες αναφέρεται μόνο η εκδοχή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης περί της ηλικίας 200 χιλιάδων ετών του αμφιλεγόμενου κρανίου….

Σήμερα, το σπήλαιο είναι προσβάσιμο στο κοινό. Η αρχική είσοδός του έχει σφραγισθεί εξαιτίας των διαβρώσεων κι έχει ανοιχτεί μία τεχνητή. Η θερμοκρασία εντός του σπηλαίου παραμένει σταθερή στους 17 βαθμούς Κελσίου, χειμώνα – καλοκαίρι. Στο μουσείο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα εκτίθενται οστά ζώων που βρέθηκαν στο σπήλαιο, γλυπτές αναπαραστάσεις των ζώων αυτών και πρωτόγονα εργαλεία από χαλαζία. Εκτίθενται ακόμα οι αρχαιότερες στάχτες του κόσμου, καθώς και ένα αντίγραφο του κρανίου του αρχανθρώπου των Πετραλώνων.


Η λογοκριμένη ταινία

Το 1977 η Λίλα Κουρκουλάκου σκηνοθέτησε για λογαριασμό της ΥΕΝΕΔ ένα οδοιπορικό ντοκιμαντέρ σχετικά με τα επιστημονικά επιτεύγματα του Πουλιανού και των συνεργατών του στο σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής. Το έργο είχε προγραμματιστεί να προβληθεί πριν και κατά τη διάρκεια των εργασιών του 3ου Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ανθρωπολογίας τον Σεπτέμβριο του 1982. Ωστόσο, η προβολή του δεν έγινε. Ο Τύπος της εποχής κατέκρινε τη στάση της ΥΕΝΕΔ, κατηγορώντας τη για λογοκρισία. Η ταινία, η οποία ήρθε στη δημοσιότητα αργότερα, περιλαμβάνει συνέντευξη του ίδιου του Άρη Πουλιανού, κατοίκων του χωριού –των βασικότερων πρωταγωνιστών της ανακάλυψης του Αρχανθρώπου–, καθώς και εργαζομένων, επιστημόνων και μη, στο σπήλαιο κατά την διάρκεια των ανασκαφών. [mixanitouxronou.gr]



Πηγές: VISALTIS – halkidikivoice – Wikipedia





1931-1944. ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΛΛΑΣ. ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ




Συντομογραφίες
Εισαγωγικό σημείωμα
Αντί προλόγου
1. Επιστολή ΕΕΚΔ προς ΚΚΕ από 4-12-31
2. Δεύτερη εκδοχή επιστολής της ΕΕΚΔ προς ΚΚΕ από 9-12-31
3. Πληροφορίες για Έλληνες φοιτητές Σχολής Λένιν 1935-1937
4. Βιογραφικά, αυτοβιογραφικά στοιχεία και πληροφορίες για στελέχη του ΚΚΕ
5. Κρυπτογραφημένες επιστολές της συζύγου του Ζαχαριάδη
6. Ο Ζωγράφος διαβιβάζει στον Δημητρώφ επιστολή του Πλαστήρα προς συνεργάτη του
7. Απόφαση του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ για την αντιδικτατορική εξέγερση στα Χανιά
8. Σημείωμα του Μάρεκ αναφορικά με κατηγορίες εναντίον του Ζωγράφου (26-7-39)
9. Επιστολή Γκρόμοφ^προς Δημητρώφ από 28-12-38
10. Επιστολή Στάνκε Δημητρώφ (Μάρεκ) προς τη γραμματεία της Κ.Δ. από 20-2-39
11. Κοινοποίηση στον Δημητρώφ τηλεγραφήματος του Β. Γκρόμοφ προς το ΚΚΕ (Ζωγράφο) από 23-2-39
12. Αναφορά Νικαβεντέ προς ΕΕΚΔ από 3-6-39
13. Ανυπόγραφη επιστολή προς τον εκπρόσωπο του ΚΚΕ από 15-6-39
14. Σημείωμα Μάρεκ προς Γκ. Δημητρώφ από 2-7-39
15. Μετάφραση συστημένης επιστολής του Ζαχαριάδη στη σύζυγο του (26-2-41)
16. Σημείωμα Μάρεκ προς Γκ. Δημητρώφ από 27-3-41
17. Σημείωμα Τιταρένκο προς Σουχαριόφ από 27-3-41
18. Σημείωμα Μάρεκ προς Γκ. Δημητρώφ από 23-4-41
19. Επιστολή Φίτιν προς Δημητρώφ από 8/9-5-42
20. Επιστολή του Γραμματέα της Κομουνιστικής Φράξιας του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή από 1-9-42.
21. Σημείωμα του Σπιθάκη (Μ. Ανατολή) από 2-9-42
22. Αναφορά Δ. Ζωγράφου στον Δημητρώφ από 14-3-43.
23. Έκθεση Γκεοργκίεφ προς Γκ. Δημητρώφ, από 26-3-43.
24. Ο Φίτιν διαβιβάζει στον Δημητρώφ τηλεγράφημα Τσουδερού προς Κανελλόπουλο (26-3-43)
25. Διαμαρτυρία Ελλήνων στρατιωτικών αντιφασιστών Μέσης Ανατολής (τέλη Ιουλίου 1943)
26. Πληροφορίες για τους ηγέτες του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ (πιθανόν 1944)
27. Τηλεγράφημα ΕΑΜ προς Τσώρτσιλ (τέλη Φεβρουαρίου 1944)
28. Επιστολή Ιωαννίδη προς Σιάντο για επαφές Άγγλων-Γερμανών (24-2-44)
29. Ο Πλοτσέφσκι διαβιβάζει στον Γκ. Δημητρώφ έκθεση για Μέση Ανατολή (4-3-1944)
30. Αναφορά Φίτιν προς Δημητρώφ για συνομιλίες Παπανδρέου - Λίπερ πριν από τη συμφωνία του Λιβάνου (20-5-44)
31. Ο Τζήμας διαβιβάζει στη Μόσχα τα τηλεγραφήματα από Ελλάδα προς την ηγεσία της γιουγκοσλαβικής Αντίστασης και τον ίδιο ως αντιπρόσωπο της ΠΕΕΑ (τέλη Ιουνίου 1944)
32. Πολιτική έκθεση Τζήμα για την κατάσταση στην Ελλάδα (από Ιανουάριο 1944 - 29 Ιουνίου 1944)
33. Έκθεση Φίτιν προς Δημητρώφ για προστριβές ΕΑΜ - Τίτο και Μακεδόνικο (13-7-44)
34. Σημείωμα Φίτιν προς Δημητρώφ (14-7-44)
35. Σημείωμα Φίτιν προς Δημητρώφ (26-7-44)
36. Έκθεση Φίτιν προς Δημητρώφ για διαφωνίες Τέμπο - Τζήμα και Μακεδόνικο (16-8-44)
37. Απόσπασμα έκθεσης για τη στρατιωτική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1944).
38. Ο Γκ. Δημητρώφ διαβιβάζει στον Μόλοτοφ επιστολή του προέδρου της ΠΕΕΑ προς τη σοβιετική κυβέρνηση (28-9-44)
39. Αναφορά Φίτιν προς τον Δημητρώφ για στρατηγικές βλέψεις των Βρετανών στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση (27-9-44)
40. Επιστολή Δημητρώφ προς Ράικο (9-10-44)
41. Εκτενής έκθεση για την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα (13-10-44)
42. Συνοδευτικό σημείωμα Δημητρώφ - Μπαράνοφ προς Μόλοτοφ (21-10-44)
43. Σημείωμα Δημητρώφ προς Ράικο (18-11-44)
44. Πληροφορίες Ρούσου για τα γεγονότα στην Ελλάδα (8-12-44)
45. Αναφορά Φ. Σκρίνικ στον Δημητρώφ για συσχετισμό ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα (26-12-44)
46. Πληροφορίες και αιτήματα Ρούσου προς σοβιετική κυβέρνηση (προφανώς τέλη Δεκεμβρίου '44)
47. Σημείωμα Μπαράνοφ με βιογραφικά στοιχεία Ανδρέα Τζήμα (13-12-50)
Σύντομος χρονολογικός πίνακας





Πηγή: vivlio2ebook

Ἀνδρέας Καρκαβίτσας - Τὸ γιούσουρι (1865-1922)

 



Ὅταν τὸ πρωτάκουσα, ἤμουν παιδὶ στὰ σπάργανα. Καὶ σὰν ἔφτασα εἰκοσάχρονο παλικάρι, ἔλεγαν ἀκόμη γιὰ κεῖνο, μὲ τὸν ἴδιο θαυμασμὸ καὶ περισσότερη φρίκη. Τὸ γιούσουρι, τὸ ἀντρειωμένο γιούσουρι, ποὺ βρίσκεται στὸν κόρφο τοῦ Βόλου! Τὸ γιούσουρι, ποὺ ὧρες ψηλώνει καὶ θεριεύει ὡς τὸ πρόσωπο τῆς θάλασσας· ὧρες χαμηλώνει καὶ γίνεται κάστρο ἀγύριστο, μὲ τοὺς ῥόζους καὶ τὰ κλαδιά, μὲ τὶς ρίζες καὶ τ᾿ ἀντιρίμματα! Κάτω στὸ νησί μας τὸ ἔχουν μόλογο! Γενιὰ σὲ γενιὰ τὸ παραδίνουν οἱ ναῦτες καὶ πάει ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, ἀπὸ παιδὶ σ᾿ ἀγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστὸ πάντα, σκληρὸ σὰ σίδερο, δυνατὸ σὰ λέοντας, ψυχωμένο κι ἀθάνατο σὰ στοιχειό.

Ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πρωτοεῖδαν ἔσβησαν ἀπὸ τὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων τώρα. Ἐκεῖνοι ποὺ ὀνειρευτῆκαν νὰ τὸ κόψουν, κοιμοῦνται ἀξύπνητα στὴ γῆ ἢ καὶ στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἐκεῖνοι ποὺ πῆγαν γυρεύοντάς το, δὲ δευτέρωσαν τὸ σκοπό τους.

Ἔχει, σοῦ λένε, κατιτὶ πλάνο κι ἐπίβουλο, καὶ ἀλλάζει χρώματα καὶ ἀλλάζει σχήματα καὶ γλιστρᾶ σὰν χέλι καὶ θεμελιώνεται σὰν πύργος καὶ φωσφορίζει σὰν ὠκεανόψαρο, ποὺ λύνεται τὸ σῶμα μὲ τὸ πρῶτο ἀντίκρισμα.

Ἐγώ, ἀπὸ μικρὸς ποὺ τὸ ἄκουα, μ᾿ ἔπιανε κατιτὶ παράξενο. Φόβος καὶ μαζὶ πεῖσμα.

Καλά, ἔλεγα, ὁ διπίθαμος Ἀράπης ποὺ ρουφᾶ τὰ πέλαγα καὶ φράζει τὰ ποτάμια μονάχα μὲ τὰ γένια του. Καλὰ ἡ ἀθάνατη Γοργόνα, τοῦ Ἀλέξαντρου ἡ ἀδερφή, ποὺ γυρίζει τὴ θάλασσα καὶ στὸ πικρὸ ἄκουσμα βουλιάζει τὰ πλεούμενα σύψυχα μὲ τὴν οὐρά της. Καλὰ κι ὁ Ἄριστος ποὺ σκοτώνει τὰ θεριὰ καὶ τὰ βουνὰ γκρεμίζει καὶ ξεριζώνει ῥουπάκια μὲ τὸ κοντάρι του. Μὰ ἕνα δέντρο ἐκεῖ, τοῦ νεροῦ πλάσμα, θρέμμα τοῦ ἄμμου καὶ νὰ κάνει τόσα θάματα! Μπά, ντροπή μας! Ἄκουα τοὺς ἄντρες λεβεντοθρεμμένους καὶ νὰ μιλοῦν γι᾿ αὐτὸ μὲ τόσο σεβασμό, σὰ νὰ μιλοῦσαν γιὰ τὸ Τρισυπόστατο. Τί διάβολο! Ἐκεῖνοι μία φορὰ ἔβαλαν τὰ στήθη τους ἐμπρὸς στὸ κανόνι τοῦ Τούρκου! Πήδηξαν μὲ ἀναμμένο δαυλὶ στὶς μπαρουταποθῆκες του! Εἶδαν τὸ θάνατο χίλιες φορές, καὶ δὲν τόλμησαν νὰ ξεριζώσουν ἕνα δεντρί! Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ χωνέψω.

«Δὲ μοῦ λές, πατέρα» κάνω κάποτε τοῦ γέροντά μου, «τί εἶναι αὐτὸ τὸ γιούσουρι;».

«Ξύλο, παιδί μου, σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα· θαλασσόξυλο. Ἂν θέλεις νὰ τὸ μάθεις, σύρε νὰ ἰδεῖς τὴν πίπα μου».

Πάω μέσα, ἀνοίγω τὸ ἁρμάρι, βρίσκω τὴν πίπα του. Μία πίπα χοντρὴ καὶ μεγάλη μὲ ρόζους, μαύρη κατάμαυρη σὰν ἔβενος.

«Μπά, τοῦτο εἶναι τὸ γιούσουρι; Τὸ κόβουν λοιπόν;».

«Τὸ κόβουν, λέει; Ἀφοῦ τό ᾿χεις στὰ χέρια σου! Ἔκοψα πῆχες ὅταν ἤμουν σφουγγαρᾶς».

«Γιατί δὲν πᾶς λοιπὸν νὰ κόψεις καὶ τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου;».

Πέτρωσε εὐθὺς τὸ χαμόγελο στὰ χείλη του· σοβαρεύτηκε τὸ πρόσωπό του. Γύρισε καὶ μὲ κοίταξε ἀφαιρεμένα, σὰ νὰ ἔλειπε ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ κεφάλι του.

«Ἄ» εἶπε, «τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Πῆγα μία φορὰ κι ἐγώ. Μὰ λίγο ἔλειψε νὰ ἀφήσω δίχως ἄντρα τὴ μάνα σου».

«Ἀφοῦ κόβεται…»

«Κόβεται, ὅταν εἶναι μικρό. Κάτω στὴ Μπαρμπαριὰ εἶναι δάση ὁλάκερα. Ἐκεῖ ποὺ ψαρεύουν τὸ σφουγγάρι, ἁρπάζουν καὶ κανένα κλαρί. Ἔτσι κλεφτά, στὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται. Ἅμα ὅμως ξυπνήσει, δὲν τὸ κόβει οὔτε ἡ ρομφαία τοῦ Ἀρχάγγελου».

«Τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου δὲν κοιμᾶται;»

«Κοιμᾶται- μπορεῖ νὰ κάμει δίχως ὕπνο; Μὰ ἐκεῖνο στοιχείωσε πιά! Ζεῖ μὲ τοὺς αἰῶνες- ποιὸς ξέρει ἀπὸ πότε. Νὰ ἰδεῖς τῶν παλαβῶν τὰ κόκαλα πὼς κρέμονται πολυέλαιοι ἀπάνω του!»

Καὶ τὸ βλέμμα του, κάπως δειλό, στυλώθηκε ἀπάνω σε μία στάμνα ποὺ ἔστεκε σπασμένη στὴν αὐλή· τὸ μέτωπό του σούφρωσε καὶ κέρωσε, λὲς κι ἔβλεπε ὀχιὰ νὰ προβάλλει ἀπὸ κεῖ.

«Ἐσὺ πατέρα, πῶς πῆγες; Μὲ τὴ μηχανή;» ξαναρώτησα.

«Ὄχι, μὲ τὴν πέτρα, σὰν τοὺς Καλυμνιῶτες. Ποῦ μηχανὲς στὸ καιρό μας!»

«Ἐγώ, σὰ μεγαλώσω, θὰ πάω νὰ τὸ κόψω» εἶπα μὲ πεῖσμα.

Ἐνόμιζα πὼς θὰ ἔλεγε ὄχι· πὼς θὰ φρόντιζε μὲ χίλια δύο νὰ μ᾿ ἐμποδίσει· πὼς θὰ μοῦ διηγόταν ἱστορίες τρομερὲς γιὰ νὰ ἀπελπιστῶ. Τίποτα! Μία στιγμὴ μὲ κοίταξε συλλογισμένος ἀπὸ τὰ πόδια ὡς τὴ κορφή, σὰ νὰ μετροῦσε τὸ ἀνάστημά μου· χαμογέλασε.

«Καλά· σὰ μεγαλώσεις, νὰ πᾶς» εἶπε μὲ τὴν πρώτη του ἀπάθεια. «Τώρα ποὺ εἶσαι μικρός, σύρε νὰ μάθεις τὴ θάλασσα».

Πῆγα κι ἔμαθα τὴ θάλασσα. Ναυτόπουλο ἔγινα, ἔπειτα ναύτης. Εἶδα φουρτοῦνες, χιονιές, ἀγριοκαίρια. Πῆγα καὶ μὲ σφουγγαράδικα στὴ Μπαρμπαριά. Μὰ καὶ ναυτόπουλο καὶ ναύτης καὶ σφουγγαρᾶς, δὲν ξέχασα τὸ στοιχειωμένο γιούσουρι καὶ τὸ λόγο ποὺ ἔδωκα στὸν πατέρα μου. Μαζὶ μὲ τὸ κορμὶ μεγάλωνε καὶ ὁ πόθος μέσα μου, σὰ νὰ τὸν εἶχα στὸ αἷμα μου. Ἐγὼ ἤθελα νὰ κόψω τὸ γιούσουρι, στὴν ἀνάγκη νὰ τὸ ξεριζώσω καὶ νὰ τὸ σύρω πίσω ἀπὸ τὸ καΐκι στὸ νησί μας. Θὰ τὸ ξάπλωνα στὴν ἀμμουδιὰ θρασίμι καὶ θὰ ἔβανα διαλαλητὴ νὰ διαλαλήσει σὲ ὅλη τὴ χώρα:

«Ἐβγᾶτε, χωριανοί, νὰ ἰδεῖτε τὸ μέγα θαῦμα! Τὸ στοιχειὸ τῆς θάλασσας νικήθηκε ἀπὸ τοῦ νησιοῦ μας τὸ στοιχειό, τὸν Γιάννο Γκαμάρο! Τρέμουν, τρίζουν τὰ βουνά! Ἐβγᾶτε, χωριανοί, νὰ ἰδεῖτε καὶ νὰ εἰπεῖτε!»

Θὰ ἔτρεχε ἀμέσως μελίσσι ὁ λαός· θὰ ἔβλεπαν οἱ θάλασσογεννητοι καὶ θὰ σταυροκοποῦνταν, θὰ ἔβλεπαν οἱ γυναῖκες καὶ θὰ τρόμαζαν τὰ παλικάρια καὶ θὰ ζηλοφθονοῦσαν· οἱ λυγερὲς καὶ θὰ ἔλεγαν: «Νά λεβεντονιὸς γιὰ νὰ γίνει ἄντρας μας!». Δεύτερος ἅϊ-Γιώργης θὰ δοξαζόμουν στὸ νησί. Καὶ ἕνας τρόμος μυστικός, μία λαχτάρα βασάνιζε κάθε τόσο τὴν ψυχή μου, μὴν προλάβει ἄλλος καὶ ἁρπάξει τὴ δόξα μου. Γυρεύεις τί γίνεται; Ἀλλὰ πάλι ἡσύχαζα μὲ τὴν ἰδέα πὼς ἄλλος ἀξιότερός μου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ. Καὶ ἀκόμη πίστεψα πὼς τὸ δεντρὶ ἐκεῖνο δὲν καθόταν τόσους αἰῶνες ἐκεῖ στὸν ἀνήλιαστο θρόνο του, παρὰ γιὰ νὰ γένει μία μέρα δικό μου παίνεμα. Κι ἔτσι ἔκλεισα τὰ εἴκοσι χρόνιά μου.

Ψάρευα τὸ σφουγγάρι μὲ τὴ μηχανὴ τοῦ καπετὰν-Στραπάτσου στὴν Ἔγριπο. Δῶσε ἀπάνω, δῶσε κάτω, φτάσαμε καὶ στὸν κόρφο τοῦ Βόλου.

Ἅρπαξα τὸν καιρό.

«Τί λές, καπετάνιε; Κάνουμε τὴν ἀπόπειρα;»

«Ποιά;»

«Πᾶμε νὰ κόψουμε τὸ γιούσουρι;»

Γέλασε ὁ καπετὰν-Στραπάτσος· γέλασαν καὶ οἱ ἄλλοι· γέλασα καὶ ἐγώ. Δὲν τολμοῦσα νὰ κάνω τὸ σοβαρό.

«Ῥέ, τί λές;» μοῦ κάνει, «εἶσαι στὰ συγκαλά σου ἢ νὰ στείλω γιὰ τὸν παπᾶ; Ἀμή, πῆγαν τόσοι καὶ τόσοι καὶ δὲν ἔκαμαν τίποτα, καὶ θὰ κάμουμε ἐμεῖς;»

«Γιατί ὄχι; Εἴμαστ᾿ ἀδέξιοι ἐμεῖς; Ἔπειτα, ἄκου νὰ σοῦ εἰπῶ: ἐκεῖνοι πῆγαν μὲ τὴν πέτρα. Μία βουτιὰ κι ἀπάνου. Τί θὲς νὰ κάμουν μὲ μία βουτιά;»

«Μωρέ, κοίτα νὰ βγάλουμε τὸ καρβέλι καὶ ἄφησε τὰ ὄνειρα!» μοῦ λέει τέλος ὁ καπετάνιος.

Δὲν ἀπελπίστηκα. «Θὰ τὸν καταφέρω στὸ ὕστερο» σκέφτηκα.

Καὶ ἀλήθεια, ἔδωκα, πῆρα, τὸν κατάφερα μία Κυριακὴ ποὺ δὲν ψαρεύαμε.

«Τί λές, πᾶμε;» τοῦ κάνω.

«Μωρέ, ποῦ νὰ πᾶμε;»

«Γιὰ τὸ γιούσουρι!»

«Καὶ ποιὸς θὰ βουτήξει;»

«Ἐγὼ βουτάω! Γι᾿ αὐτὸ ρωτᾶς;»

Πήγαμε τέλος. Κοιτάζω μὲ τὸ γυαλὶ στὸν πάτο, πουθενὰ γιούσουρι. Φέρνω μία βόλτα, δύο, τρεῖς· τίποτα! Ἄρχισα ν᾿ ἀπελπίζομαι. Μία ἀπελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια τὸ ἀνάσταινα στὴ φαντασία μου, τὸ ἔβλεπα μπροστά μου, πάλευα μαζί του, τὸ νικοῦσα, καὶ τώρα νὰ βγαίνουν ὅλα ψέματα! Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ὑποφέρω. Κάπου ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει, κάπου νὰ τὸ συναντήσω, θὲς κάτω στοὺς βυθούς, θὲς πέρα στὸ ἀκρογιάλι, θὲς πάνω στὰ σύγνεφα! Νὰ τὸ συναντήσω, νὰ μετρηθῶ μαζί του, κι ἂς μὲ καταλύσει. Ἂς κρεμαστοῦν καὶ τὰ δικά μου κόκαλα ἀπάνω του, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων παλαβῶν. Ὄχι ὅμως νὰ μὴν τὸ γνωρίσω ποτὲ στὴ ζωή μου! Τότε γιατί ἔζησα τόσον καιρό, γιατί ἔγινα εἰκοσάχρονος, γιατί ἔμαθα τὴ θάλασσα, γιατί ἀνασκάλισα τοὺς βυθούς; Μονάχα γιὰ τὸ καρβέλι;

«Τραβᾶτε γιὰ τὸ λιμάνι· τραβᾶτε νὰ πιοῦμε καὶ καμιὰ» εἶπε ὁ καπετάνιος βαριεστημένος. «Οἱ γερόντοι λένε κάποτε παραμύθια».

Κρύος ἱδρώτας μὲ πῆρε. Ἄρχισαν νὰ θολώνουν τὰ μάτια μου.

«Στὸ Θεό σου, καπετάνιε» τοῦ λέω, «ἔχε ὑπομονή!» νὰ φέρουμε μία βόλτα πάλι.»

Οὔτε κεῖνος ὅμως, οὔτε οἱ λαμνοκόποι μὲ ἄκουαν. Τὸ καΐκι γύρισε κι ἔφυγε γιὰ τὸ λιμάνι, βαριεστημένο καὶ κεῖνο.

Ἐγώ, κρεμασμένος στὴ κουπαστή, δὲν ἔπαυα νὰ κοιτάζω ζερβόδεξα μὲ καρδιοχτύπι μεγάλο, σὰ νὰ ζητοῦσα τῆς μάνας μου τὰ κόκαλα. Μάταια ὅμως! Τὸ νερὸ πρασινογάλαζο ἔφτανε ὡς κάτω στὸν πάτο καὶ μοῦ ἔδειχνε ξερὰ τὰ φύκια· ὄχτους ἐδῶ ἀπόκρημνους, ἐκεῖ ἀμμόστρωτες ἁπλωσιὲς σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια γιὰ τὶς νεράιδες μαλακὰ κι ἀπάρθενα. Τὸ γιούσουρι ὅμως ὄχι· κανένα σημάδι γιὰ τ᾿ ὀνειρεμένο μου δεντρί.

Ἔλεγα ν᾿ ἀφήσω τὸ γυαλὶ καὶ νὰ ξαπλωθῶ στὸ κατάστρωμα. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ θολὸ σύγνεφο ἰσκίωσε μπροστά μου, πίσω ἔμεινε σὰ νὰ διάβηκε φάλαινα.

«Στόπ!» φωνάζω· «σταθεῖτε»!

Στάθηκε τὸ καΐκι, γύρισε πίσω στὰ νερά του καὶ εἴδαμε ὅλοι σὰν χιλιόχρονη βελανιδιὰ νὰ κάθεται στὸν πάγκο. Δὲν ἦταν λοιπὸν ψέμα, δὲν ἦταν παραμύθι!

Ντύνομαι γοργά, παίρνω τὸ λάζο στὴ ζώνη μου, ἕνα τσεκούρι στὸ χέρι, καὶ βουτῶ κάτω. Μὰ καθὼς σήκωσα τὰ μάτια, σύγκρυο μ᾿ ἐπίασε. Καλὰ τὸ ἔλεγαν οἱ γέροντές μας. Τί ὁ διπίθαμος Ἀράπης! Τί Γοργόνα καὶ τί Ἄριστος! Τοῦτο εἶναι τὸ θάμασμα! Οἱ ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν τὸ μάρμαρο, ἔμπαιναν στὶς σχισμές, ἀγκαλίαζαν τ᾿ ἀγκωνάρια, γάντζωναν τὶς ποδιές του, ἕνα σῶμα θαρρεῖς καὶ μία δύναμη. Ἀπάνω ὀρθοκάθεδρος ὁ κορμός, ἀρκουδοντυμένος, μὲ ῥόζους ἐδῶ κι ἐκεῖ κλειστοὺς στὸ πολυτρίχι μέσα, ὀργιὲς ψήλωνε. Καὶ ἀπὸ κεῖ κλαδιὰ καὶ ἀντικλάδια μυριόριζα, καμαρωτὰ κι ὁλόισια ἔφευγαν πέρα δώθε, ψηλὰ καὶ χαμηλά, λὲς κι ἔπασχαν ν᾿ ἀποκλείσουν ὅλον τὸν πλατύχωρο κόρφο μὲ τὸ δίχτυ τους. Ὁλόγυρα τὸ νερὸ διάφανο, σὰν γυάλα τὸ σκέπαζε καὶ τὸ ἔλουζε, τροφὴ μαζὶ καὶ ταίρι, ἀνάσα καὶ κλίνη του. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινὴ ἔχασκε ἡ ἄβυσσο, κρύα καὶ ἄπατη.

Ἧβρα τὸ δέντρο στὸν ὕπνο του. Μὰ καὶ στὸν ξύπνο νὰ τὸ ἤβρισκα, τὸ ἴδιο ἔκανε. Ἂν ἦταν ν᾿ ἁρπάξω ἕνα κλαδὶ καὶ νὰ βγῶ ἀπάνω, καλά. Μὰ ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸ κόψω σύρριζα. Γιὰ τοῦτο κατέβηκα ἐκεῖ. Ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ξάμωσα τὸ τσεκούρι καὶ γκόπ! τοῦ κατάφερα τὴν πρώτη. Ξύπνησε ὁ Ὄφης. Καὶ ἀρχίζει ἀμέσως ἕνας σίφουνας, ἕνας χτύπος, ἕνα κακό, λὲς καὶ χύθηκαν ὅλα τὰ ρέματα ἀπάνω μου. Τὸ νερὸ χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι ἔχασα ὅλα τὰ πάντα. Ἔκατσα χαμηλά, ἁρπάχτηκα σ᾿ ἕνα ρίζωμα νὰ μὴ μὲ σύρουν. Καὶ εἶδα ἄξαφνα τοὺς ρόζους τοὺς κλειστοὺς νὰ γλαυκοπαίζουν σὰ μάτια ἀράπικα καὶ νὰ χύνεται ἀστρίτης ἡ φλόγα ἀπάνω μου. Καὶ στὰ κλαδιὰ τὰ λευκοπράσινα εἶδα νὰ κρέμονται τὰ σκέλεθρα, πομπὴ καὶ γάνα τῶν παλαβῶν ποὺ τόλμησαν νὰ τὰ βάλουν μαζί του. Στὸ βρούχημά του ἄκουσα χτύπο ξεχωριστό. Καὶ δὲν ἦταν ἄλλος παρὰ τὰ κόκκαλα ποὺ δέρνονταν μεταξύ τους καὶ τὰ γυμνὰ ποδάρια λάχτιζαν μὲ πεῖσμα τ᾿ ἄσαρκα μέτωπα, σὰ νὰ τοὺς ἔλεγαν:

«Γιατί μᾶς φέρατε ἐδῶ;»

Ἀπάνω μου τσίμπαε ὁ καπετάνιος:

«Ἔλα τώρα. Ἔλα, καὶ δὲν θὰ κάμεις τίποτα».

Δὲ θὰ κάνω τίποτα! Καὶ ῾γὼ τὸ κατάλαβα. Μὰ καὶ μὲ τί μοῦτρα ν᾿ ἀνεβῶ ἀπάνω; Ποῦ τὸ στοιχειὸ τοῦ νησιοῦ μας πλιά; Ποῦ ὁ ἅϊ-Γιώργης; Ἄ, ὄχι· ἂν δὲν κατέβαινα, καλά· μὰ τώρα, πάει! Μόλις ἔπεσε ὁ σίφουνας, σηκώνω τὸ τσεκούρι καὶ τοῦ καταφέρνω δεύτερη μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη. Πέτρα νὰ χτύπαγα, τὸ λιγότερο θὰ ῥάγιζε· ἐκεῖνο τίποτα. Οὔτε σκλήθρα δὲν ἄνοιξε. Ἀντὶ νὰ πάει μέσα τὸ τσεκούρι, ἔφυγε πίσω δύο πιθαμές, τρεῖς, τέσσαρες, σὰ νὰ χτυποῦσα σὲ λάστιχο. Πρέπει νὰ τὸ ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.

Τσιμπάω ἀπάνω:

«Ῥίχτε μου τὸ λοστό».

Μοῦ κατεβάζουν τὸ σύνεργο. Ῥίχνω πέρα τὸ τσεκούρι καὶ ἀδράχνω τὸ λοστό. Ἀρχίζω στὶς ῥίζες. Τυραννήθηκα, καὶ ῾γὼ δὲν ξέρω πόσο. Ὧρες ἐρχόταν, ὧρες περνοῦσαν, καὶ ῾γὼ μὲ τὸ λοστὸ στὸ χέρι. Μόνο στεκόμουν κάποτε νὰ πάρω ἀνάσα ἢ καὶ νὰ ῥίξω γύρω καμιὰ ματιά. Μποροῦσε τὸ σκυλόψαρο νὰ ριχτεῖ ἀπάνω μου.

Τέλος, τσιμπάω πάλι:

«Ῥίχτε μου τὴ γούμενα».

«Μωρέ, ἔλα πάνω!» τσιμπάει ὁ καπετάνιος ἀνυπόμονος. «Γιὰ σένα τὴ θὲς τὴ γούμενα; Ἔχουμε καὶ ψιλότερο σκοινί. Ἔλα πάνω· θὰ σοῦ κόψω τὸν ἀέρα!»

«Κόβεις τὸν ἀέρα, μὰ σχίζω τὸ λάστιχο» τοῦ ἀπαντῶ θυμωμένα. «Ἢ ξέχασες πῶς ἔχω τὸ λάζο μαζί μου;»

Τὰ χρειάστηκε ὁ καπετὰν-Στραπάτσος· μοῦ ἔριξε τὴ γούμενα.

Πιάνω ἀπὸ μακριὰ καὶ θηλυκώνω καλὰ τὸν κορμό. Ἔπειτα πηγαίνω στὸ ἄλλο πλευρὸ καὶ ἀρχίζω πάλι μὲ τὸ λοστὸ τὶς ρίζες. Ἐκεῖνο, δῶσ᾿ του καὶ γλαυκόπαιζε τὰ μάτια σὰ νὰ ἤθελε νὰ μὲ μαγνητίσει. Ἐσειόταν καὶ τάραζε σὰν ψάρι· τὰ κλαδιά του, χταποδιοῦ ἁπλοκαμοί, λάγγευαν δῶθε κείθε, κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ᾿ ἀκροδάχτυλά τους νὰ μὲ συλλάβουν. Μὰ ποῦ νὰ μὲ συλλάβουν! Καὶ ἂν δὲν ἤξερα καθόλου τὰ δολερὰ παιχνίδια του, κι ἂν δὲν εἶχα ἀκούσει τὰ καμώματά του, τὰ σκέλεθρα ποὺ ἔβλεπα σφηνωμένα ψηλὰ ἦταν ἀρκετὰ νὰ μοῦ δείξουν τὸν κίνδυνο. Σὲ κάθε του ἀνακλάδισμα στρείδι κολλοῦσα στὰ πλευρὰ τοῦ μάρμαρου. Πόδια, χέρια, μάτια, ὅλα δούλευαν σύγκαιρα. Καὶ ὁ λοστός, ἁψύς, ξεκόλωνε ἕνα μὲ τὸ ἄλλο τ᾿ ἀντιρίμματα, τὰ ἔβγαζε ἀπὸ τὰ θαλάμια τους, τὰ χώριζε ἀπὸ τὴν πέτρα, ξεφλουδισμένα πολλὲς φορές, κι ἄλλες φορὲς μὲ σκλῆθρες ἀπὸ χάλαρα, μὲ φόρτωμα ἀπὸ κοχύλια.

Τέλος, κατάλαβα πὼς ἄρχισε νὰ λασκάρει. Ἔχανε τὸ στήριγμά του.

«Ἀπάνω!» τσιμπάω.

Μὲ ἀνεβάζουν ἀπάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω τὴ πρώτη ἀνάσα.

Μπρέ! Πῆρε καὶ σούρπωνε. Ἀντίκρι τὸ Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σὰν ἀπὸ λουλάκι. Τὰ χωριά του ἄσπριζαν στὶς πλαγιές, σκόρπια μάρμαρα. Στὸ Βόλο ἄναβαν τὰ φῶτα καὶ ὁ οὐρανός, ὁλοπόρφυρος ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα, ἔβγαζε ἕνα τρεμόφεγγο τ᾿ ἀστέρια του. Μοῦ φάνηκε πὼς ξανάζησα ὅταν εἶδα μπρός μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μία στιγμὴ καὶ τὸ γιούσουρι καὶ τοὺς κόπους μου καὶ τὴ δόξα μου ἀκόμη.

«Τί, ἀπόκαμες;» ρωτάει ὁ καπετὰν-Στραπάτσος.

«Τώρα θὰ ἰδεῖς!» τοῦ λέω πηδώντας ἀπάνω. «Ἔλα, παιδιά! Τὰ κουπιά σας. Τὸ δέντρο θὰ τὸ σύρουμε στὸ νησὶ ἀπόψε».

«Μωρέ, τί λές! Δὲν ἔπαθες τίποτα; Δὲ σ᾿ ἄγγιξε τὸ στοιχειό;»

Καὶ ῥίχνονται ὅλοι ἀπάνω μου, μὲ ψηλαφοῦν, σφίγγουν τὰ κρέατά μου, κινοῦν τὰ μπράτσα μου, καὶ ἀκόμη δὲν πιστεύουν πὼς εἶμαι γερός.

«Μὰ τραβᾶτε παιδιά, παιδιά!» λέω. «Τὸ δέντρο κόπηκε».

Ῥίχνονται στὰ κουπιά, τραβοῦν μὲ δύναμη. Ναί! Ἀντὶ νὰ σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε τὸ καΐκι μας.

«Μωρέ, μᾶς γελᾶς» λέει ὁ καπετάνιος ἀγαναχτισμένος. «Τί μολογᾶς πῶς ἔκοψες τὸ γιούσουρι;»

«Μὰ τὸν Ἅϊ-Νικόλα, τό ῾κοψα» τοῦ κάνω· «τράβα! Τ᾿ ἤθελες, νὰ τ᾿ ἀποκόψω, γιὰ νὰ μὲ πλακώσει ἀπὸ κάτω; Δύο τραβήματα θέλει καὶ θὰ ᾿ρθει μὲ τὶς ρίζες του».

Ἀρχίζουμε πάλι τὸ τράβημα. Κάπου μία ὥρα ἔτσι παιδευτήκαμε. Ἄκουες τοὺς σκαρμοὺς κι ἐτριζοβόλουν. Πεῖσμα ἔπιασε τοὺς ναῦτες καὶ ἀντρειεύονταν σὰν ξωτικά. Ὁ καπετὰν-Στραπάτσος, ξετρελαμένος ἀπὸ χαρὰ καὶ περηφάνια, ψυχὴ ἔδινε σὲ ὅλους μὲ τὶς φωνές του:

«Ὢ-ὤ! Ὢ-ὤ!... Γειά σας, παλικάρια! Ἴσα, λιοντάρια μου! Ντροπή μας! Μωρέ, ἴσα, τίγρηδες!»

Καὶ τὰ παλικάρια, τὰ λιοντάρια, οἱ τίγρηδες, ἔχωναν βαριὰ τὸ κουπὶ καὶ τὸ ἔπαιρναν πίσω μὲ τόση δύναμη, ποὺ ἔλεγες τώρα θὰ γίνει σύψαλα. Τέλος, βαθὺ μούγκρισμα ἀντήχησε κι ἡ θάλασσα σήκωσε τρανὸ κύμα καταπάνω μας. Τὸ καΐκι πέταξε γοργόφτερο ἐμπρός. Ἀμέσως, μέγα κῆτος φάνηκε νὰ πιάνει ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τὸν κόρφο. Ἦταν τὸ γιούσουρι.

«Νὰ ἰδῶ! Καὶ ῾γὼ νὰ ἰδῶ!»

Τρέχουν ὅλοι στὴν πρύμη νὰ γνωρίσουν τὸ στοιχειό. Τὸ βλέπουν καὶ σταυροκοπιοῦνται φοβισμένοι.

«Ἐμπρός!» λέω στὸν καπετὰν-Στραπάτσο. «Νὰ τὸ βγάλουμε ὄξω τώρα ποὺ νύχτωσε, πρὶν τὸ νιώσουν καὶ μᾶς τὸ πάρουν οἱ Τοῦρκοι».

Μόλις βγήκαμε ἀπὸ τὸν κόρφο, Γοργόνα ὀργισμένη μᾶς ἀπάντησε ἡ νοτιά. Ὁ οὐρανὸς ἔσβησε τ᾿ ἀστέρια του, ἔκρυψε τὰ σύνορά του. Ἅδης τὸ σκότος ἁπλώθηκε ἀπάνω μας. Τὸ κύμα ψήλωνε βουνό, ἀνέμιζε φωσφορούχους τοὺς ἀφροὺς κι ἔχυνε φῶς κάτασπρο, θαμπὸ καὶ ἄχαρο περίγυρα. Τί ἄλογα καὶ τί ἄτια, τί φώκιες καὶ τί φάλαινες κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιοῦνταν καὶ ἀλάλαζαν στὸ σύσκοτο ἐκεῖνο χάος! Ν᾿ ἀνησυχῶ ἄρχισα. Δὲν ἦταν θάλασσα ἐκείνη· ἦταν θυμὸς καὶ σεῖσμα, κατάρα καὶ χολή, φαρμάκι τῆς ἄβυσσος.

Ὅμως τίποτα. Τὸ γιούσουρι, σφιχτοδεμένο, ἀκολουθοῦσε τὰ ἀπονέρια ποὺ ἔστρωνε ἡ πρύμη τῆς σκάφης μας. Τὸ ἄκουα νὰ δέρνεται κάποτε καὶ νὰ ρουχνίζει, σὰν ζωντανὸ ποὺ παίρνει ἀνήφορο. Ντροπὴ τὸ εἶχε πὼς νικήθη καὶ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀπαλλαγεῖ. Μὰ ποιὸς τὸ ἄφηνε; Μέσα στὸ ἄγριο πέλαγο μία ξεχώριζα ταρναριστὴ φωνή, τὴ φωνὴ τοῦ διαλαλητῆ· ἕνα γνώριζα αἴσθημα, τὸ θάμασμα τῶν γερόντων μας. Ἕνα πόθο, τὴν εὐχὴ τῶν κοριτσιῶν:

«Νὰ λεβεντονιὸς γιὰ νὰ γίνει ἄντρας μας!»

Μὲ τὸ χάραμα εἶδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο τὸ νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ἀκόμη. Μὰ τρία γερά. Τὰ μπράτσα λύθηκαν ὅλη νύχτα ἐπάνω στὸ κουπί. Τὰ πρόσωπα σούρωσαν· τὰ μάτια θόλωσαν. Ζάρες ἔκαμε τὸ μέτωπο· ἄσπρισαν τὰ κατάμαυρα μαλλιά, σὰ νὰ κύλησαν στογὸς τὰ χρόνια ἐπάνω μας. Ὁ καπετάνιος, ξαπλωμένος τ᾿ ἀνάσκελα στὸν πάγκο, ἔμοιαζε πτῶμα. Οἱ λαμνοκόποι ἀμίλητοι κινοῦσαν ῥάθυμα τὰ κουπιά, σὰν μηχανὲς ποὺ κάνουν ἀναίσθητα τὸ ἔργο τους. Μόνος ἐγὼ ἐξακολουθοῦσα νὰ λάμνω σωστά. Ἦρθε μάλιστα πολλὲς φορὲς ποὺ τοὺς πῆρα. Μὰ τί νὰ κάμω καὶ ῾γώ; Περισσότερος ἦταν ὁ πόθος παρὰ ἡ δύναμή μου. Τὸ κύμα ἐπίμενε νὰ ψηλώνει ἀκόμα, νὰ λιχνίζει καὶ νὰ μᾶς βρέχει καὶ νὰ μᾶς κλυδωνίζει φοβερά.

Τέλος, ῥόδισε ἡ ἀνατολή, φάνηκε ὁ ἥλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οἱ στεριές, θολὸ τὸ πέλαγο, φιλόξενο τὸ νησί μας ἀντίκρι.

«Ἄλα, παιδιά, καὶ φτάσαμε!» φώναξα.

Καὶ πηδῶ στὴν πλώρη ν᾿ ἀγναντέψω καλὰ τὸ λιμάνι, νὰ ἰδῶ τὴν ἀμμουδιὰ ὅπου θὰ τὸ ρίξω θρασίμι. Τὸ καΐκι πέταξε μέσα, δυὸ χάλαρα πήδηξε, ἄραξε ἀπάνω στὸν ἄμμο. Τρέχω στὴν πρύμη καὶ ἀδειάζω τὴ γούμενα.

Ὠιμέ! Σχοινὶ κομματιασμένο κρατῶ μόνο στὰ χέρια μου!

Τί ἔγινε τὸ ἄκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται, στὸν κόρφο τοῦ Βόλου, ἀπάνω στὸ θεόχτιστο πάγκο του, μὲ τὶς λεπιδωτὲς ρίζες, ἀρκουδοντυμένο τὸν κορμό, κλαδιὰ καὶ παρακλάδια του πέρα δῶθε, λὲς καὶ πάσχει νὰ κλείσει ὅλα στὸ δίχτυ του. Ἀκόμη τὸ παραδίνουν γενιὰ σὲ γενιὰ οἱ ναῦτες καὶ πάει ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, ἀπὸ παιδὶ σ᾿ ἐγγόνι, πάντα μεγάλο, θαμαστὸ πάντα, σκληρὸ σὰν σίδερο, δυνατὸ σὰν λέοντας, ψυχωμένο καὶ ἀθάνατο σὰν στοιχειό.

Καὶ ῾γώ, ὁ Γιάννος ὁ Γκαμάρος, νέος ἅϊ-Γιώργης τοῦ νησιοῦ, ἑβδομηντάρης κι ἑτοιμόρροπος τώρα, δὲ θαλασσοδέρνομαι παρὰ γιὰ τὸ καρβέλι!


Πηγή: openbook.gr